ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ, ο μυθιστοριογράφος της Χλώρακας

Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1953. Έχει γράψει βιβλία διηγήματα και νουβέλλες για μικρούς, για μεγάλους, και για τους ναυτικούς - Τηλέφωνο: 99435899 Email: k.tapakoudes@cytanet.com.cy

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

 

Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στη Χλώρακα χωριό της επαρχίας της Πάφου. Στην ηλικία των 55 ετών, αποφάσισε να αφοσιωθεί στα γράμματα που αγαπούσε από μικρός, αλλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να τα σπουδάσει στη νεότην του, ένεκα οικονομικών δυσχεριών. Γι αυτό σε μεγάλη ηλικία πλέον, εγγράφεται στην δημοσιογραφική σχολή του ΑΝΤ και σπουδάζει Δημοσιογραφία. Φανατικός αναγνώστης και λάτρης της λογοτεχνίας, δημιούργησε μια έπαλξη ώστε να μπορεί να εκφράζει τις δικές του ανησυχίες και αναζητήσεις. Εξέδωσε την «Εφημερίδα της Χλώρακας» την οποία μόνος του έγραφε, σελιδοποιούσε και εκτύπωνε. Είχε τεράστια επιτυχία, αλλά ένεκα οικονομικού κόστους, μετά από τέσσερα χρόνια έντυπης κυκλοφορίας της, περιορίστηκε μόνο στην ηλεκτρονική της έκδοση, η οποία επίσης κατάφερε να έχει ευρεία αποδοχή και παρακολούθηση, τόσο από Χλωρακιώτες αναγνώστες, όσο από όλη την Κύπρο, την Ελλάδα, αλλά και πολλούς Ελληνόφωνους της διασποράς σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Σ’ αυτήν εξέθετε τις απόψεις του τεκμηριωμένες με την απλή λογική, έτσι που κατάφερνε να πείθει πολλούς, και με τον καιρό δημιούργησε φανατικούς αναγνώστες. Ταυτόχρονα έγραφε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες, καθώς επίσης βιβλία με παράδοξες ιστορίες του τόπου τις οποίες εμπνεύστηκε από τα συμπεράσματα του από μακριές συνομιλίες που ταχτικά είχε με γεροντότερους συμπολίτες του. Έγραψε επίσης βιβλία με ιστορίες που συνέβησαν μιαν παλαιάν εποχή, και που κατεδείκνυαν τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων εκείνον τον καιρό, καθώς και τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ: Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΝ ΟΛΙΓΟΙΣ:

Τηλέφωνο: 99435899

28/11/1953: Γέννηση μου στη Χλώρακα

1971: Αποφοίτηση από την Τεχνική σχολή Πάφου, κατάταξη στην Εθνική φρουρά.

1973: Αναχώρηση για Ελλάδα, μπάρκο στα καράβια.

1978: Επιστροφή στην Κύπρο, ασχολούμαι με το επάγγελμα του πράτη (φθαρτέμπορας)

1980: Νυμφεύομαι τη Μαρινέλλα Αγαθαγγέλου.

1987: Ασχολούμαι με το εμπόριο ταπήτων.

1991: Ασχολούμαι με επιχειρήσεις ακινήτων.

1992: Δημιουργώ τη μπουάτ «Ορφέας», μαγαζί με ζωντανή ποιοτική μουσική που αφήνει τα αποτυπώματα του σε ολόκληρο τον Ελληνισμό Κύπρου και Ελλάδος.

2000: Σταματώ την ενασχόληση με το φθαρτεμπόριο και ασχολούμαι με επιχειρήσεις υπηρεσιών.

2008: Εκδοση έντυπης εφημερίδας «η Εφημερίδα της Χλώρακας».

20010: Εγγράφωμαι στο εργασήρι δημοσιογραφίας του ΑΝΤ1 Ελλάδος και δι αλληλογραφίας παρακολουθώ σπουδές ΜΜΕ.

2012: Τελειώνω τις σπουδές και παίρνω δίπλωμα δημοσιογραφίας με βαθμό 8,70 στα 10

2012: Αναστέλλω την έκδοση της έντυπης εφημερίδας της Χλώρακας ένεκα οικονομικών δυσχερειών, αλλα συνεχίζω να γράφω και να εκδίδω περιοδικά και βιβλία.

2013: Αποθνήσκει η σύζηγος μου εις ηλικίαν 53 ετών.

2014: Επανεκδοση της εφημερίδας της Χλώρακας σε ηλεκτρονική μορφή.

------------------------------

ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ:

Βράβευση από τον ΔΗΜΟ Πάφου

Βράβευση από τον ΠΠΟΧλώρακας

Βράβευση απο την Ουνέσκο Πειραιώς και νήσων

Βράβευση από το καφενείο ιδεών Σαλαμίνος Ελλάδος 

Χρυσό μετάλλιο από το καφενείο ιδεών Σαλαμίνας Ελλάδος

Επιβράβευση από τον ΔΗΣΥ Κύπρου

-----------------------

ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η μεγαλύτερη ευτυχία ενός συγγραφέα είναι όταν τη γλώσσα που του έδωσαν, καταφέρνει να τη γράφει τοιουτοτρόπως ώστε να έχει την προσοχή και την αγάπη του αναγνώστη.

Έτσι και εγώ φιλάρεσκος, πολύ συγκινούμαι όταν συμβαίνει να έχω την αναγνώριση, κυρίως από ανθρώπους που θαυμάζω και εκτιμώ πολύ, ιδίως όταν αυτοί είναι καλύτεροι από μένα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΘΕΟΦΙΛΗ:

Κυριάκο πολυαγαπημένε μου είσαι ένας από τους λίγους εν ζωή μέγιστους συγγραφείς της Ελλάδας και φαντάζομαι και της Κύπρου. Σε αγαπώ πάρα πάρα πολύ γιατί χρόνια τώρα νιώθω πως με αγαπάς και με νοιάζεσαι και παράλληλα θαυμάζω τον γραπτό λόγο σου, την φιλοσοφημένη σκέψη σου. Πολλές φορές διαβάζω από τα ιστολόγια σου λογοτεχνικά σου αριστουργήματα, έργα πραγματικά θαυμαστά με όλο το τραγικό και το εύθραυστο στοιχείο της αλήθειας του καθημερινού μας χρόνου. Δυστυχώς δεν αντέχω το ηλεκτρονικό διάβασμα και πολύ επιθυμώ, αν είναι εφικτό, να λάβω τα γραπτά σου σε έντυπη μορφή. 

 *Η Κατερίνα Θεοφιλή είναι σπουδαία συγγραφέας, ζωγράφος και κριτικός από την Ελλάδα. Η γνώμη της για μένα με απογειώνει και με υποχρεώνει να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος.

Μαρούλλα Πανάγου: Τα λίγα που διάβασα μου θυμίζουν πολύ τον Καζαντζάκη, ειναι η αλήθεια, μου θύμισες την αναφορά του Γκρέκο.

Χριστάκης Ταπακούδης:Το όλο έργο και η όλη γραφή του Κυριάκου Ταπακούδη με παραπέμπει στον Γιάννη Σκαρίμπα τον ιδιότυπο ποιητή και πεζογράφο,ο οποίος αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα που αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην χώρα, και θεωρείται συγγραφέας του παραλόγου όπου η γραφή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο, και ποιητική πεζογραφία. 

Ελένη Χριστοδούλου: Όλα εξαιρετικά Κυριάκο, με συνεπήραν τα γραφόμενα σου και ακόμα είμαι στην αρχή! Μπράβο σου!

Γιωργος Σοφοκλεους: Συστήνω σε ολους να διαβάσουν στην εντυπη του μορφή το βιβλίο του φίλου του Κυριάκου με τίς θαλασσινές του ιστορίες . Εγώ το επραξα ήδη . Εκτός από μιά πραγματική περιδιάβαση είναι μαζί καί μιά ονειροπόληση στά λιμάνια του κόσμου . Είναι μιά αφήγηση οπου ο συγγραφέας του βιβλίου καταφέρνει με μοναδικό τρόπο οχι μόνο να εξάπτει τη φαντασία μας αλλά ταυτόχρονα μέ τίς διδαχές καί τις αλληγορίες του να μας οδηγεί σε δρόμους βατούς γιά τη ψυχή καί τη σκέψη μας , αποφεύγοντας τους άλλους δρόμους τους δύσκολους καί κακοτράχαλους.

Αναστάσης Ξενοφώντος: Συγχαρητήρια απίθανη οι διηγήσεις σας, πολύ παραστατικα αφηγείστε τις ζωές που οι περισσότεροι ζήσαμε στα φτωχοχωρια της Πάφου στα Χαλεπά εκείνα χρόνια.

Γιωργος Σοφοκλεους: Τό είπαμε κι'αλλες φορές . Ο φίλος ο Κυριάκος είναι τό βλαστάρι/εκπρόσωπος τής δικής μας γενιάς , πού πήρε τήν σκυτάλη πνευματικής/πολιτιστικής δημιουργίας , από τήν προηγούμενη γενιά καταξιωμένων Χλωρακιωτών δημιουργών/ διαμορφωτών τού λαικού μας πολιτισμού . Είναι ο άνθρωπος πού διακρίνεται γιά τήν ευρύτητα τών οριζόντων του ,τόν πολυσχιδή καί ευαίσθητο χαρακτήρα του . Στήν πολυτάραχη ζωή του , εχει εμπλακεί σέ μιά πλατιά γκάμα δραστηριοτήτων καί άφησε παντού τό ανεξίτηλο στίγμα του . Η πνευματικότητα καί τό ανώτερο ήθος του , μαζί μέ τήν ανθρωπισμό του, τόν κάνουν αξεπέραστο !!! Η όλη

ζωή του καί η αγωνιστική του διαδρομή γιά νά ανέβει στά πιό ψηλά σκαλιά τής κλίμακας κοινωνικής καταξίωσης , θά έλεγα πώς δίκαια τόν καθιστούν πρότυπο πολίτη/ανθρώπου τόσο γιά τήν παρούσα , όσο καί τίς επόμενες γενιές Χλωρακιωτών.

Αδάμος κατσαντώνης: 
Ότι γράφεις Κυριάκο, είναι ξεχωριστό. Όσα βιβλια σου διαασα με καθήλωσαν.

Μάριος Νεοκλέους: «Η εφημερίδα της Χλώρακας» που κυκλοφορεί από το 2008, είναι υπό την ιδιοκτησία και διεύθυνση του εκδότη Κυριάκου Ταπακκούδη. Γράφεται, συντάσσεται, σελιδοποιείται και εκτυπώνεται από τον ίδιο. Είναι η 4η εφημερίδα στην Επαρχία Πάφου.  Προσφέρει γνώση, πληροφορία, είδηση, πολιτισμική καλλιέργεια και αναδίφηση της παράδοσής.

  Η κυκλοφορία ενός μηνιαίου έντυπου σε μια κοινότητα, όπως είναι η Χλώρακα,  εκτός του ότι είναι μια πρωτοποριακή, πρωτότυπη και σημαντική ενημερωτική κίνηση, αποτελεί και μια εκπληκτική πρωτοβουλία που τιμά την κοινότητα και προσφέρει τα μέγιστα στην αναβάθμιση της κοινωνικής, πολιτιστικής και ιστορικής κουλτούρας του τόπου μας. Η σημασία της έκδοσης αυτής, ειδικά σε μια εποχή όπου επικρατεί ο εγωκεντρισμός, η συμφεροντολογία και το κυνηγητό της ύλης, καταδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ανησυχία του εκδότη και το αμέριστο ενδιαφέρον του για την ποιοτική αναβάθμιση της κοινότητας.

  Η εφημερίδα της Χλώρακας , ως εγκεκριμένο έντυπο που συγκαταλέγεται επίσημα στα κυπριακά μηνιαία Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, μεταφέρει τα νέα της κοινότητας σε όλους τους κατοίκους, ενδιατρίβει με μεγάλη επιτυχία στα γεγονότα που σημάδεψαν την παλαιότερη και σύγχρονη ιστορία μας, ερευνά και μεταφέρει τα ήθη και έθιμά μας που διαμορφώθηκαν μέσα από την πλούσια παράδοσή μας και φέρνει στο προσκήνιο σημαντικά πρόσωπα της κοινότητας που έζησαν παλαιότερα και με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, ο κάθε ένας ξεχωριστά, έβαλε την ψηφίδα του στη διαμόρφωση, δομή και συνοχή της κοινοτικής οντότητας και όχι μόνο.

  Η εφημερίδα έχει καταστεί εφημερίδα της κοινότητας και γίνεται από όλους αποδεκτή μετά μεγάλης αγάπης γιατί περιέχει ενδιαφέρον και χρήσιμο υλικό που μπορεί να διαβάσει και να μελετήσει ο κάθε ένας, ανεξάρτητα της μόρφωσής του.

   «Η εφημερίδα της Χλώρακας» είναι ένα σημαντικό αξιόλογο έντυπο της κοινότητας που, αν συνδυαστεί και με το γεγονός ότι κάνει την εμφάνισή της σε ηλεκτρονική μορφή, αποκτά γεωγραφική παγκόσμια εμβέλεια υπό την έννοια ότι μπορεί να την διαβάσει οποιοσδήποτε σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και αν βρίσκεται.    

  Με κουράγιο και χωρις να φείδεται κόπων και εξόδων ο εκδοτης Κυριάκος Ταπακούδης προσπαθεί με ανιδιοτέλεια και επιμονή στη συλλογή χρήσιμων ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων τα οποία κάποτε θα αποτελέσουν πλούσια πηγή για τον μέλλοντα ιστορικό, όχι μόνο του τόπου μας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Πάφου. 

ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΛΕΟΥΣ / ΥΕΤΟΣ: 

Γράμμα σε έναν συγγραφέα

Posted on 29 Σεπτεμβρίου, 2016 by Yetos

Αγαπητέ Κυριάκο

Διάβασα τελευταία με προσοχή τα γραφόμενά σου, σχετικά με το ημερολόγιό σου και πολλά άλλα που παρατίθενται στην αξιόλογη ιστοσελίδα σου. Θέλω να σου πω ότι παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον, εδώ και χρόνια, την ενασχόλησή σου με το λόγο. Έναν λόγο αγνό, αυθόρμητο που πηγάζει μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής σου, χωρίς αναστολές, αγκυλώσεις και χωρίς υστεροβουλία.

Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι η αγάπη σου για τη συγγραφή, είναι ανόθευτη και δεν μπορεί να επηρεαστεί από τίποτε. Η αγάπη σου για την ιστορία τού τόπου σου, τη λαογραφία και την ψηλάφηση των πολιτιστικών στοιχείων της γενέτειράς σου, είναι ανεξάντλητη και απεριόριστη. Η πολλαπλότητα των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεσαι και η διεξοδική έρευνα που κάνεις γύρω από αυτά, είναι δραστηριότητες που θα πρέπει να προκαλούν το θαυμασμό και να έχουν την αμέριστη συμπαράσταση τόσο των αναγνωστών σου όσο και των επίσημων  θεσμών της κοινότητας. Οι αναφορές σου, κυρίως αυτές που καταπιάνονται με τα λαογραφικά και σύγχρονα στοιχεία της γενέτειράς σου, είναι περισπούδαστες, πρωτότυπες και αξιοθαύμαστες, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν δεόντως, με το μεγαλύτερο σεβασμό και επιμέλεια, από τους επίσημους θεσμούς της κοινότητας αλλά και ευρύτερα. Πέραν τούτου αποτελούν άριστες πηγές για οποιονδήποτε επιθυμεί και ενδιαφέρεται να ενδιατρίψει περισσότερο στα θέματα αυτά.

Η συγγραφή που γίνεται ύστερα από διεξοδική έρευνα και προσωπικό μόχθο αποτελεί σπουδαία εργασία την οποία ολίγοι μπορούν να κάνουν. Το να είναι κάποιος συγγραφέας και ταυτόχρονα ερευνητής αποτελεί σπουδαία υπόθεση γιατί προϋποθέτει μόχθο, όρεξη και πολλή  δουλειά.  Η δραστηριότητα αυτή είναι επίπονη, επίμονη και σοβαρή. Λίγοι άνθρωποι έχουν αυτό το χάρισμα.

Οι πιο πολλοί αποφεύγουν τη συγγραφή, όπως ο διάβολος το λιβάνι, είτε γιατί δεν μπορούν να γράψουν, είτε γιατί είναι φυγόπονοι, είτε γιατί δεν έχουν τίποτε το αληθινό, το ανόθευτο και το  πρωτότυπο για να το εξωτερικεύσουν με τον γραπτό λόγο. Αρκετοί που αντιμάχονται τον γραπτό λόγο, καλυπτόμενοι στη στιγμιαία εκφορά τού προφορικού τους λόγου, πιστεύω ότι κατά βάθος δεν θέλουν να είναι εγκλωβισμένοι στις όποιες καιροσκοπικές δεσμεύσεις με βάση και τη φράση «τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν» «Verba volant, scripta manent». Τοιουτοτρόπως, μερικοί από αυτούς έχουν τη δυνατότητα να κρύβονται, να παραπλανούν, να παραπληροφορούν και να διαψεύδουν κατά το δοκούν και εκ του ασφαλούς. Γεμάτοι εγωκεντρισμό, ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό αρνούνται να έχουν σταθερότητα και αντικειμενικότητα στον λόγο.  Μερικοί άνθρωποι που δεν εκτιμούν αλλά αντιμάχονται ασμένως τους συγγραφείς, πιστεύω ότι αποτελούν μια τάξη ανθρώπων η οποία βρίσκεται  στον πυθμένα τού λήθαργου και της ζηλοτυπίας, καλυμμένη με ψευδαισθήσεις, ψευδεπίγραφη ταυτότητα και νοθευμένη σκέψη.

Η πρόσφατη περιγραφή που έκανες, επισκεπτόμενος συγκεκριμένο μέρος στην παραλία της γενέτειράς σου και την περισυλλογή που είχες, καθήμενος σε ένα βράχο, κοιτάζοντας τη θάλασσα  -αυτή τη θάλασσα που κάποτε για χρόνια όργωνες σπιθαμή με σπιθαμή μέχρι την άκρη του κόσμου- φανερώνει άνθρωπο με πλούσια συναισθήματα και πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται και από τις βαθυστόχαστες θύμισες που ξαφνικά είχες εκεί, για το περιδέραιο που δώρισες κάποτε στη μακαριστή σύζυγό σου, την οποία έχασες τόσο νωρίς και τόσο άδικα. Εκείνο το δώρο/φυλακτό,  δυστυχώς, το έχασε κολυμπώντας μαζί σου σε αυτή την παραλία, όπως περιγράφεις με εξομολογητική διάθεση και τόση ειλικρίνεια.

Ο συνειρμός της θάλασσας, της γυναίκας σου, του περιδεραίου,  και η άμεση φυγή σου προς το κοιμητήριο, θέτοντας δακρυσμένος επί του τάφου της συζύγου σου, τις ενδόμυχες σκέψεις σου, τους προβληματισμούς σου και την αγάπη σου, με συγκίνησαν αφάνταστα.

Αγαπητέ Κυριάκο,

συνέχισε να γράφεις. Συνέχισε να ασχολείσαι με τον λόγο. Μην απογοητεύεσαι και μην δειλιάζεις μπροστά σε οποιαδήποτε τυχόν εμπόδια παρουσιαστούν. Πρέπει να ξέρεις ότι προσφέρεις πολλά. Πάρα πολλά, τόσο στη γενέτειρά σου, όσο και ευρύτερα. Αν η τυφλότητα έχει επηρεάσει πολλούς, πράγμα που τους κάνει να μην βλέπουν καθαρά και να μην καταλαβαίνουν τίποτε, δεν φταις εσύ. Είναι δικό τους πρόβλημα. Θα είναι πάντα φτωχοί στο πνεύμα, πενιχροί στην ψυχή, σκλάβοι στον εγωκεντρισμό τους και υπόδουλοι στον αρρωστημένο τους εγωισμό.

Μην σε επηρεάζουν οι τυχόν  δημόσιες θέσεις που εκφράζονται από  τους «δήθεν»,  τους «λόγιους των καφενείων» ή άλλους «συνοικιακούς καλοπροαίρετους/κακοπροαίρετους» που εμφανίζονται κάθε τόσο για να κρίνουν άλλους, όντες οι ίδιοι κενοί, ανούσιοι και κοντόφθαλμοι.  Αυτά ξέρουν αυτά λένε. «Τάφοι κεκονιαμένοι» με πενιχρό εσωτερικό κόσμο που προσπαθούν σαν ναυαγοί να πιαστούν στο διάβα της ζωής τους από κανένα σπασμένο ή δανεικό κατάρτι. Οκνηροί στο πνεύμα και στη φαντασία, αγκομαχούν σε φουρτουνιασμένα κύματα χωρίς να γνωρίζουν τη θάλασσα. Εσύ ξέρεις πολύ καλά και τη θάλασσα και τα κύματα και τους ανέμους. Δεν σε φοβίζουν. Ο λόγος σου διακηρύττει την αλήθεια που ξεγυμνώνει τα ψεύτικα είδωλα και ενοχλεί όλους εκείνους που αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, λόγω ιδιοτέλειας, εγωπάθειας και αυταρέσκειας. 

Σε χαιρετώ

Υετός

29 Σεπτεμβρίου 2016 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ (πόεδρος ΠΠΟΧ):

O Κυριάκος είναι ένας εξέχων Χλωρακιώτης, ένας ενεργός πολίτης με πλούσιο συγγραφικό έργο περί της
Κοινότητας Χλώρακας και όχι μόνο. Έχει τιμηθεί σαν συγγραφέας από διάφορους Οργανισμούς, Σωματεία κλπ.
Σαν εκδότης της μοναδικής εφημερίδας της Χλώρακας συμβάλλει σημαντικά στην πρόοδο της αγαπημένης του γενέτειρας.

ΜΗΧΑΛΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ:
Εκτός των άλλων έχει ακαταμάχητη «πέννα» και δεν το λέω αυτό σαν συγγενής , είναι γενικά παραδεχτόν.
----------------------------

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ, ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ: 

Γεννήθηκα στη Χλώρακα ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι από μικρός τη θάλασσα να βρυχάται και με βια να κατατρώει τις ακτές, μα αυτές καθώς πέτρινες και στέρεες, δεν είχανκαταλυμό.
Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια του χωριού και άκουα τις νύχτες το σάλαγο των κυμάτων και τον ρόχθο της άγριας θάλασσας που έσμιγε με τη βουή του ανέμου, και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος και φόβο, συναισθήματα που με τον καιρό στη σκέψη μου έμειναν σαν τραγούδι Ειρηνίων, προπομπός αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα.
Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και με δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.
Και εγώ έστεκα στην άκρη της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό, και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης…
Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα και έβλεπα την άκρια της γης.

Αποφάσισα να ασχοληθώ με το γράψιμο τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν στα πενήντα πέντε μου χρόνια είδα την ψυχική και πνευματική κακομοιριά στην οποία περιέπεσαν πολλοί συνάνθρωποι μου ύστερα από την απότομη μεγάλη ευμάρεια που τους προέκυψε με το ξεπούλημα των περιουσιών τους αντί χρημάτων. Καταλαβαίνοντας ότι δεν θα τους έβγαινε σε καλό, προσπάθησα να επηρεάσω το χαρακτήρα τους θέλοντας να βελτιώσω με τον τρόπο μου τις συνθήκες και την ποιότητα της ζωής τους κάνοντας τους να σκέφτονται με τη λογική και τη θετική γνώση η οποία πηγάζει μέσα από παρατήρηση και ανάλυση.

Η Χλώρακα την εποχή που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό και ήρεμο χωριό της επαρχίας Πάφου με μικρό πληθυσμό που οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Μετά το έτος 1980 αναπτύχθηκε οικοδομικά ραγδαία και ο πληθυσμός πλήθυνε καταντώντας τη μικρη Κοινότητα σε μεγαλη κωμόπολη. Οι κάτοικοι κατ’ αρχάς άρχισαν να ξεπουλούν τις περιουσίες τους για να κτίσουν σπίτια στις κόρες τους ως όριζε το έθιμο, ή και να τις υποθηκεύουν κάνοντας υλιστικά δάνεια και κινδυνεύοντας τοιουτοτρόπως να χάσουν τα χωράφια τα οποία ήταν η ζήση τους.

Βλέποντας τον κίνδυνο να καραδοκεί καθώς επιτήδιοι τραπεζίτες και έμποροι της γης βάλθηκαν να υποθηκεύουν ή να εξαγοράζουν τις περιουσίες των κατοίκων, προσπάθησα με τη διδακτική μου αρθρογραφία να εξεγείρω τις ψυχές και το πνευματικό τους φρόνημα ώστε να αντισταθούν στον απότομο επιφανειακό πλουτισμό τους.

Και εγώ άνθρωπος με προβλήματα, προτερήματα και ελαττώματα, αλλά από τη φύση μου πνεύμα ανήσυχο, υπήρξα έντονα καυστικός και σταθερός στις απόψεις μου, ώστε με τον λόγο μου ερχόμουν σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις των, και χωρίς δισταγμό, εξέφραζα ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις μου, στηλιτεύοντας κυρίως την βλακεία, την υποκρισία και την αχαριστία, προσπαθώντας τοιουτοτρόπως να βάλω έστω ένα μικρό λιθαράκι στην αναμόρφωση τους. 

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ:

Οι γονείς μου ήσαν φτωχοί και πολύτεκνοι. Ο πατέρας μου ήταν ο Χαράλαμπος και η μητέρα μου η Στασού, μια απλή ευλογημένη Χριστιανική γυναίκα που πέθανε  πολύ ενωρίς στα 43 της χρόνια χωρίς να προλάβει να γεράσει. Το 1971 αποφοίτησα από τη Τεχνική Σχολή Πάφου, το 1973 τέλειωσα τη στρατιωτική μου θητεία, και ακολούθως μπάρκαρα στα καράβια ως δόκιμος Μηχανικός.

Στα μακρινά  ταξίδια και στις ατέλειωτες ώρες της Ναυτικής μου μοναξιάς πάνω στα ποντοπόρα πλοία τάνκερ, ασχολήθηκα με το διάβασμα επιμελώς, καταφέρνοντας να αποκτήσω γνώσεις που αργότερα αποδείχτηκαν πολύ βοηθητικές ώστε να καταφέρω να γίνω συγγραφέας, συντάκτης, δημοσιογράφος και εκδότης δικής μου εφημερίδας.

Το 2008 εξέδωσα την «εφημερίδα της Χλώρακας» σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, την οποία έγραφα, επιμελούμουν και εκτύπωνα, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμουν συστηματικά με τη συγγραφή και έκδοση περιοδικών, και βιβλιων.

Υπηρέτησα  τη δημοσιογραφία  από τη θέση του ιδιοκτήτη, του συγγραφέα,  του συντάκτη και του δημοσιογράφου για πέντε περίπου χρόνια εκδίδοντας την εφημερίδα σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, και ακολούθως συνέχισα να την εκδίδω ηλεκτρονικά, καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση το 2013 που έπληξε τον τόπο, δεν μου άφησε δυνατότητες να συνεχίσω την έντυπη κυκλοφορία της.

Εκτός από τη δημοσιογραφία και την αρθογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας, ασχολήθηκα  με τη συγγραφή διηγημάτων και ιστοριών που αφορούν την παράδοση, που μέσα από τη διήγηση τους καταγράφεται ο τρόπος ζωής της παλαιάς εποχής και ο τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων με όλες τις δυσκολίες της φτώχειας και της καταδυνάστευσης τους από τους Τούρκους και Άγγλους κατακτητές, καθώς και την καταγραφή της ιστορίας της γενέτειρας μου Χλώρακας και ότι σχετικό με αυτήν.

Επιχείρησα ένα δύσκολο ενγχείρημα καθώς δεν γνώριζα τίποτα επί του αντικειμένου, ούτε και τη σύγχρονη τεχνολογία των κομπιούτερς και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων που ήταν απαραίτητα για την έκδοση της εφημερίδας. Όμως ενέσκηψα του θέματος και κατόρθωσα να γνωρίσω γενικά την διαδικασία και να την εφαρμόσω. Έμαθα να χειρίζομαι τον υπολογιστή με τον οποίο διεκπεραίωνα όλη την εργασία από γράψιμο έως σελιδοποίηση και εκτύπωση, έμαθα να χειρίζομαι τα μηχανήματα εκτύπωσης, αλλά το κυριότερο κατόρθωσα να μπορώ γράφω τα κείμενα, τα άρθρα και τις μικρές ιστορίες μου με επιτυχία, χωρίς προηγουμένως στη ζωή μου να έχω ασχοληθεί με το γράψιμο. 

Στο χρόνο που ακολούθησε σπούδασα δημοσιογραφία ένα όνειρο ζωής το οποίο κατάφερα να πραγματοποιήσω στην ηλικία των 57 ετών, αποδεικνύοντας έτσι στη πράξη την δια βίου μάθηση.

ΩΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ:

 Έχω γράψει και εκδώσει βιβλία που περιέχουν ιστορίες της παράδοσης που μέσα από τη διήγηση τους καταγράφεται ο τρόπος ζωής της παλαιάς εποχής και ο τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων με όλες τις δυσκολίες της φτώχειας και της καταδυνάστευσης τους από τους Τούρκους και Άγγλους κατακτητές. 
Είναι διηγήματά που δεσπόζουν στη συγγραφική μου δημιουργία και όταν τα διαβάζει κανείς, μεταφέρεται νοερά σε χαρακτήρες του λαού. Το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής μου έμπνευσης το άντλησα από παλιές ιστορίες διηγήσεις των γερόντων και μέσα από τη χριστιανική παράδοση. 
Ορισμένες από τις ιστορίες περιέχουν μερική μυθολογία, και είναι αποτέλεσμα των παραλογών που δημιουργούνται όταν μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Σημασία έχει ότι είναι όλες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις.
Πέραν από τα βιωματικά μου διηγήματα, τα υπόλοιπα είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή και τα ήθη και έθιμα του τόπου. Με το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου να είναι κατασκευασμένο και παντρεμένο με την πραγματικότητα και την αλήθεια των ιστορήσεων αυτών, αλλά και αντλώντας από τον πλούτο των θρύλων και των δοξασιών, απ όσα είδα και συγκινήθηκα, απ όσα άκουσα και ταράχτηκα,  απ όσα με άγγιξαν πραγματικά και με ταρακούνησαν, τα πήρα όλα και τα μεταμόρφωσα και τα έπλασα και τα έγραψα με έναν τρόπο γραφής δικό μου με προσήλωση στη θρησκευτική πίστη, αλλά αναδεικνύοντας περισσότερο τις δεισιδαιμονικές φοβίες των ανθρώπων. 
Φτιάχνοντας μ αυτό τον τρόπο ιστορίες-διηγήματα που προκαλούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, κατάφερα στη σύντομη συγγραφική μου εργασία να αποκτήσω πολλούς αναγνώστες που περίμεναν με αδημονία την κυκλοφορία των τοπικών εφημερίδων που φιλοξενούσαν τα διηγήματα μου.
Στα διηγήματα μου προσπάθεια μου ήταν να καταγράψω όσες διηγήσεις και ιστορήσεις πρόλαβα και συνέλεξα από αφηγήσεις κυρίως γεροντότερων ανθρώπων τους οποίους πρόλαβα εν ζωή. Ήταν ένα δυσκολο έργο διότι οι περισσότεροι, ή δεν ενθυμούντο λόγω γήρατος, ή οι πλείστοι είχαν ήδη πεθάνει. 
Συνταίριαξα όσο καλύτερα μπορούσα με δικό μου τρόπο διήγησης τις ιστορίες, άλλες με συγγραφικό οίστρο και αλλες σε συνήθη καθομιλουμένη, έτσι που να αρέσουν πρώτα σε μένα,  ελπίζοντας ύστερα και στους αναγνώστες.

Ορισμένες από τις ιστορίες εμπεριέχουν μερική μυθολογία, και άλλες  μοιάζουν με ιστορίες άλλων περιστατικών από άλλους τόπους, σημασία όμως έχει ότι είναι όλες αποτέλεσμα από αυτούσιες διηγήσεις γεροντότερων ανθρώπων που έζησαν εκείνες τες εποχές.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

-----------------

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ, 200 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ & ΝΟΥΒΕΛΕΣ

 

ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γεννήθηκα στη Χλώρακα ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι από μικρός τη θάλασσα να βρυχάται και με βια να κατατρώει τις ακτές, μα αυτές καθώς πέτρινες και στέρεες, δεν είχαν καταλυμό.

Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια του χωριού και άκουα τις νύχτες το σάλαγο των κυμάτων και τον ρόχθο της άγριας θάλασσας που έσμιγε με τη βουή του ανέμου, και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος και φόβο, συναισθήματα που με τον καιρό στη σκέψη μου έμειναν σαν τραγούδι Ειρηνίων, προπομπός αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα.

Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και με δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.

Και εγώ έστεκα στην άκρη της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό, και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης…

Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα και έβλεπα την άκρια της γης,

Αλλά περισσότερο ήμουν ευχαριστημένος όταν τα δειλινά στα ακρογιάλια της Χλώρακας στην απόλυτη ηρεμια της γαληνεμένης θάλασσας, ένιωθα την ανάσα του Θεού.  

---------------------------------------


1. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - τελευταίες ιστορίεςΕισαγωγη από το συγγραφέα

Κάποια διηγήματα τα γράφω απλοϊκά χωρίς να εμπεριέχουν λογοτεχνικούς οίστρους, θέλοντας τοιουτοτρόπως να απευθυνθώ στις μεγάλες μάζες των αναγνωστών που επιθυμία έχουν μόνο να διαβάσουν καλές ιστορίες χωρίς έντεχνους λόγους και γραμματιακές φανφάρες. 







------------------------------------===================


ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Η Θέκλα μέσα στ άσιερον έκαμνεν τον σταυρόν της,

να πάρει τον Χαράλαμπον να σβήσει το λαμπρόν της

Τζ΄η καϋμένη εφώναζεν χριστόν τσιαι Παναγίαν,

Σάββατον ναν το χάρτωμαν, τσιαι Κυριακήν η παντρεία. 

Πριν 100 χρόνια και βάλε, σε ένα χωριό δυό σκάπουλοι αγάπησαν την ίδια κοπέλα, μια πεντάμορφη κόρη από μεγάλο σόι  και ήθελαν να την παντρευτούν. Ό Ευστάθιος πολύ πλούσιος, και ο Χαράλαμπος πολύ φτωχός.

Ο Ευστάθιος και αυτός από μεγάλο σόι, ήταν σίγουρος πως ένα προξενιό θα τελεσφορούσε. Έτσι λογάριαζε να πει στους στους γονιούς του να την ζητήσουν για νύφφη τους.

Ο Χαράλαμπος πάμπτωχος και εκ της δεινής θέσεως του γνωρίζοντας το αδύνατον του συνοικεσίου, εξομολογήθηκε τον καημό του στη μάνα του και εξομολογήθηκε απελπισμένος την ερώτησε τι να κάμει.

Η Έρχαρη η μάνα του που τον άκουσε, πολύ τον ελυπήθει. Ήταν ο γιος της ο καλός, ο κανακάρης της, και ήξερε πως δεν είχε ελπίδες απέναντι στον Ευστάθιο.

Όμως σαν μάνα ευσπλαχνική αλλά και κοψονούρα, έβαλε το μυαλό της να δουλέψει να τον εβοηθήσει. Ήταν μια χωρική γυναίκα άκληρη χωρίς στον ήλιο μοίρα που η ίδια όλη της τη ζωή στη φτώχεια με πολλά βάσανα ανάγιωνε τα παιδιά της, ήθελε αν γινόταν να τον παντρολογήσει με την πλούσια κοπέλα και να τον μπάσει στο μεγάλο σόι της, να μην περάσει και αυτός τα ίδια δεινά της μίζερης δικής της ζωής που ένεκα της φτώχειας από παιδιόθεν βασανιζόταν.

Σκέφτηκε πολύ, και γνωρίζοντας πως θα ήταν δύσκολο το εγχείρημα, κατέστρωσε ένα σχέδιο και το έβαλε μπροστά. Θα το προσπαθούσε, και αν πετύχαινε θα ήταν καλά, αν όχι, θεός είδε.

Ο γιος της ήταν όμορφο παλικάρι, σεμνός, τίμιος και εργατικός. Όμως εκείνους τους πέτρινους καιρούς, καλύτερα προσόντα λογαριάζονταν οι περιουσίες και τα μάλια. Ήταν ψηλός ίσα με δυο μέτρα, ωραίος και αρρενωπός. Σε πολλές κορασιές η καρδιές τους σκιρτούσαν για λόγου του, αλλά αυτός είχε πέσει σε μεγάλο έρωτα με την θεκλού, που δυστυχώς δεν ήταν της τάξης του.

Πολύ δύσκολα τα πράματα σκέφτηκε η Έρχαρη, ήθελε πονηράδα να πετύχει ο σκοπός κα καθώς είχε μια ανιψιά που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι της Θεκλούς σαν παραδουλεύτρα, την έπεισε να βοηθήσει. Ήταν η Τοτέ, μια πολλοπάϋτη και καταφερτζού που με τα γλυκόλογα της έβγαζε κουφή από την τρύπα.

Ξεκίνησε λοιπόν με γλυκόλογα και παινέματα να της εκθειάζει τον Χαράλαμπο. Ότι ήταν όμορφος, καλός, πως είχε έρωτα μαζί της, πως την αγάπη δεν την φέρνουν τα μάλια και οι περιουσίες.

Ύστερα έβαλε τον Χαράλαμπο να περνά τακτικά από τη γειτονιά, και από μακριά ανταλλάσσοντας ματιές, και πες πες η Τοτέ λόγια και λογάκια, η θεκλού έπεσε και αυτή σε μεγάλο έρωτα για τον Χαράλαμπο. 

 

Ο Ευστάθιος έστειλε τα προξένια, και ο πατέρας της Θεκλούς καθώς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του, αμέσως δέχτηκε.

Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να τελέψει.

Ώσπου όμως ξαφνικά η νύφη αν και φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από την αγάπη που είχε μέσα της για τον Χαράλαμπο, αρνήθηκε το προξενιό.

Εκείνους τους καιρούς, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην απόφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μάνας έπεφτε λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη. 

Έτσι σαν έμαθε ο πατέρας την άρνηση της, ποιος δεν τον φοβήθηκε, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την κλείδωσε στο ασιερονάρι και δεν την έβγαλε έξω ώσπου θέλοντας και μη, είπε το ναί και εγίνηκεν το προξενιό.

Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχαν η κόρη στην καρδιά της και το όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε η καρδιά της.

Ήταν ένα πρωτόγνωρο αίσθημα  που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά της λόγια της η πολλοπάιτη Τοτέ η καταφερτζού, που ήθελε την μικρή κοπέλα να την βάλει στο σόι της. Έτσι με σούρτα φέρτα και φιλέματα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της. 

Όμως δυστυχώς αλλες οι επιθυμίες άλλων, και άλλες οι προσταγές εταίρων.

Έτσι παντρεύτηκε η κόρη τον Ευστάθιο και έμεινε ο Χαράλαμπος να μαραζώνει και να οδύρεται για τη χαμένη αγάπη του.

Ήθελε να φύγει να χαθεί, δεν άντεχε να σκέφτεται πως άλλος την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, ήταν ο πόνος ανυπόφορος.

Και μια μέρα ξαφνικά είπε στη μάνα του πως θα φύγει να πάει μακριά, να ξενιτευτεί, να πάρει ένα δρόμο άγνωστο, να αναζητήσει νέους τόπους, να συναντήσει καινούργιους ανθρώπους, να γνωρίσει περιπέτειες, να πορευτεί κινδύνους, να αλλάξει ζωή, μήπως έτσι θάψει τον πόνο του, μήπως γιατρευτεί και να ξεχάσει το ντέρτι που του έτρωγε τα σωθικά.

Έφυγε ο Χαράλαμπος. Μπαρκάρισε σε ένα βαπόρι, γύρισε λιμάνια και χώρες, και μετά από χρόνια καταστάλαξε στη μακρινή Πορτογαλία. Και ύστερα από χρόνια όταν καταλάγιασε ο καημός του, ξέχασε λίγο τον πόνο του, παντρεύτηκε και έμεινε δια παντός εφ όρου ζωής μακριά στα ξένα.

Και έμεινε η καημένη η μάνα του να μαραζώνει και να τον πεθυμά,  και να καταριέται τα μάλια και τις περιουσίες που ήταν η αιτία να χάσει το γιο της. 

ΥΓ.

Η ιστορία είναι πραγματική, και άγνωστος λαϊκός ποιητής την τσιάττισε και την έκανε τραγούδι που το τραγουδούσαν στα πανηγύρια. 


Ο Κύπριος Μάγος και αλχημιστής Μαμμωνάς εις Χλώρακαν 
 

Η περιώνυμος νύμφη της Μεσογείου, η νήσος Κύπρος κατά τον Κωστή Παλαμά, η αναδείξασα σοφούς, Αγίους και Μάρτυρες, έχει επίσης αναδείξει Μάγους και Αλχημιστές. Ένας εξ αυτών, ήτο κάποιος με το ψευδώνυμο Μαμμωνάς. Εγεννήθη στην Αμμόχωστο πριν το 1571, και εξενητεύθη από μικρός εις την Ευρώπη. Μαθήτευσε σε Αλχημιστή και έμαθε την τέχνη, και ανεδείχθη έξοχος αλχημιστής. Στις περιηγήσεις εκτός Κύπρου χρησιμοποιούσε ακόμη ένα ψευδώνυμο, αυτό του τελευταίου υπερασπιστή της Κύπρου Μάρκου Βραγαδίνου λέγοντας ότι ήτο στενός συγγενής. (Οταν το 1571 ορδές του Σουλτάνου εισέβαλαν στην Κύπρο, σφαγιάζοντας 20.000 ανθρώπους και πολιορκώντας την Αμμόχωστο, ο Μάρκος Αντώνιος Βραγαδίνος έδωσε υπεράνθρωπη μάχη για προστατέψει την πόλη των Βαρωσίων, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Οθωμανός Διοικητής έδωσε διαταγή και εγδαραν ζωντανό τον ανδρείο Ενετό). Με αυτό τον τρόπο, στην Ιταλία γενέτειρα του ως άνω ήρωα, έτυχε πολλής υποστήριξης που είχε σαν αποτελεσμα να κερδίσει περισσόν πλούτο. Στην Βενετία δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο τούτο, καθ ότι ήταν η ακριβής γενέτειρα του ήρωα, και ήσαν νωπές οι λυπητερές θύμησες του θανάτου του, καθώς και η απώλεια της Κύπρου την οποίαν απέσπασαν από αυτους οι Μωαμεθανοί Τούρκοι. Ονομαζόμενος κόμης ντε Μαμμωνά, άνοιξε εργαστήριο και σε αυτό προσέτρεχε αμέτρητο πλήθος και τον παρηκολούθει να κάνει τα πειράματα του τα οποία τους εξέπλησσαν. Η φήμη του ως αλχηστού μεγάλωσε και εδιεδώθη ευρέως, ώστε ο Δόγης της Βενετίας τον εκάλεσε εις το παλάτι για να τον γνωρίσει, με αποτελεσμα να συνδεθούν με στενή φιλία. Χρησιμοποιώντας αυτή τη φιλία αλλά και την τέχνη του Αλχημιστή ο πονηρός απατεώνας Κύπριος, απέκτησε μυθώδη πλούτη. 

Η τέχνη του Αλχημιστή ήτο να μετατρέπει και να μεταβάλλει τα αγενή μέταλλα σε ευγενή. Σε συγκέντρωση στο σπίτι ενος ευγενή του Δάνδολου, παρόντος του Δόγη και άλλων αριστοκρατών, με τις ταχυδακτυλουργίες του προέβει σε σπουδαίαν παράσταση, ξεγελώντας όλους ότι με την φιλοσοφική του λίθο, μετέτρεψε σιδερένια ράβδο σε χρυσή. Ένας εκ των παρευρισκομένων, ο Μαρτινέγκος, εξαπατηθείς ηγόρασε την φιλοσοφική λίθο έναντι τεραστίου ποσού χρημάτων. Όταν η απάτη ανεκαλύφθει, ο Μαμμωνας δραπέτευσε από την χώρα για να μην συλληυθεί και κατηγορηθεί ως μάγος από την Ιερά εξέταση. Κατέφυγε στη Γερμανία όπου οι πιο πολλοι κάτοικοι ήσαν Προτεστάντες, και δεν είχε φόβο να κατηγορηθεί ως Μάγος. Περιήλθε όλων των σημαντικοτέρων πόλεων με το ψευδώνυμο κόμης Βραγαδίνος επιδεικνύοντας την Αλχημιστική του τέχνη με τις ταχυδακτυλουργίες του, συσσωρεύοντας πολλά πλούτη, και κερδίζοντας τον θαυμασμό. Επαρεσύρθη τόσο από την υπερηφάνεια του και την υπεροψία του, ώστε είχε την τόλμη αναιδώς να κηρύττει ότι είχε υπό τις διαταγάς του τον Σατανά, ενώ οι δυο μαυριδεροί σκύλοι που είχε πάντα μαζί του, ήσαν μεταμορφωμένοι διάβολοι βοηθοί του καθώς έλεγε. Τελευταία περιήγηση στην Γερμανία ήταν το 1590 στο Μόναχο που καλεσμένος εις το παλάτι, και ενώπιον του Αυτοκράτωρος εξετέλεσε τα περίεργα πειράματα του προς μεγάλη κατάπληξη του Βαυαρού ηγεμόνα.
Μετά την μεγάλη πορεία στην οποίαν επορεύθη, ήρχισεν ο κατήφορος του, διότι οι Γερμανοί ήσαν καχύποπτοι παρά οι Ιταλοί. Σε αυτό συνέτειναν πολλές κατηγορίες από συναδέλφους του οι οποίοι τον κατηγορούσαν ως απατεώνα. Χρησιμοποίησαν την μεγαλη του έπαρση που τον έκανε να ισχυρίζεται ότι είχε βοηθούς του τον διάβολο υπό την μορφή σκύλων, και παρέσυραν την κοινή γνώμη εναντίον του. Οι καθολικοί τιμωρούσαν όσους εσυνεργάζωντο με τον Διάβολο σε θάνατο δια της πυράς. Συνελήφθη υπό της Ιεράς εξετάσεως, και εδικάσθη. Απελογήθει ευγλώττως αποδεικνύοντας την εις βάρος του σκευωρία. Οι δικαστές όμως ως καθολικοί φανατικοί, καταδίκασαν αυτόν εις θάνατον δια απαγχονισμού. Την επομένη ημέρα, τον κρέμασαν εις την πλατεία μαζί με τους σκύλους του, και έθαψαν και τους τρεις σε τάφο μακριά από την πόλη.
Στο χωριό της Χλώρακας υπάρχει η παράδοση ότι όταν ο αλχημιστής αυτός επεσκέφθη την Κύπρο, και ως περαστός από το χωριό κάποιο χειμώνα, εγκατεστάθει σε αυτό για λίγο καιρό, και παρήγγειλε εις τους χωρικούς που όργωναν στην περιοχή Χρυσός (είναι τοποθεσία παρά την περιοχή Βρύσης, όπου γι αυτήν μαθαίνουμε διαβάζοντας το βιβλίο του Χρίστου Μαυρέση "Χλώρακα Ιστορική και λαογραφική μελέτη", ότι ονομάστη έτσι, διότι στην περιοχή αυτή υπήρχε χρυσάφι) κάθε απόγευμα μετά την σχόλη τους από το όργωμα, να του φέρνουν τον πηλό που έμενε στα ηνία των αρότρων τους, και πλήρωνε σε αυτους κάθε φορά, είκοσι παράδες. Αφου ηγόρασε αρκετές ποσότητες, εκλείσθη εις την οικίαν όπου είχε εγκατασταθεί, χωρίς να παρουσιάζεται, ούτε να συναναστρέφεται κανέναν, με αποτελεσμα οι χωρικοί να υποπτευθούν ότι κάτι παράδοξο συμβαίνει, έτσι που μια μέρα επεσκέφθησαν την οικία, άνοιξαν την πόρτα για να εξετάσουν τι γίνεται, και έκπληκτοι διαπίστωσαν αυτός να είναι εξαφανισμένος, ενώ επάνω εις το τραπέζι υπήρχαν δυο χρυσά ψωμιά. Ως φαίνεται επηραματίζετω με τον πηλόν που ηγόραζε από τους χωρικούς, και που περιείχε ψήγματα χρυσού, τα ζύμωνε και τα έψηνε μετατρέποντας τα με τις αλχημείες του σε χρυσάφι. Πιστεύεται ότι εγκατέλειψε το χωριό νύχτα, ώστε να μην αντιληφτούν οι χωριανοί ως προς τι μετέφερε, άφησε δε, τα δυο χρυσά ψωμιά ώστε να αντιληφτούν τι έκανε ως προς δόξαν αυτού....
 

Η ΤΡΕΛΛΗ

Η Ξενού ήταν πλουσιοκόρη και μοναχοπαίδι, και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τέλειωσε σχολαρχείο. Πολύ περήφανη για τη μόρφωση της, αλλά συνάμα και πολύ εγωίστρια, καμάρωνε για την καταγωγή της και έβλεπε τον υπόλοιπο πληθυσμό αφ υψηλού καθώς ένιωθε πως άνηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη.

Σεβόταν τους γονείς της και ήταν υπάκουη σε αυτούς, έτσι από μικρή έμαθε το ίδιο να τη σέβονται και να την εκτιμούν οι άλλοι, συμπεριφορές που πήγαζαν όπως πίστευε, ένεκα της ανώτερης καταγωγής της και εκ της μορφώσεως της, καθώς και της προσωπικότητας της. Ήταν καλή Χριστιανή και αγαπούσε και εφάρμοζε το νόμο του Θεού, ήταν ηθική και αγαπούσε το δίκαιο. Πίστευε πως όλες οι αρετές ήταν χαρισμένες εκ γενετής σε αυτήν.

Ήταν λοιπόν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη αγαλλιούσε η ψυχή της γνωρίζοντας το σεβασμό που ενέπνεε.

Οι γονείς της το ίδιο περήφανοι την είχαν καμάρι και την προόριζαν να την καλοπαντρέψουν με ένα εξ ίσου από καλή οικογένεια παλικάρι. Από ενωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την προίκα της, και όταν πλέον ήταν σε ηλικία για γάμο, τα προικιά της πλουσιοπάροχα ήταν έτοιμα να μοιραστούν στη νύφη και στον κατάλληλο ευρεθώντα γαμπρό.

Και όταν παρήλθε καιρός και η Ξενού έτοιμη πλέον για παντρειά, αυτοί σίγουροι για το τι ήθελε συμβεί, μεταξύ τους συζητούσαν ποιον γαμπρό θα επέλεγαν. 

Όμως άλλαι αι βουλαί του Θεού, και άλλαι των ανθρώπων

Μια απρόσμενη συμφορά τους πλάκωσε και έπεσαν από τα σύννεφα, όταν τους είπε πως αγαπούσε ένα παλικάρι και ήθελε να τον παντρευτεί, και ποιος ήταν αυτός; Ένας αχαΐρευτος ομορφονιός από ξένα μέρη που από φήμες έμαθαν πως ήταν προικοθήρας, άνεργος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης.

Χωρίς δεύτερη σκέψη την αποπήραν, και για να τη συνετίσουν, να τη τιμωρήσουν και να τη συμμορφώσουν, την κλείδωσαν στη κάμαρη της για κάμποσες μέρες.

Αυτή όμως κυριευμένη από μεγάλο έρωτα, δεν υποχωρούσε. Έμεινε μέσα κλεισμένη να κλαίει και να οδύρεται, χωρίς να τρώει ούτε να πίνει.

Και καθώς μέρες πέρασαν και αυτή έστηνε γινάτι, οι γονιοί της φοβούμενοι για την υγεία της, την αποφυλάκισαν.

Η Ξενού αποφασισμένη να ζήσει την μεγάλη της αγάπη, αν και γνωρίζοντας τον πόνο που θα προκαλούσε, αν και γνωρίζοντας ότι με την πράξη της θα έχανε πλούτη, περιουσίες, χρήματα και θα εξέπεμπτε της κοινωνικής της θέσης για την οποία ήταν τόσο υπερήφανη, το έσκασε και πήγε να βρει τον μορφονιό της.

Στη μεγάλη πόλη όμως όπου μετοίκισε με τον αγαπημένο της, δυστυχώς πολύ λίγο καιρό πρόλαβε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Ο αχαΐρευτος ομορφονιός όταν κατάλαβε πως η Ξενού δεν επρόκειτο λα λάβει κληρονομιά, άρχισε να την παραμελεί, και σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά της, ώσπου μια μέρα την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη της παρατημένη μέσα στα ξένα μέρη.

Και η δύστυχη η Ξενού με καταρρακωμένη την περηφάνια της και την αξιοπρέπεια της, έμεινε μονάχη να παλεύει για τη ζωή της, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί να πάει πίσω στους γονιούς τους και να ζητήσει ήμαρτον. Ο εγωϊσμός της ήταν μεγάλος και δεν επρόκειτο ποτές μα ποτές να πάει πίσω στο χωριό της και όλοι να την ιδούν πως κατάντησε και πόσο χαμηλά έπεσε.

Και έμεινε η δύστυχη με την καρδιά ραγισμένη να ξενοδουλεύει για ένα μεροκάματο, για ένα κομμάτι ψωμί.

Μα ο καιρός όσο περνούσε, η αγάπη της μετατρεπόταν σε μίσος. Και το μίσος μετατράπηκε σε μεγάλη έχθρα και επιθυμία για εκδίκηση. Της έγινε έμμονη ιδέα, ήθελε να τον βλάψει. Κουρασμένη τα βράδια στο κρεββάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κατέστρωνε σχέδια με τη φαντασία της πως να τον βλάψει, πως να κορέσει η καρδιά της εκδίκηση, πως να χορτάσει το ανείπωτο μίσος που κυριάρχησε στο είναι της και της έγινε έμμονη ιδέα. Ήταν αποφασισμένη να γίνει φόνισσα, έπρεπε οπωσδήποτε να τον τιμωρήσει. 

Και όσο ο καιρός περνούσε, και ενώ συνέχεια η απόφαση της ενισχυόταν τι πλέον να κάμει, μια μέρα έμαθε πως τον σκότωσαν άλλοι, εγκληματίες τοκογλύφοι που τους χρωστούσε.

Ο θυμός της ήταν μεγάλος γιατί τον σκότωσαν άλλοι και όχι η αυτή, έτσι αλαφιασμένη πήρε τις στράτες και μονολογούσε για την αδικία των ανθρώπων που δεν άφησαν την ίδια να το κάμει. Περπατούσε και μονολογούσε και η ψυχή της ήταν σε αναβρασμό και το μυαλό της ήθελε να κάμει έκρηξη και να σπάσει το κρανίο της.

Στη κηδεία οι παρευρισκόμενοι είδαν μια τρελή να στέκει πάνω στο μνήμα με το φέρετρο μέσα, να φτύνει και να καταριέται τον νεκρό. Την απομάκρυναν με το ζόρι, και αυτή σκυφτή έφυγε πιότερο αποτρελαμένη.

Όμως η ψυχή της δεν θα ησύχαζε, ήταν αποφασισμένη να τον τιμωρήσει έστω και μετα θάνατον.

Έτσι μια νύχτα σκοτεινή, ξαφνικά ξύπνησε από τον ύπνο της και χαρούμενη παραλαλούσε πως βρήκε τον τρόπο να εκδικηθεί. 

Την άλλη μέρα την βρήκαν κρεμασμένη σε ένα χοντρό κλαδί μιας συκαμινιάς. Και πάνω στο σκαμνί που είχε ανέβει για να κρεμαστεί, βρήκαν ένα σημείωμα.

«Σκοτώνομαι για να πάω στον άλλο κόσμο να βρω την αχρεία ψυχή του και να την τιμωρήσω».

Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι σάλεψε το μυαλό της με την εμμονή που είχε για εκδίκηση, έτσι που πίστεψε πως με αυτό τον τρόπο θα απέδιδε τη δική της δικαιοσύνη.

Ο ΚΟΥΤΣΟΣ

Ο Ευστάθιος από τα δεκαοχτώ του χρόνια εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ για να πολεμήσει τους Βρεττανούς αποικιοκράτες που καταδυνάστευαν τον Κυπριακό λαό. Ήταν ένας ωραίος νέος που αγαπούσε πολύ μια όμορφη κοπελιά, αλλά πιότερο αγαπούσε την πατρίδα του, έτσι χωρίς να υπολογίζει την αγάπη που της είχε καθώς και την ίδια τη ζωή του, ανακατώθηκε με τους άλλους αγωνιστές και έλαβε μέρος σε πολλές ενέδρες και σαμποτάζ εναντίον του εχθρού. Όμως σαν πολύ νέος, οι συναγωνιστές του του ανέθεταν κυρίως τη μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών.

Μια φορά μετέφερε ένα σακούλι με καψούλια, αλλά καθώς στο δρόμο για την παράδοση περνούσε από το σπίτι των γονιών του, εισήλθε να πει μια καλημέρα στη μάνα του.

Η μάνα του είχε σούπα τραχανά στη φωτιά και μαγείρευε.

-Καλώς το γιόκα μου, ήρθες την κατάλληλη ώρα να φας σούπα τραχανά που σου αρέσει,

του είπε, και ο Ευστάθιος που πολύ την ορεγόταν, κάθισε στο τραπέζι και περίμενε.

Ξαφνικά από την ανοιχτή πόρτα μπούκαραν Εγγλέζοι στρατιώτες και χωρίς να δώσουν λόγο, άρχισαν να ερευνούν εξονυχιστικά το σπίτι.

Η καρδιά του Ευστάθιου χτύπησε με αγωνία, ήταν σίγουρος πως θα συνελάμβαναν και αυτόν και την μητέρα του. Το πρόσωπο του ωχρίασε σε αυτή τη σκέψη και ακίνητος σαν άγαλμα περίμενε το μοιραίο. 

Οι στρατιώτες μπήκαν στα άλλα δωμάτια να ψάξουν, εξόν από ένα ψηλό ξανθό κοκκινοτρίχη που έμεινε στη κάμαρη και άρχισε να ψάχνει πολύ προσεχτικά.

Κοίταξε εδώ, κοίταξε εκεί, και τέλος πήρε τη σακούλα και την άνοιξε. Κοίταξε μέσα, ύστερα κοίταξε τον Ευστάθιο και του έκλεισε το μάτι. Ύστερα πήρε τη σακούλα και την άδειασε στη κατσαρόλα με τη σούπα.

Μετά που βγήκαν οι άλλοι, τον ρώτησαν αν βρήκε κάτι ύποπτο, και αυτός τους απάντησε αρνητικά.

Έτσι έφυγαν άπραχτοι, και ο Ευστάθιος δοξάζοντας το καλό Θεό για την απρόσμενη βοήθεια, ανάπνευσε ανακουφισμένος. Ήξερε πως γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια. 

Πέρασαν μέρες, αλλά τον Ευστάθιο τον έτρωγε η περιέργεια γιατί ο στρατιώτης τον βοήθησε. Ήθελε πάση θυσία να μάθει το γιατί. Σκεφτόταν διάφορες εικασίες, αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος, ήθελε να γνωρίσει την πραγματική αλήθεια.

Ώσπου μια μέρα τον συνάντησε μόνο του, και τον πλησίασε. Με τα λίγα Εγγλέζικα που γνώριζε, τον χαιρέτησε και στα ίσια τον ρώτησε γιατί.

Ο Εγγλέζος του απάντησε πως απλά ήταν Ιρλανδός, και εκεί στη χώρα του, οι Εγγλέζοι τους καταπίεζαν το ίδιο, οπότε σαν Ιρλανδός πατριώτης συμμεριζόταν τον αγώνα των Κυπρίων και ότι έκαμε το έκαμε εκ καθήκοντος προς ένα Κύπριο συμπατριώτη.

Ευχαριστημένος από την εξήγηση, μια μέρα στο καφενείο είπε το περιστατικό σε κάποιους φίλους του που τους νόμιζε πατριώτες, και τους εμπιστευόταν.

Όμως δυστυχώς, ένας ήταν σπιούνος και καταδότης του εχθρού, και τους ομολόγησε το περιστατικό. ΄Ετσι μια μαύρη μέρα, οι Εγγλέζοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα κρατητήρια. Πρώτα τον βασάνισαν και ύστερα τον δίκασαν. Τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν για έναν χρόνο και οκτώ μήνες.

Όταν αποφυλακίστηκε ήρθε πίσω στο χωριό, αλλά δεν ήταν όπως πριν. Ήταν σακατεμένος από το πολύ ξύλο που έφαγε, και ο ίδιος διηγόταν,

-Είναι αδύνατο να περιγράψω τα βασανιστήρια. Όσο και να προσπαθήσω είναι αδύνατο να τα καταλάβει κάποιος. Έβαζαν καλώδια στα πόδια και τα χέρια μου και ύστερα μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Δεν μπορείς να διατηρήσεις τις αισθήσεις σου ούτε ένα λεπτό. Δεν σταμάταγαν όμως οι βασανιστές εκεί, έπειτα μου έριχναν νερό και μου ξανακάναν ηλεκτροσόκ και με χτυπούσαν στα πόδια και στο σώμα με μια κοντή τετράγωνη χοντρή βέργα. Στα πόδια μου έχουν φράξει οι φλέβες και τα δάκτυλα μου έμειναν παράλυτα. Οι πληγές μου με τον καιρό επουλώθηκαν, δυστυχώς όμως δεν αποθεραπεύτηκα. Από τότες δεν έχω δύναμη στα πόδια και κουτσαίνω.

Οι χωριανοί τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, και η όμορφη κοπελιά που ακόμα τον αγαπούσε, έστω και κουτσό, τον παντρεύτηκε. Έκαναν ένα παιδί, και περνούσαν όμορφα και καλά.

Όλοι τον φώναζαν «ο κουτσός», αλλά δεν τον πείραζε και το είχε περηφάνια και τιμή γιατί ότι έπαθε, το έπαθε για χάριν της πατρίδας.

Το παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο, και κάποια παιδιά τον πείραζαν γιατί είχε πατέρα κουτσό, και αυτός ντρεπόταν. Σιγά με τον καιρό του έγινε μανία και ένιωθε προσβεβλημένος, έτσι απέφευγε όσο μπορούσε να περπατά με τον πατέρα του. Και όταν μεγάλωσε ήταν τόση η ντροπή του, που έφυγε από το χωριό και δεν ξαναγύρισε γιατί δεν ήθελε να τον φωνάζουν ο γιος του κουτσού.

Ο δυστυχισμένος πατέρας που ένιωσε τον πόνο του παιδιού του, έμεινε μαραζωμένος χωρίς να τον ενοχλεί, αλλά το παράπονο του ήταν μεγάλο, και καταριόταν τη στιγμή που ανακατώθηκε με την ΕΟΚΑ και έτσι έχασε το παιδί του.

Η στεναχώρια τον κατέτρωγε και από το μαράζι γέρασε και γρήγορα πέθανε.

Στο καιρό που πέρασε, ο γιός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί. Ήταν ένα αξιαγάπητο και αξιολάτρευτο μωρό που πολύ το αγάπησε, και έγινε ολόκληρη η ζωή του. Τέτοιο μωρό σίγουρα κανένας άλλος δεν είχε, σκεφτόταν, και ευχαριστούσε το Θεό για ότι του του είχε δώσει. 

Όμως άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, ίσως σαν δίκαιη τιμωρία, όταν ήρθε ο καιρός και το μωρό περπάτησε, ήταν κουτσό.

Ο πατέρας απελπισμένος το πήρε σε όλους τους γιατρούς, αλλά αυτοί του εξήγησαν πως θεραπεία δεν υπήρχε.

Και έμεινε ο καημένος πατέρας να μαραζώνει και να θλίβεται.

Έμεινε δυστυχισμένος για όλη του τη ζωή, αλλά καμιά φορά δεν ρώτησε το Θεό γιατί αυτή η αδικία. Ήξερε πως ήταν μια δίκαιη τιμωρία που έστρεψε ο Θεός εναντίον του για τη δική του συμπεριφορά απέναντι στο δικό του πατέρα.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

Είναι μια μορφή,  ένας γέρος, ένας άντρας, ο οποιοσδήποτε που κάθεται σ’ ένα παγκάκι δίπλα μας, οπουδήποτε, και τότε απρόβλεπτα του παρουσιάζεται η μοίρα του. Συμβαίνει μια συνάντηση, και εκεί ίσως κρίνονται όλα. Μια ευκαιρία ζωής που κάθε άνθρωπος αποζητά, και αμέσως όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του καθενός. Για καλή τύχη ή για ατυχία.

Είναι ο αγαθός Θεός που θέλοντας να βοηθήσει τους ανθρώπους παρουσιάζεται στον καθένα μας έστω και μια φορά σε όλη τη ζωή μας με άλλη μορφή, θέλοντας να δοκιμάσει τα αισθήματα και τη ψυχή μας δίνοντας μια ευκαιρία που μόνο από εμάς εξαρτάται αν θα την αδράξουμε ή αν θα την αφήσουμε να μας προσπεράσει.

Όλα εξαρτώνται πως θα αντιδράσουμε στη τυχαία συνάντηση, τι θα κάνουμε, τι θα πούμε. 

Ζούσε σε μια μικρή πόλη ένα άνδρας και είχε όνειρο ζωής, επιθυμία και μοναδικό σκοπό τρία πράγματα. Να βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά, να παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα, και να γίνει διάσημο πρόσωπο στη κοινωνία.

Έτσι λοιπόν με στόχο αυτά, κατ αρχάς προσπάθησε μέσω συνεντεύξεων να βρει την κατάλληλη εργασία που επιθυμούσε. 

Σε μια συνέντευξη που τον κάλεσαν για μια πολύ καλή δουλειά, στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε στο δρόμο στο έδαφος πεσμένο έναν άνθρωπο που έδειχνε ανήμπορος. Πολύ τον λυπήθηκε, αλλά βιαστικός καθώς ήταν, δεν έσκυψε να τον βοηθήσει. Μόνο τον προσπέρασε βιαστικός θέλοντας να φανεί συνεπής στο ραντεβού του. Ευχόμενος να βρεθεί κάποιος άλλος καλός άνθρωπος να τον βοηθήσει, πήγε με συνέπεια στην ώρα του στο ραντεβού, αλλά δυστυχώς αν και κατά τη γνώμη του πήγε καλά η συνέντευξη, δεν προσελήφθηκε. 

Μια άλλη φορά, μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα, ενώ  σεργιάνιζε στους δρόμους της πόλης, συνάντησε ένα μικρό περιπλανώμενο θίασο που έδινε παράσταση. Σταμάτησε και παρακολούθησε για ώρα τους ηθοποιούς να παίζουν το έργο.

Όταν η παράσταση τέλειωσε και κίνησε να φύγει, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισε και αντίκρυσε μια ηθοποιό του θιάσου που φορούσε μάσκα και θέλοντας κουβέντα μαζί του, τον ρώτησε αν του άρεσε η παράσταση. Όμως αυτός νομίζοντας πως ήθελε να της δώσει χρήματα για την παράσταση, γύρισε χωρίς να πει τίποτα χωρίς να χαμογελάσει, ακόμα και χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια και έφυγε. 

Μια βροχερή νύχτα στο γυρισμό για το σπίτι του πολύ κουρασμένος, άκουσε μια μουγκή κραυγή. Ήταν μια γυναίκα που καθόταν μες τη βροχή σε ένα παγκάκι και έκλαιγε. Μόλις τον αντίκρυσε του φώναξε καθώς ήθελε λίγη κουβέντα, να πει τον πόνο της γιατί ήταν πολύ λυπημένη και στεναχωρημένη και ήθελε μια παρηγοριά, ήθελε να βγάλει τον πόνο της έξω. Όμως αυτός μη θέλοντας να στέκει στο κρύο, και βιαστικός να μπει στη θαλπωρή του σπιτιού του την προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο του. 

Τα χρόνια πέρασαν, και η ζωή του τέλειωσε και γέρος πλέον χωρίς να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, απεβίωσε εις Κύριον. Πέθανε μόνος του και καθώς δεν ήταν κακός άνθρωπος, πήγε στον Παράδεισο. Στη πύλη του Παραδείσου, έπιασε κουβέντα με τον Άγιο Πέτρο, και στη φιλία τους επάνω που δημιουργήθηκε, εξέφρασε το παράπονο, γιατί η ζωή του εξελίχθηκε άθλια, χωρίς να πραγματοποιηθεί κανένα από τα λιγοστά του όνειρα. Και ερώτησε γιατί ο καλός Θεός δεν τον βοήθησε.

Τότε η φωνή του Θεού ακούστηκε προς απάντηση του να λέει,

-άνθρωπε μου, εγώ προσπάθησα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν άπλωσες το χέρι σου να αδράξεις τη βοήθεια μου.

-Μα πως με βοήθησες και εγώ αρνήθηκα; Ποτές μου δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο, εξήγησε μου σε παρακαλώ.

Και του απάντησε ο καλός Θεός και του εξήγησε ότι τη βοήθεια που δίνει στους ανθρώπους, δεν την δίνει άμεσα, αλλά έμμεσα ως μορφή δοκιμασίας ώστε να φανεί ο εσωτερικός τους εαυτός, και η πραγματική τους φύση. Και μόνο από αυτούς εξαρτάται η επιβράβευση τους ή όχι, ανάλογα πως θα αντιδράσουν.

Και του είπε πως,

Όταν πήγε σε συνέντευξη για την εργασία που επιθυμούσε, ο αβοήθητος άνθρωπος που συνάντησε στο δρόμο του και χρειαζόταν ένα χέρι, ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας που θα τον προσλάμβανε.

Όταν στο δρόμο συνάντησε ένα θίασο και μια ηθοποιός τον έπιασε κουβέντα, ήταν μια πανέμορφη γυναίκα που τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αν αυτός έμενε να την ακούσει, θα εξελισσόταν ένα ειδύλλιο με ευτυχισμένο μέλλον. 

Όταν σε ένα παγκάκι μια βροχερή νύχτα συνάντησε μια θλιμμένη γυναίκα που ήθελε παρηγοριά και μια καλή κουβέντα, αυτή ήταν μια διάσημη συγγραφέας που θα την ενέπνεε κα θα τον ανέφερνε σε ένα μυθιστόρημα της ως κεντρικό ήρωα και θα γινόταν παγκόσμια διάσημος. 

Υ.Γ.

Όταν αφουγκραζόμαστε γύρω μας τον κόσμο, θα μας δοθούν ευκαιρίες, και για να τις αδράξουμε πρέπει πρώτα οι ίδιοι όχι μόνο να θέλουμε, αλλά και να προσφέρουμε.

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ 31/5/22

Ο Ττοουλής ήταν ένας αθκιασερός τεμπέλης που την άραζε στο καφενείο όλη μέρα, και έκανε τράκα καφέδες και τσιγάρα. Καλόπιανε τους χωριανούς με κομπλιμέντα και γαλουφίες, και καθώς ήταν έξυπνος και αστείος, ο χωριανοί τον συμπαθούσαν και τον κερνούσαν.

Έναν καιρό λοιπόν, για λίγο καιρό, λίγες μέρες, τόσο κράτησε η πρωτοφανής κατάσταση, ο Ττοουλήςς καθισμένος στο καφενείο, όποιος έμπαινε μέσα τον κερνούσε καφέ.
-Φέρε ένα καφέ στο φίλο μου,
Έλεγε στον καφετζή.
Όλοι έκπληκτοι, τον ρωτούσαν πώς στα ξαφνικά απόχτησε χρήματα. Και αυτός τους απαντούσε πώς του τα έστειλε ένας θειός του από την Αυστραλία.
Οι χωριανοί του έδωσαν συχαρίκια και τον επαίνεσαν γιατί τώρα που είχε χρήματα ήταν ανοιχτοχέρης.

Πέρασαν λίγες μέρες και ο παπάς διαπίστωσε πώς οι εισπράξεις στο παγκάρι κάθε Κυριακή ήταν μειωμένες από άλλες φορές. Τις πρώτες φορές σκέφτηκε πως ήταν τυχαίο, αλλά πονηρός σαν παπάς που ήταν, δεν άφησε το ζήτημα χωρίς να το ψάξει. Την εκκλησία μετά από κάθε λειτουργία ή εσπερινό την κλείδωνε ο ίδιος, ώστε μάλλον δεν μπορούσε κλέφτης να μπει μέσα. Όμως από την άλλη ήξερε πως οι χωριανοί έριχναν χρήματα στο παγκάρι με την καρδιά τους, ώστε δεν δικαιολογείτο η συνεχιζόμενη μείωση του τζίρου.
Έψαξε το ζήτημα επισταμένα ελέγχοντας πόρτες και παράθυρα και ανακάλυψε πως μετά τη λειτουργία της Κυριακής κάποιος κατέβαζε το χερούλι ενός παραθύρου.
Συμπέρανε λοιπόν πως το έκανε κάποιος επιτήδειος κλέφτης ώστε τη νύχτα έμπαινε μέσα και αφού έπαιρνε κάποια χρήματα, όχι όλα για να μην κινήσει υποψίες, έφευγε κλείνοντας το ώστε σε κανενός το μυαλό να μην περάσει υποψία.
Έτσι κατά τη πρωινή λειτουργία παρακολούθησε ποιοι ήταν κοντά στα παραθύρια, και όταν όλοι έφυγαν από την εκκλησία, τα έλεγξε όλα. Βρήκε ένα παραθύρι με το χερούλι κατεβασμένο, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο δράστης.
Αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα. Σαν ιερέας δεν ήθελε να τον καταδώσει, απλά να τον τιμωρήσει ώστε να σταματήσει την ανίερη πράξη της κλοπής των ιερών χρημάτων από το παγκάρι.

Ο Ττοουλής ήταν φτωχός και άνεργος καθώς βαριόταν να δουλεύει, και πίστευε πως αν έπαιρνε λίγα χρήματα από το παγκάρι δεν θα έλειπαν από την εκκλησία καθώς όλοι γνώριζαν την τεράστια οικονομική ευρωστία που είχε η Αυτοκέφαλος εκκλησία της Κύπρου από έσοδα ιδιόκτητων ξενοδοχείων και επιχειρήσεων. Εξ άλλου δεν σήκωνε όλα τα χρήματα, αλλά ένα μικρό μέρος απλά για να κερνά καφέδες στους φίλους του. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός δεν θα θύμωνε μαζί του καθώς ήταν φιλεύσπλαχνος και ήταν ελεήμων στους φτωχούς. Έτσι με ελαφρά τη συνείδηση έμπαινε κάποια βράδια στην εκκλησία και έπαιρνε μερικά νομίσματα από το παγκάρι.
Όμως η κακή τύχη του έλαχε στη κοινότητα να υπηρετεί ένας πονηρός ιερέας που τον πήρε χαμπάρι. Έτσι μια κακή βραδιά για λόγου του, μια Κυριακή μεσάνυχτα την ώρα που ξαμώθηκε να πάρει λεφτά από το παγκάρι, σαν κεραυνοί ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία κρότοι και θόρυβοι δυνατοί και συνεχείς, όπως να ξεκίνησε μια δυνατή καταιγίδα εντός του ναού με τους κεραυνούς να πέφτουν με αχούς στριγκούς και πολλή φασαρία.
Η αναπνοή του κόπηκε και το μυαλό του μούδιασε. Χωρίς βούληση να το βάλει στα πόδια, έμεινε ακίνητος και χασκιασένος με βλέμμα απλανές σαν ένα άγαλμα μη μπορώντας ούτε τα βλέφαρα να ανοιγοκλείσει. Πίστεψε πως τελικά ο Θεός δεν ήταν ελεήμων με τους κλέφτες, αλλά ως ευεργέτης της δίκαιης και αληθινής ζωής, ήταν επίσης τιμωρός των άδικων πράξεων και ενεργειών. Έτσι σίγουρος πως έστειλε κάποιο τιμωρό Αρχάγγελο για να τον τιμωρήσει, έμεινε χασκιασμένος να περιμένει την δίκαια Θεϊκή τιμωρία.

Ο παπάς που ήταν κρυμμένος και χτύπησε τους σκάμνους για να τον ξιππάσει και να τον τιμωρήσει κάνοντας τον να φοβηθεί ώστε τοιουτοτρόπως να σταματήσει την αποτρόπαια πράξη του κλέβειν εκκλησία, όταν βλέποντας τον σαν στήλη άλατος να μένει μια σκιά στο μισοσκόταδο, σκέφτηκε πως ίσως από τον τρόμο που πήρε, είχε ξιππαστεί πέραν του δέοντος. Άναψε μια λαμπάδα και τον πλησίασε. Πράγματι είδε το πρόσωπο του σοκαρισμένο και παραμορφωμένο από την το φόβο. Τον λυπήθηκε και του είπε να συνέλθει, και πως δεν θα τον κατέδιδε, απλά του έδωσε ένα μάθημα, και πως έπρεπε να μετανοήσει και αυτός θα τον συγχωρούσε.
Όμως ο άμοιρος Ττοουλής έμενε ακίνητος σοκαρισμένος και χασκιασμένος μη αντιδρώντας στις παραινέσεις του παπά, έτσι ο παπάς για ώρα του μιλούσε ήρεμα παροτρύνοντας τον να συνέλθει και να πάει να κοιμηθεί και όλα θα ήταν καλά όπως πριν.

Στις μέρες που ακολούθησαν, οι χωριανοί αναρωτιούνταν τί απόγινε ο Ττοουλής και χάθηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στον καφενέ, ούτε κανείς τον έβλεπε να κυκλοφορεί. Όταν τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του για να ιδούν μήπως είχε αρρωστήσει, συνάντησαν έναν άλλο Ττοουλή, που δεν μιλούσε, που έδειχνε χασκιασμένος, ένα ήσυχο ανθρωπάκι χωρίς βούληση, που δεν έλεγε πλέον αστεία, ούτε εξυπνάδες.
Τι να είχε πάθει, αναρωτήθηκαν.
Όμως μόνο ο παπάς ήξερε. Πολύ στεναχωρημένος για το κακό που προκάλεσε, και χωρίς να ομολογήσει στους χωριανούς το συμβάν για να μην τον εκθέσει ως κλέφτη, από εκείνο τον καιρό τον επισκεπτόταν ταχτικά και του έδινε κουράγιο, και με συμβουλές και καλά λόγια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπαιρνε επίσης ο ίδιος χρήματα από το παγκάρι και του ψώνιζε τα προς το ζειν, καθώς και για χαρτζιλίκι.

Όταν μετά από μέρες ο Ττουλής συνήλθε, δεν άφησε τον παπά να το καταλάβει. Σκέφτηκε πως όπως αυτός τον τιμώρησε, έτσι τώρα και αυτός θα τον τιμωρούσε, αφήνοντας τον στην άγνοια και βουτηγμένο στις τύψεις, έτσι που τα χρήματα από το παγκάρι να του τα φέρνει ο ίδιος ευλογημένα, χωρίς να χρειάζεται να τα κλέβει.

ΤΟ ΡΙΖΑΡΙ ΣΤΟ ΠΗΛΟ

Η ελπίδα της Ανάστασης συντηρεί και τρέφει τους χριστιανούς. Ο Θεός τρεις μέρες έμεινε στον Κάτω Κόσμο, αλλά νίκησε και συνέτριψε το θάνατο. Και εμείς εις ανάμνηση, κάθε Πάσχα βάφουμε τα αυγά κόκκινα για να ενθυμούμαστε το μέγα γεγονός.

Ο Κοκκινολαίμης είναι ένα πτηνό που ευκολότερα το ακούμε παρά το βλέπουμε. Η ονοματολογία του προέρχεται από το χαρακτηριστικό χρώμα του λαιμού του και του στήθους του. Είναι από τα λίγα είδη που κελαηδούνμτον χειμώνα και έχει μελωδικό και μελαγχολικό κελάηδημα. Στην Κύπρο είναι χειμερινός επισκέπτης από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη, όμως σε ένα τόπο στον Πηλό της Χλώρακας, παλιά ενδημούσε ολοχρονίς

Ο θρύλος λέει ότι, όταν ο Ιησούς πέθαινε στο σταυρό, ο κοκκινολαίμης που τότε είχε καφέ χρώμα, πέταξε προς το μέρος του και τραγούδησε στο αυτί του για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Το αίμα από τις πληγές του Ιησού χρωμάτισαν το στήθος του πουλιού, και από τότε όλοι οι κοκκινολαίμηδες πήραν το σημάδι του αίματος του Χριστού επάνω τους. Ιστορίες που διηγούνται οι πρωτινοί, θέλουν τους κοκκινολαίμηδες να έρχονται από τον Γολγοθά με τη βοήθεια των νότιων ανέμων και να ενδημούν για πάντα στο κόλπο του Πηλού. Από τότε το χώμα στο τόπο αυτό βάφτηκε κόκκινο και ως μέχρι πρόσφατα που ξεχερσώθηκε από τους επιχειρηματίες γης, υπήρχε εκεί για να θυμίζει το θρύλο.

Ο Πηλός είναι ένας κολπίσκος στη θάλασσα της Χλώρακας, που όμως καθώς γεωγραφικά είναι ανοιχτός προς τη μεριά της Ελλάδας όπου βγαίνουν μεγάλες τρικυμίες, τα κύματα θεόρατα εισέρχονται εντός και με δύναμη σπάζουν και κατατρώγουν τη στεριά.

Η ακτή στο μέρος είναι κυρίως χωμάτινη και όταν τα κύματα βγαίνουν έξω, αλλά και καθώς όταν με δυνατή βροχή τα χώματα κατεβαίνουν με τους χειμάρρους και σμίγουν με τη θάλασσα, η ακτή γίνεται θολή και λασπώδης, γίνεται πηλός, έτσι οι παλαιοί κάτοικοι ονομάτισαν τον τόπο Πηλό.

Στα πολλά χρόνια αυτής της φυσικής διεργασίας στη περισσότερη ακτή τα χώματα χάθηκαν, και ένας ψηλός γκρεμός σχηματίστηκε και έμεινε να στέκει ψηλός με τις σχισμάδες στα τοιχώματα γεμάτες άγρια βλάστηση και με δένδρα βλαστημένα οριζόντια που έγερναν προς τη θάλασσα σχηματίζοντας ένα παράξενο και απόκοσμο τοπίο που φάνταζε φοβικό και μυστηριώδες. Από τη βάση του γκρεμού μέχρι μέσα στη θάλασσα ήταν σπαρμένα μεγάλα βράχια ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο κατάμαυρα από την τριβή τους με τα άγρια κύματα, που σχημάτιζαν δύσκολους δρόμους, που όμως δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να τους χρησιμοποιούν.

Ήταν μονοπάτια δύσκολα και επικίνδυνα που οδηγούσαν στη νότια πλευρά του κόλπου όπου υπήρχε πυκνή βλάστημένη χλωρίδα.

Καλαμιώνες, βάτα και άλλα είδη βλάσταιναν πάνω σε κατακόκκινο χώμα που δεν μπόρεσαν τα κύματα και η διάβρωσή να παρασύρουν στη θάλασσα. Ήταν το χώμα εκείνο το ποτισμένο με το αίμα του Χριστού που έφεραν μαζί τους τα κόκκινα πουλιά, οι κοκκινολαίμηδες.

Και μέσα σε αυτό το χώμα βλάσταιναν αλιζάρια κάτι τεράστιοι θάμνοι που είχαν κόκκινες ρίζες. Και κάθε Πάσχα την Μεγάλη Τετάρτη, τα μικρά παιδιά διάβαιναν τα δύσκολα μονοπάτια στο κόλπο του Πηλού, και πήγαιναν να σκάψουν στο κόκκινο χώμα να μαζέψουν ρίζες ώστε καθώς απαιτούσε το έθιμο τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την εκκλησία οι μανάδες τους και οι γιαγιάδες τους έβαφαν κόκκινα Πασχαλινά αυγά.

Μια φορά, ο τρελός του χωριού πήγε εκεί να μαζέψει ριζάρι. Ήταν στην άκρη του γκρεμού και έσκαφτε το χώμα να βγάλει τις ρίζες. Ανακάλυψε κάτι χοντρές, και τρυφερές, και ευχαριστημένος σκέφτηκε πως η μάνα του θα του έλεγε μπράβο.

Ξαφνικά όμως από το θάμνο πετάχτηκε ένα απαίσιο φίδι κίτρινο και φαρμακερό έτοιμο να του ορμήξει καθώς το είχε ενοχλήσει από τη φωλαιά του. Φοβισμένος και ξιπασμένος, έγειρε να το αποφύγει, και με τη κίνηση, έπεσε στο γκρεμό. Όμως τα αντανακλαστικά του ήταν καλά, και πιάστηκε από τα κλαδιά ενός θάμνου ο οποίος γέρνοντας μαζί του τον συγκράτησε και έπεσε με λιγότερη ορμή πάνω στα άγρια βράχια που ήταν από κάτω. Πληγωμένος και πονεμένος, είδε το αίμα του να ρέει κατακόκκινο από το σώμα του που είχε σκιστεί και γδαρτεί από τη πτώση.

Και ο τρελός αντί να στεναχωρηθεί για τα πάθη του, περισσότερο στεναχωρήθηκε που δεν θα μάζευε τις παχουλές κατακόκκινες ρίζες του ριζαριού και δεν θα είχε τον έπαινο της μάνας του.

H διαδικασία για το βάψιμο ήταν απλή. Κοπάνιζαν τις ρίζες του ριζαριού σε χτοσιέρι. Και τις έβραζαν σε νερό για 10 λεπτά και στη συνέχεια το άφηναν να κάτσει για 2-3 ώρες ή και όλη τη νύχτα. Το πρωί το σούρωναν και κατόπιν πρόσθεταν μέσα τα αυγά και τα έβραζαν για 15 λεπτά προσθέτοντας μισό ποτήρι του κρασιού ξύδι και νερό ίσα που τα έχωνε. 

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ 20/8/22

Έναν καιρό στη παλιά πόλη στο Κτήμα, ζούσε ένας τεμπέλης κατεργάρης ομορφονιός, που επειδή βαριόταν να δουλέψει, έκαμε μια παντρεμένη μεγάλη σε ηλικία γυναίκα φιλενάδα, η οποία του έδινε χαρτζιλίκι. Ο άντρας της ήταν μεγαλέμπορος και σε τακτικά διαστήματα έφευγε για ταξίδια σε άλλες πόλεις όπου και διανυκτέρευε. Τότε εύρισκε ευκαιρία ο μορφονιός και μέσα στη νύχτα κρυφά,επισκεπτόταν τη φιλενάδα του.

Μια φορά όμως κατά κακή του τύχη ο άντρας της επέστρεψε ενωρίς. Ευρισκόμενοι στη κρεβατοκάμαρα και ακούοντας το κλειδί στη πόρτα και μη έχοντας χρόνο διαφυγής, ο νους του κατεργάρη μορφονιού, πήρε αμέσως στροφές και σκαρφίστηκε ένα έξυπνο τρόπο να γλυτώσει. Πήρε λοιπόν το άσπρο σεντόνι από το κρεββάτι και το σκουλήστηκε, και μέσα στο μισοσκόταδο άπλωσε τα χέρια σαν φάντασμα και προχώρησε να φύγει. Πέρασε μπροστά από τον νοικοκύρη με θράσος, και με αργό βήμα άνοιξε το παράθυρο, το δρασκέλισε και γίνηκε καπνός.

Ο έμπορος δεν φαντάστηκε τίποτα πονηρό, παρα μόνο πίστεψε πως είδε αληθινό φάντασμα. Πήρε μεγάλο τρόμο, και από εκείνη την ημέρα πίστεψε πως στο σπίτι του κατοικούσαν φαντάσματα. Με τη γυναίκα του γύρεψαν παπάδες και μάγους να εξορκίσουν το σπίτι, όμως δυστυχώς το φάντασμα δεν έφευγε και η γυναίκα του όταν αυτός έλειπε σε κάποιο ταξίδι φοβόταν πολύ καθώς του έλεγε ότι κάποιες φορές το είχε ξαναδεί να σεριανίζει στο σπίτι. 

Έβγαλε λοιπόν ο καημένος επικήρυξη και έταξε δέκα λίρες σε όποιον θα μπορούσε να διώξει το φάντασμα από το σπίτι του.

Ο Κκόλας κάθε πρωί πριν ο ήλιος ανατείλει, πήγαινε περπατητός με το γαϊδούρι του φορτωμένο οπωρικά στο παζάρι να τα πουλήσει. Όταν ξημέρωνε καλά και ήταν ώρα να σχολάσει, πρίν καβαλικέψει το γαϊδουρι για την επιστροφή, του άρεσε να αράζει λίγη ώρα στο καφενείο της Συκαμηνιάς όπου απολάμβανε τον καφέ του και τη θέα που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Εκεί όλη την ημέρα επίσης, την έβγαζε αραχτός και ο αργόσχολος ομορφωνιός που μαζί με τα άλλα του ελαττώματα, ήταν πολυλογάς και καυχησιάρης. Έτσι μια μέρα καυχήθηκε τα κατορθώματα του στο Κκόλα.

Ο Κκόλας την άλλη μέρα διηγήθηκε την ιστορία σε ένα κοψονούρη φίλο του αλετράρη, ο οποίος αμέσως του λέγει,

-Άκου φίλε, αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, γι’ αυτό άκου τί να κάμουμε.

Ο Κκόλας τον άκουσε με προσοχή, και αμέσως σκέφτηκε πως ήταν ένα καλό σχέδιο.

Επήγαν στον έμπορο και του υποσχέθησαν πως έχουν τον τρόπο να διώξουν το φάντασμα δια παντός καθώς έχουν φίλο ένα σπουδαίο εξορκιστή. Ο έμπορος δέχτηκε, αφού ήθελε διακαώς να φύγει το φάντασμα και να μην φοβάται η γυναίκα του. Συμφώνησαν να τους δώσει προκαταβολικά τη μισή αμοιβή, και όταν παρέλθει καιρός χωρίς το φάντασμα να ξαναεμφανιστεί, να τους εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό. 

Όταν μια μέρα έφυγε ο έμπορος για ταξίδι και ο μορφονιός εξομολογήθηκε στο Κκόλα πως θα επισκεπτόταν τη νύχτα την παστρική, οι δυο φίλοι έβαλαν εμπρός το σχέδιο τους.

Στην αυλή του σπιτιού ο έμπορος είχε μια αποθήκη γεμάτη εμπορεύματα, ανάμεσα σε αυτά είχε και κάδους ασβέστη που πουλούσε στους κτίστες για να φτιάχνουν πηλό. Μπήκαν μέσα το λοιπόν, και κυλίστηκαν στον ασβέστη ο οποίος κόλλησε πάνω στα ρούχα τους και τα πρόσωπα τους, έγιναν ολόασπροι σαν φαντάσματα. Ύστερα βγήκαν έξω, πήγαν στην εξώπορτα του σπιτιού και τη γρατσούνισαν. Από μέσα οι ένοχοι νομίζοντας πως γύρισε ο νοικοκύρης, μάνι μάνι ο μορφονιός σκουλήστηκε το σεντόνι και πήδηξε από το παράθυρο. Όμως άχ τι τρομάρα πήρε, μπροστά του είδε δυο πραγματικά φαντάσματα να ξεχωρίζουν κάτασπρα στο σκοτάδι και να του κλείνουν το δρόμο. Η καρδιά του λαχτάρησε και κόντευε να σπάσει από το φόβο, ενώ τα γόνατα του λύγισαν και δεν τον έσωναν. Με κόπο έσυρε τα πόδια του στην αντίθετη μεριά να φύγει, και ευτυχώς τα φαντάσματα δεν του επιτέθηκαν, έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν και να έχουν τα χέρια απλωμένα προς το μέρος του. 

Από εκείνο τον καιρό δεν ξαναεπισκέφτηκε την πεταχτή κυρία, και για όσο ζούσε είχε ένα μεγάλο φόβο για τα φαντάσματα, τόσο μεγάλο, που δεν ξεπόρτισε ξανά νύχτα από το σπίτι του.

Οι δυο φίλοι με την αμοιβή που πήραν, ο ένας αγόρασε ένα παλιό φορτηγάκι και κουβαλούσε τα προϊόντα του ώστε να μη χρειάζεται να πηγαίνει περπατητός στο παζάρι, ενώ ο άλλος ένα τρακτέρ και όργωνε τα χωράφια χωρίς να κουράζεται. 

Και έζησαν ο έμπορος με τη γυναίκα του καλά, και οι δυο φίλοι καλύτερα.

ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙ Η ΠΕΘΕΡΑ  

Μετά την Τούρκικη εισβολή και τον πόλεμο του 1974 η οικονομία της Κύπρου όπως ήταν φυσικό καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Πολλοί άνθρωποι ξενιτεύτηκαν άλλοι δια παντός, πολλοί για να δουλέψουν σε ξένες χώρες κυρίως στις Αραβικές, και άλλοι στα καράβια.

Αλλά η πλειονότης του πληθυσμού στράφηκε στο πρωτογενή τομέα εργασίας. Τα πρώτα χρόνια όλα δύσκολα, πολλοί καταστηματάρχες έκλειναν τις επιχειρήσεις τους καθώς ο κόσμος ψώνιζε μόνο τα προς το ζην, ο τουρισμός ήταν ελάχιστος από το φόβο εχθροπραξιών, και η προσπάθεια επιβίωσης και ανάκαμψης πολύ σκληρή.

Αλλά το αγωνιστικό πνεύμα των Κυπρίων και η εγκαρτέρηση στα δεινά τους, βοήθησε σιγά σιγά η οικονομία να αναπτυχθεί με ραγδαίο τρόπο. Ξοδεύοντας μόνο για τα απαραίτητα καθώς οι δουλειές λιγοστές και τα χρήματα λιγότερα, προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν και να ορθοποδήσουν.

Έτσι έκαναν τη συμφορά πρόκληση για επανάκτηση των χαμένων κόπων τους, και επιδόθηκαν κυρίως στη Γεωργία, στο πατροπαράδοτο αυτό επάγγελμα των προγόνων τους. Με το θερμό κλίμα του τόπου και τα εύφορα εδάφη, κατάφεραν οι παραγωγοί να παράξουν πρώιμα προϊόντα για την ντόπια αγορά καθώς και για εξαγωγή.

Έτσι εγώ τυχερός, ερχόμενος από τα καράβια και έχοντας κάποιες οικονομίες, μαζί με τον πατέρα μου ασχολήθηκα με το επάγγελμα του πράτη. Αγόραζα τα Γεωργικά προϊόντα και τα μεταπωλούσα στις άλλες επαρχίες. Η δουλειά πολλή, αλλά και εξ ίσου σκληρή.

Ολημερίς φόρτωνα καθημερινά εκτός Σαββάτου και ολονυχτίς ταξίδευα στη Λευκωσία για να μεταφέρω τα προϊόντα. Κάθε Σάββατο φρόντιζα να ξεκινώ ενωρίς το ταξίδι της επιστροφής, και φτάνοντας στο Κτήμα την άραζα στο καφενείο – σουβλατζίδικο του Μωυσή. Ευρισκόταν δίπλα στο παζάρι, στην οδό Πάφου Χρυσάνθου ενός κεντρικού δρόμου που ήταν στεγασμένα τα πλείστα καταστήματα όλων των λογιών της εποχής εκείνης.

Κάθε Σάββατο ο δρόμος γέμιζε κόσμο από όλα τα χωριά, γιατί οι χωρικοί πάντα αυτή τη μέρα άφηναν τις δουλειές τους, έβαζαν τα καλά τους και με τα λεωφορεία κατέβαιναν είτε για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, είτε για να ψωνίσουν. Στο δρόμο αυτό που συνόρευε με το παζάρι, κάθε τέτοια φορά γινόταν το αδιαχώρητο. Έτσι μου άρεσε να κάθομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο του Μωυσή ο οποίος έβαζε μια μεγάλη σειρά καρέκλες απέναντι που είχε το μαγαζί, ένα μικρούτσικο μαγαζί που αυτός έψηνε σουβλάκια και η καλή γυναίκα του σέρβιρε καφέδες, αναψυκτικά, λεμονάδες, τριαντάφυλλα και μουχαλλεπιά.

Εκεί συναντιόμουν με φίλους και τρώγοντας ή πίνοντας, χαζεύαμε και φλερτάραμε τα νεαρά κορίτσια που πήγαινε-έλα, ήθελαν να εκθέσουν την ομορφιά τους και τα κομψά φορέματα που ντύνονταν εκείνη τη μέρα. Τα φλερτ γίνονταν διακριτικά χωρίς οι νέοι να ενοχλούν τις νέες παρα μόνο παίζοντας με τις ματιές, καθώς εκείνες τις εποχές συνήθως πίσω ακολουθούσε και κάποιος αδερφός για να τις προσέχει. Έτσι όταν σε κάποιων νεαρών τα κορίτσια ενέδειναν εξ αποστάσεως, τα παντρολογήματα γίνονταν με προξενιό. Πολλοί γνωστοί μου παντρεύτηκαν δι αυτού του τρόπου, το ίδιο έλαχε και σε μένα παρ΄ όλο που ταξίδευσα σε πολλές χώρες όπου αυτά τα ήθη ήταν ξεπερασμένα. 

Δίπλα από το σουβλατζίδικο ήταν ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε παπούτσια. Ένα Σάββατο είδα μέσα να στέκει μια πανέμορφη κοπέλα που αμέσως με εντυπωσίασε. Ήταν μελαχρινή με κατάμαυρα μακριά μαλλιά και συνεσταλμένο ύφος. Αμέσως ρώτησα τους φίλους μου και μου είπαν πως ήταν η κόρη του μαγαζάτορα και πως τώρα που τέλειωσε το γυμνάσιο ερχόταν και βοηθούσε τους γονείς της. Αλλά να μην ελπίζω μου συμπλήρωσαν, γιατί ήταν πολύφερνη νύφη, και οι γονείς της θα ενδιαφέρονταν μόνο για μια καλή τύχη.

Σκέφτηκα μέσα μου να μην ασχοληθώ αφού δεν θα είχα την τύχη, όμως το ενδιαφέρον μου ήταν μεγάλο, έτσι την κοίταζα επίμονα. Αυτή η επιμονή μου την έκανε να με προσέξει. Στα επίμονα μου κοιτάγματα, άρχισε να ενδίδει, και κάθε λίγο, έστρεφε και αυτή το βλέμμα της πάνω μου.

Από εκείνη τη μέρα έγινα τακτικός θαμώνας του Μωυσή. Από ενωρίς μόλις άνοιγαν τα καταστήματα, ευρισκόμουν καθισμένος απέναντι και έπινα τον καφέ μου.

Το απόμακρο φλερτ κράτησε μέρες, και όταν πίστεψα πως ήθελε και αυτή, και ότι υπήρχε ανταπόκριση, έστειλα προξενητάδες. 

Οι μέρες περνούσαν όμως, και απάντηση δεν είχα. Έτσι παρακάλεσα ένα ξάδερφο μου μεγάλο στην ηλικία, να πάει στα ίσα να τους ρωτήσει.

Δυστυχώς τα μαντάτα δεν ήταν καλά, δεν με ήθελαν για γαμπρό τους με τη δικαιολογία ότι ο πατέρας μου ήταν χαρτοπαίκτης, και ο θείος μου το ίδιο, αλλά επιπλέον ο θείος μου ήταν και ξακουστός γυναικάς, έτσι θα μπορούσα να είμαι και εγώ το ίδιο, και στα χέρια μου η κόρη τους να μην περνούσε καλά.

Αυτή την εξήγηση έδωσε η μάνα της κοπέλας, και εγώ πληγώθηκα συναισθηματικά, αλλά περισσότερο θείκτικε το εγώ μου.

Έτσι νευριασμένος αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια.

Σταμάτησα να πηγαίνω στο καφενεδάκι, και είπα να τους προσπεράσω. Για μια βδομάδα στα μακρινά ταξίδια μου σκυφτός στο τιμόνι οδηγώντας, προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μέσα μου αν ήμουν περισσότερο νευριασμένος, ή ερωτευμένος.

Στην εβδομάδα επάνω ακριβώς μια Δευτέρα, έφθασα στη Πάφο κατά τις μεσημεριανές ώρες. Είχα καθυστερήσει στο παζάρι γιατί κάθε Δευτέρα εισέπραττα από τους μεσητεμπόρους το αντίτιμο της πώλησης των προϊόντων μου όλης της προηγούμενης εβδομάδας. Ασυναίσθητα αντί να πάω στη δουλειά μου, πάρκαρα το φορτηγό και πήγα στο γνωστό στέκι να πιώ ένα καφέ. Παράγγειλα και έγειρα πίσω στην καρέκλα με το βλέμμα μου να στρέφεται που αλλού;

Είδα την όμορφη κόρη που μόλις με πρόσεξε βγήκε έξω, στάθηκε στο πεζοδρόμιο και ένιωσα πως με κοίταζε με προσμονή.

Της χαμογέλασα πλατιά, και το ίδιο χαμογέλασε και αυτή.

Έχω ένα καλό, σε όλα τα ξαφνικά και δύσκολα ο νους μου κατεβάζει φαεινές ιδέες. Έτσι πριν να μου φέρουν τον καφέ, σηκώθηκα και πήγα ολόισια στο μαγαζί. Χαιρέτησα την κόρη, με χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, και της είπα θέλω να αγοράσω παπούτσια. Μπήκαμε μέσα και με ορθάνοιχτο στόμα οι γονείς της έμειναν να με κοιτάζουν. Εγώ θέλοντας να εντυπωσιάσω τη μάνα καθώς κατάλαβα πως αυτή έκανε κουμάντο, την έπιασα κουβέντα, και μαζί με τη κόρη της με βοήθησαν να βρω τα παπούτσια που ήθελα. Μου τα έβαλαν σε ένα σακούλι, και αποτεινόμενος στη μάνα, τη ρώτησα πόσα χρωστάω.  

Έβαλα το χέρι στη μια τσέπη και έβγαλα ένα χοντρό μάτσο χαρτονομισμάτων αξίας πολλών χιλιάδων λιρών, ύστερα τα έβαλα πίσω και από την άλλη τσέπη έβγαλα ένα άλλο χοντρό μάτσο μικρότερων χαρτονομισμάτων αλλά και αυτά αξίας πολλών χιλιάδων, για να πληρώσω. Και με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την αντίδραση της μάνας, έχοντας μια ελπίδα να την εντυπωσιάσω και να μου δώσει την κόρη της.

Την ίδια εβδομάδα έγιναν τα λογιάσματα και την επόμενη τα χαρτώματα

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά ένεκα των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, έτσι συνήθιζα αυτές τις εποχές να πηγαίνω στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνω αμπελίσιμα σταφύλια.

Μια φορά στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς Κοίλης μεριά, ανακάλυψα ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος χωμάτινος, στενός, και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό άδειο από φορτίο τον διάβηκε εύκολα, και εκ της ωραότητας των σταφυλιών, αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψω ένα τέτοιο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.

Καθώς το μικρό φορτηγάκι ΤΟΥΤΑ δεν χωρούσε τα μεγάλα φορτία που εμπορευόμουνα, μόλις το είχα πουλήσει και το είχα αντικαταστήσει με ένα BEDFORD που σήκωνε διπλάσιο φορτίο. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια πλάτος και εφτά μάκρος. Όταν φόρτωνα έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό βάση των προδιαγραφών του εργοστασίου.

Όταν όμως αντίκρυσα τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να τα αγοράσω όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά, σελλινωτά και αραιά. Ωραιότατα σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήμουν σίγουρος πως θα τα πωλούσα όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, έδωσα κιβώτια για διπλάσιο και πλέον φορτίο. Φόρτωσα δώδεκα στο ύψος, ακόμα έβαλα στη πόρτα της καρότσας που βασταζόταν από αλύσους άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια. Τα έδεσα γερά με σχοινιά για να μην έχουν φόβο να γείρουν και να πέσουν στο χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρα τον ανήφορο της επιστροφής.

Αλλά δυστυχώς, ώ τί συμφορά, στην επιστροφή με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το μεγάλο φορτίο στην καρότσα το οδήγημα ήταν δύσκολο.

Ο στενός κακοφτιαγμένος χωματένιος δρόμος σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Και εγώ τώρα να παίζω τη ζωή μου για να μεταφέρω τα σταφύλια στη κορφή.

Στο δρομολόγιο ένιωθα ανατρίχιασμα και πατούσα συνέχεια φρένο ώστε να εξετάζω τον δρόμο με το μάτι.

-Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα,

Σκέφτηκα, και έλεγα μέσα μου,

-γιατί ήρθα σε δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωνόμουν τι θα γινόταν; Είχα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα έμεναν ορφανά.

Καθώς αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο και φοβούμενος ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει, άκουγα το δρόμο να τρίζει από το βάρος του μεγάλου φορτίου, αλλά προχωρούσα μέτρο με μέτρο. Και από τη θέση του οδηγού έβλεπα το βάθος του γκρεμού και σε κάθε στροφή άκουγα τους τριγμούς των αναρτήσεων.

Κρακ, κρακ άκουσα σε μια στιμή κάτω απ’ τα πόδια μου το διάζωμα του δρόμου.

-Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν, ψιθύρισα. Θα σκοτωθώ εδώ πάνω,

βλαστήμησα.

Αλλά αμέσως μετάνιωσα και είπα μέσα μου οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσα το Θεό να με βοηθήσει καθώς κάτωχρος σκεφτόμουν πως θάταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθώ πριν της ώρας μου, θα ήταν αμαρτία σκέφτηκα.

-Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νοιώθω την παρουσία του, είπα φωναχτά.

Και κάθε λίγο τράβαγα χειρόφρενο, έγερνα έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζα τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά απ το χείλος του γκρεμού που απλωνόταν κάτω, οδηγούσα πόντο πόντο.

Είχα φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινα στο μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί μου, και σε ένα σημείο διαπίστωσα πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν τον περνούσα ο μισός τροχός θα ήταν στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ ψηλό και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να με κατακρήμνιζε.

Ήμουν σε μεγάλο δίλημμα, η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό μου έσπαγε τι απόφαση να πάρω. Να μείνω εκεί στις ερημιές να νυχτωθώ έως ότου με γυρέψουν; Ή να πάρω την απόφαση και να διακινδυνέψω μήπως με χωρέσει ο δρόμος.

-Θα περάσω με την βοήθεια του Θεού,

αποφάσισα

Έτσι ξεκίνησα και πόντο πόντο προχώρησα, Πόντο στο πόντο πατούσε ο τροχός στην άκρια του γκρεμού με το μισό λάστιχο να είναι σε κενό, και το φορτηγό να γέρνει επικίνδυνα. Με τη ψυχή στο στόμα προχωρούσα, και την απόσταση των πεντέξι μέτρων μου χρειάστηκε ώρα πολλή να τη διανύσω. Πέτρες και χώματα που συνθλίβονταν από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό, έκαναν την αγωνία μου και το φόβο μου να είναι σε μέγιστο βαθμό καθώς άκουγα τους ανατριχιαστικούς θορύβους της κατωλίσθησης.

Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Με το αμάξι να γέρνει επικίνδυνα από το ψηλό φορτίο και με τη ψυχή στο στόμα, κατάφερα επιτέλους να περάσω το επικίνδυνο σημείο και να βρεθώ σε ασφαλές σημείο.

-Ευτυχώς τα κατάφερα, σε ευχαριστώ Θεέ μου,

είπα φωναχτά, και έσβησα το αμάξι. Έγειρα στο τιμόνι με ανακούφιση για ώρα πολλή έως η καρδιά μου πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκα και περπάτησα πάνω κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες μου που είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο της μεγάλης αγωνίας.

Ανέβηκα πάλι στο φορτηγό, έβαλα πρώτη ταχύτητα, δεύτερη, τρίτη και έπιασα το μεγάλο δρόμο. Έβαλα Τετάρτη και ανέπτυξα ταχύτητα. Η καρδιά μου φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχα καταφέρει.

Καθώς οδηγούσα σκέφτηκα αν άξιζε τον κόπο για το κέρδος να διακινδυνέψω τόσο πολύ. Τόλμησα το εγχείρημα καθώς τα σταφύλια που φόρτωσα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα πωλούσα εύκολα στο παζάρι. Αλλά τι να έκανα τέτοια κέρδη με τέτοιο αντίτιμο; Κάλιο λιγότερα και σίγουρα σκέφτηκα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην επιχειρούσα ξανά τέτοιο ρίσκο.

Την άλλη μέρα στο παζάρι πούλησα τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Στην επιστροφή σε όλο το δρομολόγιο και εκ του ασφαλούς πλέον, το μυαλό μου ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνες του κινδύνου που διέτρεξα και αποφάσισα πως ο Θεός σίγουρα με αγαπούσε και με πρόσεχε και με γλίτωσε από εκείνο τον μεγάλο κίνδυνο.

Ο ΤΡΙΜΜΑΤΟΣ 

Το Bedford βαρυφορτωμένο κάθε δείλι ανέβαινε το απότομο ανηφόρι βαρυγκοβοώντας και έγνοια μου είχα την ενόχληση των χωριανών από τη βουή της μηχανής που καθώς με πρώτη ταχύτητα αντιλαλούσε πολλαπλασιασμένη από τον αντίλαλο πάνω στα πυκνοκατοικημένα σπίτια στις μεριές του δρόμου, ήταν διαπεραστική που έσπαγε αυτιά.

Μόλις είχα αρραβωνιαστεί και κατοικούσα με τη χαρτωμένη μου στα πεθερικά μου στο χωριό τους. Έτσι κάθε που φόρτωνα το φορτηγό, στο τέλος της ημέρας ανέβαινα το απότομο ανηφόρι που οδηγούσε στο παλιό σπίτι στην άκρια του χωριού. Ξεκουραζόμουν, κοιμόμουνα λίγο, και μεσάνυχτα ξεκινούσα για το παζάρι στη μεγάλη πρωτεύουσα.

Οι πεθερά μου η Δήμητρα μια αξιαγάπητη γυναίκα και η μνηστή μου η Λούλλα η μελαχροινή καλλονή της καρδιάς μου, με περίμεναν με αγάπη. Μαζί καθόμασταν να φάμε, να πιούμε καφέ, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, να κουβεντιάσουμε, να συζητήσουμε, να κουτσομπολέψουμε. Ήταν ευχάριστες μέρες που ακόμα αναπολώ και νοσταλγώ. Λέγαμε πολλά, κάναμε όνειρα. Ήταν χαρούμενες στιγμές που κρατούσαν ώρες καθώς ταιριάξαμε και πέραν από σώγαμπρος, μνηστή και πεθερά, γίναμε φίλοι με κοινές αντιλήψεις σκέψεις και όνειρα. Ήταν ευχάριστοι άνθρωποι με λεπτό χιούμορ και έξω καρδιά. Οι περίοικοι τις αγαπούσαν αυτές ιδιαίτερα από όλη την οικογένεια, και σχεδόν καθημερινά οι γειτόνισσες συναγόντουσαν στη μικρή αυλή να τις βοηθήσουν στο ξεφλούδισμα των αχασιών, στο βάκλισμα των τερατσιών, στο μάζεμα των σταφυλιών, των ελιών και άλλων καρπών που εν αφθονία σε ένα μεγάλο χωράφι συνέχεια της αυλής, ο πεθερός μου είχε φυτέψει και καλλιεργούσε με πολλή αγάπη.

Αλλά οι καλύτερες στιγμές ήταν τα δειλινά όπου ερχόμενος εγώ, μαζευόντουσαν όλες στην αυλή και παρέα πίναμε τον καφέ μας λέγοντας κουβέντες και ιστορίες. Άρεσαν σε όλες οι εξιστορήσεις μου από τις περιπέτειες μου ως ναυτικός, και εγώ καθώς καλός συνομιλητής, με αφηγηματικό οίστρο τους διηγόμουνα όσα θαυμαστά μου έκαναν εντύπωση στα μακρινά ταξίδια μου στις άλλες χώρες.

Αλλά και σε μένα άρεσαν πολλά από τα κουτσομπολιά τους για τους άλλους χωριανούς καθώς ήταν ιστορίες του σήμερα και του παρελθόντος, άλλες πολύ ενδιαφέρουσες και άλλες λιγότερο. Αλλά πολλή εντύπωση μου έκανε η συνεχής αναφορά τους στο γέρο Νικολή και που παθιασμένα καθημερινά με συμβούλευαν να τον αποφεύγω γιατί ήταν τρίμματος. 

Τρίμματος είναι ο άνθρωπος ο φθονερός, που όπως ο διάβολος βλέποντας κάτι καλό στον άλλο ζηλεύει και υποφέρει. Και με διαβολική βοήθεια ως αγωγός, διοχετεύει την κακία τους στους ανθρώπους και δηλητηριάζει τις ψυχές τους, τις γεμίζει βάσανα και φορτώνει τις ζωές τους εμπόδια και ατυχίες.

Εγώ γελούσα και τις περίπαιζα γιατί θεωρώντας τον εαυτό μου ως πέραν του δέοντος λογικό, δεν πίστευα σε παραδοξολογίες και απόκοσμα πράγματα.

Αλλά αυτές επιμένοντας μου έλεγαν ιστορίες για πράγματα και θαύματα που συνέβησαν στις ίδιες αλλά και σε άλλους όταν είχαν την ατυχία να συναπαντηθούν με τον Τρίμματο τον Νικολή.

-Είχα μια όμορφη κατσίκα που γεννούσε πάντα δυο ρίφια, και την αγαπούσα πολύ. Την είδε ο φθονερός, και η αίγια δεν άντεξε το μάτι και ψόφησε την ίδια μέρα.

Αυτά μου είπε η θεια Αλισαβού, αλλά εγώ της είπα ήταν τυχαίο γεγονός.

-Όποτε τον συναντώ, δεν μπαίνει πελάτης στο μαγαζί.

Μου έλεγε η πεθερά μου, και εγώ της απαντούσα πως όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες.

Και έλεγαν και έλεγαν, όλο έλεγαν παραδείγματα… 

Τακτικά οδηγώντας στο στενό ανηφορικό δρομάκι με πολύ αργή ταχύτητα, συναπαντιόμουν με τον γέρο Νικολή, που κούτσα κούτσα ακουμπώντας στο μπαστούνι του ανέβαινε και αυτός αργά στο δρομάκι. Μόλις άκουγε τη βουή του φορτηγού, ανέβαινε σε ένα σκαλοπάτι καποιανής αυλής, για να μου δώσει χώρο να περάσω. Στεκόταν από μακριά και μου κουνούσε το χέρι, και όταν ενώ τον προσπερνούσα, έβγαζα το κεφάλι έξω και λέγαμε καμιά κουβέντα. Ήταν πάντα ευπροσήγορος, το μόνο που μου έκανε εντύπωση, ποτές δεν είδα ένα χαμογέλιο στο πρόσωπο του. Πάντα είχε θλίψη στα μάτια και ύφος κατσούφικο. Αλλά τον δικαιολογούσα σκεπτόμενος ότι καθώς γέρος και μόνος στη ζωή, δεν είχε όρεξη για χαρές και γέλια. Η γυναίκα του είχε αποδημήσει εις Κύριον και τα παιδιά του εις εργασίαν στη μακρινή Αυστραλία, έτσι αυτός έμεινε έρημος, μόνος και  μαγκούφης

Μου φαινόταν ένας συμπαθής γέρων μισότυφλος ερείπιο του χρόνου, που κατοικούσε σε μια καμαρούλα εκεί στη γειτονιά. Όλη τη μέρα αθκιασερός στο καφενείο του Μαζαράκη, και από ενωρίς το δείλις κλεισμένος στο μικρό του σπιτάκι στο χαμηλό φως με λιγοστό ύπνο να περνά τις ατελείωτες νύχτες με παρέα τα φαντάσματα του.

Σκεφτόμουν ότι ήταν ένας απελπισμένος γέρων μονάχος που πάλευε την αιώνια μοναξιά του έως ότου έρθει η λύτρωση της άχαρης εναπομείνασας ζωής του.

Και εγώ γαλουχημένος με οικογενειακές αξίες που θεωρούσα τους γεροντότερους σεβάσμιους και πρόσωπα ιερά, είχα μια συμπάθεια για λόγου του.

Όσα λοιπόν μου λέγανε τα άκουγα βερεσιέ. Και αν καμιά φορά συνέβαιναν πράγματα μικρά και άτυχα, καθόλου δεν τα συνδύαζα με ένα κακό συναπάντημα μας. 

Αυτά κάποιες φορές εξηγούσα στις γυναίκες, αλλά αυτές επέμεναν και μου έλεγαν,

-όμως όπως και να έχει, χρειάζεται προσοχή. Θα πρέπει να λες προσευχές εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος για να εξορκίζεται πάσα κακό και βασκανία.

Και μέσα μου σκεφτόμουν με ποιο δικαίωμα σταυρώνουν ένα γεροντάκι που έδειχνε τόσο φιλήσυχο και πράο;

Και να ήταν μόνο αυτό; Όποτε τον έβλεπαν άλλαζαν δρόμο, ή αν τυχαία έπεφταν πάνω του γύριζαν από την άλλη μεριά και έφτυναν στον κόρφο τους για να μην ματιαστούν, και στα σπίτια τους άναβαν το καπνιστήρι για να τον εξορκίσουν.

Όσο καλοπροαίρετος και να ήμουν όμως, σε λίγο καιρό άρχισα να αλλάζω γνώμη. Όλα άρχισαν όταν μια φορά παραμονή Χριστουγέννων ενώ παρακολουθούσαμε την ακολουθία στη μικρή εκκλησία του χωριού, ξαφνικά ένοιωσα ζάλη. Θόλωσε το μυαλό μου. Έβλεπα το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά μου. Ταυτόχρονα με έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξα. Βγήκα έξω στην αυλή.

Πίσω μου η χαρτωμένη μου και η πεθερά μου, και ξοπίσω μια χωριανή που ξεμάτιαζε η οποία με πλησίασε και μου είπε:

-Τί έπαθες, σε μάτιασε ο Νικολής; Τον είδα να σε κοιτάζει και το κατάλαβα.

Και άρχισε να με ξεματιάζει λέγοντας κάτι παράξενες ευχές και ξόρκια.

Στο τέλος έβγαλε από το λαιμό της ένα φυλακτό,

-Πάρτο μου είπε, φόρεσέ το και δεν θα το ξαναπάθεις.

Με τις επικλήσεις και τους εξορκισμούς της για τον εξαποδό ευτυχώς έγινα καλά, αλλά δυστυχώς μόνο προσωρινά… 

Στις μέρες που ακολούθησαν πολλά συνέβαιναν όποτε τον συναντούσα στο διάβα μου, που κάθε φορά έτειναν να με πείθουν όλο και περισσότερο πως πράγματι ο γέρο Νικολής ήταν τρίμματος.

Μια φορά μέσα στο καταχείμωνο με φοβερή παγωνιά όταν μεσάνυχτα δοκίμασα να ξεκινήσω το ΤΟΥΤΑ για να πάω στο παζάρι, δεν έπαιρνε μπρος. Το αυτοκίνητο είχε θερμάστρες που ζέσταιναν το πετρέλαιο για να πάρει μπρος όταν σε περιπτώσεις παγετού πάγωνε ακόμα και το καύσιμο, και εκείνη τη φορά ήταν χαλασμένες. Έως ότου καταφέρω να τις φτιάξω, πήγε η ώρα και στο παζάρι έφτασα πολύ καθυστερημένα. 

Μια νύχτα πολύ παγερή με βαθμούς που άγγιξαν το μηδέν, το πετρελαιο πάγωσε -μάλλον ο πρατιριούχος έκλευε και ανεμίγνιε νερό στα καύσιμα-, και η πόμπα δεν δούλευε. Μέσα στα ξημερώματα με ένα κρύο που έσπαζε κόκκαλα, και χωρίς θέρμανση ώσπου να τα καταφέρω να κάνω εξαέρωση και να βάλω εμπρός, το κορμί μου πάγωσε και ιδίως τα χέρια μου σε βαθμό που δεν μπορούσα να τα κινήσω και έβγαλα κρυοπαγήματα που με πονούσν πολλές μέρες 

Μια επόμενη φορά βρήκα ένα ελαστικό καθισμένο. Έως ότου καταφέρω να το αλλάξω καθώς το φορτηγάκι ήταν βαρυφορτωμένο, πάλι πήρε ώρα πολλή.

Μια άλλη φορά μόλις είχα αγοράσει το BEDFORD ένα μεγάλο φορτηγό και με λίγο φορτίο, στο δρόμο μου έσπασε λάστιχο.

Μια άλλη φορά, δεν άκουσα το ξυπνητήρι και πάλιν αργοπόρησα.

Ακόμα και το γάμο μου τη μέρα που τον προγραμμάτισα, τον είχα συναντήσει, και έκανα λάθος, και τον όρισα στις 15 Αυγούστου ημέρα Θρησκευτική που απαγορευόταν να γίνει.

Τέτοια και άλλα πολλά συνέβαιναν κάθε φορά, έως την ημέρα που παντρεύτηκα και άλλαξα σπίτι και έπαυσα να τον συναντώ, και τοιουτοτρόπως όλα επανήλθαν στη κανονικότητα.

Πέρασαν χρόνια, αλλά δεν τον ξεχνούσα. Μου έμεινε μια έγνοια στο μυαλό, και όταν άκουγα για τρίμματος, πάντα τους απέφευγα και δεν συναλλαττόμουνα μαζί τους καθώς -ίσως ακούσια-  είχα  αποχτήσει μια  αυτοπεποίθηση πως ήταν δυνατό να επηρεαστώ αρνητικά εξαιτίας του φθόνου τους ή ακόμα και ενός βλέμματος τους.

Ύστερα από καιρό μια μέρα, έλαβα ένα τηλεφώνημα,

-πέθανε ο φίλος σου ο Νικολής. Τον βρήκαν στο σπίτι του σε κατάσταση σήψης Πέθανε μόνος δίχως κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Μόνο όταν η δυσοσμία άρχισε να ενοχλεί τους γειτόνους, άνδρες της αστυνομίας μετέβησαν στο σπίτι του και τον βρήκαν νεκρό.

Στεναχώρέθηκα γιατί παρ΄ όλα όσα εν τέλει πίστεψα για λόγου του, εντούτοις τον είχα στη καρδιά μου και του έτρεφα μια συμπάθεια.

Και όταν το βράδυ οδηγούσα το φορτηγό στον έρημο δρόμο για το παζάρι, οι σκέψεις μου φιλοσοφώντας τη κατάσταση, κόλλησαν στη κακή του μοίρα που του έλαχε να πεθάνει μόνος χωρίς κανείς να του σφαλώσει τα μάτια, και σαν σκυλί έμεινε στο νεκρικό κρεββάτι άθαφτος για μέρες πολλές.

Έρημος μόνος και θλιμμένος τράβηξε τον δρόμο το μακρύ τον αιώνιο. Ίσως καλύτερα που πέθανε μια φορά παρά που υπέφερε όλες τις μέρες, συνέχισα να σκέφτομαι. Διότι όταν η ζωή γίνεται ανυπόφορη, ο θάνατος είναι προτιμότερος. Έφυγε από την κόλαση της ζωής και πήγε στο Παράδεισο του θανάτου.

Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια λέγει ένα γνωμικό, έτσι και ο γέρο Νικολής καθώς εκοιμήθει εν Κυρίω, μετέβει σε ένα τόπο όπου για τους πεθαμένους δεν υπάρχουν βάσανα και όπου ο δρόμος στον Άδη είναι εύκολος γιατί ο αποθνήσκων παύει να στεναχωριέται.

Και συνεχίζοντας να φιλοσοφώ τη ζωή, το θάνατο, και το κακό μάτι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως τώρα ως πεθαμένος δεν θα μπορούσε να ματιάζει κανένα, και ίσως έτσι έπαυαν οι χωριανοί να τον οικτίρουν και να τον λοιδορούν καθώς συνηθίζεται να επαινούν όλοι αυτόν που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ 

Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.

Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.

Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.

Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.

Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.

Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.

Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.

Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.

Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.

Η ίδια η ζωή όμως  δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.

Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.

Μέσα στην κάμαρη ο πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.

Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.

Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους

---------------------------------------------

2. ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ISBN 978-9925-7840-0-4

Ένεκα της απλότητας που χαρακτηρίζει ένα παραμύθι, η λογοτεχνική του αξία ως πνευματική έκφραση, έγκειται στην τεχνική του συγγραφέα να την αποδείξει.


Ο ΠΑΡΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ

Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε  μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρονακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της. Και όταν βαριόταν, καθόταν στην άκρη του γκρεμού και αγνάντευε τον μακρύ ορίζοντα κάνοντας ονείρατα παρακαλώντας το Χριστό να στείλει ένα καράβι με ένα όμορφο πριγκιπόπουλο όπως στα παραμύθια. Παρέα με τους γλάρους που πετούσαν στον ουρανό και τα λογιών αλάγια ψάρια που κολυμπούσαν κάτω στο νερό, έστεκε ώρες πολλές με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Μα περισσότερο της άρεσε το ηλιοβασίλεμα που δημιουργούσε έμορφη εικόνα, και που μέσα στις σκιές των χρωμάτων του ήλιου που έσμιγε με τα χρώματα της θάλασσας, καμιά φορά νόμιζε πώς έβλεπε ένα καράβι να αρμενίζει και το βασιλόπουλο της να στέκει στην πλώρη και να της γνέφει. 

Η μικρή χωριατοπούλα καθώς ήταν πολλά όμορφη, ευγενείς και πλούσιοι αφεντάδες την ζητούσαν σε γάμο. Όμως αυτή σταθερή στην ιδέα της, καρτερούσε τον πρίγκιπα που θα της έφερνε η θάλασσα. Οι γονείς της πολύ στεναχωριόντουσαν για τη στάση της, και τον πόνο τους τον μαρτυρούσαν στον αγέρα της θάλασσας. Και αυτός θυμωμένος, φύσαγε δυνατά και παρέσερνε το μυστικό της στα πέρατα του κόσμου.

 Ώσπου μια μέρα στη μακρινή Βενετιά, ένα όμορφο αγόρι ο Πάρακας, αποφάσισε πως θα γινόταν ο πρίγκιπας της και θα την επισκεπτόταν.

Ήταν ένας ωραίος νέος και ανδρειωμένος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν να πάει Σταυροφόρος στα Ιεροσόλυμα να πολεμήσει τους άπιστους, ώσπου άκουσε για την έμορφη Κυπριοπούλα, και μη χάνοντας καιρό, αποφάσισε στο δρόμο του για τους Αγίους τόπους, να περάσει να την γνωρίσει.

Το αρματωμένο καράβι που έπλεε στην άκρη του ορίζοντα μια μέρα, ξαφνικά γύρισε την πλώρη στη στεριά, και με τον ήλιο που έδυε πίσω του, έδειχνε μια σκοτεινή κουκίδα μέσα στα πορφυρά χρώματα που σχηματίζονταν την ώρα που έσμιγε ο ήλιος με τη θάλασσα πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στην πλώρη έστεκε το όμορφο βασιλόπουλο ντυμένο στη γυαλιστερή του φορεσιά αντικρίζοντας από μακριά για πρώτη φορά την κόρη που έστεκε στην άκρια του μεγάλου βράχου φαντάζοντας ίδια η Αφροδίτη με ξέπλεκα τα μαλλιά της ριγμένα πίσω έως τη γης.

Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν, αγαπηθήκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Οι γονείς της κοπέλας χάρηκαν γιατί ήταν άξιο παλληκάρι, ταυτόχρονα όμως λυπήθηκαν, γιατί ήταν στρατιώτης και θα πήγαινε στον πόλεμο.

Συμφώνησαν λοιπόν να τον περιμένει, και σε ένα χρόνο θα επέστρεφε να παντρευτούν.

Πέρασε λίγος καιρός, και η μακρομαλλούσσα βοσκοπούλα με υπομονή και καρτερία στημένη στο μεγάλο βράχο, καθημερινά αγνάντευε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο προσμένοντας τον καλό της να φανεί.

Μια μέρα όμως δυστυχώς, συνέβηκε κάτι τρομερό. Ένα δηλητηριώδες φίδι την δάγκωσε, και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά. Έπεσε σε κώμα για πολλές μέρες και δεν αντιδρούσε. Και όταν με τον καιρό ξανάνιωσε λίγο, παρατήρησε πως το δηλητήριο μέσα της την φαρμάκωσε παντοτινά. Το δέρμα της κιτρίνισε, και οι μύες σε όλο της το σώμα παραμορφώθηκαν. Η άλλοτε υπέροχη ομορφιά της χάθηκε, και το απαλό της δέρμα σκλήρυνε σαν την πέτρα.

Έκλαψε πολύ και είπε,

Χθες, ήμουν όμορφη. Σήμερα, είμαι ένα τέρας.

Ήξερε πως ο καλός της δεν θα την ήθελε πλέον, και παρ όλη τη θλίψη της, αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει από τον όρκο του, καθώς η αγάπη που του είχε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Ήθελε να τον ξεχάσει για πάντα και να μην τον ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα μηνύματα που της έστελλε, προσπαθούσε μ αυτό τον τρόπο να τον κάνει να πιστέψει πως τον ξέχασε.

Όταν πέρασε ένας χρόνος, το πριγκιπόπουλο γύρισε. Έμαθε τα κακά μαντάτα, άλλα αποφάσισε να σταθεί δίπλα της και να την βοηθήσει να γίνει καλά. Δεν τον εμπόδισε η ασχημία του κορμιού της και η σκληράδα του προσώπου της καθώς την αγαπούσε πραγματικά πάρα πολύ. Έτσι γονάτισε μπροστά της άλλη μια φορά, και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ΄

Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κύλα και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.

Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.

Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό κρεμμό,  και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.

ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΞΩΡΚΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.

Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.

Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να  διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.

Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.

Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.

Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.

Ο ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΦΑΤΑΟΥΛΑΣ

Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παάδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλογές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.

Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό κρέας που πολύ τους αρέσει.

Μια φορά ένας καλικάντζαρος φαταούλας που ήρθε στη Χλώρακα να βρει λουκάνικα και κρέας, αλλά έβρισκε παντού κλειδαμπαρωμένα και δεν έβρισκε να φάει, ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με πολλή θράσος ζητούσε επίμονα να του δώσει να φάει κρέας. Ο χωρικός θύμωσε πολύ από την μεγάλη επιμονή του, και αρπάζοντας τον, τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο.

Ο καλικάντζαρος αφού τις έφαγε πολύ του κακοφάνηκε, και θέλοντας να τον εκδικηθεί πήρε ύφος μειλίχιο και τον ρώτησε το όνομα του, με μια σκέψη στο μυαλό, αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας.

Πάει λοιπόν ο Φαταούλας και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους. Τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως ήθελε εκδίκηση, και επέμεινε πολύ, τόσο πολύ, που τους νευρίασε. Για να ησυχάσουν λοιπόν από τη μουρμούρα του, τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. 

Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.

Αυτή την ιστορία μου διηγήθηκε όταν ήμουν μικρός η στετέ μου η Δεσποινού, επιμένοντας πώς είναι αληθινή, και και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες δεμένος στην μεγάλη τρεμιθιά μέχρι πρίν ακόμα λίγο καιρό, να κάνει τις δουλειές των νυκοκυρών, και να τον περιγελούν τα παιδιά.

Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει ακόμα να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι τρεμιθιές της Ζήνας.

O ΜΕΓΑΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ

Ο Κατσικοπόδαρος είναι Μέγας Καλικάντζαρος, και είναι ο πιο ελεεινός και ο πιο γρουσούζης από όλους τους άλλους. Όπου βάλει το ποδάρι του φέρνει καταστροφή και αναποδιά. Μια φορά την εποχή των Χριστουγέννων πρίν καιρό σε μια επίσκεψη του στη Χλώρακα, τρύπωσε στο μπακάλικο του χωριού, και καθώς βρήκε πολλές λιχουδιές δεν έλεγε να φύγει. Πέρασαν τα Φώτα, και αυτός ντυμένος σε αόρατη μορφή, έμεινε εγκατεστημένος και έτρωγε ότι έβρισκε στα ράφια.

Τα τρόφιμα και τα γλυκά λιγόστευαν και τα ράφια άδειαζαν, οπότε ο καημένος ο Στάθιος ο μπακάλης κατάλαβε πως στο μαγαζί του εγκαταστάθηκε κάποιος ανεπιθύμητος μουσαφίρης, και καθώς επίσης όλα του πήγαιναν ανάποδα, συμπέρανε πως είχε συγκάτοικο τον Καλικάντζαρο τον κατσικοπόδαρο.

Έφερε αγιασμό και ράντισε, αλλά τίποτα δεν κατάφερε. Έφερε τον παπά και ξόρκισε το κακό, αλλά πάλι τίποτα. Έπεσε σε βαθιά συλλογή και λυπημένος μια νύχτα στην ταβέρνα του χωριού, έλεγε τον πόνο του στον φίλο του τον Βάσο.

Ο Βάσος του λέγει,

-μην στενοχωριέσαι φίλε μου, κάτι θα σκεφτούμε, θα του στήσουμε παγίδα και θα τον πιάσουμε.

Σκέφτηκαν και ξαασκέφτηκαν, και αποφάσισαν τι να κάμουν.

Αγόρασαν ωραία γλυκά και τα έβαλαν σε μια άκρη πάνω στο ράφι, και αφού τα σύνδεσαν με σπάγκο και ένα σακούλι γεμάτο αλεύρι παρακάθισαν περιμένοντας.

Όταν ο καλικάντζαρος είδε τα γλυκά, με την αόρατη του μορφή ποταβρίστηκε και τα άρπαξε. Όμως ώ τι κακό γι’ αυτόν, τράβηξε μαζί το σακούλι που γέρνοντας άδειασε το αλεύρι πάνω στο κορμί του. Αμέσως το σώμα του βάφτηκε άσπρο, και πήρε τη μορφή του. Τον βλέπουν οι δυο φίλοι, και αρχίνισαν να τον δέρνουν. Του έδωσαν τόσες πολλές πατσαρκές, που ο καλικάντζαρος ακόμη τρέχει και φεύγει μακριά. 

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ

Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.

Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.

Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε  να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.

Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:

-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.

Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,

-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…

Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…

Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες.  Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.

Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος.

Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

«Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.

Η Ρήαινα είπεν του,

-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.

Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας».

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.

Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.

Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.

Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.

Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 

Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.

Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.

Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.

Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.

Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

Υ.Γ. Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Στην παραλία του Κοτσιά βλαστούν τα κρίνα του γιαλού, ένα είδος άγριου λουλουδιού σύμβολα  της Θεϊκής δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μέσα στη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει.  

Μια ιστορία λέει πώς,

μια φορά ένας νεαρός ψαράς με τη βάρκα του που ξανοιγόταν τις νύχτες στα βαθιά για να ρίξει τα δίχτυα του, κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη μια χρονιά, όταν έπλεε δυτικά της Χλώρακας, μέσα στις σκοτεινές νύχτες έβλεπε να λαμπιρίζει ένα φως έξω στη στεριά στη μεριά του Κοτσιά, που τον μαγνήτιζε και τον καλούσε. Αρκετές φορές έσυρε τα κουπιά και βγήκε στη στεριά, αλλά κάθε φορά, το λαμπύρισμα έσβηνε.

Αυτό κράτησε αρκετές νύχτες, και αρκετές ήταν οι φορές που παράτησε το ψάρεμα για χάρην της περιέργειας του να μάθει τι ήταν αυτό το λαμπύρισμα που τον μαγνήτιζε. Του έγινε έμμονη ιδέα, ήταν σίγουρος πώς μια δύναμη του φώναζε, ίσως μια λάμια να τον προσκαλούσε. Έτσι παραδομένος στις σκέψεις αυτές, αποφάσισε πώς έπρεπε να ακολουθήσει το κάλεμα γιατί ήταν το πεπρωμένο και το γραφτό της μοίρας του έτσι να γίνει. 

Αφού λοιπόν με τον τρόπο αυτό δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο, αποφάσισε μια φορά, να πάει από το δείλη να παραφυλάξει έξω στη στεριά, ώστε να διαπιστώσει την αλήθεια, τι ήταν το φως που ένιωθε πως του είχε κάνει μάγια.

Πήγε λοιπόν από ενωρίς το δείλις και διάλεξε ένα ψηλό βράχο όπου από εκιά κρυμμένος, μπορούσε να κατοπτεύει όλη την παραλία.

Όταν έδυσε ο ήλιος και το σκοτάδι απλώθηκε, είδε από το χωριό μια όμορφη νια να ροβολά την κατηφόρα προς τη θάλασσα, στην παραλία του Κοττσιά. Κρατούσε στο χέρι ένα φανό θυέλλης που περπατώντας το φως τάρασσε και με το κούνημα λαμπίριζε σαν άστρο που τρεμοσβήνει. Μόνη και παντέρμη χωρίς να σκιάζεται για φόβο ή να αροχημά, βάδιζε αγέρωχη και λικνιστή στο στενό μονοπάτι προς την παραλία.

Πολλές οι σκέψεις του παλληκαριού, πολλά τα ερωτήματα του. Κυριευμένος από επιθυμία να λύσει το μυστήριο που τον βασάνιζε τόσες μέρες, αλλά και καθώς την αντίκρισε ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά, πήρε θάρρος και της φώναξε και τη ρώτησε τί γυρεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα.

Και αυτή του αποκρίθηκε χωρίς να φοβηθεί, καθώς και αυτή μόλις τον αντίκρισε ένιωσε το ίδιο.

Και του απάντησε πώς τα βράδια ερχόταν να μυρίσει τις σπάνιες ευωδιές από τα κρίνα της θάλασσας, γιατί όταν έπεφτε η νύχτα ανάδυαν περίσσια σπουδαία μυρωδιά.

Ήταν γραφτό ντους τοιουτοτρόπως να γνωριστούν και να ερωτευτούν κεραυνοβόλως, ήταν γραφτό τους να ζαλιστούν από την ευωδιά των σπάνιων λουλουδιών και να αγαπηθούν παράφορα και να παντρευτούν.

Και έμεινε ο τρόπος γνωριμίας τους σαν ένα παραμύθι να το λέγουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά.

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥ

Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμειώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα.

Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.

Οι γεροντότεροι έλεγαν ιστορίες πώς ήταν καταραμένος τόπος, ένας τόπος που φιλοξενούσε ληστές και δολοφόνους, και πώς  τις ανέστερες νύχτες ένα φανάρι θυέλλης έβγαιναν με τις βάρκες τους και άναβαν φωτιές για να μετρήσουν τη λεία τους.

Αυτό συνέβαινε έως την εποχή τους Εγγλέζους οι οποίοι αποικίζοντας την Κύπρο, πολέμησαν και εξολόθρευσαν τους πειρατές. Όμως οι γονιοί συνέχιζαν να λένε ιστορίες στα άτακτα παιδιά, εκφοβίζοντας τα ώστε να είναι φρόνημα και υπάκουα.

Τη γη ολόκληρη ακολούθως την έσκαψαν οι άνθρωποι, προσδοκώντας να ανακαλύψουν χρυσαφικά και πλούτη. Χωρίς να γνωρίζει κανείς με σιγουριά αν κάποιος βρήκε οτιδήποτε, πολλοί λέγουν πώς ένας χωρικός που για καιρό έσκαβε την περιοχή, βρήκε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσάφι το οποίο χρησιμοποίησε και έγινε τοκογλύφος. Ο τοκογλύφος είναι επάγγελμα αρχαίο που θα υπάρχει πάντα, πολύ προσοδοφόρο και επικερδές. Ένα επάγγελμα που το κάνουν μόνο σκληροί και απάνθρωποι, που δεν λυπούνται κανένα κακομοίρη φτωχό, που με στυγνότητα παίρνουν πίσω τα δανικά που έδωσαν με υψηλά επιτόκια, ή αντί γι αυτά, τις υποθηκευμένες  περιουσίες για φακές επί πίνακι. Ο κόσμος δεν τουςσυμπαθεί, και με χαρά θα του απέφευγε, αλλά δυστυχώς πολλοί όταν έχουν ανάγκη προσφεύγουν σ αυτούς μη έχοντας άλλη επιλογή. Οι τοκογλύφοι δεν αναζητούν τα θύματα τους, καθώς πάντα όλοι οι δυστυχείς που φτάνουν σε οικονομικά αδιέξοδα, πηγαίνουν μόνοι τους να τους παρακαλέσουν. 

Όσοι προσωπικώς γνωρίζουν έναν τοκογλύφο, τον σιχαίνονται, αλλά και τον φοβούνται. Το άκουσμα του ονόματος από μόνο του προκαλεί φόβο, ενώ η συνεργασία μαζί του, πάντα καταλήγει σε συμφορά.

Ο τοκογλύφος της Χλώρακας λοιπόν απόκτησε πολλά πλούτη, τα οποία κέρδισε εκμεταλλευόμενος τη δυστυχία των πτωχών, γι αυτό και όπως πολλοί άνθρωποι πιστεύουν, ο Θεός τον τιμώρησε και δεν τον άφησε να τα χαρεί. Τι κι αν απόκτησε το μισό χωριό, τι κι αν γέμισε και ξεχείλισε το παλιό χρηματοκιβώτιο του, τι κι αν είχε άλλα τόσα να παίρνει από τους δανειολήπτες τους οποίους ξέσφιγγε σαν λεμονόκουπα και ύστερα τους άφηνε στη μαύρη τους φτώχεια. Όλοι τον μισούσαν και τον εχρεύονταν, και τα παιδιά του ντρέπονταν καθώς έβλεπαν πόση δυστυχία σκορπούσε γύρω του σε ανθρώπους γείτονες τους, φίλους τους και συγγενείς τους.

Ο τοκογλύφος δεν ξεχώριζε ούτε συγγενείς ούτε φίλους. Ήταν πολύ άπληστος, γι αυτό επέκτεινε τις δανειοληπτικές του εργασίες στο γειτονικό Τουρκοκυπριακό χωριό.

Εκείνο τον καιρό μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων υπήρχε διαμάχη και αναταραχή, αλλά παρ όλα αυτά ο τοκογλύφος υπό την επήρεια τα απληστίας είχε μαζί τους δοσοληψίες. Αυτή την απληστία του όμως την πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς ένας νεαρός Τούρκος που του χρωστούσε αντί να τον εξοφλήσει, αποφάσισε να τον σκοτώσει. Έτσι μια αυγή του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε με ένα πυροβολισμό στο κεφάλι. Κανείς δεν λυπήθηκε, κανείς δεν έκλαψε, ακόμα και η αστυνομία δεν διερεύνησε εξονυχιστικά το φονικό.

Η ιστορία της εκμετάλλευσης των ανθρώπων διήρκησε πολλά χρόνια. Όταν κάποιος επιτήδειος κατάφερνε να τον ξεγελάσει, όλοι χαίρονταν και έλεγαν καλά να πάθει. Υπήρξαν λίγα περιστατικά, και το κάθε ένα ο απλός πληθυσμός το σχολίαζε για καιρό στα καφενεία, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δείξουν την ευχαρίστηση τους.

Μια φορά ένας νεαρό παιδί μισταρκός σε ένα βοσκό, ερωτευμένος με μια κοπέλα φτωχή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, θέλησε να την παντρευτεί.

Φτωχός αυτός, φτωχή και αυτή, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Πέρα στους κάμπους που έβοσκε τα πρόβατα, ο νους του γύριζε τι να κάμει. Σκεφτηκε λοιπόν, πως με δόλιο τρόπο ίσως να ξεγελούσε τον τοκογλύφο.

Για την εργασία του αμοιβόταν ελάχιστα, χρήματα όμως που τα φύλαγε καλά, γιατί από πολύ μικρό παιδί αγαπούσε την κοπελίτσα και ήθελε να αγοράσει μια μικρούλα κάμαρη να ζήσουν μαζί. Φυλάγοντας όλα όσα πληρονώταν κατά τη διάρκεια πολλών χρόνων εγασίας, κατάφερε να εξοικονομήσει έξι λίρες τις οποίες είχε σαν ανεκτίμητο θησαυρό.

Ήξερε όμως πώς με έξι λίρες μόνο και με την εργασία του ως παραπαίδι, κανείς δεν θα του πουλούσε έστω ένα μικρό σπιτάκι. Για αυτό, απελπισμένος από έρωτα, κατέστρωσε ένα απλοϊκό σχέδιο και το εφάρμοσε. 

Ο τοκογλύφος καθόταν πάντα πίσω από το πάγκο του καφενείου - μπακάλικου που το λειτουργούσε ώστε εκεί να τον βρίσκουν οι πελάτες του. Στέκοντας πίσω από το πάγκο φάνταζε ψηλότερος από τους θαμώνες που κάθονταν στα χαμηλά τραπέζια, έτσι με αυτό τον τρόπο ήθελε να τους επιβάλλεται αφ υψηλού. Πάει ο νεαρός βοσκός, και όπως καλά οργάνωσε στο νου του το σχέδιο, στάθηκε στον πάγκο και παράγγειλε καφέ. Στάθηκε για αρκετή ώρα ώσπου ο τοκογλύφος νευρίασε και αποπήρε το νεαρό παιδί,

-γιατί δεν κάθεσαι σε ένα τραπέζι.

Και τάχατες το παιδί νευριασμένο του απαντά,

-Γιατί μιλάς με αυτό τον τρόπο επειδή είσαι πλούσιος, νομίζεις πώς εμείς δεν έχουμε λεφτά;

- όχι δεν έχεις,

-πας στοίχημα;

-πάω,

-αν έχω έξι λίρες, μου πουλάς το μικρό σπιτάκι στο πάνω χωριό για είκοσι λίρες;

Ήταν το έναυσμα που προκάλεσε τον τοκογλύφο καθώς ήξερε πώς το μικρό παιδίν μια λίρα δεν μπορούσε να έχει πόσο μάλλον έξι.

Και πήγαν το στοίχημα, και έκαμαν ττόκκα.

Ακολούθως το μικρόν παιδί βγάζει από τη τσέπη τις έξι λίρες και του τις προσφέρει. Ο κακός τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πώς την πάτησε και έχασε, εντούτοις αρνήθηκε το στοίχημα γιατί το μικρό σπιτάκι άξιζε περισσότερο από εκατό λίρες.

Όμως ο μικρός βοσκός τον πήρε δικαστήριο με μάρτυρες τους θαμώνες του καφενείου για τη συμφωνία τους, και ο δικαστής ανάγκασε τον τοκογλύφο να πωλήσει το σπίτι για είκοσι λίρες μόνο. Το παιδί απόκτησε σπίτι και παντρεύτηκε την καλή του, ενώ το πάθημα του τοκογλύφου κατάντησε ανέκδοτο και όλοι οι κάτοικοι τον περιγελούσαν, μια ιστορία που μέχρι σήμερα ύστερα από εκατό χρόνια οι άνθρωποι τη λένε και να γελούν.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ

Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τόπο, θα ήθελαν να γνωρίσουν τι έκαναν οι προηγούμενοι τους, τη ζωή, τις προλήψεις, τα πιστεύω , την καταγωγή και τα γεννοφάσκια τους. Η στετέ μου που δεν ζει πλέον, μου είπε μια φορά πως, κάποιοι κάτοικοι της Χλώρακας έχουν ρίζες καταγωγής όμορφες νεράιδες οι οποίες μια φορά εζούσαν σε μια όμορφη καταπράσινη λαγκαδιά εκεί στην τέλειωση του χωριού.    

Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.

Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η Κυπριακή χλωρίδα ήταν βλαστημένη, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος, πανέμορφο τοπίο όπου εκεί θα ήθελαν να ζουν όμορφες νεράιδες. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί. Τοιουτοτρόπως μόνο άγρια ζώα και ξωτικά θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα βάτα κατάφορτα μούρα κόκκινα και μαύρα, ήταν πρόκληση για τις νεράιδες, καθώς ήταν εύκολη τροφή γι’ αυτές. 

Οι νεράιδες υπάρχουν στην πραγματικότητα για όποιον πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη τους. Και όποιος πραγματικά πιστεύει, μπορεί να τις δει να πετούν στον ουρανό όταν έχει πανσέληνο, ακόμα μπορεί να τις δει να χορεύουν μέσα σε λίμνες αν έχει την υπομονή να τις παραμονεύσει όταν βγαίνουν τα μεσάνυχτα τις καλοκαιρινές νύχτες και στήνουν χορό.

Οι νεράιδες έχουν πολλές μορφές και μεταμορφώνονται άλλοτε σε ζώα, άλλοτε σε πουλιά, αλλά κυρίως αρέσκονται να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Συνήθως κατοικούν σε λιβάδια, σε ρυάκια και σε λίμνες.

Έχουν πατρίδα μια χώρα που κανείς δεν γνωρίζει, αλλά όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόγιομο, ντύνονται τα φτερά τους και το ακολουθούν. Από ψηλά κοιτάζουν τη γη, και όπου αντικρύσουν ρυάκια και λίμνες, παίρνουν βουτιά και λούζονται στα κρύα νερά. Ένας όμορφος τόπος που αγαπούσαν οι Νεράιδες μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν οι Κλούνοι.

Οι Κλούνοι ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.

Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.

Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.

Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Η στετέ μου η Δεσποινού ήταν μια καλωσυνάτη γυναίκα που ήξερε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και λαϊκά τραγούδια που μιλούσαν για Ρηγάδες και Ακρίτες. Πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, την παρακαλούσα να μου τραγουδήσει τραγούδια και να μου εξιστορήσει παραμύθια. Μου είπε πολλά, άλλα τα έχω καταγράψει, και άλλα έχω σκοπό και αυτά να γράψω. Στα πολλά που μου είπε, μου ιστόρησε και την ιστορία για τις Νεράιδες που ζούσαν εκεί, δίπλα μας, σε έναν καταπράσινο τόπο, στην τέλειωση της Χλώρακας. Ήταν οι Κλούνοι το ομορφότερο μέρος του χωριού, το καμάρι όλης της γύρω περιοχής που άλλο σαν κι’αυτό, δεν είχε. Υπήρξε και διατηρήθηκε αμέτρητους αιώνες και ειπώθηκαν για τον τόπο ιστορίες και θρύλοι για Κουρσάρους και πειρατές, για τη Θεά Αφροδίτη, για την Αγιά Μαρίνα και για σπηλιές γεμάτες χρυσάφι μέσα στα έγκατα της γής. Γλύτωσε από πολλές καταστροφές, από πλημμύρες, σεισμούς καταποντισμούς, ακόμα και από μεγάλο σεισμό και τσουνάμι που ακολούθησε, και η θάλασσα σκέπασε το μέρος, αλλά παρ όλα αυτά, ξαναβλάστησε και το πράσινο σκέπασε ξανά τη γη, δημιουργώντας μια όμορφη όαση μέσα στον ξερό κάμπο.

Αυτό το όμορφο μέρος λοιπόν, διάλεγαν οι Νεράιδες κάθε που ακολουθούσαν το φεγγάρι στον ουρανό, και βουτούσαν από ψηλά μέσε στα ρυάκια και στις λιμνούλες όπου χαριεντίζονταν για μέρες πολλές παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας. 

Οι νεράιδες ήταν πολύ όμορφες κοπέλες, αλλά ήσαν ανέραστες και δεν γνώριζαν τον έρωτα σε όλη τους τη ζωή καθώς έτσι τις έφτιαξε η φύση. Όμως μια από αυτές σε μια επίσκεψη της στους Κλούνους, μια φορά είδε ένα νεαρό όμορφο παλληκάρι από τη Χλώρακα και το ερωτεύτηκε παράφορα. Καθώς δεν ήταν δυνατό να συνευρεθεί μαζί του, για να το επιτύχει σκαρφίστηκε δόλο για να ξεγελάσει τη φύση.  

Για να γίνει συνεύρεση νεράιδας με άνθρωπο κοινό, πρέπει αυτή να χάσει τη νεραϊδική της οντότητα, να γίνει θνητή. Κάποιοι που ξέρουν, λένε πως η νεραϊδική οντότητα χάνεται μόνο όταν θνητός καταφέρει να κλέψει το μαντήλι ή το φόρεμα νεράιδας, πράγμα πολύ δύσκολο όμως, καθώς είναι πλάσματα με αρχέγονη εξυπνάδα που κανείς δεν μπορεί να τις ξεγελάσει.

Η καλή νεράιδα όμως, ήταν πολύ ερωτευμένη και έτσι έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε στη λίμνη, διευκολύνοντας έτσι το παλληκάρι να της το κλέψει. Έγινε τοιουτοτρόπως θνητή, και κατά τον φυσικό νόμο άνηκε πλέον στο παλληκάρι.

Την πήρε το παλληκάρι, την παντρεύτηκε, και έκαναν πολλά παιδιά των οποίων οι απόγονοι παντρεύτηκαν και αυτοί, ώστε τοιουτοτρόπως σήμερα ζουν στη Χλώρακα πολλοί με καταγωγή και γεννοφάσκια νεράιδων. 

Στους Κλούνους λοιπόν, την εύμορφη καταπράσινη λαγκαδιά που άλλη τόσο πυκνοβλαστημένη δεν είχε σε όλη την περιοχή, συνέβησαν πράματα και θαύματα. Ήταν τόπος που ζούσαν νεράιδες, αλλά που σήμερα πλέον δεν υπάρχει, ένεκα της καταστροφικής μανίας των σημερινών ανθρώπων που τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί, έδιωξαν και τις νεράιδες.  Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.

Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.

Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.

Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.

ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μια ιστορία λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να  χάνονται στη θάλασσα.

Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, και στέκει λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου όταν οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, ο τόπος πυρώνει (ζεσταίνει), εξ ου το όνομα Καπυρός. Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι τρέχει νερό κι ποτίζει τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.

Στα χρόνια των Τούρκων, οι Έλληνες ήσαν υπό κατοχή και δυσπραγούσαν.

Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά, και ακόμα μεριές, από φόβο δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.

Ήταν και δυο αδερφές με ένα μικρό εδερφό που ζούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και κρεμάστηκε σ ένα ευκάλυπτο που βλάσταινε σιμά στα τρεξιμιό που ανάβλυζε από τη γη.

Τα κακά μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα, τα πήρε ο αγέρας και πήγε μακριά στα ξένα που ζούσε ο Κωνσταντής ο θειός του μικρού παιδιού, ο αδερφός της πεθαμένης μάνας του. Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος και χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν είχε άλλον σαν κι αυτόν που μόλις έμαθε τι εγίνει εθυμώθηκε, και καβαλίκεψε το άλογο του να πάει να πάρει εκδίκηση.

Τα μαντάτα όμως τον επροσπέρασαν και έφτασαν στο μικρό χωριό. Οι Γραικοί κάτοικοι ένιωσαν χαρά καθώς επί μακρόν ταπεινωμένοι και ανήμποροι παρακολουθούσαν σιωπηλά την ατιμία που διέπρατταν οι Τούρκοι επί των μικρών κορασίδων, ενώ φόβος κυρίευσε τα Τουρκιά καθώς γνώριζαν την ανδρειωσύνη του Κωσταντή. Ειχαν ακουστά πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, πως χριριζόταν τα άρματα με μαεστρία, πως σε όλες μαχες ήταν νικητής.

Και σαν δειλοι, σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν δόλια χωρίς να εκτεθούν στον κινδυνο μιας μάχης. Σκέφτηκαν να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα.

Κρύφτηκαν στο έμπα του χωριού, και μόλις ο Κωσταντής εφάνηκε,του έριξαν δύο βόλια και τον σκότωσαν.

Και ύστερα με περισσό θράσος τον έσυραν κωλοσυρτό στο χωριό, και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το μικρόν παιδίν, χωρίς να επιτέψουν σε κανένα χωριανό να τον θάψει, παρά  να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα όρνεα

Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα ψοφίμι.

Και έμεινε ο Κωσταντής άταφος για μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε άμμο από τη θάλασσα και τον σκέπασε.

Από τότε πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ξώρκια, και κάποιοι πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλικαρά του Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.

ΤΟ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ

Το Κτήμα συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.

Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να πολλά πολλά κοπάδια.

Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:

Στα χρόνια του μεσαίωνα τη περιοχή όριζαν Ρήγαινες και Ρηγάδες που κάποτε χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.

Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα ένας ξένος, κληρονόμος των Ρηγάδων κατά πώς έλεγε, ήρθε από μέρη μακρινά και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι.

Επιδιόρθωσε το παλιό σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και δούλους, ρέντεψε τα χωράφια και πρασίνισε τον τόπο όλο.

Σαν αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς είχε μεγάλη μόρφωση. Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.

Στη Χλώρακα ζούσε μια μελαχρινή κόρη που έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν πανέμορφη και είχε καλλίγραμμο κορμί που κόλαζε τους νιους. Ήταν μια πλανεύτρα αυτάρεσκη μάγισσα, που γνωρίζοντας την αύρα που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους.

Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή δεν ήθελε κανέναν, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.

Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, τα βήματα της την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του Ρηγόπουλου. Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε λοιπόν τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας εύμορφος νέος που αμέσως κατάλαβε πως ήταν ο μεγάλος αφέντης. Εύκολα φαινόταν η αφεντιά, η ευγένεια, και η καλή του καταγωγή.

Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,

-για σου άρχοντα μου,

έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν. Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους.

Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν εκεί, και με το Ρηγόπουλο κάτω από τον του δεντρού κάθονταν και κουβέντιαζαν ώρες πολλές. Ταίριαξαν απόλυτα, και η αγάπη τους περισσότερο έδεσε.

Άμα πέρασε καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να την κάμει Ρήγαινα τιμημένη και αρχόντισσα. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, καθόλου δεν αμφέβαλλε.

Όμως ώ τί δυστυχία, η κόρη καθώς είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ή ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική καταστροφική τρέλα στο μυαλό της, του αρνίστηκε. Μια άρνηση που ύστερα πολύ μετάνιωσε και δεν μπορούσε να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού τόσο πολύ τον αγαπούσε. Και την άλλη μέρα πολύ πρωί έτρεξε να τον συναπαντήσει και να του ξανά ομολογήσει την αγάπη της.

Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε χωρίς με ένα μεγάλο πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Επιθυμούσε μόνο να πάψει να πονεί.

Έτσι τα ξημερώματα με κόπο έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την μικρή αγαπημένη, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.

Πέρασε ο καιρός, η όμορφη βοσκοπούλα πονούσε και έκλαιγε, δεν μπορούσε να τον ξεχάσει.

Χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις την έσκιαζαν και της τρέλαναν το νου. Όρεξη για ζωή δεν είχε, ειρηνίες την κατέτρεχαν, ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε.

Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σάλταρε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.

Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν εκεί που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει και να ζητά συγχώρεση και ακόμα κάποιες νύχτες σαν ψιθύρισμα ακούουν το λυπητερό της κλάμα.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ

Πάνω από την παλιά βρύση της Χλώρακας στην πλαγιά ενός απότομου γκρεμού, υπάρχει ένα αρχαίο φυσικό σπήλαιο που πάει βαθιά στη γη. Το στόμιο του ήταν καλά κρυμμένο από άγρια βλάστηση και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του. Τυχαία το ανακάλυψε ένας βοσκός, όταν καθισμένος κάτω από ένα δρυ που πήρε το κοπάδι να το ποτίσει, είδε ένα ερίφιο που ανέβηκε στο ψήλωμα, να χάνεται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Του φώναξε, πάλι τίποτα, όπως να το κατάπιε η γη.

Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και εκεί ακριβώς που χάθηκε, πίσω από πυκνές συστάδες μιας άγριας συκιάς, άκουσε το ζώο να βελάζει. Κατάλαβε πως τρύπωσε σε κάποια τρύπα και άρχισε να ψάχνει. Ανακάλυψε το μικρό στόμιο μιας σπηλιάς,

και γεμάτος περιέργεια, μπήκε μέσα. Ήταν όμως σκοτεινά, έτσι μάζεψε κάμποσα ξερά κλαδιά, τα έκαμε γουνάρι και άναψε μια μεγάλη φωτιά. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν μεγαλοπρεπές. Ήταν μια θεόρατη φυσική σπηλιά που πήγαινε σε μεγάλο βάθος. Τα τοιχώματα ήταν κάθετα από σκληρή συμπαγή πέτρα. Και πάνω σ’ αυτά αντίκρυσε τετραγωνισμένες πέτρες κτισμένες από ανθρώπινο χέρι. Κτύπησε δυνατά με την μαγκούρα του και άκουσε τον θόρυβο να βγαίνει υπόκωφο, σημάδι πως πίσω υπήρχε κενό. Κατάλαβε αμέσως πως ανακάλυψε ένα αρχαίο τάφο μάλλον της Ελληνιστικής περιόδου.

Αμέσως μέσα του σκέφτηκε πως ίσως ήταν η τυχερή του μέρα, και μέσα να έβρισκε κτερίσματα και χρυσάφια καθώς ήξερε πως οι Αρχαίοι έθαβαν τους νεκρούς τους με πλούσια δώρα. Ίσως, ξανασκέφτηκε, να γινόταν πλούσιος και να άφηνε την άχαρη εργασία του που ένεκα αυτής, ζούσε μια μίζερη ζωή μακριά από ανθρώπους και διασκεδάσεις. Με την ελπίδα λοιπόν, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί ανακάλυψαν αρχαίους τάφους και έγιναν πλούσιοι, αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να ανοίξει την πετρόκτιστη είσοδο.

Στο φως της φωτιάς που σιγόκαιγε, αρχίνησε δουλειά. Με την χοντρή μαγκούρα του με υπομονή και για ώρα πολλή κτυπούσε σε ένα σημείο, ώσπου η κτισμένη πέτρα υποχώρησε και έπεσε προς τα μέσα. Από εκεί και ύστερα, το χάλασμα έγινε ευκολότερο, και σε λίγο το τοίχωμα γκρεμίστηκε όλο. Πήρε ένα δαδί και περιεργάστηκε τι ανακάλυψε. Ήταν ένα λαξεμένο δωμάτιο, και μέσα υπήρχε μια  σαρκοφάγος. Πήρε τη μαγκούρα του έτοιμος να σπάσει το καπάκι τη λάρνακα για να βρει τα χρυσάφια του, αλλά έμεινε άναυδος. Στο φως της δάδας αντίκρυσε πάνω στο πέτρινο καπάκι που σκέπαζε τη σαρκοφάγο, ένα σκαλιστό γλυπτό που παρίστανε σε φυσικό μέγεθος μια νεάνιδα ωραιοτάτου κάλλους.

Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παρίστανε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.

Από εκείνη τη μέρα, οι χωριανοί έβλεπαν τον βοσκό να βόσκει τα πρόβατα πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα δίπλα στη παλιά βρύση. Διαιρωτούνταν τι να έπαθε, και σκέφτονταν ότι ίσως του τάραξε ο νους από τη πολλή μοναξιά του επαγγέλματος του.

Όμως ο βοσκός, επισκεπτόταν κάθε μέρα το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη, και με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μέρα περισσότερο την αγαπούσε.

Και σε σε λίγο καιρό μια μέρα μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.

Οι χωριανοί πίστεψαν πώς σίγουρα του σάλεψε, και πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.

Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.

Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΓΕΙΑΣ


Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες και αποδειχτικά στοιχεία.

Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε δικαιοσύνη, και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη στα καφενεία. Όλο σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και όλο μαράζωνε.

Ο Χαραλάμπης πικραμένος και προσβεβλημένος μαράζωνε κι ‘αυτός, και μούτρα δεν είχε να κυκλοφορεί. Σταμάτησε να πηγαίνει στοΝ καφενέ, και σκεφτόταν γιατί τον κατηγορήσουν άδικα, και του έμεινε μια τέτοια ρετσινιά.

Οι χωριανοί μοιράστηκαν στα δυο, άλλοι πίστευαν στην ενοχή του, άλλοι στην αθωότητα του, και άλλοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν.

Οι μέρες περνούσαν, ώσπου μια μέρα το νερό της Βρύσης του χωριού άρχισε να τρέχει θολό, και από τα βάθη του λαγουμιού, ακούγονταν βρυχηθμοί και μουγκρίσματα. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, μια άρχιζαν.

Φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και ο τρόμος φώλιασε στις καρδιές τους.

Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να πάνε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.

Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι προεστοί, και έβγαλαν φιρμάνι, πώς θα έδιναν αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι να σκοτώσει τον δράκο.

Το φιρμάνι κυκλοφόρησε στα γύρω χωριά και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς.

Είχε καρδιά λιονταριού και ήταν ανδρείος. Στη πάλη δεν τον νικούσε κανείς, και τα κατορθώματα του ήταν ξακουστά. Αποφάσισε πως μόνο αυτός μπορούσε να νικήσει το θεριό, γιατί γνώριζε πως άλλος κανείς δεν ήταν σαν κι’ αυτόν. Δεν σκέφτηκε την αμοιβή, παρα μόνο τη φήμη του που θα εξαπλωνόταν σε όλη την κοινωνία.

Γυάλισε λοιπόν τα άρματα του και κίνησε για την Πέγεια. Καβαλίκεψε τον μαύρο του και σε λίγες ώρες καμαρωτός μπήκε στο χωριό. Οι κάτοικοι που ήξεραν την ανδρειά του, του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Οι προεστοί τον καλωσόρισαν, τον κέρασαν καφέ και του εξήγησαν τα γεγονότα.

Η άφιξη ενός τέτοιου παλικαρά, εμψύχωσε κάποιους νεαρούς που ήθελαν να του έμοιαζαν, και δυό  παλικάρια αποφάσισαν πως με ένα τέτοιο σύντροφο θα μπορούσαν και αυτοί να πολεμήσουν το θεριό. Έτσι προσφέρθηκαν να γίνουν βοηθοί του στο κυνήγι του δράκου.

Μαζί λοιπόν και οι τρεις, μπήκαν στο λαγούμι. Μπροστά ο Κωνσταντάς με τη μάχαιρα στο χέρι, και οι άλλοι με δάδες στα χέρια πίσω του, του έφεγγαν τον δρόμο.

Εκείνη την ώρα το θεριό, ίσως γιατί τους άκουσε σκέφτηκαν, άρχισε να μουγκρίζει. Οι βρυχηθμοί ακούγονταν ανατριχιαστικοί καθώς ο αντίλαλος μέσα στο λαγούμι τους πολλαπλασίαζε και τους έκανε περισσότερο ανατριχιαστικούς. Οι νεαροί άρχισαν να φοβούνται, αλλά ο αντρειωμένος Κωνσταντάς τους καθησύχασε. Και έτοιμος για να δώσει τη μάχη, προχωρούσε σκυφτός μέσα στο μακρύ λαγούμι που όσο τους χωρούσε για να συναντήσει το θεριό.

Έξω οι χωριανοί μαζεμένοι με αγωνία και αδημονία, καρτερούσαν και από μέσα τους προσεύχονταν ο Θεός να βοηθήσει τους γενναίους να τα καταφέρουν. Η ώρα έμοιαζε αιώνια, η αναμονή ήταν μεγάλη, τρομερή, ατελείωτη.

Ξαφνικά τα μουγκρητά σταμάτησαν και μια άκρα σιωπή έπεσε σαν νεκρική σιγή. Κανείς δεν μιλούσε, όλοι σώπαιναν, η αγωνία του φόβου τους άφησε χωρίς φωνή…

Και να που επιτέλους από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν αμυδρά να  φεγγοβολούν οι δάδες, σημάδι πως ήταν καλά, πως επέστρεφαν πίσω.

Ανακουφισμένοι βρήκαν τη φωνή τους και αναφώνησαν χαρούμενοι, και δόξασαν το Θεό. Επιτέλους τέλειωσε το κακό, θα είχαν πάλι νερό να πιούν έλπισαν όλοι.

-Ευτυχώς που υπάρχουν άξια παλικάρια που βοηθούν τους ανθρώπους,

.είπε ο Μούχταρης.

-Τους πρέπει τιμή και δόξα,

είπε κάποιος άλλος.

Και ανέφαναν από τα σκοτάδια τα παλικάρια να ξεπροβάλλουν, και ως νέοι Ηρακλείς που επιτέλεσαν ακόμα ένα άθλο, φάνηκαν στα μάτια των χωρικών. Μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό,  που όμως τι παράξενο, ήταν ήρεμο σαν ήμερο ζώο. Όλοι έτρεξαν κοντά, και με έκπληξη αντίκρυσαν να σέρνουν μια λόττα που τους ακλουθούσε ήρεμα και ήσυχα.

Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που χάθηκε εδώ και μέρες. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε  το νερό να τις βρει, η χούβελη το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.

Τα χωριανά παλικάρια από εκείνον τον καιρό, από όλους τους χωριανούς έχαιραν μεγάλης εκτίμησης για την αντρειοσύνη τους, και η τιμή του Χαραλάμπη αποκαταστάθηκε. Ο Γιωρκάτσιης γεμάτος ντροπή ζήτησε συγνώμη και συγχώρεση, αλλά ο Χαραλάμπης δεν του έδωσε άφεση αμαρτιών, ούτε του ξαναμίλησε σε όλη του τη ζωή.

ΤΑ ΠΑΛΙΩΜΑΤΑ - ΤΟ ΑΝΤΡΕΟΥΪΝ

Η Σαρακοστή ήταν μια γριά καλογριά που νήστευε πολλές μέρες μέχρι την Λαμπρή, τη λαμπρή εκείνη μέρα που ο Χριστός αναστήθηκε.

Με λαχτάρα τα παιδιά ρωτούσαν τους γονιούς τους πόσες ακόμα μέρες απόμειναν να έρθει το Πάσχα. Και οι καλοί γονιοί κοιτούσαν το ημερολόγιο της κυρά Σαρακοστής και τους έλεγαν να κάνουν υπομονή γιατί ακόμα απόμεναν λίγες μέρες.

Πενήντα ολάκερες μέρες για τα παιδιά του χωριού που νήστευαν και με λαχτάρα πρόσμεναν την Άγια εκείνη μέρα που θα μίλλωναν και θα μαζεύονταν καθημερινά για τρείς συνεχόμενες μέρες στην πλατέα της εκκλησιάς και θα έπαιζαν Εθιμικά παιχνίδια μαζί  μικροί και μεγάλοι. Ήταν το τριήμερο που τα ήθη, τα έθιμα και η παράδοση σμίγουν τους ανθρώπους και μεταλαμπαδεύονται από τους μεγάλους στους μικρούς, από ένα σπίτι σε άλλο, από στετέ σε κόρη, από προγόνους σε εγγόνους.

Ετούτη η χρονιά ήταν βροχερή και το Πάσχα ήρθε πιο ενωρίς. Όλη την τελευταία εβδομάδα μια ανησυχία φώλιαζε στις καρδιές των πιτσιρικάδων καθώς είχαν ένα φόβο για τον κακό καιρό. Παρ όλα αυτά, τριγύρισαν σε κάμπους και ρεματιές και μάζεψαν μεγάλα κούτσουρα για το άναμμα της λαμπρατσιάς. Ήταν αποφασισμένα ακόμα και με τέτοιο καιρό, να άψουν τη λαμπρατσιά να κάψουν τον Ιούδα. Να ξενυχτίσουν, να ανάψουν τις λαμπάδες και να πηδάνε τις φωτιές. Να ρίξουν τσάκρες και να τσουγκρίσουν κόκκινα αυγά.

            -Χριστός Ανέστη

έψαλλε ο παπάς.

            -Χριστός Ανέστη,

είπαν όλοι οι χωριανοί και με ανάταση στη ψυχή φιλήθηκαν οι συγγενείς και έκαναν ττόκα οι συγχωριανοί. 

Η επόμενη μέρα η Κυριακή, ήταν η καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα από όλο το δοξαστικό τριήμερο που θα ακολουθούσε καθώς εκείνη τη μέρα θα αγωνίζονταν τα παλληκάρια του χωριού. Θα πάλιωναν και ο νικητής θα έπαιρνε δόξα και καταξίωση. Οι πιο ρωμαλέοι νέοι όλοι πεντέξι, καρτερούσαν αυτή τη μέρα που θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν και θα έκαιγαν τις καρδιές των ομορφονιών κοριτσιών. Θα τους θαύμαζαν και θα τους αγαπούσαν.

Ξημέρωσε λοιπόν η Κυριακή, και το μεσημέρι ο παπάς έψαλλε την δεύτερη Ανάσταση. Ύστερα οι συγγενείς πήγαν για το μεσημεριανό τσιμπούσι με ψητά, φλαούνες και πατροπαράδοτο βαρελίσιο κοκκινέλι.

Και ήρθε το απόγευμα και η πλατέα γέμισε κόσμο και όλοι χαρούμενοι γιόρταζαν με τα καλά τους ρούχα καλοπλυμένα και καλοσιδερωμένα. Ο καιρός καθάρισε και ο ήλιος χαμηλά στο στερέωμα ζέστανε την κρύα μέρα. Στα καφενεία οι καρέκλες όλες πιασμένες από τους νυκοκυραίους, ενώ οι νιοί  και οι νιές σουλατσάριζαν ρίχνοντας κρυφές ματιές αναμεταξύ τους γυρεύοντας το τυχερό τους ταίρι για να παντρολογηθούν.

Ο Κυρηναίας ένας πλούσιος προεστός είχε έναν μισταρκόν το Αντρεούιν ένα κοντούτσικο νέο που είχε κρυφή αγάπη για την κόρη του την Μαρικού, και ήθελε να την εντυπωσιάσει. Αυτός φτωχαδάκι, δεν έλπιζε η πλουσιοκόρη να τον καταδεχτεί, εκτός όπως πίστευε άν πετύχαινε κάτι ακατόρθωτο, ένα ανδραγάθημα, ένα εντυπωσιακό επίτευγμα.

Έτσι αποφάσισε να λάβει μέρος στο πάλιωμα της Λαμπρής και με τη βοήθεια του Θεού και λίγη πονηρία από μέρους του ίσως να τα κατάφερνε. Μικρός στο μπόι, ήξερε, ήταν δύσκολο να νικήσει το πρωτοπαλίκαρο του χωριού. Ήθελε όμως με όλη του την καρδιά να τα καταφέρει ώστε να την εντυπωσιάσει και να της κλέψει την καρδιά. Ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν το εγχείρημα του, έτσι πολλές μέρες πρίν το Πάσχα κατέστρωνε σχέδια πως θα έβγαινε νικητής. Ήθελε να ήταν πρώτος, ήθελε να παλέψει με τον πρώτο στο πάλιωμα τον ανίκητο, τον χειροδύναμο Αντωνά. Που είχε τα μπράτσα χοντρά και τα κανάτσια ίσα με την κεφαλή του. Ίδιο ντουβάρι με τετράγωνο κορμί όλο μούσκουλα, που έμοιαζε βράχος φυτεμένος στη γη στεραιομένος, που όλοι απέφευγαν να τον παλιώσουν καθώς με σιγουριά γνώριζαν εκ των πρωτέρων την ήττα τους. Έτσι όλοι οι χωριανοί παραξενεύτηκαν όταν τον προκάλεσε ένας μικρούτσικος χαμηλοβρακάτος, ένας στο μισό του μπόι.

Τα νέα διαδόθηκαν και οι κουτσομπόλες χωρικές με σούρτα και φέρτα, αποκάλυψαν το μυστικό, τον κρυφό έρωτα του παλληκαριού. Άλλοι θαύμασαν την αντρεία και το κουράγιο του να τα βάλει αυτός ένας Δαυίδ, με έναν Γολιάθ, κάποιοι τον κορόιδεψαν, κάποιοι τον ζήλεψαν και πολλοί παίνεσαν την ψυχική του δύναμη.

Η μικρή Μαρικού κόμπασε για την χάρη της καθώς για το χατίρι της θα λάμβανε χώρα ένα μεγάλο γεγονός. Όμορφη και αυτάρεσκη από πλούσια γενιά, ανέμενε μια καλή τύχη, μια καλή παντρειά, έναν γαμπρό με μάλι εξ ίσου σαν το δικό της. Όμως τώρα βλέποντας την τόση αγάπη του παλληκαριού, η καρδιά της άρχισε να σκιρτά και να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Κατάλαβε πως η αγάπη υπερισχύει όταν με πάθος κουρνιάσει σε μια καρδιά και όλα τα αψηφά και με τόλμη και αυτοθυσία αγωνίζεται…

Έτσι στην καρδιά της φυτεύτηκε ο σπόρος της πρώτης αγάπης. Με τις φίλες της πρώτες μαζεύτηκαν στην μικρή πλατεία και πήραν πρώτες θέσεις να παρακολουθήσουν το γεγονός της χρονιάς, το πάλιωμα του Δαυίδ με τον Γολιάθ.

Το χωριό μαζεύτηκε  και έφτιαξαν ένα μεγάλο κύκλο γύρω από μια νοητή αρένα

οπου μέσα στάθηκαν τα παλληκάρια, και τα παλιώματα άρχισαν.

Η πάλη ήταν ελεύθερη και νικητής αναδεικνυόταν αυτός που θα ξάπλωνε  τον αντίπαλο στο έδαφος. Χρειάζονταν γνώσεις, τεχνικές, και κυρίως δύναμη.

Ήταν έξη νομάτοι και  με τη σειρά τα ζευγάρια ετοιμάστηκαν. Έβγαλαν τα πανωφόρια και με τη βράκα μόνη να συγκρατιέται με το ζωνάρι σφιχτά δεμένη στην κόξα, άλειψαν με λάδι τα κορμιά τους ώστε η πάλη να έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Πήραν βαθιές αναπνοές έτοιμοι να ορμήξουν ο ένας στον άλλο υπό τις ιαχές και ζητωκραυγές του πλήθους. 

Το μικρόν Αντρεούιν έστεκε αντίκρυ στον μεγάλο Αντωνά. Η διαφορά εμφανής, κανείς δεν αμφέβαλλε για το αποτέλεσμα. Με σιγουριά εκ των προτέρων γνώριζαν τον νικητή, εντούτοις μια συμπάθεια και ένας θαυμασμός διαχεόταν από το βλέμμα ολονών για τον μικρούτσικο τολμηρό αντίπαλο, για το θάρρος της απόφασης του που για τα μάτια μιας μορφονιάς αψήφησε το ρεζιλίκι μιας σίγουρης ήττας. 

Η πάλη άρχισε, αλλά ώ του θαύματος για το αποτέλεσμα, δεν διήρκησε παρα μόνο λίγα λεπτά. Όλοι άλαλοι και έκπληκτοι αντίκρυσαν τον Αντωνά κάτω πεσμένο να παραδέχεται την ήττα του. Κανείς δεν πίστευε, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Η έκπληξη στα πρόσωπα τους εμφανής και αποδοκιμαστική για το πρωτοπαλίκαρο που τον είδαν να κείτεται νικημένο ξαπλωμένο χάμω στο έδαφος και από πάνω του να στέκει το καχεκτικό Αντρεούι με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια στις κόξες να τον αντικρύζει αφ υψηλού.

Μα τι είχε συμβεί; Μήπως κάποιο θαύμα; Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ήταν κάτι το αδύνατον κι όμως συνέβηκε, σίγουρα κάποια λογική εξήγηση θα υπήρχε.

Ε ναι, υπήρχε λογική εξήγηση. Το Αντρεούιν που φημιζόταν για την εξυπνάδα και την πονηριά του, χρησιμοποίησε δόλο. Εκείνους τους παλιούς καιρούς σε αυτά τα άτυπα παλιώματα στα μικρά χωριά, δεν υπήρχαν κανόνες. Απλά όποιος έπεφτε κάτω, θεωρείτο ο ηττημένος. Ήξερε λοιπόν το Αντρεούι πως ο Αντωνάς όπως τους αρχαίους Έλληνες δεν χρησιμοποιούσε εσώρουχο. Τον έβλεπε τακτικά στη θάλασσα που όταν έβγαζε τη βράκα και βουτούσε να λουστεί, δεν φορούσε σώβρακο. Έτσι με μπαμπεσιά προσχεδιασμένη από πρίν, στο πάλιωμα επάνω του έλυσε το βρακοζώνι. Η βράκα καθώς πλατιά, άρχισε να γλιστρά και καθώς θα ήταν μεγάλη ντροπή να φανερωθεί η γύμνια του μπροστά σε όλο το χωριό, ο Αντωνάς ξάπλωσε αμέσως χάμω θέλοντας να κρύψει τα απόκρυφα σημεία του. Έτσι αναδείχτηκε νικητής το Αντρεούιν.

Η ιστορία συνέβηκε το 1900 και κάτι, αλλά έμεινε μέχρι σήμερα να εξιστορείται και να διαδίδεται από τους γεροντότερους στους νεότερους. Το Αντρεούι παντρεύτηκε την καλή του, και έκαναν πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα σε σημείο που σήμερα οι απόγονοι του Κυρηναία να αποτελούν σε πληθυσμό την μεγαλύτερη οικογένεια της Χλώρακας. 

Ο ΜΩΡΟΓΙΑΝΝΟΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Ήταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν καιροί όπου η αντρειοσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, και οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές αυτές.

Ο Γιάννος ο Μωρόγιαννος άφησε τη χαίτη μακριά όπως του αγαπημένου του ήρωα, και καβαλικεμένος το μαύρο άλογο του, περιδιάβαινε τα στενά σοκάκια καμαρωτός με τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.

Το σπίτι δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη και τα παραρά και αναζητούσε περιπέτειες. Και τα βράδια στην ταβέρνα του Φκωνή, καθόταν μοναχικός σε ένα τραπεζάκι και πίνοντας το πιοτό του, διηγούτανε στους άλλους θαμώνες τις περιπέτειες του. Όλοι τον παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον γιατί γνώριζαν πως έλεγε αλήθειες. Αναγνώριζαν τη σωματική του ρώμη, και όλοι παραδέχονταν την μεγάλη του δύναμη.

Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε ένα χωριανό όμως, όχι. Ήταν ένας λλιόκορμος ανθρωπάκος που δεν τον έκαμνε χάζι, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει χωρίς όμως να προκαλέσει την οργή του.

Και ο νους του γύριζε να σκαρφιστεί κάτι. Τοχε βάλει σκοπό να βρει έναν τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία.

Και μια νύχτα καθώς μιλούσαν, του ήρθε μια ιδέα. Άρχισε να μιλά για πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι αποφεύγουν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται σε τέτοιους τόπους…

Άκουσε είπε, πως παλιά στο χωριό, ένας γέρος που περνούσε νύχτα έξω από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και μπήκε μέσα να δεί. Μόλις πέρασε την πύλη όμως, άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερά την καμπάνα να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.

Είπε και άλλα φοβερά που του ήρθαν στο μυαλό και ύστερα πήγε στοίχημα πέντε σελίνια πως κανείς δεν τολμά να πάει μεσάνυχτα στο παλιό νεκροταφείο, ούτε ακόμα ο ανδρειωμένος Μωρόγιαννος.

Λέγοντας αυτά τα υπερφυσικά πράγματα, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε το παλικάρι του χωριού να φοβηθεί και να μην ανταποκριθεί στην πρόκληση και έτσι να μείνει εκτεθειμένος, και να πάψει πλέον να κομπάζει και να του σπάει τα νεύρα.

Προς δυσαρέσκεια του όμως, το παλικάρι δέχτηκε το στοίχημα και συμφώνησαν να πάει στο νεκροταφείο και να παλουκώσει πάνω σε έναν τάφο τον Μαύρο του.

Η ώρα στο παλιό ρολόι στον τοίχο έδειχνε ενωρίς, έτσι οι θαμώνες συνέχισαν το πιοτό τους κουβεντιάζοντας και περιμένοντας να σημάνουν τα μεσάνυχτα.

Ο Μωρόγιαννος ήπιε δυο τρία ποτήρια παραπάνω και περιήλθε σε κατάσταση ευθυμίας. Γελώντας και αστειευόμενος περίπαιζε ότι θα βγάλει τα πιο ευκολά πέντε σελίνια στη ζωή του…

Και όταν το ρολόι  χτύπησε δώδεκα, σηκώθηκε από το τραπέζι και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, θα πήγαινε να βγάλει το μεροκάματο, είπε αστειευόμενος.

Και πήγε ο Μωρογιαννος, μα δεν γύρισε. Όλοι περίμεναν με αγωνία μήπως έπαθε κάτι. ‘Η μήπως φοβήθηκε και πήγε σπίτι του, είπε χαιρέκακα ο μικρούτσικος.

Μα όχι, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό, αποφάνθηκαν οι άλλοι καθώς ήξεραν την αφοβιά του.

Πέρασε κι’ άλλη ώρα, όλοι ανησύχησαν πρα-γματικά.

-Πολύ αργεί, κάτι θα γίνηκε, άντε πάμε να δούμε,

είπε ο Φκωνής και όλοι συμφώνησαν.

Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι, και φέγγοντας τη στράτα έφτάσαν στο νεκροταφείο, όπου είδαν το έλλογο παλουκωμένο και τον Γιαννή δίπλα χαμαί φηρμένο.

Αμέσως έσκυψαν να δουν, και τι είδαν!

Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο, μαζί παλούκωσε και την βράκα του χωρίς να το καταλάβει. Και όταν σηκώθηκε να φύγει, δεν μπορούσε, και νόμισε ο καημένος πως βγήκε κάποιος νεκρός και τον τραβούσε μέσα στον τάφο.

Αυτό νόμισε, και καθώς πριν μέσα στην ταβέρνα έλεγαν ιστορίες για πεθαμένους, υποσυνείδητα επηρεασμένος, αυτό πίστεψε.

Απελπισμένος τραβούσε με δύναμη να φύγει, αλλά είχε παλουκωθεί γερά και δεν μπορούσε. Και όσο περισσότερο προσπαθούσε, περισσότερο τον κυρίευε ο φόβος, ώσπου απόκαμε και από τον τρόμο φήρτηκε.

Από εκείνη τη μέρα ο Μωρόγιανος έμεινε χασκιασμένος. Σταμάτησε τις παλικαριές και γυρνούσε στις στράτες περπατητός χωρίς να μιλά σε κανένα. Σε λίγα χρόνια πέθανε πάνω στα άνθη της νεότης του, και είχε το κρίμα του ένας μικρούτσικος  κακός άνθρωπος.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ

Οι γερόντοι κάτοικοι της Χλώρακας ενθυμούνται τη σπηλια του Δράκου δίπλα στο παρεκλήσι του Αρχάγγελου Μηχαήλ μέσα σε ένα απότομο γκρεμμό, καθώς και οι επόμενοι της γενεάς την ενθυμούνται ως σπήλαιο με το Αγίασμα του Αγίου, ενώ η σημερινή γενεά δεν γνωρίζει τίποτα εξ αυτών καθώς ο τόπος έχει ξεχερσωθεί και έχουν ανεγερθεί πολυκατοικίες.

Έως πρότινος ήταν ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, που όπως μαρτυρούν οι γεροντότεροι πήρε το όνομα από ένα δράκο φρουρό που  φύλαγε κάποιο κρυμμένο θησαυρό.

Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.

Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και πολλοί εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να βρουν  τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.

Μέσα σ αυτό το κακό, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του τον Αρχάγγελο να τον καλεί να πάει στα μέρη του, γιατί εκεί υπήρχε νερό. 

Και πράγματι μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού όταν είδαν βλάστηση έσκαψαν ένα λαγούμι και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, φύτεψαν και καλιέργησαν τη γη και δημιούργησαν ένα μικρό συνικισμό.

Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.

Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν είχε δίψα ή πείνα. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Οργανώθηκαν, οχυρώθηκαν και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας για τυχών επιδρομείς.

Αλλά όπως τα καλά δεν διαρκούν για πάντα, μια φορά στρατιά ληστών, στο διάβα τους ανακάλυψαν το όμορφο μέρος και έκαναν επιδρομή.  

που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. 

Τους σκότωσαν όλους. Έκαμαν οικτρές πράξεις, έσφαξαν και κρέμασαν τους εναπομείναντες. Και τους άρεσε το τόπος, και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.

Από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι σε ένα θάμνο, παρακολούθησαν τη φρίκη και τις επαίσχυντες πράξεις των βαρβάρων. 

Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν ψηλά στο Μελισσόβουνο. Έζησαν στον άγριο τόπο, με τα άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν.

Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη αδίστακτου ληστή.

Όμως η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη. Το μικρόν παιδί'οσα χρόνια και να πέρασαν ποτέ δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ο πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Ήθελε εκδίκηση, το είχε τάξει στον εαυτό του. 

Και όραν ήρθε ένας καιρός που αποφάσισε πως ήταν καάλληλος, κατέβηκε στον κάμπο και παραφυλάσσοντας και στήνοντας καραούλια στους τόπους τους γνώριμους οπου γεννήθηκε, άρχισε να τους σκοτώνει ένα ένα. 

Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές που δεν μπορούσαν να αντισταθούν ούτε να τον ανακαλύψουν, καθώς τους έκανε αντάρτικο πόλεμο. 

Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε μικρά παιδιά δεν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους γέρους.

Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.

Το ξεκλήρισμα ήταν ολοκληρωτικό και ο θάνατος τόσος, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που τους φύλαγε, εννοώντας ίσως τον φοβερό εκδικητή.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοί κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους και ανεκτίμητα κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφού πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

αλλά και πολλούς Ελληνόφωνους της διασποράς σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Σ’ αυτήν εξέθετε τις απόψεις του τεκμηριωμένες με την απλή λογική, έτσι που κατάφερνε να πείθει πολλούς, και με τον καιρό δημιούργησε φανατικούς αναγνώστες. Ταυτόχρονα έγραφε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες, καθώς επίσης βιβλία με παράδοξες ιστορίες του τόπου τις οποίες εμπνεύστηκε από τα συμπεράσματα του από μακριές συνομιλίες που ταχτικά είχε με γεροντότερους συμπολίτες του. Έγραψε επίσης βιβλία με ιστορίες που συνέβησαν μιαν παλαιάν εποχή, και που κατεδείκνυαν τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων εκείνον τον καιρό, καθώς και τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους.

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ

Το αρχαίο ξωκκλήσι του Αη Νικόλα στη Χλώρακα στέκει στην άκρη ενός γκρεμού, και πριν χρόνια οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν τοίχο για να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά να πέσουν να χτυπήσουν. Κουβάλησαν πέτρες και πρόσλαβαν μαστόρους και αρχίνησαν να κτίζουν.

Την πρώτη μέρα έβαλαν σημάδια και έκτισαν τις πρώτες σειρές με πέτρες πελεκητές όμορφα κτισμένες, ομοιόμορφες με το μικρό εκκλησάκι που και αυτό ήταν πετρόκτιστο από αρχαίες πέτρες. Η νύχτα όταν έφτασε σχόλασαν οι εργάτες, πήγαν σπίτι τους να ξεκουραστούν ως την άλλη μέρα το πρωί.

Την άλλη μέρα το πρωί όμως όταν πήγαν να δουλέψουν, βρήκαν τον τοίχο χαλασμένο και τις πέτρες σωριασμένες στο χώμα. Σκέφτηκαν πως σίγουρα κάποιος ιερόσυλος τον χάλασε, το συζήτησαν, κάκισαν την πράξη, αλλά δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιον που θα προέβαινε σε τέτοια αμαρτία.

Ο μάστρε Στάθιος ο πρωτομάστορας αποφάνθηκε πως η ζημιά ήταν λίγη, και διέταξε να πιάσουν δουλειά από αρχής.

Και αρχίνησαν ξανά. Έκτισαν τον μισό τοίχο και σχόλασαν για να επιστρέψουν την επομένη να τον τελειώσουν.

Το άλλο πρωί όμως έκπληκτοι τον βρήκαν ξανά χαλασμένο. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να τους τριβελίζουν το συλλογισμό.

-Μήπως πάλι ο νυχτοβάτης ξαναχτύπησε,

είπαν κάποιοι. 

-Μήπως τα τσιμέντα που έφτιαχναν τη λάσπη ήταν χαλασμένα,

αναφώνησε ένας εργάτης.

-‘Η μήπως ήταν θέλημα του Αγίου,

αποφάνθηκε ένα γεροντάκι.

Τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό και οι άνθρωποι συζητούσαν και έκαναν εικασίες.

Οι γριούλες καθώς θεοφοβούμενες, αποφάνθηκαν πως ήταν θέλημα του Αγίου και πως έπρεπε να σταματήσουν το κτίσιμο. Πήγαν στον Παπακώστα και του φανέρωσαν τις σκέψεις τους και του ζήτησαν να διατάξει να σταματήσει το κτίσιμο.

Ο Παπακώστας τους είπε ότι συμφωνεί, αλλά για να είναι σίγουρος, θα συνέχιζε ακόμα μια φορά, και αν ο τοίχος ξαναχαλούσε, τότε θα ήταν φανερή και αδιαφιλονίκητη η επιθυμία του Αη Νικόλα.

Έτσι την επόμενη μέρα οι κτίστες αρχίνησαν να ξανακτίζουν τον τοίχο. Οι εργάτες με δέος στη καρδιά δούλευαν και εκστασιασμένοι δόξαζαν τον Άγιο καθώς η πίστη για θαύμα φώλιαζε σιγά σιγά στις καρδιές τους.

Ο μάστρε Στάθιος πονηρός όμως, αφού έλεγξε ότι ήταν γερά κτισμένες οι πέτρες, σκέφτηκε να παραφυλάξει τη νύχτα για να διαπιστώσει την αλήθεια. Όταν βράδιασε στήθηκε απόμερα και παρακολουθούσε. Πέρασαν οι ώρες, δεν συνέβηκε τίποτα, ήρθε το χάραμα. Κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος, πήγε στο καφενείο να πιει καφέ, και από εκεί με τους εργάτες αλλά και κάμποσους χωριανούς που τους έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια, κίνησαν για τον Άγιο Νικόλα να τελειώσουν τον τοίχο.

Όμως τι έκπληξη, βρήκαν τις πέτρες πάλιν χαλασμένες ριγμένες στο έδαφος. Έμειναν όλοι άφωνοι, πίστεψαν σίγουρα πως ήταν το θέλημα του Αγίου.

Ο Παπάκωστας σίγουρος πλέον, κάλεσε την εκκλησιαστική επιτροπή για να συζητήσουν το μέγα γεγονός.

-Είναι φανερό πως ο Άη Νικόλας που είναι και κύριος των θαλασσών, δεν επιθυμούσε τον τοίχο γιατί θα του έσκιαζε τη θέα του πελάγου που απλωνόταν απρόσκοπτα κάτω από το εκκλησάκι,

τους είπε,

-γι αυτό αντί τοίχο θα έπρεπε να τοποθετήσουν κάγκελα ώστε να σεβαστούν την επιθυμία του Αγίου, και ταυτόχρονα να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά που μαζεύονταν στην αυλή για να παίξουν.

Φώναξαν λοιπόν τον κωμοδρόμο του χωριού και κατασκεύασε κάγκελα σιδερένια. Έτσι έμεινε ευχαριστημένος ο Άη Νικόλας, έμειναν ευχαριστημένοι οι γονιοί για τα παιδιά τους, έμειναν ευχαριστημένοι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που εκπλήρωσαν την επιθυμία του Άη Νικόλα.

Παλιά ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα να τις παίρνει, αλλά συμπονούσε τους νέους και έπαιρνε τους γερόντους. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση του και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

Ο Άη Νικόλας ήταν ίλαρος και πονόψυχος, και στεναχωριόταν όταν έπαιρνε τις ψυχές των νέων.

Μια φορά τον έστειλε ως προπομπό στη Χλώρακα να πάρει τη ψυχή μιας νέας κοπελιάς. Ήταν η μικρή αδερφή του Παπάκωστα η Στασού, η ομορφότερη του χωριού, κόρη υπάκουη με καλές καταβολές, φρόνιμη και προκομένη. Οι γονείς της και τα αδέρφια της σαν στερνοπαίδι την αγαπούσαν πολύ και ήσαν υπερήφανοι καθώς είχε όλες τις χάρες του κόσμου. Είχε καλοσύνη, σεβασμό, ομορφιά, εξυπνάδα και καλή ανατροφή.

Έτσι εκείνο το πρωί που την βρήκαν στο κρεββάτι πεθαμένη όπως να κοιμόταν, ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος και ασύλληπτος. Ο θρήνος τους σπάραζε τις καρδιές όλων των χωριανών, και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Άη Νικόλας που πριν λίγες μέρες έκανε το θαύμα του στο χωριό, τώρα πήρε την ψυχή της νιας κοπέλας που όλοι αγαπούσαν και εκτιμούσαν. Πως ήταν δυνατόν να γίνει τέτοιο άδικο; Τόσοι γέροι στο χωριό, γιατί δεν πήρε έναν από αυτούς; Γιατί πήρε τη νέα κοπέλα μόλις είκοσι χρονών; Κάποιοι τα έβαλαν με το Θεό, και κάποιοι με τον Άη Νικόλα.

Ο Παπάκωστας όμως πολύ πιστός στο Θεό, συντετριμμένος πήρε τη στράτα για το μικρό παρεκκλήσι και γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου για πολλή ώρα να προσεύχεται και να τον θερμοπαρακαλεί να ξανακάμει ακόμα ένα θαύμα. Ύστερα με μια κρυφή ελπίδα ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν, πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Όταν σιμά στο πατρικό του σπίτι έφτασε, άκουσε χαρούμενες φωνές να φτάνουν στα αφτιά του. Αλαφιασμένος από αγωνία και με μια ελπίδα ότι ίσως να γίνηκε το θαύμα, έτρεξε με όση δύναμη είχε.

Φτάνοντας βρήκε την μικρή του αδερφή να κάθεται ολοζώντανη στο κρεββάτι της, όπως να είχε μόλις ξυπνήσει, ενώ όλοι γύρω φώναζαν χαρούμενοι και έκαναν το σταυρό τους.

Σκέφτηκε πως ο Άη Νικόλας έκαμε ακόμα ένα θαύμα για να αποδείξει την Αγιότητα του σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και σε όσους πίστευαν.

Υ.Γ.

‘Όταν ο Θεός τον ρώτησε γιατί παράκουσε, ο Άη Νικόλας βρήκε δικαιολογία πως νόμισε ότι διαταγή είχε να πάρει την ψυχή μιας άλλης Στασούς από άλλο χωριό, και ότι έκανε ένα λάθος το οποίον ύστερα διόρθωσε

Από εκείνο τον καιρό ο Θεός έβγαλε τον Άη Νικόλα που ήταν να παίρνει τις ψυχές, και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.

-------------------------- 

3. ΟΙ ΑΛΙΕΙΣ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η σχέση μου με τη θάλασσα είναι λίγο παράξενη καθώς ελάχιστη επαφή εντός των υδάτων έχω μαζί της ένεκα όταν παιδί κινδύνεψα να πνιγώ, όμως μαζί της δέθηκα εφ όρου ζωής με μια αγάπη μαγική που με έκανε να την υμνήσω γράφοντας διηγήματα και βιβλία περιγράφοντας την και δοξάζοντας την.

Καθώς εργάστηκα πέντε χρόνια σε ποντοπόρα πλοία την έζησα και την γνώρισα ευρέως, αλλά καθώς επίσης έζησα πολλές δεκαετίες στο χωριό μου μια σταλιά δίπλα στη θάλασσα. Δεν την βίωσα κολυμπώντας σ αυτήν αλλά ταξιδεύοντας πάνω σ αυτήν, όργωσα όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς της γης, γνώρισα πολλά μυστικά της, είδα τον αδυσώπητο θυμό της που πολλές φορές θέλησε να μας βουλιάξει στα βαθιά νερά της, αλλά που εγώ δόξα τω Θεώ, την σκαπουλάριζα όλες τις φορές.

Λένε πως τη θάλασσα τον πρώτο καιρό δεν την αντέχει κανείς, αλλά όταν κάποια χρόνια περάσουν, δημιουργείται μια σχέση άρρηκτης αγάπης και έρωτος, και κανείς πλέον ναυτικός δεν μπορεί δίχα της.

Έτσι νάμαι εγώ μετά που ξεμπαρκάρισα, και θέλοντας να κρατήσω μια θεωρητική σχέση μαζί της, γράφω και φανερώνω πολλά μυστικά της σε όσους δεν γνωρίζουν.

Έτσι λοιπόν, σε αυτό το βιβλίο μου, γράφω για όσους καλούς ψαράδες έτυχε να γνωρίσω, περιγράφοντας κάποιες περιπέτειες τους με τον γενικό τίτλο «ΟΙ ΑΛΙΕΙΣ, παραμύθια για τους ψαράδες» 

ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ TOY ΠΑΡΑΚΑ

Αφιερωμένο στον ήρωα του παραμυθιού, Μηχαλάκη Λεωνίδου.

Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως τα δελφίνια μπορούσαν νοητικά να επικοινωνούν με τους ανθρώπους και ότι ήταν ορισμένα από τους Θεούς να τους συντροφεύουν και να τους προστατεύουν.
Οι μύθοι γι αυτή τη σχέση βρίθουν στην Ελληνική μυθολογία, και ο Μιχαλάκης έναν μικρόν παιδίν που είχε μια μανία αγάπης για αυτά και τη θάλασσα, και καθώς γνώριζε ότι ανέβαιναν στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν, με μια ελπίδα στην καρδιά καθισμένος στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα πρόσμενε με λαχτάρα να τα δει να παίζουν στους αφρούς της θάλασσας της Χλώρακας. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους, γι αυτό με ένα διακαή πόθο να τα συναντήσει, όλο σεργιάνιζε τις θάλασσες με αυτό το σκοπό.

Μια φορά κάτω από τον ψηλό γκρεμό είδε να αναδύονται δυο δελφίνια και με πολλή χαρά άρχισε να χοροπηδά και να τους φωνάζει. Τα δελφίνια τον άκουσαν και γύρισαν προς το μέρος του, ύστερα βούτηξαν και χάθηκαν στα βαθιά νερά.

Στεναχωρήθηκε ο Μιχαλάκης που δεν του έδωσαν πολλή σημασία, αλλά από εκείνη τη μέρα κάθε πρωί τα καλοκαίρια που δεν είχε σχολείο, μόλις ξυπνούσε πήγαινε στον Πάρακα να τα αναζητήσει.

Μια μέρα τα είδε πάλι να αναδύονται από τη θάλασσα και περιχαρής άρχισε να τα καλεί. Τα δελφίνια έμειναν λίγη ώρα να παίζουν στον αφρό, και ύστερα πάλιν έφυγαν μακριά.
Όσο περνούσε ο καιρός, τα δελφίνια πύκνωναν την παρουσία τους, και σιγά με τον καιρό, το μικρόν παιδί ένιωσε πως ένας δεσμός φιλίας αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Τους σφυρούσε, τους τραγουδούσε, τους μιλούσε. Αυτά έδειχναν να ανταποκρίνονται και με τη διαπεραστική φωνή τους απαντούσαν στα καλέσματα του. Ύστερα μια μέρα κατέβηκε από τον γκρεμό και φωνάζοντας τους να τον περιμένουν, βούτηξε στο νερό και άρχισε να κολυμπά μαζί τους κάνοντας κύκλους και παίζοντας μαζί τους.

Πέρασε ο καιρός, το μικρόν παιδί μεγάλωσε και έφυγε στην Ελλάδα να σπουδάσει. Και ύστερα από πολλά χρόνια γυρίζοντας, πήγε στον ψηλό γκρεμό και τα γύρεψε, αλλά αυτά δεν φάνηκαν. Στεναχωρημένος σκέφτηκε μήπως δεν ζούσαν πια, ή στην καλύτερη περίπτωση έλπιζε απλώς να έπαυσαν να έρχονται καθώς δεν τον εύρισκαν αφού έλειπε στη ξενιτιά.
Όμως η ζωή συνεχίζεται, έτσι σταμάτησε και αυτός να τα γυρεύει. Έπιασε δουλειά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό του.

Ο Μιχαλάκης είχε έναν αδερφό τον Κωστάκη που ήταν ψαράς και καμιά φορά πήγαινε μαζί του με τη βάρκα να ρίξουν τα δίχτυα να ψαρέψουν. Μια μέρα έλυσαν την βάρκα που ήταν δεμένη στον μικρό κόλπο στο Δήμμα, και λάμνοντας τα κουπιά, πέρασαν τις ξέρες του Φουρφουρή, και έβαλαν πλώρη στα βάθη του πελάγου. Όταν έφτασαν εκεί που ήθελαν, ετοιμάστηκαν να καλάρουν τα δίχτυα. Όμως πριν προλάβουν, ξαφνικά ένας μεγάλος καρχαρίας πετάχτηκε από το νερό θέλοντας να πηδήξει μέσα στη βάρκα. Χτύπησε πάνω της ταρακουνώντας τους και με ένα μεγάλο παφλασμό, έπεσε ξανά στα νερά. Σε λίγο όμως αχ τι φοβερό, μέσα στη θάλασσα φάνηκαν πολλοί καρχαρίες να κάνουν κύκλους γύρω τους και ο μεγαλύτερος από όλους, με πείσμα συνέχιζε να πηδά από το νερό και να χτυπά στα πλάγια την μικρή βάρκα.

Προσπάθησαν με ψυχραιμία και χτυπώντας τους με τα κουπιά να τους διώξουν, αλλά όσο τους χτυπούσαν, με περισσότερη μανία ο μεγάλος καρχαρίας τους χτυπούσε στα πλάγια θέλοντας να τους βουλιάξει.

Βλέποντας τον χάρον τέσσερα και φοβισμένοι, πίστεψαν πλέον πως δεν είχαν σωτηρία.

Αλλά εκεί που ήταν σίγουροι πως ήρθε το τέλος τους και γυρίζοντας προς τον ουρανό παρακάλεσαν τον Άγιο Νικόλα να τους γλυτώσει, ξαφνικά ένα μεγάλο σμήνος από δελφίνια εμφανίστηκε που άρχισαν να επιτίθενται στους καρχαρίες.

Τα δυό αδέρφια γλύτωσαν και άρχισαν να δοξάζουν τον Άγιο που τους άκουσε και τους βοήθησε. Ακόμα φοβισμένοι, μόλις έφυγαν οι καρχαρίες πήραν τα κουπιά να βγούνε τη στεριά.
Τα δελφίνια δεν έφυγαν, παρά τους ακολούθησαν δημιουργώντας γύρω τους έναν προστατευτικό κλοιό.

Και ανάμεσα τους δυο δελφίνια συνέχεια πηδούσαν από το νερό και με χαρούμενες φωνές φώναζαν στον Μηχαλάκη. Ήταν οι παιδικοί του φίλοι που τον συνάντησαν ξανά, που οδήγησαν το κοπάδι των συντρόφων τους και τους γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
Ο Μηχαλάκης και αυτός χαρούμενος ξεχνώντας την τρομάρα που τράβηξε, αρχίνησε να τους φωνάζει και να τους καλωσορίζει. Και ευχαριστούσε το Θεό που του έλαχε να έχει δυο δελφίνια για καλούς φίλους.

Σε λίγο καιρό ο Μηχαλάκης έκτισε το σπίτι του κοντά στη θάλασσα στον κόλπο του Δημμάτου, και κάθε πρωί πριν πάει στη δουλειά του, συνηθίζει να πηγαίνει στη θάλασσα και να χαιρετά τους φίλους τους που τον περινένουν στα αβαθή νερά. Και αυτά χαρούμενα παιχνιδίζουν λίγο στη θάλασσα, και ύστερα φεύγουν στα βαθιά να συναντήσουν τους συντρόφους τους. 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΝΕΡΙ

Αφιερωμένο στον ήρωα του παραμυθιού Κυριάκο Μαυρονικόλα

Τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς παρέα κατέβαιναν στη θάλασσα. Ένα τσούρμο ίσα μια ντουζίνα ζωηρά και αργόσχολα, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού δροσίζονταν στα παγωμένα νερά της Αλυκής. Έπαιζαν και αθλούνταν ποιος θα παραβγεί στο κολύμπι και οι χαρούμενες φωνές τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα ενώ οι ζητωκραυγές τους συνόδευαν τους νικητές.

Ανάμεσα τους ένας νεανίσκος ο Κυριάκος, δεν έπαιζε μαζί τους. Δεινός ψαροντουφεκάς, όση ώρα τα άλλα παιδιά διασκέδαζαν, αυτός ξανοιγόταν στα βαθιά και ψάρευε, αλλά πάντα στην ώρα του καθώς διάβαζε τον ήλιο, επέστρεφε και μαζί έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού. Είχαν συμφωνήσει όλοι μαζί να πηγαίνουν, όλοι μαζί να επιστρέφουν, αυτή την παραγγελιά είχαν από τους γονείς τους ώστε ο ένας να προσέχει τον άλλο, και όλοι να είναι αλληλέγγυοι για την ασφάλεια τους.
Ο Κυριάκος ήταν εξαίρετος κολυμβητής και δεινός βουτηχτής. Πολύ ψύχραιμος από τη φύση του, αντιμετώπιζε και χειριζόταν επιτυχώς όσες δύσκολες καταστάσεις παρουσιάζονταν. Με σύνεργα τη μάσκα, το ψαροντούφεκο και τα πέδιλα, πάντα επέστρεφε με το ρεχτάρι γεμάτο.

Λογαριαζόταν ο καλύτερος ψαροντουφεκάς σε όλη την περιοχή και ήταν γνώστης όλων των τεχνικών περί ψαρέματος με ψαροντούφεκο και με δυναμίτιδα. Μια ζωή στο ρίσκο που λένε, αφιέρωσε όλη τη ζωή του στο ψάρεμα, ενώ τώρα γέρος πλέον κάθεται στην κουνιστή του καρέκλα κουφός και στα δύο του αφτιά αποτέλεσμα από το πολύχρονο πάλεμα του με τη θάλασσα, και συλλογάται τα παλιά όταν νέος και σφριγηλός με μεγάλες αντοχές, κολυμπούσε και ψάρευε με τις ώρες.

Πολλές ιστορίες ειπώθηκαν για λόγου του, αλλά εγώ θα περιγράψω μια μοναδική που μοιάζει με μυθοπλασία και βγαλμένη από παιδική φαντασία, που όμως είναι αληθινή καθώς όλα τα παιδιά της παρέας μαρτυρούν.

Πρωί με τη δροσιά λοιπόν, πήραν την κατηφόρα για την Αλυκή, και πρίν ο ήλιος ανέβει ψηλά και αρχίσει η αφόρητη ζέστη, τους βρήκε να τσαλαβουτούν στα κρύα νερά.

Ο Κυριάκος φόρεσε τη μάσκα και τα πέδιλα, και οπλίζοντας το ντουφέκι, αστειευόμενος τους ρώτησε τί ψάρια θέλουν να τους φέρει. Ένα μικρόν παιδί που λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία ο δάσκαλος τους είπε την ιστορία του παιδιού και του δελφινιού, ζήτησε ένα δελφίνι να το καβαλικεύει και να ξανοίγεται στις θάλασσες να παίζει και να κολυμπά μαζί του.
-Εντάξει του απάντησε ο Κυριάκος, άμα βρω ένα θα σου το φέρω ζωντανό και θα σου το κάνω δώρο.

Περπάτησε στα ρηχά ο Κυριάκος, και όταν η θάλασσα τον σκέπασε ως τη μέση, βούτηξε και έγινε μια κουκίδα στην απέραντη θάλασσα, και χάθηκε στα βαθιά.

Τα άλλα παιδιά φωνασκώντας και γελώντας διασκέδαζαν χαρούμενα απολαμβάνοντας τη δροσιά της θάλασσας. Η ώρα περνούσε ξέγνοιαστα, αλλά έχοντας έγνοια, σαν ήρθε η ώρα, με μισή καρδιά βγήκαν στον ήλιο να στεγνώσουν περιμένοντας τον φίλο τους τον Κυριάκο να βγει κι αυτός, και όλοι μαζί να πάρουν το ανηφόρι του γυρισμού.

Περνούσε όμως η ώρα και ο Κυριάκος δεν φαινόταν. Πέρασε κι άλλη ώρα, κι άλλη, όμως χασημιός ο φίλος τους. Η ανησυχία άρχισε να τους ζώνει και με αντήλιο τα χέρια ερευνούσαν τη θάλασσα να τον εντοπίσουν. Η αγωνία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους και κακές σκέψεις άρχισαν να έχουν. Όσο σουρούπωνε περισσότερο έκδηλη η αγωνία τους στεναχωρούσε, και αμήχανοι δεν ήξεραν τι να κάμουν. Άρχισαν να πιστεύουν πως κάποιο κακό συνέβηκε, αφού καμιά άλλη φορά δεν είχε αργήσει, ήταν πάντοτε συνεπής.

Με την απελπισία να τους πνίγει, ήταν πλέον σίγουροι ότι έχασαν τον φίλο τους. Κάποιοι αρχίνησαν να κλαίγουν, και όλοι μαζί φοβισμένοι έστεκαν στην άκρη της θάλασσας και με πόνο στις καρδιές μεμψιμοιρούσαν.
Και παρατηρώντας συνέχεια τη θάλασσα παρακαλούσαν τον Θεό να δουν τον φίλο τους να ανεφάνει.

Στην πολλή ώρα, είδαν ξαφνικά κάτι να κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας και με ταχύτητα να μπλέει και να κατευθύνεται προς την ακτή δημιουργώντας άσπρους αφρούς στο διάβα του καθώς έσκιζε τα ήσυχα νερά.

Με περιέργεια και ελπίδα το έβλεπαν να τους πλησιάζει, να τους φτάνει και να αράζει πάνω στην άμμο της ακρογιαλιάς.

Δεν πίστευαν στα μάτια τους, ήταν ο φίλος τους ο Κυριάκος καβαλικεμένος πάνω σε ένα ψάρι μινέρι που τον οδήγησε κοντά τους και έμεινε πάνω στην άμμο να σπαρταρα, ενώ ο φίλος τους σκυμμένος πάνω του το κρατούσε σφικτά να μην του φύγει.

Τι είχε συμβεί λοιπόν;

Το μινέρι είναι είδος ψαριού περιζήτητο από τους ψαράδες ένεκα του μεγέθους και της εξαιρετικής του γεύσης. Όσο είναι μικρά μπλέουν σε κοπάδια, αλλά όσο μεγαλώνουν αραιώνουν ή και μπλέουν μοναχικά. Ο Κυριάκος συνάντησε ένα μοναχικό και τεράστιο σε μέγεθος πέραν των δύο μέτρων, πέραν των πενήντα κιλών, και δεν είχε σκοπό να το αφήσει να γλυτώσει. Γνώριζε πως ήταν δύσκολο να το ψαρέψει, αλλά ήταν αποφασισμένος πάση θυσία να το σκοτώσει. Έτσι κρατώντας σφικτά το ψαροντούφεκο το ντουφέκισε και το καμάκι καρφώθηκε λίγο κάτω από το κεφάλι και το διαπέρασε από τη μια στην άλλη μεριά, και έμεινε καρφωμένο στο κορμί του. Πονεμένο και σπαρταρώντας το μινέρι όρμησε να φύγει, ώθησε και έσκισε τα νερά και με μεγάλη ταχύτητα κολύμπησε να γλυτώσει. Όμως ο Κυριάκος προσμένοντας αυτή την αντίδραση κράτησε σφικτά το ντουφέκι, και το μεγάλο κύτος τον ττραβούσε και το έσερνε μια στα βαθιά και μια στα ξέβαθα. Αλλά με ψυχραιμία ο καλός ψαράς αφέθηκε να τον σέρνει καταφέρνοντας κάθε τόση ώρα να βγάζει το κεφάλι του για μια αναπνοή, ενώ ταυτόχρονα μάζευε το σκοινι που ήταν δεμένο το καμάκι. Χωρίς να πανικοβληθεί και χωρίς να τα χάσει, κόντεψε, και κατάφερε να αρπάξει το καμάκι που ήταν καρφωμένο στη ράχη του του μεγάλου ψαριού. Άρπαξε με το ένα χέρι τη μια άκρια, και με το άλλο την άλλη. Μ αυτό τον τρόπο βρέθηκε καβαλικεμένος πάνω του, και με δύναμη άρχισε να το κλώννει και να το οδηγά. Με πολλή προσπάθεια και κόπο αφού περιπλανήθηκαν πολλή ώρα , κατάφερε να το οδηγήσει έξω στη στεριά. Και αποκαμωμένο πλέον το μινέρι έμεινε πάνω στην άμμο να σπαρταρά, ενώ από πάνω του ο Κυριάκος το κρατούσε γερά να μην φύγει στη θάλασσα.

Έμεινε το μεγάλο ψάρι να σπαρταρά στην άμμο, όπου χωρίς αναπνοή τέλειωσε η ζωή του και ο Κυριάκος θριαμβευτής σηκώθηκε ενώ τα άλλα παιδιά τον ζητωκραύγαζαν με θαυμασμό.
Αλλά το μικρό παιδί στην άκρα φαινόταν μαραζωμένο και λυπημένο. Ο Κυριάκος τον κόντεψε και αστειευόμενος του λέει,

-Σου έταξα δελφίνι, αλλά σου έφερα μινέρι.
Και το μικρόν παιδί με ένα κόμπο στο λαιμό του απαντάει,

- Το δελφίνι αγαπούσε τον φίλο του και για χάρη του πέθανε, ενώ εσύ το σκότωσες…

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Πρίν πολλά χρόνια σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ήταν δυό νέα παιδιά που καθώς αγαπούσαν τη θάλασσα, συχνά συναπαντιόνταν στα όμορφα ακρογιάλια της  όταν καθημερινά τα σεργιανούσαν. Οι γονείς τους ήταν γειτόνοι και είχαν τα χωράφια τους και τα σπίτια τους πλησίον της θάλασσας, έτσι όταν μέσα στις αυλές και στα χωράφια, αλλά κυρίως όταν μαζί καθισμένοι πάνω στα βράχια ψάρευαν με τα καλάμια τους, έκαναν παρέα ατέλειωτες ώρες. Ένιωθαν σύντροφοι, φίλοι, είχαν κοινές σκέψεις, αισθήματα και οράματα, περνούσαν καλά, ένιωθαν πληρότητα. Είχαν έγνοια και αγάπη ο ένας για τον άλλο, αλλά όντας πολύ μικρά παιδιά που δεν γνώριζαν πολλά, δεν καταλάβαιναν αν στην καρδιά τους είχαν απλά μια μεγάλη αγάπη, ή ένα μεγάλο έρωτα.

Ο καιρός όσο περνούσε περισσότερο δένονταν και μια γλυκιά έλξη αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, και στην τάξη ζήτησαν από το δάσκαλο να κάθονται στο ίδιο θρανίο.

 Στα διαλείμματα πάλι αχώριστοι, στον πηγαιμό και στον ερχομό, πάλιν μαζί.

Έκαναν καλή παρέα και ένιωθαν κολλητά φιλαράκια, σύντροφοι αδερφικοί, και η αγαπημένη τους ενασχόληση με το ψάρεμα πίστευαν πως ήταν η κυριότερη αιτία που τους ένωνε. Δεινοί κολυμβητές με μάσκες και ψαροντούφεκα, από τις ατελείωτες ώρες μέσα στη θάλασσα γνώριζαν λεπτομερώς σπιθαμή προς σπιθαμή τον ξέβαθο γιαλό και τον μακρύ βυθό των γύρω θαλασσών. Ήταν ένα μεράκι και μια αγάπη για τη θάλασσα που θα τους συνόδευε εφ όρου ζωής. Καταπληχτικοί ψαράδες με καλάμι, με καμάκι ή ψαροντούφεκο, όργωναν τις ακτές και για κάθε βράχο είχαν ένα όνομα, για κάθε κολπίσκο ένα σημάδι, για κάθε ακρωτήριο μια ιστορία.   

Πέρασε καιρός, τα παιδιά μεγάλωσαν. Τέλειωσαν το σχολείο, πήγαν σε πανεπιστήμια, ακολούθησαν τον δρόμο τους. Ένα δρόμο μακρινό στον οποίον ο κάθε άνθρωπος συνήθως αφήνει πίσω τα παλιά και δημιουργεί καινούργια, και μένει το παρελθόν στη σκέψη ως γλυκεία ανάμνηση.

Αυτό συνέβηκε στα δυο φιλαράκια, και η τόση μεγάλη φιλία και αγάπη που είχαν καταχωνιάστηκε στην άκρη του μυαλού τους. Μια βαθιά λήθη τους έκανε να λησμονηθούν και να αποξενωθούν.

Ο νέος επιστήμονας πλέον, παντρεύτηκε μια συνάδελφο του, πιστεύοντας και οι δύο ότι αποτελούσαν ταιριαστό και ιδανικό ζευγάρι. Εξ άλλου πως ήταν δυνατόν να συμβεί το αντίθετο αφού και οι δυό ως πολύ μορφωμένοι με τη λογική που τους διείπε δεν θα έβρισκαν λύσεις στα τυχόν προβλήματα τους;

Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς, οι πολλές υποχρεώσεις ένεκα της καριέρας τους τους κρατούσαν αποξενωμένους, οπότε ως μορφωμένοι και προοδευτικοί άνθρωποι, συμφώνησαν σε ένα φιλικό χωρισμό.

Πάντα όμως ένας χωρισμός αφήνει σημάδια, έτσι και ο νέος στεναχωρημένος αποφάσισε να πάρει άδεια, να πάει στο χωριό του, στη θάλασσα του, να συνέλθει και να ηρεμήσει.

Πρώτο μέλημα μόλις αντίκρισε την αγαπημένη του θάλασσα που τόσα χρόνια στερήθηκε, δεν ήταν άλλο παρά να βάλει το μαγιό του και να κατέβει να δροσιστεί στα καταγάλανα νερά που τόσο του είχαν λείψει. 

Ροβόλησε λοιπόν τρεχτός την μικρή απόσταση και με ένα σάλτο βούτηξε στη γαληνεμένη θάλασσα και ξεχνώντας όλες τις σκοτούρες του αφέθηκε στην αγκαλιά της και στη δροσιά της. Έκατσε με τις ώρες και δεν την χόρταινε, την απολάμβανε και την αισθανόταν στο σώμα του να τον ημερεύει και να τον ξανανιώνει.

Το απόγευμα έφτασε, αλλά δεν είχε καρδιά να φύγει. Με ήρεμες σκέψεις πλατσούριζε στα νερά. Με νοσταλγία θυμήθηκε τα παλιά, θυμήθηκε τη φίλη του, την παρέα τους, τις περιπέτειες τους και στεναχωρημένος διερωτήθηκε πως άφησε τα χρόνια να περάσουν, πως την ξέχασε, πως άφησε τον χρόνο να μπει ανάμεσα τους. Διερωτήθηκε αν παντρεύτηκε, αν ήταν ακόμα όμορφη, αν διατηρούσε τη λεπτή φινέτσα του κορμιού της ή αν μήπως έγινε μια χοντρή νοικοκυρά…

Οι σκέψεις του διακόπηκαν καθώς η ματιά του έπεσε σε μια λεπτή φιγούρα που κατηφόριζε την ακρογιαλιά. Ήταν μια λεπτή γυναίκα που με μεγάλες δρασκελιές ροβόλιζε προς τη θάλασσα. Η καρδιά του σκίρτησε γιατί από την κορμοστασιά της και το βάδισμα της κατάλαβε αμέσως πως ήταν η παιδική του φίλη.

Με χαρά άρχισε να της φωνάζει με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του, και τα χέρια ψηλά με δύναμη τα κουνούσε και τη χαιρετούσε.

Μόλις τον κατάλαβε η κοπέλα, άρχισε να τρέχει να τον συναντήσει. Βούτηξε στη θάλασσα και αμέσως με δύναμη σφιχταγκαλιάστηκαν και χαρούμενοι ξεχάστηκαν αγκαλιασμένοι ώρα πολλή. Πέρασαν χρόνια να ειδωθούν, πεθύμησε ο ένας τον άλλον, είχαν πολλά να πουν, πολλά να θυμηθούν.

Έμειναν ώρες αγκαλιασμένοι, δεν χόρταινε ο ένας τον άλλο. Κοιτάζονταν στα μάτια, πραγματικά είχε νοσταλγήσει ο ένας τον άλλο. Είχαν αφήσει την νοσταλγία τους εν κρυπτώ, χωρίς να φαντάζονται πόσο μεγάλη ήταν, και τώρα αγκαλιασμένοι, διαπίστωναν του λόγου το αληθές. Και ύστερα ως να ήταν φυσική συνέπεια, τα χείλη τους ενώθηκα σε ένα αγαπημένο και ερωτικό φιλί.

Ναι, ήταν ένας κρυφός έρωτας από παιδιόθεν που κανείς από τους δύο δεν είχε καταλάβει. Νόμιζαν πως ήσαν μόνο φίλοι, αλλά ο μακροχρόνιος χωρισμός τους και το ξαφνικό συναπάντημα τους, το σφικτό σφιχταγκάλιασμα τους, και το σκίρτημα στις καρδιές τους, φανέρωσαν τον κρυφό κοιμώμενο έρωτα που από παιδιόθεν είχαν στις καρδιές.

Το παραμύθι τελειώνει όμορφα, καθώς η κοπέλα δεν παντρεύτηκε, καθώς ο νέος ήταν ελεύθερος, έτσι παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΤΑΠΟΔΙ

Ο Λοΐζος από παιδιόθεν αγαπούσε τη θάλασσα και με ένα ψαροντούφεκο βουτούσε και κολυμπούσε από τη Γεροσκήπου μέχρι τη Χλώρακα στα βραχώδη παράλια των ρηχών νερών όπου μέσα στα θαλάμια τους κρύβονταν πολλά χταπόδια τα οποία με πολλή μαεστρία καμάκωνε.

Ο Χαμπής ο πατέρας του θεωρώντας τον ακόμα αφελές παιδίον, του θύμωνε να είναι προσεκτικός για να μην έχει κανένα μπελά. Αλλά το παιδίον χωρίς να τον λογαριάζει, συνέχιζε το μεράκι του χωρίς να σκέφτεται κινδύνους. Ήταν καλός ψαροντουφεκάς, γνώριζε όλους τους βυθούς, και καμιά φορά δεν γύρισε χωρίς καλή ψαριά. Περισσότερον όμως με το ντουφέκι του καμάκωνε χταπόδια.

Τώρα στα 50 του χρόνια αναπολεί κάποιες καλές και κακές στιγμές που του χαράχτηκαν στο μυαλό και του άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη σκέψη. Περιστατικά ασυνήθιστα, περιπετειώδη, πολλές φορές ευχάριστα, αλλά κάποτε επικίνδυνα.

Μια φορά στις ακτές της Γεροσκήπους συνάντησε ένα μεγάλο χταπόδι τόσο μεγάλο που λογικά θα έπρεπε να το αποφύγει καθώς ήταν τεραστίων διαστάσεων και που φάνταζε ένα επικίνδυνο θηρίο της θάλασσας , αλλά παρ όλα αυτά ούτε στιγμή δεν πέρασε στο μυαλό του να το αφήσει να γλυτώσει. Με το ντουφέκι του από κοντά το καμάκωσε, και αμέσως το άρπαξε από την κουκούλα και την αναποδογύρισε. Η θάλασσα γέμισε μελάνια, αλλά με τον τρόπο αυτό το χταπόδι αποδυναμώθηκε και τα πλοκάμια του έχασαν τη δύναμη να αντιδράσουν δυνατά και να τον τυλίξουν να τον σκοτώσουν.

Όταν με δυσκολία το έβγαλε στη στεριά, το άφησε στην ακτή και για να το μεταφέρει φώναξε φίλους του και το φόρτωσαν σε ένα φορτηγάκι. Στο σπίτι πάνω σε ένα μεγάλο και στέρεο τραπέζι το έκοψε κομμάτια και έφαγαν και χόρτασαν η οικογένεια του και όλη η γειτονιά. Το χταπόδι είχε το κάθε πόδι χοντρό ίσα με μια σωλήνα της ίντσας και ζύγισε μέχρι τέσσερις οκάδες. Όσο περίσσεψε το παρέδωσε σε έναν ταβερνιάρη που το έψησε και με την παρέα του ίσα με είκοσι ανοματοί, πάλι έφαγαν και χόρτασαν κατά κόρον.

Τα νέα διαδόθηκαν σε όλα τα χωριά και ο κόσμος του έδινε συχαρίκια και τα εγκώμια για λόγου του ήταν θαυμαστά και παινεμένα. Ο Λοΐζος πήρε τα πάνω του, πολύ το ευχαριστιόταν, και με περισσότερο μεράκι επιδιδόταν στο κυνήγι χταποδιών.

Μια φορά στη θάλασσα μεταξύ της Πάφου και της Χλώρακας συνάντησε ένα τέρας χταπόδι, μεγάλο ίσα με μια κάμαρη σπιτιού. Το είδε από μακριά καθώς τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να κρυφτεί στις σχισμές των βράχων, και χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, με προσοχή το κόντεψε από απόσταση ασφαλείας και το περιεργάστηκε. Καθώς μαζεμένο σε ένα βαθούλωμα του βυθού ήταν τόσο μεγάλο, έβαλε στη σκέψη πώς αν άπλωνε τα πλοκάμια αυτά ίσως να έφταναν πέρκει πενήντα μέτρα.

Από εκείνη τη μέρα του μπήκε στο μυαλό να το σκοτώσει. Έβαλε σημάδι την περιοχή και όποτε βουτούσε κολυμπούσε στο μέρος εκείνο για να το συναντήσει. Πολλές φορές το εύρισκε, πολλές φορές ήταν άφαντο. Όμως οι σκέψεις του κόλλησαν, έπρεπε να βρει τρόπο να το ψαρέψει.

Άρχισε να ρωτά και να μελετά, ήθελε παντοιοτρόπως να ανακαλύψει τρόπο να το σκοτώσει.

Στα πολλά τηλεφωνήματα που έκανε στην Ελλάδα σε καταστήματα ναυτικού εξοπλισμού, ανακάλυψε ένα μεγάλο ντουφέκι της θάλασσας, ίσως κανονάκι για καρχαρίες ή φάλαινες, και παράγγειλε να του το στείλουν.

Δεν είπε τίποτα ούτε σε φίλους ή γνωστούς, ούτε και στους γονείς του, γιατί ήξερε πως θα έπεφταν πάνω του να τον αντικόψουν.

Παρέλαβε λοιπόν το μεγάλο όπλο και πριν προβεί στο μεγάλο κυνήγι, το δοκίμασε πολλές φορές για να βρει την εμβέλεια του. Έβαλε σημάδι σε πόσα μέτρα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό, και ικανοποιημένος είδε πως το χοντρό λάστιχο με τη βοήθεια της φοράς του βάρους του καμακιού, μπορούσε να δράσει σε απόσταση πολλών μέτρων. Είχε σκοπό να πυροβολήσει το μεγάλο χταπόδι από μακριά, και ύστερα με υπομονή να περιμένει μέχρι να πεθάνει και να το μαζέψει.

Δεν τον ενδιέφερε πλέον άλλο ψάρεμα, όποτε η θάλασσα ήταν γαλήνια έβγαινε για να αναζητήσει το θεριό. Με υπομονή και επιμονή, για πολλές μέρες αφοσιώθηκε στο μεγάλο κυνήγι.

Και επιτέλους μια μέρα στο ίδιο σημείο που το πρωτοαντίκρισε, το ξαναείδε από μακριά να φαντάζει όπως ένα μικρό βουνό, μεγάλο ίσα με μια κάμαρη σπιτιού.

Κολύμπησε, το κόντεψε, και με ψυχραιμία το σημάδεψε. Με καλούς υπολογισμούς έμεινε σε απόσταση ασφαλείας, αλλά απόσταση ίσαμε το καμάκι να το φτάσει και να το καρφώσει.

Τράβηξε την σκανδάλη και το καμάκι εκτοξεύτηκε χωρίς μεγάλη ταχύτητα ένεκα τους βάρους το, αλλά ακριβώς ένεκα αυτού του μεγάλου βάρους, με δύναμη καρφώθηκε στην κουκούλα του χταποδιού.

Το χταπόδι αμέσως αντέδρασε και άρχισε να ταράσσει, να σπαρταρά και να χτυπά τα πόδια του με μεγάλη δύναμη. Τα νερά αναταράχθηκαν με δύναμη και ένα μεγάλο κύμα δημιουργήθηκε που με ορμή έσπρωξε προς όλες τις μεριές τη θάλασσα.

Ήταν τόσο δυνατό το κύμα που δημιουργήθηκε, που άρπαξε τον Λοΐζο, και με ορμή τον χτύπησε στα κοντινά βράχια της ακτής, σχεδόν να τον πεθάνει. Το κορμί του καταμακαιλώθηκε, πληγώθηκε, ο πόνος ήταν αφόρητος, τόσο μεγάλος που έχασε τις αισθήσεις του.

Ύστερα που πέρασε η ώρα και συνήλθε, βογκώντας από τους πόνους, με δυσκολία σηκώθηκε και βγήκε στη στεριά. Ένα περαστικός με αμάξι τον μετέφερε στο νοσοκομείο όπου τον κράτησαν και τον περιέθαλψαν.

Η ΒΟΥΒΑΛΟΠΕΤΡΑ

Στα βάθη των θαλασσών υπάρχουν ψάρια παράξενα, τέρατα, δράκοι. Υπάρχουν πλάσματα αφανέρωτα που όταν κάποιος τα αντικρύσει τον κυριεύει φόβος που του γίνεται εφιάλτης εφ όρου ζωής να τον κατατρέχει στα όνειρα του.

Πολλοί πιστεύουν ότι η θάλασσα πραγματικά κρύβει πράγματα και θάματα, καθώς τα ανεξερεύνητα άδυτα των βυθών, κανείς δεν τα έχει πλήρως χαρτογραφήσει. Όμως στα ρηχά κοντά στις στεριές, σπάνια φανερώνονται τέτοια πλάσματα, και γι αυτό κανείς δεν πιστεύει ότι θα του λάχει η μοίρα να τα συναντήσει. Μια ιστορία λοιπόν θα σας διηγηθώ, για έναν καλό ψαρά ο οποίος όταν συνάντησε ένα τέρας φοβήθηκε πολύ, και δεν ξανακόντεψε τη θάλασσα που για μια ολόκληρη ζωή του ήταν πάθος, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά.

Στον κόλπο του Πηλού στη Χλώρακα υπάρχει μια πέτρα η Βουβαλόπετρα, ένας μεγάλος βράχος ριζωμένος στέρεος και ακίνητος από τις μεγάλες τρικυμίες, του οποίου όνομα δόθηκε κατά το παλιό παρελθόν από κάτοικο ο οποίος γνώριζε τα εξωτερικά βοοειδή βουβάλια, καθώς ο βράχος έμοιαζε με ράχη βουβαλιού. Όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη η ράχη εξείχε από τα νερά, και οι ψαράδες με τα καλάμια τους είχαν έγνοια από τα χαράματα να πιάσουν πόστο, καθώς στη περιοχή τα ψάρια ήταν άφθονα.

Ο Άντωνος ένας ξακουστός εργολάβος και φανατικός ψαράς, τις ημέρες της σχόλης του κατάφερνε πάντα να καταλαμβάνει πρώτος το πόστο, έτσι ο βράχος απόχτησε ουρά, και τον ονόμασαν η Βουβαλόπετρα του Άντωνου. Δεινός ψαράς με περίσσια υπομονή, καθόταν στο βράχο υπό τον καυτό ήλιο ή το τσουχτερό κρύο, και με ένα καπέλο των καουμπόηδων, και φαντάζοντας γραφική φιγούρα ζωγραφικού μαυρόασπρου πίνακα, ψάρευε με τις ώρες. Ήταν ο καλύτερος ψαράς του χωριού και το παινευόταν, αλλά όμως ήταν η πραγματικότης και όλοι οι χωριανοί το παραδέχονταν.

Τα βράδια στο μικρό ταβερνάκι με την παρέα του απολάμβαναν τηγανιτά ψάρια που ο Φκωνής ο ταβερνιάρης τηγάνιζε με περίσσια τέχνη σε τρεμιχόλαο, και τους σερβίριζε πάντα το ίδιο ποτό, κρασί στερκό ή κοκκινέλι. Στο φαγοπότι και στη μέθη του ποτού, ο καθένας έλεγε τα δικά του, και ο Άντωνος τους έλεγε ιστορίες για τη θάλασσα και τα ψάρια που ψάρευε με το καλάμι εκεί στην Βουβαλόπετρα, την πέτρα που την θεωρούσε δικιά του.

Μιλούσε πολύ παραστατικά, και τους έλεγε καμιά φορά ιστορίες παράξενες, που οι συνδαιτημόνες του αν ήθελαν τις πίστευαν, αλλά από ευγένεια μην τον κακοφανήσουν, δεν έφερναν αντίρρηση. 

Τους είπε λοιπόν πώς μια μέρα ένιωσε το καλάμι βαρετό και δεν μπορούσε να το σηκώσει. Όμως με υπομονή, πείσμα και τέχνη, κατάφερε σιγά αλλά σταθερά να ανεβάσει τη λία του στην επιφάνεια,. Αλλά ω θεέ μου τι να δεί, είδε ένα άσχημο και αποκρουστικό πράγμα χλωμό σε χρώμα ξέβαθου ροζ, που είχε μια κεφαλή ίδια του καρχαρία γεμάτη κοφτερά δόντια, σώμα ίδιο ανθρώπου, σε μέγεθος ανθρώπου, με την κεφαλή δυσανάλογη, πολύ μεγάλη, ένα σιχαμερό τέρας, ένα ανατριχιαστικό όν.

Το αντίκρυσε κάτω από την επιφάνεια που ανέβαινε και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Τον έλουσε κρύος φόβος καθώς αντίκρυζε ένα πράγμα ανακαττσιαστό που δεν είχε ματαδεί, ένα φοβερό τέρας που τον κοίταζε και τον έλκυε σαν μαγνήτης. Με το μυαλό να θέλει να αντιδράσει, αλλά το κορμί να μην μπορεί, τρόμος τον κυρίεψε, πίστεψε ήρθε το τέλος του. Ήθελε να αφήσει την πετονιά να τρέξει να γλυτώσει, αλλά παραλυμένος και μαγνητισμένος έμεινε να χάσκει το φοβερό θεριό που με το βλέμμα τον πάγωνε και τον παρέλυε κυριολεκτικά, ένα βλέμμα ίδιο της Γοργώς της μυθικής Μέδουσας του φρικτού τέρατος σύμβολο του κακού, που δεν τον άφηνε να αντιδράσει. Τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα που διήρκησε το κακό συνάντημα, του φάνηκαν αιώνες αγωνίας και με αίμα παγωμένο, συνειδητοποίησε το τέλος του καθώς πλήρως κατανόησε ότι μαγνητίστηκε, ότι ήθελε να σπεύσει να συναντήσει το θηρίο, να ανταμώσει το θάνατο του.

Απελπισμένος αισθανόταν ότι η τρομακτική ματιά του όντος τον είχε υπνωτήσει. Στο στόμα τα κοφτερά δόντια έτοιμα να τον κατασπαράξουν φαίνονταν απαίσια και τρομακτικά. Το φοβερό βλέμμα διαπεραστικό ένιωθε ότι τον είχε απολιθώσει, και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τελείως απελπισμένος πίστεψε ότι σωτηρία δεν είχε, ότι ο Άντωνος τετέλεσται.

Και ξαφνικά το θεριό με ένα δυνατό σάλτο πετάχτηκε έξω από το νερό να τον καταβροχθίσει, να τον χάψει στα φοβερά του σαγόνια.

Αλλά φαίνεται η μοίρα διάβαινε με τον Άντωνο γιατί είχε Άγιο που τον πρόσεχε, καθώς εκείνη τη μικρή στιγμή, την απειροελάχιστη στιγμή που διήρκησε το σάλτο, το βλέμμα του θεριού ξεστράτισε και απελευθερωμένος από την ύπνωση ο Άντωνος ασυναίσθητα έγειρε στο πλάι, και το θηρίο πέρασε ξυστά κτυπώντας τον με δύναμη ρίχνοντας το κάτω, και με φόρα έπεσε στο νερό, στην άλλη μεριά. 

Έτσι παρατρίχα γλύτωσε ο καλός ψαράς, αλλά από το φόβο του δεν ξαναπήγε στη θάλασσα.

Και όταν είπε την ιστορία στους φίλους του μια νύχτα στην ταβέρνα του Φκωνή, λογικό ήταν να μην τον πιστέψουν, από την άλλη όμως δεν μπορούσαν να είναι εντελώς σίγουροι, καθώς κανείς τους δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο Άντωνος που είχε τη θάλασσα μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, εδώ και μέρες είχε ξεκόψει μαζί της δίχως άλλο φανερό λόγο. 

ΤΟ ΓΙΩΡΚΟΥΪΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΝΕΡΙ

Το όνομα Γεώργιος προέρχεται από τις λέξεις γη και έργο, δηλαδή εννοεί αυτόν που ασχολείται με τη γη, τον Γεωργό. Η ιστορία του Αγίου Γεωργίου που σκότωσε τον δράκοντα και η ιστορία του μυθικού Βελλεροφόντη που σκότωσε τη Χίμαιρα τέρατα που ξερνούσαν φωτιά και έκαιαν τα σπαρτά, άφησε ως παράδοση κάθε Ελληνική οικογένεια να ονοματίζει ένα από τα παιδιά της Γεώργιο. 

Το Γιωρκούιν με τέτοιο Αγιασμένο όνομα που είχε, το τιμούσε και το γιόρταζε κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του. Μια φορά αποφάσισε για τη γιορτή του να οργανώσει ένα διαφορετικό δείπνο, έτσι την προηγούμενη πήγε στη θάλασσα να ψαρέψει με δυναμίτη και να κάμει ένα μεγάλο τσιμπούσι με ψάρια να ευχαριστηθούν συγγενείς και φίλοι.

Το υποκοριστικό Γιωρκούιν του το κόλλησαν καθώς πολύ δραστήριος από μικρός, ξεχώριζε από όλους τους άλλους στο χωριό με ίδιο όνομα.

Όνομα και πράμα λοιπόν, ήξερε πολλές τέχνες. Ήταν ζευγαλάτης, γεωργός, βοσκός, ψαράς. Όμως περισσότερο ήταν κολλημένος με τη θάλασσα. Αλίευε με όλων των ειδών τρόπους και είχε ως περισσότερη αγαπημένη μέθοδο, το ψάρεμα με δυναμίτη καθώς με αυτόν τον τρόπο έπιανε πολλά ψάρια κατά παρασάγγης ευκολότερα.

Στην Κύπρο η χρήση του δυναμίτη άρχισε μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, και άνθισε την εποχή της Βρετανικής κυριαρχίας, και κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής δημοκρατίας. Καθώς ο κόσμος πεινούσε, και ενώ παντού βρίσκονταν εκρηκτικά ένεκα των πολέμων, πολλοί έμπαιναν στον πειρασμό και χρησιμοποιούσαν αυτή τη μέθοδο, διακινδυνεύοντας να τραυματιστούν, να συλληφθούν, να φυλακιστούν…

Πρωί πρωί αρματώθηκε τα χρειαζούμενα του και καβαλίκεψε τον Σιερκά ένα γέρο γαϊδούρι που το είχε η μάνα του εδώ και χρόνια για τις δουλειές στα περβόλια, και ξεκίνησε να πάει στον Πάρακα ένα ψηλό γκρεμό πάνω από τη θάλασσα. Ήταν η θάλασσα εκεί ένα πέρασμα ψαριών τα οποία συνήθως περνούσαν κατά αλάγια. Ξεπέζεψε και παλούκωσε τον γάιδαρο σε ένα πλησίον χωράφι να ξαποστάσει και να βοσκήσει με την ησυχία του καθώς ο ίδιος μάλλον θα παραμόνευε για ψάρια πολλές ώρες.

Ετοίμασε μια ράβδο σιουσιούκου δυναμίτη, και τον όπλισε με καψούλι. Έχοντας τον στο χέρι έτοιμο, στάθηκε στην άκρη του γκρεμμού και κατόπτευσε κάτω τη θάλασσα. Ήταν μια θάλασσα πολύ βαθιά με βραχώδη βυθό, όπου ενδιάμεσα υπήρχαν χάστρες καλυμμένες από κατάξανθη άμμο, έτσι που όταν τα ψάρια περνούσαν, ξεχώριζαν όπως η μύγες στο γάλα.

Εκείνη τη μέρα φάνηκε τυχερός. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ, και το μάτι του πήρε να ξεχωρίσει πάνω από την αμμώδη χαράδρα ένα τεράστιο μινέρι. Το υπολόγισε στα 30 κιλά, και σκέφτηκε πως ο Αρχάγγελος ο δικός του Άγιος του το έστειλε ως δώρο για τη γιορτή του.

Αμέσως άναψε το φυτίλι και έριξε τον δυναμίτη. Βιαστικά έβγαλε τα ρούχα του και γρήγορα κατέβηκε τα ψηλά βράχια. Βούτηξε, αλλά πουθενά το μινέρι. Σκέφτηκε ότι ίσως η πίεση της δυναμίτηδος να το έριξε σε καμιά τρύπα. Γνωρίζοντας καλά τον βυθό, με τη μάσκα που φορούσε άρχισε να ψάχνει και το είδε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα σκοτωμένο. Βούτηξε μονομιάς και το άρπαξε. Ήταν τεράστιο όμως και δεν τους χωρούσε το άνοιγμα να βγουν έξω. Έτσι κρατώντας το από την ουρά σφικτά να μην του γλιστρήσει και το χάσει, το πρόταξε μπροστά πρώτα αυτό και ύστερα αυτός, να βγουν από το άνοιγμα.

Αυτό που συνέβη τη μέρα εκείνη, το θυμόταν και το διηγόταν ως τα βαθιά του γεράματα που έζησε. Ενώ το είχε προταγμένο προς την επιφάνεια και κολυμπούσε, είδε άξαφνα μπροστά του ανοιχτά κάτι τεράστια σαγόνια με κοφτερά σαν βελόνες δόντια σκυλόψαρου και ύστερα να κλείνουν και να δαγκώνουν το μινέρι. Ευτυχώς κρατούσε το τεράστιο ψάρι από τη μέση και κάτω, και έτσι τα χέρια του γλύτωσαν από τα κοφτερά δόντια του καρχαρία. Αγανακτισμένος για την κακή του τύχη, σφικτά τραβούσε το μινέρι να μην το χάσει, αλλά ο καρχαρίας ήταν πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός, έτσι μετά από λίγα δευτερόλεπτα πάλης τον απέσπασε από τα χέρια του και έφυγε μακριά μέσα στα βαθιά νερά.

Ο καλός ψαράς που ήλπιζε να κάμει για τη γιορτή του ένα συμπόσιο με διαφορετική τροφή από άλλες φορές, σκέφτηκε πως θα πρόσφερνε στους καλεσμένους του πάλιν κρέας όπως και κάθε χρόνο. 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΟΝΤΟΥΦΕΚΑΣ

Από μικρό παιδί ο Πάμπος του Γιωρκουθκιού, λάτρευε τη θάλασσα. Δεν την φοβόταν καθόλου και κάθε μέρα καλοκαίρι ή χειμώνα στη θάλασσα του χωριού του, βουτούσε και την εξερευνούσε. Έμαθε τα μυστικά της πέτρα με πέρα, σχισμή με σχισμή, την κίνηση των νερών, τα υπόγεια ρεύματα.

Δεν αγαπούσε τα γράμματα, παρά μόνο τη θάλασσα. Έτσι μόλις τέλειωσε το δημοτικό τα παράτησε και έπιασε δουλειά ως παραπαίδι σε ένα χωριανό του επαγγελματία ψαρά.

Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, και δίχα της δεν μπορούσε. Όμως η πραγματική του αγάπη ήταν το υποβρύχιο ψάρεμα, έτσι όταν στα δεκαέξι του χρόνια κατάφερε να έχει λίγα χρήματα, απόχτησε το πρώτο του ψαροντούφεκο που χρόνια ονειρευόταν. Καθημερινά τα βήματα του τον έφερναν στην παραλία. Βουτούσε και ψάρευε, καμιά φορά δεν γύρισε χωρίς ψάρι. Ψάρευε κυρίως σορκούς και ορφούς και γέμιζε το ρεχτήρι του. Το ρεχτήρι ήταν ένας στερεός χοντρός σπάγγος μήκους λίγων μέτρων ώστε να μην σκαλώνει σε διάφορα εμπόδια που τον είχε δεμένο στη μέση του και τον έσερνε, και πάνω έρεσσε τα ψάρια.

Πολύ γρήγορα η φήμη του απλώθηκε σ όλους τους θαλασσομάχους της περιοχής. Στο καφενείο του χωριού οι ξωμάχοι τον καλούσαν να κάτσει μαζί τους και τον παρότρυναν να τους λέει ιστορίες από τις υποβρύχιες καταδύσεις του τις οποίες με ενδιαφέρον άκουγαν, αλλά και αυτός με καμάρι εξιστορούσε…

…Μια φορά στα δεκαεφτά του χρόνια βούτηξε στη θάλασσα της Αλικής και κολυμπώντας ζικ ζακ, διένυσε την απόσταση μέχρι τη θάλασσα του Κοττσιά, μια μικρή απόσταση, αλλά επειδή εξονυχιστικά έψαχνε τις υπόγειες σχιμές και σπηλιές, του χρειάστηκαν αρκετές ώρες. Ήταν μια βραχώδης περιοχή την οποία γνώριζε καλά και στην οποία πάντα εύρισκε ψάρια να ψαρέψει. Όμως τούτη τη φορά, ούτε μικρό ψαράκι  υπήρχε στα νερά, όπως μια αόρατη δύναμη να τα έδιωξε. Παραξενεμένος συνέχισε να κολυμπά χωρίς να τα βάζει κάτω, ήθελε οπωσδήποτε να λύσει την περιέργεια του για το παράξενο αυτό φαινόμενο. Στο ρεχτήρι του που το είχε ζωσμένο στη μέση, ούτε ένα ψάρι δεν θα πέρναγε αυτή τη φορά, σκέφτηκε.

Ήταν δεινός κολυμβητής και είχε μεγάλες αντοχές στην αμφίβια κατάδυση. Μπορούσε να κρατά την αναπνοή του πέραν των δύο λεπτών σε αντίθεση με τον μέσο όρο των 30 ως 60 δευτερολέπτων που θα μπορούσε κάποιος να αντέξει. Αυτό του το προτέρημα τον βοηθούσε να βουτά μέσα σε μικρές σπηλιές και τρύπες και να πιάνει κυρίως ορφούς, ψάρια που συνηθίζουν να κρύβονται σε τρύπες και σχισμές. Σκέφτηκε λοιπόν να βουτήξει σε μια τρύπα πολύ βαθιά κάτω του όπου έπλεε, σε μια τελευταία προσπάθεια να βρει κάποιο ψάρι. Πήρε βαθιά αναπνοή και έκανε το μακροβούτι. Έφτασε στον πάτο της θάλασσας, βρήκε την τρύπα και έβαλε το κεφάλι του μέσα. Με έκπληξη αντίκρισε μέσα να κολυμπούν κάμποσοι τεράστιοι σε μέγεθος σορκοί. Ευχαριστημένος αποφάσισε να μην του ξεφύγει κανείς όση ώρα και αν χρειαζόταν να κρατήσει την αναπνοή του. Άρχισε έναν έναν να τους ντουφεκά. Με ψυχραιμία σκότωνε τον ένα, τον πέρναγε στο ρεχτίρι, και συνέχιζε με τον επόμενο. Χρειάστηκε περισσότερο από όσο άντεχε, οι πνεύμονες του ήθελαν να σπάσουν, αλλά με πείσμα επέμενε ώσπου τους σκότωσε όλους. Η όλη προσπάθεια διάρκεσε ελάχιστα λεπτά που του φάνηκαν όμως αιώνες.

Μόλις κάρφωσε τον τελευταίο χωρίς να τον ρέξει στο ρεχτήρι, έκανε ένα σάλτο ανόδου μέσα στο νερό, και με φόρα βγήκε στην επιφάνεια και ρούφηξε άπληστα τον αέρα γεμίζοντας τα πνεμόνια του με οξυγόνο.

Αφού ευχαριστήθηκε αέρα και οξυγόνο, περιεργάστηκε τα ψάρια. Ήταν ενιά θεόρατοι σορκοί μήκους μισού μέτρου, και σίγουρα περισσότερο από δύο κιλά ο καθένας. Ήξερε πως οι σορκοί με το πέσιμο του καιρού όταν τα νερά αρχίζουν και αναταράσσουν και θολώνουν, βγαίνουν για αναζήτηση της τροφής τους. Αυτό σήμαινε πως άρχισε η θάλασσα να αλλάζει και ίσως κάποιο μπουρίνι να ερχόταν, οπότε θα έπρεπε να βγει γρήγορα στη στεριά σκέφτηκε.

Όμως δεν πρόλαβε να κολυμπήσει να βγει στη στεριά, και ένας τεράστιος ορφός πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά του, όπως να του έλεγε σκότωσε με. Αν και ξαφνιάστηκε, εντούτοις συνηθισμένος να είναι πάντα σε επιφυλακή, τον τουφέκισε και τον τρύπησε με την τρίαινα του καμακιού ο οποίος μόλις πιάστηκε με μια κίνηση κατέφυγε στο βυθό και τρύπωσε σε μια τρύπα.

Όταν ο ορφός πιαστεί, καταφεύγει σε τρύπες και εκεί φουσκώνοντας τα σπάραχνα και στρέφοντας την ουρά του προσπαθεί να μαγκώσει, κάνοντας την απόσπασή του δύσκολη. Όμως ο μικρός ψαράς δεν είχε σκοπό να τον χάσει. Γνωρίζοντας ότι ο ορφός στην αναπνοή του θα ξεφούσκωνε, περίμενε με υπομονή, ώσπου κατάφερε και τον τράβηξε έξω. Τον πέρασε στο ρεχτήρι και γύρισε κατά τη στεριά μεριά.

Όμως σε αυτή την καθυστέρηση η θάλασσα άλλαξε απότομα. Αγρίεψε και μεγάλα κύματα σηκώθηκαν. Ένα ρεύμα τον άρπαξε, τον τύλιξε και τον τράβηξε κάτω. Τον στριφογύρισε και τον έτριψε στα βράχια και στην άμμο κάτω στο βυθό με μεγάλη δύναμη. Ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να αντισταθεί, γι αυτό σαν επιδέξιος κολυμβητής και γνώστης αυτών των φαινομένων, με ψυχραιμία πάλεψε μαζί του ήρεμα, και πηγαίνοντας με τη φορά του, κατάφερε να ξεφύγει. Ύστερα αφέθηκε στη φορά των κυμάτων τα οποία τον έριξαν έξω στα βράχια γδέρνοντας ολόκληρο το κορμί του. Πληγώθηκε αρκετά, αλλά γλύτωσε.

Όμως πρώτη του έγνοια δεν ήταν ο γλυτωμός του, αλλά η κλωστή που είχε ριγμένα τα ψάρια.  Αλλά άχ τι κακό, είδε ότι η κλωστή χάθηκε, δεν ήταν στη μέση του. Στην πάλη του με τα ρεύματα ξελύθηκε στη θάλασσα.

Πολύ στενοχωρημένος ξέχασε να χαρεί που γλύτωσε τη ζωή του, και έμεινε με τις πληγές στο σώμα του που τον πονούσαν, να μαραζώνει για την απώλεια του.

Όταν ξεκουράστηκε και συνήρθε λίγο, πήρε τη στράτα για το χωριό. Κατακουρασμένος όπως ήταν, έπεσε ξερός να κοιμηθεί…

Κατά τις πολύ πρωινές ώρες ξύπνησε απότομα από μια ιδέα που του ήρθε στον ύπνο.

-Αν τα ψάρια δεν σκόρπισαν και τα κύματα τα έριξαν έξω όπως έριξαν και αυτόν; Αν αυτό είχε συμβεί, τώρα που η τρικυμία έκατσε και η θάλασσα πήγε μέσα, ίσως τα ψάρια να μην παρασύρθησαν μέσα και να έμειναν έξω.

Αυτά σκέφτηκε και με βια έβαλε τα ρούχα του και με βια ροβόλησε στη θάλασσα. Το φως άρχισε να χαράσσει, και περπατώντας κατά μήκος της ακτής, σε μια λακκούβα λίγο πιο πέρα από εκεί που έσκαγε το κύμα, βρήκε την κλωστή με τα ψάρια μέσα στο νερό. Έσκυψε και τα περιεργάστηκε, ήταν όλα όσα  είχε ψαρέψει και αχ τι καλά, σκέφτηκε, ήσαν όλα ανέπαφα. 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΨΑΡΑΣ

Μια φορά έναν καιρό σ΄ ένα ψηλό βουνό, ζούσε ένας μεγαλοβοσκός με πολλά παιδιά και αμέτρητα πρόβατα και γίδια. Όλες τις δουλειές τις έκαναν μαζί οικογενειακώς. Τα έβοσκαν, τα άρμεγαν, έφτιαχναν τυριά και χαλούμια, κούρευαν τα πρόβατα.

Κάθε τόσο καιρό, φόρτωναν τα προϊόντα της παραγωγής τους σε δυο τρία γαϊδούρια και ο πατέρες με συντροφιά ένα από τα παιδιά του, κατέβαινε στην πόλη και τα πουλούσαν.

Χειμώνες, καλοκαίρια, και όλες τις εποχές, ζούσαν ήσυχη ζωή έχοντας απ όλα τα αγαθά, όσα τους πρόσφερε η φύση.

Σχεδόν δεν ήξεραν από ασθένειες καθώς το φυσικό περιβάλλον όπου διαβίωναν ήταν αμόλυντο και καθάριο.

Η φύση τους παρείχε  πλουσιοπάροχα όσα χρειάζονταν, και με τον κόπο τους παρήγαγαν και επεξεργάζονταν όσα τους έδινε.

Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσαν οι ίδιοι τον τρόπο ζωής τους.

Ήταν δύσκολη και σκληρή η βιοπάλη, αλλά ποτέ δεν πείνασαν.

Ζούσαν μια μονότονη καθημερινή ζωή χωρίς τις πολυτέλειες της αστικής ζωής, όμως ήσαν ευχαριστημένοι και δόξαζαν το θεό για όσα τους έδινε.

Το μικρότερο παιδί δεν είχε συνομήλικα του αγόρια να παίζει, γι αυτό έτρεχε με τα ριφάκια και τα αρνάκια και έπαιζε μαζί τους, ήταν η συντροφιά του. Όσο μεγάλωνε όμως, βαριόταν όλο τα ίδια, βαριόταν ολημερίς να τρέχει τα αγριοκάτσικα, δεν του άρεσε να τρέχει να κουράζεται, ήθελε μια δουλειά ήσυχη χωρίς τρεξίματα, χωρίς κούραση.

Έτσι σκεφτόταν μόλις μεγαλώσει να πάει κάτω στην πεδιάδα να ζήσει με τους άλλους ανθρώπους, να μάθει καινούργια πράγματα, να βρει μια καινούργια δουλειά ήσυχη και ξεκούραστη.

Από το βουνό ψηλά, έβλεπε τη θάλασσα απέραντη να απλώνεται στον ορίζοντα με βάρκες και καΐκια μέσα να αρμενίζουν, και όλο ρωτούσε να μάθει. Αλλά οι γονείς του και τα αδέρφια του ήσαν αγράμματοι και λίγα ήξεραν να του πουν. Του έλεγαν πως είναι γεμάτη ψάρια και οι ψαράδες με καλάμια και βάρκες τα έπιαναν και τα πουλούσαν..

Όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε και ο θαυμασμός του, οι απορίες του, και το ενδιαφέρον του για τη θάλασσα.

Με τη μέρα, με το μήνα, με τον χρόνο, όσο ανδρωνόταν, του έγινε έμμονη ιδέα και συνεχής σκέψη. Πίστεψε πως έπρεπε οπωσδήποτε να αφήσει τα ζώα πίσω του και να γίνει ψαράς.

Μάταια οι γονείς και τα αδέρφια του προσπάθησαν να τον αντικόψουν, αυτός πεισματικά τους έλεγε πως αν δεν εκπληρώσει το όνειρο του, θα σβήσει, θα πεθάνει, θα σκοτωθεί, και αυτοί θα έχουν το κρίμα του.

Έτσι με μπαμπεσιά και δόλιο τρόπο κατάφερε τον πατέρα του να πιστέψει όσα τους έλεγε και να ενδώσει. Μια μέρα λοιπόν πήρε το νεαρόν παιδί, και κατέβηκαν στην πόλη, στο παλιό λιμανάκι της Πάφου. Έψαξαν και διαπραγματεύτηκαν με ψαράδες, και συμφώνησαν με ένα ψαρά να αγοράσουν το μισό μερίδιο της βάρκας του να συνεταιρέψουν,

και να του μάθει ταυτόχρονα την τέχνη του ψαρέματος. Ο καλός ψαράς άλλο δεν ήθελε καθώς δεν είχε βοηθό, αλλά χρειαζόταν επίσης χρήματα καθώς το επάγγελμα του ψαρά δεν ήταν τόσο προσοδοφόρο.

Από βοσκός λοιπόν, το μικρό παιδί από τη μια μέρα στην άλλη έγινε ψαράς. Γεμάτος χαρά σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν μέσα στη βάρκα να ταξιδεύει τις θάλασσες και να αναπνέει το καθαρό ιώδιο κάτω από ένα γαλάζιο ουρανό που πέρα στον ορίζοντα ενωνόταν με την θάλασσα και ο ήλιος μέσα έδυε δμιουργώτας χρωματιστά ηλιοβασιλέματα χάρμα οφθαλμών και αισθήσεων.

Όταν μπήκε στη βάρκα την πρώτη φορά ήταν χαρούμενος. Η θάλασσα ήταν λάδι, και η επιστροφή τους στέφθηκε με επιτυχία καθώς ψάρεψαν πολλά ψάρια, αλλά ακόμα περισσότερο ευτυχής, ήταν την επόμενη μέρα στο παζάρι που πίσω από τον πάγκο τους ο κόσμος έστεκε ουρά να τα αγοράσει.

Την επόμενη φορά όμως η θάλασσα είχε φουρτούνα και η βάρκα έγερνε από τη μια και την έλη ενώ το μπότσι την κουνούσε ακανόνιστα. Ο νεαρός ψαράς ζαλίστηκε, ήθελε να βγάλει τα σωθικά του. Όμως ο γέρο ψαράς τον καθησύχαζε πως με τον καιρό θα τη συνηθίσει.

Άλλες φορές κινούσαν για ψάρεμα τα μεσάνυχτα και πηγαίνοντας στα ανοιχτά αφού κάλαραν τα δίχτυα, έριχναν άγκυρα και κοιμόντουσαν μέσα στη βάρκα δυο-τρεις ώρες ως το χάραμα που ξυπνούσαν και τα μάζευαν.

Άλλες φορές ξεκινούσαν απόγευμα και τέλειωναν τα μεσάνυχτα της επομένης μέρας.

Κάποτε έπιαναν ψάρια πολλά, κάποτε ελάχιστα. Ήταν μια κουραστική δουλειά, ένα συνεχές πάλεμα με τη θάλασσα. Πολλές φορές τα δελφίνια έσκιζαν τα δίχτυα και οι καλοί ψαράδες γεμάτοι πίκρα γύριζαν στη στεριά άπραχτοι και ζημιωμένοι.

-Έτσι είναι αυτή η δουλειά του έλεγε ο γέρο ψαράς.

-Ούτε ώρες καταλαβαίνει ούτε καιρό. Όποιος θέλει να δουλέψει πρέπει να είναι συνέχεια στη θάλασσα.

Και ο μικρός ψαράς με τον καιρό, κατάλαβε πόσο δύσκολο είναι το επάγγελμα του ψαρά. Είδε με πόσο δύσκολο τρόπο έβγαιναν τα λεφτά, και πως τις περισσότερες φορές δεν έβγαιναν.

Και σκέφτηκε πως κάποιος πρέπει να είναι τρελός για να θέλει να το κάνει ως βιοποριστικό επάγγελμα. Άλλο είναι να το έχει κάποιος πάρεργο από αγάπη για τη θάλασσα, και άλλο επάγγελμα και τρόπο ζωής.

Και σκέφτηκε πως ευκολότερο είναι να αγαπά κάποιος τη θάλασσα από μακριά παρά από κοντά. Θυμήθηκε τις ξένοιαστες εκείνες μέρες στο βουνό, που την έβλεπε από ψηλά και πολύ του άρεσε να την παρακολουθεί άλλοτε ησυχασμένη και άλλοτε τρικυμισμένη.

Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν στερνή γνώση είχε για πρώτη, θα προτιμούσε βοσκός και ευτυχισμένος παρά ψαράς και αγχωμένος. 

Η ΚΑΚΙΑ ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ

Τα Ροδαφίνια της Χλώρακας είναι μια θάλασσα ανοιχτή, που εντούτοις τον περισσότερο καιρό είναι ησυχασμένη γιατί ανοίγει προς τον Νοτιά και ταυτόχρονα ο Πουνέντες δεν την πιάνει καθώς προστατεύεται από το μικρό ακρωτήριο της Μούττης και τις ξέρες του Φουρφουρή.

Είναι μια βραχώδη περιοχή με σπήλαια που τα σκεπάζει η θάλασσα και μέσα ζουν πολλών ειδών ψάρια.

Έξω στη στεριά λίγα μέτρα, είναι μια μικρή λίμνη που συγκοινωνεί υπόγεια με τη θάλασσα η οποία όταν φουρτουνιάζει τη γεμίζει φύκια μέχρι που δεν ξεχωρίζει από την ξηρά. Όταν όμως είναι καθαρή από φύκια, καθάρια είναι και τα νερά της όπου μέσα πλέουν ψάρια, οστρακοειδή και μαλάκια.

Τα παλιότερα χρόνια ο τόπος ήταν σχεδόν έρημος από ανθρώπους καθώς ο πληθυσμός του χωριού μετριόταν σε μερικές δεκάδες, έτσι όσοι σύχναζαν ήταν ψαράδες και βοσκοί.

Μέσα στη λίμνη τα παιδιά του χωριού κολυμπούσαν και έπαιζαν, αλλά κυρίως έβγαιναν τις νύχτες πυροφάνι και μάζευαν κάουρες, καραβίδες και οχταπόδια.

Στο υπόγειο φυσικό άνοιγμα που την ένωνε με τη θάλασσα κανείς δεν τολμούσε να βουτήξει από τη μια και να βγει στην άλλη μεριά, καθώς ήξεραν ιστορίες φοβικές που τους τρόμαζαν. Ούτε μικροί, ούτε μεγάλοι το αποτολμούσαν. Ήξεραν από τους γονιούς τους πως κάποιοι που το τόλμησαν χάθηκαν δια παντός.

Έλεγαν πως τα παλιά χρόνια στη θάλασσα αυτή ζούσε μια γοργόνα και οι ψαράδες που την φοβόντουσαν, απέφευγαν να ξανοιχτούν με τις βάρκες τους να ψαρέψουν, γιατί ήταν η αδερφή του μέγα Αλέξανδρου και δεν τους αγαπούσε καθώς θεωρούσε τους ανθρώπους υπαίτιους του θανάτου του. Έλεγαν ακόμα ότι δεν είχε ψυχή και σκότωνε τους ανθρώπους για να αποκτήσει την δική τους. Η ψυχή λέγουν οι περισσότεροι είναι αθάνατη, γι αυτό και οι γοργόνες που το γνώριζαν, ήθελαν πάση θυσία να αποχτήσουν τη ψυχή μοιανού ανθρώπου ώστε να ζήσουν αιώνια. Με κόλπα και γλυκόλογα έχοντας τα στήθια τους γυμνά, προσπαθούσαν να ξελογιάσουν τους ναυτικούς, να τους πάρουν μαζί τους στο βυθό, να τους σκοτώσουν, να πάρουν τη ψυχή τους. Έτσι οι ψαράδες απέφευγαν τη θάλασσα των Ροδαφινιών.

Η γοργόνα όμως που νόμιζε πως ήταν πολύ έξυπνη και θέλοντας οπωσδήποτε να έχει ψυχή δική της, σκέφτηκε έναν τρόπο να αποκτήσει τη ψυχή μοιανού νεαρού ψαρά. Κολύμπησε λοιπόν στα ξέβαθα και κρύφτηκε στο υπόγειο πέρασμα της λίμνης και παραμόνεψε πολλές μέρες ώσπου μια μέρα ένας όμορφος νέος πήγε να ψαρέψει εκεί.

Του φανερώθηκε λοιπόν, και στην ασφάλεια της σήραγγας ώστε να μπορέσει να διαφύγει αν αισθανόταν κίνδυνο, αρχίνησε να του δείχνει τα κάλλη της και με γλυκόλογα προσπαθούσε να τον παρασύρει στο νερό. Όμως ο μικρός ψαράς και αυτός πονηρός και επιφυλακτικός δεν το ρίσκαρε, αλλά καθώς παρασυρμένος από την ωραιότητα της, σκέφτηκε να την ξεγελάσει και να την αιχμαλωτίσει.

Την έπιασε κουβέντα, και λέγοντας της ότι για να κατέβει στο νερό πρέπει πρώτα να αποκτήσει την εμπιστοσύνη της, και για να του το αποδείξει έπρεπε πρώτα αυτή να κάμει το πρώτο βήμα και να βγει από το λαγούμι έξω στα νερά της λίμνης.

Κουβέντα στην κουβέντα μίλησαν πολλή ώρα ώσπου ήρθε το σούρουπο. Η γοργόνα βιαστική μην φύγει ο μικρός ψαράς και τον χάσει, έκαμε το πρώτο βήμα και βγήκε από το λαγούμι.

Όμως ο μικρός ψαράς μονομιάς έσπρωξε ένα μεγάλο βράχο που ήταν στην άκρη της λιμνοθάλασσας, ο οποίος κύλησε και έφραξε το υπόγειο λαγούμι κόβοντας κάθε διαφυγή της γοργόνας.  

Η γοργόνα αλαφιασμένη και φοβισμένη αρχίνησε γοερές κραυγές. Και φυλακισμένη στη μικρή λιμνοθάλασσα των Ροδαφινιών έκλαιγε άναρθρα, και οι στριγκιές φωνές της διαχέονταν στην ατμόσφαιρα, και ο αντίλαλος του θυμού της δημιουργούσε ένα υπόκωφο δυνατό θόρυβο και ένα υποχθόνιο βρυχηθμό που φόβιζε τους ανθρώπους για τον απόμενο καιρό.

Όμως κάποιοι είπαν πως όλη η ιστορία είναι ένα παραμύθι, και ότι το υποχθόνιο βουητό που ακούγεται είναι το μπουμπουνητό της θάλασσας που όταν τρικυμιάζει, αδυσώπητα χτυπά τα τοιχώματα της λίμνης, και κάθε φορά δημιουργεί ένα σιντριβάνι από ατμοποιημένο νερό που σαν πυκνό σύννεφο εκτοξεύεται με δύναμη στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας ένα συριχτό ήχο ίδιο με τις τσιριχτές φωνές των Ειρηνίων, των Σειρήνων που μάγεψαν και έπνιξαν τους συντρόφους του Οδυσσέα.   

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΟΡΓΟΝΕΣ;

Οι καιροί ήσαν δύσκολοι και η φτώχεια μάστιζε τον πληθυσμό. Η ξηρασία στον τόπο διαρκούσε πολλά χρόνια και η γη στεγνή, δεν μπορούσε να αποδώσει. Πάσκιζαν οι άνθρωποι να επιβιώσουν, αλλά πιο τυχεροί ήσαν όσοι ζούσαν στις παράκτιες περιοχές. Περιγελώντας την αρχαία ρήση του Πιττακού «Γη πιστόν, θάλασσα άπιστον κέρδος», γύρεψαν από τη θάλασσα όσα ανάγκην είχαν χρείαν. Με καλάμια, απόχες και καμάκια ψάρευαν όλοι στο γιαλό, και όσοι ήσαν περισσότερο επιδέξιοι και έξυπνοι, τα κατάφερναν.

Σιγά με τον καιρό πολλοί εξελίχτηκαν σε σπουδαίους ψαράδες και έκαμαν το ψάρεμα κύριον έργον, και έκαμαν το επάγγελμα επιστήμη. Στην πολύχρονη μάχη που έδιναν με τη θάλασσα σιγά γνώρισαν τα στοιχεία της, απέκτησαν γνώσεις, έμαθαν τα σημεία των καιρών, κατάφεραν να την διαβάζουν.

Έτσι, σχεδόν όλοι όσοι ζούσαν κοντά στη θάλασσα έγιναν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ψαράδες. Με κάθε είδους τρόπο, βάρκες και δίχτυα, πετονιές, καμάκια, ψαροντούφεκα, παραγάδια, πυροφάνια, ψάρευαν για δική τους τροφή, για εμπόριο, για τον επιούσιο. 

Ήταν οι πρώτες δύο δύσκολες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Εγγλέζους οι οποίοι είχαν πτωχεύσει την νήσο, και οι κάτοικοι πάσκιζαν εξ αρχής παντοιοτρόπως να στήσουν ένα καινούργιο νοικοκυριό. Όμως ο τόπος ήταν φτωχός, οι περισσότεροι κάτοικοι ζούσαν από τη Γεωργία και τη κτηνοτροφία, επαγγέλματα που πλήγηκαν τα μέγιστα από τη μεγάλη ανομβρία εκείνης της εποχής. Πολλοί κάτοικοι ξενιτεύτηκαν και πολλοί στράφηκαν προς τη θάλασσα άλλοι ως σφουγγαράδες και άλλοι ως ψαράδες.

Ο Γιώρκος του Λεωνή ήταν μέγας βοσκός στον τόπο του, όμως ούτε αυτός άντεξε την μεγάλη ανομβρία καθώς η γη όλη ξεράθηκε και δεν υπήρχε βοσκή για τα πρόβατα του. Έτσι το κοπάδι αναγκαστικά μίκρυνε σε σημείο που ο καλός νοικοκύρης έπιασε πάρεργο το ψάρεμα. Αν και ύστερα που πέρασαν χρόνια και ξαναστήθηκε οικονομικά στα πόδια του, τη θάλασσα δεν την ματάφησε καθώς πολύ την αγάπησε και του έγινε βίωμα και έρωτας παντοτινός. Με τις ώρες ψάρευε, με τις ώρες την πάλιωνε, κατάντησε να γίνει γνώστης σχεδόν όλων των μυστικών που έκρυβε στα βαθιά νερά της. Χειμώνα ή καλοκαίρι, με άγριο ή ήπιο καιρό, με μπουνάτσες, με φουρτούνες, από τα χαράματα του φου και πιο ενωρίς, ευρισκόταν σε ένα μεγάλο βράχο και ψάρευε. Και όταν ξημέρωνε καλά, πήγαινε στα παραπλήσια βράχια που τα έβρεχε η θάλασσα και μάζευε φτειρες για να κάνει πασμό, τροφή για να προσελκύει τα ψάρια. Του έγινε συνήθειο και τρόπος ζωής, οξυγόνο που χωρίς του δεν μπορούσε να ζήσει.

Αυτή την άμετρη αγάπη την είχε και ο γιος του ο Κωστάκης που έγινε ένας από τους καλύτερους ψαράδες με δική του μεγάλη μηχανοκίνητη βάρκα, και με βοηθό τον πατέρα του ξανοίγονταν στα πέρατα των θαλασσών και έριχναν τα δίκτυα τους.

Ο Κωστάκης αγαπούσε και μελετούσε πολύ την ιστορία της θάλασσας, γι αυτό άκουγε με προσοχή όσους είχαν κάτι να πουν. Ιδιαίτερα του άρεσαν οι ιστορίες για τις γοργόνες, αλλά ήταν πολύ επιφυλακτικός, και όλο αναρωτιόταν αν υπάρχουν γοργόνες στ αλήθεια. Κάτι τέτοιο όμως του έμοιαζε εξωπραγματικό αν και γνώριζε πώς η μυθολογία βρίθει από αναφορές περι του αντιθέτου και πως ό αρχαίος μέγας φυσικός φιλόσοφος Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι το ανθρώπινο γένος προήρθε από υδρόβια είδη ζώων, μια θεωρεία που ακόμα και σήμερα διχάζει τους ανθρώπους και είναι πολλοί όσοι πιστεύουν στην ύπαρξη γοργόνων, εξ άλλου οι θάλασσες είναι ανεξερεύνητες και κρύβουν πολλά μυστικά, κετέληγε στη σκέψη του ο Κωστάκης.

Μια καθημερινή μέρα λοιπόν που η θάλασσα ήταν γαλήνια, είδε ο Κωστάκης πέρα στις ξέρες του Φουρφουρή μια σιλουέτα που δεν έμοιαζε με δελφίνι, να παιχνιδίζει με τα νερά, να βουτά, να βγαίνει στην επιφάνεια και να κολυμπά παιχνιδιάρικα. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον και ο νους του πήγε στις ιστορίες και στους μύθους για τις γοργόνες και αναρωτήθηκε μήπως είναι αληθινές. Έμεινε να παρακολουθεί με έκσταση και όσο κοίταζε, περισσότερο του έμπαινε η ιδέα στο μυαλό ότι μπορεί να είναι μια μικρή γοργόνα που βγήκε να παιχνιδίσει με τα ήρεμα κύματα που χτυπούσαν απαλά στις ξέρες αναταράσσοντας και αφρίζοντας τα νερά. 

Τις επόμενες μέρες με τον πατέρα του κάθε μέρα, έριχναν τα δίκτυα τους στην περιοχή εκείνη ελπίζοντας να ψαρέψουν το παράξενο γοργόψαρο και να λυθεί η περιέργεια πού φώλιασε έμμονη ιδέα στην καρδιά τους. Με επιμονή και υπομονή συνέχισαν το έργο, και χωρίς να απελπίζονται καρτερούσαν να επιτύχουν το σκοπό τους.

Ώσπου μια μέρα κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το παράξενο ψάρι. Τραβώντας τα δίκτυα, ανάμεσα στα ψάρια αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα, είδαν ένα γοργόψαρο να σπαρταράει απελπισμένο. Ελευθέρωσαν το παράξενο όν από τα δίκτυα, και έμειναν να κοιτάζουν εκστασιασμένα χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν μιλιά. Πραγματικά ήταν ένα γοργόψαρο σχεδόν ίδιο με άνθρωπο. Τους κοίταζε με βλέμμα φοβισμένο και απελπισμένο όπως να τους παρακαλούσε να το ελευθερώσουν.

Αφού οι καλοί ψαράδες βρήκαν τη μιλιά τους και αφού εξέτασαν καλά το παράξενο όν, αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμπέρασμα αν ήταν ψάρι, γοργόψαρο, ή μια μικρή γοργόνα. Αποφάνθηκαν πως αν ήταν γοργόψαρο ή γοργόνα, δεν είχαν το δικαίωμα να το κρατήσουν ούτε να το αφήσουν να πεθάνει, γι αυτό αποφάσισαν να το ελευθερώσουν.

Με προσοχή λοιπόν το εναπόθεσαν στο νερό, και αυτό με ένα μακροβούτι χάθηκε στα βαθιά νερά. Σε λίγο όμως, το αντίκρισαν πέρα μακριά να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και να παίζει με τους αφρούς, όπως να τους χαιρετούσε, όπως να τους ευχαριστούσε.

Και σκέφτηκε ο Κωστάκης ο ψαράς ότι ναι, μπορεί να υπάρχουν γοργόνες.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΧΑΗΛ

Τον Μάρτη και τον Απρίλλη η θάλασσα ημερεύει και είναι ο καιρός που οι ψαράδες ψαρεύουν αράδα, είναι η καλή εποχή τους. Όταν όμως η θάλασσα πει να αγριέψει, είναι η πιο κακή εποχή τους, είναι που στα καλά καθούμενα και δίχως ο καιρός να δείξει, αναταράσσουν τα νερά στα ξάφνου και στα γρήγορα, είναι οι εποχή που η θάλασσα πνίγει τους καλούς ψαράδες. Πιότερη γαλήνη και ηρεμία δεν ματάχει άλλους καιρούς, αλλά και το αντίθετο, έτσι που οι μεγάλες καιρικές μεταβολές που συμβαίνουν, δίνουν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάθει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματά τους.

Μέχρι τα μέσα του Απρίλη θεωρείται επίσης ότι οι ξαφνικοί και ισχυροί άνεμοι προξενούν ναυάγια και μέχρι τότε όσοι εχουν πλεούμενα προσέχουν δυο φορές, ή αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Παρόλα αυτά, με τον ερχομό του Μάρτη οι ψαράδες βγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν τα δίχτυα τους, είναι οι πιο καλές εποχές που πιάνουν ψάρια.

Ο Κώστας Λεωνίδα ο καλός ψαράς του χωριού, αφού με τον πατέρα του τον Γιώργο του Λεωνή όλη μέρα ξεκουράστηκαν, κατά τα μεσάνυχτα ανέβηκαν στη βάρκα τους και ανοίχτηκαν στα βαθειά, προς τη μεριά της δύσης. Έριξαν τα δίχτυα τους, και έγειραν πίσω να ξεκουραστούν, να περάσει η ωρα, νάρτει το ξημέρωμα για να τα ξαναμαζέψουν.

Πήρε να χαράσσει, η θάλασσα ήταν όμορφη και γαληνεμένη, ο καιρός ήταν πεντακάθαρος, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα τους, πρόσεξαν μια άκρα ησυχία, είχε απανεμιά, τα νερά της θάλασσας ήταν ακίνητα. Έμειναν να κοιτάζουν τον μακρινό ορίζοντα, και μια ανησυχία τους κυρίευσε για την απόλυτη ησυχία του καιρού και της θάλασσας.

Αποφάσισαν να μαζέψουν τα δίχτυα και να επιστρέψουν. Αρχίνισαν το εργο, και αφου τέλειωσαν, με ανακούφιση ετοιμάστηκαν για τον γυρισμό. Από το ακρωτήρι στο Κερατί, ως τον κόλπο των Ποτίμων πήγαιναν καλά, και το φως είχε φέξει αρκετα…

Μα ξάφνου και απότομα, σκοτείνιασε ο ουρανός, και μια αστραπή φώτισε όλο τον βαθύ ορίζοντα. Μια βουή ακούστηκε, η θάλασσα αγρίεψε και είδαν από τα βαθιά του πέλαου να βγαίνει ένας ανεμοστρόβιλος που με ασύλληπτη ταχύτητα έτρεχε και ερχόταν με πολλη βουή ολόισια πανω τους. Είχε σημάνει το τέλος το κατάλαβε, ένιωσε την δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τους αρπάζει και να τους σηκώνει ψηλά στον ουρανό, έκαμε τον σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και ήταν έτοιμος να παραδοθεί στο Θεό. Ώσπου απότομα ένιωσε να σταματά η φόρα προς τα πανω, ένιωσε την βάρκα να πέφτει με δύναμη στο κενό, να χτυπά με δύναμη στη θάλασσα, και ύστερα τα δίχτυα με τα ψάρια μέσα να πέφτουν πανω τους και να τους σκουλλίζουν.

Έτσι ξαφνικά που ήρθε το κακό, έτσι ξαφνικά πέρασε και έφυγε, ήταν όλα όπως πριν. Γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον πατέρα του να δει αν είναι καλά, τον είδε πολύ γαληνεμένο και τον άκουσε να ευχαριστεί το Θεό. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του και του είπε να ευχαριστήσει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τους έσωσε, και την άλλη μέρα να πάν να του ανάψουν το καντήλι. Του εξήγησε ότι την ωρα που ήρθε ο κίνδυνος, γύρισε κατά την Χλώρακα που είναι του Αρχαγγέλου, και του γύρεψε να τους γλυτώσει. Την ωρα που η άκρη του ανεμοστρόβιλου τους άρπαξε και τους σήκωσε μαζί του, απότομα σταμάτησε τη φορά του, άλλαξε πορεία, έφυγε και σβήστηκε στον ουρανό. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είχε κάμει το θαύμα του.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας, και δέχεται πολλές προσφορές και λιτανείες, καθώς και παρακλήσεις από ναυτικούς. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα ελληνικό πλεούμενο μεγάλο ή μικρό. Από τα κόλλυβα που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής του, παίρνουν μαζί τους πολλοί θαλασσινοί όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία, τα σκορπούν
 στη θάλασσα και λέγουν, Αι Νικόλα μου και πάψε την οργή σου, και αμέσως παύει η τρικυμία. Αν κινδυνεύουν λέγουν, Αι Νικόλα μου προστάτεψε μας, και αυτός τους γλυτώνει από πολλά δεινά.

Όταν ο καιρός γεμώνει και η θάλασσα φουσκώνει, τα κύματα βγαίνουν έξω στις στεριές καθώς με τη φουσκοθαλασσιά τα νερά της θάλασσας ψηλώνουν.

Υπό τέτοιες συνθήκες οι ψαράδες με τις μικρές τους βάρκες, δεν συνηθίζουν να αλαργέυουν στα βαθιά, αλλά προτιμούν να παραμένουν σε κλειστούς όρμους και καταφύγια.

Στις θάλασσες της Πάφου η φουσκοθαλασσιά συνήθως συμβαίνει όταν οι νοτιάδες σπρώχνουν τα θαλασσινά ύδατα οπότε τα νερά ψηλώνουν και φουσκώνουν και θολώνουν και τα ψάρια βγαίνουν στην επιφάνεια για να γυρέψουν τροφή καθώς η φουσκοθαλασσιά είναι καλή για πολλά είδη παράκτιων ψαριών λόγω της θολούρας η οποία και κάνει τα ψάρια λιγότερο επιφυλακτικά.

Αυτό το φαινόμενο στους ναυτικούς όρους λέγεται λόγγα. Στη Κύπρο και στη Μεσόγειο, το φαινόμενο δεν είναι τόσο έντονο. Δημιουργείται από κάποιους ανομοιογενείς παράγοντες όπως από την επίδραση της έλξης της σελήνης, του ήλιου, της περιστροφής της γης, της κλίσης της σελήνης, των μετεωρολογικών συνθηκών. Ένας καλός ναυτικός αναγνωρίζει τα σημάδια του καιρού και καταλαβαίνει πότε ο καιρός θα χαλάσει, και ξέρει πότε να ξανοιχτεί στα πελάγη ώστε να μην κινδυνεύει από τα τερτίπια της θάλασσας. Φυσικά πολλές φορές η θάλασσα είναι απρόβλεπτη και σε τέτοιες περιπτώσεις πολλούς καλούς ψαράδες έχει πνίξει στα βαθιά νερά της.

Για πολλές μέρες η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη και ο Κωστάκης ο καλός ψαράς της Χλώρακας, ανυπόμονα πρόσμενε τις καιρικές συνθήκες να αλλάξουν για να μπορέσει να αλαργέψει από το μικρό λιμανάκι, να πάει στο βαθύ πέλαγο να ρίξει τα δίκτυα του να ψαρέψει αφού άλλο επάγγελμα δεν είχε. Κολλημένος στο ραδιόφωνο άκουε τα μετεωρολογικά δελτία και εκαρτέρει την αλλαγή του καιρού για να μπορέσει να ξανοιχτεί στα βαθιά να καλάρει τα δίκτυα να πιάσει ψάρια να θρέψει τα παιδιά του.

Όταν επιτέλους ο καιρός πήγε να αλλάζει, με ένα αθκιασερό ως βοηθό που βρήκε στο καφενείο και δεν είχε τι να κάμει, ροβόλησαν για τη θάλασσα, στο μικρό όρμο που ήταν καλά δεμένη και προφυλαγμένη η βάρκα του.
Ο Κωστάκης ήταν θρήσκος και πίστευε πολύ στους Αγίους. Ως θαλασσινός διάλεξε για άγιο προστάτη του τον Άγιο Νικόλαο. Μέσα στη μικρή καμπίνα της βάρκας, είχε το εικόνισμα του κρεμασμένο εσαεί να τον προσέχει από φουρτούνες και καταιγίδες. Στο επάγγελμα ήταν πολλά χρόνια, και πίστευέ εκ βαθέων ψυχής ότι σε όσα είχε επιτύχει, ήταν με τη βοήθεια του.

Καθώς λοιπόν πολλά χρόνια στη θάλασσα, γνώριζε πως αυτή η φουσκοθαλασσιά ήταν ότι έπρεπε για να ψαρέψει ψάρια πολλά, κυρίως τσιπούρες είδος από τα καλύτερα ψάρια. Οδήγησε τη βάρκα προς την Πέγεια στη θάλασσα του Γερόνησσου, στο Μανίκι, προς την μεριά της στεριάς. Ήταν φουσκωμένη αλλά ήρεμη, όμως κατάσπαρτη με ξέρες και βράχια ψηλά που έφταναν μέχρι την επιφάνεια. Επικίνδυνη θάλασσα που όμως την ήξερε, και με προσοχή θα έπιανε ψάρια πολλά, όπως και έκαμε. Ύστερα από πολλή ώρα και ευχαριστημένος που ψάρεψε χωρίς μεγάλη δυσκολία, είπε στον βοηθό του να κάτσει στην πλώρη και να τον καθοδηγεί ώστε να αποφύγουν τα βράχια κα να ξανοιχτούν, να πάρουν το δρόμο του γυρισμού.

Όμως κάποιοι λέγουν ότι όταν φουσκώνει η θάλασσα, φουσκώνει και τα μυαλά των τσιρακιών, έτσι συνέβηκε σε αυτή την περίπτωση, και στον αφηρημένο βοηθό που διέλαθε της προσοχής του, δεν υπολόγισε καλά, δεν προειδοποίησε το μάστρο του, και η βάρκα κάθισε σε ένα βράχο.

Ο Κωστάκης στην τιμονιέρα έσβησε τη μηχανή και ανήσυχος βγήκε από την καμπίνα καταλαβαίνοντας το κακό που τους βρήκε. Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος και να μην ξεσπάσει την οργή του στον χαζό βοηθό, μέσα του όμως έβραζε και ξεχείλιζε ο θυμός. Βρίζοντας την τύχη του, σκέφτηκε πως εκεί στην ερημιά μακριά από σπίτια και ανθρώπους, με τον καιρό να γεμώνει επικίνδυνα και με τη θάλασσα να φουσκώνει όλο και περισσότερο, την είχαν άσχημα, ίσως να έχανε την βάρκα. Η ζωή τους δεν κινδύνευε γιατί ήσαν κοντά σε στεριά και θα κολυμπούσαν, όμως η βάρκα αν έμενε κολλημένη στη ξέρα, αν δυνάμωνε η θάλασσα περισσότερο, κάποιο δυνατό κύμα θα την τσάκιζε.

Πήρε τον ασύρματο και κάλεσε βοήθεια, άλλα ήξερε πως χρειαζόταν ώρα να καταφθάσει, έβλεπε ταυτόχρονα πως ο καιρός χαλούσε περισσότερο και με απελπισία καταλάβαινε πως ίσως να έχανε τη βάρκα του.

Η βάρκα του, η περιουσία του, ήταν ότι είχε, με αυτήν ζούσε την οικογένεια του, αν την έχανε θα έχανε ότι είχε. Να την ξεκολλήσουν ήταν αδύνατο, ήταν πολύ βαριά.

Σκέφτηκε πως μόνο ένα θαύμα θα τους έσωζε, δεν υπήρχε άλλη λύση ή θεραπεία. Ο καιρός άλλαζε και γρήγορα τα κύματα θα δυνάμωναν και θα αγρίευαν.

Ξαναμπήκε στη καμπίνα και γυρνώντας στο εικόνισμα του Αγίου Νικόλα έκαμε θερμή παράκληση να τον βοηθήσει, να κάμει το θαύμα του και να γλυτώσει τη βάρκα του.

Με πίστη στην καρδιά και εναποθέτοντας τις ελπίδες του στον Άγιο, έμεινε γονατιστός να προσεύχεται. Τα λεπτά περνούσαν αργά, ατελείωτα, ο χρόνος έπαψε να κυλάει.

Κι όμως, ήσαν όλα πέντε λεπτά. Ξαφνικά ένιωσε τη βάρκα να ψηλώνει και ύστερα να κάθεται και να ταλαντεύεται μέσα στα νερά. Κατάλαβε πως γλύτωσαν, πως η βάρκα ξεκόλλησε, πως έπλεε μέσα στα ασφαλή νερά της θάλασσας.

Αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί, και κουβεντιάζοντας με το βοηθό του κατάλαβε πως ένα μεγάλο κύμα που ήρθε από το πουθενά, σήκωσε και ξεκόλλησε τη βάρκα χωρίς να της

προκαλέσει ζημιά, και την εναπόθεσε στα πλατιά νερά.

Γεμάτος χαρά και κάνοντας το σταυρό του, δόξασε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλα που τους γλύτωσε από την περιπέτεια. Ήταν σίγουρος ότι ο Άγιος έκαμε το θαύμα του. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στο μικρό ξωκλήσι που δέσποζε στον ψηλό γκρεμό εκεί στο χωριό του, και θα άναβε μια λαμπάδα όπως το μπόι του προς τιμήν και δόξαν του άρχοντα και Άγιου των θαλασσινών και των ναυτικών. 

ΤΑ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ

Τα σφουγγάρια είναι ζωντανοί θαλάσσιοι οργανισμοί που η ανάπτυξη τους εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον στο οποίον ζουν. Βλαστούν στον βυθό, και όταν ανασύρονται προσεκτικά, η ρίζα τους ξαναβλαστά και γεννιούνται νέοι οργανισμοί που αναπτύσσονται ξανά σε σπόγγους.

Η ποιότητα τους εξαρτάται από το φωτισμό, τα ρεύματα και το πλακτόν με το οποίο τρέφονται. Το πλακτόν είναι θαλάσσιοι μικροοργανισμοί που παρασύρονται από τα ρεύματα και τον κυματισμό, έτσι όταν υπάρχουν πολλά και συνεχή ρεύματα, υπάρχει και πολλή τροφή για τα σφουγγάρια.

Πριν πολλά χρόνια στις θάλασσες της Χλώρακας ανθούσε η αλιεία σπόγγων καθώς στους βυθούς τα σφουγγάρια βαστούσαν και αναπτύσσονταν σε μεγάλο βαθμό επειδή τα δυτικά κυρίως ρεύματα μετέφεραν άφθονο πλακτόν.

Πολύ λίγοι όμως κάτοικοι  ασχολήθηκαν με αυτό το είδος αλιείας, διότι ήθελε ειδικές στολές τα λεγόμενα σκάφανδρα, ή οι βουτηχτές να έχουν μεγάλη αντοχή στην αναπνοή. Όμως από τα νησιά της Ελλάδας έρχονταν καΐκια και τα αλίευαν. Βουτούσαν όλη τη μέρα και τις νύχτες έστηναν σκηνές στις ακρογιαλιές για να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν.

 Έτσι αυτόν τον τεράστιο πλούτο από τις θάλασσες της Χλώρακας εκμεταλλεύονταν Έλληνες νησιώτες, και ελάχιστοι Χλωρακιώτες ασχολήθηκαν με το είδος. Ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, αλλά πολύ σκληρό καθώς πολλοί πέθεναν ένεκα της νόσου των δυτών.

Η αλίευση των σπόγγων διήρκησε έως τέλη του αιώνος όπου πλέον μαζί με τους Έλληνες νησιώτες, και πολλοί Κύπριοι ασχολήθηκαν με το επάγγελμα. Όμως ξαφνικά τα σφουγγάρια άρχισαν να αρρωσταίνουν, να σαπίζουν, και τελικά να εκλείπουν παντελώς. Όπως μια επιδημία τα αρρώστησε και τα εξαφάνισε εντός ολίγων ημερών και μια ολοσχερής καταστροφή των σπόγγων συντελέστηκε.

Κάποιοι είπαν ότι οφειλόταν στη ρύπανση των νερών, και πολλοί ότι έφταιγε η ραδιενέργεια που προήλθε από την έκρηξη του πυρηνικού σταθμού του Τσέρνομπιλ.

Ο Λεωνίδας πολύ νεότερος όταν τα σφουγγάρια αρρώστησαν από τη ραδιενέργεια της έκρηξης στο Τσέρνομπιλ και σάπισαν και εξαφανίστηκαν, άκουε ιστορίες και σκεφτόταν ότι αν ζούσε εκείνες τις εποχές, θα ασχολιώταν με αυτού του είδους την αλιεία. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα και ενώ στην αρχή ήταν από χόμπι, στο τέλος κατέληξε ένας από τους καλύτερους ψαράδες με δική του βάρκα και σύνεργα. Όποτε η θάλασσα το επέτρεπε ξανοιγόταν βαθιά και έριχνε τα δίκτυα, και ύστερα με τις ώρες περίμενε να τα μαζέψει.

Μια φορά στα δίχτυα δεν έπιασε ούτε ένα ψάρι. Απογοητευμένος σκέφτηκε στην επιστροφή να περάσει από τις ξέρες του Φουρφουρή και να βουτήξει με το ψαροντούφεκο μήπως ψαρέψει κάτι, έστω για την τροφή της οικογένειας του.

Είχε χαράξει πλέον, και θα μπορούσε με το φως του ξημερώματος να ψαρέψει με ευκολία. Έβαλε λοιπόν τη μάσκα, πήρε το ψαροντούφεκο και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Κολύμπησε γύρω από τους βράχους, αλλά ούτε ένα ψαράκι δεν υπήρχε. Όπως να χάθηκε όλη η πανίδα από τη θάλασσα. Αποφάσισε όμως να μην βγει στην επιφάνεια άπραχτος. Έτσι έκανε μακροβούτι στο βυθό, καθώς ήξερε ότι στα ριζά της ξέρας του Φουρφουρή υπήρχαν πολλοί αστακοί.

Πάλι δεν βρήκε τίποτα να ψαρέψει, αλλά είδε λίγο πιο πέρα πολλά όμορφα σφουγγάρια να βλαστούν, μια μεγάλη συστάδα, ένα μικρό δάσος. Το χρώμα τους μαύρο προς γκρι όμοιο με σκουριά, ίδιο με τον πέτρινο βυθό.

Η χαρά του ήταν μεγάλη και μια ελπίδα γεννήθηκε στην καρδιά του. Ίσως σκέφτηκε να πέρασε η αρρώστια και άρχισαν πάλι να βλαστούν από την αρχή. Ευχήθηκε να είχε δίκιο, και η επικερδής αλιεία να άρχιζε από την αρχή.

Τα περιεργάστηκε όσο κρατούσε η αντοχή του και ύστερα ανέβηκε στην επιφάνεια. Απόθεσε το ψαροντούφεκο στη βάρκα και παίρνοντας ένα μεγάλο μαχαίρι, ξαναβούτηξε. Έφτασε στον πάτο και κολύμπησε προς τα σφουγγάρια. Προσεχτικά από τη ρίζα έκοψε το μεγαλύτερο από όλα, και ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια.

Ήταν ένα πανέμορφο ολοστρόγγυλο σε χρώμα ανοικτό καφέ, ελαστικό και εύκαμπτο, μαλακό σαν βελούδο. Θα το επεξεργαζόταν και θα το τοποθετούσε στην βιτρίνα να το βλέπει ως σημάδι ελπίδας, αφού ύστερα από χρόνια πολλά γεννήθηκε ξανά η ελπίδα στην καρδιά του για την αναγέννηση της χλωρίδας των σπόγγων στις θάλασσες της Χλώρακας. 

-------------------

4. ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ISBN: (Έντυπη έκδοση) 978-9925-7534-7-5 - ISBN: (Ηλεκτρονική έκδοση) 978-9925-7534-2-0 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ 

Ήταν άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάγιωσε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και ανάγιωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από ενωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.

Ένιωθε ευτυχής, καθώς πίστευε ότι είχε όλα όσα έπρεπε να έχει. Ολιγαρκής δεν αποζητούσε εκτός από τα απαραίτητα. Δεν ήθελε περισσότερα, ένιωθε πλήρης και ευλογημένος από το Θεό.

Ήταν φιλόξενος και είχε το τραπέζι του πάντα στρωμένο για όλους. Πολλές φορές με φίλους ή γειτονους διασκέδασαν, και πολλές φορές έδωσε από τα περισσεύματα του σε φτωχούς και ανήμπορους.

Αγαπούσε όλο τον κόσμο, το ίδιο πίστευε πως τον αγαπούσαν, καθώς αυτό έβλεπε στις συμπεριφορές απέναντι του.

Ο καιρός πέρασε, μοίρασε την περιουσία του στα παιδιά του τα οποία έφυγαν εδώ και εκεί σε διάφορους τόπους, και έμεινε αυτός και η καλή του σύζυγος μονάχοι. Σε μεγάλη ηλικία πλέον μη μπορώντας να εργαστούν όπως πρώτα, κάθε πρωί έζεγναν το γαϊδουράκι τους και ροβολούσαν σε ένα χωραφάκι που κράτησαν για τον εαυτό τους απλά για να περνούν την ώρα τους.

Μια κακιά μέρα όμως η γυναίκα του πέθανε και το μαράζι τον κυρίευσε. Την αγαπούσε πολύ, ήταν μόνο ότι είχε, γι’ αυτό ο πόνος του ήταν πολύ μεγάλος. Στενοχωρημένος μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς πλέον συντροφιά, βίωνε μια απέραντη μοναξιά. Τα παιδιά του και οι συγγενείς του τον παρηγορούσαν και του εξηγούσαν ότι με τον καιρό θα συνηθίσει και θα το ξεπεράσει.

Πέρασε ο καιρός και συνήθισε τον πόνο, αλλά η μοναξιά του ήταν αφόρητη, δεν μπορούσε να την αντέξει. Μόνος και έρημος χωρίς καμιά συντροφιά αφού τα παιδιά του και τα εγγόνια του ζούσαν μακριά, βίωνε την απόλυτη μοναχικότητα, σε μια απέραντη μοναχικότητα που του τριβέλιζε και του μάγκωνε το νου. Αυτός που έζησε μια ολόκληρη ζωή έχοντας κάθε λεπτό δίπλα του τη συντροφιά της, αυτός που αμέτρητα χρόνια δουλεύοντας από πρωί έως βραδύς είχε μια πλήρη απασχόληση, τώρα έμεινε μόνος και δεν είχε να κάνει κάτι, και οι σκέψεις του κόλλησαν στο παρελθόν και ένιωθε μόνος, απόλυτα μόνος μέσα σε μια απεριόριστη μοναξιά που του δημιουργούσε άγχος και πόνο.

Βαρέθηκε τη ζωή και παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει κοντά του να πάψει να πονεί και να στεναχωριέται. Βαρέθηκε να ζει αφού δεν είχε πλέον ένα σκοπό, δεν είχε δίπλα του κανέναν εκτός από τη μοναξιά του, αυτή τη μοναξιά που σμπαραλιάζει τις  αντοχές και σπάζει τα νεύρα προκαλώντας ατελείωτο στρες στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή.

Μαζί με τη γυναίκα του, θυμάται, πόση χαρά ένιωθαν όταν σε κάποιες γιορτές έρχονταν τα παιδιά τους με τα εγγόνια τους και γέμιζε χαρούμενες φωνές η αυλή και η πλάση γύρω. Έστρωναν το μεγάλο τραπέζι και κάθονταν όλοι και ήταν όλα χαρά Θεού. Θυμάται τα εγγόνια του να τον περιτριγυρίζουν και αυτός ως ο καλός παππούς, ήταν ο αγαπημένος ήρωας τους. Τους έλεγε πάντα ναι, ότι και να του ζητούσαν. Όταν ακόμα καμιά φορά η γιαγιά τους έλεγε όχι, αυτός κρυφά τους έκανε τα χατίρια. Θυμάται ακόμα τα παιδιά να μαλώνουν με τους γονείς, αλλά με αυτόν καμιά φορά. Όλο τον άκουγαν και όλο τον αγαπούσαν.

Όμως πάνε εκείνες οι εποχές, πάει η σύζυγος του, τα παιδιά του τράβηξαν τον δρόμο τους, και αυτός έμεινε εδώ,  μοναχός στην έρμη μοναξιά του και στην μεγάλη του στεναχώρια.

Μέσα σε αυτές τις κακές σκέψεις μια μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και μόλις άκουσε τη φωνή, το πρόσωπο του αναγάλλιασε, και ένα χαμογέλιο άνθισε στο πικραμένο του χείλι. Στην άκρια της γραμμής ήταν ο εγγονός του που είχε το όνομα του, και χαρούμενα τον ρώτησε τι κάνει και του είπε πως τον πεθύμησε, και πως θα ερχόταν στο χωριό να κάμει μαζί του το φετινό καλοκαίρι.

Οι επόμενες μέρες ήσαν γεμάτες και πυρετώδεις για τον γεράκο. Καθάρισε το σπίτι από γωνιάς, κλάδεψε τα δένδρα στην αυλή, καθάρισε τα αγριόχορτα, ασβέστωσε  το σπίτι και μπογιάτισε τις πόρτες. Χωρίς να έχει βαριεστιμάρα πλέον, με νέα πνοή και όρεξη στρώθηκε στη δουλειά και γεμάτος προσμονή περίμενε την επίσκεψη του αγαπημένου του εγγονού.

Και όταν τα απογεύματα κουρασμένος έγερνε στην παλιά αναπαυτική να ξεκουραστεί, σκεφτόταν πόση χαρά προκαλούν στους γέρους τα αγαπημένα τους πρόσωπα και πόσο εύκολα γεμίζουν την ζωή τους διώχνοντας πέρα την σκληρή μοναξιά  που μόνο θλίψη και κατάθλιψη τους προκαλεί.  

ΤΑ ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑΘΙΑ

Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλληκάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.

Τις παλιές εποχές οι γαμπροί ήσαν περιζήτητοι και για να καταλήξει ένα συνοικέσιο, εξαρτιόταν κατά μέγα μέρος από την προίκα που θα είχε η νύφη.

Η προίκα ήταν ένας θεσμός, ένα έθιμο κατά το οποίο η οικογένεια παραχωρούσε περιουσία στη νύφη που θα παντρευόταν, και προϋπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Ήταν ένα έγγραφο γάμου ενυπόγραφο που ονομαζόταν προικοσύμφωνο και σε αυτό αναγραφόταν η προίκα της νύφης.

Οι γονείς προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια κάθε κόρης μέχρι να την λογιάσουν, να της ετοιμάσουν την προίκα ώστε πόσο μεγάλη θα ήταν, να βρουν τον ανάλογο γαμπρό. Η προίκα αποτελείτο από χωράφια, σπίτια, χρήματα, ζώα, δένδρα, πηγάδια, χρυσαφικά και ασημικά.

-Μάνα, της λέει το παλληκάρι, η γειτονοπούλα μας είναι όμορφη και την αγαπώ πολύ, θα ήθελα να την ζητήσουμε.

-Όχι γιέ μου, αυτή είναι φτωχή, δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Μπορεί να την αγαπάς, αλλά με την αγάπη μόνο, το στομάχι δεν γεμίζει. Αλλά αντιθέτως στο διπλανό χωριό ζει μια κοπέλα από μεγάλο σόι και διαθέτει μεγάλη προίκα. Έχει πολλά χωράφια και μισταρκούς που τα δουλεύουν, και αν εσύ την πάρεις, θα γίνεις άρχοντας. Είσαι πολύ όμορφος και δουλευταράς,και είμαι σίγουρη πως ο πατέρας της με χαρά θα σε ήθελε για γαμπρό του.

Στο νέο άρεσαν τα λόγια της μάνας του, και σκέφτηκε πως με τόσα μάλια, ίσως εύκολα θα ξεχνούσε την αγάπη που είχε για τη γειτονοπούλα του. Είπε στη μάνα του πως δεν έχει αντίρρηση να την δει, και μετά να αποφασίσει.

Όταν όμως την αντίκρισε, ένας κόμπος έδεσε την καρδιά του καθώς ήταν κακάσχημη, κοντή και με καμπούρα. Αποφάσισε πως δεν την ήθελε, αλλά η μάνα του με λόγια προσπάθησε να τον πείσει πως αξία περισσότερη από την ομορφιά είχαν τα χρήματα. Του είπε πολλά, του τα έλεγε κάθε μέρα, και προσπαθούσε να τον πείσει.

Το παλληκάρι έπεσε σε σκέψεις. Από τη μια σκεφτόταν την αγάπη που είχε στην καρδιά και την μιζέρια της φτώχειας την οποία θα διαβιούσε ένεκα αυτής, από την άλλη σκεφτόταν τα πολλά πλούτη και την κοινωνική θέση που θα αποκτούσε. Έπεσε σε μεγάλο δίλημμα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει και ζητούσε χρόνο να σκεφτεί καλά, διότι αφορούσε τον υπόλοιπο βίο της ζωής το, εξηγούσε στη μάνα του. Αν παντρευόταν την όμορφη θα ζούσε στις αγκάλες της πελάγη ευτυχίας αλλά μια φτωχή ζωή, αν παντρευόταν την άσχημη θα ήταν δυστυχισμένος από αγάπη, αλλά μεγάλος άρχοντας και με πλούσια ζωή .

Οι μέρες περνούσαν και το παλληκάρι δεν μπορούσε να αποφασίσει γιατί το δίλημμα ήταν μεγάλο, καθώς επιθυμούσε να έχει και την όμορφη κόρη, αλλά και τα μεγάλα πλούτη.

Οι μέρες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνια, απόφαση όμως δεν μπορούσε να πάρει. Στο τέλος οι νύφες παντρεύτηκαν άλλους, και αυτός απόμεινε ανύπαντρος και μαγκούφης. Έχασε τα αυγά, έχασε και τα καλάθια. 

Η ΑΜΟΙΒΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ

Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.

Το μεγαλύτερο από τα παιδιά ένα καλοκάγαθο αγόρι, βλέποντας την δυστυχία της φτώχιας τους, παρακαλούσε να μεγαλώσει γρήγορα και να πάρει των οματιών του να πάει στην μεγάλη πόλη όπου εκεί υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες όπως πίστευε, να γυρέψει δουλειά, ότι δουλειά, και να δουλέψει σκληρά.

Όταν μεγάλωσε ολίγον το λοιπόν, τους αποχαιρέτησε και τους υποσχέθηκε ότι θα γύριζε πίσω μόνον πλούσιος, για να μπορέσει να τους βοηθήσει.

Με ένα σχεδόν άδειο βουρκί στον ώμο, ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι. Περπάτησε μέρες και κοιμήθηκε νύχτες κάτω από τα άστρα, έχοντας για τροφή άγρια χόρτα της φύσης. Κουράστηκε, πείνασε, απελπίστηκε, αλλά επιμένοντας έφτασε στον πολυπόθητο προορισμό.

Πτωχός και ρακένδυτος, πήρε τον μεγάλο δρόμο μέσα στην πόλη και περπατώντας χάζευε και θαύμαζε όσα έβλεπε.

Έβλεπε τα όμορφα μεγάλα κτίρια, τους πλατιούς δρόμους και τα ωραία αυτοκίνητα που κυλούσαν το ένα πίσω από το άλλο, έβλεπε στα πεζοδρόμια καλοντυμένους ανθρώπους να περπατούν βιαστικά. 

Έβλεπε μαγαζιά διαφόρων ειδών, εστιατόρια με πελάτες να γεύονται ωραία φαγητά και η κοιλιά του γουργούριζε.

Έβλεπε ωραία κοστούμια φορεμένα σε κούκλες μέσα σε βιτρίνες και σκεφτόταν ο άμοιρος αν είχε ο ίδιος ένα δικό του.

Έβλεπε ωραία δερμάτινα παπούτσια με διάφορα σχέδια να φιγουράρουν πάνω σε καλαπόδια και σκεφτόταν τα δικά του καταφαγωμένα και τρύπια από την πολυκαιρία.

Περπατούσε μέσα στην πόλη και παρακαλούσε το Θεό να του δώσει φώτιση τι να κάμει. Ήξερε πως έπρεπε να αρχίσει να ερωτάει όλους, μα όλους, μέχρι να βρει μια πρώτη δουλειά, ότι ναναι.

Οι σκέψεις του έτρωγαν το νου, αλλά και ο θαυμασμός για όσα πρωτόγνωρα θαυμαστά έβλεπε, του έδιναν μια παρηγοριά ότι όλα θα έβαιναν καλώς. Εξ άλλου είχε πίστη στο Θεό, πίστευε πως θα τον βοηθούσε αυτός.

Το δείλι έπεσε και το φώς της ημέρας άρχισε να σβήνει. Δεν φοβόταν τη νύχτα, θα έβρισκε ένα παγκάκι απόμερο να ξεκουραστεί μέχρι την επόμενη που με το φως μιας καινούργιας μέρας θα άρχιζε την αναζήτηση εργασίας. Είδε λίγο μακρύτερα ένα αλσύλλιο με ψηλά δένδρα και εκίνησε κατά εκεί, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε ένα παγκάκι να γύρει να ξαποστάσει.

Μόλις όμως έστριψε ένα δρόμο, βλέπει στα πόδια του πάνω στο πεζοδρόμιο ένα πουγκί. Έσκυψε και το μάζεψε, και το ένιωσε βαρύ, γεμάτο. Το άνοιξε και με χαρά το είδε γεμάτο χρυσά νομίσματα.

Έκπληκτος από την αναπάντεχη τύχη έμεινε να συλλογιέται μήπως ήταν ένα όνειρο στον ξύπνιο του, ή μία απτή πραγματικότης, μια καλή τύχη σταλμένη από τον Θεό σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία της ζωής του. 

Και ασυναίσθητα περπατώντας, τα βήματα του τον οδήγησαν σε ένα μαγαζί με ολόφωτες βιτρίνες που μέσα διαφήμιζαν ενδύματα κομψά καλοραμμένα. Και πάλιν ασυναίσθητα σκέφτηκε πώς όλα ήταν κισμέτι της τύχης, έτσι μπήκε και ψώνισε και ντύθηκε με ρούχα καλά και όμορφα.

Ύστερα πήγε σε ένα εστιατόριο και χόρτασε την πείνα του με τα καλύτερα φαγητά.

Και ύστερα χορτασμένος γύρεψε ένα ξενοδοχείο και σε ένα όμορφο δωμάτιο ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Αλλά πού να τον βρει ο ύπνος καθώς το μυαλό του ασταμάτητα γυρόφερνε  στην καλή του τύχη.

Στην πολλή ώρα αποκοιμήθηκε, αλλά στον ύπνο του ξυπνούσε και πεταγόταν πάνω ανήσυχος. Σκεφτόταν ότι το πουγκί δεν ήταν δικό του, και ήταν κλεψιά να το κρατήσει. Πτωχός αλλά ακεραίου χαρακτήρος, ήξερε πως δεν του άνηκε ο θησαυρός. Από την άλλη σκαφτόταν πως «Ο ευρών αμειφθήσεται» και έτσι δικαιούται να κρατήσει τα ευρήματα και να έχει μια ζωή πλουσιοπάροχη.

Με αυτές τις σκέψεις ξανακοιμήθηκε. 

Κυρίως η ηθική ενός ατόμου αξιολογείται από τις πράξεις του όταν αυτές μένουν εν κρυπτω, και κυρίως όταν με αυτές ζημιώνει ο ίδιος τα μέγιστα. Μεγαλωμένος ανάμεσα σε ενάρετους γονείς, ήξερε πως η συνείδηση του δεν θα του επέτρεπε να κρατήσει κάτι που δεν ήταν δικό του. Και άν ξόδεψε λίγα για να ντυθεί και να φάει, θα το μαρτυρούσε στον ιδιοκτήτη όταν θα τον έβρισκε.

Αυτό λοιπόν αποφάσισε να κάμει όταν το πρωί ξύπνησε ξεκούραστος και με καθαρό μυαλό ξεχώρισε το σωστό από το λάθος. Αφού ρώτησε τον ξενοδόχο, πήγε στην αστυνομία και τους εξήγησε τα καθέκαστα, τους παρέδωσε τον θησαυρό, και ήσυχος με την συνείδηση του, ξεκίνησε την περιπλάνηση τους μέσα στους μεγάλους δρόμους ψάχνοντας μια δουλειά, ότι δουλειά. Κατέληξε σε μια αγορά όπου βρήκε μια χαμαλοδουλειά να κουβαλάει τσουβάλια γεμάτα πατάτες. Χωρίς να βαρυγκωμά από το βαρύ φορτίο, όλη μέρα εργαζόταν σκληρά, και τις νύχτες κοιμόταν κάτω από ένα μικρό υπόστεγο εκεί δίπλα στον χώρο εργασίας του. Τα καλά ρούχα που αγόρασε λερώθηκαν και σκίστηκαν, και έμοιαζε ξανά από την αρχή ένας πτωχός και ρακένδυτος νέος.

Πέρασε καιρός, κια μέρα τον φώναξαν να πάει στο μεγάλο αφεντικό, στο μεγάλο γραφείο του, που τον ήθελε.

Γεμάτος περιέργεια και με μια ανησυχία στην καρδιά μήπως τον διώξουν από τη δουλειά, έκαμε ότι του είπαν. Βρήκε την μεγάλη πόρτα και την χτύπησε. Μπήκε μέσα και αντίκρισε ένα σκληροτράχηλο αφεντικό να κάθεται πίσω από ένα μεγάλο γραφείο. Με αγωνία στάθηκε συνεσταλμένα σε μια άκρια και περίμενε τα κακά μαντάτα.

Αλλά τα μαντάτα ήσαν καλά. Με πολλή χαρά έμαθε πως το πουγκί που παρέδωσε άνηκε σε αυτόν, και αυτός ήθελε να τον ανταμείψει. Και αναγνωρίζοντας την μεγάλη του τιμιότητα και το ακέραιον του χαρακτήρα του, τον όρισε μετά από αυτόν δεύτερο αφεντικό, με απεριόριστες εξουσίες στην μεγάλη επιχείρηση.

Και ο τίμιος νέος δια της καλής του πράξεως αμείφτηκε τα μέγιστα, και εκπλήρωσε τα όνειρα του και ότι άλλο επιθυμούσε στη ζωή του.

Και σκέφτηκε ο τυχερός νέος ότι,

-όταν συμπεριφέρεσαι τίμια στους άλλους, με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελες εκείνοι να συμπεριφέρονται σε εσένα, η αμοιβή είναι αμοιβαία εκατέρωθεν. 

ΠΩΣ Ο ΛΥΚΟΣ ΕΓΙΝΕ  ΦΙΛΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο λύκος είναι άγριο σαρκοφάγο και αιμοδιψή ζώο, που του αρέσει το ωμό κρέας και το αίμα. Του αρέσει να κυνηγάει και να σκοτώνει τα θηράματα του. Η σχέση του με τον άνθρωπο είναι ο ένας να φοβάται τον άλλο, παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος κυνηγάει και σκοτώνει το λύκο για τη γούνα του, και ο λύκος όταν είναι πεινασμένος επιτίθεται σε ζώα και σε ανθρώπους.

Η εξημέρωση του λύκου παλιά ήταν ακατόρθωτη καθώς ήταν άγρια και περήφανα ζώα που αγαπούσαν την ελευθερία τους. Όμως μια εποχή όταν τα δάση αποψιλώθηκαν είτε από ανομβρίες είτε από κεραυνούς και πυρκαγιές, και δύσκολα εύρισκαν τροφή και πεινούσαν τόσο πολύ, κάποιοι λύκοι ριψοκίνδυνοι, πλησίαζαν καταυλισμούς και έτρωγαν αποφάγια των ανθρώπων.

Μια φορά μια αγέλη λύκων που για μέρες δεν εύρισκαν τροφή και είχαν αγριέψει πολύ, παρ’ όλο που φοβούνταν τον άνθρωπο, πλησίασαν σε ένα χωριό με σκοπό να επιτεθούν σε καμιά στάνη με ζώα. Παραφύλαξαν ώρες πολλές, αλλά οι άνθρωποι είχαν λάβει τα μέτρα τους και η επίθεση ήταν αδύνατη. Οι μάντρες των ζώων ήσαν ψηλές και στερεές, ενώ σκύλοι φύλακες πρόσεχαν έτοιμοι να γαυγίσουν και να προειδοποιήσουν τα αφεντικά τους.

Έτσι οι λύκοι αποτραβήχτηκαν στο δάσος και το πονεμένο ουρλιαχτό τους ανατριχιαστικό μέσα στη νύχτα, έφτανε στους ανθρώπους και τους φόβιζε. Άναβαν φωτιές για να τους κρατήσουν μακριά, και είχαν τα όπλα τους έτοιμα να τους σκοτώσουν.

Από τη μεγάλη πείνα ένας λύκος ξεθάρρεψε περισσότερο και πλησίασε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Μέσα στις αναλαμπές της παρατήρησε ένα σκύλο καλοταϊσμένο και ευτραφή να ξαπλώνει με ραχάτι και να λαγοκοιμάται.

-Τι ωραία ζουν τα σκυλιά επειδή είναι φίλοι με τον άνθρωπο, σκέφτηκε.

Χωρίς να δείξει τα δόντια του, με φιλικότητα πλησίασε τον σκύλο και έπιασε κουβέντα μαζί του.

-Εσύ ξάδερφε, φαίνεται να περνάς καλά, δεν χρειάζεται να βγεις κυνήγι για να βρείς τροφή, άσε που δεν υπάρχει πλέον αρκετή για όλους μας, καθώς έχεις τους ανθρώπους να σε ταΐζουν και να σε φροντίζουν.

-Ναι, έχεις δίκαιο, γι αυτό αν αντέχεις να σε έχουν δεμένο με ένα λουρί, έλα και εσύ να γίνεις φύλακας των ανθρώπων και θα έχεις όσο φαγητό θέλεις, του απάντησε ο σκύλος.

 Ό λύκος όταν άκουσε πως θα τον έχουν δεμένο με λουρί, πολύ του κακοφάνηκε. Πως ήταν δυνατόν αυτός, ένας περήφανος λύκος που του άρεσε η ελευθερία να δεχτεί να τον δέσουν με λουρί και να γίνει φύλακας των ανθρώπων;

Γύρισε και  έφυγε και πήγε στην αγέλη των λύκων και μαζί τα μεσάνυχτα άρχισαν το πονεμένο ουρλιαχτό τους.

Όταν πέρασαν ακόμα λίγες μέρες, δεν άντεξε την πείνα και ξεθαρρεμένος από την προηγούμενη φορά, πήγε να συναντήσει τον καινούργιο του φίλο, τον φύλακα των ανθρώπων, τον σκύλο.

Έτσι έγινε ο πρώτος λύκος φίλος των ανθρώπων, πιστός φύλακας που τους πρόσεχε και τους προστάτευε.

ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ                                                

Ένας νέος αναρωτιόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί και κάποιοι κακοί. Τους έβλεπε γύρω του να συμπεριφέρονται άλλοι με καλοσύνη και άλλοι με αδιαφορία ή και κακία χωρίς κανένα φαινομενικό λόγο. Σκεφτόταν μήπως ήταν στη φύση τους, ή εκ κληρονομίας.

Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική.

Άλλοι του έλεγαν πως είναι θέμα διαπαιδαγώγησης, άλλοι θέμα συνθηκών διαβίωσης, και άλλοι θέμα περιβάλλοντος χώρου. Καταλάβαινε πως όσα του έλεγαν είχαν μια βάση, αλλά δεν έμενε απόλυτα ικανοποιημένος. Εκ της φύσεως του ήταν φιλομαθής και αναζητούσε τις ολοκληρωμένες αλήθειες, γι’ αυτό θέλοντας να βρει τη σωστή απάντηση, συνέχιζε να ψάχνει.

Μέχρι όπου κάποια μέρα τυχαία συνάντησε έναν ηλικιωμένο σοφό και τον ρώτησε, και εκείνος του είπε μια ιστορία.

Ήταν ένα μικρό αμπελοχώρι πάνω στα βουνά όπου οι κάτοικοι μεταξύ τους είχαν αγάπη και αλληλοβοήθεια. Με τη σειρά όλοι βοηθούσαν στη συγκομιδή των σταφυλιών, και όταν ο τρύγος τέλειωνε έστρωναν τρικούβερτο γλέντι και όλοι μαζί διασκέδαζαν και χαίρονταν. Δεν ήθελαν τίποτα να χωρίσουν, δεν αποσκοπούσε κανένας στα αγαθά του άλλου, παρά ο ένας έδινε στον άλλο. Έτσι βρήκαν τα πράγματα από τους προγόνους τους και έτσι τα εσυνέχιζαν.

Μια φορά όμως, πλιατσικάδες ληστές πέρασαν από τα μέρη τους. Άρπαξαν τα αγαθά τους, βίασαν μάνες και κόρες, κατάσφαξαν τους πάντες και αφάνισαν το χωριό.

Ένα μικρόν παιδί γλύτωσε, καθώς η μεγαλύτερη του αδερφή το έκρυψε σε ένα σωρό θάμνους, όπου από την κρυψώνα του παρακολούθησε τη σφαγή και τη λεηλασία. Είδε την κακία των ανθρώπων και έφριξε, και φοβήθηκε, και δεν έβγαλε μιλιά, και λούφαξε, μια και δυο και τρεις μέρες, ώσπου το βρήκε ένας διαβάτης και το συμπόνεσε. Το πήρε μαζί του στο σπίτι του και το ανάγιωσε με αγάπη και καλοσύνη, το έκανε δικό του παιδί. Του δίδαξε τα χρηστά ήθη και τις διδασκαλίες του Χριστού, του έμαθε τι πάει να πει αγάπη, πώς να αγαπά, πώς να αγαπιέται.

Το παιδί μεγαλώνοντας και λαμβάνοντας απεριόριστη αγάπη, εντούτοις δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κακό. Μέσα του πάλευαν αντίθετα αισθήματα. Μεγάλο μίσος για εκείνους, και απέραντη αγάπη για ετούτους. Επιθυμούσε να εκδικηθεί εκείνους, επιθυμούσε επίσης όση αγάπη έλαβε να ανταποδώσει.

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν μεγάλωνε, έχοντας μέσα στη ψυχή του δύο άκρως αντίθετα αισθήματα, δύο τάσεις, δύο βασικά ένστικτα να αντιπαλεύουν.

Το κακό και ότι συμβολίζει δηλαδή μίσος, θυμό, εκδίκηση, καταστροφή.

Και το καλό με ότι συμβολίζει επίσης, δηλαδή αγάπη, καλοσύνη, ευγένεια, ευσπλαχνία.

Ο γέρο σοφός σταμάτησε τη διήγηση και έμεινε σιωπηλός αφήνοντας τον νεαρό να αναρωτηθεί. Έμεινε και το μικρόν παιδί σκεφτικό για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον γέρο,

-Και ποιο ένστικτο κέρδισε;

- Αυτό που τάισε περισσότερο,

του απάντησε ο γέρο σοφός. 

ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΔΕΝ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ

Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός. Με την σκληρή εργασία του κατάφερνε να έχει τα απαραίτητα προς το ζείν, και να συντηρεί αξιοπρεπώς την οικογένεια του.

Είχε μια καλή σύζυγο και δυο μικρά παιδιά, που και αυτά βλέποντας όλη τη χαρά γύρω τους που πήγαζε από τον νοικοκύρη της φαμελιάς, ήσαν επίσης χαρούμενοι. Είχαν αγάπη μέσα τους, και μια καλή κουβέντα για όλους. Δεν ζήλευαν κανένα και αγαπούσαν όλους, και όλοι αγαπούσαν αυτούς.

Ένεκα της εσωτερικής αυτής αγάπης, γύρω στην ατμόσφαιρα διαχεόταν γαλήνη και ηρεμία. Ένεκα της χαράς που εξέπεμπαν, στην αυλή γύρω τους επικρατούσε χαμογέλιο και αισιοδοξία. Ήσαν καλοσυνάτοι, ταπεινοί και φιλεύσπλαχνοι. Είχαν τις χάρες όλες οι οποίες πήγαζαν από τις καρδιές τους και τις μετέδιδαν ακόμα και στους γύρω μίζερους γείτονες τους. Δεν χρειάζονταν πλούτη πολλά για να είναι ευτυχισμένοι. Με την άδολη αγάπη τους ένιωθαν πλήρεις, και χωρίς έγνοιες και μαράζια, χωρίς στεναχώριες και άγχος, είχαν την υγεία τους καθώς η ηρεμία και η αγάπη βοηθούν τους ανθρώπους να μην αρρωστούν.

Οι άλλοι άνθρωποι τους ζήλευαν αλλά και τους θαύμαζαν, και όλοι αποζητούσαν τη συντροφιά τους για να νιώσουν και αυτοί χαρούμενοι καθώς ήξεραν πως η αγάπη και η χαρά εύκολα μεταδίδεται όταν πραγματικά υπάρχει. Όλοι επιθυμούσαν να πάρουν λίγη από την ακτινοβολία και τη θετική ενέργεια που πήγαζε εκ της θετικής τους αύρας.  

Στην απέναντι γειτονιά ζούσε ένας άρχοντας με πολλά πλούτη, αλλά χωρίς χαρά στο μεγάλο σπιτικό του, και έγνοιες πολλές τριβέλιζαν το μυαλό του. Ενώ έδειχνε να έχει όλα τα καλά καθώς είχε πλουσιοπάροχη ζωή, εντούτοις η πραγματικότης ήταν άλλη. Μέσα στους τοίχους της μεγάλης οικίας, υπήρχε αλαζονεία, υπεροψία, και κενοδοξία. Όλα προερχόμενα από μα απληστία που  είχε κυριεύσει τους ένοικους, όλα προερχόμενα από μια μανία που τους κυρίευσε να  συσσωρεύουν όλο και περισσότερο πλούτο. Δεν υπήρχε χαρά, αλλά κατήφεια και θλίψη, δεν υπήρχε ξεγνοιασιά, αλλά σκοτούρες και σκέψεις.

Έβλεπε λοιπόν ο πλούσιος νοικοκύρης τους απέναντι γειτόνους του και αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν αυτοί ενώ πτωχοί στο σπιτικό τους να πλημυρίζει η χαρά, και στο δικό του η μιζέρια και η κατάθλιψη.

Και όλο σκεφτόταν το ζήτημα, ώσπου κατέληξε στο συμπέρασμα πώς με τα χρήματα μόνο, δεν αποκτάται η ευτυχία, παρα μόνον τα πολλά πλούτη πολλές φορές χαλούν τους ανθρώπους, και σκέφτηκε να κάνει ένα πείραμα.

Έβαλε σε ένα πουγκί κάμποσα χρυσά νομίσματα, και το άφησε έξω από το σπιτάκι του γείτονα του. Ανοίγοντας την πόρτα ο καλός ανθρωπάκος, βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του, και με ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω και τον είδε, μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Άδειασε το περιεχόμενο και τα χρυσά νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, ήταν ένας θησαυρός, όλος δικός του. Άρχισε να παίζει με τα νομίσματα και να τα μετρά, και πάλι να τα μετρά, και να μη χορταίνει να τα ξαναμετρά. Μύριες οι σκέψεις στο κεφάλι του, πώς να τα χρησιμοποιήσει, πώς να τα αξιοποιήσει. Οι μέρες περνούσαν αλλά το μυαλό του είχε κολλήσει στα χρυσά νομίσματα. Μια φιλαργυρία τον κυρίευσε, και αντί να σκέφτεται πώς να τα ξοδέψει, σκεφτόταν πώς να τα φυλάξει, πως δεν έπρεπε να τα ξοδέψει, πως δεν έπρεπε να ξαναγίνει φτωχός. Θα τα φύλαγε και θα δούλευε περισσότερο ώστε να φυλάξει περισσότερα, να γίνει περισσότερο πλούσιος, να γίνει και αυτός άρχοντας όπως τον απέναντι του στην άλλη γειτονιά..

Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά σκέφτηκε. Θα έβαζε τη γυναίκα του να κάνει σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε μερικά χρόνια θα είχε πάρα πολλά χρήματα και θα ήταν πραγματικός άρχοντας.

Αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο του. Δούλευε πολύ, κουραζόταν πολύ, κοιμόταν λίγο, έγινε γκρινιάρης, χάθηκε η ανεμελιά του και μόνη έγνοια είχε το χρήμα. Έγινε μίζερος και στενάχωρος. Χαιρόταν μόνο όταν κάθε φορά έβαζε μέσα στο πουγκί και άλλα χρήματα. Τον κυρίευσε το χρήμα και κατάντησε σπαγκοραμμένος και φιλάργυρος. Η γυναίκα του μη αντέχοντας την γκρίνια και τη μιζέρια του, πήρε τα παιδία και τον εγκατέλειψε. 

Και ο άρχοντας από την απέναντι γειτονιά που παρακολουθούσε την κατάντια του, μειδιώντας αποφάνθηκε πώς το χρήμα συνήθως δεν φέρνει ευτυχία, αλλά φέρνει έγνοιες και σκοτούρες που κατατρώγουν τις ψυχές αυτών που τα έχουν πολλά. 

Η ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ

Στη Χλώρακα παλιά είχαμε ένα χωριανό βοσκό το Γιώρκο τον όψιμο, που αν και αγράμματος ήξερε Όκτώηχον καί Άπόστολον, και έλεγε σοφές κουβέντες. Την παρακάτω ιστορία την εμπνεύστηκα και την έγραψα από μια κουβέντα του, πώς οι άνθρωποι συνήθως όταν βλέπουν τον γείτονα τους να μην έχει για φαί πέραν από ελιές και ψωμί τον συμπονούν και τον βοηθούν, αλλά όταν τον βλέπουν να έχει κάτι περισσότερο, τον ζηλοφθονούν και τον μισούν.

Ήταν ένας αγαθός χωρικός που δούλευε στα χωράφια πολλά χρόνια. Όμως ήταν φτανοχώραφα και δεν απέδιδαν πολλούς καρπούς, έτσι διαβιούσε πολύ πτωχικά. Δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στην οικογένεια του, και γι’ αυτό ήταν πολύ λυπημένος. Αλλά ώρες ώρες, ένιωθε μια ανακούφιση όταν μαζί του είχαν λύπη και οι συγχωριανοί του που τον συμπονούσαν και του συμπαραστέκονταν βοηθώντας τον κατά το δυνατόν, ώστε  τα μικρά παιδιά του να μην στερούνται του αγαθού της τροφής. Του έδιναν λίγο φαγητό, και κάποια παλιά ρούχα για να ζεσταίνονται τους κρύους χειμώνες.

Και οι χωριανοί καθώς τον βοηθούσαν σαν καλοί Χριστιανοί που ήσαν, ένιωθαν περήφανοι γιατί ήσαν ελεήμονες, και ευσπλαχνικοί.

Ολημερίς και από το χάραμα του φου λοιπόν, ο πτωχός άνθρωπος πάσκιζε και δούλευε σκληρά. Η ζωή ήταν δύσκολή και οι έγνοιες τον στεναχωρούσαν και του κατέτρωγαν την ψυχή.

Είχε και μια φοράδα βοηθό που την έζεγνε και όργωνε, την φόρτωνε ξύλα από το δάσος, με λίγα λόγια την είχε για όλες τις σκληρές δουλειές. Και αυτή η καημένη άντεχε και δεν βαρυγκωμούσε, σήκωνε τα βαριά φορτία στην πλάτη της, και αποτελούσε ένα μεγάλο στήριγμα στο αφεντικό της.

Μια μέρα όμως, η φοράδα το έσκασε.

-Δεν άντεξε τις βαριές εργασίες,

σκέφτηκε ο φτωχός άνθρωπος, και κάκισε τον εαυτό του και έριξε το φταίξιμο πάνω του.

Όταν το έμαθαν οι γείτονες, πήγαν να τον επισκεφτούν.

-Τι ατυχία, τι κρίμα,

-του είπαν συμπάσχοντας μαζί του.

Και με πολλή προθυμία τον κάλεσαν να μην στεναχωριέται, γιατί αυτοί θα του συμπαραστέκονταν. Και ένιωθαν υπερήφανοι γιατί βοηθούσαν έναν πτωχό άνθρωπο.

Την επόμενη μέρα η φοράδα επέστρεψε και ο χωρικός χάρηκε,

-Τι καλή τύχη,

Του είπαν οι χωριανοί, και μαζί του χάρηκαν και αυτοί διότι και πάλιν ο πτωχός γείτονας τους θα έμπαινε στη ρουτίνα της πρότερης βιοπάλης.

Ο καιρός ενώ περνούσε, η φοράδα φάνηκε να εγκυμονεί. Όλοι κατάλαβαν πως δεν το είχε σκάσει γιατί δεν άντεξε τη σκληρή δουλειά, αλλά για να ζευγαρώσει όπως είναι το βιολογικό κάθε ζωντανού. 
-Τι καλή τύχη,

θαύμασαν οι γείτονες, και για άλλη μια φορά χάρηκαν μαζί του.

 Πέρασε ο καιρός, και η φοράδα γέννησε ένα πανέμορφο αλογάκι.

-Τι καλή τύχη,

είπαν πάλι με συμπάθεια.

Ενώ το μικρό άλογο μεγάλωνε, έδειχνε να είναι από σπουδαία ράτσα, και ως επιβήτορας η φήμη του έφτασε στα μακρινά ξένα, και πολλοί έφερναν τις φοράδες τους να τις ζευγαρώσουν πληρώνοντας ακριβό αντίτιμο.

Έτσι με τον καιρό, ο πτωχός χωρικός, τοιουτοτρόπως έγινε ευκατάστατος, και κατάφερε να έχει τα προς το ζειν χωρίς να χρειάζεται βοήθεια πλέον από τους καλούς συγχωριανούς του.

Και η χαρά του ήταν μεγάλη και δόξαζε το Θεό, και σκέφτηκε πως μαζί του χάρηκαν και οι συγχωριανοί του…

Όμως τι δυστυχία όταν κατάλαβε πως δεν χάρηκαν μαζί του, αλλά τον φθόνησαν για την καλή του τύχη, και ότι η συμπάθεια που είχαν πριν γι’ αυτόν ήταν οίκτος και όχι αγάπη.

Κατάλαβε  ότι τον βοηθούσαν για το θεαθήναι και για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους.

Κατάλαβε πως είχαν ζήλια και φθόνο για ότι θετικό του έλαχε, σε αντίθεση με αυτούς που τίποτα αξιόλογο δεν τους έτυχε. 

Κατάλαβε πως οι άνθρωποι συνήθως έχουν ελεήμονα αισθήματα  για όσους είναι σε ανέχεια, και ζηλοφθονία για όσους έχουν μια καλύτερη μοίρα από αυτούς. 

Ο ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΠΕΛΑ

Ο Κλέαθθος το παλληκάρι ήταν ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας από το 1948 έως το 1968. Ήταν λιγομίλητος, αλλά όταν ξεκινούσε απαγγελίες δικών του τσιαττιστών, η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι καθώς καλός σ’ αυτή την τέχνη, οι άνθρωποι έστεκαν γύρω του και τον άκουγαν μετά προσοχής.

Για κάθε περίσταση και γεγονός, ταίριαζε το ανάλογο τσιαττιστό και με καμάρι το απάγγελλε. Περιώνυμο γεγονός έμεινε, όταν την ώρα που ψυχορραγούσε, ένας χωριανός που τον επισκέφτηκε, αστειευόμενος του έριξε το γάντι για τα τσιαττιστά του, οπότε ο Κλέαθθος του απάντησε,

-Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,

γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,

θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να φκει η ψυσιή μου». 

Το 1950, ήταν μια πτωχή κοπέλα που ζούσε με την μεγαλύτερη της αδελφή, ορφανές από μάνα και πατέρα. Η μικρή αδερφή ήταν λίγο αγαθή, γι αυτό η μεγαλύτερη συνήθως της ανάθετε εύκολες εργασίες.

Μια μέρα την έστειλε να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά αυτή αντί να το παλουκώσει σε τόπο με βοσκή, το άφησε ελεύθερο να γυρνά ελεύθερα και να βόσκει. Και καθώς ξαπλωμένη στον ίσκιο μιας τρεμιθιάς δεν είχε έγνοια, αποκοιμήθηκε και το γαϊδούρι μπήκε σε ξένο χωράφι με ρέντες.   

Ο Τουρκόπουλος το παλληκάρι ο Κλέαθθος που είχε δουλειά του να προσέχει τις περιουσίες των συγχωριανών του, άμπλεψε από μακριά το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, και κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε να το πάρει στη μάντρα όπου εκεί ο ιδιοκτήτης θα ερχόταν να ο παραλάβει πληρώνοντας τις τυχών ζημιές, καθώς και ένα σελίνι πρόστιμο όπως όριζε ο νόμος.

Μάζεψε το κτηνό, και βλέποντας την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,

-Που κόρη θωρείς ακίνητη,

που τρέσιει ο λοϊσμός σου,

τσιαί έν είες τον γάρον σου

που βόσιει στο χωράφι;

Επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή κοπέλα. Αλλά μη θέλωντας να της δείξει χατήρι, και κάνοντας τον σκληρό τάχαμου, χωρίς να την λυπηθεί που άρχισε να κλαίει, της έβαλε τις φωνές, και με αυστηρές παραινέσεις αντί να της κάνει καταγγελία, της έκανε μόνο αυστηρή παρατήρηση.

Και ευχαριστημένος για το ταίριασμα των στίχων συνέχισε το δρόμο του, ενώ η φτωχή κοπέλλα έμεινε ευχαριστημένη με την καλωσύνη του, και σταμάτησε να κλαίει, αποφασισμένη όμως να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος. 

ΝΑ ΣΕ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΣΟΥ

Όταν έχεις μια προσωπικότητα τέτοια που την επιβάλλεις στους άλλους με προσποίηση, ξεγέλιο, ψέμα και υποκρισία, δημιουργάς γύρω σου ένα ψεύτικο κύκλο, έναν προστατευτικό τοίχο που σε περιβάλλει χωρίς γερά θεμέλια, που σαν έρθει μια ώρα, θα καταρρεύσει και θα σε αφήσει γυμνό και εκτεθειμένο.

Μπορείς να ξεγελάς μερικούς, αλλά μέσα σου είσαι χωρίς πληρότητα, άδειος και κενός καθώς όσα και αν επιτύχεις, γνωρίζεις ότι τα κατάφερες ψευδώς, χωρίς να έχεις την ικανοποίηση της δημιουργίας.

Όταν άνθρωποι που έχουν εξουσία και χρήμα επιβάλλονται και εμπεδώνουν την ψεύτικη αξία τους, μπορεί να νομίζουν πως νιώθουν ικανοποίηση, όμως οποία η αξία της όταν αυτή προέρχεται δια της ισχύος; Είναι ένας σεβασμός που δεν περιποιεί τιμή σε όποιον τοιουτοτρόπως τον εμπεδώνει. Είναι μια φαινομενική τιμή που δεν κερδίζεται, αλλά επιβάλλεται, ώστε καμία αξία δεν έχει. Είναι μια φαινομενική τιμή που σου αποδίδουν, την οποίαν κάποια στιγμή θα άρουν όταν χάσεις την εξουσία.

Γι αυτό πρέπει την τιμή και τον σεβασμό ο άνθρωπος να τα κερδίζει δια της προσωπικότητας, του πνεύματος, της συμπεριφοράς, και της εν γένει δράσης του. 

Μια φορά έναν καιρό ήταν ένας εκτελεστικός γραμματικός του κυβερνήτη μιας μικρής πόλεως με λίγους κατοίκους όπου οι άνθρωποι όλοι γνωρίζονταν αναμεταξύ τους. Είχε εξουσία μεγάλη στα χέρια του και διαχειριζόταν τα οικονομικά και τις φορολογίες. Με αυτό τον τρόπο συμπεριφερόταν όπως ήθελε και ένιωθε δυνατός και ισχυρός, ένιωθε πολύ μεγάλος και ανώτερος. Είχε κυριευτεί από έπαρση και μεγάλος εγωισμός τον κυρίευσε τόσο πολύ, που ούτε καν αντιχαιρετούσε τους συμπολίτες του οι οποίοι αν και δεν τον αγαπούσαν, εντούτοις από φόβο να μην τον θυμώσουν, τον χαιρετούσαν.

Όταν όμως τα χρόνια πέρασαν και βγήκε στη σύνταξη, όταν έχασε την εξουσία και τη δύναμη, αμέσως ένιωσε την αποστροφή που προκαλούσε στον κόσμο. Κανείς δεν τον λογάριαζε, όλοι τον περιφρονούσαν, και αυτός στεναχωρημένος σκεφτόταν την παντοδυναμία που έχασε και τώρα έμεινε μόνος σε μια απέραντη μοναξιά που με τον καιρό γινόταν μεγαλύτερη ώσπου τον κυρίευσε μια τρέλα και το μυαλό του σαλτάρισε.

Καμιά φορά όμως δεν σκέφτηκε πως η εκτίμηση και ο σεβασμός δεν επιβάλλεται εκ της εξουσίας και της καταπίεσης, παρά μόνον κερδίζεται εκ της αξίας του ατόμου και μόνον. 

Ο ΚΑΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥΣ

Σε ένα φτωχό χωριό ζούσε ένας άρχοντας που θαύμαζε τον εαυτό του και πίστευε πως οι άλλοι τον θαύμαζαν το ίδιο. Όσους συναντούσε στο δρόμο  έβγαζαν το καπέλο σε ένδειξη εκτίμησης, όταν πήγαινε στο καφενείο οι θαμώνες τσακώνονταν ποιος να τον κεράσει, πολλοί ζητούσαν την γνώμη του, και πολλοί του έλεγαν λόγια κολακευτικά.

Ήταν ευχαριστημένος με αυτή την κατάσταση, και με τον καιρό παρασυρμένος από την αλαζονεία του, πείστηκε πως ήταν άνθρωπος ξεχωριστός και ανώτερος από τους άλλους, και ένεκα αυτού, ήταν απολύτως φυσιολογικό να ξεχωρίζει από τους απλοϊκούς συνανθρώπους.

Ως άρχοντας με χρήματα, είχε καλές σχέσεις με Κυβερνητικούς αξιωματούχους, οπότε όταν ζήτησε ένα αξίωμα, του εμπιστεύθηκαν το αξίωμα του Μουχτάρη. Χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα της εξουσίας και του χρήματος, διοικούσε  στο μικρό χωριό του όπως  ήθελε, με μια πίστη στην καρδιά πως ήταν με όλους δίκαιος, εξ άλλου από τις συμπεριφορές των συγχωριανών έναντι του, αυτό το συμπέρασμα έβγαζε. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος. 

Με τον καιρό η αλαζονεία του μεγάλωνε, πίστευε περισσότερο στην ανωτερότητα του, πίστευε πως ο λόγος του ήταν ο σωστότερος, πίστευε πώς όλοι ήταν μετά από αυτόν. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος.

Έριζε μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες υπενοικίαζε στους αγρότες χωριανούς του, και σαν καλός οικονομολόγος παρακολουθούσε τις αγορές, και αναλόγως έπραττε αυξάνοντας ή μειώνοντας τα ενοίκια. Πράττοντας τοιουτοτρόπως ήταν σίγουρος πως δεν αδικούσε κανένα συγχωριανό του, αλλά ούτε και τον εαυτό του. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος.

Με αυτό τον τρόπο η ζωή συνεχιζόταν και πίστευε ότι οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, καμιά φορά δεν του πέρασε από το νου ότι ίσως να είχαν άλλα αισθήματα γι’ αυτόν. Μέχρι δυστυχώς που ήρθε ένας καιρός και είδε να συμβαίνει το αντίθετο, και κατάλαβε πως όλα προηγουμένως ήταν υποκρισία. Κατάλαβε ότι τον εκτιμούσαν από υποχρέωση καθώς είχε εξουσία και λεφτά, καθώς εξαρτιόνταν από αυτόν, και εντός τους δεν είχαν αγάπη γι αυτόν, αλλά μίσος προερχόμενο από μεγάλη ζήλια  προς αυτόν. Και έγινε δυστυχισμένος

Όταν δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν και έπαυσε να είναι προεστός καθώς γέροντας πλέον έχασε την εξουσία, όταν οι καιροί άλλαξαν και οι χωρικοί έπαυσαν να είναι αγρότες και έτσι δεν είχαν ανάγκη τα χωράφια του, είδε μια μεταμόρφωση στη συμπεριφορά τους, είδε να αλλάζουν, να μην έχουν σεβασμό προς αυτόν. Δεν του έβγαζαν το καπέλο, ακόμα απέφευγαν να τον χαιρετούν, αλλά ούτε του προσηκώνονταν στο καφενείο, ούτε του κερνούσαν τον καφέ. Και έγινε περισσότερο δυστυχισμένος διότι κατάλαβε πως οι άνθρωποι φανέρωσαν τον πραγματικό εαυτό τους τώρα που πλέον δεν τον χρειάζονταν.

ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Ένα δάσος αποτελεί πηγή ζωής τόσο για τους ανθρώπους όσο για τα ζώα, γι’ αυτό πρέπει να το αγαπούμε και να το προστατεύουμε.

Κάποτε στα περίχωρα ενός χωριού ήταν ένα δάσος καταπράσινο με πολλά είδη δένδρων. Άλλα ψηλά και άλλα χαμηλά. Από μακριά έρχονταν πουλιά και κάθονταν στα κλαριά και κελαηδούσαν, και στους πυκνούς θάμνους  κρύβονταν αλεπούδες και άλλα μικρά ζώα, ενώ  τα βάτα στις όχθες των ρυακιών,  ήταν φορτωμένα βατόμουρα που όταν ωρίμαζαν, οι άνθρωποι τα μάζευαν και τα έτρωγαν. Οι κυνηγοί κυνηγούσαν μόνο για την τροφή τους, και οι νοικοκυραίοι μάζευαν τα ξερά κλαδιά για να μαγειρεύουν και να ζεσταίνονται. Το δάσος έδινε απλόχερα τροφή στους ανθρώπους, στα πουλιά, στα ζώα. Τα ρυάκια έτρεχαν γάργαρα νερά και πότιζαν τη βλάστηση, ενώ τα ψηλά κλαριά των δένδρων φορτωμένα με πυκνά φύλλα, καθάριζαν τον αέρα και έδιναν πλούσιο οξυγόνο στην ατμόσφαιρα.

Άνθρωποι και δάσος συνυπήρχαν σε μια ισορροπία. Το δάσος πύκνωνε και μεγάλωνε, και οι άνθρωποι χαίρονταν όσα καλά τους έδινε. Διαβιούσαν σε μια καθαρή φύση και είχαν όλοι την υγεία τους, καθώς ζούσαν μια φυσική ζωή με καθαρή ατμόσφαιρα, και καθάρια αμόλυντα νερά, όλα απότοκα του φυσικού και υγιούς  περιβάλλοντος του δάσους

Και τα χρόνια περνούσαν και ήσαν όλοι ευχαριστημένοι.

Όμως όσο τα χρόνια περνούσαν και οι άνθρωποι πλήθαιναν, τα ξερά κλαριά δεν τους έφταναν, και άρχισαν να κόβουν και τα χλωρά. Ύστερα το χωριό έγινε πόλη και επειδή δεν είχαν τόπο να κτίζουν σπίτια, άρχισαν να κόβουν τα δένδρα και να φτιάχνουν οικόπεδα. Τα δένδρα όσο λιγόστευαν, δεν αρκούσαν να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα από τα καυσαέρια, και το υγιεινό περιβάλλον μολύνθηκε με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αρρωστούν, τα πουλιά και τα ζώα να εγκαταλείψουν το δάσος, και η ομορφιά που περιέβαλλε το τοπίο να αλλοιωθεί και να γίνει ο τόπος άσχημος γεμάτος με κτίρια από μπετόν και ουρανοξύστες από σίδερο.

Ζώντας οι κάτοικοι της πόλης σε ένα τέτοιο περιβάλλον, έχασαν τη χαρά, το χαμόγελο, και την υγεία τους.

Και η καλή δασκάλα εξηγούσε στους μαθητές πως πρέπει να προσέχουμε το περιβάλλον, διότι καταστροφή του σημαίνει καταστροφή της χλωρίδας και πανίδας σημαίνει ερήμωση της γης. 

Ο ΚΑΛΟΣ ΛΥΚΟΣ

Tα περισσότερα παραμύθια που αναφέρονται στο λύκο, τον περιγράφουν ως ο κακός λύκος που κάνει μόνο κακές πράξεις. Πάντα παραφυλάει να φάει τα ανυπεράσπιστα ζωάκια, όπως τα εφτα κατσικάκια, τα τρία γουρουνάκια, ακόμα και την κοκκινοσκουφίτσα.

Ο λύκος είναι ένα άγριο ζώο πολύ δυνατό και πονηρό που τρέφεται  με κρέας, και επιτίθεται στα πιο αδύναμα ζώα και τα τρώει. Δύσκολα ημερεύεται γιατί είναι από τη φύση του αιμοβόρο με φονικά ένστικτα, Είναι σαρκοφάγο ζώο και εκ της φύσεως του σκοτώνει για να φάει. Σε όλη του τη ζωή είναι σε αναζήτηση τροφής, και σε σχηματισμούς αγέλων, επιτίθενται ακόμα και σε κοπάδια.

Όμως εγώ θα σας πω ένα παραμύθι για έναν καλό λύκο. Διότι όπως υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, το ίδιο υπάρχουν καλά και κακά ζώα.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος ζούσε ένα μικρό παλληκάρι σε μια μικρή καλύβα. Μάζευε ξερά ξύλα και τα πωλούσε πέρα σε μακρινά μέρη. Τα φόρτωνε σε ένα γάιδαρο και περπατητός πήγαινε όλη την απόσταση ως την πόλη, ενώ στην επιστροφή που το γαϊδούρι ήταν ξεφόρτωτο, το καβαλίκευε και επέστρεφε στο σπιτάκι του χωρίς να κουράζεται.

Το μικρό παλληκάρι ήταν ορφανό από γονείς, και ζούσε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ήσαν οι περισσότεροι φτωχοί. Το νέο παιδί το ίδιο πολύ φτωχό, αποφάσισε να κάνει τη σκληρή εργασία του ξυλοκόπου, για να βγάζει ένα καρβέλι ψωμί. Μέσα στο δάσος ήταν μια παλιά καλύβα και με κόπο αφού την επιδιόρθωσε, κατοίκησε μέσα. Όλη μέρα έκοβε ξύλα και κουραζόταν υπερβολικά, αλλά τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, όταν καθόταν μπροστά στη φωτιά να ζεσταθεί, ονειρευόταν και έκανε σχέδια για μια καλύτερη ζωή. Σκεφτόταν πως έπρεπε να δουλέψει σκληρά και να μαζέψει χρήματα, να αγοράσει ένα καλύτερο σπίτι, και να βρει μια όμορφη κοπέλα να παντρευτεί για να μην είναι μόνος, αλλά να κάνει δική του οικογένεια, να κάνει παιδιά και να τα αγαπά.

Στο δάσος ζούσαν άγρια ζώα, αλλά μόνο οι λύκοι ήσαν επικίνδυνοι. Γι αυτό κάθε βράδυ άναβε μια μεγάλη φωτιά για να τους κρατάει μακριά, καθώς ήξερε πως τα άγρια ζώα φοβούνται τη φωτιά.

Τις κρύες νύχτες  του χειμώνα άκουε τους λύκους να ουρλιάζουν γύρω από το σπίτι του. Στην αρχή φοβόταν, αλλά με τον καιρό συνήθισε και δεν τους λογάριαζε.

Ένας λύκος μοναχικός, μια μέρα μεσημέρι, στάθηκε στην αυλή του σπιτιού του και τον παρατηρούσε. Το παλληκάρι άρπαξε το τσεκούρι του έτοιμος να πολεμήσει μαζί του, αποφασισμένος να σκοτώσει τον κακό λύκο.  Όμως πρόσεξε πως τον κοίταζε με βλέμμα θλιμμένο και πονεμένο. Ο μικρός ξυλοκόπος τον κοίταξε καλά, και ύστερα άρχισε να του μιλά ήρεμα και χαϊδευτικά.

Να μην τα πολυλογούμε, ο λύκος ήταν πληγωμένος και δεν μπορούσε να τρέξει να φύγει. Το καλό το παλληκάρι τον έβαλε στο σπίτι, τον περιέθαλψε και τον τάισε.  Έγιναν φίλοι και το άγριο ζώο έγινε  ένας καλός λύκος φίλος του ανθρώπου, και από τότε αυτή η ράτσα λύκου, ζει με τους ανθρώπους και είναι οι πιο πιστοί φίλοι και σύντροφοι του ανθρώπου. 

Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ

Σε ένα πυκνό δάσος ζούσαν ζώα πολλών ειδών, άγρια και ήμερα. Τα άγρια κατοικούσαν βαθιά στο δάσος και κρύβονταν από τους ανθρώπους για να μην τα σκοτώνουν καθώς ήσαν κακά και αιμοβόρα. Τα ήμερα ζούσαν με τους ανθρώπους και ήσαν φίλοι τους, καθώς αφού τα ημέρεψαν, τα χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους, όπως τα γαϊδούρια για να κάνουν τις μεταφορές εμπορευμάτων, τους σκύλους ως φύλακες, τα πρόβατα και τις κατσίκες για το γάλα και το κρέας τους.

Έναν παλαιόν καιρόν, ένας χωρικός ζούσε πολύ κοντά στο δάσος, και έξω από το σπίτι του είχε λίγες κατσίκες και κατσικάκια μέσα σε μια μάντρα καλά περιφραγμένη, ώστε να μην κινδυνεύουν από τους κακούς λύκους.

Όλη μέρα το μικρό κοπάδι έβοσκε στη πλούσια βλάστηση, ενώ ο σκύλος του σπιτιού πρόσεχε ώστε κανένα ζώο να μην απομακρυνθεί και χαθεί στο δάσος.

Όταν σουρούπωνε και το βράδυ ερχόταν, ο καλός χωρικός τα οδηγούσε στην ασφάλεια της μάντρας, και δίπλα ο πιστός σκύλος σε ένα μικρό σπιτάκι, τα φύλαγε και τα πρόσεχε.

Έτσι ζούσαν αρμονικά όλοι, και ο καθένας ήταν απαραίτητος στον άλλο. Ο χωρικός φρόντιζε για τη βοσκή τους, ο σκύλος πρόσεχε όλους, και οι κατσίκες έδιναν το γάλα τους.

Στο κοπάδι μια κατσίκα είχε δύο όμορφα κατσικάκια που τα αγαπούσε πολύ, γι’ αυτό συνέχεια τα πρόσεχε και τα συμβούλευε. Τους έλεγε να μην εμπιστεύονται τους λύκους και να μην φεύγουν μακριά από το κοπάδι, διότι θα τα έτρωγαν. Τα συμβούλευε ότι και όταν μεγαλώσουν ακόμα να προσέχουν, διότι οι λύκοι έχουν πολλή δύναμη και πονηριά.

Όμως το ένα κατσικάκι που ήταν τραούλλι, ήταν πολύ ζωηρό και πίστευε πως όταν θα ενηλικιωνόταν, με τα μεγάλα του κέρατα θα ήταν ανίκητος και θα σκότωνε τους κακούς λύκους. Άκουε τις συμβουλές της μάνας του και μέσα του γελούσε, διότι πίστευε στη δύναμη του, αφού ακόμα τώρα που ήταν μικρός, κουτουλούσε με δύναμη και νικούσε μικρούς και μεγάλους.

Όταν ο καιρός πέρασε και έγινε ένας όμορφος και καμαρωτός τράγος, βρήκε ένα τρόπο τις νύχτες και έβγαινε από τη μάντρα χωρίς να τον παίρνει είδηση ο σκύλος, και αψηφώντας τους κακούς λύκους, γύριζε από εδώ και από εκεί, καθώς πίστευε ότι ήταν πολύ δυνατός και δεν λογάριαζε κίνδυνο.

Μια κι’ άλλη μια όμως στις πολλές φορές, ένας πεινασμένος λύκος που παραφυλούσε, του όρμηξε από πίσω και τον δάγκωσε σφικτά στο σβέρκο. Ο τράγος άρχισε να χάνει πολύ αίμα, και ήταν σίγουρο ότι θα πέθαινε από αιμορραγία καθώς δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το δυνατό δάγκωμα. Πονούσε πολύ και καταλαβαίνοντας ότι ερχόταν το τέλος του, άρχισε να βελάζει με κλάμα γοερό τόσο δυνατό, που ο φύλακας σκύλος του σπιτιού τον άκουσε και έτρεξε αμέσως να τον βοηθήσει. Ευτυχώς έφτασε εγκαίρως και γαυγίζοντας δυνατά, όρμησε προς τον κακό λύκο, ο οποίος αμέσως άφησε τον άμοιρο τράγο και έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος.

Από εκείνη την ημέρα ο τράγος έγινε πολύ προσεκτικός, και συμβούλευε όλα τα κατσικάκια να ακούνε τη μαμά τους, γιατί όσα τους λέει είναι σοφά και γνωστικά. 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Μια φορά ήταν ένας συγγραφέας και ποιητής, που έγραφε πολύ ωραία διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα, αλλά δεν τα αγόραζε κανείς. Ήταν πολύ πτωχός και κατοικούσε σε ένα μικρό σπιτάκι και αυτό πολύ μικρό, μόνο μια κάμαρη με ένα τραπέζι στο οποίο έτρωγε και έγραφε, καθώς δεν μπορούσε να έχει περισσότερες πολυτέλειες ένεκα της φτώχειας του. Τα λίγα χρήματα που κέρδιζε από την πώληση των βιβλίων του, αμέσως τα έδινε στα τυπογραφεία για την έκδοση του επόμενου του βιβλίου. Αυτό συνέβαινε συνέχεια, γιατί όπως όλοι οι συγγραφείς, προτιμούσε να υποφέρει οικονομικά, αλλά  να αλλάξει επάγγελμα, καμιά φορά δεν θα περνούσε από το νού του.

Στην ίδια γειτονιά σε ένα μεγάλο οικόπεδο με ωραίους κήπους, μέσα σε ένα μεγαλόπρεπο σπίτι, κατοικούσε ένας  μεγάλος πολιτικός. Είχε πολλούς ανθρώπους να τον υπηρετούν, άλλοι ως δούλοι, άλλοι ως γραμματείς, και άλλοι ως κηπουροί. Κυκλοφορούσε με μια μεγάλη ακριβή λιμουζίνα με σοφέρ και πολλούς φρουρούς να τον προσέχουν. Ντυμένος πάντα με ακριβά ρούχα, οι πληβείοι άνθρωποι όταν τον έβλεπαν του προσηκώνονταν με σεβασμό.

Τα έβλεπε όλα αυτά ο φτωχός συγγραφέας και ζήλευε και σκεφτόταν γιατί ο γείτονας του να έχει τόσες πολυτέλειες, ενώ αυτός ρακένδυτος και πολύ φτωχός, δεν είχε τα απαραίτητα προς το ζην. Και σκεφτόταν πως είναι κρίμα και άδικο ο άλλος να χαίρει τόσων απολαβών και αγαθών καθώς πολιτικός και «ψεύτης», ενώ αυτός τίμιος με συγγραφικό και πνευματικό έργο, δεν τύγχανε καθόλου οικονομικής αναγνώρισης. 

Και όποτε περνούσε από εμπρός του η μεγάλη κούρσα, παρακολουθούσε πικραμένος και θλιμμένος τη μεγάλη συνοδεία, και το σαράκι φώλιαζε στην καρδιά του.

Ο πολιτικός καθώς περνούσε από μπροστά του έβλεπε τη θλίψη και την ζήλεια αποτυπωμένη στο πρόσωπο του, αλλά δεν ενδιαφερόταν για τον πόνο του, καθώς ήταν με την ιδέα πως είναι φυσιολογικό να υπάρχει αυτό το χάσμα ανάμεσα στους, καθώς αυτός μεγάλη προσωπικότητα της πολιτικής ζωής, σε αντίθεση με τον ασήμαντο μη αναγνωρίσιμο συγγραφέα. 

Ο καιρός περνούσε, και όλα κυλούσαν στον ίδιο ρυθμό. Ο βολεμένος πολιτικός περνούσε με τη λιμουζίνα του και ο πτωχός συγγραφέας καθόταν στο παγκάκι του δρόμου προσπαθώντας να κατεβάσει ιδέες για το επόμενο σύγγραμμα του.

Ώσπου μια κακιά μέρα η λιμουζίνα δεν πέρασε από το δρόμο, και ο φτωχός συγγραφές έμαθε πώς του έβαλαν βόμβα γιατί με τη ψήφο του θαπερνούσε ένα νομοσχέδιο ενάντια σε κάποιους ισχυρούς κύκλους.

Ήταν πολύ νέος για να πεθάνει, στην ίδια ηλικία με αυτόν σκέφτηκε. Και σαν συγγραφέας, του ήρθε μια ιδέα για το επόμενο του βιβλίο. Θα ανέπτυσσε ως κεντρικό νόημα την πτωχή δική του τίμια ζωή αλλά μακροημερεύουσα, σε σύγκριση με την πλούσια και ύποπτων συναλλαγών ζωή του πολιτικού, αλλά δυστηχώς βραχυοημερεύουσας. 

ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Αντί να δίνει κάποιος καλές συμβουλές είναι καλύτερα να δίνει το παραδείγμα καλών πράξεων, διότι είναι δυσκολότερο να οδηγηθεί κάποιος να κάνει το σωστό με νουθεσίες, και ευκολότερο παρακολουθώντας καλές πράξεις.

Η διδασκαλία με τα παραδείγματα είναι περισσότερο επωφελής και αυτό το αποδεικνύει η μικρή ιστορία που ακολουθεί:

Ήταν μια καλή δασκάλα που ήθελε οι μαθητές της να αποκτήσουν ηθική συνείδηση, αλλά βλέποντας ότι μόνο με τη διδασκαλία και τις παροτρύνσεις το αποτέλεσμα δεν ήταν καθολικό, σκέφτηκε έναν καλύτερο τρόπο για να εμπεδώσει στο μυαλό τους όσα ήθελε να τους πει. Γνωρίζοντας  πως ο δρόμος προς τη θετική σκέψη και αντίληψη  μέσω καλών παραδειγμάτων βοηθά τους νέους να αναπτύξουν ηθική λογική, και πως κίνητρο για τις σωστές δράσεις τους είναι οι καλές και ηθικές συμπεριφορές των μεγαλυτέρων καθώς ως μιμητικό ον ο άνθρωπος πάντα ακολουθεί, θέλησε με τις δικές της πράξεις και ενέργειες, να δώσει το καλό παράδειγμα στους μαθητές της.

Πάνω στον τοίχο της τάξης υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε «Η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά». Παρ’ όλα αυτά όμως, κάποιοι μαθητές στα διαλείμματα όταν έτρωγαν τα σάντουιτς τους, απρόσεχτα άφηναν τα περιτυλίγματα εδώ και εκεί, και λέρωναν την αυλή. Η εικόνα ήταν άσχημη, όμως η καθαρίστρια ανελλιπώς μετά από κάθε διάλειμμα έσκυβε και τα μάζευε, τοιουτοτρόπως η αυλή ήταν πάντα καθαρή.

Όμως η δασκάλα καθημερινά περνώντας να πάει στην τάξη της, έσκυβε και μάζευε ότι σκουπίδια εύρισκε στο διάβα της. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό και κάποιοι μαθητές παρακολουθώντας τη δασκάλα τους, σταμάτησαν να πετούν τα σκουπίδια, και κάποιοι άλλοι άρχισαν ακολουθούν το παράδειγμα της και να τα μαζεύουν και αυτοί.

Μια μέρα ένας μαθητής που δεν καταλάβαινε γιατί η δασκάλα έκανε την καθαρίστρια, ζήτησε το λόγο και τη ρώτησε γιατί μαζεύει τα σκουπίδια εφ’ όσον υπάρχει η καθαρίστρια που πληρώνεται γι’ αυτό.

Και αυτή του απάντησε,

-απ’ όλα τα αγαθά που υπάρχουν στον κόσμο, το πολυτιμότερο είναι η υγεία, και για να αποκτήσουμε αυτό το αγαθό, πρέπει να αγαπήσουμε την καθαριότητα. Αν δεν λερώναμε, δεν θα χρειαζόταν να καθαρίζουμε. Και αν λερώνουμε, πρέπει να μάθουμε να καθαρίζομε και να μην περιμένουμε τους άλλους. Και αν άλλοι λερώνουν, δεν πρέπει να επιτρέπουμε να υπάρχουν γύρω μας σκουπίδια.

Την άλλη μέρα ο μαθητής περνώντας από την αυλή, είδε ένα πεταμένο χαρτί στην αυλή. Κοίταξε από εδώ και από εκεί να μην τον βλέπει κανείς, και δειλά έσκυψε και τα μάζεψε. Την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο, χωρίς όμως να νοιάζεται αν τον βλέπουν άλλοι. Και την μεθεπόμενη κάνοντας πάλι το ίδιο, ένιωσε χαρά καθώς είδε να τον παρακολουθούν καποιοι συμμαθητές του. 

ΤΑ ΟΦΕΛΗΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Μια φορά ήταν ένας άξεστος και αμόρφωτος χωρικός που πίστευε ότι τα γράμματα και το σχολείο δεν ήταν πολύ αναγκαία. Είχε τα παιδιά του να δουλεύουν στα χωράφια και δεν τα έστελλε να μάθουν γράμματα πέραν από τα απαραίτητα γιατί σκεφτόταν πως είναι χάσιμο χρόνου, ενώ η εργασία είναι χρήσιμη και ωφέλιμη, καθώς τους επέτρεπε να κερδίζουν περισσότερα  χρήματα.

Μέρα νύχτα δούλευαν σκληρά, ακόμα και τις Κυριακές στην εκκλησία δεν τους επέτρεπε να πηγαίνουν, διότι όπως τους εξηγούσε τα ζώα τους δεν καταλάβαιναν από αργίες, και ήθελαν περιποίηση και τροφή.

Ο καιρός περνούσε υπό αυτές τις συνθήκες και τα παιδιά ακόμα και όταν μεγάλωσαν δεν σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή  εστία, καθώς από τον εκφοβισμό που τους ασκούσε ένεκα της μακροχρόνιας αυστηρής του συμπεριφοράς, πίστευαν πως είχε δίκαιο και δικαίωμα να το πράττει, και πως αυτοί έπρεπε να τον υπακούν.

Όμως ο μικρός του γιός αγαπούσε πολύ τα γράμματα και κρυφά όπως στο κρυφό σχολειό, πήγαινε στον ιερέα του χωριού ο οποίος με πολλή ευχαρίστηση του μάθαινε γράμματα.

Περνούσε ο καιρός και το μικρόν παιδί όσο μεγάλωνε μάθαινε γράμματα και αποκτούσε γνώσεις. Ο δάσκαλος του ήταν σπουδαγμένος και μορφωμένος, έτσι του μετέδιδε πολλά.

Μια μέρα ενώ ο δάσκαλος μιλούσε και αυτός άκουε, τους ανακάλυψε ο πατέρας του ο οποίος άρχισε να φωνάζει,

-άφησες τις δουλειές και τα ζώα που μας δίνουν τροφή και χρήματα, και κάθεσαι να σου μαθαίνει γράμματα ο παπάς που είναι αθκιασερός και άλλη δουλειά δεν έχει; Ποια είναι τα σπουδαία πράγματα που σε μαθαίνει;

Ο μικρός σηκώθηκε και με ήρεμη και ευγενική φωνή, αποκρίθηκε στον πατέρα του,

-η μαθητεία κοντά του μου έδωσε αυτό που εσύ και οι εργασίες σου δεν θα μπορούσατε να μου δώσετε. Με δίδαξε ωφέλημα γράμματα και μου έμαθε να μην σε φοβάμαι και να μην ανέχομαι την κακή σου συμπεριφορά σε μένα και στα αδέρφια μου. 

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

Ο πόλεμος φέρνει καταστροφή, σπέρνει μίσος, εκδίκηση και αντεκδίκηση, εμπερικλείει σκοτωμούς και δυστυχία. Ο πόλεμος προκαλεί μένος στους πολεμιστές, που σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια υπακούνε και σκοτώνουν με αγριότητα και βαναυσότητα. Με δικαιολογία την υπεράσπιση της πατρίδας και της οικογένειας, γίνονται οι περισσότεροι πόλεμοι, αλλά η αλήθεια είναι μία μόνον, ότι σχεδόν όλοι οι πόλεμοι γίνονται για τα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι παρακινούν και φανατίζουν τις μάζες των πολιτών, και τους παρασέρνουν στην καταστροφή και στον όλεθρο.

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένας πολεμιστής ανίκητος που ο βασιλιάς τον έστειλε σε έναν πόλεμο. Δεν  χαριζόταν στους εχθρούς του, και τους έσφαζε όλους. Χωρίς να τους λυπάται με δικαιολογία ότι άν δεν τους έσφαζε θα τον έσφαζαν, συνέχιζε να πολεμά και να κερδίζει όλες τις μάχες.

Έγινε αιμοβόρος και απαθής στον ανθρώπινο πόνο, και με τον καιρό οι σφαγές έγιναν στο μυαλό του έμμονη ιδέα και συνήθεια. Ο βασιλιάς τον παίνευε για τις μάχες που κέρδιζε, και οι συμπολεμιστές του τον θαύμαζαν. Η φήμη του ως άγριος  πολεμιστής, απλώθηκε σε όλη τη χώρα και όσο διαρκούσε ο πόλεμος, όλοι τον υμνούσαν και τον δόξαζαν.

Κάποτε όμως ο πόλεμος τέλειωσε και ο στρατιώτης απολύθηκε. Πήρε των οματιών του και κατοίκησε σε μια άκρια του Βασιλείου που δεν έφτανε κανένας νόμος, ένα απόμερο μέρος, ένα μικρό χωριό όπου εκεί, δια της βιάς επέβαλε δικούς του νόμους.

Συνηθισμένος μόνο να πολεμά, άρχισε ένα δικό του πόλεμο στο μικρό χωριό. Δια της βίας άρπαζε από τους φτωχούς χωρικούς, και όποιος του εναντιωνόταν, τον βασάνιζε ή και τον σκότωνε. Ήταν μια εποχή του Μεσαίωνα που κυριαρχούσε ο νόμος της επιβολής του δυνατού.

Έτσι συμπεριφερόμενος, έγινε άρχοντας και εφάρμοσε προς όφελος  του ένα σκληρό κουμάντο που έκανε τους ανθρώπους γύρω του δυστυχισμένους. Πολλοί κάτοικοι, οι τίμιοι θεοφοβούμενοι και φιλήσυχοι πολίτες από φόβο κρυφά διαμαρτύρονταν και έψαχναν να βρούν τρόπο  αντίδρασης, ενώ πολλοί άλλοι δήλωσαν υποταγή και τον όρισαν βασιλιά τους, ώστε τοιουτοτρόπως είχαν την εύνοια του και την προστασία του.

Έτσι στο μικρό χωριό δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, ένα από τους επιτήδειους κόλακες και υμνητές της εξουσίας οι οποίοι είχαν οφέλη εξ αυτής, και οι φτωχοί τίμιοι βιοπαλαιστές που ένεκα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, καθημερινώς γίνονταν περισσότερο πτωχότεροι και δυστυχέστεροι

Στα χρόνια που πέρασαν, ένα μικρό παιδί μιας τίμιας οικογένειας που γαλουχήθηκε με τα Χρηστά ήθη, όταν μεγάλωσε αποφάσισε να κάμει ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων. Ντύθηκε στρατιώτης και πήγε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει. Έδωσε σκληρές μάχες, και υπέρ του Χριστού φόνευσε πολλούς αλλόθρησκους.

Όταν ο πόλεμος τέλειωσε, γύρισε στον τόπο του, αλλά βλέποντας το άδικο εναντίον των φτωχών συνανθρώπων του, αποφάσισε να τιμωρήσει τον αίτιο των δεινών.

Ο δυνάστης άρχοντας ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του, αποφάσισε να εξαλείψει το μικρό εμπόδιο που του παρουσιάστηκε. Διέταξε τους υποτακτικούς του να τον δωροδοκήσουν ή αν δεν τα κατάφερναν, να τον αφανίσουν από προσώπου γης. Όμως τίποτα δεν κατάφεραν, καθώς ο νέος έχοντας τον Χριστό και το δίκαιο με το μέρος του, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει το άδικο και το κακό.

Κάλεσε λοιπόν τον κακό άρχοντα σε μάχη μέχρι θανάτου, και ξεκίνησαν μια μεγαλειώδη πάλη που στα χρονικά της ιστορίας ονομάστηκε η μάχη του καλού και του κακού. Τα σπαθιά τους άστραφταν και βροντούσαν, και χτυπούσε ο ένας τον άλλο με πολλή δύναμη. Πάλευαν ώρες, πάλευαν μέρες, πάλευαν εβδομάδες. Κανένας δέν μπορούσε να νικήσει. Όσο δεινός πολεμιστής ήταν ο κακός άρχοντας, άλλο τόσο ήταν και το καλό παλληκάρι. Οι άνθρωποι τους παρακολουθούσαν, και οι μισοί υποστήριζαν τον κακό, και οι άλλοι τον καλό. Στα μάτια των μεν, ο κακός ήταν ο καλός, και στα μάτια των δε, ο καλός ήταν ο κακός.

Όταν κουράστηκαν και δεν μπορούσαν άλλο, όταν τα σπαθιά τους έσπασαν και οι ασπίδες τους τσακίστηκαν, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να νικήσει κανένας. Έτσι έκαμαν μια συμφωνία, να μην υπάρξει ηττημένος, ούτε νικητής. Έκαμαν νόμους που να ευνοούν το δίκαιο του καθενός, και συγκυβέρνησαν στον τόπο. Με λίγα λόγια έμεινε το κακό να κυριαρχεί, αλλά έμεινε και το καλό να συνκυριαρχεί.

Και από τότες τους ανθρώπους τους κυβερνούν οι κακοί και οι καλοί, με τρόπο που το σύνολο των ανθρώπων πιστεύει πώς η κάθε εξουσία κυβερνά με τους νόμους που θεσπίστηκαν επ’ αυτού, και πώς πρέπει να τους εφαρμόζουν άσχετα αν είναι καλοί ή κακοί.     

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ

Μια φορά και έναν καιρό, στην τέλειωση της Χλώρακας μέσα σε μια μικρή θαλασσινή λίμνη, τη λίμνη των Ροαδαφινιών, ζούσε μια μικρή όμορφη γοργόνα που αγαπούσε τους ανθρώπους και χωρίς να τους φοβάται, ξεπρόβαλλε όταν τα νερά ήταν ήσυχα και συνομιλούσε μαζί τους. Είχε το μικρό χωριό της Χλώρακας υπό την προστασία της, και δεν άφηνε κανένα εξώρκι να επηρεάζει την ηρεμία των κατοίκων, ώστε αυτοί ευτυχισμένοι ζούσαν μια ήρεμη ζωή καλλιεργώντας την όμορφη γη που τους χάρισε η φύση.

Μια φορά πρίν εκατοντάδες χρόνια, ένας νέος αγάπησε παράφορα την γοργόνα και ήθελε να πεθάνει γιατί δεν υπήρχε τρόπος να την κάμει δική του καθώς ήταν μια γοργόνα-νεράιδα διαφορετική από τους ανθρώπους. Όμως βλέποντας την μεγάλη του λύπη και θέλοντας να τον παρηγορήσει, του είπε να κάνουν μια συμφωνία. Να αγαπιούνται πλατωνικά, και να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό. Ο νέος μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε.

Και τα χρόνια περνούσαν, και καθημερινώς ο νέος δίπλα στη μικρή λιμνοθάλασσα με τις ώρες συνομιλούσε με την μικρή γοργόνα. Με τον καιρό η μικρή γοργόνα αγάπησε και αυτή το παλληκάρι, και έτσι αγαπημένοι ζούσαν καλά και ήσαν ευχαριστημένοι.

Άμα πέρασαν πολλά χρόνια και ο νέος έγινε μεσήλικας, γεμάτος ανησυχία μήπως πάψει αυτή  να τον αγαπά καθώς οι γοργόνες δεν γερνούν, μια μέρα τη ρώτησε τι θα απογίνει αν αυτό συμβεί; Και του απάντησε πώς πάντα θα τον αγαπά, ακόμα και όταν αυτός πεθάνει, και πώς η αγάπη της γι αυτόν θα παύσει μόνον όταν η μικρή θαλασσινή λίμνη των Ροδαφινιών, θα παύσει να υπάρχει.

Και πέθανε κάποτε το παλληκάρι, αλλά το πνεύμα του έμεινε ζωντανό να πλανιέται πάνω από το χωριό να προστατεύει τους ανθρώπους, και να κάνει παρέα με την αγαπημένη του.

Αυτό κράτησε για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι πρόσφατα που οι άνθρωποι χάλασαν τη λίμνη και έριξαν μέσα αποχετεύσεις και απόνερα από ξενοδοχειακές μονάδες, οπότε πάει η υπόσχεση της μικρής γοργόνας, πάει και το παλληκάρι. Έσβησε το πνεύμα του και άφησε το χωριό απροστάτευτο.

Από τότες στο μικρό χωριό όλα άλλαξαν. Οι άνθρωποι έγιναν άπληστοι και με μόνη έγνοια τον πλουτισμό και την «πρόοδο», τσιμέντωσαν όλη τη γη και έστησαν πολυόροφα κτίρια.

Και τώρα αντί πράσινα χωράφια από καλλιέργειες και παρθένες καυκάλλες βλαστημένες με άγρια χλωρίδα και πανίδα, υπάρχει παντού μπετόν και όμορφα πεζοδρόμια με ομορφότερες πλατείες κατασκευασμένες με τουβλάκια για να μην λερώνουν τα παπούτσια τους οι επισκέπτες.

Όπως συνήθως, οι άνθρωποι δεν φρόντισαν να αξιοποιήσουν τον τόπο τους με τρόπο η ανάπτυξη να συνάδει με τη φύση, παρά μόνο σκεπτόμενοι περισσότερο τον υλικό πλουτισμό, κάπου ξέχασαν τον φυσικό. 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ

Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τόπο, θα ήθελαν να γνωρίσουν τι έκαναν οι προηγούμενοι τους, τη ζωή, τις προλήψεις, τα πιστεύω , την καταγωγή και τα γεννοφάσκια τους. Η στετέ μου που δεν ζει πλέον, μου είπε μια φορά πως, κάποιοι κάτοικοι της Χλώρακας έχουν ρίζες καταγωγής όμορφες νεράιδες οι οποίες μια φορά εζούσαν σε μια όμορφη καταπράσινη λαγκαδιά εκεί στην τέλειωση του χωριού.    

Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.

Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η Κυπριακή χλωρίδα ήταν βλαστημένη, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος, πανέμορφο τοπίο όπου εκεί θα ήθελαν να ζουν όμορφες νεράιδες. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί. Τοιουτοτρόπως μόνο άγρια ζώα και ξωτικά θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα βάτα κατάφορτα μούρα κόκκινα και μαύρα, ήταν πρόκληση για τις νεράιδες, καθώς ήταν εύκολη τροφή γι’ αυτές.

Οι νεράιδες υπάρχουν στην πραγματικότητα για όποιον πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη τους. Και όποιος πραγματικά πιστεύει, μπορεί να τις δει να πετούν στον ουρανό όταν έχει πανσέληνο, ακόμα μπορεί να τις δει να χορεύουν μέσα σε λίμνες αν έχει την υπομονή να τις παραμονεύσει όταν βγαίνουν τα μεσάνυχτα τις καλοκαιρινές νύχτες και στήνουν χορό.

Οι νεράιδες έχουν πολλές μορφές και μεταμορφώνονται άλλοτε σε ζώα, άλλοτε σε πουλιά, αλλά κυρίως αρέσκονται να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Συνήθως κατοικούν σε λιβάδια, σε ρυάκια και σε λίμνες.

Έχουν πατρίδα μια χώρα που κανείς δεν γνωρίζει, αλλά όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόγιομο, ντύνονται τα φτερά τους και το ακολουθούν. Από ψηλά κοιτάζουν τη γη, και όπου αντικρύσουν ρυάκια και λίμνες, παίρνουν βουτιά και λούζονται στα κρύα νερά. Ένας όμορφος τόπος που αγαπούσαν οι Νεράιδες μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν οι Κλούνοι.

Οι Κλούνοι ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.

Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.

Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.

Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας. 

Η στετέ μου η Δεσποινού ήταν μια καλωσυνάτη γυναίκα που ήξερε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και λαϊκά τραγούδια που μιλούσαν για Ρηγάδες και Ακρίτες. Πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, την παρακαλούσα να μου τραγουδήσει τραγούδια και να μου εξιστορήσει παραμύθια. Μου είπε πολλά, άλλα τα έχω καταγράψει, και άλλα έχω σκοπό και αυτά να γράψω. Στα πολλά που μου είπε, μου ιστόρησε και την ιστορία για τις Νεράιδες που ζούσαν εκεί, δίπλα μας, σε έναν καταπράσινο τόπο, στην τέλειωση της Χλώρακας. Ήταν οι Κλούνοι το ομορφότερο μέρος του χωριού, το καμάρι όλης της γύρω περιοχής που άλλο σαν κι’αυτό, δεν είχε. Υπήρξε και διατηρήθηκε αμέτρητους αιώνες και ειπώθηκαν για τον τόπο ιστορίες και θρύλοι για Κουρσάρους και πειρατές, για τη Θεά Αφροδίτη, για την Αγιά Μαρίνα και για σπηλιές γεμάτες χρυσάφι μέσα στα έγκατα της γής. Γλύτωσε από πολλές καταστροφές, από πλημμύρες, σεισμούς καταποντισμούς, ακόμα και από μεγάλο σεισμό και τσουνάμι που ακολούθησε, και η θάλασσα σκέπασε το μέρος, αλλά παρ όλα αυτά, ξαναβλάστησε και το πράσινο σκέπασε ξανά τη γη, δημιουργώντας μια όμορφη όαση μέσα στον ξερό κάμπο.

Αυτό το όμορφο μέρος λοιπόν, διάλεγαν οι Νεράιδες κάθε που ακολουθούσαν το φεγγάρι στον ουρανό, και βουτούσαν από ψηλά μέσε στα ρυάκια και στις λιμνούλες όπου χαριεντίζονταν για μέρες πολλές παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας.

Οι νεράιδες ήταν πολύ όμορφες κοπέλες, αλλά ήσαν ανέραστες και δεν γνώριζαν τον έρωτα σε όλη τους τη ζωή καθώς έτσι τις έφτιαξε η φύση. Όμως μια από αυτές σε μια επίσκεψη της στους Κλούνους, μια φορά είδε ένα νεαρό όμορφο παλληκάρι από τη Χλώρακα και το ερωτεύτηκε παράφορα. Καθώς δεν ήταν δυνατό να συνευρεθεί μαζί του, για να το επιτύχει σκαρφίστηκε δόλο για να ξεγελάσει τη φύση.  

Για να γίνει συνεύρεση νεράιδας με άνθρωπο κοινό, πρέπει αυτή να χάσει τη νεραϊδική της οντότητα, να γίνει θνητή. Κάποιοι που ξέρουν, λένε πως η νεραϊδική οντότητα χάνεται μόνο όταν θνητός καταφέρει να κλέψει το μαντήλι ή το φόρεμα νεράιδας, πράγμα πολύ δύσκολο όμως, καθώς είναι πλάσματα με αρχέγονη εξυπνάδα που κανείς δεν μπορεί να τις ξεγελάσει.

Η καλή νεράιδα όμως, ήταν πολύ ερωτευμένη και έτσι έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε στη λίμνη, διευκολύνοντας έτσι το παλληκάρι να της το κλέψει. Έγινε τοιουτοτρόπως θνητή, και κατά τον φυσικό νόμο άνηκε πλέον στο παλληκάρι.

Την πήρε το παλληκάρι, την παντρεύτηκε, και έκαναν πολλά παιδιά των οποίων οι απόγονοι παντρεύτηκαν και αυτοί, ώστε τοιουτοτρόπως σήμερα ζουν στη Χλώρακα πολλοί με καταγωγή και γεννοφάσκια νεράιδων. 

Στους Κλούνους λοιπόν, την εύμορφη καταπράσινη λαγκαδιά που άλλη τόσο πυκνοβλαστημένη δεν είχε σε όλη την περιοχή, συνέβησαν πράματα και θαύματα. Ήταν τόπος που ζούσαν νεράιδες, αλλά που σήμερα πλέον δεν υπάρχει, ένεκα της καταστροφικής μανίας των σημερινών ανθρώπων που τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί, έδιωξαν και τις νεράιδες.  Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.

Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.

Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.

Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.

----------------

5. ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ISBN 978-9925-7840-1-1      

 

Πρόλογος από το συγγραφέα

Τον Βασίλη προσωπικά τον γνώρισα στη μεγάλη μου ηλικία, αλλά γι αυτόν άκουα ιστορίες όταν ήμουν πολύ μικρόν παιδί. Άκουα από τους μεγαλύτερους μου να ιστορούν κάποιες περιπέτειες του, και ένας θαυμασμός γεννήθηκε μέσα μου. Έτσι ύστερα από πενήντα χρόνια όταν εδέησε ο Θεός να γίνω συγγραφέας, αποφάσισα να γράψω γι αυτόν, σμίγοντας κάποιες αλήθειες με τη φαντασία μου, που είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο αυτό.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που εξιστορεί τις περιπέτειες ενός ανθρώπου που από ενωρίς μπήκε στη βιοπάλη, και από ορφανό παντέρμο παιδί κατάφερε μέσα από κακουχίες και σκληρή εργασία, αλλά προπάντων από μια έμφυτη τόλμη και θάρρος που τον διακατείχε, τόλμησε να ξανοιχτεί σε θάλασσας και ωκεανούς και παλεύοντας με τα στοιχεία της θάλασσας, κατάφερε από πάμπτωχο παιδί του χωριού, να γίνει ένας σεβαστός πλούσιος προεστός.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ

Από μικρός ο Βασίλης ζούσε ευτυχισμένος και χαρούμενος γιατί ένιωθε πως η θάλασσα που γλυκά φιλούσε τις ακρογιαλιές της Χλώρακας, το ίδιο γλυκά αγκάλιαζε και τον ίδιο όταν μικρό παιδί κολυμπούσε στα γαλανά νερά της, ή όταν το απαλό θαλασσινό αγέρι του ξένιζε τα μαλλιά σαν με δύναμη τραβούσε τα κουπιά της μικρής του βάρκας.

Ο πατέρας του ήταν ένας σπουδαίος ναυτικός και ήξερε τη θάλασσα απ έξω και ανακατωτά, και την αγαπούσε υπερβολικά. Είχε ένα μεγάλο πάθος γι αυτήν που του γέμιζε την καρδιά και του κατέκλυζε το είναι στο μέγιστο βαθμό, ώστε ως φυσικό αποτέλεσμα,

τκληροδότησε στο γιο του Ανδρέα, ένα σκληροτράχηλο αγόρι που καθώς από τα γεννοφάσκια του ξημεροβραδιαζόταν μαζί του στη θάλασσα, έγινε κι αυτός σπουδαίος θαλασσινός. Είχε πολύ μεγάλο μεράκι ίδιο με του γονιού του, γι αυτό οι άλλοι κάτοικοι στο χωριό αντί να τον φωνάζουν με το δικό του όνομα, τον ονομάτισαν όπως τον πατέρα του, δηλαδή Βασίλη. Κανείς δεν τον έλεγε με τ αληθινό του, αλλά και αυτός με χαρά αποδέχτηκε να τον καλούν Βασίλη.

Κάθε μέρα ξημερώματα ακολουθούσε τον πατέρα του και μαζί ψάρευαν, και μαζί έκαναν τις θαλασσινές εργασίες. Όταν δεν τον έπαιρνε μαζί του, γύρναγε τις ακρογιαλιές και έχοντας  παρέα τον ήχο των κυμάτων και του μαϊστράλι, σκεφτόταν πως δεν ήθελε άλλη ευτυχία, αυτή του αρκούσε.

Μα περισσότερο του άρεσε να πηγαίνει κολυμπώντας στις ξέρες του Φουρφουρή λίγο πιο πέρα από την ακτή, και εκεί να κάθεται με τες ώρες και να συλλογάται, και στο νου να τούρχονται τα γλυκά τραγούδια μιας μικρής σειρήνας που πολύ καλά γνώριζε μέσα από αφηγήσεις του κυρού του.

Ήταν κάτι μεγάλες ξέρες μέσα στο βαθύ γιαλό, αλλά κάθε που η άμπωτη τραβούσε πίσω τα νερά, η επιφάνεια τους ισοσταθμούσε με τη θάλασσα. Πάνω  στις ξέρες αυτές, πολλά καράβια τσακίστηκαν και βούλιαξαν. Οι ντόπιοι κάτοικοι έλεγαν πως όταν η θάλασσα θύμωνε, τα άρπαζε φουρτουνιασμένη και τα τσάκιζε αλύπητα χωρίς να λυπάται τις ανθρώπινες ζωές. Ο μικρός Βασίλης όμως, ήξερε πως μια μαγική δύναμη τα οδηγούσε και μόνα τους έσπαζαν τα σκαριά τους στις μεγάλες αυτές ξέρες.

Πλοία και καΐκια από την αρχαιότητα έως σήμερα, βούλιαξαν και άφησαν τα κουφάρια τους κάτω στα βαθιά νερά. Αρχαία απολιθώματα κυρίως πήλινα αντικείμενα, όσα άντεξαν στο χρόνο και στα υπόγεια ρεύματα, έγιναν ένα με το βυθό και εκεί παραμένουν ακόμα, να θυμίζουν τη μανία της θάλασσας.

Τούλεγε  ο πατέρας του πως σε αυτό το βράχο είχε το θρόνο της μια μικρή νεράιδα που ήταν κόρη της βασίλισσας γοργόνας, αυτής που εξουσιάζει τους βυθούς σε θάλασσες και σε πελάγη. Μια ιστορία, ένα όμορφο παραμύθι που χαράχτηκε βαθιά μέσα στη ψυχή του και στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν η ιστορία μιας μικρής νεράιδας που μια φορά ξεφεύγοντας από την προσοχή της μητέρας της, έχασε τον προσανατολισμό της και χάθηκε στους άγνωστους ωκεανούς χωρίς να μπορεί να βρεί τον δρόμο του γυρισμού. Μέρες και νύχτες έψαχνε απεγνωσμένα τον δρόμο της επιστροφής, αλλά είχε χαθεί παντοτινά πίστεψε η μικρή γοργόνα, και ο φόβος της έσκιασε την καρδιά. Μια σταλίτσα κοπελίτσα κι απροστάτευτη, ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια της θάλασσας, περιπλανιόταν μέρες πολλές με την αγωνία  συντροφιά, και τον φόβο στην καρδιά. Πολλές φορές κινδύνευσε καθώς στη θάλασσα τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά, και αυτή ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντιπαλεύσει μαζί τους.

Και ύστερα από ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι διασχίζοντας δυνατά ρέματα και αποφεύγοντας επικίνδυνα τέρατα,

αποκαμωμένη  από την κούραση ανέβηκε στις ξέρες του Φουρφουρή απελπισμένη και παραδομένη στη μαύρη της μοίρα. Κάθισε στην πιο ψηλή κορφή τους κι αρχίνησε να τραγουδά λυπητερά καλώντας τη μάνα της με ελπίδα στην καρδιά να την ακούσει, να έρθει να την πάρει. 

Το τραγούδι της γλυκό και πικραμένο, έφτασε στα πέρατα του ορίζοντα, και τα δελφίνια που κολυμπούσαν εκεί, τη συμπόνεσαν και πήραν το μήνυμα της και το μετέφεραν στα πέρατα της γης. Το άκουσε η μάνα της λοιπόν, και ήρθε και την πήρε. Θυμωμένη όμως, έκλεισε τη μικρή νεράιδα σε ένα κλουβί για να μην ξαναφύγει και  πάλιν να χαθεί. Την ξεκλείδωνε όταν η ίδια ήταν κοντά για να την προσέχει.

Μέσα στη φυλακή της η μικρή γοργόνα γεμάτη πίκρα μαράζωνε και νιώθοντας θυμό, όποτε η μητέρα της την ελευθέρωνε, έβγαινε στην επιφάνεια και κολυμπούσε ως τις ξέρες του Φουρφουρή, και πάνω στο θρόνο της καθόταν ως σειρήνα, τραγουδούσε και μάγευε τους ναυτικούς που έσπευδαν να την ακούσουν.

Και μαγεμένοι δεν πρόσεχαν τις μεγάλες ξέρες, έπεφταν πάνω και τσακίζονταν και βούλιαζαν μέσα στα βαθιά νερά.

Αμέτρητα πλοία τσακίστηκαν στις ξέρες του Φουρφουρή, και οι ντόπιοι που γνωρίζουν τη θάλασσα, λένε πως η θάλασσα της Χλώρακας κρύβει πολλούς θησαυρούς από τα ναυάγια αυτά.

Λένε ακόμη πως το μικρόν παιδίν ο Βασίλης ο ψαράς, εξερευνώντας τον βυθό γύρω από τις μεγάλες ξέρες, ανακάλυψε ένα μικρό θησαυρό από χρυσάφι που τον έβγαλε και καλά τον φύλαξε, ώστε ανθρώπου μάτι ποτέ να μην τον ιδεί. 

Το μικρόν παιδί όταν μεγάλωσε και ανδρώθηκε, πήγε στα καράβια και εργάστηκε ως ναυτικός για πολλήν καιρό. Και όταν τα χρόνια πέρασαν, επέστρεψε στο μικρό χωριό του, και συνέχισε να ασχολείται με τη θάλασσα. Έγινε ένας σπουδαίος έμπορος ψαριών, και απέχτησε πολλά χρήματα. Τώρα, ζει πλουσιοπάροχα και είναι ένας καλός προεστός στον τόπο του. Έχει άφθονα χρήματα και λένε κάποιοι πως τα κέρδισε με τον ιδρώτα του και την εξυπνάδα του, ενώ κάποιοι άλλοι λένε πως είναι ο θησαυρός της μικρής σειρήνας που βρήκε στα βαθιά νερά κάτω από τις μεγάλες ξέρες... 

Ο ΓΕΡΟ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Ήταν δεν ήταν οκτώ χρονών ο Βασίλης, αλλά θυμάται μια παλιά μέρα σαν να ήταν χτες, που ανεξίτηλα γράφτηκε στο μυαλό του. Μία μουντή καταθλιπτική μέρα που από το ξημέρωμα έδειξε πως δεν θα ήταν καλή, μια κακιά ώρα που ένα μεγάλο κακό έφερε η θάλασσα της Χλώρακας στο μικρό χωριό.

Μια θαλασσινή τραγωδία που επηρέασε τον Βασίλη παντοτινά και τον γέμισε οδύνη, που όμως ο μεγάλος φόβος δεν του έσκιασε εν τέλει την καρδία, δεν τον νίκησε όντας μικρόν παιδίον, παρα μόνο τον ανδρείωσε, και τον γέμισε θάρρος να την μάχεται αλλά και να την αγαπά περισσότερο από μάνα και αγαπητικιά. Χωρίς να δειλιάζει όταν αγριεμένη και μανιασμένη έριχνε τα φοβερά κύματα στις απόκρημνες ακτές κατατρώγοντας τις με τον καιρό, την περιδιάβαινε ολημερίς και ένιωθε τις νύχτες να τον συντροφεύει η βουή της που γλυκεία έφτανε ίσαμε το μικρό καλυβάκι του. Και όταν ήρεμη απαλά τα κύματα της κυλούσε στις ακτές, με την μικρή του βάρκα ξανοιγόταν στα βαθιά και ώρες ατελείωτες ξεχνιόταν στην υγρή αγκαλιά της νιώθοντας την ολοδική του, ίδιο αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του.

Ο πατέρας του μια ζωή μαχόταν τη θάλασσα που ήταν η μόνη ζήση του αλλά και η μοίρα του καθώς συχνά έλεγε. Ένεκα αυτού, ο ίδιος παινευόταν πως καλά την γνωρίζει, και όριζε τον εαυτό του ως ατόφιο θαλασσινό. Ήταν πράγματι καλός και ξακουστός ψαράς, και της είχε απέραντη αγάπη καθώς παρέα με αυτήν αναγιώθηκε. Όμως εν τέλει απλώς καλά την γνώριζε, ενώ αυτή απόλυτα τον όριζε με ακατάλυτα αισθήματα και δεσμά αγάπης που συνήθως συνδέει εφ όρου ζωής όσους ασχολούνται μαζί της.

Πολύ συχνά μέσα στη μικρή βάρκα στριμώχνονταν οι δυο και με τα κουπιά έφευγαν μακριά στο πέλαγος για να αλιεύσουν ψάρια ή σφουγγάρια. Ο μικρός Βασίλης χαιρόταν γιατί και αυτός αγαπούσε τη θάλασσα ίδια με τον πατέρα του. Στον ύπνο και στον ξύπνιο, στη σκέψη του είχε μόνο την θάλασσα. Όταν ο κύρης του δεν τον καλούσε μαζί του, αυτός γύρναγε τις ακρογιαλιές περιμένοντας τον γυρισμό του, και αγναντεύοντας τον βαθύ ορίζοντα σκεφτόταν πολύ αποφασιστικά, πως όταν μεγάλωνε θα πήγαινε να εργαστεί πάνω στα καράβια. Να ταξιδεύσει τις θάλασσες του κόσμου, να γνωρίσει μεγάλες και μικρές χώρες, πολλά λιμάνια, και καινούργια πράγματα.

Ένα χάραμα σκοτάδι ακόμα, ο πατέρας του τον σκούντησε να ξυπνήσει,

-Σήκω να σε πάρω παρέα μια τσάρκα με τη βάρκα,

του είπε.

Μεμιάς πετάχτηκε ολόρθος ο μικρός Βασίλης, και με τη νύστα να τούχει φύγει από τη χαρά, ντύθηκε μάνι-μάνι. Ο γέρος του έβαλε κάποια χρειαζούμενα στο ψάθινο καλάθι, και αποχαιρετώντας τη κυρά Κατερίνα τη μάνα του, που ανασηκώθηκε στο ψηλό ξύλινο κρεββάτι και τους παρακολουθούσε σιωπηλή, ροβόλησαν την κατηφόρα που οδηγούσε κάτω στο γιαλό, στο μικρό φυσικό απάνεμο λιμανάκι του χωριού.

Μπήκαν στη βάρκα και ξανοίχτηκαν στα βαθιά, και γρήγορα έφτασαν σε απόσταση από την ακτή κοντά στις ξέρες του Φουρφουρή. Τα μεγάλα βράχια που μόλις σκεπάζονταν από τη θάλασσα χωρίς να εξέχουν από αυτήν, αποτελούσαν ένα μικρό νησάκι κατω από τα νερά. Τα ψάρια εκεί ηταν αρκετά, και πολλές φορές συνήθιζαν να πηγαίνουν να τα ψαρεύουν.

Η αυγή είχε ροδίσει πλέον, και ευχαριστημένοι που μπορούσαν να βλέπουν καλά, πλέοντας πάνω στις ξέρες, έβαλαν μέσα στο νερό τον κάδο με το γιαλλί, ένα τσίγκινο δοχείο  που πρώτα έβγαλαν τον πάτο και τοποθέτησαν στη θέση του ένα γιαλλί στερεωμένο με στόκο για να είναι στεγανό. Βουτώντας το στη θάλασσα με την άλλη άκρη να παραμένει έξω, έβλεπαν καθαρά μέσα στο βυθό.

Σε εκείνες τις ξέρες που ήταν ελάχιστα κάτω από το νερό, με το γιαλλί και το καμάκι ψάρευαν τακτικά, και πάντα έμεναν ευχαριστημένοι, αφού σχεδόν καμιά φορά δεν γύρισαν στη στεριά άπρακτοι. Ήταν ένας καλός τόπος για ψάρεμα.

Όσο περισσότερο ρόδιζε το φως της αυγής, μέσα βαθιά ο ορίζοντας της θάλασσας πρόσεξαν πως σκοτείνιαζε. Τα σύννεφα στον ουρανό μαύριζαν και έτρεχαν γρήγορα. Ένιωσαν μια ανήσυχη ηρεμία να επικρατεί. Τα νερά της θάλασσας σταμάτησαν να κυλούν. Έμειναν ακίνητα σε μια επικίνδυνη άπνοια και γαλήνη, σε μια απόλυτη νηνεμία του καιρού. Ενός καιρού σιωπηλού, έτοιμου να βρυχηθεί και να αμοληθεί άγριος και καταστροφικός. Ο πατέρας του ως παλαίμαχος ναυτικός που πολλά γνώριζε για τις αλλαγές του καιρού, στάθηκε να παρακολουθεί βαθιά τον ορίζοντα πολύ ανήσυχος. Σε λίγο, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του, του είπε με φωνή που φανέρωνε πολλή ανησυχία,

-Άντε παιδί μου, βιάσου να γυρίσουμε στη στεριά, και ο καιρός κάτι κακό ετοιμάζεται να βγάλει.

Γρήγορα έπιασαν τα κουπιά και άρχισαν να λάμνουν με κατεύθυνση τη στεριά. Η βάρκα έπλεε πολλή απόσταση μακριά από την ακτή. Ώσπου να κάμουν λίγη απόσταση, η μαυρίλα βαθιά στον ορίζοντα μεγάλωσε με ταχύτητα, και πολύ γρήγορα τους σκέπασε και αυτούς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και η στεριά δεν φαινόταν πλέον. Η κακή ορατότητα εμπόδιζε τον γέρο ναυτικό να ελέγξει την πορεία. Καταφανή σημεία προς παρατήρηση δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να πλέουν σε εσφαλμένη πορεία.

Και απότομα φύσηξε ένας δυνατός αγέρας που αγρίωσε τη θάλασσα. Στο σκοτεινό ουρανό φάνηκαν αστροπελέκια, ενώ βρωντές και βοές ακολουθούσαν. Δυνατοί ανεμοστρόβιλοι άρχισαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό με το σφύριγμα τους φοβερό, που άφηνε τον τρόμο να τους κυριεύει. Τα άγρια κύματα σήκωναν τη βάρκα ψηλά, και την έγερναν επικίνδυνα. Τα αλμυρά νερά την γέμισαν και ήταν φανερό πως πλέον δεν είχαν γλυτωμό. Όμως παρ όλα αυτά, όπως όλοι οι άνθρωποι θυμούνται τον Θεό στα δύσκολα, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις ελπίδες τους, μήπως κάμει το θαύμα του.

Ο γέρο πατέρας χωρίς να νοιάζεται για τη δική του ζωή, θερμά άρχισε να παρακαλά την Παναγία να πάρει τη δική του και να σώσει του γιου του. Οι στιγμές αγωνίας ήταν φοβερές, στιγμές όμως που δεν κράτησαν πολύ. Η βάρκα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Με δύναμη ένα μεγάλο κύμα την τσάκισε πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, και την βούλιαξε.

Ο Βασίλης μέσα στο νερό, προσπάθησε να αποφύγει τα βράχια, να μην τσακιστεί πάνω τους. Άφησε το ρέυμα να τον παρασύρει και να τον σύρει μακριά από τις ξέρες. Αφήνοντας το κορμί του στο έλεος των κυμάτων χωρίς να πλέει κόντρα, αποφάσισε πως μόνο έτσι ίσως να γλύτωνε τον πνιγμό. Γύρισε τα μάτια του ένα γύρο, και είδε τον πάτερα του πιο πέρα να μάχεται με δύναμη προσπαθώντας να έρθει προς το μέρος του, και τον άκουσε να του φωνάζει,

-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.

Εκείνη τη στιγμή ένα κύμα παρέσυρε τον μικρό Βασίλη και έκτοτε δεν ξαναείδε τον πατέρα του. Ο ίδιος γλύτωσε, αλλά έως τις σημερινές μέρες, η φωνή του κυρού του παραμένει αποτυπωμένη βαθιά στη ψυχή του,

-Εάν σωθείς, πες στη μάνα σου ότι πέθανα σαν ναυτικός.

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο γέρο Βασίλης ο αντρειωμένος ναυτικός, έφυγε παντοτινά, τον πήρε η θάλασσα στα σκοτεινά αγκάλια της να τον έχει συντροφιά. Πίσω έμεινε ο μικρός Βασίλης καθημερινά στη θάλασσα να την παλεύει αλλά και νοερά να συνομιλεί με τον πατέρα του που από ψηλά στα ουράνια όπου αναπαύτηκε, σίγουρα έβλεπε τον καλόν υιόν του και τον καμάρωνε.

Τα χρόνια έφευγαν, αλλά όσα και να πέρναγαν, το νεαρό ναυτόπουλο αναπολούσε τα παλιά και βρίσκοντας διέξοδο και καταφύγιο στην αγαπημένη του θάλασσα, ξεχνούσε παντελώς τα βάσανα και τις κακίες των ανθρώπων έξω στη στεριά. Ήταν η απεραντοσύνη του ορίζοντα που στο βάθος του πλανιόταν η ματιά του και έκανε όνειρα. Ήταν το φωτεινό γαλάζιο των νερών όταν η θάλασσα ήρεμα κυλούσε με το απαλό αεράκι, ήταν ακόμα το σκοτεινό γκρι των αγριεμένων κυμάτων που δυνατά ορμούσαν έξω στη στεριά.

Με βιά να περάσει ο καιρός παρακαλούσε, να μεγαλώσει γρήγορα και να απλώσει τα φτερά του λεύτερο  πουλί, να μπαρκάρει στα καράβια και να οργώσει τις θάλασσες του κόσμου.  Να γνωρίσει τα μυστήρια που μυστικά φυλάγουν χωρίς να τα φανερώνουν και να μπορέσει να δώσει εξήγηση στα ερωτήματα που ούτε ο πατέρας του δεν μπόρεσε να του δώσει.

Μια λαχτάρα βαθιά μέσα του και ένα σαράκι τον έτρωγε. Μια αγάπη ατελείωτη που τίποτα δεν έσκιαζε, φώλιαζε στην καρδιά του. Δεν φοβόταν το υγρό στοιχείο, δεν του έμεινε φόβος που είδε με τα μάτια του να πνίγει τον πατέρα του. Δεν τρόμαξε που και ο ίδιος κινδύνευσε να πνιγεί μαζί του. Ήταν και αυτός όπως τον πατέρα του ένας ατρόμητος ναυτικός.

Θυμόταν τον κύρη του με ένα άφιλτρο τσιγάρο στο στόμα να κάθεται με τις ώρες και με την πετονιά του να ψαρεύει ψάρια μικρά και μεγάλα. Ήταν ο καλύτερος ψαράς σε όλο το χωριό. Γνώριζε μεθόδους και τέχνες που κανείς δεν ήξερε άλλος. Πάντα το ζεμπίλι του στο σπίτι το έφερνε γεμάτο. Με τρικυμία ή με ησυχία, πάντα ψάρευε ψάρια στα αγκίστρια του ή στα δίχτυα του.

Θυμόταν που ήσυχα χωρίς άγχος, για ώρες ατελείωτες και οι δυο στα βράχια της παραλίας ή μέσα στη βάρκα  ψάρευαν.

Ήταν μέρες καλές, ανέμελες και αγαπημένες. Ήταν καιροί αξέχαστοι που αποτυπώθηκαν στη ψυχή του μικρού Βασίλη και που τον στιγμάτισαν παντοτινά, παρακινώντας τον και καθοδηγώντας τον για την υπόλοιπη του ζωή.

Είχε μάθει από τον γονιό του να αγαπά τη θάλασσα και με σοφία να την παλεύει.

Η θάλασσα στο μικρό Βασίλη έγινε δεύτερη φύση, την έμαθε κυριολεκτικά. Δεν την φοβόταν, αλλά προσεκτικά ασχολιόταν μαζί της. Δεν της πήγαινε κόντρα, ήξερε πως κανείς δεν παράβγαινε μαζί της. Καθημερινά μέρες και νύχτες τον έλουζε η αλμύρα της και τον σκληραγωγούσε. Από νωρίς τον άνδρωσε και από μικρό παιδόπουλο τον μεταμόρφωσε σωστό θαλασσόλυκο και έμπειρο ψαρά. Η θάλασσα της Χλώρακας που το βυθό της είχε οργώσει χιλιάδες φορές, του πρόσφερε ανεπανάληπτες στιγμές. Κάθε φορά που βουτούσε στα σκοτεινά και βαθιά νερά της, περισσότερο μια έλξη τον τραβούσε, περισσότερο συναισθηματικά δενόταν μαζί της. Έμαθε σπιθαμή με σπιθαμή τη μορφολογία της. Γνώριζε όλα τα σπήλαια και τις σχισμάδες, τις βαθιές χαράδρες και κάθε είδους φύκια που πλούσια κατά μυριάδες βλάσταιναν πυκνά φυτεμένα στον πάτο της θάλασσας.

Με τη μικρή του βάρκα ανοιγόταν ως πέρα που έπιανε το μάτι, και παράλληλα της στεριάς έπλεε ώρες ατελείωτες περιδιαβαίνοντας όλη τη θάλασσα που έβρεχε τα παράλια της Πάφου. Γνώριζε καλά κάθε σπιθαμή της, γνώριζε και τα μυστήρια της και κάθε λογής παραξενιές της. Τα δελφίνια τον γνώριζαν και τον αναγνώριζαν δικό τους, και πολλές φορές τον συντρόφευαν στα ταξίδια του πλέοντας παράλληλα και συνομιλώντας μαζί του. Έμαθε τη γλώσσα τους και τις εκφράσεις τους, και χαρούμενα τους απαντούσε το ίδιο και αυτός.

Τραβούσε δυνατά τα κουπιά, και η μικρή βάρκα κυλούσε στα γαλανά νερά. Όταν έπιανε κοντά στη στεριά, το γαλάζιο ξέβαφε και γινόταν γαλαζοπράσινο, και όταν πήγαινε στα βαθιά, το χρώμα σκούραινε, γινόταν βαθύ μπλέ. Δεν έκανε ταξίδια μακρινά, η βάρκα του ήταν μικρή, δεν είχε μηχανή, και ούτε μπορούσε να αντέξει μεγάλες τρικυμίες. Παρ όλα αυτά, όποτε ο καιρός το επέτρεπε, με τη βάρκα του ασταμάτητα όργωνε τις ακτές της Πάφου. Από τη Χλώρακα έως τον Ακάμα και την Πόλη, έως τα Κόκκινα και την Τυλληρία. Ήταν μεγάλο το μεράκι μέσα στην καρδιά του, ήξερε πως αγάπησε τη θάλασσα παντοτινά, και για πάντα με αυτήν θα ζούσε. Έκανε όνειρα πολλά, επιθυμούσε να γνωρίσει τους παγκόσμιους ωκεανούς. Ήθελε να γίνει ναύτης, και να την γνωρίσει ολόκληρη. Το είχε βάλει σκοπό, αυτό θα έκανε. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ήταν μια απόφαση αμετάκλητη και τελειωτική. Γι αυτό με αγωνία μετρούσε τον καιρό, και με ανυπομονησία παρακαλούσε το Θεό να δώσει, να μεγαλώσει γρήγορα να πραγματοποιήσει το όνειρο του…

Ήξερε πως αυτή η άγια μέρα θα ερχόταν, και με κουράγιο την πρόσμαινε.

Η ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Όμως ήταν πολλές οι ιστορίες για το μικρό ναυτόπουλο, που λέγοντας τις από στόμα σε στόμα κάποιες τις παράλλαξαν, και τις έκαναν παραμύθια που έλεγαν οι μανάδες στα μικρά παιδιά τους.

Ιστορίες και παραμύθια που τα σύνδεσαν με το θρύλο και την παράδοση ίσως χωρίς αληθινές γοργόνες, αλλά με πραγματικές θεϊκές δυνάμεις που επενέβησαν αρκετές φορές και προστάτευσαν το μικρόν παιδί, το γενναίο ναυτόπουλο. 

Ο Βασίλης αφού έμεινε από μικρός ορφανός και η μοίρα του έλαχε μόνος να δουλέψει σκληρά σε καιρούς φτωχούς και δύσκολους, να θρέψει τη γριά μητέρα του και την αδερφή του, ακόμα να μαζέψει χρήματα να φτιάξει την προίκα της, να κτίσει το σπίτι της και να την παντρέψει.

Διάλεξε τη θάλασσα που την αγαπούσε, και προσπάθησε από αυτήν να πάρει όσα χρειαζόταν για να πράξει το καθήκον του. Ήταν μια σκληρή πάλη που τον παίδεψε πολύ, αλλά που στο τέλος τον αντάμειψε και τον έκαμε πλούσιο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας.

Με τη μικρή του βάρκα χωρίς μηχανή καθώς ήταν φτωχό παιδί, πάλευε νύχτα μέρα με τα άγρια στοιχεία της φύσης προσπαθώντας να ψαρεύει ψάρια και σφουγγάρια στα βαθιά νερά της θάλασσας της Χλώρακας, μιας θάλασσα βαθιά και ανοιχτή στο πέλαγος και στους δυνατούς αέρηδες που ακατάπαυστα έπνεαν και την τρικύμιαζαν.

Όμως ο Βασίλης ο ψαράς αψηφώντας τα δυνατά ρεύματα και τους δυνατούς αέρηδες καθώς και τα μεγάλα κύματα, ξανοιγόταν στα βαθιά, σε τόπους μακρινούς και θάλασσες πολύ βαθιές που μέσα έπλεαν μεγάλα ψάρια και τα ψάρευε.

Μια φορά που ξανοίχτηκε στα βαθιά, η θάλασσα έδειξε να αγριεύει και ο καιρός να σκοτεινιάζει. Τα νερά άρχισαν να αναταράσσουν και να γίνονται μεγάλα κύματα.

Ο Βασίλης ο ψαράς όμως ήταν γενναίος ψαράς και άρχισε ψύχραιμα και δυνατά να λάμνει κουπί με όλες του τις δυνάμεις για να ξεφύγει από το δυνατό ρεύμα που τον έπαιρνε με ταχύτητα στα πιο βαθιά νερά. Προσπαθούσε να μην πηγαίνει κόντρα στα ρεύματα για να μην εξαντληθεί, αλλά δυστυχώς τα θεόρατα κύματα, οι δυνατοί αέρηδες και τα ανακυκλωμένα ρεύματα τον ανάγκαζαν να μάχεται ώρες πολλές και χωρίς αποτέλεσμα.

Είχε εξαντληθεί, και εκεί που πήγε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, είχε σπάσει το ένα κουπί. Η βάρκα έμεινε ακυβέρνητη και απομακρυνόταν από τη στεριά. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και τη στεριά είχε μεγαλώσει πολύ για να μπορέσει να ριχτεί στη θάλασσα και να κολυμπήσει να βγει έξω στη στεριά. 

Το μικρό ναυτόπουλο παρασύρθηκε στη θάλασσα, και τα κρύα γκρίζα κύματα αγκάλιαζαν θυμωμένα τη βάρκα. Η στεριά χάθηκε, και βρέθηκε καταμεσής της θάλασσας σε άγνωστο μέρος χωρίς προσανατολισμό και χωρίς ελπίδα. Μέσα στη σκοτεινιά του καιρού που σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα έριχνε ακαταπαύστη βροχή, ένιωσε για πρώτη φορά το φόβο στα μηλίγγια του, και το μυαλό του να κάνει σκέψεις φανταστικές γυρεύοντας ίσως να πιαστεί από αυτές σαν τελευταια σανίδα σωτηρίας.

Ώσπου να πέσει η νύχτα, ο Βασίλης άρχισε να πεινάει και να κρυώνει πολύ. Κανείς δεν τον είχε δει να κουνάει τα χέρια του ούτε τον είχε ακούσει να φωνάζει για βοήθεια Δεν είχε φαΐ, δεν είχε νερό. Ήξερε ότι η θάλασσα θα ηρεμούσε κάποια στιγμή, δεν ήξερε όμως πως θα έβγαινε στη στεριά καθώς δεν φαινόταν, αφού είχε χαθεί πέρα μακριά. Σκέφτηκε να κολυμπήσει, ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε για πολύ μέσα στα παγωμένα νερά.

-Αν βουτήξω σκέφτηκε, η γοργόνα του Αλέξανδρου θα με πιάσει από τα μαλλιά και θα με σύρει στο βασίλειό της, στα βάθη της θάλασσας.

Κάθισε λοιπόν να περιμένει κουλουριασμένος μέσα στη μικρή του βάρκα ελπίζοντας πως κάποιο πλεούμενο θα περνούσε. Αλλά, μέρες σωστές πέρασαν χωρίς ίχνος άλλης ανθρώπινης παρουσίας, με τη στεριά άφαντη πέρα μακριά σε άγνωστη μεριά, και χωρίς ο μικρός ψαράς να έχει μια πυξίδα προσανατολισμού. 

Μια νύχτα όμως, καθώς κειτόταν τρέμοντας από το κρύο, νόμισε πως είδε μια νεράιδα να τον κοιτάζει μέσα από τα γκριζωπά νερά και να του λέει,

-Εγώ θα σε βοηθήσω.

Ο Βασίλης ο ψαράς αναρωτήθηκε μήπως πέθανε και ήταν σε ένα άλλο κόσμο, και πως έβλεπε όνειρο, ή πως έβλεπε ένα θαύμα να συμβαίνει.

Η βάρκα ταλαντεύτηκε καθώς η νεράιδα σκαρφάλωσε πάνω της.

Πιές, πρέπει να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου, είπε, και τούδωκε ένα νερό να πιεί.

Ο Βασίλης κατάπιε με λαχτάρα το δροσερό γλυκό νερό.

-Ίσως τελικά να μην ήταν πεθαμένος, οι πεθαμένοι δεν καταπίνουν, σκέφτηκε.

Η νεράιδα έκατσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Το κορμί της ήταν πιο ζεστό από το δικό του που είχε μες την παγωνιά τόσες μέρες. Σιγά σιγά, η θαλπωρή από το σώμα της του ζέστανε το κορμί, και έγειρε να κοιμηθεί, έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο.

Καποια στιγμή ένιωσε να τον σκουντούν, ξύπνησε και την άκουσε να του λέει

-Ξύπνα, πλησιάζουμε σε στεριά.

Ο Βασίλης ο ψαράς στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας, ψάχνοντας μες το σκοτάδι.

-Το ρεύμα άλλαξε όσο κοιμόσουν. Σώθηκες,

είπε η νεράιδα και συνέχισε,

-Η δουλειά μου τέλειωσε.

Η βάρκα ταρακουνήθηκε καθώς η καλή νεράιδα γλιστρούσε και έπεφτε στη θάλασσα.

-Πως σε λένε, πως θα σου το ξεπληρώσω;

ρώτησε ο ψαράς.

-Είμαι η γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, η καλή νεράιδα βοηθός των ανθρώπων,

είπε και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε κάτω από τα κύματα. 

Ο μικρός ψαράς ένιωσε τη βάρκα να ακουμπά στην άμμο, να αγγίζει τη στεριά. Πήδηξε έξω και άρχισε να βαδίζει το ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στο χωριό του τη Χλώρακα... 

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΡΟΛΟΪ

Ο Βασίλης ως νεανίας στα άλμπουρα μιας ηλικίας που δεν λογάριαζε κινδύνους και η αφοβιά κυριαρχούσε στο είναι του, όταν έπλεε τη βάρκα του στις ανοιχτές θάλασσες, καμιά φορά που νύσταζε και τα κύματα ήταν ήρεμα, έγερνε στην κουπαστή και αποκοιμιόταν. Δεν φοβόταν μην παρασυρθεί από τα ρεύματα διότι ο ύπνος του ήταν λίγος, και πάντα ξυπνούσε έγκαιρα για να επανακαθορίσει την πορεία του. Του άρεσαν αυτές οι στιγμές γιατί ήταν μια ανάπαυλα στην ταραχώδη εργασία του, δεν σκεφτόταν αν θα πιάσει ψάρια, δεν σκεφτόταν αν θα θρέψει την γριά μάνα του και την μικρή αδερφή του. Λαγοκοιμόταν και η ψυχή του ηρεμούσε και αγαλιούσε κυρίως όταν στα  ονείρατα του ο Μορφέας εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή, ως μια συγκεκριμένη γοργόνα που γι αυτήν ο Βασίλης ένιωθε αιώνια ευγνωμοσύνη καθώς μια φορά όταν μικρός ξανοίχτηκε στα βαθιά και η θάλασσα απότομα αγρίεψε και ο καιρός σκοτείνιασε, και τα κουπιά του έσπασαν και δεν είχε σωτηρία, σαν από μηχανής Θεά φανερώθηκε ανάμεσα στα κύματα μια γοργόνα, η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου η καλή νεράιδα που ήταν βοηθός των ανθρώπων και τον βοήθησε.

Για το Βασίλη η θάλασσα στο Δήμμα ήταν η ζωή του. Τη δεκαετία του ‘50, με τη μικρή του ψαρόβαρκα που έγραφε πάνω το όνομά του, ξανοιγόταν από τα ξημερώματα στο πέλαγο και αφηνόταν στην ηρεμία του απέραντου γαλάζιου. Δεν του έμεινε φόβος από όσα τραγικά έζησε στο υπερφυσικό περιβάλλον της θάλασσας, παρα μόνο από τις δυσκολίες που του προέκυψαν, απόκτησε πολλές εμπειρίες αργότερα πολύ υποβοηθητικές στο δύσκολο επάγγελμα του.

Θυμόταν σαν να ήταν χτες που η καλή γοργόνα τον βοήθησε να γλυτώσει. Πολλές φορές στον ξύπνιο και στον ύπνο του έβλεπε την ωραία μορφή της να του χαμογελά. Την θεωρούσε φύλακα Άγγελο, μάνα, μοίρα, αγαπητικιά, και συντρόφισσα της μοναξιάς του.

Έτσι εκείνη τη δροσερή μέρα καθώς έγειρε στη κουπαστή να ξαποστάσει, τα βλέφαρα του βάρυναν και τα μάτια του έκλεισαν σε ένα ελαφρύ ύπνο. Με νανούρισμα τον ήχο των ελαφριών κυμάτων που έσμιγαν με το απαλό αγέρι του νοτιά, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Και τον πήρε από το χέρι ο Μορφέας και τον παρέδωσε στη καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου και αυτή με μια αγκαλιά τον άρπαξε και τον παρέσυρε μαζί της στους βυθούς των Ωκεανών. Και ταξίδεψαν μακριά στα πέρατα και στις άκριες των θαλασσών σε ένα ταξίδι μαγικό και ονειρεμένο, μέσα στα γαλανά νερά που άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά ενάλλασαν τη μεγαλοπρέπεια της θέας του βυθού με τα πολλά μυστικά που έκρυβε.

‘Ένα ταξίδι όμορφο σε μια θάλασσα γεμάτη ζωή και αξεπέραστες ομορφιές με σπάνια είδη ψαριών, υφάλους, κοράλλια, απέραντη ξανθή άμμο, οάσεις γιγάντιων φυκιών, κάμπους από πανέμορφα σφουγγάρια, παλιά ναυάγια και πολλά άλλα που δεν τα βάνει ο νους.

Ο ήχος του βυθού σαν βάλσαμο αντηχούσε στα αφτιά του ενώ διέσχιζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τις αποστάσεις και όλο πήγαιναν μακρύτερα σε καινούργιες θάλασσες με περισσότερα αφανέρωτα πράγματα, σαν ταινία σινεμά, και αυτός θεατής παρακολουθούσε και παρακαλούσε το ταξίδι να μην τέλειωνε ποτέ.

Θησαυροί απλωμένοι από ναυάγια πλοίων, άλλα τσακισμένα από τις τρικυμίες και άλλα ανέπαφα που βυθίστηκαν αύτανδρον.

 Και τέλος πριν το ονειρικό ταξίδι τελειώσει, άραξαν να ξεκουραστούν στην πρύμη ενός βυθισμένου καραβιού αλλιώτικου από τα άλλα. Ανέπαφο και σε κατάσταση που ο χρόνος δεν άγγιξε, ένα παλιό Πειρατικό καθισμένο στην άμμο όπως να βούλιαξε εχτές και έλειπαν μόνο οι ναύτες.

Ο Βασίλης εκστασιασμένος από τα όσα όμορφα είδε, άφησε την αγκαλιά της καλής γοργόνας και προχώρησε και ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου, μια καμπίνα λίγο ψηλότερα από το κατάστρωμα. Ανέπαφα χωρίς ίχνος καταστροφής, όλα τα αντικείμενα ήταν στη θέση τους και πάνω στο τραπέζι δίπλα από τα εργαλεία που ο Καπετάνιος χάρασσε πορεία, ένα χρυσό ρολόι που η αλυσίδα του και αυτή χρυσή, λαμπύριζε στο γαλάζιο φως της θάλασσας.

Του άρεσε πολύ του Βασίλη το παλιό ρολόι, και σκέφτηκε να το πάρει για να θυμάται το όμορφο ταξίδι. Το έβαλε στη τσέπη έτοιμος να συνεχίσει το ωραίο ταξίδι με την καλή γοργόνα, όταν ξαφνικά ένα ταρακούνημα τον έκανε να αναπηδήσει.

Απότομα όπως όλα άρχισαν, έτσι τέλειωσαν. Είχε σηκώσει θάλασσα και ένα κύμα ταρακούνησε τη βάρκα. Κατάλαβε πως όλα ήταν στο όνειρο του, και καθώς τώρα ξεκούραστος, ξεκίνησε τη μηχανή και συνέχισε την πορεία του.

Κάτι τέτοιες φορές που ξεκουραζόταν στην κουπαστή της βάρκας με παρέα τον Μορφέα, πολύ του άρεσαν, αλλά σήμερα ευχαριστήθηκε περισσότερο καθώς ο καλός Θεός του ύπνου του έστειλε για παρέα την καλή γοργόνα την αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου, που τον είχε βοηθήσει εκείνη τη φορά να μην πνιγεί, και σαν από θαύμα να σωθεί.

Όταν το σούρουπο άρχισε να έρχεται, γύρισε το τιμόνι και έβαλε πλώρη για το Δήμμα, το απάνεμο λιμανάκι στα νότια ακρογιάλια της Χλώρακας. Ήταν ευχαριστημένος, πέρασε άλλη μια ήρεμη μέρα χωρίς έγνοιες με τα ψάρια που ψάρεψε να είναι αρκετά για τον επιούσιο της οικογένειας του.

Έτσι περνούσε τον καιρό του και εκτός από τα όνειρα που έκανε για το μέλλον όταν θα μεγάλωνε, του άρεσε αυτή η απόλυτη ηρεμία μακριά από τους ανθρώπους και το θόρυβο της πολυκοσμίας. Καθημερινά αυτή ήταν η ζωή του, μόνος του ή με κάποιους φίλους του, κάθε μέρα στη θάλασσα να αγωνίζεται για να πιάσει ψάρια. Ένα δύσκολο επάγγελμα, όμως ωραίο τόσο που μόνο οι ναυτικοί γνωρίζουν, και όσοι έμαθαν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται χωρίς να τη φοβούνται.

Μπήκε με χαμηλή ταχύτητα στο μικρό λιμανάκι και έδεσε τη βάρκα. Μάζεψε στο ζεμπίλι τα ψάρια, και με ένα σάλτο πήδηξε στη στεριά για να πάρει το κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τον έβγαζε στο χωριό, στο σπίτι του.

Με το σάλτο όμως, ένοιωσε ένα βαρίδι στη τσέπη του να τον χτυπά στον μηρό. Παραξενεύτηκε αφού τις είχε άδειες, και έβαλε το χέρι μέσα. Βγάζοντας το, μέσα στην παλάμη αντίκρυσε ένα όμορφο χρυσό ρολόι με την αλυσίδα να κρεμιέται από τα δάχτυλα του. Αποσβολωμένος έμεινε σαν στήλη άλατος χωρίς να μπορεί να καταλάβει.

Όμως όταν το σοκ λίγο πέρασε, βρήκε τη λύση. Ήξερε πως όλα αυτά μόνο στα παραμύθια και στα όνειρα συμβαίνουν, άρα ακόμα έβλεπε όνειρο, ακόμα κοιμόταν και ο Μορφέας του σκάρωνε παιχνίδια. 

Πήρε λοιπόν το στενό μονοπάτι για το χωριό ο Βασίλης και ανηφορίζοντας το, άλλη σκέψη στο μυαλό δεν είχε παρά μόνο ήθελε να καταλάβει αν ακόμα ήταν στον ύπνο ή στον ξυπνητό του.

ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΠΕΤΡΑΥΛΑΚΟ

Ο Βασίλης ανδρειωμένος από την καθημερινή του πάλη με τη θάλασσα, έχαιρε εκτίμησης από τα αλλα παιδιά που τον θαύμαζαν για την αφοβιά του, αλλα και για τις γνώσεις που είχε σαν βαρκάρης και σαν ψαράς. Μα απ όλους, ο Βασίλης διάλεξε άλλους δυό ανδρειωμένους νέους τον Αρέστη και τον Κορκό, και μαζί τους έκαμνε παρέα. Μαζί πολλές ώρες τις ζεστές μέρες περιδιάβαιναν τη θάλασσα, και μαζί πολλές ώρες τις κρύες νύχτες πίσω από το φεγγίτη της μικρής καλύβας που ήταν κτισμένη κάτω στην ακτή, κοίταγαν τα άγρια κύματα που ψηλά καθώς ανέβαιναν, έκρυβαν τον σκοτεινό ουρανό.

Σαν μικρά παιδιά που είχαν όλο σχόλη, γύρναγαν ακόμα στους αγρούς και στους δρόμους του μικρού χωριού. Κάθε φορά όμως η ψυχή τους μαράζωνε απ όσα έβλεπαν, και γι αυτό γρήγορα γυρνούσαν στη θάλασσα όπου αντικρίζοντας την, σαν βάλσαμο επενεργούσε στη σκέψη τους που ημέρευε και στην καρδιά τους που αναπαυόταν.

Μαράζωναν τα μικρά παιδιά γιατί έβλεπαν τους χωριανούς τους που έκλαιγαν και προσεύχονταν και παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία. Οι άνθρωποι υπέφεραν, είχε να βρέξει πάρα πολύ καιρό. Οι σοδειές είχαν μαραθεί, και το χορτάρι στα λιβάδια είχε κιτρινίσει από τον καυτό ήλιο. Τα ζώα πέθαιναν και τα δένδρα δεν έδιναν καρπούς, γέμισε η πλάση με φίδια και τρωκτικά.

Μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και με ένα κοκαλιάρικο παιδάκι στην αγκαλιά της, ήταν γονατισμένη και κλαίγοτας μουρμούριζε.

-Σε παρακαλώ, Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα βροχή για να μπορέσουμε να σπείρουμε, να δώσουμε λίγο ψωμί στα παιδιά μας.

-Πόσο φτωχοί είναι όλοι οι άνθρωποι, αν δεν βρέξει σύντομα, κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα,

είπαν τα παιδιά.

Αλλά πέρασε ο καιρός, δεν έβρεξε, και από την πολλή στενοχώρια και την πείνα, πολλοί άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον αρρώσταιναν και πέθαιναν.

Και είπαν τα παιδιά ότι έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα, να αποκτήσουν δύναμη και να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους…  

Όταν μεγάλωσαν και η κατάσταση δεν άλλαξε, οι φίλοι μαράζωναν πολύ, έπρεπε να σκεφτούν πως να γλιτώσουν τους ανθρώπους από τα βάσανα τους.

Κοιτάζοντας μια μέρα την απέραντη θάλασσα, ο Βασίλης δήλωσε στους άλλους πως είχε μια ιδέα,

-δεν νομίζετε κι εσείς πως αφού η θάλασσα δεν στέλλει τη βροχή που οι άνθρωποι προσμένουν για να σωθούν, μπορούμε όμως εμείς να φέρουμε νερό από αλλού και να ποτίσουμε τη ξεραμένη γη;

-Καλή ιδέα, αλλά πως θα γίνει αυτό;

είπαν οι άλλοι.

-Θα κάνουμε οτιδήποτε για να σώσουμε τους ανθρώπους, ας δώσουμε όρκο, είπε ο Βασίλης αποφασιστικά. Και όλοι μαζί συμφώνησαν και αποφασισμένοι να σώσουν τους ανθρώπους, μπάρκαραν σε ένα πλοίο και έφυγαν στα πέρατα της θάλασσας στη ξενιτιά, και χάθηκαν και δεν φάνηκαν στον τόπο για πολύ καιρό.

Μα ύστερα από καιρό, ένα καΐκι φουντάρισε στο μικρό όρμο του χωριού και είδαν οι φτωχοί κάτοικοι βάρκες να αποβιβάζουν στη στεριά ολόκληρο τσούρμο μαύρους εργάτες χειροδύναμους με αρχηγούς τους τρεις φίλους. Έστησαν τσαντήρια στην ακτή και εγκαταστάθηκαν, και ευθύς την άλλη μέρα άρχισαν δουλειά, και γρήγορα έκτισαν ένα μακρύ αυλάκι που πήγαινε ως πέρα μακριά, για να φέρουν νερό στον τόπο. Ήθελαν να ποτίσουν τη ξερή γη, ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους.

Και το γλυκό νερό έρρεε και πότιζε όλη τη γη που ήταν κίτνινη και ξερή.

-Νερό, νερό, οι σοδειές θα ξαναβλαστήσουν, φώναζαν οι άνθρωποι και έκλαιγαν από τη χαρά τους.

Το σιτάρι ξαναβλάστησε, η ξεραμένη γη ποτίστηκε και το χορτάρι άρχισε να πρασινίζει.

Από εκεί και ύστερα οι άνθρωποι είχαν τους τρεις φίλους σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, τους τιμούσαν και τους αγαπούσαν.

Οι φίλοι ευχαριστημένοι που κράτησαν τον όρκο τους, έβλεπαν τους συνανθρώπους τους που ήσαν χαρούμενοι, και μαζί τους χαίρονταν και αυτοί.

H ΤΡΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ, 1962

Ο πλούτος της βιοποικιλότητας της θάλασσας ήταν από ανέκαθεν τεράστιος, αλλά με τις τράτες να ψαρεύουν και να αλιεύουν ότι ζωντανό από το βυθό μέχρι την επιφάνεια, είχαν αποτέλεσμα να εκλείψει και να καταστραφεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της.

Όταν οι ψαράδες ψάρευαν με κανιά και παραγάδια, ύστερα με μικρές βάρκες δίχτυα και καμάκια, η θάλασσα προλάβαινε και αναπλήρωνε τις απώλειες, έτσι που να δύναται ο άνθρωπος να συλλέγει απεριόριστα ψάρια για την τροφή του. Αλλά όταν η απληστία κυριάρχησε και χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα μέσα μαζικής αλίευσης όπως οι τράτες που από όπου περνούσαν συνέλεγαν τα πάντα, δυστυχώς με τον καιρό αυτή η βιοποικιλότητα λιγόστεψε σε επικίνδυνο βαθμό και σε σημείο ώστε οι ψαράδες να βρίσκουν ελάχιστο ψάρεμα και τοιουτοτρόπως να κινδυνεύει το επάγγελμα τους να εγκαταλειφθεί.

Τράτα είναι αλιευτικά δίχτυα σε σχήμα κώνου που ρίχνονται στη θάλασσα, και τα σέρνει ένα καΐκι, η λεγόμενη μηχανότρατα. Τα δίχτυα σχηματίζουν ένα μακρύ σάκο ο οποίος δημιουργείται όταν δένοντας στα πλευρά αλύσους ή άλλα βαρίδια ώστε με το βάρος να βυθίζονται οι άκριες, ενώ στη μέση δένονται μπαλόνια τα οποία επιπλέουν και κρατούν τη μέση των διχτύων στην επιφάνεια, έτσι που να δημιουργείται ένα χωνί που καταλήγει σε σάκο. Έχοντας μήκος 40 έως 60 μέτρα και άλλα περίπου 5 μέτρα ο σάκος, όπου σύρονται, περισυλλέγουν στο διάβα τους ότι είδους ψάρια υπάρχουν.

Η μηχανότρατα κατά την ώρα του ψαρέματος κινείται περίπου με ταχύτητα τριών μιλίων την ώρα, και ψαρεύει στα βαθιά όσο και στα ρηχά. Στα ρηχά πιάνει γαρίδες, σαυρίδια, κοκκοβιούς και άλλα μικρά, ενώ στα βαθιά καραβίδες, μπακαλιάρους, μπαρμπούνια, κουτσομούρες, όσα ψάρια ζουν στο βυθό. Η ρύθμιση του βάθους των διχτύων ρυθμίζεται από το μήκος των συρματόσχοινων που τα σέρνουν, σε συνδυασμό με την ταχύτητα του καϊκιού.

Το πλήρωμα αποτελείται από τον καπετάνιο, τον μηχανικό και πεντέξι βοηθούς, οι οποίοι εργάζονται με μερτικό, ή μεροκάματο

Ο καπετάνιος έχει το γενικό πρόσταγμα πότε να σηκώσουν τα δίχτυα και να αδειάσουν το σάκο στην κουβέρτα για να κάνουν αργότερα την διαλογή αφού ξανακαλάρουν. Η διαδικασία είναι σκληρή και κουραστική καθώς οι καλάδες γίνονται πολλές φορές νύχτα και μέρα.

Ο Βασίλης ή Αντρέας, μαζί όνομα και πατρώνυμο από τη Χλώρακα, ήταν νιος, λεβεντονιός, και είχε την περπατησιά περήφανη και κορτωμένη, κληρονομιά του μακαρίτη του πατέρα του που πεθαίνοντας ενωρίς, έμεινε τούτος φουκαράς και φτωχαδάκι, μόνος προστάτης της οικογένεια του.

Ψαράς, τρατάρης, ακόμα κι ξωμάχος, όπως λάχαινε, στο γιαλό και στη στεριά, πάσκιζε να βγάλει το καρβέλι. Με μια μικρή βαρκούλα τόσο δα, μια σαπιοβαρκούλα, στο γιαλό και στα πέλαα, ολημερίς και ολονυχτίς πάσκιζε σκληρά, αλλά δεν βαρυγγομούσε, καθώς του άρεσε γιατί ήταν ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Μα τα πράγματα δύσκολα, πολλές φορές δεν έβγαινε το καρβέλι, έτσι μια φορά είπε να πάει να δουλέψει σε αφεντικό και να γίνει ο ίδιος βοηθός.

Εκείνη τη μέρα η θάλασσα ήταν στρωτή και ο καιρός δεν έδειχνε να προμηνύει μιά αλλαγή, και τα μηναλάγια έλεγαν πως ο καιρός θα συνεχιζόταν καλός. Η μηχανότρατα του Απάζη με καπετάνιο και πλήρωμα πλήρες, και φορτωμένη με τα χρειαζούμενα δίχτυα και στόρια, σάλπαρε από το λιμάνι της Πάφου και ξανοίχτηκε ένα μίλι στο πέλαος. Από εκεί με μισές στροφές και ταχύτητα τρία μίλια, έστριψαν κατά τη Λάρα και άρχισαν να καλάρουν..

Ο Αδάμος ο καπετάνιος από τη Ορμήδεια, όρθιος έπινε τον καφέ του και τους εξηγούσε πως θα πάνε δυτικά ως τις ξέρες του Φουρουρή στη Χλώρακα, και ύστερα ανάποδα προς την πέτρα του Ρωμιού.

-,Άκου που σας λέω, ο καιρός είναι καλός, θα πιάσουμε καλές ψαριές, ξέρω εγώ.

Με ύφος πολύξερου δεν δεχόταν αντίθετη γνώμη. Καμωνόταν πως ήταν σπουδαίος ναυτικός και πως γνώριζε καλά τη θάλασσα και πως ήξερε να διαβάζει τον καιρό. Με αυτά και άλλα λόγια τους καθησύχαζε και τους άππωνε και τους εμψύχωνε.

Ο Βασίλης μικρόν παιδί ακόμα, πήγε να ανοίξει το στόμα του να πει μια γνώμη, να ρωτήσει μήπως ο καιρός έμοιαζε ύποπτος καθώς καθόλου κύμα δεν σηκωνόταν και η απανεμιά που επικρατούσε δεν έμοιαζε συνηθισμένη, αλλά ο καπετάνιος που τα ήξερε όλα, δεν του επέτρεψε να πει τη γνώμη του.

Ο Αρέστης του Κουτή συγχωριανός με τον Βασίλη και αυτός μικρόν παιδί, γύρισε και του έγνεψε να σταματήσει να μην νευριάσει τον καπετάνιο, γιατί δεν είχε όρεξη να ακούει τις μπαρούφες και τις εξυπνάδες του καθώς καλός γνώστης της θάλασσας και αυτός, καταλάβαινε πως ο καπετάνιος τους ήταν περισσότερο καπετάνιος της στεριάς παρά της θάλασσας. Φτωχόπαιδο ο Αρέστης, αναγιωμένος μέσα σε στερήσεις, ήταν ένας κατηφής και λιγομίλητος νέος που του άρεσε η ησυχία και το ραχάτι. Έτσι για να μην δώσουν δικαίωμα στην πολυλογά του καπετάνιο, έγνεψε στην Βασίλη να σιωπήσει.

Μα του Βασίλη κάτι δεν του άρεσε στον καιρό, έβλεπε να υπάρχει μια κουφόβραση και ήθελε να το πει. Δοκίμασε κάνα δυο φορές να το κάμει, αλλά βλέποντας την υπεροψία και τη βλοσυρότητα του καπετάνιου, άκουσε την συμβουλή του φίλου του και σιώπησε.

Πιο πέρα ο Αδάμος ο μηχανικός χωριανός του καπετάνιου που βγήκε από τη μηχανή να καπνίσει ένα τσιγάρο, τους παρακολουθούσε βλοσυρός. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης που λένε, ήρθε και αυτός πακέτο με τον καπετάνιο από την μακρινή Ορμήδια, σάμπως στα μέρη τους να μήν υπήρχε θάλασσα. Πρώτα δούλευε στις οικοδομές, αλλά στα ξαφνικά άλλαξε επάγγελμα και έγινε μηχανικός. Έκοβε το μυαλό και το μάτι του, αλλά από μηχανές πόσο σκάμπαζε, κανείς δεν ήξερε. Ήταν εγωιστής και υπερόπτης, και ήθελε να είναι αφεντικό, ή να μην έχει αφεντικό πάνω στο κεφάλι του. Έτσι από οικοδόμος έγινε μηχανικός, και με το φίλο του τον καπετάνιο, έγιναν δίδυμο πακέτο και ανάλάμβαναν δουλειές σε μικρά πλεούμανα. 

Το καΐκι ιδιοκτησίας του Απάζη καθώς είπαμε, ενός Τουρκοκύπριου που ήρθε από άλλα μέρη και εγκαταστάθηκε στο Μούτταλο, το φέρανε από τη Κάλυμνο, το είχε αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας. Το έφεραν Έλληνες ναυτικοί, και του το παράδωσαν στο λιμάνι της Πάφου. Ήταν η εποχή μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής δημοκρατίας, και λίγο πρίν τις δικοινοτικές ταραχές. Αγόρασε το λοιπόν το καΐκι που έμοιαζε όπως μια μεγάλη βάρκα, και αρχίνησε να ψάχνει πλήρωμα και βοηθούς, για να κάμει την πρώτη εξόρμηση που θα διαρκούσε ίσα με μιάμιση μέρα..

Στην Πάφο και στα γύρω χωριά, οι χωρικοί  λέγανε για λόγου του και πολλοί τον ζηλεύγανε, και άλλοι τον κατηγορούσανε, και άλλοι τον παινεύανε.

-Ήρθε ένας εχούμενος Τούρκος από μακριά και έφερε μια τράτα. Μα πού να βρήκε τα λεφτά, μήπως είναι κατάσκοπος, μήπως τα έκλεψε;

έλεγαν και ρωτούσε ο ένας τον άλλο στα καφενεία και οι ψαράδες σκέφτονταν αν θα αποτολμούσαν να του γυρέψουν δουλειά.

Όμως σίγουρα θα τολμούσαν, γιατί ο τόπος ήταν φτωχός. Τα χωράφια ήταν στεγνά από τη μεγάλη ανομβρία χωρίς βροχές, έτσι που η γη κατάντησε ξερή και άγονη, μόνο κριθάρια βλάσταιναν και αυτά λειψά. Είχαν μάθει οι άνθρωποι από γενιά σε γενιά να ζουν από τη γη και τη θάλασσα, όσοι όμως δεν είχαν χωράφια, είχαν δυσμενέστερη μοίρα στη ζωή. Έτσι λοιπόν όταν πρωτοφάνηκαν οι τράτες κάτι μεγάλες ψαρόβαρκες με μηχανή, πολλοί από αυτούς έσπευδαν να εργοδοτηθούν ως πληρώματα.

Οι τράτες είχαν 7-8 άτομα πλήρωμα, και ανάλογα με τον καιρό κάποτε χρησιμοποιούσαν πανιά ή και κουπιά. Έπλεαν όλες τις ακτές και μέσα μέσα όπου είχε αμμουδερούς όρμους άραζαν και αντάλλασαν με τους ντόπιους, τα ψάρια που είχαν ψαρέψει με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και χρήματα βεβαίως. 

Στο μαγαζί του Χοντρού μαζεύονταν ψαράδες και ναυτικοί από τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο μικρό λιμάνι. Άλλοι μαυριδεροί κι άλλου ξανθοί, οι περισσότεροι Αιγυπτιώτες σκληραγωγημένοι εργάτες πάνω στα μεγάλα καΐκια που ταξίδευαν μέρες πολλές για ψάρεμα με τράτα, κι΄ άλλοι αρκετοί από τα νησιά της Ελλάδας κυρίως το Καστελλόριζο και την Κάλημνο που ψάρευαν σφουγγάρια άλλοι βουτώντας χωρίς αναπνοή και ελεύθερη κατάδυση μαζεύοντας όσα σφουγγάρια προλάβαιναν ώσπου να χρειαστούν αναπνοή, και κάποιοι με κάτι σκάφανδρα με τα οποία αλίευαν μεγάλες ποσότητες σπόγγων με αποτέλεσμα οι θάλασσας να αποψιλώνονται από το είδος, και που με αυτά δυστυχώς πολλοί πέθαιναν ή έμεναν παράλυτοι από την άγνωστη τότε νόσο των δυτών. Ήταν κάτι συσκευές χάλκινες που φορούσαν στο κεφάλι και ανάπνεαν από ένα λάστιχο που ανέβαινε στην επιφάνεια δια μέσου του οποίου οι μηχανικοί με μια αντλία τους έστελλαν αέρα. Έμεναν στο βυθό αρκετό χρόνο, έτσι αυτό το είδος αλίευσης, ήταν πολύ προσοδοφόρο.

 Ο Βασίλης με τη βαρκούλα του ξανοιγόταν στη θάλασσα της Χλώρακας και με ελεύθερη κατάδυση, αλίευε και αυτός σφουγγάρια τα οποία έστελλε στην επαρχία της Λεμεσού για επεξεργασία. Γνωρίζοντας λοιπόν την μεγάλη αξία αυτού του είδους εμπορίας, και θέλοντας να γνωρίσει την επιστήμη του σκάφανδρου, σύχναζε στο μαγαζί του Χοντρού όπου εκεί γνώρισε πολλούς παλαίμαχους και νέους ναυτικούς με τους οποίους έκανε παρέα και κουβέντιαζε για τις καταδύσεις με σκάφανδρα. Οι θάλασσες της Πάφου χουμίζονταν για την αφθονία και την καλή ποιότητα των σφουγγαριών τα οποία ήταν περιζήτητα στις Ευρωπαϊκές αγορές και της Μέση Ανατολής, ακόμα και της Αμερικής.

Σκεφτόταν λοιπόν ο Βασίλης να μάθει όσα μπορούσε και να ασχοληθεί ίσως με την αλίευση σπόγγων με σκάφανδρο. Το έταξε σκοπό, είχε δυνατή θέληση, πίστευε πωςμπορεί να τα κατάφερνε.

Μια μέρα στο μαγαζί μπήκε ένας ψηλός μελαψός και κάνοντας τόκα με τους θαμώνες έναν προς έναν, συστήθηκε σαν ο ιδιοκτήτης της καινούργιας μηχανότρατας που ήταν δεμένη στο λιμάνι.

-Απάζη με λένε, και είμαι Τουρκοκύπριος, και θα εγκατασταθώ να κατοικήσω εδώ, δίπλα στον Μούτταλλο.

Όλοι του προσηκώθηκαν, και όλοι τον κάλεσαν να τον κεράσουν. Μεγάλη υπόθεση οι απλοϊκοί εργάτες της θάλασσας να γνωρίσουν έναν ιδιοκτήτη τράτας.

Αυτός όμως αντί να δεχτεί τα κεράσματα, κάθισε σε ένα τραπέζι και διέταξε τον Χοντρό να κεράσει όλους τους θαμώνες. Το γλέντι άναψε, ήπιαν και έφαγαν όλοι μέχρι σκασμού, και ο Χοντρός ο ταβερνιάρης που γλεντούσε και αυτός μαζί τους, έτριβε τα χέρια του από χαρά ξέροντας ότι θα κονομήσει. 

Του Βασίλη αμέσως του μπήκε μια ιδέα. Σίμωσε και κάθισε δίπλα στον Απάζη, πιάσανε κουβέντα και στο κέφι επάνω, τον έπεισε να τον προσλάβει στη τράτα έστω και αν ήταν ακόμα πολύ νέος στην ηλικία.

Ήθελε ο Βασίλης από μικρός να ακολουθήσει μια τέχνη που να ασχολείται μόνο με τη θάλασσα. Ήξερε πως με τη μικρή σαπιοβαρκούλα του, χαΐρι δεν θα έβλεπε. Θα θαλασσοδερνόταν μέρα νύχτα για να ψαρέψει λίγα ψάρια που δεν θα περίσσευαν, εκτός από την τροφή της πολυπληθούς του οικογένειας.

Μια φορά δοκίμασε να ψαρέψει με δυναμίτη, αλλά και αυτό τον τρόπον τον απέκλεισε. Ένας θειός του ο Χαμπής, μια νύχτα σκοτεινή να μην τους βλέπει κανείς, τον τράβηξε παράμερα και του έδειξε κάτι ράβδους από σιουσιούκους δυναμίτιδας. Του είπε να βάλει αυτός τη δυναμίτιδα, και ο Βασίλης τη βάρκα να πάνε στις ξέρες που είχε μπόλικο ψάρι, να ψαρέψουν. Με χαρά ο Βασίλης, αμέσως δέχτηκε.

Την άλλη μέρα χαράματα σαλπάρισαν για τις ξέρες, και έριξαν κάτι παλιοδύχτια για αντιπερισπασμό καθώς η αλίευση με δυναμίτη ήταν παράνομη. Είχαν ετοιμάσει από πριν τον δυναμίτη, έδεσαν δύο μασούρια, τρύπησαν το ένα και με προσοχή τοποθέτησαν το καψούλι στο οποίο έβαλαν το φυτίλι. Ύστερα έριξαν πασμό να μαζευτούν τα ψάρια.

Μόλις έφεξε και ανέτειλαν οι πρώτες ακτίδες του ήλιου, είδαν να γιαλλίζει ένα μεγάλο αλάγι ψαριών, να τσιμπολογάνε τον πασμό. Μονομιάς ο Χαμπής πήρε στα χέρια του την δυναμίτιδα και απλώνοντας τα, πρόσταξε τον Βασίλη γρήγορα να βάλει φωτιά στο φυτίλι. Ανάβει ένα σπίρτο ο Βασίλης, και βάζει φωτιά στο φυτίλι. Σήκωσε ο Χαμπής το χέρι να ρίξει τον δυναμίτη, και ώ τι κακό, του έφυγε από τα χέρια και έπεσε μέσα στη βάρκα. Ο Βασίλης άρχισε να χοροπηδά και να πατά το φυτίλι να σβήσει, αλλά τίποτα. Ο Χαμπής εν τω μεταξύ έπεσε στη θάλασσα να γλυτώσει, υποχρεωτικά το ίδιο έκανε και ο Βασίλης. Ίσα που πρόλαβαν και απομακρύνθηκαν, και έγινε η έκρηξη. Ευτυχώς δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να κάνει τη βάρκα κομμάτια και να εκσφενδονιστούν πάνω τους. Όμως έβγαλε μια τρύπα στον πάτο, η οποία και βούλιαξε. Ήξεραν και οι δυό καλό κολύμπι, και πλέοντας βγήκαν στη στεριά.

Κατακουρασμένοι κάθισαν να ξαποστάσουν, και εκείνη τη στιγμή πριν ακόμα του φύγει η τρομάρα, ο Βασίλης αποφάσισε ότι αυτό το είδος ψαρέματος δεν θα το ακολουθούσε. Θα ακολουθούσε τον δρόμο των σφουγγαριών, ή τον δρόμο των τρατών, ή και τους δυό, τρόποι ψαρέματος σίγουροι που θα του απέφεραν μεγάλα κέρδη, ήλπιζε.

Νάσου λοιπόν τον Βασίλη με τον Αρέστη και άλλους δυό βοηθούς να καλάρουν την τράτα, και τον καπετάνιο από πάνω να τους σπάζει τα νεύρα με την μουρμούρα του. Παρ όλα αυτά όλοι σκυμμένοι στη δουλειά, εργάζονταν με μεράκι. Η μηχανότρατα έπλεε με μηδαμινή ταχύτητα και αλάργευε από το λιμάνι της Κάτω Πάφου προς τον κάβο του Φουρφουρή. Στα δεξιά τους σε ένα μίλι απόσταση οι ακτές ήταν πέτρινες και χώριζαν τη θάλασσα από τα ξερά χωράφια που απλώνονταν μέχρι το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένα τα χωριά του Μουττάλου και της Χλώρακας.

Όταν τέλεψαν το καλάρισμα, ο Βασίλης και ο Αρέστης με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, ακούμπησαν στα ρέλια και βάλθηκαν να θαυμάζουν τη θέα της στεριάς. Ο Αρέστης προσπαθούσε να καθησυχάσει τον φίλο του πως σίγουρα ο καιρός δεν προμηνούσε κάτι κακό και να μην ανησυχεί, εξ άλλου κοτζάμ καπετάνιος ο καπετάν Αδάμος, γνώριζε περισσότερα από αυτούς.

Ο Βασίλης όμως ήταν ανήσυχος. Χωρίς λόγο και αφορμή, έτσι απλά μέσα του είχε ένα προαίσθημα, το ένιωθε στο πετσί του σαν έβδομο ένστικτο που τον προειδοποιούσε, ήταν μια αίσθηση που είχε εκ φύσεως.

Δυστυχώς σε λίγο φάνηκε αληθινός, και σχεδόν στα ξαφνικά άρχισε να συμβαίνει ένα κακό. Ένιωσαν την ατμόσφαιρα να αλλάζει και να βαραίνει, ένιωσαν τη βαρομετρική πίεση να πέφτει, και ήταν τόσο προφανές το γεγονός, ώστε και οι δυό γύρισαν αμέσως ανήσυχα το βλέμμα στον ορίζοντα της θάλασσας. Είδαν μέσα τον καιρό γρήγορα να αλλάζει και να σκοτεινιάζει, είδαν μια μαυρίλα να αναδύεται από τη θάλασσα και τεράστιες μαύρες μάζες υδρατμών να ανεβαίνουν στον ουρανό και να σκιάζουν τον ήλιο.

Μονομιάς ο καιρός γέμωσε και ο αέρας άρχισε κρύος να σηκώνεται και να λυσσομανά ανατριχιαστικά Το καΐκι άρχισε να αναταράσσει από υπόγεια ρεύματα ενώ τα σύννεφα πύκνωναν γρήγορα και η μέρα σκοτείνιαζε.. Αστραπές και κεραυνοί άρχισαν να σκίζουν τον ουρανό, και η στεριά άρχισε να σβήνει από την θωριά τους. Η ατμόσφαιρα όλο βάραινε και μια βροχή μαζί με υδρατμούς της θάλασσας  πού σήκωνε ο αγέρας, μαστίγωνε τα πρόσωπα τους. Τα κύματα σηκώνονταν ψηλά και η θάλασσα έγινε άγρια τόσο ο Βασίλης ίσως να μην είχε ματαδεί.

Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια απότομη μεταβολή του καιρού που ήρθε απρόσμενα.

Η μηχανότρατα άρχισε να σκαμπανεβάζει επικίνδυνα  και να γεμίζει νερά. Οι ναύτες κρατιόνταν σφικτά να μην παρασυρθούν. Δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι, ούτε μπορούσαν να μαζέψουν τα δίχτυα. Ο καπετάνιος με μια δυνατή φωνή, τους πρόσταξε να τα αμολήσουν στη θάλασσα. Και ο μηχανικός με αγωνία προσπαθούσε να μην του σβήσει η μηχανή καθώς η προπέλα ξενέριζε, γιατί αλλοίμονο τους αν συνέβαινε, θα κινδύνευαν να βουλιάξουν με την τόση τρικυμία καθώς δεν θα μπορούσε το καΐκι να κουμανταριστεί.

Με μόνη ελπίδα το Θεό, στρέψανε τα πρόσωπα στον ουρανό και προσευχήθηκαν να τους γλυτώσει. Τέτοιες ώρες κινδύνου οι άνθρωποι στρέφονται πάντα στο Θεό να τους προστατεύσει.

Πάλεψαν με τη μεγάλη τρικυμία για πολλή ώρα. Το νερό έμπαινε και τους έλουζε, και αυτοί με τα πρόσωπα σκυθρωπά από την αγωνία, ένιωθαν τις στιγμές να γίνονται ώρες ατελείωτες. 

Ο καπετάνιος κατάλαβε τον κίνδυνο, πίστεψε πως σωτηρία το καΐκι δεν είχε. Δεν είχαν ασύρματο, δεν μπορούσε να ειδοποιήσει για βοήθεια. Έλπιζε ο Απάζης έξω στη στεριά να καταλάβαινε τον κίνδυνο, να τούκοβε το μυαλό και να ειδοποιούσε τη λιμενική και τις Βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου να στείλουν ελικόπτερο να τους γλυτώσει, γιατί σωτηρία με άλλο τρόπο σίγουρα δεν είχαν. Αλλά δεν αρκέστηκε σ αυτό, πρόσταξε τους ναύτες να κατεβάσουν

τη μικρή σωσίβια λέμβο που μόλις μέσα χωρούσε δύο νομάτους, να βγούνε έξω στη στεριά να καλέσουν βοήθεια. Η στεριά ήταν πολύ κοντά, θα μπορούσαν να τα καταφέρουν.

Μονομιάς με δυσκολία και κίνδυνο, ο Βασίλης με τον Αρέστη κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα. Δίνει ένα σάλτο ο καπετάνιος, και βρέθηκε μέσα.

-Βασίλη, κατέβα, έλα εσύ που ξέρεις τη θάλασσα να πάμε να καλέσουμε βοήθεια.

Καπετάνιος του γλυκού νερού, σκέφτηκε από μέσα του ο Βασίλης. Πως ήταν δυνατόν να εγκατέλειπε το καΐκι; Στο μόνο που του έβρισκε δίκαιο ήταν η επιλογή η δική του να οδηγήσει τη βάρκα στη στεριά χωρίς να βουλιάξει, καθώς πολύ έμπειρος και γνώστης της περιοχής αφού σε τούτα τα νερά αναγειώθηκε και ανδρώθηκε, μόνο έτσι είχαν μια ελπίδα να τα καταφέρουν.

Πάλεψαν λοιπόν κόντρα στα ρεύματα και τα κύματα, και με τα κουπιά οδηγώντας τη βάρκα παράλληλα και κόντρα, και με του Θεού το θέλημα κατάφεραν να βγουν στη στεριά.

Γυρίζοντας το βλέμμα στο καΐκι, το είδαν να έχει παρασυρτεί στα βαθιά, και έρμαιο των κυμάτων να θαλασσοδέρνει ακυβέρνητο. Κατάλαβαν πως έσβησε η μηχανή, μάλλον δεν είχαν ελπίδες πολλές. Με την αγωνία να του σκίζει την καδιά, ο Βασίλης παράτησε τον καπετάνιο χωρίς να περιμένει διαταγή και άρχισε να τρέχει προς το λιμάνι της Κάτω Πάφου, να ειδοποιήσει τη λιμενική αστυνομία για βοήθεια.

Στη ζωή του ολόκληρη τόση κούραση την οποία αισθάνθηκε μόλις έφτασε στο λιμεναρχείο, δεν ξανάνιωσε. Μετά βιάς τους ενημέρωσε, και έπεσε χάμω ξερός με την καρδιά του να χτυπά δυνατά να σπάσει. Ήταν μια κούραση που τον πονούσε, που δεν θα τη απάντεχε αλλιώς, αλλά στην αγωνία του να βοηθήσει τους φίλους του που κινδύνευαν, απόχτησε δύναμη και αντοχή περισσή και σε ελάχιστη ώρα διένυσε την μακρινή απόσταση από τα ίσα του κάβου Φουρφουρή, έως το λιμάνι της Πάφου.

Έμεινε πολλή ώρα πεσμένος χάμω να συνέλθει. Άκουγε την καρδιά του να χτυπά και νόμιζε θα σπάσει. Πίστεψε πως δεν θα ξανασηκωνόταν, θα πέθαινε εκεινά. Αλλά ήταν ευχαριστημένος, έκαμε όσο καλύτερα μπορούσε το καθήκον του.

Δυό ελικόπτερα έως ότου πέσει η νύχτα και βάλε, έψαχναν τη σκοτεινή θάλασσα να εντοπίσουν το καΐκι. Πετούσαν πάνω κάτω, και ο θόρυβος των μηχανών έφτανε πάνω στο χωριό και οι κάτοικοι συντρομαγμένοι, παρακαλούσαν Χριστό και Παναγία να σώσει τους ναυτικούς. 

Η νύχτα πέρασε και το ξημέρωμα άρχισαν πάλι οι έρευνες. Έψαξαν σπιθαμή με σπιθαμή τη θάλασσα μέχρι τον Άη Γιώρκη, αλλά χασιμιά η τράτα. Η θαλασσοταραχή συνέχιζε σφοδρή να σηκώνει τεράστια κύματα, και τα ρεύματα τα έσπρωχναν στη δύση. Έτσι γι αυτό, έκοψε το μυαλό ενός πιλότου να πετάσει πολύ μακριά, ως τη Λάρα.

Και ώ του θαύματος, εκεί στα βαθιά του κάβου Αρναούτη, είδαν την τράτα να μην έχει βουλιάξει και να θαλασσοδέρνει επικίνδυνα.

Στο μαγαζί του χοντρού, οι ναυτικοί κουβέντιαζαν και έλεγαν πως τέτοια μεγάλη τρικυμία, είχε καιρό να σηκώσει η θάλασσα της Πάφου. Σίγουρα ο Χριστός και η Παναγία γλύτωσε τους ναυτικούς. Σίγουρα είχαν Άγγελους φύλακες, αφού χωρίς μηχανή το καΐκι ακυβέρνητο, γλύτωσε από του χάρου τα δόντια.

Έλεγαν για την ολιγωρία του καπετάνιου που εγκατέλειψε το σκάφος, έπρεπε να πέσει μεγάλη τιμωρία να τον κάψει.

Όμως ο καπετάνιος χάθηκε. Μόλις βγήκε στη στεριά, ασφαλώς γνωρίζοντας πώς παραβίασε το καθήκον του, πήρε των ομματιών του και δεν ξαναφάνηκε, ούτε από τότες σε όλα τα λιμάνια άκουσε κάποιος ναυτικός για λόγου του. 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΙΚΟΛΗΔΕΣ

Ήταν κατακαλόκαιρο και ο ήλιος ψηλά έκαιγε τα γυμνά κορμιά των νεαρών που μέσα στη μεγάλη βάρκα με ανοιχτό το πανί έπλεαν στα ήσυχα νερά του νοτιά της Χλώρακας. Ένα ελαφρύ αεράκι τους έσπρωχνε έχοντας μπροστά τους τις ξέρες του Φουρφουρή και πίσω τους πάνω στο ψηλό γκρεμμό το κάτασπρο ασβεστωμένο γραφικό ξωκκλήσι του Άη Νικόλα που δέσποζε σαν κυρίαρχος στεριάς και θάλασσας.

Στα βαθιά του ορίζοντα μικρά καΐκια αραγμένα με νησιώτες από τα Δωδεκάνησα αλίευαν σφουγγάρια. Με το γυαλί που το βύθιζαν στο νερό ανίχνευαν τους σπόγγους και με καμάκι που είχε προεκτάσεις με δυνατότητα μέχρι τριάντα μέτρα στο βυθό, καμάκωναν τα σφουγγάρια και τα ανέσερναν στο καΐκι.

Τα σφουγγάρια της Πάφου ήταν εξαιρετικής ποιότητας, και γι αυτό κάθε τέλος της Άνοιξης από τα νησιά της Ελλάδας κατέφθαναν μικροί στολίσκοι από καΐκια που τα αλίευαν. Όλη μέρα μέσα στη θάλασσα οι ναυτικοί, και τη νύχτα έξω στην παραλία διανυκτέρευαν σε τσαντίρια που έστηναν και ήταν το σπιτικό τους μέχρι το Φθινόπωρο που τα μάζευαν και αναχωρούσαν.

Η επεξεργασία του χρυσαφιού της θάλασσας -έτσι τα αποκαλούσαν- ήταν σκληρή και επίπονη. Αμέσως μετά την εξαγωγή τους από τη θάλασσα τα ποδοπατούσαν, τα κοπανούσαν, τα ξέπλεναν με θαλασσινό νερό, τα εμβάπτιζαν σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, και αφαιρούσαν την εξωτερική μεμβράνη και όσα ξένα σώματα

όπως  άμμο πέτρες, από το εσωτερικό τους.

Κάθε καλοκαίρι η παραλία στο Δήμμα της Χλώρακας έσφυζε από ζωή. Οι χωριανοί σουλατσάριζαν ανάμεσα στους Καλαμαράδες άλλοι από περιέργεια και άλλοι για να πουλήσουν πραμάτειες, ενώ οι μικροί του χωριού έκαναν θελήματα στους ναυτικούς για να πάρουν μπακσίσι.

Ο Βασίλης με τους φίλους του τον Κορκό και τον Αρέστη είχαν τη δική τους βάρκα δεμένη στον απάνεμο κολπίσκο, και κάθε μέρα πριν χαράξει το φως, την έλυναν και ξανοίγονταν στο πέλαγο να ψαρέψουν. Όταν είχε απανεμιά κωπηλατούσαν, αλλά άμα σήκωνε αεράκι άνοιγαν το πανί και η βάρκα έπλεε όμορφα και αρμένιζε ως τα βαθιά.

Ο Βασίλης από μικρόν παιδί αναγειώθηκε στη θάλασσα και ήξετε πολλά μυστικά της, όμως ήθελε να μάθει περισσότερα. Αυτό το καλοκαίρι νεανίας πλέον, αποφάσισε να μάθει τα μυστικά των σφουγγαράδων. ΄Έτσι με τη βάρκα του και τους φίλους του έπλεε κοντά και τους παρακολουθούσε στενά μαθαίνοντας την τέχνη τους.  

Εκείνη τη μέρα, μια καυτή μέρα που τίποτα κακό ο καιρός δεν προμηνούσε, το αεράκι ελαφρύ και δροσερό φούσκωνε το πανί και με πλώρη τις ξέρες του Φουρφουρή, ξανοίγονταν στα βαθιά. Η θάλασσα ήρεμη με μικρά κυματάκια που τους πιτσίλιζαν τα πρόσωπα, έμοιαζε μια αγκαλιά γεμάτη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού. Το αεράκι σιγά φυσούσε, και δρόσιζε τις καυτερές ηλιαχτίδες.

Έβαλαν σημάδι το πιο μεγάλο καΐκι και κίνησαν κατά εκεί. Ο Βασίλης ανυπόμονος μα και παιχνιδιάρης, σαν αίλουρος σκαρφάλωσε στο κατάρτι θέλοντας από εκεί να αγναντέψει τη θάλασσα και τη στεριά. Οι φίλοι του έντρομοι άρχισαν να του φωνάζουν να κατέβει για να μην μπατάρει η βάρκα.

Μα ο Βασίλης αγέρωχος και άφοβος πάνω στο ψηλό κατάρτι να βαστάζει το σώμα του με τα πόδια σφιγμένα στο ψηλό κατάρτι, αγνάντεψε τα πέρατα της θάλασσας, αγνάντεψε και το μικρό χωριό του που απλωνόταν κτισμένο πέρα στο ψηλό οροπέδιο της στεριάς. Από Βορρά μέχρι Ανατολή, τα πετρόκτισα χαμηλά σπιτάκια απλώνονταν σαν κουκίδες, και στην τέλειωση τους ο Άη Νικόλας έστεκε ολόασπρος ξεχωριστός με το σταυρό στον τρούλλο χωρίς καμπαναριό, καθώς ήταν μικρό αρχαίο ξωκκλήσι που το έκτισαν φτωχοί ναυτικοί της Χλώρακας για να τους προστατεύει από τους κινδύνους των τρικυμιών.

Ο Άη Νικόλας θεωρήθηκε προστάτης των ναυτικών όταν μια φορά ταξιδεύοντας για τους Αγίους τόπους και όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ξέσπασε θαλασσοταραχή, αυτός προσευχήθηκε και η θάλασσα ηρέμησε. Και όταν ένας ναυτικός γλίστρησε από το κατάρτι και σκοτώθηκε, προσευχήθηκε στο Θεό και ο ναυτικός αναστήθηκε.

Η βάρκα τους ήταν κοντά στη στεριά ακόμα, όταν ξαφνικά χωρίς κανένα προμήνυμα, ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέσπασε και η θάλασσα αγρίεψε, ο αέρας δυνάμωσε και ο καιρός σκοτείνιασε. Καταιγίδα ξέσπασε, δυνατή βροχόπτωση έπιασε, και αστραπές και κεραυνοί βροντούσαν σαν λαίλαπα και φόβιζαν τους ανθρώπους μέσα στη θάλασσα και έξω στη στεριά.

Οι άνθρωποι έξω στη στεριά με αγωνία παρακολουθούσαν τα καΐκια να σκαμπανεβάζουν στα μεγάλα κύματα, αλλά περισσότερο φοβισμένοι και έντρομοι παρακολουθούσαν τη βάρκα του Βασίλη που καθώς ήταν μικρή, κινδύνευε περισσότερο.

Ο Βασίλης πάνω στο κατάρτι δεν πρόλαβε να κατέβει. Το πανί σκίστηκε από τους δυνατούς ανέμους και τύλιξε το κορμί του πάνω στο κατάρτι και τον έδεσε εκεί, και έμεινε πάνω εκεί εγκλωβισμένος εν μέσω κινδύνων να μπατάρει η βάρκα και να πνιγεί, ή να τον κτυπήσει κάποια αστραπή ή κεραυνός που αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό με δυνατό βουητό και υπόκωφο βρόντο.

Οι χωριανοί έξω στη στεριά φοβισμένοι παρακολουθούσαν τον Βασίλη πάνω στο κατάρτι σίγουροι ότι δεν θα την σκαπουλάριζε, και με αγωνία παρακαλούσαν τον Θεό και τον Άη Νικόλα να κάμουν ένα θαύμα.

Ο καιρός νύχτωσε ολότελα και ο βρυχηθμός των κυμάτων σκιαζόταν από τα αστροπελέκια που φώτιζαν τη σκοτεινιά. Ο Βασίλης κρεμασμένος στο κατάρτι μια φαινόταν κάθε που άστραφτε, και μια χανόταν στο σκότος κάθε που έσβηναν οι αστραπές.

Όπως ξαφνικά το μπουρίνι άρχισε, έτσι ξαφνικά σε λίγο πέρασε και έφυγε. Η θάλασσα ημέρεψε, αλλά  για λίγο ακόμα απέμεινε το σκοτάδι στον ουρανό με μικρές αστραπές να τον διασχίζουν.

Και οι χωριανοί έξω στη στεριά προσπαθούσαν μέσα στη σκοτεινιά απεγνωσμένα να διακρίνουν τον Βασίλη αν ήταν ακόμα στο κατάρτι, ή αν χάθηκε στη θάλασσα.

Και ώ  του θαύματος, πάνω στο κατάρτι της βάρκας άναυδοι διέκριναν τον Βασίλη να στέκει ακόμα ζωντανός, ζωσμένος με φωτεινά χρώματα, περικλεισμένος με ένα γαλάζιο φως που του έδινε μια απόκοσμη όψη και έμοιαζε σαν Άγγελος στολισμένος με τα χρώματα του Θεού.

Γεμάτοι έκσταση και συγκλωνισμένοι, όλοι γονάτισαν και άρχισαν να κάνουν το σταυρό τους και να προσεύχονται. Ήταν σίγουροι πως ο Άη Νικόλας έκαμε το θαύμα του και τον έκαμε Άγγελο για να μην πνιγεί. 

Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε, ένα γλυκό αεράκι φύσηξε, η θάλασσα γαλήνεψε και η καφτερες ηλιαχτίδες άρχισαν ξανά να καίουν τη γη όπως και πριν.

Η βάρκα του Βασίλη γύρισε το μικρό λιμανάκι, και οι τρεις φίλοι κατέβηκαν στη στεριά σώοι και ασφαλείς. Οι χωριανοί έτρεξαν και αγκάλιασαν τον Βασίλη που παραξενεμένος δεν καταλάβαινε το λόγο γι αυτή τους τη διαχυτικότητα και την ξαφνική τους αγάπη. Πάνω στο κατάρτι σφιγμένος για ζωή και θάνατο, δεν κατάλαβε ότι ο Άη Νικόλας τον εζωσε με τα φωτεινά του χρώματα καθώς ο ίδιος προσευχόταν και τον παρακαλούσε να τον γλιτώσει. 

Και κουβέντα στη κουβέντα θέλωντας να καταλάβουν τί είχε συμβεί, ένας παλαίμαχος σφουγγαράς από την Κάλυμνο που ήταν δίπλα εκεί, τους πλησίασε και τους εξήγησε το φαινόμενο. 

Οι Άγιοι Νικόληδες ή φωτιές του Αγίου Έλμου τους είπε, είναι καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια συνήθως καταιγίδων όταν ηλεκτρόνια σε ηλεκτρικά πεδία της ατμόσφαιρας αποκτούν αρνητικό φορτίο καθώς αποφορτώνονται και προκαλούν ιονισμό, με αποτέλεσμα αυτά να έλκονται σε αιχμηρές επιφάνειες και να δημιουργούν φωτεινά μπλε και μοβ πεδία που εμφανίζονται σαν φωτιές σε αιχμηρές δομές όπως σε κατάρτια, αλεξικέραυνα, καμπαναριά, φτερά αεροσκαφών, στις άκρες των κεράτων των βοοειδών. Συχνά τις λάμψεις συνοδεύουν σφυρίγματα και βουητά.

Το όνομα Άγιοι Νικολήδες προέρχεται από το γεγονός ότι όταν εμφανίζονται αυτοί οι «δαίμονες», οι ναυτικοί προσεύχονται στον Άγιο Νικόλαο καθώς νομίζουν ότι πρόκειται για τελώνια, δηλαδή δαιμονικά όντα προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη που όπως πιστεύουν οι ναυτικοί, κάθονται πάνω στους ιστούς των πλοίων όταν συναντούν σφοδρές καταιγίδες και τρικυμίες. 

Αυτό λοιπόν είχε συμβεί, και καθώς ο Βασίλης ήταν ψηλά στο κατάρτι, βρέθηκε εντός του πεδίου της ατμόσφαιρας όπου έλαβε χώρα το φυσικό αυτό φαινόμενο.

Ο ΠΑΓΑΠΟΝΤΗΣ

Παλαιότερα το επάγγελμα του Ψαρά δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και συνήθως οι Ψαράδες μάθαιναν από τους γονείς ή συγγενείς τα μυστικά του. Οι βάρκες δεν διέθεταν τα σύγχρονα μηχανήματα όπως συστήματα πλοήγησης, εντοπισμού θέσης, και ασυρμάτους. Ένας καλός ψαράς χρειαζόταν μόνο να έχει αγάπη για τη θάλασσα, να είναι εργατικός και επιδέξιος, και να διαβάζει τον ουρανό και τα άστρα, καθώς και να αντιλαμβάνεται τις καιρικές αλλαγές.

Ο Βασίλης από μικρός κατάφερε με την αγάπη που είχε για τη θάλασσα να γίνει ένας σπουδαίος ψαράς όπου η φήμη του ξεπέρασε το μικρό χωριό του και έφτασε στα πέρατα της Πάφου. Ξανοιγόταν στα πέλαγα και είχε να αντιμετωπίσει το υγρό στοιχείο με τους πολλούς κινδύνους, πολλές φορές σε κακές και άστατες καιρικές συνθήκες. Κυρίως ψάρευε τις νύχτες και επέστρεφε τα ξημερώματα με το κρύο, την υγρασία, τον ήλιο και τις τρικυμίες να τον ταλαιπωρούν πολύ συχνά.

Είχε σωματική ρώμη και τα κατάφερνε καλά, αλλά το ψάρεμα με τα δίχτυα ήταν δύσκολο και κοπιαστικό, γι’ αυτό αποφάσισε να προσλάβει ένα βοηθό.

Ο Δημήτρης ήταν ο αργόσχολος του χωριού και την έβγαζε στο καφενείο κουβεντιάζοντας και φιλοσοφώντας με τους απόμαχους ξωμάχους που έσπαζαν τις ατέλειωτες ώρες της ανίας τους και αυτοί στο καφενείο.

Ήταν χαρωπός, ανοιχτόκαρδος, και ευπροσήγορος. Είχε μια χάρη στο λόγο και οι γεροντότεροι τον συμπαθούσαν, αλλά χωρίς να τον ντρέπονται του χτυπούσαν κατάμουτρα το κουσούρι του, δηλαδή πως ήταν ανεπρόκοπος και δεν είχε όρεξη για δουλειά.

Αλλά αυτός τους απαντούσε πως αγαπούσε την εργασία, απλά είχε όνειρα να κάνει μεγάλα πράγματα, και δεν του άρμοζε να γίνει μισταρκός σε κανένα. Απλώς περίμενε τις κατάλληλες συγκυρίες.

Με τον Βασίλη έκαναν παρέα όταν ο καιρός ήταν κακός για ψάρεμα, και στη μικρή ταβέρνα του Φκωνή έπιναν τα κρασάκια τους τις κρύες νύχτες του Χειμώνα καθισμένοι σε ένα παλιό τραπέζι δίπλα στη φωτιά που άναβε στη νηστιά. Δεν τον πείραζε τον Βασίλη που κερνούσε πάντα αυτός, αφού ήξερε πως ο αργόσχολος φίλος του ήταν πάντα απένταρος.

Μια τέτοια βραδιά, ο Δημήτρης του φανέρωσε τις σκέψεις του και του ζήτησε δουλειά. Του εκμυστηρεύθηκε πως έπρεπε να εργαστεί, να φτιάξει ένα μικρό κεφάλαιο για να ανοίξει στην πόλη ένα μπακάλικο. Ο Βασίλης ξαφνιασμένος για την φτωχή επιλογή που διάλεξε ο φίλος του καθώς ήξερε τα μεγάλα όνειρα που είχε, τον ρώτησε γιατί. Και αυτός του απάντησε, θα δεις πως ένας μικρός Μπακάλης σε μια μικρή πόλη με την εξυπνάδα που διέθετε ο ίδιος, μπορούσε γρήγορα να πιάσει την καλή. 

Έπιασε δουλειά στο Βασίλη, και έγινε ο βοηθός του. Είχε περισσή όρεξη και έμαθε πολύ γρήγορα τη δουλειά του ψαρά. Καθώς είχε βάλει σχέδιο στο μυαλό του να γίνει γρήγορα ένας επιτυχημένος Μπακάλης, δούλευε σκληρά για να αποχτήσει γρήγορα το κεφάλαιο που χρειαζόταν.

Μέσα στη βάρκα με τις ώρες οι δυο φίλοι έγιναν περισσότερο φίλοι, και ο Βασίλης ευχαριστημένος με την απόδοση του, του έδινε μεγαλύτερο μεροκάματο.

Και ο καιρός περνούσε, πέρασε πολύς καιρός. Όταν επιτέλους ήρθε η ευλογημένη ώρα, με το μικρό κεφάλαιο που μάζεψε και με ένα μικρό δάνειο που του έδωσε ο Βασίλης, μάζεψε τα πράγματα του και έφυγε για την πόλη.

Στη πόλη ο Δημήτρης διάλεξε ένα καλό πόστο στο κέντρο του παζαριού, και νοίκιασε ένα μικρό μαγαζί. Έστησε ράφια και τα γέμισε με προϊόντα που αγόρασε άλλα επι πληρωμή και άλλα βερεσέ. Έστησε και ένα πάγκο και πάνω έβαλε μια μηχανοκίνητη ταμιακή μηχανή στην οποία χτυπούσε τα ψωνίσματα.

Έβαλε και μια ταπέλλα που έγραφε «Παντοπωλείο Εδώδιμα και αποικιακά» λέξεις που φιγουράριζαν στα καλά παντοπωλεία. Μέσα έβαλε απ’ όλα σε σημείο που διερωτάτο κάποιος πως σε τόσο μικρό χώρο χωρούσαν τα πάντα. Λάδι, ξύδι, ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, μπαχαρικά, τσάι, ζιβανία, κρασί, ούζο, λάμπες, λαμπόγυαλα, κουβαρίστρες, σπάγκους, νήματα, τετράδια, μολύβια, μπογιές, σακοράφες, σπόντες, τσακμάκια, φυτίλια, ασετιλίνη πετρέλαιο.

Ξεκίνησε καλά, και επειδή είχε ποικίλη πραμάτεια, οι άνθρωποι τον υποστήριξαν και έκαμε πολλούς πελάτες. Ανελίχθηκε και πρόκοψε γρήγορα και όλοι τον θαύμαζαν. Το μικρό μπακάλικο έγινε παντοπωλείο, ύστερα υπεραγορά, και τέλος πολυκατάστημα. Ο Δημήτρης έγινε μεγαλοαστός, απέκτησε περιουσία και λογαριαζόταν πλούσιος.

Και περνούσαν τα χρόνια…

Με τον ερχομό του χειμώνα αλάγια σορκών ψάχνουν τροφή στα ρηχά νερά, και το ψάρεμα τους είναι εύκολο. Ήταν τέλη φθινοπώρου θυμάται ο Βασίλης, με τη βάρκα του ψάρευε σορκούς στο Δήμμα, ίσα με τριάντα μέτρα από την ακτή. Καθόταν στη βάρκα του και απολάμβανε τον καλό καιρό με τις ακτίνες του ήλιου από ψηλά να τον ζεσταίνουν ευχάριστα, και βυθισμένος στις σκέψεις του χωρίς να βιάζεται, είχε ριγμένες τις πετονιές και με στωική υπομονή ανάμενε τα ψάρια να τσιμπήσουν. Αγναντεύοντας τα βάθη της θάλασσας είχε την πλάτη στην ακτή και το βλέμμα στον μακρινό ορίζοντα  όπου στην άκρια του ένα πλοίο της γραμμής άφηνε μια στήλη καπνού από το ψηλό φουγάρο.

Η θάλασσα σάλευε όσο μια σταλιά και την απόλυτη ησυχία της απανεμιάς διέκοπτε που και που το κράξιμο κάποιου γλάρου. Ήταν μια απόλυτη σιωπή που σπάνια συνέβαινε στις θάλασσες της Χλώρακας. Έξω στη στεριά επίσης συνέβαινε το ίδιο, καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν υπήρχε, ήταν σαν όλη η πλάση να κοιμόταν.

Έμοιαζε με νεκρική σιγή, και αυτό υποσυνείδητα το ανησύχησε, ίσως σκέφτηκε να ήταν κακό προμήνυμα.

Ξαφνικά από την ακτή άκουσε θόρυβο, γύρισε και είδε ένα Austin να κυλά στην ανώμαλη ακρογιαλιά. Το αναγνώρισε, ήταν του Δημήτρη. Σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε, το ίδιο έκανε και ο Φίλος του που αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο σήκωσε τα δυο χέρια και με έντονες κινήσεις του έγνεφε πώς τον ήθελε. Του έγνεψε και ο Βασίλης και τον κάλεσε να βουτήξει, να πάει κοντά του.

Ο Δημήτρης έβγαλε τα ρούχα,  βούτηξε στη θάλασσα, και με μεγάλες οργιές διένυσε την μικρή απόσταση και ανέβηκε στη βάρκα. Αφού είπαν ένα δυο κουβέντες τυπικές, ο Βασίλης τον ρώτησε τι τον ήθελε τόσο επείγον που τον έκανε να φύγει από την πόλη, από την εργασία του για να τον συναντήσει.

Έκπληκτος τον άκουσε να του ζητά να τον προσλάβει ξανά ως βοηθό του.

Ο Δημήτρης διέθετε ένα πολυμήχανο μυαλό και αποφάσισε χωρίς ηθικούς φραγμούς να εκμεταλλευτεί την εξυπνάδα του. Γνώριζε πολλούς τρόπους να προσκομίζεται χρήματα, αλλά αποφάσισε πως τιμιότερος ήταν η κατά λάθος μικροκλοπή. Δεν θα έκλεβε φανερά, αλλά κατά λάθος. Γι αυτό σκέφτηκε να φτιάξει μια επιχείρηση που θα του έδινε τον τρόπο της κατά λάθος υπερχρέωσης των πελατών. Μικρές δικαιολογημένες υπερχρεώσεις που δεν θα έδιναν δικαίωμα σε κανέναν να σκεφτεί ότι ήταν σκόπιμη απάτη. Αποφάσισε πως από τον πάγκο ενός μπακάλικου όπου τα προϊόντα τοποθετούνται στην μια μεριά και αφού χρεωθούν περνούν στην άλλη για να τα παραλάβει ο πελάτης, εύκολα μέσα στα πολλά μπορεί να χρεωθεί κατά λάθος και ένα άλλο.

Τοποθέτησε λοιπόν πάνω στον πάγκο παράμερα σε μια μεριά μια σκόνη πλυσίματος και έναν τενεκέ λάδι. Ανάλογα με το ψώνισμα των πελατών, χτυπούσε στη μηχανή πότε το ένα είδος και πότε το άλλο. Αν ο πελάτης ψώνιζε μικρές ποσότητες χρέωνε επιπλέον μια σκόνη πλυσίματος, αν ψώνιζε πολλά, χτυπούσε στη μηχανή επιπλέον τον τενεκέ με το λάδι. Ήταν πολύ προσεχτικός, και υπερχρέωνε μόνο τους πλούσιους πελάτες καθώς ήξερε πως οι φτωχοί συνήθως ελέγχουν το ψώνισμα τους.

Έτσι ο καιρός περνούσε, και οι τσέπες του γέμιζαν. Όταν οι πελάτες ανακάλυπταν την υπερχρέωση και ανέλυαν τα προϊόντα που ψώνισαν και έβλεπαν πως χρεώθηκαν επι πλέον μια σκόνη ή έναν τενεκέ λάδι, αυτός είχε δικαιολογία ότι εφ όσον το επι πλέον προϊόν ήταν στον πάγκο που ίσως κάποιος προηγούμενος πελάτης είχε ξεχάσει εκεί, συνέβηκε απλά ένα λάθος, αφαιρούσε το επί πλέον ποσό, και ο πελάτης χωρίς παράπονο για ένα λάθος, δεν σκεφτόταν κακοπροαίρετα.

Όσο ο χρόνος περνούσε, ο Δημήτρης γινόταν μέγας και τρανός. Αγόρασε περιουσίες, σπίτια και μετοχές. Λογαριαζόταν ένας ευυπόληπτος πλούσιος επιχειρηματίας και έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού, καθώς ένα φτωχόπαιδο κατάφερε με την εξυπνάδα και την εργατικότητα του να επιτύχει και να προκόψει.

Όμως όπως ο Μένανδρος είπε «εκ των γυναικών όλλυται κόσμος άπας», το ίδιο έπαθε και αυτός. Έμπλεξε με μια σκρόφα που την εμπιστεύτηκε και της είπε τα μυστικά του, και όταν δυστηχώς ήρθε ένας καιρός που την παράτησε για το χατίρι μιας άλλης, αυτή πληγωμένη και θέλοντας εκδίκηση, ομολόγησε τις μπαγαποντιές του στον κόσμο και στην αστυνομία.

Έτσι άρχισε η πτώση από τα ψηλά στα χαμηλά. Η φήμη του καταρρακώθηκε, η εμπιστοσύνη χάθηκε, οι πελάτες λιγόστεψαν, αραίωσαν, χάθηκαν. Αυτός σε ένα πείσμα εγωισμού και περηφάνιας προσπάθησε με άπαντες τις δυνάμεις να κρατήσει και να αναστηλώσει την επιχείρηση του, ώσπου μια μέρα ξύπνησε τελείως απένταρος και όλη του την περιουσία υποθηκευμένη στις τράπεζες και στους τοκογλύφους.  

Ο Βασίλης άκουσε έκπληκτος αυτή την εκπληκτική εξομολόγηση και έμεινε σκεπτικός. Από την μια θαύμασε την πονηριά του, από την άλλη την ξεκουτιά του. Δεν έκρινε την μπαγαποντιά του γιατί άνθρωπος του παζαριού ο ίδιος, είχε γνωρίσει όλες τις κάστες ανθρώπων και είχε διαπιστώσει πως η πλειονότης την είχε έμφυτη. Γιατί λοιπόν να εκπλαγεί με τον φίλο του ο οποίος εξ άλλου έκανε μικρές αλλά έξυπνες απάτες; Έπαιρνε λίγα από πολλούς χωρίς τοιουτοτρόπως να επιβαρύνει τις τσέπες τους παρά ελάχιστα, έτσι που τα λίγα από τον καθένα για τον ίδιο γίνονταν πολλά…

Αφού έμεινε λίγη ώρα σκεπτικός, αποφάνθηκε πως μάλλον ο φίλος του επηρεάστηκε από την ταινία Ρομπέν των Δασών που μαζί είδαν μικροί στο σινεμά του Λεωνίδα και κατέβασε ιδέες.

Ο ΚΥΚΛΩΝΑΣ

Ο Βασίλης στεκόταν στη πρύμη του καϊκιού με τον βοηθό του ένα μαυράκι με βαμμένα κόκκινα μαλλιά να επιθεωρά ένα από τα παλαμάρια στην προκυμαία που έδεσαν το καΐκι.

Είχαν ξεκινήσει με την μεγάλη τράτα ένα ταξίδι και προορισμό το Καστελόριζο, αλλά ενώ είχαν ξανοιχτεί πολλές ώρες, έλαβαν σήμα πως έρχεται κυκλώνας. Η προειδοποίηση ερχόταν έγκαιρα ώρες πολλές ή και μέρες πριν, έτσι είχαν καιρό να επιστρέψουν ασφαλείς στο λιμάνι.

Τυφώνες και κυκλώνες είναι επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη διάρκεια των θερμότερων μηνών του χρόνου. Είναι θυελλώδεις άνεμοι που περιστρέφονται γύρω από ένα μετακινούμενο σημείο.

Στη Μεσόγειο θάλασσα σπάνια συνέβαιναν λόγω της ξηρής φύσης και της γεωγραφικής της θέσης, έτσι αυτή η ειδοποίηση ήταν κάτι ξαφνικό. Όμως καθώς είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο, κανείς υπεύθυνος καραβοκύρης δεν μπορούσε να το παραβλέψει και να συνεχίσει την πορεία του. Έτσι λοιπόν, ο Βασίλης οδήγησε το καΐκι πίσω στη στεριά, μέσα στο λιμάνι της Πάφου και την ασφάλεια του.

Άρχισαν οι ναύτες υπό την καθοδήγηση του Βασίλη να στερεώνουν τα ακίνητα του πλοίου, ώστε περνώντας ο τυφώνας να τους αφήσει όσο λιγότερες ζημιές.

Η ζέστη ήταν αφόρητη και η υγρασία του καιρού την έκανε χειρότερη. Όπως βιαστικά μάχονταν να τελειώσουν τις δουλειές και να εγκαταλείψουν το πλοίο να γυρέψουν καταφύγιο στη στεριά, έτσι βιαστικά άρπαξαν τα μπαγκάζια τους καθώς ξαφνικά ο καιρός πήρε να δροσίζει περίεργα. Και η δροσιά έφερε κάποια θολούρα στον αέρα και σε λίγο έγινε πολλή θολούρα, ο αέρας σήκωσε ψιλοάφρισμα και τα πλεούμενα στο μικρό λιμάνι άρχισαν μικρά κουνήματα που όλο δυνάμωναν. Ο ουρανός έγινε γκρίζος και η θάλασσα πήρε ένα σκοτεινό χρώμα ενώ έξω τα καταστήματα με αμπαρωμένες τις πόρτες, και αυτά έγιναν γκριζωπά μέσα στη θολούρα του καιρού.

Βιαστικοί μπήκαν τελευταίοι στο παλιό Λιμεναρχείο που τους περίμεναν, οι αρχές μαζί με άλλους ναυτικούς και ψαράδες και έκλεισαν τη βαριά πόρτα. Στάθηκαν στα παράθυρα και παρακολουθούσαν τον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωνε καθώς από μακριά ο Τυφώνας ενώ ταξίδευε και πριν την άφιξη του, τον έστελνε με πολλά μποφόρ σαν προπομπό. Μέσα στα σκοτεινιά σύννεφα πέρα μακριά, φάνηκε η κυκλική δίνη του Κυκλώνα πολύ εμφανής που έκανε τις καρδιές όλων να σφιχτούν και να φοβηθούν. Καταλάβαιναν πως θα ήταν πολύ φοβερός, πως θα έφερνε καταστροφές, πως πολλές βάρκες και καΐκια στο μόλο θα έσπαζαν και θα παρασέρνονταν μαζί του. Παρακαλούσαν το Θεό να μην κρατήσει πολύ, και να φύγει γρήγορα όπως και γρήγορα ήρθε.

Ένα βούισμα άρχισε από μακριά που όλο δυνάμωνε και η σκοτεινιά και ο θόρυβος ήταν απερίγραπτα. Με δέος και σφικτά τα δόντια, έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα και με αγωνία πρόσμεναν το αναπόφεκτο.

Ήξεραν πως οι τυφώνες διαρκούν από λίγες ώρες μέχρι λίγες μέρες. Γνώριζαν επίσης πως στη Μεσόγειο δύσκολα και σπάνια είχαν μεγάλη έκταση όπως σε κάποιες χώρες τροπικές όπου προκαλούνταν Βιβλικές καταστροφές. Παρ όλα αυτά ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο του κτιρίου για καλό και κακό μήπως το κτίριο πλημυρίσει όταν τα κύματα θα έβγαιναν έξω.

Και ήρθε ο κυκλώνας, και τους τάραξε συθέμελα. Η βουή του ήταν φοβερή και ο θόρυβος του έκρυβε κάθε άλλο από τις καταστροφές που προκαλούσε. Ήταν ένα μεγάλο κακό που δεν περιγράφεται με λέξεις. Για ώρες αμέτρητες με την αγωνία να σκιάζει τα πρόσωπα τους χωρίς να μπορούν να μιλούν από το μεγάλο βουητό, οι περισσότεροι προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλα να σώσει τις βάρκες τους. Ήταν φτωχοί ψαράδες και οι βάρκες όλη η περιουσία τους. Δεν έλπιζαν σε τίποτα, όμως ασυναίσθητα όπως είναι η φύση του ανθρώπου στα δύσκολα να στρέφεται στο Θεό, έτσι και αυτοί εναπόθεσαν τις μηδαμινές ελπίδες τους σε αυτόν. 

Κράτησε πολλές ώρες και ανακουφισμένοι που δεν κράτησε μέρες, όταν έφυγε και καταλάγιασε και ένιωσαν ασφαλείς,  άνοιξαν τα παραθύρια και κοίταξαν έξω.

Παντού ερημιά και καταστροφή, το μόνο που έστεκε αγέρωχο χωρίς ζημιές ήταν το αρχαίο κάστρο. Όλα τα άλλα τα σάρωσε ο αγέρας και τα παρέσυρε η θάλασσα. Οι πρόχειρες κατασκευές έξω από τα μαγαζιά είχαν παρασυρθεί και εδώ και εκεί έβλεπαν σπασμένα κουπιά από βάρκες.

Όλες οι βάρκες που ήταν δεμένες στο λιμάνι, οι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί άλλες στον πάτο της θάλασσας και άλλες με τα σπασμένα απομεινάρια απλωμένα στο μόλο του λιμανιού και ακόμα πιο πέρα, πολύ μακριά, στους δρόμους και στις γειτονιές. Όλα τα πλεούμενα υπέστησαν μεγάλες ζημιές, καθώς τα κύματα τα σκέπασαν ολοσχερώς με μεγάλη ένταση.

Τι καΐκι του Βασίλη έστεκε εκεί δεμένο, αλλά και αυτό καραβοτσακισμένο με πολλές ζημιές.

Δίπλα του το αραπάκι με τα κόκκινα μαλλιά έστεκε και δάκρυα έσταζαν από τα μάτια του. Λυπόταν για τους ψαράδες, λυπόταν για το αφεντικό του, λυπόταν για τον ίδιο.

Ο Βασίλης μεγάλωσε και έζησε μια δύσκολη ζωή και έμαθε να τα αντικρύζει όλα με τη λογική προσπαθώντας να τα βλέπει όλα ρεαλιστικά ώστε τοιουτοτρόπως να μην τον παίρνουν κάτω τα δύσκολα και οι αποτυχίες. Με μια στωικότητα αντίκρυζε τα γεγονότα και δεν άφηνε τα κακά συναισθήματα να τον κυριαρχούν και να τον αποδυναμώνουν.

Έτσι και σ’ αυτήν περίπτωση που είδε το καΐκι του σχεδόν κατεστραμμένο, με κυρίαρχα συναισθήματα αποφάσισε πως δεν θα τον έθλιβε η καταστροφή και να τον ρίξει κάτω. Αποφάσισε πως από την αρχή με δουλειά και υπομονή θα ξανάφτιαχνε το καΐκι.

Με αυτά τα αισθήματα στην καρδιά, προσπάθησε να εμψυχώσει και να δώσει θάρρος στον στεναχωρημένο βοηθό του που βλέποντας τον δακρυσμένο, αντί να μαραζώσει για πάρτη του, λυπήθηκε γι αυτόν, και χωρίς να δείχνει τη στεναχώρια του, του είπε να μην λυπάται γιατί όλα διορθώνονται. Θα έβγαζαν το καΐκι στο καρνάγιο και θα το επιδιόρθωναν από αρχής.

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ

Ο Βασίλης κάθε λίγο καιρό έφευγε από το μεγάλο αρχοντικό στην πόλη και κίναγε στο χωριό στο παλιό πατρικό του σπίτι, ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες κτισμένες με πηλό και πέτρα. Αν και παρατημένο και εγκαταλειμμένο πλέον, εντούτοις έστεκε καλά καθώς το συντήρησε και το επιδιόρθωσε. Το ήθελε εκεί, να στέκει στο χρόνο σαν μνημείο αιώνιο να του θυμίζει τα παλιά και κάθε φορά αντικρύζοντας το να ανασκαλίζει το παρελθόν και να ενθυμείται τα τόσα γεγονότα που συνέβησαν, τις τόσες δυσκολίες και κακουχίες εκείνης της παλιάς εποχής που έζησε αλλά που όμως τον άνδρωσαν και τον σκληραγώγησαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα παλικάρι που με θάρρος μόχθησε σκληρά σε όλη του τη ζωή και κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του.

Το μεγάλο αμάξι κυλούσε με χαμηλή ταχύτητα στο δρόμο και διέσχιζε τη μεγάλη πεδιάδα που παλιά ήταν γεμάτη περβόλια με τις όχθες βλαστημένες από καταπράσινα αιωνόβια δένδρα και που έμοιαζαν τον τόπο ίδιο παράδεισο, αλλά που σήμερα ήταν ίδιος γκρίζο τοπίο κτισμένο από μπετόν όπου  σε μια σύγχρονη εποχή ασυλλόγιστης και άναρχης ανάπτυξης, οι άνθρωποι μετέτρεψαν τον τόπο σε σκυθρωπό και μουντό περιβάλλον.

Ήταν ο δρόμος πλατύς, αριστερά η θάλασσα αποκομμένη και σκιασμένη από τα μεγάλα ξενοδοχεία, ενώ στα δεξιά τα καινούργια κτίσματα και διαμερίσματα είχαν γεμίσει τον κάμπο αντικαθιστώντας όλη τη βλάστηση με στενά και πλατιά δρομάκια έχοντας μόνη πρασινάδα μικρά καχεκτικά δεντράκια φυτεμένα πάνω στα πεζοδρόμια.

Η θάλασσα της Χλώρακας με τις απόκρημνες ακτογραμμές και τους μικρούς κολπίσκους που ήταν φυσικά απάνεμα λιμανάκια, σήμερα δεν ήταν ίδια, είχαν χαλάσει και αλλάξει από ανθρώπινα χέρα και είχαν αποκοπεί, αφήνοντας ελάχιστες διόδους και προσπελάσεις. Εκεί που έδενε τη βάρκα του έναν παλιό καιρό, σήμερα για να πάει έπρεπε να περπατήσει, να διασχίσει αυλές ξενοδοχείων, και να δρασκελίσει γυμνά κορμιά λουόμενων τουριστών που ξάπλωναν σε ξαπλώστρες απλωμένες σε όλες τις ακτές.

Με θλίψη και κυριευμένος με στενάχωρα συναισθήματα τα έβλεπε και μαύριζε η ψυχή του. Καταλάβαινε πως η πρόοδος ήταν αναπόφευκτη και πως όλα ήταν επακόλουθα της, όμως δεν συμφωνούσε, σκεφτόταν πως έπρεπε όλα να γίνονται με μέτρο και να συνάδουν με το φυσικό περιβάλλον, ακόμα πόσο μάλλον, θα έπρεπε η φύση να προστατεύεται και να υποβοηθείται στην ανάπτυξη της.

Οδηγώντας με μέτρια ταχύτητα διέσχισε τον κάμπο και μπήκε στο χωριό όπου και εκεί είχαν αλλάξει όλα. Τα χωράφια έγιναν οικόπεδα, όλα τα κτίσματα στους δρόμους έγιναν μαγαζιά και από πάνω κτισμένα μικρά κουτάκια - διαμερίσματα  σταματούσαν τον θαλασσινό αγέρα και δεν τον άφηναν να φυσήξει πιο πέρα.

Κατσουφιασμένος και θλιμμένος σταμάτησε στη μικρή αυλή έξω από το παλιό σπίτι. Κατέβηκε και με αργό βήμα πήγε στη πόρτα, την άνοιξε και προχωρώντας προς το μεγάλο παραθύρι άνοιξε τα παντζούρια. Το φως άπλετο εισχώρησε στη σκοτεινή κάμαρη και τα παλιά έπιπλα όμορφα και λιτά, του φάνηκαν ακριβώς ίδια όπως πριν τόσα χρόνια.  

Το παλιό τραπέζι με τις τόνενες καρέκλες καταμεσής της κάμαρης, το μεγάλο σεντούκι στην μια άκρια, τον σκαλιστό καναπέ στην άλλη, και στην παράλλη μια γυάλινη αρμαρόλλα γεμάτη με κοράλλια, σφουγγάρια, και μερικά σπασμένα αρχαία πήλινα αντικείμενα βγαλμένα από τη θάλασσα.

Κάθε φορά που ο Βασίλης άνοιγε την πόρτα στο παλιό σπίτι, οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν και ξανά από την αρχή νοερά ζούσε τα χρόνια του τα παιδικά τα δύσκολα αλλά και όμορφα συνάμα. Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε, αλλά όπως πάντα όταν ο χρόνος αμείλικτος κυλά και οι μνήμες ξεθωριάζουν στις σκέψεις των ανθρώπων, πολλές από αυτές μένουν ανεξίτηλα γραμμένες ίδιες όπως να συνέβησαν εχτές.

Στάθηκε με το βλέμμα νοσταλγικό να κάνει γύρα στους τοίχους που πάνω είχε κρεμάσει παλιά δίχτυα διακοσμημένα με αστερίες και τα παλιά κουπιά της πρώτης του βάρκας περιπλεγμένα σε αυτά, ενώ πάνω στην αρμαρόλλα ένας ωραιότατος αρχαίος αμφορέας έδινε μια άλλη όψη στο χώρο και του θύμισε τα παλιά χρόνια όταν μικρός ερχόταν τις νύχτες μετά τη σχόλη από το ψάρεμα για να κοιμηθεί λίγες ώρες, πάντα το δείν του έπεφτε πάνω του.

Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ αργά που βάσταζε τον μεγάλο αμφορέα με τα δυο του χέρια να μην του πέσει, καθώς κουρασμένος από το βάρος του τον μετέφερε περπατητός από τη θάλασσα, και έβαλε μια φωνή δυνατή στη μάνα του να του ανοίξει την πόρτα. Της φώναξε μια, της φώναξε δυό, αλλά εκείνη λίγο κουφή δεν τον άκουγε. Θυμήθηκε που ξεσήκωσε τη γειτονια και οι γειτόνοι βγήκαν στα παραθύρια και τον ρωτούσαν τι συμβαίνει. Θυμήθηκε τη θεια του μια κακάσχημη γεροντοκόρη που του έβαλε τις φωνές, πιο δυνατές από τις δικές του, να σταματήσει να φωνάζει γιατί ο κόσμος ήθελε να κοιμηθεί. Τώρα ήσαν όλοι πεθαμένοι, Θεός μακαρίσι τους, αλλά οι θύμησες ζωντανές του έφερναν γλυκόπικρη νοσταλγία.

Ο αμφορέας της ιστορίας μας δεν ήταν σπουδαίος. Ήταν σίγουρα πλασμένος από τα χέρια ενός επιδέξιου κεραμέα και όμοιος με χιλιάδες άλλους αμφορείς. Ίσως γεμάτος με κρασί τοποθετήθηκε στο αμπάρι ενός εμπορικού πλοίου και το ταξίδι που ξεκίνησε έμεινε μεσοστρατίς, είχε βουλιάξει στη θάλασσα του Φουρφουρή καθώς ίσως μια μεγάλη τρικυμία το τσάκισε στις ξέρες. Πέρασαν αιώνες μέσα στο βυθό της θάλασσας, και ήταν της τύχης να πιαστεί στα δίχτυα του Βασίλη και να ανασυρθεί στη στεριά.

Ο Βασίλης αν και πολύ νεαρός, λογαριαζόταν στους καλούς ψαράδες καθώς από γεννησιμιού του ασχολιόταν με το επάγγελμα. Μόλις κατάφερε να αποκτήσει δική του βάρκα θυμάται εκείνη τη φορά μαζί με τους κολλητούς του φίλους τον Αρέστη και τον Κορκό, καλάρισαν δίχτυα για μεγάλα ψάρια, κάτι χοντρά δίχτυα με μεγάλα ανοίγματα, και όπως όλοι οι ψαράδες όταν τα τραβούσαν και τα ένιωθαν βαριά σκέφτονταν πως πολλά μεγάλα ψάρια είχαν πιάσει και χαίρονταν, έτσι οι τρεις φίλοι όταν τα ένιωσαν βαρετά, με αδημονία αλλά προσεχτικά, τα σάρπαραν, αλλά ώ τι δυστυχία τι να δουν, μέσα πιασμένα υπήρχαν λίγα ψάρια μαζί με πέτρες και άλλα πράγματα που είχαν ανασύρει από το βυθό. Στεναχωρήθηκαν πολύ, όχι τόσο επειδή δεν ήταν καλή η ψαριά, όσο επειδή είχαν πιστέψει το αντίθετο.   

Ο Αρέστης με τον Κορκό άρχισαν να διαλέγουν τα ψάρια, ενώ ο Βασίλης περίεργος, έσκυψε να περιεργαστεί τα ξένα αντικείμενα που ανασύρθηκαν με τα δίχτυα. Γεμάτο από ιλύ ανακάλυψε έναν αμφορέα που μόλις τον καθάρισε λίγο, είδε να ξεπροβάλλουν στα τοιχώματα του γεωμετρικά σκαλίσματα. Σιγά σιγά τον καθάρισε περισσ’οτερο και εντυπωσιασμένος ανακάλυψε πως ψάρεψε ένα θαυμαστό αντικείμενο, έναν αρχαίο αμφορέα που ο πλάστης μιας τόσο αρχέγονης τέχνης τον είχε κατασκευάσει τόσο όμορφο και περίτεχνο.

Είχε οριζόντιες λαβές στην κοιλιά και διακόσμηση με ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλους που είχαν χαραχθεί με διαβήτη και περιέκλειαν σταυρόσχημα γεωμετρικά σχέδια.

Ο Αρέστης και ο Κορκός αφού τέλειωσαν το ξεψάρισμα των διχτύων, έστρεψαν την προσοχή τους στο Βασίλη και αντίκρυσαν τον ωραιότατο αμφορέα που κρατούσε στα χέρια. Έμειναν και αυτοί να τον αποθαυμάζουν, αλλά στο τέλος μια διαμάχη ξέσπασε μεταξύ τους καθώς τον ήθελαν όλοι για δικό τους.

Θυμάται ο Βασίλης σαν να ήταν χθες, θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές. Τους είπε πως ήταν δικός του αφού η βάρκα και τα δίχτυα ήταν δικά του, και πως αυτοί δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Θυμωμένος και γυμνασμένος σωστό παλληκάρι, φάνταζε αγριωπός, οπότε οι φίλοι του θέλοντας και μη, σταμάτησαν τη διεκδίκηση.

Τώρα, εκεί μπροστά του τοποθετημένος πάνω στην αρμαρόλλα ο αμφορέας, του θύμισε τον μεγάλο καυγά τους, που ευτυχώς δεν έγινε η αιτία να χαλάσουν τη φιλία τους. Του κράτησαν μούτρα για λίγες μέρες, αλλά ύστερα τους πέρασε και ξανάγιναν φίλοι όπως και πριν, μια μεγάλη φιλία που ακόμα υπάρχει και θα υπάρχει, και θα τους δένει εφ όρου ζωής.

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ο Βασίλης γύρισε από τα ξένα ύστερα από πολλά χρόνια που σαν ναυτικός όργωσε θάλασσες και ωκεανούς και επισκέφτηκε πολλά λιμάνια του κόσμου και είδε και γνώρισε πολλά, άλλα πράγματα διαφορετικά από ότι ήταν συνηθισμένος στη μικρή του πατρίδα.

Παιδεύτηκε πολύ πάνω σε ποντοπόρα πλοία, αλλά ευχαριστημένος που γύρισε τον κόσμο και με ένα καλό κομπόδεμα στράφηκε στον τόπο του όπου πάλι με σκληρή εργασία, έφτιαξε την δική του επιχείρηση, άνοιξε ένα ιχθυοπωλείο που με τον καιρό αναπτύχθηκε και κατέλαβε όλες τις αγορές. Συνεργάστηκε με τους ψαράδες της περιοχής και ανέλαβε την προώθηση της πώλησης των ψαριών τους. Προσέλαβε υπαλλήλους και έστρωσε τη δουλειά σε σημείο που πλέον όλα κυλούσαν ομαλά και ο ίδιος δεν χρειαζόταν να δουλεύει, παρα μόνο να επιβλέπει και να συμβουλεύει. 

Όμως μαθημένος με τη θάλασσα, δεν μπορούσε να την παρατήσει και να είναι μακριά της. Έτσι αγόρασε ένα ψαροντούφεκο και πολλές από τις ελεύθερες του ώρες, κολυμπούσε και ψάρευε στα γνωστά μέρη τα παλιά, κυρίως στις ξέρες του Φουρφουρή που βρίσκονται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από τη στεριά της Χλώρακας, ίσαμε χίλια μέτρα. Είναι μια μικρή έκταση βραχώδης αβαθής βυθός, ένα κομμάτι υπερυψωμένου θαλάσσιου πυθμένα, που μόλις σκεπαζόταν από το νερό. Τα φυτά και τα φύκια βλαστούσαν άφθονα, και ήταν τροφή για τους θαλάσσιους οργανισμούς, και αυτοί με τη σειρά τους τροφή άλλων μεγαλύτερων ψαριών. Έτσι οι ξέρες ήταν καλός τόπος για έναν ψαρά ειδικά για το Βασίλη που ήξερε κάθε σχισμή τους που μέσα κολυμπούσαν τα ψάρια.

Ο Βυθός γύρω από αυτές ήταν πολύ βαθύς, έτσι υπήρχαν ψάρια όλων των ειδών, από είδη που ζούσαν στα ξέβαθα και είδη που ζούσαν στα βαθιά. Όμως ο Βασίλης ήταν καλός βουτηχτής και με μεγάλη αναπνοή, έτσι χωρίς οξυγόνα βουτούσε στα βαθιά, έως εκεί που ξεκινούσε ο ύφαλος.

Εκεί τα νερά ήταν παγωμένα σε μεγάλο δυσανάλογο βαθμό από την επιφάνεια, κάτι που ευνοούσε την ανάπτυξη τεράστιων αστακών.

Οι αστακοί συνήθως έχουν μήκος ενός ποδιού και βάρος ενός κιλού και σπάνια το υπερβαίνουν. Όμως εδώ στις ξέρες του Φουρφουρή, τα μεγέθη τους ήταν υπερδιπλάσια. Κατά παράδοξον τρόπο, το ψυχρότατο νερό του βυθού, τους ευνοούσε.

Ο Βασίλης λοιπόν εκείνη τη μέρα είχε σκοπό να ψαρέψει αστακούς, έτσι με το ψαροντούφεκο κουβαλούσε στον ώμο και ένα μεγάλο καμάκι. Ήξερε καλά τις χαράδρες του Φουρφουρή, γι’ αυτό καμιά φορά δεν είχε γυρίσει με άδεια χέρια. Παλιά που ζούσε ο γέρο Βασίλης ο πατέρας του, τον είχε διδάξει καλά, και αυτός ως καλός μαθητής, είχε μάθει πολλά.

Θυμάται που τον ορμήνευε, που του έδινε συμβουλές και του διηγόταν πολλές ιστορίες για τη θάλασσα. Για ναυάγια, για πνιγμούς, για ψάρια που έμοιαζαν με δράκους. Για το μεγαλείο που εμπεριέκλειε και τα θαυμαστά αφανέρωτα μυστικά που έκρυβε.

Θυμάται που του έλεγε για ένα θαλάσσιο τέρας με μεγάλες δαγκάνες που είχε συναντήσει μια φορά στα ξέρες της Χλώρακας, και του έλεγε να είναι προσεκτικός όταν βουτούσε στα βαθιά.

Όσα έμαθε από αυτόν τα συνάντησε αληθινά, γι’ αυτό πίστευε πώς και η ιστορία με τον δράκο ήταν εν μέρη αληθινή. Καθώς λοιπόν όλα όσα τον δίδαξε τα συνάντησε στη ναυτική του σταδιοδρομία εξόν από τον δράκο, έλπιζε κάποια στιγμή να τον ανακαλύψει και ο ίδιος. Πίστευε σίγουρα πως του έλεγε αλήθεια, αλλά από την άλλη ίσως να επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη ή κάποιο παράξενο άγνωστο ψάρι που ήρθε από τους ωκεανούς. Πάντα είχε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό όποτε βουτούσε στις ξέρες του Φουρφουρή 

Κολυμπώντας με τη μάσκα και κατεύθυνση τον Φουρφουρή, παρακολουθούσε τον κρυστάλλινο βυθό, τα βράχια, τη βλάστηση, τα ελάχιστα σφουγγάρια που απέμειναν ζωντανά αλλά καχεκτικά πλέον στον άλλοτε κατάσπαρτο από το είδος βυθό. Τα ψάρια που και αυτά λιγόστεψαν σε επικίνδυνο βαθμό από την υπεραλιευση, κολυμπούσαν δίπλα του, αλλά αυτός συνέχιζε το δρόμο του προσπερνώντας τα χωρίς να τα ντουφεκίζει καθώς είχε σκοπό να ψαρέψει μόνο αστακούς.

Έφθασε στις ξέρες και τις ανέβηκε. Στάθηκε όσο να ξεκουραστεί λίγο για το μεγάλο μακροβούτι, και όσο να πάρει μια ανάσα, η ματιά του στράφηκε και αγνάντεψε την απεραντοσύνη του πελάγου εκεί που τέλειωνε η θάλασσα. Ένα βαπόρι που κατευθυνόταν δυτικά στη μεριά της Ελλάδας, έπλεε με οικονομική ταχύτητα και φαινόταν μικρούτσικο στην μεγάλη απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Θυμήθηκε την πελαγίσια του ζωή, και η νοσταλγία  τον κυρίευσε. Τον πήρε πίσω στα παλιά, και σκέφτηκε ότι αν ο ίδιος τώρα ήταν πλήρωμα στο βαπόρι, ίσως να στεκόταν στο τιμόνι και να αγνάντευε από τα βάθη των μακρινών οριζόντων το χωριό του.

Στάθηκε στο αναπόλημα του αρκετή ώρα, και ύστερα αφήνοντας έναν νοσταλγικό αναστεναγμό, ξαναφόρεσε τη μάσκα, πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στα γαλανά νερά.

Δεινός κολυμβητής όπως ήταν, χωρίς δυσκολία διένυσε το μεγάλο βάθος των πολλών οργιών. Φτάνοντας στα ριζά του υφάλου, πέρα πάνω στην άσπρη άμμο αντίκρυσε μια σκιά που του κίνησε το ενδιαφέρον και πλησιάζοντας τον έκανε να σαστίσει.

Έμοιαζε με περίεργο σχηματισμό της άμμου, αλλά ήταν πεπεισμένος πως επρόκειτο για ένα θαλάσσιο τέρας.

‘Έμοιαζε με σχήμα δράκου, ένα σκούρο μεγάλο πράγμα, και αμέσως ο νους του πήγε στις ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του. Παρατήρησε καλά μήπως ήταν μια διάθλαση ή μια σκιά, όμως όχι, το σχήμα έμοιαζε με τεράστιο κάβουρα, και ο νους του έτρεξε στο παλιό Ακριτικό τραγούδι για τον «κάουρο που δρακόντεψε τζι΄ έτρωεν τους αρκομένους»

Ήταν πολύ μεγάλος, ίσα με πεντέξι μέτρα με τις τεράστιες δαγκάνες ανοιχτές, ένα φοβερό πράγμα, σίγουρα πολύ επικίνδυνο σκέφτηκε ο Βασίλης.

Το σώμα του ολόκληρο φορτωμένο με φύκια και σπόγγους αν ήταν σε κάποια σχισμή ή σπηλιά, δεν θα διακρινόταν. Όμως τώρα εκεί ξαπλωμένος στην άσπρη άμμο που κοιμόταν, ξεχώριζε όπως η μύγα στο γάλα και έμοιαζε από ψηλά μια σκιά δράκου.

Όσο αντέχαν τα πνευμόνια του τον περιεργάστηκε, και όταν δεν άντεχε άλλο ανέβηκε στην επιφάνεια να πάρει άλλη μια ανάσα και να ξαναβουτήξει. Πιστεύοντας πως ο κάβουρας κοιμόταν και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ τολμηρός, ήθελε να τον κοντέψει και να τον μελετήσει καλύτερα. Σίγουρα δεν του πέρασε η σκέψη να τον καμακώσει γιατί δεν ήταν ένας άλλος Διγενή Ακρίτας με υπερφυσικές δυνάμεις που μπορούσε να νικήσει ένα τέτοιο θεριό. Ήθελε όμως να μάθει όσα μπορούσε και μη σκιάζοντας από φόβο, ξαναβούτηξε με σκοπό να πάει όσο κοντά γινόταν και να τον παρατηρήσει λεπτομερώς.

Με την αδρελανίλη στα ύψη από την σπουδαία ανακάλυψη του κατέβηκε στο βυθό, για να ανακαλύψει όμως με απογοήτευση πως ο κάβουρας είχε εξαφανιστεί. Κάπου θα είχε τρυπώσει σκέφτηκε, και όσο τον κρατούσε η αναπνοή του έψαξε γύρω στις σχισμές του υφάλου να τον ανακαλύψει. Μάταια όμως, το θεριό είχε χαθεί.

Τον επόμενο καιρό κάθε φορά που έβγαινε να ψαρέψει, βουτούσε πάντα στις Ξέρες του Φουρφουρή με μια ελπίδα μήπως ξανασυναντήσει τον δράκο που του έλεγε ο πατέρας του, που τον συνάφερναν τα Ακριτικά τραγούδια, που τον συνάντησε ο ίδιος.

Δεν τον ξανάδε, και καμιά φορά σκεφτόταν μήπως όλα ήταν ένα όνειρο που του φανηκε πραγματκό γεγονός. Και όταν τις νύχτες στο καφενείο του χωριού έλεγε την ιστορία, κανείς δεν τον πίστευε, νόμιζαν πως όλα ήταν βγαλμένα από τη φαντασία του.

Όμως ο ίδιος ήξερε πως ήταν αλήθεια αφού είδε τον δράκοντα με τα ίδια του τα μάτια από πολύ κοντινή απόσταση.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Ο Βασίλης ο ψαράς πατέρας του Ανδρέα που και αυτός καλείτο Βασίλης τιμής ένεκεν, πέθανε νέος, πνίγηκε στη μεγάλη καταιγίδα που χτύπησε ένα καιρό τα παράλια της Χλώρακας. Εκείνη τη μέρα  στη βάρκα επέβαινε με τον μικρό Ανδρέα  και τα άγρια κύματα τους αναποδογύρισαν και βούλιαξε η βάρκα στα βάθη της θάλασσας. Ήταν ένα μεγάλο χτύπημα για τον μικρό Βασίλη που είδε τον κύρη του να πνίγεται χωρίς αυτός να δύναται να τον βοηθήσει καθώς πολύ μικρός, μετά βίας και από θαύμα γλύτωσε ο ίδιος.

Όμως τώρα γέρων πλέον, καθισμένος σε ένα βράχο στη ξηρά απέναντι από τις περιβόητες ξέρες που πάνω τους τσακίστηκαν τόσα καράβια και πλοία από καταβολής κόσμου, ενθυμείται νοσταλγικά ιστορίες που του έλεγε ο κύρης του.

Ήταν μια περίοδος δύσκολη και φτωχή, η  εποχή του μεσοπολέμου, όπου οι άνθρωποι πτώχευσαν και όλοι προσπαθούσαν και κατεργάζονταν τέχνες για να επιβιώσουν. Δυο κολλητοί φίλοι από την Κάτω Πάφο καλοί μαστόροι ξυλουργοί, ναυπήγησαν μια μεγάλη βάρκα και με δίχτυα τράτευαν ψάρια στις θάλασσες της Πάφου. Έστρωσαν μια καλή εργασία και σιγά με τον καιρό, μάζευαν χρήματα και τα φύλαγαν σε ένα μικρό ξύλινο σεντούκι το οποίο είχαν κρυμμένο στο μικρό μπαλαούρο στο πρυμιό ποδόσταμο της βάρκας.

Όταν πέρασε καιρός, τα χρήματα μαζεύτηκαν, έγιναν ένας μικρός θησαυρός. Σκέφτηκαν για να μην έχουν φόβο από κλέφτες, χρησιμοποιούσαν για σπίτι τους το πλεούμενο τους, ακόμα σκέφτηκαν για να μην βρέχονται τα χρήματα από τα κύματα, τα φύλαγαν σε γρόσια.

Μια μέρα του έτους 1930 με τη θάλασσα ησυχασμένη και τον καιρό δίχως κακά προμηνύματα και ενώ έπλεαν μεσοπέλαγα, σηκώθηκε ένα ξαφνικό μπουρίνι και βούλιαξε τη μεγάλη βάρκα. Οι άγριοι άνεμοι, τα θεόρατα κύματα και τα νότια ρεύματα τους έσπρωξαν στις ξέρες του Φουρφουρή και πάνω τσακίστηκαν.

Ναυαγισμένοι μέσα στην άγρια φουρτούνα, όμως καλοί κολυμβητές μετά από ώρες κοπιαστικής προσπάθειας κατάφεραν να βγουν στη στεριά, μακριά από τον τόπο που βούλιαξαν καθώς τα ρεύματα τους παρέσυραν και τα κύματα τους ξέβρασαν στη θάλασσα της Αλικής.  

Αποκαμωμένοι έγειραν στην άμμο να ξεκουραστούν. Έμειναν εκεί τέζα, η μέρα πέρασε, ήρθε η νύχτα, πέρασε κι’ άλλη ώρα. Τα κορμιά τους πονούσαν από το δύσκολο πάλεμα, και ένιωθαν όλους τους μύες πιασμένους και καταπονεμένους. Είχαν δώσει μια αδυσώπητη μάχη με τα στοιχεία της φύσης και κατάφεραν να κρατηθούν ζωντανοί. Ένιωθαν ευχαριστημένοι και ευγνωμονούσαν τον Θεό που τους βοήθησε, ταυτόχρονα η στεναχώρια πλάκωνε στις καρδιές τους για το μεγάλο κακό. Έχασαν όλο το βιός τους, τη βάρκα τους, τα χρήματα τους. Τόσοι χρόνοι εργασίας, τόσοι κόποι, τόση οικονομία να φτιάξουν ένα κομπόδεμα για τα γερατειά τους και τώρα  πλέον τι; Χωρίς χρήματα τι θα απογίνονταν, θα άρχιζαν από αρχής; Δεν ήταν εύκολο. Είχε περάσει η νεότης τους, οι αντοχές τους λιγόστεψαν και τα γερατειά φάνταζαν στο εγγύς μέλλον. Έπρεπε οπωσδήποτε να ψάξουν για το θησαυρό τους. Σαν καλοί ναυτικοί που έγιναν στα τόσα χρόνια, γνώριζαν το ακριβές στίγμα που ναυάγησαν, οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν.

Έτσι στο φως του φεγγαριού πήραν το ανηφόρι για τη Χλώρακα, θα πήγαιναν εκεί να αναζητήσουν βοήθεια. Με κόπο σηκώθηκαν και με κόπο έσυραν τα βήματα τους και περπάτησαν τη μικρή απόσταση ως το χωριό που τους φάνηκε όμως πολύ μακριά καθώς ήταν εξουθενωμένοι από τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.

Στο πρώτο σπίτι που βρήκαν χτύπησαν την πόρτα. Τα φώτα μέσα ήταν κλειστά, οι άνθρωποι κοιμόντουσαν. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η ανάγκη τους έκαμε να επιμείνουν, να χτυπούν, ώσπου μια χαραμάδα φωτός φάνηκε κάτω από την πόρτα. Ο νοικοκύρης με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι άνοιξε και με την ανησυχία στο πρόσωπο τους ρώτησε τι γύρευαν. Καταλάβαινε πως τέτοια ώρα περασμένη σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί.

Οι ψαράδες του εξήγησαν το κακό που τους βρήκε και του ζήτησαν μια βοήθεια. Ο καλός νοικοκύρης μη έχοντας τρόπο να τους βοηθήσει και θεωρώντας πως ο μουχτάρης του χωριού μπορούσε καλύτερα, τους ορμήνεψε πως λίγο πιο πέρα, στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην μεγάλη νεόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, μοναχικό που εύκολα θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν, ήταν το σπίτι του Κοινοτάρχη και αυτός σίγουρα θα τους βοηθούσε με τον καλύτερο τρόπο.

Ο μουχτάρης ο Αντωνάς Λιασίδης ήταν καλός, φιλόξενος και σαν αρχηγός του χωριού πάντα υπηρετούσε με πίστη το καθήκον του. Ήταν δυναμικός, κοψονούρης και έλυνε όσα προβλήματα ενέκυπταν. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα, άκουσε το πρόβλημα και αμέσως έμπασε μέσα τους ναυαγούς. Φώναξε της κυράς του να σηκωθεί και όσο να τους κάμει μια σούπα, αυτός τους έφτιαξε ένα τσάι με σπακιά και με χαμηλή φωνή για να μην ξυπνήσουν τα μικρά παιδιά που κοιμόντουσαν στην κάμαρη, κουβέντιασε μαζί τους ώστε να γνωρίσει τι ακριβώς είχε συμβεί.  

Αφού έφαγαν τη σούπα και στένιωσε ο οργανισμός τους, και αφού τους έταξε πως μόλις ξημέρωνε η μέρα θα πήγαιναν για αναζήτηση του ναυαγίου, τους έβαλε να κοιμηθούν στο αχερωνάρι. Εκείνους τους καιρούς της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του αιώνα, οι οικογένειες ζούσαν σε μικρά σπιτάκια της μιας ή κάποτε και δεύτερης κάμαρης, έτσι μη έχοντας χώρο να τους φιλοξενήσει στο σπίτι καθώς μέσα ζούσε με ένα τσούρμο παιδιά, τους έβαλε να κοιμηθούν με τα βόδια στο αχερωνάρι, πάνω στα άχερα.

Με το χάραμα του φου, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τα νέα κυκλοφόρησαν και περίεργοι οι φαμελιάρηδες και οι νιοί, μαζεύτηκαν στο καφενείο του Κοινοτάρχη να μάθουν τα νέα από πρώτο χέρι. Στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι κάθονταν οι ψαράδες με τον μουχτάρη και συζητούσαν με όλους τους χωριανούς γύρω καθισμένους.

Εκείνη τη μέρα ο Αντωνάς πούλησε πολλούς καφέδες. Ευχαριστημένος που έβλεπε τη μουχτάρενα να φτιάχνει επιδέξια και με γρηγοράδα τους καφέδες, πήρε το λόγο και εξήγησε σε όλους τη λύση που θα έδινε στο πρόβλημα.

Εκείνο τον καρό ψαράδες στη Χλώρακα που είχαν βάρκα ήσαν όλοι μόνο τρεις. Ο Πιστέντης με τον Βλόκκο που είχαν μια μικρή, και ο Βασίλης που είχε μια μεγαλύτερη. Ο Αντωνάς έστειλε τους γιούς του και τους κάλεσε, έστειλε και ένα χωριανό και κάλεσε τον Γιώρκη.

Ο Γιώρκης ήταν γεωργός και είχε τα χωράφια του δίπλα στη θάλασσα. Ήταν φημισμένος κολυμβητής και βουτηχτής με μεγάλη αναπνοή.

Κατέβηκαν λοιπόν στο Δήμμα το απάνεμο μικρό φυσικό λιμανάκι, και μέσα στη μεγάλη βάρκα του Βασίλη επιβιβάστηκαν ό ίδιος, ο Γιώρκης και οι ψαράδες. 

Ο μουχτάρης τους κατευόδωσε με μια ευχή για επιτυχία, και ο Βασίλης έλυσε τη βάρκα, πήρε τα κουπιά και άρχισε να κωπηλατεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, χωρίς κύμα. Το μπουρίνι που βούλιαξε τους ψαράδες ήταν περαστό, κράτησε μόνο λίγη ώρα και τώρα η θάλασσα ήταν τελείως γαληνεμένη.

Όταν έφτασαν στον τόπο που τους υπέδειξαν οι ναυαγοί, ο Γιώρκης πήρε τη γυάλα και ενώ ο Βασίλης οδηγούσε επιδέξια τη βάρκα σε κυκλικές κινήσεις, αυτός ανίχνευε τον βυθό της θάλασσας.

Το γυαλί ήταν μια απλή κατασκευή - εφεύρεση των ψαράδων που με αυτό έβλεπαν πεντακάθαρα τον βυθό της θάλασσας. Ήταν ένας μεγάλος τενεκεδένιος μαστραπάς που αφαιρούσαν τον πάτο και τοποθετούσαν στη θέση του ένα καθαρό τζάμι και το στεγανοποιούσαν με στόκο για να μην μπαίνει μέσα νερό να θολώνει. Το βουτούσαν στο νερό, και έβλεπαν πεντακάθαρα μέσα σε αυτό.

Με υπομονή και με επιμονή, σε κάμποση ώρα εντόπισαν το ναυάγιο. Ο Γιώρκης έτοιμος φορώντας ένα κοντοσώβρακο, πήρε βαθιά αναπνοή και έκανε το μακροβούτι. Όταν έφτασε στη βάρκα, υπολόγισε το βυθό μέχρι εφτά οργιές. Ήταν μεγάλο το βάθος, έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μην του τελειώσει η αναπνοή. Η βάρκα ήταν πολύ γερμένη, και το έργο του να ξεσφηνώσει την ξύλινη κασέλα πολύ δύσκολη. Με αγωνία να του φτάσει ο αέρας, με βιασύνη την τράβηξε, και ώ τι ατυχία, αυτή άνοιξε και τα γρόσια έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και σχημάτισαν ένα σκούρο γουνάρι που ξεχώριζαν πεντακάθαρα πάνω στη ξανθή άμμο.

Μη έχοντας όμως άλλη αναπνοή, ανέβηκε στην επιφάνεια να αναπνεύσει, και να ξαναβουτήκσει να τα μαζέψει.

Βγαίνοντας πιάστηκε από τη βάρκα να ξαποστάσει, και αφού πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες, εξήγησε τα καθέκαστα στους άλλους. Οι δυο ψαράδες με μια ελπίδα στην καρδιά να γενιέται ένιωσαν μια ανακούφιση, και με αγωνία αποφάσισαν να περιμένουν το επόμενο μακροβούτι του Γιώρκη.

Ο Γιώρκης ξαναβούτηξε, έφτασε στο βυθό, αλλά αχ τι κακό, τα γρόσια δεν ήταν στη θέση τους. Βούλιαξαν στη μαλακή άμμο και χάθηκαν. Άρχισε με τα χέρια να ανασκαλίζει το βυθό, αλλά τίποτα. Τα κατάπιε η άμμος και όσο κρατούσε η αναπνοή του έψαχνε και έψαχνε.

Ξαναβούτηξε πολλές φορές, αλλά πάλι τίποτα. Τα γρόσια χάθηκαν, τα κατάπιε η θάλασσα.

Οι ψαράδες πολύ στεναχωρημένοι παρακαλούσαν τον Άη Νικόλα να κάμει ένα θαύμα, να βρεθεί η περιουσία τους, αλλά ίσως εκείνη τη μέρα ο Άγιος ασχολείτο με άλλους ναυαγούς.

Ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Βασίλης αποφάσισε πως δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα άλλο. Κάλεσε τον Γιώρκη να ανέβει στην βάρκα, και εξηγώντας πως άλλο δεν γινόταν, και λέγοντας δυό λόγια παρηγοριάς στους ψαράδες, πήρε τα κουπιά και έβαλε ρότα για τη στεριά.

Οι δυό φίλοι από την Κάτω Πάφο κατσουφιασμένοι καταριόνταν την κακή τους μοίρα, και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους. 

(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Ανδρέας Λιασίδης, εγγονός του Αντωνά Λιασίδη)

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Ο πόνος της μάνας

Κάθε μέρα πριν ο ήλιος βγει, οι χωριανοί την έβλεπαν σκυφτή και θλιμμένη με γρήγορο περπάτημα να πηγαίνει στο ξωκλήσι του Άη Νικόλα να κάνει την προσευχή της. Μια φιγούρα μικρή, χήρα μαυροφορούσα, μια μάνα πονεμένη. Η θάλασσα έπνιξε τον άντρα της και πλάνεψε το παιδί της. Της πήρε ότι είχε πολυτιμότερο στην άραχνη ζωή της.

Και σαν τη στοιχειωμένη με ζέστη και με κρύο, σε ήλιο και βροχή, σκυθρωπή χωρίς μιλιά για κανένα, βουβή και βιαστική σαν την κυνηγημένη από κάποιο στοιχειό, ανεβαίνει το ανηφόρι. Μεγάλος ο πόνος μέσα της, έχασε το παιδί της. Δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, μόνο χωρίς να ακούσει το παρακάλιο της έφυγε μακριά στα ξένα.

Το στερνοπαίδι της, το στήριγμα της, πήγε σε άλλες χώρες. Μπαρκάρισε στα καράβια, να βρει το ριζικό του. Γράμμα δεν έστειλε, ούτε χαπάρι. Μακριά από συγγενείς και φίλους, ξένος μέσα σε ξένους  χωρίς γνώριμον, μοναχός να πίνει το πικρόν φαρμάκι του νόστου. Να θαλασσοδέρνεται μέσα στους ωκεανούς και να κινδυνεύει. Ήθελε λέει, να γίνει ταξιδευτής του κόσμου. Να γνωρίσει άλλες θάλασσες και μεγάλες πόλεις.

Δεν νοιάστηκε τη μάνα του ούτε την αδερφή του. Και χάθηκε, πάει καιρός, δεν έχει κανένα μήνυμα του. Κι αν αρρώστησε; Ποιος θα τον νοιαζόταν, ποιος θα τον φρόντιζε; Κι αν πέθανε ποιος θα τον λυπόταν, ποιος θα τον μοιρολογούσε; Μοναχός να ψυχομαχεί, μοναχός να αφήνει την τελευταία πνοή του. Και ύστερα να τον ρίχνουν στη μαύρη θάλασσα να τον φαν τα ψάρια. Κι αν το πλοίο βούλιαζε, κι αν πνιγόταν; Πάλαι μέσα στη θάλασσα να τον τρων τα μαύρα ψάρια, κι η μάνα του να τον καρτερά και νέα του να μην έχει.

Η τύχη της έτσι έγραψεν, έτσι να πάθει, να μείνει μοναχή, και πολυπικραμένη. Να κλαίει να οδύρεται και να γυρεύει το γιο της. Να παρακαλεί καθημερινά τον Άγιο πίσω να τον φέρει.

Και τώρα νάσου την, γονατιστή μπροστά στο εικόνισμα με πόνο στη καρδιά και δάκρυα στα μάτια καταριέται να ξεραθεί η θάλασσα και τα ψάρια να ψοφήσουν. Να μην κινδυνεύει ο γιος της και πίσω να γυρίσει.

Το κορμί της μούδιασε και κοκκάλωσε στην ώρα την πολλή που έμεινε γονατισμένη, απόκαμε το σώμα της. Με κόπο και προσπάθεια σηκώθηκε, ξεμούδιασε λιγάκι και κούτσα κούτσα με βήμα συρτό, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Το ίδιο δρομολόι καθημερινά, χειμώνα καλοκαίρι. Και οι χωριανοί που την έβλεπαν έλεγαν, -αχ την καημένη, της σάλεψε το μυαλό από τη μεγάλη θλίψη.

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Νόστιμον ήμαρ

Πέρασαν χρόνια και καιροί, και εδέησεν ο Θεός να φωτίσει τον ξενιτεμένο να θέλει να γυρίσει πίσω. Να πεθυμήσει την θάλασσα στο Δήμμα που μέσα αναγιώθηκε κι ανδρώθηκε. Τις ξέρες του Φουρφουρή και το βουητό της Βρέξης.

Την Αλική του Κούλουρου με το αλμυρό αλάτι και τον ψηλό γκρεμμό του Πάρακα που δέσποζε απ όλους τους άλλους βράχους.

Τους τόπους τους χλωρούς με τις αρκόσσιυλλες, τις σχοινιές, τις τερατσιές, και τους μεγάλους δρύες. Τα ψηλά κριθάρια στους αγρούς το χειμώνα και τους ξερούς κάμπους το καλοκαίρι με τα θερισμένα στάχια να κιτρινίζουν τα χωράφια. Θυμήθηκε τις λαγκαδιές που λαχανιασμένος περπατούσε και έβοσκε τις αίγιες και τους βαθιούς ίσκιους των τρεμιθιών που κάτω ξαπόσταινε και λαγοκοιμόταν.

Βαρέθηκε τους ξένους ουρανούς, πεθύμησε τους δικούς του. Με τον ήλιο τον καυτό να τον καίει, και αυτός σκυφτός τα δίχτυα να υφαίνει. Πεθύμησε τα δροσερά νερά της θάλασσας μέσα να ξαποσταίνει και τα ψηλά χλωρά κίτρινα φύκια που βλάσταιναν στους βράχους να του χαϊδεύουν το γυμνό κορμί.

Μα περισσότερο νοστάλγησε την άμοιρη του μάνα που τη θυμάται να τον αποχαιρετά με μάτια βουρκωμένα και την αδερφή του τη μικρή να του κουνάει το χέρι χωρίς να καταλαβαίνει. Τους παλιούς του φίλους και συγγενείς που δεν τους αποχαιρέτησε, αλλά τώρα στο γυρισμό σίγουρα θα τους χαιρετούσε.

Πήρε λοιπόν την απόφαση να γυρίσει πίσω. Αμέσως μια ανακούφιση τον κυρίευσε και θέριεψε εντός του μια μεγάλη νοσταλγία, έτσι που βιαστικός πήγε στο Μαρκόνη και έστειλε τηλεγράφημα στη μάνα του να της πει πως γυρίζει πίσω.

Ω και τι ανακούφιση, η ψυχή αγάλιασε και γέμισε με πικρόγλυκο άλγος που γέννησε και γιγάντωσε την προσμονή και τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα.

Ναι σκέφτηκε, πολλά χρόνια έλειψε, καιρός να επιστρέψει. Να ξανανταμώσει τους δικούς του και τα μέρη τα αγαπημένα που χαραγμένα μέσα του τα είχε βαθιά θαμμένα.

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Ο γυρισμός

Εκείνη τη μέρα έκανε κρύο και ο καιρός έδειχνε πως θα φέρει βροχή. Όμως η γριά Κατερίνα χωρίς να νοιάζεται για τα καιρικά φαινόμενα ανέβαινε το ανηφόρι του Άη Νικόλα και είχε ανάλαφρο βήμα σαν να είχε ξανανιώσει. Την καρδιά της πλημύριζε μια απέραντη χαρά που ομόρφαινε τη ξερακιανή όψη της και έκρυβε τις βαθιές ρυτίδες και τη σκληράδα του πόνου που είχαν χαράξει πάνω οι πολύχρονες πίκρες της μεγάλης προσμονής. Όμως τώρα ήταν ευτυχισμένη, και η καρδιά της πονούσε από την πολλή χαρά.

Και περπατούσε και παραμιλούσε η άμοιρη, και έλεγε με καμάρι δεξιά και αριστερά σε όλο το χωριό.

-Αμ, πώς, τι νομίζατε, δεν θα γύριζε ο γιος μου;

Πριν λίγη ώρα έξω στην αυλή της καθώς σκυθρωπή αγέλαστη και μαγκούφα με τις πόρτες σφαλιστές ξεχώρτιζε το μικρό μποστάνι της, ήρθε ο ταχυδρόμος και της έφερε τα καλά μαντάτα. Φάνηκε από μακριά να κουνά τα χέρια με ένα χαρτί στο χέρι, ένα τηλεγράφημα, να το ανεμίζει, και να φωνάζει με στεντόρεια φωνή,

-θειά Κατερίνα, έρχεται ο Βασίλης, έρχεται ο γιος σου.

Σαν αλαφιασμένη η γριά, έμεινε στήλη άλατος και τον κοίταζε μη μπορώντας να πιστέψει και να συνειδητοποιήσει το καλό μαντάτο.

Έμεινε ώρα ακίνητη ακούγοντας τον ταχυδρόμο να της διαβάζει το τηλεγράφημα και μιλιά δεν έβγαζε. Δέθηκε ένας κόμπος στο λαιμό της και της πήρε τη λαλιά.

Και ύστερα ένας μεγάλος στεναγμός ανακούφισης βγήκε απ τα σωθικά της και ένιωσε ξαναγεννημένη. Και δείκλησε στον ουρανό και είδε το Θεό να της χαμογελά και άρχισε να τον δοξολογεί. Δεικλησε και στον ταχυδρόμο που έφερε τα καλά νέα και τον ευλόγησε με την ευχή της. Και τρεχάτη έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε διάπλατα και φώναξε την κόρη της.

-Ελπίδα ξύπνα, έρχεται ο αδερφός σου. Άνου γοργά και άνοιξε διάπλατα πόρτες και παραθύρια. Και με γοργές κινήσεις γεμάτη ζωντάνια και χαρά, η ίδια άνοιγε ένα ένα τα παραθύρια.

Η κόρη της αγουροξυπνημένη την κοίταε απορημένη, και της λέει,

-μάνα τι έπαθες, χειμώνα καιρό με κρύο τσουχτερό; Τόσα καλοκαίρια με αφόρητη ζέστη τα είχες σφαλιστά, και τώρα καταχείμωνα τα ανοίγεις διάπλατα;

Η γριά Κατερίνα από τη μέρα που έφυγε ο κανακάρης της ο Βασίλης, δεν άνοιγε παράθυρα, και πόρτες. Δεν ήθελε να βγει έξω ο πόνος της, τον ήθελε καταδικό της, να μην τον μοιράζεται με κανένα. Εμίσσεψε ο γιος της και μάρανε η ψυχή της, και χάθηκε το φως της. Τώρα όμως που γύριζε, η χαρά πλημύριζε και ξεχείλιζε τη καρδιά της. Ήθελε να ανοίξει τα πορτοπαραθυρόφυλλα να μπει μέσα το φως Θεού, μαζί με το φως των ομματιών της, τον Βασίλη της.

Έτσι σκεφτόταν η τρελή, έτσι την κατάντησε το μαράζι του μισεμού του γιου της.

Ο ΓΕΡΟ ΝΑΥΤΙΚΟΣ, Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα χρόνια πέρασαν, η νεότης τέλειωσε και ο αδυσώπητος χρόνος φορτώθηκε στη καμπούρα του Βασίλη. Ογδόντα χρόνων πλέον, παρέδωσε τα ηνία στο γιο του που και αυτός Βασίλης τιμής ένεκεν, και ο ίδιος από κοντά για να σπάζει τη μοναξιά του, τον καθοδηγεί στο εμπόριο ιχθύων που με τόσο κόπο έστησε παλεύοντας μια ζωή με τη θάλασσα και τα στοιχεία της, που όμως αυτή δεν του αρνήθηκε την μεγάλη επιτυχία, και έτσι στο πέρασμα των χρόνων κατάφερε να στήσει την επικερδή του επιχείρηση.

Δεν φαίνονται τα χρόνια πάνω του, δείχνει πολύ νεότερος καθώς μια ζωή παρέα με τη θάλασσα και αναπνέοντας το ζωοδόχο ιώδιο της διατηρήθηκε νεότατος και ακμαίος, όμως θέλησε να παραδώσει τα ηνία, και ο ίδιος από κοντά, να είναι σε επαφή μαζί της καθώς τόσο την αγάπησε που του έγινε δεύτερη φύση.

Μια ζωή λοιπόν θάλασσα, μια ζωή πάλεμα μαζί της, μια ζωή στο ρίσκο. Κάθεται και συλλογάται τις αμέτρητες περιπέτειες που έβίωσε μαζί της και καμιά φορά αναπολώντας στον ξύπνιο του, σκέφτεται άν ξαναγεννιόταν θα άρχιζε πάλι από την αρχή με τον ίδιο τρόπο. Στες ίδιες θάλασσες, στα ίδια σαπιοκάραβα, στους ίδιους ωκεανούς. Με χαρά θα ξαναζούσε τους ίδιους κινδύνους και με την ίδια ατρόμητη ψυχή όπως παλιά, θα τους αντιμετώπιζε.

Τώρα γέρος πλέον χορτασμένος της ζωής, κάθεται και από κοντά παρακολουθά το γιο του να διαχειρίζεται ότι αυτός με τα δυο του χέρια και χίλιους κινδύνους δημιούργησε, αλλά παρ όλη την ευφορία που αισθάνεται, ταυτόχρονα μεγάλη λύπη τον στεναχωρεί αφού δεν μπορεί πλέον να χαρεί τη θάλασσα όπως παλιά, πάρα μόνη ευχαρίστηση που του απόμεινε είναι οι επισκέψεις του στις θάλασσες της Χλώρακας όπου σ αυτές έζησε και ανδρώθηκε. Πολλές φορές παίρνει των ομματιών του και τα βήματα του τον οδηγούν στους τόπους τους παλιούς, τους θαλασσινούς. Με τις ώρες παραμένει εκεί να τους αποθαυμάζει και να σκέφτεται τα περασμένα όπως να ήταν χτες, με ζωντανές και έντονες τις μνήμες.

Στην άλλοτε πανέμορφη λίμνη των Ροδαφινιών δεν μπορεί να μείνει ώρα πολλή, γιατί την βλέπει χαλασμένη και ξεχερσωμένη, καταστραμμένη από ανθρώπων χέρια που θέλησαν να την αλλοιώσουν και να την εμπορευτούν. Σ αυτή την θαλασσινή λίμνη που αυτός με άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν και γελούσαν μαζεύοντας φτείρα για να ψαρέψουν, εδώ που τη νύχτα με πυροφάνι μάζευαν αστακούς, τώρα καθώς τη βλέπει ξεχερσωμένη, η καρδιά του θλίβεται και πονεί.

Έτσι δεν στέκει ώρα πολλή, τα βήματα του τον παίρνουν στον όμορφο κολπίσκο του Δημμάτου με την μακραίωνη ιστορία που άφησαν ως παρακαταθήκη οι πρόγονοι χωριανοί του, αλλά όπου και ο ίδιος έγραψε μέρος της. Σαυτό το μαγικό τοπίο, το ήσυχο λιμανάκι που δεν γνώριζε τρικυμίες και όπου μέσα εύρισκαν καταφύγιο όλοι οι ναυτικοί ψαράδες όταν η θάλασσα αγρίευε και με μανία έσπαγε τα κύματα της στις βραχώδεις ακτές.

Έβλεπε τις ξέρες του Φουρφουρή λίγες εκατοντάδες μέτρα από την ακτή και αναθυμόταν πόσα πολλά ψάρια έπιασε εκεί, και πόσο όμορφος ήταν ο βυθός από κάτω γεμάτος βράχια και σπήλαια με τεράστια πράσινα φύκια και σφουγγάρια που βλάσταιναν και σκέπαζαν αμέτρητα αρχαία ναυάγια.

Και γεμάτος αναμνήσεις συνέχιζε το δρόμο του ως τον μεγάλο κόλπο του Πηλού, όπου όταν η θάλασσα το επέτρεπε πολλά κουρσάρικα καράβια τον παλιό καιρό έπιαναν ράδα για να φορτώσουν στόρια ή και να κουρσέψουν τους ιθαγενείς κατοίκους καθώς του έλεγε ο πατέρας του. Ήταν μια θάλασσα εξ ίσου όμορφη όπως τις άλλες, αλλά σκοτεινή σε βαθύ μπλε καθώς είχε βάθος αμέτρητο, που όταν τρικυμίαζε τα κύματα κατέτρωγαν τις μαλακές χωμάτινες ακτές.

Πιο πέρα η ιστορική ακτή της Αλυκής και αυτή κατεστραμμένη από χέρια ανθρώπινα στο όνομα της ανάπτυξης, δεν άντεχε η καρδιά του να την βλέπει σε τέτοιο χάλι, γι αυτό προσπερνώντας την, έφτανε στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα όπου πάνω σ αυτόν γράφτηκαν πολλές ιστορίες και όμορφα παραμύθια από παλαιούς και νέους κατοίκους. Και τέλος η θάλασσα του Κοττσιά ένας πανέμορφος όρμος σπαρμένος με ξανθή άμμο, μια από τις ομορφότερες παραλίες της γης.

Πολλές οι αναμνήσεις, μεγάλη η νοσταλγία για τα παλιά, ένας κόμπος δενόταν στο λαιμό του Βασίλη και γεμάτος συγκίνηση έπαιρνε την ανηφόρα της επιστροφής, στη θαλπωρή του μεγάλου του αρχοντικού, στον σύγχρονο πολιτισμό και στις ανέσεις της ευάρεστης σημερινής του ζωής. Αλλά ήξερε, αν ήτανε να διαλέξει ξανά από την αρχή, θα προτιμούσε τις παλιές πέτρινες εποχές, τα δύσκολα εκείνα χρόνια της φτώχειας που το μεροκάματο δύσκολα έβγαινε, που με σκληρό κάματο  και ατελείωτες νυχθημερόν ώρες οι άνθρωποι εργάζονταν χωρίς βαρυγγομό για τον επιούσιο.

-----------

6. ΧΩΡΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ ISBN 978-9925-7840-3-5                    

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 

ΠΑΛΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, ιστορικό διήγημα

Οι δρόμοι οι παλιοί που υπήρχαν προ πολλών χρόνων, έχουν χαθεί καθώς οι σύγχρονες ανάγκες του ανθρώπου για ευκολία και ταχύτητα το επέβαλαν. Δρόμοι καινούργιοι άνοιξαν, ευθυγραμμίστηκαν και ασφαλτοστρώθηκαν.

Οι παλιοί δρόμοι ίδιοι με μονοπάτια που ένωναν τα χωριά με το Κτήμα, χάθηκαν. Οι αμαξωτοί που μετα βίας χωρούσαν ένα κάρο και η διακίνηση που κυρίως γινόταν από κομπόϊα ζώων, ξεχάστηκαν. Οι ωραίες διαδρομές μέσα στην άγρια και άπατη φύση έμειναν μόνο ως αναμνήσεις στους λιγοστούς πλέον ηλικιωμένους που υπάρχουν εν ζωή.

Τα επαρχιακά οδικά δίκτυα ωστόσο έκρυβαν μια μαγεία, μια αναπόληση για όσους τα γνώρισαν. Ένα θησαυρό ποικίλης χλωρίδας και πανίδας, που πλέον μόνο απομεινάρια έχουν μείνει να μαρτυρούν την 10.000 χρόνων ιστορία του τόπου.

Αρχές του 1900 η διακίνηση από τα χωριά της Πέγειας, της Ακουρσού, της Κισσόνεργας και της Λέμπας, γινόταν κυρίως με γαϊδούρια στα οποία οι άνθρωποι φόρτωναν τις πραμάτειες τους, και αυτοί πεζοί τα καθοδηγούσαν στα κακοτράχαλα μονοπάτια που οδηγούσαν σε άλλα μέρη, καθώς η μεγάλη φτώχεια της εποχής δεν τους επέτρεπε την πολυτέλεια να έχουν ακόμα ένα γαϊδούρι να καβαλικεύουν οι ίδιοι. Κάθε τόσο λοιπόν, σχημάτιζαν μικρά κομπόγια και όδευαν προς την πόλη της Πάφου το παλιό Κτήμα, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Οι χωρικοί παρήγαγαν κυρίως αμπελικά προϊόντα όπως σιουσιούκο, κκιοφτέρκα, ππαλουζέ, κρασί και ζιβανία. Ασχολούνταν με τα σιτηρά, και φόρτωναν τα κριθάρια και τα σιτάρια να τα πάρουν στους μύλους να τα αλέσουν. Παρήγαγαν κηπουρικά κυρίως άνεδρα με καταπληχτική γεύση, τα οποία στο παζάρι της πόλης είχαν πρώτη ζήτηση. Ακόμα φόρτωναν παλλούρες κάτι θεόρατους θάμνους με αγκάθια που χρησίμευαν ως φραμοί για τα περβόλια. Τα στοίβαζαν σε θεόρατο ύψος πάνω στα ζώα και τα έδεναν με σχοινιά για να μην γέρνουν.

Όλο το χρόνο δούλευαν σκληρά χειμώνα καλοκαίρι, και κάθε που άνοιγε ο καιρός κίναγαν για την πόλη. Το δρομολόγιο προς, και τανά πάλι, ήταν μακρύ και δύσκολο. Διαρκούσε από δύο έως και τρείς μέρες και ήταν κουραστικό, έτσι προτιμούσαν τις καλοκαιρινές μέρες να ταξιδεύσουν, ώστε να μπορούν να κοιμούνται στο ύπαιθρο. Περπατούσαν ολημερίς, και κάθε τόσο άραζαν σε κάποιο σκιερό μέρος να τσιμπήσουν λίγο φαγητό, να ρίξουν κάνα υπνάκο και να ξεκουραστούν.

Το δρομολόι μακρύ και δύσβατο, όμως η όση κούραση τους αναπληρωνόταν από την υπέροχη θέα της παρθένας φύσης και της άγριας θάλασσας που έσκαγε στα παράλια σε όλη τη διαδρομή.

Ο κόσμος όμως αλλάζει, μαζί και η φύση, αλλάζουν και οι διαδρομές. Η άνεση και η ταχύτητα των αυτοκινήτων έχουν ακυρώσει και καταργήσει τους παλιούς τρόπους διακίνησης στην ύπαιθρο. Τα φαράγγια γέμισαν κτίσματα και η θέα της θάλασσας αποκόπηκε μαζί της και ο δροσερός αέρας, καθώς σε όλη τη διαδρομή, πάνω στο κύμα κτίστηκαν ξενοδοχεία. 

Η Χλώρακα είναι κτισμένη στα δυτικά της πόλης της Πάφου και ευρίσκεται σε υψόμετρο 50 μέτρων από το γιαλό. Είναι τοποθετημένη σε οροπέδιο ως σε μπαλκόνι με απεριόριστη θέα τον ορίζοντα που χάνεται στα βάθη του πελάγου, και η θέα του ήλιου που χρυσίζει τα γαλανά νερά την ώρα που γέρνει να δύσει, είναι εξαιρετική.

Είναι ένας τόπος όμορφος με έντονες αντιθέσεις και έχει για κύρια χαρακτηριστικά τις παραλίες με τους απόκρημνους βράχους, τα κρυστάλλινα καταγάλανα νερά, και τις χρυσές αμμουδιές. Όλο το χωριό είναι ένα μπαλκόνι στη Μεσόγειο με βραχώδεις πλαγιές, που τα παλιά χρόνια ήταν καταπράσινες καθώς βλάσταιναν αιωνόβια δένδρα και σχημάτιζαν πράσινες λαγκαδιές. Ένας ολόκληρος κάμπος απλώνεται στα ριζά της, και ένας μακρύς αρχαίος δρόμος τη διασχίζει ενώνοντας ολόκληρη την δυτική επαρχία με την πόλη.

Όμως σήμερα δυστυχώς, δεν είναι όπως παλιά. Οι τόποι γέμισαν με διαμερίσματα και ξενοδοχεία. Οι αγροί και τα χωράφια εγκαταλείφθηκαν και το πράσινο των δένδρων έμεινε λιγοστό. Οι παραλίες γέμισαν ξενοδοχεία και τα νερά της θάλασσας έγιναν γκρίζα από λύματα και ακαθαρσίες, ενώ η χλωρίδα και η πανίδα καταστράφηκε ανεπανόρθωτα.

Η Χλώρακα ηταν το τελευταίο χωριό που διάβαιναν οι ταξιδιώτες για να εισέρθουν στη πόλη. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι είσαν λιγοστοί και όλοι συγγενείς, ώστε οι γονιοί έφερναν σώγαμπρους από άλλα χωριά για να παντρέψουν τις κόρες τους.

Ο Τσιυπρής παντρεύτηκε την Αργυρή μια πλουσιοκόρη που όριζε πολλή περιουσία, αλλά και αυτός προκομμένος, απόκτησε ακόμα περισσότερη, και έδινε παραγγελιές στα παιδιά του να προσέχουν το βιος τους από τους ψεύτες και τους κλέφτες,

Ο γιος του ο Νικολέας του έμοιασε και δουλεύοντας σκληρά, κατάφερε να γίνει ένας προεστός. Κανείς δεν τολμούσε να πειράξει την περιουσία του, γιατί όλοι που τον γνώριζαν, ήξεραν τον θυμό του και την εκδίκηση του.

Από τον πατέρα του κληρονόμησε ένα χωράφι κοντά στη θάλασσα, σύνορα με το μονοπάτι που οδηγούσε στην Πάφο. Είχε τρεξιμιό νερό, και ήταν μέσα φυτεμένες συκιές από διάφορες ποικιλίες που παρήγαγαν τα καλύτερα και πιο εύγεστα σύκα της εποχής. Είχε ένα καλό εισόδημα, γι’ αυτό τις πρόσεχε σαν τα μάτια του να μην του τα κλέβουν καθώς όλοι οι περαστοί έμπαιναν στον πειρασμό με δικαιολογία την λαϊκή ρήση « αν έβρεις  σύκο σήκωστο πριν το σηκώσουν άλλοι».

Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, που οι κάτοικοι των άλλων χωριών περνούσαν στο μονοπάτι, κάποιοι έτρωγαν τα σύκα, έτσι ο Νικολέας έστησε μια καλύφη και καθισμένος στον ίσκιο της ένα ολόκληρο καλοκαίρι, προειδοποίησε όλους τους περαστικούς να μην πειράζουν την περιουσία του.

Όλοι συμμορφώθηκαν εξών από έναν μαντράχαλο Πεγειώτη που όχι μόνο έμπαινε στο χωράφι και έκλεβε τα σύκα τις ώρες που αυτός απουσίαζε, αλλά από πάνω τον χλεύαζε. Ο Νικολέας πολύ θυμωμένος αν και μεγαλόσωμος, δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του καθώς ο άλλος ήταν περισσότερο γεροδεμένος από τον ίδιο. Κατέφυγε στην αστυνομία, αλλά χωρίς αποδείξεις, δεν έβρισκε το δίκαιο του.

Έτσι σκεφτικός και νευριασμένος, έστυβε το μυαλό του να βρει μια λύση, έναν τρόπο να τιμωρήσει αλλά και να εκδικηθεί τον θρασερό κλέφτη. Δεν μπορούσε να αφήσει έτσι τα πράγματα, ούτε μπορούσε να στήνεται συνέχεια να προσέχει τις συκιές του, γιατί είχε άλλα περβόλια να τρέξει να καλλιεργήσει. Αλλά επίσης ένιωθε ρεζίλι σε όλο το χωριό αυτός ένας προεστός που όλοι του είχαν εκτίμηση και σεβασμό, να έχει καταντήσει περίγελο, και οι χωριανοί στα καφενεία πίσω από τη ράχη του να διηγούνται περιπαιχτικά το περιστατικό το οποίον είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στην μικρή κοινότητα. 

Έτσι καθώς έξυπνος και πονηρός, κατέστρωσε ένα σχέδιο που ήλπιζε να αποδώσει.

Θα του έδινε ένα μάθημα, και θα τον τιμωρούσε, ενώ ταυτόχρονα θα αποκαθιστούσε την αξιοπρέπεια του ως φαμελιάρης που μπορούσε να προστατεύσει την περιουσία του.

Έσκαψε κάμποσους λάκκους μέσα στο χωράφι δίπλα από το μικρό ποταμάκι του τρεξιμιού νερού, και έριξε μέσα κάμποσα κλαδιά από συκιές ώστε να μην φαίνονται, αλλά ούτε να δείχνουν ως παγίδα. Ήξερε πως όταν ο κλέφτης ερχόταν να τρυγήσει τα σύκα, το γαϊδούρι ως συνήθως θα κατευθυνόταν στη μικρή πηγή να πιεί νερό. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έλπιζε να πέσει μέσα το γαϊδούρι και να πάθει ζημιά, τοιουτοτρόπως να ζημιώσει και το αφεντικό του, να μείνει χωρίς ζώο, χωρίς το βασικό εργαλείο της δουλειάς του.

Κάποιος χωρίς γαϊδούρι λογαριαζόταν κουτσός, ανήμπορος, και αδυνατούσε να διεκπεραιώνει τις εργασίες του καθώς όλος ο πληθυσμός εργαζόταν στα χωράφια και στα αμπέλια.

Ήταν ζώα πολύ απαραίτητα τις εποχές εκείνες ιδιαίτερα την εποχή του Μεσοπολέμου, καθώς οι κάτοικοι της Κύπρου ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία και όλες τις εργασίες τις διεκπεραιώνονταν με τη βοήθεια τους. Ήταν εποχές δύσκολες που δεν υπήρχαν δουλειές και οι καλλιέργειες των αγρών επέφεραν τα μόνα έστω πενιχρά έσοδα που και αυτά δεν αρκούσαν για τους τοκογλύφους που  απομυζούσαν τους ανθρώπους, κατά συνέπεια ελάχιστα περίσσευαν για τη διατροφή τους. Εκποιήσεις περιουσιών και αναγκαστικές δια πλειστηριασμού πωλήσεις χραφιών γίνονταν καθημερινά, ακόμα και των οικιών στις οποίες διέμεναν, οπότε  πολλοί αναγκάζονταν είτε να μεταναστεύουν, είτε να γίνονται είλωτες στα κτήματα των τσιφλικάδων με πολύ χαμηλά ημερομίσθια, ενώ πολλοί κατέφευγαν σε σκληρότατη εργασία στα μεταλλεία απ' όπου αφυπηρετούσαν με ανεπανόρθωτα κλονισμένη την υγεία τους. Χωρίς εξαίρεση, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου δυσπραγούσαν και διαβιούσαν υπό μεγάλης στέρησης και ανέχειας. Γι αυτούς τους λόγους τα γαϊδούρια ήταν απαραίτητα και αναγκαία σε κάθε οικογένεια διότι το χρησιμοποιούσαν ως μεταφορικό μέσο τόσο για τους ίδιους όσο και για τα εμπορεύματα τους.

Αφού λοιπόν δεν άκουε τις προειδοποιήσεις του και συνέχιζε να τον κλέβει, δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να καταφύγει στην αποτρόπαια πράξη που σκέφτηκε. Ήσυχος πλέον αναπαυόταν στο σπίτι του και ανέμενε τα αποτελέσματα πιστεύοντας σε άλλη λαϊκή ρήση, «μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα». 

Πέρασαν ένα δυο μέρες, και ο Νικολέας είδε στην αυλή του δυο ζαπτιέδες να τον φωνάζουν. Κατάλαβε πως το σχέδιο του πέτυχε, και ο Πεγειώτης κλέφτης τον κατήγγειλε για τη ζημιά που του προκάλεσε. Οι αστυνομικοί του ανήγγειλαν με επισημότητα πως κατόπιν καταγγελίας ότι έσκαψε σκόπιμα λάκκο στον οποίον μέσα έπεσε το γαϊδούρι και έσπασε το πόδι του, και θεωρείται ύποπτος.

 Ήξερε ο Νικολέας πως η πράξη του αν αποδεικνυόταν, θα καταδικαζόταν. Όμως καθώς πολύ πονηρός, είχε καταστρώσει καλά το σχέδιο του. Στους αστυνομικούς είπε πως στο δικό του χωράφι έσκαψε λάκκους με μόνο σκοπό να φυτέψει συκιές, και ως απόδειξη περί του γεγονότος, τους υπέδειξε τα κλαδιά από συκιά τα οποία είχε είδη εναποθημένα  στους λάκκους, αλλά λόγω ασθενείας του δεν τέλειωσε ακόμα το φύτεμα τους.

Αν και φανερός ο σκοπός του, εντούτοις στο δικαστήριο δεν ευσταθούσαν οι καταγγελίες γιατί η εξήγηση του δεν αποδεχόταν αμφισβήτηση. Με αυτό τον τρόπο απαλλάχτηκε από τον θρασύ κλέφτη, και η τιμή του στο χωριό αποκαταστάθηκε.

Και έμεινε η ιστορία ύστερα από εκατόν χρόνια ακόμα να συζητιέται στα καφενεία και να τον παινεύουν οι χωριανοί για την εξυπνάδα και την πονηριά του.

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Ήμουν μαθητής στην Α’ τάλη δημοτικού και ήμουν ευτυχής που το μυαλό μου έπαιρνε ευτύς τα γράμματα, χωρίς να χρειάζεται να μελετώ στο σπίτι. Στο σπίτι δεν ήθελα να διαβάζω και να γράφω εις το ψηλόν τετράγωνον τραπέζι που ήταν καταμεσής της κάμαρης, διότι καθώς πολυμελής οικογένεια, τα μεγαλύτερα αδέρφια μου καταλάμβαναν όλες τις θέσεις, και υπό το λιγοστό φώς μια λυχνίας πετρελαίου καθόντουσαν με τη σειρά για να μελετήσουν την διδαχτική ύλη του σχολείου, οπότε εγώ ως μικρότερος, αδυνατούσα να ζητήσω το δίκαιον μου. Εξ άλλου, αποστρεφόμουν το αμυδρόν φως, και προτιμούσα να σκουλίζουμαι το πάπλωμα πάνω στο στενό κρεββάτι στην άκρη της κάμαρης που μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφόν μου μοιραζόμασταν. Τέτοιες ώρες λοιπόν από ενωρίς ενόσω αυτός διάβαζε, απολάμβανα την απλωσιά μονάχος ανοίγοντας πόδια και χέρια σε ολόκληρο το στρώμα, και παρακαλούσα να μην περάσει η ώρα, να μην έρθει να ξαπλώσει, να μην μου διαταράξει την άνεση της ξαπλωσιάς μου. Σκεπασμένος στο σκοτάδι ένιωθα ελεύθερος μονάχος να αφήνουμε στις σκέψεις και στα ονείρατα μου, άφηνα το μυαλό μου να περιπλανιέται και να με ταξιδέυει. Με τη φαντασία μου έπλαθα παραμύθια και ιστορίες. Σκότωνα δράκους, ελευθέρωνα όμορφες κοπέλες, νικούσα τους κακούς, επέβαλλα το δίκαιο. Ήμουν τελοσπάντων ο πρωταγωνιστής, έστω στις δικές μου ιστορίες. Έτσι ένιωθα πολύ ευχαριστημένος, και με αγαλλίαση στη ψυχή αποκοιμόμουν συνεχίζοντας να βλέπω άλλα ονείρατα, εκείνα του ύπνου.

Αυτές οι στιγμές ήταν η διασκέδαση μου, καθώς φτωχή η οικογένεια μου, ολημερίς σκληρά εργαζόμασταν στα χωράφια για τον επιούσιο. Οι γονείς μας ταπεινοί αγρότες, από ενωρίς έως βραδύς, όλοι μαζί στη βιοπάλη μοχθούσαμε στα περβόλια, στα μποστάνια και στις ρέντες.

Μια κρύα νύχτα του Μάρτη θυμάμαι, άκουσα τον πιο μεγάλο απ όλους αδερφό μου να με φωνάζει και να μου λέει,

-Κυριάκο μην κοιμηθελις, στήσε αυτί, ότι πω ενδιαφέρει και εσένα. Και σεις οι άλλοι δώστε ακρόαση, ότι σας πω θέλω να τα βάλετε στο μυαλό και στην καρδιά σας. Να τα μάθετε καλά, να σας γίνουν οδηγός για όλη τη ζωή σας. Σήμερα παραμονή γιορτή της Παναγίας, είναι μαζί γιορτή και η ανάσταση του γένους. Σαν σήμερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα, και κήρυξε την επανάσταση εναντίον των Οθωμανών κατακτητών. Εμψύχωσε τους Έλληνες που με πατριωτισμό πολέμησαν τους Τούρκους, και παρά την άνιση αντιπαράθεση, κατάφεραν να ελευθερωθούν και να ξαναζήσουν Ελεύθεροι μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς. Είναι μέρα γιορτής λοιπόν, διότι η ιστορία μας διδάσκει ότι το δίκαιο θριαμβεύει όταν οι λαοί αντιστέκονται και το διεκδικούν. Οι Έλληνες αδερφωμένοι με πίστη στο δίκαιο τους, πολέμησαν αψηφώντας κακουχίες και θάνατο, και πάλεψαν υπερ πίστεως και πατρίδας.

Ο αδερφός μου μεγαλύτερος από εμένα οκτώ χρόνια, ήταν ο πρωτότοκος και με αυτό το δικαίωμα οι άλλοι τον υπακούαμε χωρίς διαμαρτυρία. Στην αρχή μια δυσφορία με κυρίεψε γιατί θα μου χαλούσε τις φανταστικές μου περιπέτειες, αλλά όσο τον άκουα με μάγευε η διήγηση του, και τέλος απορροφήθηκα από τα λόγια του καθώς έτρεχαν ροδάνι σαν χείμαρρος. Απλοϊκά και όμορφα μας εξιστόρησε το έπος του 1821. Μας είπε για το ανυπέρβλητο μεγαλείο των ηρώων, για την αγόγγυστη υπομονή στα μαρτυρία του θανάτου τους, για την ανδρεία τους και την αυτοθυσία τους, και την τελική δικαίωση τους. Μια ιστορία ενός μεγάλου λαού, ενός μεγάλου έθνους των Ελλήνων.

Μα τί ωραία τα έλεγε σκέφτηκα, αυτός πρέπει να γίνει δάσκαλος. Είχε μια ευφράδεια και ο λόγος του κυλούσε γάργαρα όπως το νερό της βρύσης που φτάνει στα αυτιά του ποσταμένου και στο λαρύγγι του διψασμένου.

Η ώρα πέρασε, και η διήγηση τέλειωσε. Μου κακοφάνηκε και τον παρακάλεσα να συνεχίσει. Μα αυτός μου είπε,

-χαίρομαι που σου άρεσε, αλλά είναι ώρα για ύπνο. Όμως σας υπόσχομαι αύριο όλοι μαζί, θα μπούμε στο λεωφορείο να πάμε στην πόλη να παρακολουθήσουμε την παρέλαση και τους εορτασμούς για την παλιγγενεσία. Κάθε χρόνο η μέρα γιορτάζεται για να ενθυμούμαστε την μεγάλη επανάσταση που έφερε την λευτεριά στον Ελληνικό λαό σε Ελλάδα και Κύπρο.

Γύρισα στο πλευρό να κοιμηθώ, αλλά ο ύπνος άργησε πολύ να έρθει. Ακίνητος σκεφτόμουν όσα θαυμαστά έμαθα εκείνο το βράδυ, και ο νους μου έτρεχε στην μακρινή πατρίδα Ελλάδα, σε όλους εκείνους τους ήρωες που πολέμησαν για να έχουμε σήμερα  ελευθερία.

Με μια ελπίδα στην καρδιά όταν μεγαλώσω να τους μοιάσω, αποκοιμήθηκα. Αλλά ο ύπνος μου σκιαζόταν από μάχες και ηρωικά κατορθώματα.

Συνήθως ο ύπνος μου ήταν βαρύς, και με δυσκολία τα αδέρφια μου με ξυπνούσαν το πρωϊ να πάω σχολείο. Εκείνη τη μέρα όμως ξύπνησα ενωρίς, με μόνη σκέψη την παρέλαση. Πετάχτηκα από το κρεββάτι και κοίταξα έξω την ημέρα που γλυκοχάραζε. Με αδημονία σκούντησα τον αδερφό μου να ξυπνήσει, να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Η χαρά μου ήταν διπλή γιατί πρώτη φορά θα πήγαινα στην πόλη, και γιατί θα παρακολουθούσα την μεγάλη γιορτή της 25ης Μαρτίου.

Θυμάμαι σαν χθες, όλοι μαζί στη σειρά μπήκαμε στο μικρό λεωφορείο και κινήσαμε για την πόλη. Καθισμένος δίπλα στο παράθυρο, κοιτούσα έξω και έβλεπα το τοπίο να τρέχει δίπλα μας στην αντίθετη φορά. Πρώτη μου φορά σε αυτοκίνητο μια καινούργια εμπειρία, όλα όμορφα και πρωτόγνωρα περνούσαν εμπρός μου σαν ταινία σινεμά.

Στην πόλη ο δρόμος γεμάτος κόσμο, με σημαιούλες στα χέρια πρόσμενε την παρέλαση. Εμβατήρια και ύμνοι ακούγονταν από μεγάλα μεγάφωνα και τα πλήθη με ανάταση γιόρταζαν τις χαρούμενες στιγμές. Σε κάθε τραγούδι που τέλειωνε, ο εκφωνητής απήγγελλε πατριωτικά συνθήματα, και τανα παλε η μουσική. Τα παιδιά με έξαψη φώναζαν και στεντόρεια τραγουδούσαν θέλοντας να ακουστούν περισσότερο από τα μεγάφωνα. Ήταν μια κινούμενη κοσμοσυρροή στην οποία όλο το πλήθος έσπρωχνε να πάρει πρώτες θέσεις. Οι χωροφύλακες αυστηροί προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, μια δύσκολη αποστολή καθώς όλοι εμποτισμένοι με πατριωτικά αισθήματα ήθελαν άμεση επαφή με την παρέλαση.

Σε μια στιγμή τα εμβατήρια σταμάτησαν και μακριά ακούστηκε η μπάντα σημάδι έναρξης της παρέλασης, που παίζοντας ρυθμικά έδινε βηματισμό στους παρελαύνοντες. Φάνηκαν από μακριά σε φάλαγγες με λεβεντιά να βηματίζουν στους ήχους της μπάντας που παιάνιζε, και με τη σειρά παρέλασαν από μπροστά μας μαθητές, παλιοί πολεμιστές, πρόσκοποι και στρατιώτες. Με καμάρι έστεκα και τους καμάρωνα με ανατεταμένα τα αισθήματα, και σαν εμένα έβλεπα όλα τα πλήθη γύρω μου να νιώθουν το ίδιο. Να χαίρονται, να τους επευφημούν και να τους ζητωκραυγάζουν… 

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ γέρασα, αλλά αυτή η πρώτη παρέλαση που παρακολούθησα έμεινε χαραγμένη παντοτινά στο μυαλό μου. Όταν μεγάλωσα έλαβα και εγώ μέρος σε παρελάσεις ως μαθητής και ως στρατιώτης, αλλά καμιά άλλη δεν ήταν σαν την πρώτη. Ήταν εποχές που οι δάσκαλοι δίδασκαν ιστορία και έκαναν τους μαθητές να νιώθουν περήφανοι που ήταν Έλληνες. Εμφυσούσαν πατριωτισμό στις ψυχές τους και εμψύχωναν τις καρδιές τους.

Τώρα με τον καιρό, σκέφτομαι πως όλα έχουν αλλάξει, πως η ιστορία παραχαράχτηκε και πως επιτήδειοι πολιτικοί και δάσκαλοι άλλαξαν μοτίβο, τώρα οδηγούν τον κόσμο να σκέφτεται περισσότερο υλιστικά και συμφεροντολογικά με λιγότερη αγάπη για την οικογένεια, και ακόμα λιγότερη για την πατρίδα.

Θυμάμαι εκείνη την παγερή νύχτα του Μάρτη κάτω από τα σκεπάσματα που άκουγα τον αδερφό μου να εξυμνεί τους πατέρες και τους ήρωες του γένους, θυμάμαι πόσο πολύ επηρέασαν και καθόρισαν την υπόλοιπη ζωή μου. 

Ήταν καιροί άλλοι που δοξαστικά μας γαλούχησαν με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της αγάπης για την πατρίδα και την οικογένεια. Που μας έκαναν να θέλουμε να μαχόμαστε, να αντιστεκόμαστε και να αποζητούμε το δίκαιο.  

Σήμερα σε μια εποχή που η πατρίδα μας είναι ημικατεχόμενη, προδότες πολιτικοί και απάτριδες κεφαλαιοκράτες, τεχνηέντως ενσπείρουν στις καρδιές των νέων άλλα ντ’ άλλων εξών από την αγάπη και την αφοσίωση στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Οι παρελάσεις υποβιβάστηκαν ή καταργήθηκαν, οι γιορτές σταμάτησαν, δεν άφησαν οτιδήποτε πατριωτικό να εμπνέει και να γαλουχεί τους νέους. Παραχάραξαν την ιστορία και παρουσιάζουν τους ήρωες το ΄21 ως κλέφτες και αρματολούς που οτιδήποτε άλλο γύρευαν παρά ελευθερία. Προσπαθούν να απαξιώσουν την εκκλησία, και με μένος πολεμούν την ορθοδοξία. Αυτήν που είναι η πιο ορθόδοξη και αληθινή απ όλες τις άλλες, αυτήν που ενέπνευσε τους Έλληνες και αποτίναξαν τον Τούρκικο ζυγό και την σκλαβιά τόσων αιώνων. 

βαν ότι ο Δημητρός είχε έρθει σε επαφή τρίτου βαθμού με εξωγήινο πλάσμα.

ΕΥΘΥΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΖΩΘΚΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ

Τα Ζώθκια στην Κυπριακή λαλιά, είναι τα στοιχειά και τα ξωτικά που κυκλοφορούν στον κόσμο τις νύχτες και μέσα στα σκοτεινά ερημικά μέρη και λιβάδια, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται και δεν μπορούν να τα δουν.

Η λαϊκή παράδοση τα θέλει ως στοιχειακά πνεύματα που τριγυρίζουν τις νύχτες και όπου βρουν άνθρωπο να κοιμάται στο ύπαιθρο, κάθονται πάνω στο στήθος του και τον πλακώνουν. Είναι στοιχειά πηγαδιών, γιοφυριών, λιμνών, ρεματιών, και θαλασσών.  Είναι φίδια θανατερά,  θηρία που βγαίνουν από τη θάλασσα και δράκοι που κατοικούν σε λάκκους και φωτιστικά. Τα σώματα τους είναι άϋλα ή σκιές, αλλά κάποτε έχουν σάρκα και οστά.

Στον επερχόμενο θάνατο ένα στοιχειό του νερού είναι προάγγελος θανάτου και προειδοποιεί τους ανθρώπους με το μοιρολόι του μέσα στη νύχτα. Άλλες φορές, από πριν, πλένει τα ρούχα εκείνων που πρόκειται να πεθάνουν σε απόμερα σημεία ποταμών. Σε τόπους που δεν υπάρχουν λίμνες και ποταμοί, τα Ζώθκια κατοικούν μέσα σε πηγάδια και βγαίνουν τις νύχτες και παίρνουν τα ρούχα των ανθρώπων από τις κρεμάλες και τα κουβαλούν μέσα στους λάκκους που κατοικούν για να τα πλύνουν, προαναγγέλλοντας έτσι τον επερχόμενο θάνατο τους. Λέγεται ότι είναι κάτοχοι μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία τίποτα στον κόσμο δεν πεθαίνει, αλλά όλα εξελίσσονται και ανανεώνονται για πάντα. Λέγεται ακόμα ότι ζουν μια παράλληλη ζωή σε σχέση με τους ανθρώπους. Γενιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν, ασχολούνται με διάφορες εργασίες, συνήθως έχουν καλοσύνη, αλλά κάποτε έχουν κακία.

Συχνά συνδέονται με φώτα και λάμψεις, φωτιές και φλόγες μυστηριακές, που περαστικοί τις βλέπουν τη νύχτα στην ύπαιθρο.

Στη Χλώρακα λέγεται πως τα παλιά χρόνια ένα κακό Ζώθκιο στοίχειωνε τα χωράφια, κυρίως όσα ποτίζονταν και ήταν βρεγμένα και λασπωμένα από νερό. Ήταν ένα κακό στοιχειό που πείραζε και έκλεβε τους αφελείς γεωργούς όταν ξενυχτούσαν τις νύχτες και πότιζαν τα χωράφια τους. Γι αυτό το λόγο οι γεωργοί όταν τις νύχτες είχαν σειρά να πάρουν νερό από τις βρύσες που ήταν δημόσιες και να ποτίσουν τα χωράφια τους, δεν ξεπόρτιζαν μόνοι τους, αλλα παρέα με κάποιον δικό τους. Ακόμα και τις πολύ πρωινές ώρες, απέφευγαν να περνούν από τόπους που είχε ζώθκεια.

Το νερό που πότιζαν τα χωράφια στη Χλώρακα ήταν πάντα λιγοστό. Έσκαβαν στα χωράφια λάκκους, αλλά δεν εύρισκαν αρκετό, έτσι όσο τρεξιμιό υπήρχε από πηγές, το εκμεταλλεύονταν με ευλάβεια και με σειρά. Το διοχέτευαν μέσα σε λίμνες και κάθε λίγες ώρες το διαμοιράζονταν και πότιζαν τα χωράφια τους.

Ο Γιώρκος Όψιμος ένας συμπαθης και γραφικός χωρικός, ήταν βοσκός και γεωργός ταυτόχρονα, κάτι που πολύ συνηθιζόταν τις παλιές εποχές. Το σπίτι του ήταν πάνω στο χωριό, ενώ το χωράφι του κάτω από το χωριό, και πολύ ταχτικά πριν ο ήλιος ανατείλει, κινούσε να πάει να ποτίσει.

Μια μέρα που είχε σειρά να ποτίσει, σηκώθηκε ξημέρωμα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του να πάει στο χωράφι του. Λογάριαζε να ποτίσει, και ύστερα να σσιηνιάσει τα βόδια και να βοσκήσει τις αίγιες.

Έπιασε το στενό στρατί που περνουσε από το Αγίασμα του Αρχέγγελου Μιχαήλ και τη βρύση του Πύρκου, τόποι που λέγανε ότι κατοικούσαν Ζώθκια, και που οι αγράμματοι χωρικοί απέφευγαν ή δυνατόν. Ήταν ένα συντόμι που οδηγούσε στο χωράφι του, και δεν ήθελε να περπατήσει περισσότερο δρόμο. Εξ άλλου, ο ίδιος ισχυριζόταν πώς δεν φοβόταν τα ξωτικά, και περίπαιζε τους άλλους που πίστευαν σ αυτά τα παραμύθια.

Ενώ προχωρούσε λοιπόν καβαλικεμένος πάνω στο γαϊδούρι, άκουσε περπατησιές να τον ακολουθούν. Σκέφτηκε πως θάταν κάποιος χωριανός που βγήκε έξω νωρίς, να πάει στη δουλειά του. Σταμάτησε και γύρισε να δεί, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε. Όμως ταυτόχρονα, σταμάτησαν οι πατημασιές να ακούγονται. Σκέφτηκε πως θα του φάνηκε, έτσι γύρισε μπροστά και λάκτισε με τις φτέρνες το γαιδαρο να ξεκινήσει. Ξεκίνησε ο γάιδαρος, ξεκίνησαν πίσω του και οι περπατησιές. Σταμάτησε να κοιτάξει, σταμάτησαν κι αυτές. Άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο νους του πήγε στα ζώθκεια, αλλά διατηρώντας τη ψυχραιμία του υπέβαλε στον εαυτό του ότι δεν υπάρχουν τέτοια. Γι αυτό σταμάτησε και πάλιν να ελέγξει, αλλά μαζί σταμάτησαν και οι πατημασιές.

Ποιός νάταν τέτοια ώρα που τον παρακολουθούσε, σκέφτηκε και ο νους του ασυνήδειτα, πήγε στα Ζώθκια που κατοικούσαν σ αυτή την περιοχή κατά πως έλεγαν οι χωριανοί. Γέλασε με τη σκέψη του και το φόβο του, σκέφτηκε ότι τον γελούσε η ιδέα του. Όσο και να προσπάθησε όμως να μείνει ψύχραιμος, η ανησυχία τον έπιασε και τον γέμισε φόβο.

Το νου του κυρίευσαν οι δεισιδαιμονικές ιστορίες που άκουγε από μικρός. Προσπάθησε να πειστεί ότι δεν τον ακολουθούσαν ξωτικά, όμως ήταν φανερό πλέον πως ένα στοιχειό τον ακολουθούσε.

Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό του όσα γνώριζε για τα ξωτικά. Είχε ακούσει πως ήταν ανεράδες, στοιχειά και Λάμιες, πώς ήταν παράξενες υπαρξιακές μορφές που οι μύθοι και οι παραδόσεις έλεγαν ότι ζουν κάτω από τη γή μέσα σε σπηλιές και λαγούμια, και ότι έρχονται τις νύχτες στον πάνω κόσμο από υπόγεια ποτάμια νερού που αναβλύζουν στην επιφάνεια του εδάφους, καθώς και από πηγάδια ή φωτιστικά με νερό. Γι αυτό τις νύχτες οι άνθρωποι αποφεύγουν να περνούν από τόπους καταραμένους στους οποίους λέγουν ότι κατοικούν. Τώρα το μετάνιωσε που δεν πίστεψε, που δεν πήγε από άλλο δρόμο.

Όμως ήταν γενναίος, και με σφιγμένη την καρδιά μετά την αρχική του τρομάρα, κατέστρωσε ένα σχέδιο πώς να σκοτώσει το στοιχειό. Γνωρίζοντας καλά την περιοχή, συνέχισε το δρόμο του με τις περπατησιές να τον ακολουθούν. Λίγο πιο πέρα ο δρόμος έστριβε απότομα και σχημάτιζε ορθή γωνία. Ένας ψηλός τοίχος από ξερόλιθους ήταν κτισμένος στη μια πλευρά, ψηλότερος από το μπόι του. Εκεί λοιπόν άρπαξε μια μεγάλη πέτρα, και κρύφτηκε περιμένοντας. Η πέτρα ήταν ένα αιχμηρό αγκωνάρι, που με αυτήν θα σκότωνε το θεριό.

Μόλις είδε μια σκιά να ξεχωρίζει εμπρός του μέσα στο σκοτάδι, σήκωσε την πέτρα ψηλά και με όση δύναμη είχε, χτύπησε ανελέητα μια και δυο και τρεις φορές. Με ένα ξεψυχισμένο  μουγκρητό, η σκιά σωριάστηκε κάτω.

Ο Γιώρκος ο Όψιμος ανακουφισμένος και ευχαριστημένος, άφησε το ψοφισμένο ον να κείται στο χώμα, και συνέχισε το δρόμο του. Θα τέλειωνε νωρίς το πότισμα, και θα άφηνε τις άλλες εργασίες για αργότερα. Θα πήγαινε πρωτίστως στον καφενέ και θα έλεγε στους χωριανούς το κατόρθωμα του, και θα τους οδηγούσε στη σκηνή του παλιώματος για να το αποδείξει, καθώς ήταν σίγουρος πως δεν θα τον πίστευαν.

Μπήκε μες τον καφενέ, και καμαρωτός κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τον καφέ του. Περίμενε να μαζευτούν αρκετοί θαμώνες, και ύστερα άρχισε τη διήγηση του. Διανθίζοντας την με επιδεξιότητα και προσθέτοντας όσα ακόμα ο ίδιος ήθελε για να φανεί πόσο γενναίος ήταν, έκαμε τους χωριανούς να τον κοιτάζουν σαστισμένοι μη ξέροντας τι να πιστέψουν.

Τα έλεγε τόσο καλά και πιστικά, που αποφάσισαν όλοι να πάνε μαζί του να δουν το σκοτωμένο Ζώθκιο, και ύστερα να τον πιστέψουν.

Μα ξάφνου μέσα στο καφενείο μπήκε τρεχτή και αλαφιασμένη η γριά Ερωφίλλη. Αναστατωμένη και τρομαγμένη φώναζε πως κάποιος τρελός σκότωσε το μικρό πουλάρι της. Πως το βρήκε σκοτωμένο χτυπημένο με μια μεγάλη πέτρα που ήταν πλάι του αιματοβαμμένη, κάτω στη βρύση του Πύρκου...

Βαριά βουβαμάρα έπεσε στη στιγμή. Όλοι έμειναν άναυδοι καταλαβαίνοντας τη μεγάλη γκάφα του Γιώρκου του Όψιμου. Και ο ίδιος νιώθοντας μεγάλη προσβολή, ήθελε να ανοίξει το πάτωμα να τον καταπιεί. Με σκυφτό κεφάλι έφυγε από το καφενείο σκυθρωπός και ντροπιασμένος, και από το ρεζιλίκι του, δεν ξαναπήγε στο καφενείο για όλη την υπόλοιπη του ζωή.

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ  ΤΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥ

Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν μπορεί να τον κτίσει ο οποιοσδήποτε κτίστης. Θέλει μαεστρία, γνώσεις και περισσή τέχνη γιατί δεν είναι εύκολο στατιστικά να σταθεί ο θόλος που είναι παρόμοιος με τον τρούλο της εκκλησίας. Πρέπει όλες οι κυκλικές σειρές πέτρες που χτίζονται να έχουν όλες την ίδια ακριβώς απόσταση από το κέντρο του φούρνου, και στο κέντρο του θόλου, η τελευταία πέτρα να μπαίνει σφήνα με τρόπο που να πιέζει τις υπόλοιπες ώστε να μην χαλούν, όπως ακριβώς γίνεται με το κτίσιμο μιας καμάρας.

Ο φούρνος κτιζόταν κάποτε με το στόμιο του μέσα στην κουζίνα, αλλά συνήθως στην αυλή του σπιτιού με προσανατολισμό ανάλογο για να μην επηρεάζεται από τον αέρα, τη ζέστη ή τη βροχή.

Φούρνους έχτιζαν οι πλούσιοι. Οι υπόλοιποι έψηναν με τη σειρά σε φούρνους της γειτονιάς που οι ιδιοκτήτες τους το επέτρεπαν κάποτε δωρεάν λόγω καλής γειτονίας, κάποτε επί πληρωμή.

Στη Χλώρακα τα τελευταία κάμποσα χρόνια, λέγεται με περιπεχτικό και χιουμοριστικό τρόπο μια ιστορία για έναν κτίστη τον Ττόουλο, που δοκιμάζοντας να κτίσει τον πρώτο φούρνο, δεν μπορούσε να σταθεί και χαλούσε.

Ο πρώτος του πελάτης ήταν ο συνονόματος του Ττοουλής του Φαρφαρά που αγορασε ένα σπιτι από τον  Παπαδημήτρη ο οποίος καταγόταν από την Έμπα και είχε κτισμένο το σπίτι του ανάμεσα της Χλώρακας, της Λέμπας και της Έμπας. Όταν ο Δεσπότης τον διόρισε στην Κάτω Πάφο πούλησε το σπίτι αυτό και αγόρασε το σπιτάκι που είναι δίπλα στον φάρο της Κάτω Πάφου και μετοίκησε εκεί.

Ο νέος ιδιοκτήτης ο Ττοουλής ρώτησε ενα κτίστη από τη Χλώρακα τον Ττόουλο, αν μπορούσε να του κτίσει ένα φούρνο και αυτός του είπε ότι μπορεί αφού ήταν  ο καλύτερος μάστορας όλης της γύρω περιφέρειας. Συμφώνησαν το ποσό που θα κόστιζε και αρχίνησαν το κτίσιμο. Ο Ττόουλος ο κτίστης έκτιζε, ενώ ο Ττοουλής ο Φαρφαράς κουβαλούσε τον ζυμωμένο πηλό από χώμα και άχυρα που είχαν ετοιμάσει από πρίν.

Όταν τέλειωσαν στάθηκαν να τον καμαρώσουν, αλλά ξάφνου ο θόλος αρχίνησε να παίρνει καθίζηση, και στο τέλος μπάμ, ο φούρνος χάλασε.

Ίσως ο μάστρε Ττόουλος δεν τον κεντράρισε καλά, ή δεν έβαλε την κατάλληλη σφήνα για τελευταία πέτρα.

Προσβεβλημένος αρχινησε τις δικαολογιες και έρριξε το φταίξιμο στον Ττοουλή τον ιδιοκτήτη που δεν έβαλε αρκετό άχυρο στη λάσπη, και δεν μπόρεσε να κρατήσει τις πέτρες. Έτσι του είπε να τον αφήσει μόνο του να ζυμώνει και να κτίζει, για να είναι σίγουρος ότι θα γίνει καλή δουλειά.

Ο Ττοουλής που δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει, τον άφησε μόνο του να δουλέψει όπως ήξερε ο ίδιος.

Ο μάστρε Ττόουλος ξαναρχίνησε να κτίζει, αλλά μέσα του είχε μια υποψία ότι ο φούρνος θα ξαναχαλούσε.

Καταλαβαίνοντας ότι ίσως δεν θα τα κατάφερνε, αλλά θέλοντας κιόλας από πάνω να πληρωθεί, σκέφτηκε με πονηριά τι να κάμει.

Μόλις τέλειωσε το κτίσιμο μπήκε μέσα και τον βάσταξε με την ράχη του κάνοντας ότι τον καθάριζε από τις λάσπες. Φώναξε τον ιδιοκτήτη να τον καμαρώσει, και ενώ τάχατες έτριβε τον πηλό και μιλούσαν, το έφερε από δω, το έφερε απ εκεί, ζήτησε να πληρωθεί.

Λέγεται η ιστορία μέχρι σήμερα και ο κόσμος πιστεύει ότι ο Ττοουλής ο Φαρφαράς πιάστηκε κοροΐδο και πλήρωσε για το κτίσιμο του φούρνου, που μόλις όμως ο Ττόουλος ο κτίστης πήρε την πλερωμή του, πετάχτηκε έξω από το φούρνο και με δικαιολογία ότι είχε βίαση κάτι να κάμει, έτρεξε και έφυγε, ενώ σε λίγο ο φούρνος χάλασε.

Σήμερα όμως που γράφω τούτη την ιστορία, κουβεντιάζοντας με τον Γιώρκο του Χαμπή του Μαύρου έναν συγγενή του Ττοολή του Φαρφαρά, μου εξήγησε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά η τελευταία παράγραφος είναι διαφορετική. Έμεινε η λανθασμένη φήμη, γιατί ο Ττοουλής μετοίκησε στη Λεμεσό, και μένοντας ο Ττόουλος μόνος του στο χωριό, για να δικαιολογήσει την αποτυχία του στο κτίσιμο του φούρνου, παράλλαξε την ιστορία δίνοντας βάρος στην εύθυμη πλευρά της ώστε έτσι να παρασιωπήσει η αποτυχία του.

Η πραγματική αλήθεια είναι ότι ζητώντας την πλερωμή του, ο Ττοουλης του είπε να βγει έξω να πιούν ένα ποτήρι κρασί για να βγει στερεωμένος ο φούρνος, και ύστερα να τον πληρώσει και να πάει στο καλό. Ο Ττόουλος προσπάθησε να τον πείσει να τον πληρώσει και δεν θέλει κρασί γιατί βιάζεται, αλλά ο Ττοουλής που υποψιάστηκε ότι κάτι τρέχει, επέμενε να βγει έξω λέγοντας του ότι αν δεν καταδεχτεί να πιει ένα ποτηράκι μαζί του, δεν έχει πλερωμή.

Καταλαβαίνοντας ο Ττόουλος ότι δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει, αλλά θέλοντας να παραστήσει ότι  πληγώθηκε η περηφάνια του, έκαμε πως θύμωσε, και του λέει,

-Άμα είσαι έτσι, δεν θέλω το κρασί σου, δεν θέλω ούτε τα λεφτά σου, αλλά ούτε θα σου παραδώσω φούρνο.

 Και βγαίνοντας έξω έφυγε βιαστικά, ενώ πίσω του ο φούρνος ξαναπήρε καθίζηση και ξαναχάλασε.

Η ΠΟΝΗΡΗ ΜΑΝΑ

Ήταν ένα καλό παιδάκι ίσαμε 27 χρονώ, με ένα μεγάλο δίπλωμα πανεπιστημίου κρεμασμένο πάνω στον τοίχο του γραφείου του. Όπως οι περισσότεροι επιστήμονες και αυτός στην ίδια μοίρα πάρεργος, και πτωχός. Αυτό όμως δεν σήμανε τίποτα για το νεαρόν παιδί, καθώς είχε πατέρα με μεγάλη σύνταξη και περιουσία που τον συντηρούσε. Ήταν φιλόδοξος και ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Του άρεσε και η μεγαλοδειξια, γι αυτό έκτισε ένα μεγάλο σπίτι με κήπους και πισίνα, κάνοντας ένα μεγάλο δάνειο σε έναν καιρό που οι τράπεζες έδιναν αβέρτα δανικά με ψηλά επιτόκια.

Στο χωριό που γεννήθηκε δεν τον ήξερε κανείς. Καθώς ήταν ένας ματαιόδοξος νέος, δεν συναναστρεφόταν τους πτωχούς χωρικούς, ούτε σύχναζε στα καφενεία, αλλά ούτε και στην εκκλησία. Προτιμούσε στις εξόδους του να πηγαίνει στην διπλανή πολιτεία, σε χώρους διανοουμένων, αφού θεωρούσε τον εαυτό του έναν από αυτούς. Όμως ήταν λανθασμένη η ιδέα που είχε, γιατί δεν τύγχανε της εκτίμησης που θα επιθυμούσε, ούτε επιτυχία είχε στην ιδιωτική εργασία που εξασκούσε, καθώς φαίνεται δεν ήταν καλός επαγγελματίας.

Εν πάση περιπτώσει, μια μέρα η μάνα του μια χωρική και απλή νοικοκυρά που τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε περισσότερο, του έβαλε μια ιδέα στο μυαλό,

-γιε μου, του λέει, σε λίγο καιρό έχουμε εκλογές στο χωριό, και να βάλεις υποψηφιότητα. Θα δουλέψουμε πολύ από πόρτα σε πόρτα, και αν καταφέρεις να εκλεγείς, θα αποκτήσεις περισσότερη αξία, και από την αξιωματική θέση που θα καταλάβεις, θα λάβεις βοήθεια για ανέλιξη και προκοπή στη ζωή σου.

Έτσι έκαμαν λοιπόν, αλλά επειδή το νεαρόν παιδί ήταν υπερήφανος και εγωιστής, δεν πήγε από πόρτα σε πόρτα να ζητήσει κανένα ψήφο. Όμως η μητέρα του μια γυναίκα χωρίς ντροπικές αναστολές, χωρίς εγωισμούς και υπερηφάνειες καθώς ήταν μια ταπεινή γυναίκα, γύρισε όλα τα σπίτια του χωριού δυο και τρεις φορές ζητώντας να ψηφίσουν το γιο της. Μαζί της πάντα είχε μια μεγάλη σακούλα γεμάτη δώρα που έδινε στο κάθε σπίτι. Σίγουρα θα σκεφτείτε πως θα της στοίχισε πολλά χρήματα η προεκλογική της εκστρατεία. Όμως όχι, συνέβηκε ακριβώς το αντίθετο. Κρυφά την ώρα που έδυε ο ήλιος για να μην την βλέπει κανείς, επισκεπτόταν ένα κατάστημα που πουλούσε μεταχειρισμένα ρούχα ένα ευρώ το κομμάτι. Ήταν ρούχα από πεθαμένους που τα έδιναν δωρεάν στο charity κατάστημα. Ήταν ρούχα σχεδόν καινούργια, καθώς οι ιδιοκτήτες πέθαιναν και δεν προλάβαιναν να τα παλιώσουν.

Έτσι λοιπόν τοιουτοτρόπως δωροδόκησε τους χωριανούς με φθηνά δώρα του ενός ευρώ έκαστον μα που όλοι νόμιζαν πως άξιζαν ακριβά, και ο νεαρός υιός εξελέγει πανηγυρικά σε μια θέση την οποία εξεμεταλλεύθει καλώς, και εκ της θέσεως εξουσίας που απέκτησε, κατάφερε να κάμει μεγάλη πελατεία και να προκόψει στο επάγγελμα του.

Αυτή η εμπειρία του άρεσε, και σκεπτόταν πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να παρασύρει τους αφελείς χωρικούς και να αποσπάσει την ψήφο τους, αν και πριν, ουδείς τον γνώριζε.

Τελικό συμπέρασμα, όποιος θέλει να εκλεγεί μπορεί, φτάνει να γνωρίζει πως δεν χρειάζεται απόδειξη της αξίας του, παρά μόνο χωρίς ντροπή από πόρτα σε πόρτα με ένα δώρο υπό μάλης, να ζητά την ψήφο των πολιτών.

Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΟΥ ΤΤΟΟΥΛΟΥ

Η πλατεία της Χλώρακας πριν ένα αιώνα περίπου, δεν είχε μεγάλη διαφορά από τη σημερινή. Σήμερα όπως και τότες, ήταν η μικρή και η μεγάλη εκκλησία, τα παλιά κτίρια γύρω από την χωμάτινη πλατεία, ο σημερινός σύλλογος του ΑΚΕΛ και δίπλα το πέτρινο παντωπολείο της ΣΠΕ, στην άλλη μεριά τα μικρά μαγαζάκια του Αντωνέσκου και δίπλα το διπλό κατάστημα το ένα μεγάλο και το άλλο μικρότερο που σήμερα ανήκει στον Στεφανή του Γρίστου.

Σήμερα όλα αυτά τα κτίρια αποτελούν το κέντρο του χωριού, μαζί με δυο τρία άλλα, καθώς και άλλα τόσα που έχουν χαλαστεί. Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που σήμερα στη θέση της είναι η ταβέρνα Φαμακούστα, ήταν τα μικρά μαγαζάκια και το μπαρπεριό του Φίλιππου του Κίρυλλου και το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη που χαλάστηκαν για να κτιστεί η ΣΠΕ, και απέναντι στο κέντρο της κεντρικής πλατείας βρισκόταν το παλιό οίκημα που στέγαζε κατά καιρούς το ΑΚΕΛ και την ΠΕΚ αλλά χαλάστηκε για να μεγαλώσει η πλατεία, ενώ διπλα του με μια χωμάτινη στέγη που όλο έσταζε, ηταν το κουρείο του Χαρή του Γιώρκα.

Πίσω από τη μικρή εκκλησία που είναι το καφενείο του Καραμανλή, ήταν ένα χωράφι με τερατσιές κάτω από τις οποίες κάθε καλοκαίρι γινόταν το ζύγισμα και η παραλαβή των τερατσιών από τους εμπόρους, και προστά από το μικρό τεμάχιο του παλιού νεκροταφείου που απόμεινε σήμερα, υπήρχαν παλιές αποθήκες που μέσα στέγαζαν το σφαγείο του χωριού, αλλά από την πολυκαιρία και τους αδιάφορους σεισμούς χάλασαν.

Κατά την περίοδο λίγο πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, στο μικρό μαγαζάκι του Στεφανή του Γρίστου στεγαζόταν ο φούρνος που έψηνε τα ψωμιά για τους χωριανούς, και το διπλανό το νοίκιαζε ο Σπύρος Πενταράς, που είχε στήσει μέσα ένα μικρό μπακάλικο και καφενείο μαζί, όπου ολημερίς και βράδυ, ώρες ατελείωτες έστεκε μέσα προσπαθώντας για τον επιούσιο.

Σ αυτές τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιασμένης ενασχόλησης του ο Σπύρος είχε ένα κολλητό φίλο τον Κυριάκο του Μαυρονικόλα, που όταν δεν είχε δουλειά, καθόταν μαζί του και του έκανε παρέα, παίζοντας μαζί του τάβλι.

Αυτό το καφενείο και όχι τα διπλανά, είχε βάλει στόχο ο Νικόλας του Ττόουλου ένας συμπαθής παραπόττης, που κατά καιρούς σε νυχτερινές εξορμήσεις έκανε εφόδους και διαρρηγνύοντας το, έκλεβε επιλεκτικά τη ζάχαρη, τον καφέ και τα παξιμάδια, δηλαδή τα προϊόντα που πρόσφερε το κατάστημα ως καφενείο. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό και είχε καταντήσει μια αστεία βεντέτα που η διάρρηξη δεν γινόταν για οικονομικά οφέλη, παρά σαν μια φανερή πρόκληση από τον κλέφτη στο νοικοκύρη.

Ήταν σε όλους κρυφό μυστικό ποιος ήταν ο δράστης, και οι δυο φίλοι είχαν γίνει περίγελο στη μικρή κοινωνία του χωριού, γιατι δεν ήταν άξιοι να συλλάβουν τον παραππόττη κλέφτη που τους έριχνε το γάντι τόσο φανερά. Πολλές φορές οι δυο φίλοι έστησαν καραούλι να τον πιάσουν επ αφτοφώρω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όπως να ήξερε ο κλέφτης τις κινήσεις τους και τους απέφευγε. Ειχε καταντησει η κατασταση ένας διαρκής κλεφτοπόλεμος και θέμα τιμής για τους δυο φίλους. Έπρεπε κάτι να κάμουν, οπωσδήποτε να σταματήσουν αυτή τη βεντέτα, έτσι αποφάσισαν να στήσουν σκοπιές όσες φορές και όσες ώρες χρειαστούν, ώσπου να πιάσουν τον κλέφτη στα πράσα.

Στην αυλή του καφενείου ήταν βλαστημένη μια μεγάλη παπουτσοσυτσιά και πίσω από τα χοντρά της φύλλα αποφάσισαν να  κρύβονται καθενυκτικά με τις ώρες ως το πρωί, μέχρι να συλλάβουν τον κλέφτη.

Έτσι έκαμαν, οι μέρες περνούσαν, ο διαρρήκτης δεν φαινόταν, και οι κλεψιές είχαν σταματήσει. Όμως οι φίλοι επέμεναν, δεν τα έβαζαν κάτω, ήσαν αποφασισμένοι να τελειώσουν την ιστορία, να πάρουν την ρεβάνς. Με πολλή καρτερία και υποφέροντας πολλές φορές από τα κουσπιά πάνω στα χοντρά φύλλα και από το ξενύχτι, έστεκαν εκεί, ακίνητοι χωρίς να κάνουν θόρυβο, παρακολουθώντας.  

Μια νύχτα που κρύφτηκαν και περίμεναν, άρχισε ψιλή βροχή που τους έκαμε μούσκεμα. Χωρίς όμως να λάβουν υπ όψη τη βροχή, περίμεναν ως τις πρωινές ώρες, αλλά ο κλέφτης δεν φάνηκε. Σκέφτηκαν ότι πλέον ο κλέφτης δεν θα ερχόταν, ένιωθαν μούσκεμα και κρυολογημένοι, γι αυτό λίγο πρίν χαράξει η μέρα, είπαν να φύγουν, να πάνε στα σπίτια τους να αλλάξουν τα ρούχα τους.

Έτσι έκαμαν, ο Σπύρος Πενταράς ο ιδιοκτήτης έλειψε για λίγο όσο χρειαζόταν για να αλλάξει ρούχα, και ύστερα επέστρεψε να ανοίξει το μπακάλικο, αφού πλέον είχε ξημερώσει. Ξεκλειδώνοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα, από συνήθειο το μάτι του πήγε στη φουκού του καφέ. Με μεγάλη έκπληξη του, είδε να λείπουν τα παξιμάδια, ο καφές και η ζάχαρη.

Τι είχε συμβεί;

Όταν οι δυο φίλοι αποφάσισαν να φύγουν επειδή σχεδόν ξημέρωσε και ο κλέφτης δεν θα φαινόταν, σιάζοντας στη γωνιά του δρόμου, από την απέναντι μεριά μέσα από έναν φραμό, βγήκε ο Νικόλας του Ττόουλου που ήταν κρυμμένος και παρακολουθούσε, και με ένα πλατύ περιπαιχτικό χαμόγελο, με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε στην εύκολη και αφύλακτη λεία του.

Ήταν ένας πονηρός παραπόττης και τετραπέρατος κλέφτης, που κανένας δεν μπορούσε να τον συλλάβει επ αυτοφώρω, σκέφτηκε μόνος του. Καταλαβαίνοντας ότι θα του έστηναν καρτέρι, τους έστηνε και αυτός κάθε φορά που ήθελε να κλέψει, έτσι μ αυτό τον τρόπο πρώτα επόπτευε, και ύστερα εφορμούσε.

Το μεσημέρι βρήκε τους δυο φίλους καθισμένους στο καφενείο να παίζουν τάβλι, με την κούραση πάνω τους ολοφάνερη από το ξενύχτι και τη στεναχώρια για την αποτυχία τους αποτυπωμένη στα πρόσωπα τους.

Σε μια στιγμή που ο Σπύρος έφερε εξάρες και θα τέλειωνε το παιχνίδι υπέρ του, η χαρά του κόπηκε ξαφνικά βλέποντας τον Νικόλα του Ττόουλου να μπαίνει μέσα στο καφενείο, να παίρνει μια καρέκλα και χαιρετώντας σαν να μην συνέβηκε τίποτα, να κάθεται κοντά τους για να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους.

Στους δυο φίλους φάνηκε ότι στο ύφος του διακρινόταν ένας θρίαμβο και ένα περιπαίξιμο, αλλά τι μπορούσαν να του πουν χωρίς αποδείξεις;

-Καλώς τον κύριο Νικόλα, να σε κεράσουμε μια κόκα κόλα;

του ειπαν με βλοσυρό ύφος,

και ο αθεόφοβος με την ευχαρίστηση της επιτυχίας και της νίκης πλήρως ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, τους απάντησε,

-Ευκαριστώ κύριε Σπύρο, εν θα πάρω, βλάφτει με στο ξενύχτι.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΟΥΛΟΥΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗ 

Ο δυναμίτης

Δεκαετία 1940 – 50. Στη Πάφο ήταν διορισμένοι δυο δικαστές, ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος που επέβαλλαν τις ποινές κατά το δοκούν, κυρίως όταν οι υποθέσεις ήταν συνηθισμένες και απλές. Ήταν εποχές που ο νόμος δεν μπορούσε να επιβληθεί με τη σημερινή ευκολία, γι αυτό πολλοί κάτοικοι κυρίως ένεκα της μεγάλης φτώχειας που μάστιζε τον τόπο, επιδίδονταν σε ενέργειες και επαγγέλματα που θεωρούνταν παράνομα από την τότε Αποικιοκρατική Αγγλική κυβέρνηση της Κύπρου. Ένα καλό επάγγελμα, αλλά παράνομο που ετιμωρείτο αυστηρά, ήταν το ψάρεμα με δυναμίτη.

Ένας καπάτσος παράνομος αλιέας αλλά πολύ επιτήδειος και επιδέξιος, ήταν ο Χαράλαμπος Λεωνίδα Σιαμμάς άλλως Χαμπής Μαύρος. Κατάφερνε να έχει τα μέσα και τις απαιτούμενες διασυνδέσεις με τους εκάστοτε αστυνόμους και δικαστές, ώστε εκμεταλλευόμενος τη σχέση αυτή, επί καθημερινής βάσεως όποτε το επέτρεπε ο καιρός και η θάλασσα, εκστράτευε κυρίως στην περιοχή του Κοτσιά και του Ακάμα και παραφυλάσσοντας όταν περνούσαν αλάγια ψαριών, τους έριχνε τον δυναμίτη. 

Από τις πολλές φορές, μια φορά πιάστηκε από την αστυνομία επ αυτοφώρω να ρίχνει το δυναμίτη. Τον συνέλαβαν, τον πήραν στον αστυνομικό σταθμό και ακολούθως στο δικαστήριο για να δικαστεί. Για καλή του τύχη ο δικαστής που θα τον δίκαζε ήταν ο Τούρκος Χουλουσής που ήταν στενός του φίλος, αφού πολύ ταχτικά από τις ψαριές που ψάρευε, αρκετές ποσότητες κατέληγαν πεσκέσι στο τραπέσι του.

Εκείνον τον καιρό οι δικαστές δίκαζαν όπως ήθελαν, δεν έδιναν λογαριασμό, ακόμα και για το θεαθήναι δεν τηρούσαν τα προσχήματα. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο Χουλουσή εφέντης δικαστής ήθελε να αθωώσει τον φίλο του. Ρωτά τον εισαγγελέα τι έκαμε ο κατηγορούμενος, και αυτός παρουσιάζει σαν τεκμήριο ένα δυναμίτη τυλιγμένο με σπάγγους απαγγέλλωντας του την κατηγορία,

-Κύριε δικαστά, τον συλλάβαμε επ αυτοφώρω στην άκρη της θάλασσας να παραφυλάει με το δυναμίτη στο χέρι.

-Περιπαίζεις δικαστή πε, με σπάγγους πιάνει ψάρι;

λέει ο δικαστής.

-Κύριε δικαστή, πανω έχει καψούλι, φυτίλι και σπίρτο, και με αυτή τη σπιριθκιά ανάβει και παίζει,

του εξηγεί ο εισαγγελέας.

Θυμωμένος ο δικαστής τον διατάσσει

-Έξω πε, θέλεις να ανατινάξεις δικαστήριο στον αέρα;

και γυρνωντας στον κατηγορούμενο του λέει,  

-Ατε Χαμπή, πήαιννε στη δουλειά σου και μη ξανακάμεις, γιατί Χουλουσής πέψει σε φυλακή.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΟΥΛΟΥΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗ 

Οι τσίγγοι

Το 1945 στα Πετρίθκιαια υπήρχε ένα Εγγλέζικο στρατόπεδο που δίπλα του υπήρχαν αποθήκες γεμάτες διάφορα υλικά τα οποία  χρησιμοποιούσε ο στρατός.

Εκείνο τον καιρό ήταν δύσκολες οι εποχές και ο πληθυσμός δυσπραγούσε ευρισκόμενος υπό οικονομικής ανέχειας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τρεις νεαροί από τη Χλώρακα, ο Χαμπής ο Μαύρος, ο Κωστής του Οξεία και ο Ττοουλιάς του Κολόιδου, μια νύχτα αποπειράθηκαν να κλέψουν τσίγκους από τις αποθήκες. Ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν για να κατασκευάσουν κάους του αλακαθτιού (Οι κάοι ήταν τσίγγινοι κάδοι που γυρίζοντας το αλακάτι τους βουτούσε στο νερό στο βάθος του πηγαδιού και ύστερα τους ανέβαζε πάνω στην επιφάνεια όπου άδειαζαν, και τανά πάλι). Δυστυχώς γι αυτούς, δυο έφιπποι αστυνομικοί που περιπολούσαν τους έπιασαν στα πράσα και τους συνέλαβαν. Τους κατηγόρησαν και τους παρουσίασαν στο Δικαστήριο. Για καλή τους τύχη, ένας από τους γονιούς των νεαρών, ήξερε προσωπικά τον Δικαστή Χουλουσή, έτσι λίγο πριν την δίκη, πήγε και τον βρήκε έξω από το παλιό νοσοκομείο Πάφου, όπου κάτω από τις αρτυματιές που υπήρχαν εκεί, καθόταν στην σκιά τους και απολάμβανε τον καφέ του από το παρακείμενο καφενείο. Του εξήγησε την κατάσταση, και του ζήτησε να φανεί επιεικής.

Μέσα στο δικαστήριο, αφού άκουσε τις κατηγορίες από τον εισαγγελέα, απεφάνθηκε ότι ήσαν αθώοι οι νεαροί, και αναλύοντας την απόφαση του, είπε:

-Τι έκαμαν πε, τα κοπελλούθκια, έκλεψαν τσίγγους από στρατόπεδο να κάμουν κάους; Εγιώ ξέρω με τσίγγους κάμνουσιν υπόστεγα, κάμνουσιν σπίθκια, όϊ κάους του αλακαθκιού άτε πέ λαλείς κύριε εισαγγελέα. Άτε κοπελλούθκια, παένετε σπίθκια σας, τσιαί μέν εξανακάμετε, γιατί Χουλουσής πέψει σας φυλακή.

ΟΨΙΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΦΙΟΣ
Φαρράς είναι τα στάχια από κριθάρι που βλαστούν από μόνα τους στις άκριες των χωραφιών και επειδή δεν είναι προς θέρισμα ένεκα της λιγοστής τους ποσότητας, οι γεωργοί σιήνιαζαν εκεί τα ζώα τους όπου τον βοσκούσαν.

Ο Γιώρκος Όψιμος για να πάρει τα κτηνά να τα σιηνιάσει, περ-νούσε από το σπίτι του Πάφιου του ξακουστού καραγκιοζο-παίχτη. Μια φορά στο δρόμο του τον βρήκε να κάθεται κάτω από την κληματαριά του και να τρώει. Αφού τον χαιρέτησε και θέλοντας να συνεχίσει περισσότερο την κουβέντα, τον ρώτησε τι καλό φαγητό τρώει.

Ο Πάφιος ήταν γνωστός χωρατατζής και τα χωραττά του πολ-λές φορές ήταν πολύ βαριά. Του απάντησε ότι τρώει σαλάτα με ολόφρεσκο φαρρά, ένα πολύ καλό φαγητό που γιατρεύει τις ξινίλες του στομάχου Ο Γιώρκος γέλασε, ήξερε ότι τον χωρά-τευε αφού τον φαρρά τον τρώνε μονό τα κτηνά.

Όμως ο Πάφιος πολύ σοβαρά, του εξήγησε ότι δεν χωράτευε και ο φαρράς όταν είναι τρυφερός, με κάμποσο λάδι και ξύδι είναι ένα θεσπέσιο φαγητό σε γεύση και καλό καταπραϋντικό για το στομάχι.
Ο Γιώρκος τον πίστεψε και θέλησε να δοκομάσει αυτό το καλό φαγητο που το έβρισκε μούχτη σε όλη τη φύση. Μάζεψε λοι-πόν κάμποσο τρυφερό φαρρά, έκαι καμε μια μεγάλη σαλάτα την οποία έκατσε να φάει.
Αλλά όπως είναι φυσικό, οι κουτσούλλες του φαρρά του κρι-θαριού που έχουν αθέρες σαν αγκίστρια γαντζώθηκαν στο φά-ρυγγα του και στάθηκαν στο λαιμό του κάνοντας τον να υπο-φέρει πολύ.

Όσο να δοκίμασε να απαλλαγει από τις αθαίρες, αυτές πιο πο-λύ κολλούσαν στον φάρυγγα του. Μη μπορώντας άλλο γιατί η ενόχληση ήταν μεγάλη, επισκέφτηκε το γιατρό. Ο γιατρός ήταν ο Χαραλάμπης Λιασίδης που και αυτός είχε νάμι για τα χωραττά του, και αφού τον εξέτασε, του είπε τη γνωστή παροιμιώδη φράση που λέγεται ακόμα,

-Ρέ γάρε… τρώνε οι άνθρωποι φαρρά; Εν οι γάροι που τρώνε φαρρά; Ο Καραγκιοζοπαίχτης περιπαίζει τον κόσμον ούλλον, ασέναν ήταν να σ αφήσει;

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΗ

Ήταν μια φορά παλιά, πριν από 100 χρόνια και βάλε, ένα αντρόγυνο που ζούσε φτωχικά και δούλευαν σκληρά για να θρέψουν τα μικρά παιδιά τους που ήταν κάμποσα. Ήταν ο Λεωνής και η Δεσποινού, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την γεωργία, ακόμα και με το εμπόριο ή ότι άλλο ήθελε προκύψει. Δούλευαν σκληρά μέρα νύχτα, έπρεπε να διασφαλίζουν συνέχεια με όλους τους τρόπους τα προς το ζην, μόνο αυτό είχαν για μέλημα. Ήταν δύσκολες οι εποχές, ούτε καινούργια ρούχα ήθελαν, ούτε πανηγύρια, ούτε και άλλες πολυτέλειες. Όποιος είχε να φάει τότες, λογαριαζόταν τυχερός, λογαριαζόταν ακόμα εύπορος… 

Πιο κάτω από το σπίτι τους λοιπόν, είχαν την μάντρα με τα πρόβατα, μέσα στο αλώνι όπου εκεί αλώνιζαν το σιτάρι και το κριθάρι, τον βίκο και τα ρεβίθια, αλλά και το καννάβι, όλο δηλαδή το βιός που παρήγαγαν στα χωράφια τους που όργωναν, έσπερναν και θέριζαν μοναχοί τους με μόνα εργαλεία ένα αλέτρι, δυο βούδια και μια βουκάνη. Το όργωμα γινόταν με το παραδοσιακό αλέτρι που το έσερναν βόδια, το θέρισμα και αυτό με το δρεπάνι, και το αλώνισμα με τη βουκάνη, ένα επίπεδο ξύλο αρκετά βαρύ που στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια) για να αλέθουν τα δεμάτια.

Μέσα στο αλώνι υπήρχαν δρύες μεγάλοι και πανύψηλοι που από την μεγάλη φυλλωσιά τους πέρναγε ο αγέρας φέρνοντας τη δροσιά, και κάτω από την φυλλωσιά και τη σκιά τους πέρναγαν τις μέρες και τις νύχτες οι καλοί μας γεωργοί ώσπου να τελειώσει όλη εργασία που διαρκούσε πολλές μέρες του καλοκαιριού. Εκεί είχαν τα κρεβάτια τους καμωμένα απο σακούλες και ποκαλάμες, είχαν την νηστκιά τους που μαγείρευαν, είχαν τα σκεύη τους, είχε και ένα εκκλησάκι που τους πρόσεχε. Ήταν του Μιχαήλ Αρχάγγελου, και μέσα σε αυτό προσέτρεχαν όταν ο καιρός χαλούσε ή όταν καποια φορά οι βροχές έρχονταν παράκαιρα.

Ήταν Σεπτέμβριος μήνας τέλος του καλοκαιριού, είχαν γεμίσει οι κούζοι χαλούμια, είχαν αλωνέψει βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, έπρεπε ο Λεωνής να βγει στην γύρα να πουλήσει, να μαζέψει χρήματα, να ψωνίσει. Στο πέρα χωριό της Τσάδας είχε πανηγύρι, ήταν οι 14 του Σεμπτέβρη, ήταν η γιορτή του Τίμιου Σταυρού της Μίνθας. Είχαν ένα κτηνό έναν γάιδαρο τον Σιερκά, που ήταν αργός αλλά δυνατός και είχε πολλή αντοχή. Σηκώθηκε ο Λεωνής απο τα μεσάνυχτα που λέει ο λόγος, και σέλωσε τον Σιερκά. Έβαλε πρώτα το στρατούρι και ύστερα την σιρίζα. Φόρτωσε μέσα σε αυτήν την πραμάτεια, καβαλίκεψε και αυτός, και όρτσα για την Τσάδα. Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί, να έβρη πόστο καλό, να απλώσει την πραμάτεια και να την πουλήση. Είχε φορτώσει χαλούμια, αναρές, λίγα ρεβίθια και βίκο. Είχε ακόμα φορτώσει μαυρόκοκκο, ένα είδος σπόρου σαν μαύρο σουσάμι που είχε σπουδαία γεύση και το έβαζαν πάνω στο ψωμί ως βούτυρο ή μαρμελάδα. Σ αυτό βασιζόταν πιο πολύ, γιατί είχε ζήτηση καλή. Εξεκίνησε και επήγαινε, εις την πολλή την ωρα, τον επήρε ο ύπνος. Ήταν κουρασμένος, είχε έγνοια, προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δεν τα κατάφερε. Στο δρόμο που επήγαινε επέρασε κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί με φύλλα και εξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει και να λέει, «μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια που είχε, με το απότομο ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του. Ξύπνησε και προσπάθησε να μείνει έτσι, μην και ο γάιδαρος λοξοδρομήσει και παει αλλού.

Πήγαινε, πήγαινε…, εξανακοιμήθηκε. Σε κάποια στιγμή ένιωσε το «κτηνό» να σταματά, εξαναξύπνησε. Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει,  βλέπει ομπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την ερωτάει τι γυρεύει αυτή στο πανηγύρι, ενώ η Δεσποινού πολύ θυμωμένη τον ερωτάει τι κάνει εδώ, και δεν είναι στην Τσάδα, στο πανηγύρι ως έπρεπε να είναι…

Είχε κοιμηθεί, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον ξανάφερε στο αλώνι. Έχασε το πανηγύρι, έχασε την ευκαιρία να πουλήσει, να ψουμνήσει, ή να κανει ανταλλαγή προϊόντων. Το χειρότερο όμως που ήξερε ότι θα συνέβαινε, ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που σίγουρα θα διαρκούσε πολλές ημέρες.

Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΧΑΛΙΛΗΣ 

Τον παλιό καιρό οι κάτοικοι της Χλώρακας ελλείψει άλλων μεταφορικών μέσων, διακινούνταν με τα γαϊδούρια. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς ενας βοσκός, αλλα ταυτόχρονα και περβολάρης, είχε δύο γάιδαρους, τον ένα τον ονομάτισε Σιελϊονά και τον άλλο Χαλίλη. Χαλίλης ήταν ένας Τούρκος που αγόραζε το γάλα από τους βοσκούς και το επεξεργαζόταν φτιάχνοντας κυρίως χαλούμια και αναράδες. Οι βοσκοί ήταν πολλοί, και αυτός μοναχός πράτης. Ήταν δηλαδή πολλή η προσφορά, και λίγη η ζήτηση. Ήταν λογικό λοιπόν να ρίχνει τις τιμές για ίδιον όφελος και σε βάρος των γαλακτοπαραγωγών βοσκών. Για τούτον το λόγο, ο Λεωνής τον είχε άκτι, έτσι ονομάτισε τον γάιδαρο του Χαλίλη.

Τα περβόλια που ρέντευε ήταν στη περιοχή της Βρέξης, κάτω ακριβώς από τη Τουρκική συνοικία του Μουττάλου. Οι Τούρκοι εκείνους τους καιρούς ήσαν οι ευνοούμενοι των Άγγλων αποικιοκρατών της Κύπρου, και βαλτοί να δημιουργούν προβλήματα και φασαρίες στους Χριστιανούς. Ο Λεωνής ο Σιαμμάς που είχε μέσα του αίσθημα πατριωτικό, μη μπορώντας να αντιδράσει διαφορετικά, ξέσπαγε συνήθως λέγοντας λόγια απαξιωτικά για τους Τούρκους, π.χ. όταν ήθελε να καπνίσει ναργιλέ, έλεγε τη χαρακτηριστική φράση, «Ενν άψουμεν τον Μωχάμετη», καθώς επίσης όπως είδαμε πιο πάνω αλλά θα δούμε και παρακάτω, φώναζε τους γάιδαρους με Τουρκικά ονόματα θέλοντας έτσι να τους παρομοιάσει με αυτούς.

Συνηθως ο Λεωνής δεν πουλουσε το γάλα από τα προβατα του, αλλά το επεξεργάζονταν οικογενειακώς. Όταν όμως υπήρχαν δουλειές στα χωρέφια, το πουλούσε στον Χαλίλη εφέντη.

Ο Χαλίλης εφέντης κατοικούσε στη δυτική μεριά του Μουττάλου της Τούρκικης συνοικίας της Πάφου. Είχε στη δούλεψη του χανούμισσες που ζύμωναν το γάλα, καθώς και τη γυναίκα του που το ζύγιζε και το παραλάβαινε από τους βοσκούς, ενώ ο ίδιος συνήθως έλειπε για άλλες δουλειές.

Ο Λεωνής όταν μετέφερνε το γάλα χρησιμοποιούσε συνήθως τον γάιδαρο τον Σιελιονά επί σκοπού, μήπως και ξεχνιόταν καμιά φορά την ώρα της παράδοσης και φώναζε τον γάιδαρο με το συνώνυμο όνομα του Τούρκου πράτη δημιουργώντας έτσι παρεξήγηση.

Μία των ημερών λοιπόν που ο γάιδαρος ο Σιελιονάς ήταν στο αλώνι, ο Λεωνής φόρτωσε τον άλλο γάιδαρο τον Χαλίλη και φτάνοντας στο Μούτταλο έκατσε στη σειρά έξω από το σπίτι του πράτη Χαλίλη για να ρθεί το γυρί του να ξεφορτώσει το γάλα.

Στην κάμποση ώρα, το γαϊδούρι με το βαρύ φορτίο στη συρίζα άρχισε να δείχνει ανήσυχο και τάρασσε εδώ και εκεί χωρίς να βρίσκει αμάντα ( ησυχία). Ο Λεωνής το σιουμάλιζε (χάιδευε) να το υσηχασει, αλλά το γαϊδούρι τίποτα. Σε κάποια στιγμή δυσπιρκασμένος ο Λεωνής, του έβαλε τη φωνή,

«σταμάτα Χαλίλη, μεν ταράσσεις τσιαι εν να σιωνώσεις το γάλα».

Αμέσως κατάλαβε τη γκαφα του και δάγκωσε τα χείλη του, ήταν όμως πλέον αργά. Ότι φέρνει η ώρα λέει η παροιμία, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Γεμάτος ενοχή, γύρισε προς τη χανούμισσα Τουρκάλα με την ελπίδα μήπως δεν άκουσε, αλλά την είδε αγριεμένη και με θυμό και παράπονο αρχίνησε να του λέει,

«Μπράβο πε, λαλείς όνομα γάρου σου, όνομα άνδρα μου, έν αντρέπεαι; Άμα είσε έτσι, εν πιάννω γάλα σου».

Από τότες ο Λεωνής άλλαξε το όνομα του γαϊδάρου, και τον φώναζε Σιερκά…

Το συνήθειο όμως δεν είναι εύκολο να κοπεί...

Την παραγωγή από τα περβόλια του συνήθως τη φόρτωνε στον γάιδαρο του με το νέο όνομα τον Σιερκά, και πήγαινε στη συνοικία του Μουττάλου να τα πουλήσει. Φόρτωνε ποικιλία χορταρικών, κρεμμύδια, παντζάρια και πατάτες. Κάθε φορά οι Τουρκάλες τον ανέμεναν να ψωνίσουν γιατί είχε βγάλει καλό όνομα για την καλή ποιότητα των οπωρικών του. Μια φορά όμως στην κεντρική πλατεία που δεν φαίνονταν κοντά να υπάρχουν Τούρκοι, πάλι ξεχάστηκε και αποκάλεσε το γάιδαρο του Μομίνη. Ο Μομίνης ήταν ένας Τούρκος γυρολόγος που γύριζε τα χωριά και φώναζε «αυκά πουλιά γοράζω, ποτσιά της πογιάς» για να ακούσουν οι νοικοκυρές να βγουν έξω και να κάμουν τράμπα. Εκεί λοιπόν που νόμισε ότι δεν τον άκουσε κανείς, νάσου από μια αυλή σπιτιού δίπλα του, να βγαίνουν πέντε έξι χανούμισσες και να τον περικυκλώνουν απειλητικά, ενώ από πιο πέρα αρχίνησαν να έρχονται και άλλες που είδαν τις πρώτες και αντελήφθησαν ότι κάτι συμβαίνει. Σε λίγα λεπτά τον είχαν περικυκλώσει κάμποσες έτοιμες να τον «δικάσουν».

Ο Λεωνής ο Σιαμμάς έντρομος έμεινε να τις κοιτάζει λυπητερά και αμήχανα. Ήξερε ότι οι Τούρκοι το έφεραν βαρέως και δεν ανέχονταν οι Χριστιανοί να ονοματίζουν τους γάιδαρους Τουρκικά.

Αυτό το χασκιασμένο και λυπητερό του ύφος όμως, ήταν αυτό που τον γλίτωσε. Μια Τούρκισσα χανούμισσα πελάτισσα του τον λυπήθηκε και έκαμε πρόταση να μην τον δικάσουν, αλλά και ο Λεωνης να μην ξαναφωνάξει τον γάιδαρο του με Τούρκικο όνομα.

Από τότες ο Λεωνης, φώναζε τον γάιδαρο του μόνο με το όνομα Σιερκάς.

ΤΑ ΠΑΛΙΩΜΑΤΑ

Στις αρχές του  1940 η μοναδική ταβέρνα που υπήρχε στη Χλώρακα ήταν του Φκωνή, και σ αυτήν σύχναζαν ζαυροί και δεξιοί. Ήταν μια μικρή κάμαρη και μέσα σ αυτήν οι θαμώνες αριετεροί και δεξιοί δεν τσακώνονταν, γιατί η επιβλητική φιγούρα του ταβερνιάρη του Φκωνή, ήταν αποτρεπτικός παράγοντας.  Δεν επέτρεπε τίποτα να συμβαίνει, δεν άφηνε να χαλάσει η δουλειά του.

Μια μέρα βγήκαν από την ταβέρνα σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας από το πολύ κρασί μια παρέα από αριστερούς,  ο Νικόλας Φοαρτάς, ο Ζήνωνας Ματθαίου, ο Νέαρχος Νεάρχου, ο Νεόφυτος Καρεκλάς Μαυρέσης, και ο Γιαννής του Πατσαλιού Λαούρης.

Περνώντας έξω από οίκημα της ΠΕΚ στην κεντρική πλατεία της εκκλησιάς, είδαν μέσα τον Νικόλα του Αζίνα που ήταν ο αρχηγός της ΠΕΚ και ολόκληρης της δεξιάς παράταξης, ήταν δηλαδή, μεγάλος δεξιός τοπικός παράγοντας.

Μέσα στην ευθυμία της μέθης που τους διακατείχε τους έπιασε το πατριωτικό, και άρχισαν να τραγουδούν περιπεχτικά,

-Στάλιν το μουστάκιν σου εν μιάλον σαν του πεύκου,

τσιαί εν να κρεμάσουσιν πάνω ούλλους τους Πέκκους.

Ο Νικόλας Αζίνας θύμωσε γιατί Πέκκοι ονομάζονταν τα μέλη της οργάνωσης της ΠΕΚ, και τους κατήγγειλε στη Αποικιοκρατική αστυνομία η οποία τους πρόσαψε κατηγορία για εξύβριση και τους προσήγαγε στο δικαστήριο. Οι δικαστές εφάρμοζαν την πολιτική γραμμή του Άγγλου Κυβερνήτη να είναι αυστηροί με τους αριστερούς, έτσι επιδεικνύοντας πρωτοφανή αυστηρότητα, για ένα αστείο τραγουδάκι τους δίκασαν αυστηρά, τους καταδίκασαν 15 μέρες φυλακή χωρίς δικαίωμα εξαγοράς και χωρίς αναστολή.

Εκείνη την εποχή ανάμεσα στους κατοίκους επικρατούσαν δυο ιδεολογίες, της Αριστεράς και της Δεξιάς. Ο κόσμος και ιδιαίτερα οι νέοι ήσαν φανατισμένοι που ακόμα και στη διασκέδαση τους ήσαν χωρισμένοι κατά ιδεολογίες, το ίδιο συνέβαινε και στις διάφορες πολιτιστικες ή ψυχαγωγικές τους εκδηλώσεις. Εξαίρεση έκαναν στα αθλήματα  του διτσιμιού και του παλιώματος, απλά και μόνον θέτοντας στόχο να επιδείξουν την δύναμη τους και την ανωτερότητα τους οι μέν ενάντια στους δε.

Ήταν δύο οι κυρίαρχες οικογένειες αυτές που είχαν το πάνω χέρι και οι υπόλοιποι ήσαν υποστηρικτές ή ενταγμένες σε αυτές. Η μια ομάδα της δεξιάς με άρχουσα οικογένεια και σόι του Αζίνα, η άλλη της αριστερές με εξάρχουσα οικογένεια το σόι του Λαούρη.

Ήταν μια εποχή που στους τόπους μας ανάμεσα στα άλλα έθιμα όσοι κάτοικοι είχαν σωματική ρώμη συνήθιζαν να παλιώνουν μεταξύ τους. Εκτός από τις κατ ιδίαν πάλες που συνέβαιναν ολόχρονα στις διάφορες γειτονιές και στους αγρούς, επίσημα κάθε Πάσχα στην πλατεία της εκκλησιάς λάμβαναν χώρα μεγάλοι αγώνες παλιώματος με όλους τους χωριανούς θεατές, όπου οι νικητές έπαιρναν έπαθλα και βραβεία.

Ο πιο δυνατός στους δεξιούς ήταν ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους-Κούμνος και ο Αντώνης Μιχαήλ Αντωνούϊν ή άλλως Κολόιδον, ενώ στους αριστερούς, ένας που είχε καλή σωματική ρώμη, ήταν το Αντρεούιν ο Καρακούσιης. Ήταν δυνατός, αλλά ήταν και πονηρός. Στο πρώτο του πάλιωμα ήθελε οπωσδήποτε να είναι νικητής, έτσι κάθησε και κατέστρωσε ένα σχέδιο για να τα καταφέρει.

Προκάλεσε σε πάλιωμα το Αντονούιν, και σαν επαλιώναν του τράβηξε το βρακοζώνι με αποτελεσμα να του λυθεί η βράκα.

Για να αναδειχτεί κάποιος νικητής, έπρεπε να καταφέρει να  γυρίσει και να  ξαπλώσει ανάσκελα τον αντίπαλο του, ή να τον κάνει να παραδεχτεί ήττα. Σε κείνη την πάλη, υπήρχαν πολλοί θεατές σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και ιδιαίτερα παρόντες όλοι οι συγγενείς των παλαιστών. Όταν  λύθηκε το βρακοζώνι του,  το Αντωνούιν ντράπηκε, και για να μην του πέσει η βράκα, γύρισε ανάσκελα παραδεχόμενος ήττα.

Από εκείνη τη μέρα ο Πιστέντης πείραζε το Κολόιδο για τον ανεκδιήγητο και αστείο τρόπο που έχασε στο πάλιωμα με το Αντρεούι.

Ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους ήταν ένας νέος με πολλή δύναμη και δυνατή σωματική διάπλαση. Είχε σπουδαία θέση στην Κυβέρνηση, ήταν Μεμούρης, δηλαδή τελωνειακός με βούλα στο χέρι. Ήταν υπεύθυνος για την ποσότητα της σοδειάς που πλήρωναν αντίτιμο για την επιβολή της φορολογίας της λεγόμενης δεκατίας. Μπορούσε από αυτή τη θέση άν ήθελε να αποκομίσει μεγάλα χρηματικά οφέλη, αλλά ήταν περήφανος, ποτέ του δεν καταδεχόταν ρουσφέτι, ήταν ακόμη εγωιστής, και όταν μια φορά είχε διαφωνία με τα αφεντικά του λόγω μεγάλης συνηδειακής διαφωνίας, έδωσε την παραίτηση του. Έχασε τον παχουλό μισθό του και διορίστηκε Τουρκόπουλος με ένα πολύ πενιχρό μεροκάματο. Είχε καρδιακές φιλίες με έναν χωριανό τον Αχιλλέα τον Βλόκκο, που μόνο γι αυτό, πάντρεψαν τα παιδιά τους και συμπεθέρεψαν.

Μια μέρα περνώντας από το καφενείο του Μαχητή, συνάντησε μια μεγάλη παρέα να κάθονται στην αυλή να πίνουν τον καφέ τους. Μαζί τους ήταν το Κολόιδο που πικαρισμένος γιατί τον πείραζε που έχασε στην πάλη, γύρεψε να τον πειράξει κι αυτός σε σχέση με τη καλή δουλειά του Μεμούρη που έχασε, λέγοντας του περιπαιχτικά,

-Καλώς τον Κούμνο που του φύαν τα κανάτσια»,  

θέλοντας έτσι να πεί ότι λόγω της τωρινής του φτώχιας που έχασε τη σπουδαία θέση του Μεμούρη, πλεον δεν έτρωγε πλουσιοπάροχα και έχασε τα πάχη του.

Ο Πιστέντης θύμωσε και τον κάλεσε να παλιώσουν. Τον μούνταρε και τον άρπαξε από το λαιμό με κεφαλοκλείδωμα και άρχισε να τον σφίγγει. Τα μάτια του Κολόιδου πετάχτηκαν έξω, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά γιναξιής καθώς ήταν και μη θέλοντας να παραδεχτεί ήττα όπως στην περίπτωση που πάλιωσε με το Αντρεούι και κατάντησε περίγελο, δεν παραδεχόταν. Ο Πιστέντης έσφιγγε, οι άλλοι θαμώνες του καφενείου αντί να τους χωρίσουν έκαναν χάζι, έτσι το Κολόιδο περνούσε δύσκολες στιγμές, πνιγόταν πραγματικά.

Εκείνη την ώρα περνούσε από το δρόμο η Παναγιωτού η γυναίκα του Αχιλλέα του Βλόκκου, σαν τους είδε έβαλε τις φωνές  να τον αφήσει γιατί πνιγόταν. Ο Πιστέντης απάντησε ότι δεν τον ξαπολούσε αν δεν παραδεχόταν ήττα. Γινάτι ο ένας, γινάτι ο άλλος, η Παναγιωτού που ήταν αντρογυναίκα με τεράστια δύναμη στα μπράτσα, άρπαξε τα χέρια του Πιστέντη και ελευθέρωσε το Κολόιδο. Τους μέρωσε και έφυγε. Φεύγοντας ανέφανε ο άντρας της ο Αχιλλέας ο φίλος του Πιστέντη και κάθισαν όλοι μαζί να πιούν κρασί.

Ο Πάπουτσος ο παππούς του Γιώρκου του Όψιμου, όταν ήταν νεαρός συνήθιζε να τριγυρνά στις παρέες και επειδή ήταν ευχάριστος τύπος που ελεγε αστεία και χωταττά, καμιά φορά τον προσκαλούσαν  και τον κερνούσαν. Μόλις είδε τον Πιστέντη τον Αχιλλέα και το Κολόιδο έτοιμους να κάτσουν για να πιούν και θέλοντας να τους καλοπιάσει ώστε να τον προσκαλέσουν στο τραπέζι τους, τους προσηκώθηκε και τους έδωκε καρέκλες.

-Ρε Πάπουτσε,

του λέει ο Πιστέντης,

-εν πετάσσεσαι τσιή πάνω στη βραχτή να πεις της Αναστασιάς να σου δώσει πάνω κάτω τσιαί καμιάν πατάτα να το στρώσουμε;

Πήγε ο Πάπουτσος και βρήκε την γυναίκα του Πιστέντη την Αναστασιά μαζί με τη μάνα της τη Χαραλαμπούν, να βοτανίζουν. Τους έδωσε την παραγγελιά, αλλά οι γυναίκες του είπαν

-αντί νάρτει να δουλέψει, θέλει τσιαί δούλες; Να του πείς να πάει στο μάλιν του να φκάλει πατάτες.

Πήρε το χαπάριν ο Πάπουστος, και νευριασμένος ο Πιστέντης καθώς ήταν οξύθυμος, διά τριάππιθκια, ευρέθην στην βραχτήν. Άρπαξε ένα στελίφι και αρχίνισε να δέρνει τις δυο γυναίκες, τις έκανε του αλατιού. Ξωπίσω πήγαινε ο Πάπουτσος, και όποιον έβρισκε στο δρόμο του έλεγε,

 -Επήεν ο Κούμνος τσιαί έδερεν τες, ένεν καλά που έκαμεν, εν τέλεια πελλός,

και συνέχιζε το δρόμο του.

Έμαθε ο Πιστέντης ο Κούμνος τι έλεγε, νευριασμένος τούστησε καρτέρι στο μονοπάτι να τον δέρει. Σαν τον βλέπει ο Πάπουτσος και κοψονούρης που ήταν, άλλαξε τροπάρι, και κάνοντας πως δεν τον ειδε, αρχίνισε να λέει,

-Καλά τους έκαμε ο Κούμνος, έπρεπε να τους  δώσει τσι άλλες.

Τον ακουσε ο Πιστέντης, τον πήρε το γέλιο, και αντί να τον δέρει, του λέει,

-άτε ρέ Πάπουτσε, πάμε στον καφενέ να πιούμεν καμιάν πινιάν».

ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΤΑΠΟΔΙ

Το πανάρχαιο θαλασσινό ψάρεμα που από καταβολής κόσμου είναι το αρχαιότερο επάγγελμα, στο παράλιο χωριό της Χλώρακας πολλοί κάτοικοι το είχαν σαν βιοποριστική επαγγελματική εργασία.

Άλλοτε οι θάλασσες ήταν γεμάτες ψάρια και οι ψαράδες αρκετοί, σήμερα έχουν μείνει λίγοι που με μεγάλη δυσκολία καταφέρνουν να επιβιώνουν, διότι με την σημερινή τεχνολογία οι τράτες έχουν εκκαθαρίσει όλο το γιαλό μέχρι τα βαθιά, και δεν έχει απομείνει παρά ελάχιστο ψάρι.

Στις αρχές του 1900 στη Χλώρακα ένας ξακουστός ψαράς για τις περιπέτειες του, ήταν ο Πιστέντης Χ’Χαραλάμπους Κούμνος,  που με έναν καρδιακό του φίλο τον Αχιλλέα Βλόκκο, συνήθως ψάρευαν παρέα. Ήταν εποχές δύσκολες με πενιχρά οικονομικά μέσα, γι αυτό ο Πιστέντης είχε μια μικρούλα βάρκα για ψάρεμα, που όμως χωρίς φόβο ανοιγόταν στα ανοιχτά της θάλασσας, που τραβώντας κουπί  πολλές φπρές πήγαιναν μέχρι τον Ακάμα για να ψαρέψουν.

 Όταν ξανοίγονταν τόσο μακριά, τα ψάρια που ψάρευαν τα πουλούσαν στα χωριά της Λαόνας. Τα περνούσαν σε κλωστές και στην κάθε μια έρεσσαν αρκετές οκάδες πουλώντας δυόμισι σελίνια την κάθε κλωστή. Εκείνους τους καιρούς δεν ήταν δύσκολο το ψάρεμα αφού η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια, το δύσκολο ήταν να τα πουλήσουν, διότι ο κόσμος ήταν φτωχός και δεν περίσσευαν χρήματα για καλοφαγίες.

Αυτή η περιοδεία κρατούσε συνήθως ως ένα μήνα, τον υπόλοιπο καιρό τη μικρή βάρκα την είχε δημμένη σε ένα μικρό απάνεμο λιμανάκι. Η περιοχή αυτή φέρει το τοπωνύμιο «Δήμμα» μέχρι σήμερα, όνομα που προήρθε από τον Πιστέντη, διότι όταν πήγαινε να την λύσει, έλεγε στους άλλους χωριανούς, «πάω στο δήμμα της βάρκας»

Μια μέρα με τον φίλο του τον Βλόκκο πήγαν στο Δήμμα, έλυσαν τα σχοινιά και μπήκαν στη βάρκα. Άρχισαν να λάμνουν κουπί, η βάρκα όμως δεν κουνιόταν, δεν έπλεε. Περίεργοι έσκυψαν πάνω στα νερά να δουν τι εμπόδιζε τη βάρκα, και έκπληκτοι είδαν ένα τεράστιο χταπόδι μεγάλο όπως ένα θεριό, να έχει αγκαλιασμένη και ακινητοποιημένη τη βάρκα. Γεμάτοι δέος έμειναν να κοιτάζουν, δεν είχαν δει, αλλά ούτε ακούσει για τόσο μεγάλο και θεόρατο χταπόδι άλλη φορά.

Όταν τους πέρασε η έκπληξη αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να φοβηθούν, αλλά οπωσδήποτε με όποιο αντίτιμο, να το αλιεύσουν.

Έτσι έκαμαν, μπήκαν στο νερό χωρίς φόβο αλλά με πολλή προσοχή και ψυχραιμία, κατάφεραν με κόπο να το σκοτώσουν.

Το φόρτωσαν και το ανέβασαν στο καφενείο του χωριού όπου όλοι οι χωριανοί θαύμασαν το μεγάλο μέγεθος του. Ήταν το πιο μεγάλο χταπόδι που έχε αλιευτεί σε όλη την περιοχή εκείνα τα χρόνια.

Για όλα τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, οι χωριανοί λένε για τους μεγάλους ψαράδες και για το τεράστιο χταπόδι που ψάρεψαν μόνο αυτοί, ένα κατώρθομα που κανείς άλλος δεν μπόρεσε να κάμει.

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Είναι κάποτε ορισμένοι άνθρωποι που φεύγοντας  από τη ζωή δεν ξεχνιούνται εύκολα, γιατί εχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο πέρασμα τους ενόσω ζούσαν. Που για αυτούς κανένας τίποτα δεν έχει γράψει, αλλά που με την συμπεριφορά τους και τον τρόπο που διαβιούσαν, με τον τρόπο που σκέφτονταν και τον τρόπο που ενεργούσαν, αλλά κυρίως γι αυτά που έλεγαν, ή και έγραφαν, για τη λάμψη τους που εξέπεμπαν και  τις ικανότητες  τους, καθώς και για τον λόγο τους τον συμβατικό ή τον αιρετικό, αλλά καθώς και για άλλα, έμειναν στις σκέψεις των άλλων χωριανών που πολλές φορές στις αναμεταξύ τους κουβέντες συναφέρουν διάφορες ρήσεις καθώς και ιστορίες από τη ζήση αυτών των ανθρώπων.

Εγώ σαν συγγραφέας καταγράφω μικρά περιστατικά τέτοιων ζητημάτων και γεγονότων, τα οποία κατά την γνώμη μαυ εχουν ενδιαφέρον, ώστε οι σημερινές γενιές αλλά και οι μελλοντικές, μέσω αυτών των ιστοριών να βγάζουν συμπεράσματα για την πρότερη ζωή των προγόνων μας.

 Ένας εξ αυτών τέτοιου είδους άνδρας, ήταν ο Σωτήρης Στυλιανού ο γνωστός τελευταίος βρακοφόρος του χωριού που απεβίωσε πριν λίγα χρόνια. Η βράκα ήταν μόδα του 16ου αιώνα. Αυτός, ένας εκ των τελευταίων που είχε για ενδυμασία τη βράκα, χρησιμοποιούσε την κοντή η οποία έφτανε μέχρι το γόνατο, και μαζί με το γιλέκο φάνταζε τύπος γραφικός και ωραίος να ξεχωρίζει με τη διαφορετικότητα του απ όλους τους άλλους. Τα παιδιά τον έβλεπαν και τον έτρεχαν να τον πειράξουν, αλλά αυτός με πολλη καλοσύνη, τους χαιρετούσε και τους μιλούσε χωρίς να θυμώνει. Ήταν άνθρωπος μοναχικός και χωρίς οικογένεια, ζούσε φυτεύοντας και αναγειώνοντας σπόρους κηπευτικών. Ως  κύρια  ασχολία είχε τη μελισσοκομία, τέχνη την οποία αγαπούσε και εφήρμοζε για έναν αιώνα σχεδόν, τόσο δηλαδή όσο έζησε. Έζησε τόσο πολύ γιατί ζούσε βίο μετρημένο και προσεκτικό με κατάλληλη διατροφή, και κατάλληλη εκγύμναση σώματος και  πνεύματος. Ηταν αυτοδίδακτος αλλά πολύ διαβασμένος, και κατά συνέπεια πολύ μορφωμένος, τόσο που σε αλληλογραφία που κατάφερε να έχει με την βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ κατά την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ, έγραφε πύρινες επιστολές με τις οποίες της εξηγούσε την ανάγκη να δοθεί στην Κύπρο αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Εξέδιδε επίσης μικρά περιοδικά τα οποία διένειμε δωρεάν σε όλη την Κύπρο, που μέσω τους παρότρυνε τον κόσμο να είναι δίκαιος και να πιστεύει στο Θεό. Διακινόταν με ποδήλατο για ολόκληρη του τη ζωή σε όλη την Πάφο, και μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Του άρεσε ο ασκητισμός και η ήσυχη ζωή και όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, έτσι και αυτός, έτρωγε και έπινε λίγο, και είχε για κύρια του διατροφή το μέλι το οποίο παρήγαγε ο ίδιος και το οποίον ήταν άριστης ποιότητας. Είχε μεράκι για αυτό το επάγγελμα ώστε απο μόνος του έφτιαχνε όλα τα εργαλεία που χρειάζονταν γι αυτό το σκοπό. Ώρες ολόκληρες κάθε μέρα τις αφιέρωνε στα μελίσσια του. Έφτιαχνε υποκατάστατες τροφές όπως σιρόπι από ζάχαρη, φύτευε ακόμα ολόγυρα ολόκληρους ανθώνες για να βρίσκουν γύρι οι μέλισσες, διότι η φυσική γύρη είναι η καλύτερη τροφή για αυτές. Έκτισε επίσης λίμνη για να έχουν νερό. Ως ήταν όμως φυσικό, αφού υπήρχε συνέχεια νερό και μέσα στα μελίσσια το γλυκό σιρόπι, η αυλή εγινε τόπος παράδεισος για τις επικίνδυνες σφήκες οι οποίες αποτελούσαν μεγαλη απειλή για τις μέλισσες όσο και για τους ανθρώπους. Έτσι, έφτιαξε μια μυγοσκοτώστρα, και παραφυλάγοντας στα μελίσσια του όποιος σφηκουος πετούσε στην αυλή, τον σκότωνε.

Μια μέρα σαν τις άλλες, μας διηγείται γείτονας του, είδε τον μικρό του γιο να τρέχει, και ξοπίσω του το ίδιο ο Σωτήρης, να τρέχει και να ανεμίζει τα χέρια. Δεν έδωσε πολλή σημασία, γιατί σκέφτηκε ότι ο νεαρός θα πείραξε τον Σωτήρη, και αυτός τον έτρεχε να του θυμώσει. Την άλλη μέρα σε συναπάντημα τους, τον ρώτησε τι έκαμε ο μικρός και έτρεχε να τον δείρει.

Α…

του απαντάει,

-δεν κατάλαβες, ενώ σκότωνα τις σφήκες με τη μυγοσκοτώστρα, μου ξέφυγε ένα χτύπημα το οποίον έπεσε πανω στην κυψέλη και είχε αποτέλεσμα να τσικνώσει το μελίσσι και όλες οι μέλισσες να μου ορμήσουν. Έτρεξα να γλυτώσω, ο μικρός νόμισε ότι τον, φοβήθηκε, έτρεχε αυτός, τρέχαμε και οι δυό.

ΟΙ ΑΛΥΚΑΤΟΡΕΣ

Το Άλας είναι πολύτιμο αγαθό και απαραίτητο για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου. Στην Αρχαία Ρώμη οι στρατιώτες πληρώνονταν «Εις Άλας» (σε αλάτι), δηλαδή αντί για νομίσματα, η αξία της δουλειάς τους αντιστοιχούσε σε ποσότητες αλατιού. Η έκφραση «Εις Άλας» αλλοιώθηκε και έγινε Salarium, δηλαδή αντίτιμο, και σήμερα στην αγγλική γλώσσα, το αντίτιμο της εργασίας, δηλαδή ο μισθός, ονομάζεται Salary.

Η Κύπρος παρήγαγε μεγάλες ποσότητες αλατιού στην Αλυκή της Λάρνακας που το εξήγαγαν σε άλλες χώρες. Οι κάτοικοι μάζευαν επίσης αλάτι από τα παράλια των θαλασσών, εκεί όπου υπήρχαν χαμηλές ακτές που ενώνονταν σχεδόν με το νερό της θάλασσας και σχημάτιζαν μικρές αλυκές. Όταν τρικυμίαζε το νερό σκέπαζε τις πέτρινες ακτές, και όταν ημέρευε η θάλασσα και υποχωρούσε, το θαλασσινό νερό που έμενε στις κολύμπες εξατμιζόταν από τη ζέστα του καλοκαιριού μένοντας ολοκάθαρο το αλάτι.

Επί Αγγλοκρατίας απαγορεύτηκε η σύναξη άλατος από τις παραλίες, γιατί ήθελαν οι κατακτητές να πωλούν το αλάτι από την Αλυκή της Λάρνακας στον πληθυσμό. Για να τους αποτρέπουν είχαν διορισμένους φύλακες, τους Αλυκάτορες, που περιπολούσαν και κατάγγελλαν τους παραβάτες. Μια εποχή που στην Πάφο ανώτερος υπεύθυνος ήταν ο ΣαβαώΜπασιης, ένας άνθρωπος που δεν σεβόταν την φτώχεια των ομοθρήσκων του και δεν χαριζόταν σε κανέναν, είχε και το κακό συνήθειο να ζητά δώρα από τους χωρικούς για να μην τους καταγγέλλει. Ο κόσμος του έδινε από το υστέρημα του γιατί είχαν μεγάλη ανάγκη το άλας που ήταν απαραίτητο για την κατασκευή των χαλουμιών.

Ο Σαβαώμπασιης από τη μια έπαιρνε τα κανίσια, από την άλλη με δόλιο τρόπο προσπαθούσε να ξεγελάσει τα μικρά παιδιά και να πάρει πληροφορίες για να καταγγείλει τους γονιούς τους.

Ήταν ένας υπάλληλος των κατακτητών Χριστιανός από τη Τσάδα, που αντί να βοηθά τους ομόθρησκους συνανθρώπους του, βοηθούσε δουλικά τους αφεντάδες του. Ο κόσμος τον είχε άχτι και τον μισούσε. Τον θεωρούσαν σπιούνο, προδότη και εχθρό. Είχε πάρει τον ρόλο του Αλυκάτορα πολύ σοβαρά και με πείσμα και μανία έταξε σκοπό του να μην αφήνει κανένα να μαζεύει αλας.

Είχε ένα μεγαλόσωμο άππαρο που τον καβαλλίκευε και καμαρωτός γυρνούσε τις παραλίες παριστάνοντας τον σπουδαίο αξιωματικό στους απλούς χωρικούς.

Μια φορά στην Αλυκή της Χλώρακας βρήκε την Μαρίκα Στυλιανού να μαζεύει άλας. Η καημένη φτωχή γυναίκα για να γλυτώσει το πρόστιμο, του είπε ψεύτικο όνομα. Αλλά ο κακός Αλικάτορας δεν ήταν εύκολο να ξεγελαστεί. Προσπάθησε να την συλλάβει και να την πάρει στον αστυνομικό σταθμό για εξακρίβωση στοιχείων. Η Μαρίκα αντέδρασε, και ο Σαβαώς προσπάθησε να ασκήσει βία για τη σύλληψη της.

Τον παλιό καιρό όποιος ακουμπούσε χέρι σε γυναίκα, είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Σαν εξουσία ο Σαβαώς νόμισε ότι μπορούσε να ενεργεί μη λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές αρχές των κατοίκων. Για κακή του τύχη, εκείνη την ώρα περνούσε από την περιοχή ο Συμαιώς Λιασίδης, ένας άνθρωπος όχι πολύ ψηλός, αλλά πολύ δυνατός που μπορούσε να βάλει τερπιέ όλο το χωριό. Με την Μαρίκα είχαν και μια συγγένεια, ήταν συμπέθεροι.

Βλέποντας τη σκηνή ο Συμαιώς, ορμά και αρπάζει τον Σαβαώ στα χέρια του, τον έσπασε στο ξύλο. Ο Σαβαώς τις έφαγε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει παράπονο, γιατί το ζήτημα πήρε διαστάσεις τιμής πλέον. Έτσι σιώπησε για το ξύλο, αλλά επέμενε να βρει την Μαρίκα και να την καταγγείλει. Πήγε πανω στο χωριό και ρωτούσε γι αυτήν. Επειδή όμως η Μαρίκα του έδωσε ψεύτικο ονομα, δεν μπόρεσε να την βρει, και έτσι γλύτωσε την καταγγελία και το πρόστιμο. Την άλλη μερα βρήκε μια άλλη χωριανή, την Ερυφίλλη να μαζεύει άλας. Αυτή όμως ηταν έξυπνη και καπάτσα, μολις τον πήρε χαμπάρι από μακριά, έβγαλε το φουστάνι της και με το μεσοφόρι της βούτηξε στη θάλασσα, ότι τάχατες έκανε μπάνιο. Ο Σαβαώς φοβήθηκε μην ξαναπάθει τα ίδια όπως και την προηγούμενη μερα με την Μαρίκα, έτσι αλλαξοδρόμησε και η Ερυφίλλη γλίτωσε το πρόστιμο.

Σε λίγο καιρό ο ΣαβαώΜπασιης βρέθηκε στον Ακάμα σε άσχημη κατάσταση να φωνάζει βοήθεια. Κάποιοι του έστησαν καρτέρι και με ένα σάκο άμμο τον χτύπησαν στην κοιλιά, και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Χρησιμοποίησαν αυτό τον τρόπο γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν χωρίς να αφήσουν σημάδια, ώστε να μην καταλάβει η αστυνομία ότι ήταν φόνος. Ήταν Πεγειώτες βοσκοί οι οποίοι χρειάζονταν άλας για τα χαλούμια τους, και αυτός ήταν μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το σκοπό. Περαστοί τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά δεν άντεξε, πέθανε. Όλοι οι Χριστιανοί στα παραθαλάσσια χωριά έστησαν γιορτή και χάρηκαν για τον θάνατο του Σαβαού.

Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΠΑΦΙΟΥ

Ο γνωστός καραγκιοζοπαίχτης Χριστόδουλος Πάφιος γεννήθηκε στο χωριό Χλώρακα της επαρχίας Πάφου το 1904 και πέθανε το 1987. Το επίθετο του ήταν Αντωνιάδης, έγινε όμως πασίγνωστος ως Πάφιος. 

Φοίτησε μέχρι την τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου και στη συνέχεια άσκησε διάφορα επαγγέλματα κατά καιρούς όπως ράφτης, κτίστης, και άλλα.

Από το 1923 άρχισε να εργάζεται ως καραγκιοζοπαίχτης και να δίδει παραστάσεις Θεάτρου σκιών.  Στην τέχνη του Καραγκιόζη είχε μυηθεί από μικρός, παρακολουθώντας παραστάσεις του Ελλαδίτη Γεράσιμου Κεφαλλονίτη και αργότερα του Νίκου Σμυρνιού και του Κυπρίου Αθηνόδωρου Γεωργιάδη.

Για 50 και πλέον χρόνια τριγύριζε με τα σύνεργα του και τις φιγούρες του τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, δίνοντας παραστάσεις Θεάτρου σκιών. Όλα αυτά τα χρόνια ψυχαγωγούσε με δικά του έργα που ανέβαζε, τους Κύπριους. Εγινε ενας πασίγνωστος καραγκιοζοπαίχτης, ένας εκ των καλυτέρων εις ολόκληρον τον Ελληνισμό.

Ήταν ένας καλός καλλιτέχνης, που σχεδίαζε μόνος του τις φιγούρες και τις διάφορες σκηνές, αλλά ακόμα σχεδίαζε ζωγραφικούς πίνακες οι οποίοι κοσμούσαν τους τοίχους του σπιτιού του, καθώς και τους τοίχους του γνωστού παλιού καφενείου του Αντωνέσκου που ευρίσκετο στο κέντρο του χωριού. Ήταν αυτό το καφενείο ιδιοκτησία του, ώσπου το έδωσε ως προίκα στην κόρη του Ελένη, σύζυγο του Αντωνή Αντωνέσκου κουρέα της κοινότητας της Χλώρακας. Οσο το οίκημα ήταν δικό του το χρησιμοποιούσε σαν ταβέρνα, διότι μόνο από την τέχνη του Καραγκιοζοπαίχτη δεν μπορούσε να εξασφαλίζει ικανοποιητικό μεροκάματο αφού οι εποχές ήταν δύσκολες.

Οι πελάτες στο μαγαζί ήταν λίγοι, απέναντι υπήρχε ακόμα μια ταβέρνα του Φκωνή και υπήρχε ανταγωνισμός αναμεταξύ τους. Κάποιοι πελάτες προτιμούσαν να πηγαίνουν στην ταβέρνα του Φκωνή γιατί ήταν καλομάλαος, ευγενικός και χαμηλών τόνων, άλλοι προτιμούσαν στου Πάφιου γιατί είχε ωραία φωνή και ήξερε να τους τραγουδά όμορφα.

Δύο ταχτικοί του πελάτες ήταν δυο φίλοι, ο Ιωάννης Βάννας και ο Χριστόδουλος Ττοουλιάς. Ήταν γλετζέδες και όποτε ειχαν χρήματα σύχναζαν εκεί. Κάποια νύχτα μέσα στην ταβέρνα ενώ έπιναν και διασκέδαζαν, αποφάσισαν να συναιτερέψουν και να φτιάξουν μια εταιρεία να κτίζουν σπίτια, εφόσον ήσαν και οι δυο σπουδαίοι μαστόροι.

Έτσι εγινε, τα κατάφεραν, κατ αρχάς πήγαν καλά, αλλά στο χρόνο που πέρασε ήρθαν αναδουλειές, και μέσα στην ίδια ταβέρνα του Πάφιου κάποια νύχτα που είχαν πιεί λίγο παραπάνω, σκέφτηκαν να καμουν μια ανώδυνη πατριωτική παρανομία να πιάσουν καμιά λίρα να βάλουν στις τσέπες τους που εδώ και καιρό ήταν εντελώς άδειες.

Είχαν παρατηρήσει τον Χότζα στη γειτονική Τουρκική συνοικία του Μουττάλου να κουβαλά ολοκαίνουργια ξύλα σανίδες με την άμαξα, και να τα τοποθετεί στο μικρό σπιτάκι αποθήκη μέσα στο Τούρκικο νεκροταφείο, το οποίο ευρισκόταν στην Ελληνική συνοικία.

Ήξεραν ότι ήταν τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν αντί για φέρετρα οι Τούρκοι για να μεταφέρουν τους πεθαμένους αφού τα νεκρικα τους έθιμα όριζαν ότι τους νεκρούς τους τοποθετούσαν στις πλατιές σανιδες τυλιγμένους σε ένα σεντόνι και τους έθαβαν γυμνούς, διοτι γυμνοί ήρθαν, γυμνοί πρεπει να φύγουν έλεγε το κοράνι. ΄Επλεναν το νεκρό σώμα πρώτα, ύστερα το άλοιφαν με έλαια και το τοποθετουσαν σαβανωμένο με ένα σεντόνι πανω στα πλατιά σανίδια και το κουβαλούσαν στον τόπο της ταφής.

Αυτά λοιπόν τα ξύλα που ήσαν σανίδες χοντρές και και θα μπορουσε ενας πελεκάνος να φτιάξει γερές κατασκευές, αποφάσισαν να κλέψουν οι δύο φίλοι.

Μια πανσέληνο νύχτα λοιπόν, όλη νύχτα, διέρρηξαν την πόρτα της μικρής αποθήκης και τα μετέφεραν, και τα φύλαξαν στη δική τους αποθήκη.

Όταν οι μέρες πέρασαν και το γεγονός δεν πήρε διαστέσεις, τα πούλησαν στον ξυλουργό της Χλώρακας, στο Στάθιο του Λαούρη. Αυτός που τα είδε όμορφα και πλανιαρισμένα έτοιμα για χρήση και σε χαμηλή τιμή, αμέσως τα αγόρασε.

Ύστερα από λίγες μέρες μια νύχτα στην ταβέρνα του Πάφιου, οι δυό φίλοι είδαν τον παλιό πάγκο να έχει αντικατασταθει από ένα ολοκαίνουργιο κατασκευασμένο από ωραία καλοπλανιαρισμένα ξύλα. Ήταν ο ψηλός πάγκος που κάθονταν και ο ταβερνιάρης τους σέρβιρε.

Στάθηκαν να κοιτάζουν αποσβολωμένοι και υποψιασμένοι, ο νούς τους αμέσως γύρισε και κατάλαβαν τι είχε συμβεί.

Ρώτησαν τον Πάφιο ποιος πελεκάνος τον είχε φτιάξει και όταν αυτός τους είπε ότι τον έφτιαξε ο Λαούρης σε μια χαμηλή τιμή γιατί είχε αγοράσει φτηνά μια παρτίδα ξυλείας, κατάλαβαν πέραν αμφιβολίας ότι ήταν κατασκευασμένος από τα ξύλα τους πεθαμένους.

Χωρίς να παραγγείλουν, θυμήθηκαν ότι είχαν κάποια δουλειά να κάμουν και γύρισαν και έφυγαν βιαστικά.

Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναμπηκαν στην ταβέρνα, παρά μονο τους έβλεπε ο Πάφιος να πηγαίνουν απέναντι στου Φκωνή. Διερωτόταν τι να έπαθαν, γιατί κακοφανηστήκαν, τι τους έκαμε, αλλά καμιά απάντηση δεν έβρισκε.

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΚΟ

Δεξιά μπαίνοντας του κύριου δρόμου στην οδό Ελευθερίας και απέναντι από την τράπεζα Κύπρου, πίσω από το πρακτορείο του Λάκη Θεοχάρους και δίπλα στο μπαρ της Ελένης, βρίσκεται η πολυκατοικία του Φίλιππου του Λαούρη, και στο ισόγειο της  το καφενείο που στεγάζει το κόμμα του ΔΗΚΟ, το στέκι του Νεόφυτου.

Είναι το καλύτερο καφεστιατόριο με τα πιο ωραία ποτά, τους καλύτερους μεζέδες, αλλά και τους πιο καλούς πελάτες. Με τα τυριά, τα ψαρικά, τα χαλούμια, τα φρούτα και τα γλυκά, τα λουκάνικα και τις ζαλατίνες, τέλος πάντων, όλα τα καλά, χωρίς ήχο, μόνο η τηλεόραση να παίζει. Και οι θαμώνες να πίνουν και να τρώνε, να διασκεδάζουν και να συζητάνε.

Και στα έτσι ξαφνικά καμιά φορά, η φωνή του Λουρικού ή του Μέλιου, να ακούεται στεντόρεια σε ήχο πατριωτικό.

Είναι οι πιο καλές παρέες, που την βρίσκουν αναμεταξύ τους τρώγοντας και πίνοντας, που ξεχνούν την πολιτική, που διαφωνούν αλλά και συμφωνούν, που φωνάζουν, αλλά και σιωπούν.

Είναι το καφενείο ουζερί που σε αυτό δεν χρειάζεται να παει κάποιος με παρέα, διότι εκεί θα σμίξει με τους άλλους, ο ένας θα γίνουν δυο, θα γίνουν τέσσερις, και ύστερα δεκατέσσερις.

Είναι εδώ που σμίγουν οι επιχειρηματίες, οι εργάτες,  οι πλούσιοι, οι καλλιτέχνες, οι προέδροι και οι γραμματικοί, οι πολιτικοί και οι παραπολιτικοί, οι βουλευτές και οι βολευτές, οι μεγάλοι και οι τρανοί, οι ταπεινοί και οι φτωχοί.

Είναι ο τόπος που σε αυτόν όλοι θα γίνουν μια παρέα, θα παραμεριστούν οι εγωισμοί, και όλοι ταπεινά θα επιδοθούν στο δύσκολο έργο ενός συμποσίου, διαφορετικού έκαστη φορά.

ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ

Αφετηρία  η νύχτα. Ένα μικρό καφενείο, το ταβερνείο του Κωστάκη. Είναι εκεί, στη μεγάλη πλατεία. Για όλες τις  νύχτες.

Εκείνη τη σκοτεινή νύχτα του Γεννάρη, μου καρφώθηκε από νωρίς στον νου να κάμω μια τσάρκα στα ξενυχτάδικα του χωριού.

Ξεκίνημα από του Κωστάκη.

Ένα παλιό μικρό κτίριο με παλιές θύμησες και θαμώνες όλων των ειδών. Χωριανοί, ξενοχωρίτες, πρόσφυγες και αλλοδαποί. Θαμώνες της Νύχτας, άνθρωποι περιθωριακοί, επιχειρηματίες, σοβαροί και μη σοβαροί, γραφικοί, και κάποτες κανένας καλλιτέχνης, δημοσιογράφος, η διανοούμενος. Άλλοι στον πάγκο, κι άλλοι στα τραπεζάκια. Με ζιβανία και μεζέ. Να πίνουν ήσυχα, να σιγοκουβεντιάζουν, και να ακούνε μουσική.

Δεν θέλουν τηλεόραση έστω και αν παίζει χαμηλά. Δεν θέλουν τραγολυδια ελαφρολαϊκά, ούτε Μαρινέλα, ούτε έντεχνα.   Θέλουν μόνο ρεμπέτικα ή ακόμα καλύτερα Καζαντζίδη. Θέλουν τραγούδια του πόνου και του σπαραγμού. Θέλουν μουσική που να πιάνει το ΕΙΝΑΙ τους. Θέλουν τραγούδια του ποτού…

Καθισμένος στο μικρό τραπεζάκι ήπια τα πιοτά μου και σαν καλός παρατηρητής που μου αρέσει να είμαι, παρατήρησα όλα τα συμβαινούμενα. Καλές και κακές κουβέντες, βρισιές, μικροτσακωμοί, χοντρά αστεία, και μπόλικο πουρμπουάρ στην γκαρσόνα. Βαριές ζειμπεκιές, και παράφωνες φωνές. Και σε κάποια στιγμή σχεδόν όλοι μεθυσμένοι. Ευτυχισμένοι και παραδομένοι στην λήθη του πιοτού, αλλά και νυσταγμένοι.

Η ώρα πήγε δώδεκα. Δεν είχα όρεξη γι αλλού, νύσταξα. Ήταν ώρα για ύπνο.

Ήταν άλλη μια συνηθισμένη νύχτα μέσα στο ταβερνείο του Κωστάκη…

ΤΟ ΕΝΣΙΚΤΟ TOY ΖΩΟΥ

Ο Χαμπής Καραμαλλής θα βάφτιζε την μικρη του κόρη στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας. Για το τραπέζι και το φαγοπότι που θα ακολουθούσε, αγόρασε ένα αρνί από τον Γιώρκο του Λεωνή τον μεγαλοβοσκό της περιοχής. Του ζήτησε εκείνη την Κυριακή της βάφτισης, όταν θα έβγαζε το κοπάδι στη βοσκή, να αφήσει το αρνί στη μάντρα και θα πήγαινε αργότερα να το παραλάβει, να το πάρει μαζί του.

Νοίκιασε ένα λεωφορείο και αφού μπήκαν μέσα οι καλεσμένοι, ο οδηγός το οδήγησε στη μάντρα να φορτώσουν το αρνί.

Κατέβηκε ο Χαμπής και με βοηθό τον Γιώρκο του Μαύρου, μπήκαν στο μαντρί να πάρουν το αρνί, που όμως αυτό από ένστικτο, μόλις τους είδε φοβισμένο και αγριεμένο πήδηξε τον ψηλό μαντρότοιχο και χάθηκε τρέχοντας στο βάθος του δρόμου.

Από πίσω  τρεχτοί οι δυό φίλοι το ακολούθησαν να το πιάσουν, αλλά αυτό έφυγε μακριά και χάθηκε πίσω από τα παλιά σπίτια των χωριανών

Το αναζήτησαν πολλή ώρα, ώσπου κάποιοι χωριανοί τους είπαν ότι το είδαν κοντά στη θάλασσα σ ένα παλιό εγκαταλειμμένο Τούρκικο σπίτι, εκεί που ο βοσκός του κοπαδιού κάθε μέρα έπαιρνε το κοπάδι τα μεσημέρια να τα ποτίσει απο τον λάκκο νερού που ήταν εκεί.

Πήγαν κάτω στην παραλία και βρήκαν το αρνί μέσα στο παλιό χαλασμένο σπίτι. Πίστεψαν ότι εγκλωβίστηκε και θα το συνελάμβαναν εύκολα, όμως μόλις τους αντελήφθη το αρνί, πήδηξε από το παράθυρο και έτρεξε προς την θάλασσα. Κυνηγώντας το, το ανάγκασαν να σταθεί στον τελευταίο βράχο στην άκρια της θάλασσας. Βλέποντας ότι δεν είχε πλέον που αλλού να πάει, οι δυο φίλοι πίστεψαν ότι τα βάσανα τους τέλειωσαν, μπορούσαν πλέον να πάρουν το αρνί.

Όταν όμως κόντεψαν και άπλωσαν τα χέρια να το αρπάξουν, το αρνί με ένα σάλτο πήδηξε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπά προς το βάθος του πελάγους. Οι διώκτες του όμως ήταν ανελέητοι, έτσι έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στη θάλασσα για να το κυνηγήσουν κολυμπώντας.

Το αρνί δεν σταματούσε, όλο ξανοιγόταν στα βαθιά, ώσπου στην πολλή ώρα οι διώχτες του κατακουρασμένοι γύρισαν στη στεριά εγκαταλείποντας τη προσπάθεια τους. Βγήκαν έξω και έμειναν να κοιτάζουν το αρνί σίγουροι ότι θα πνιγόταν και αυτοί θα έπρεπε να αγόραζαν ένα άλλο.

Στάθηκαν πάνω στον βράχο παρακολουθώντας το να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα, όταν ξαφνοκά ένα μεγάλο κύμα που σηκώθηκε χτύπησε το ζώο και το γύρισε προς την μεριά της ξηράς. Κουρασμένο καθώς ήταν, δεν κατάλαβε την αλλαγή πορείας, και συνέχισε να κολυμπά προς τα έξω. Μόλις κόντεψε στη στεριά, πήδηξαν στο νερό και το άρπαξαν. Το φορτώθηκαν και ανηφόρησαν την ακτογραμμή για να πάνε στο λεωφορείο που τους περίμενε πιο πάνω.

Ο Ιωάννης Χ΄Οικονόμου ο παλιομούχταρος που έτυχε να περνά από εκεί και παρακολούθησε το περιστατικό, αστειευόμενος τους είπε:

-Άντε καλό φάγωμα, και μην του βάλετε αλάτι, γιατί σίγουρα καλά έχει ελμυρήσει μέσα στη θάλασσα.

Στον Άη Γιώρκη της Πέγειας που το έσφαξαν και το μαγείρεψαν για να γιορτάσουν τη βάφτιση, βλέποντας το ένστικτο και την απέλπιδα προσπάθεια που είχε καταβάλει για να σώσει τη ζωή του, δεν το έφαγαν με πολλή όρεξη, γιατί είχαν επηρεαστεί  ψυχολογικά.

ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΜΑΘΗΜΑ

Κατά το 1940 ο Σωτήρης Στυλιανού όταν ήταν σε νεαρή ηλικία, μαζί με τις άλλες του ασχολίες, ενασχολείτο και με το ψάρεμα, ένα χόμπυ που τον ξεκούραζε και τον ευχαριστούσε. Είχε μια μικρή βάρκα που την έδενε στο Δήμμα ένα μικρό απάνεμο λιμανάκι νοτιοδυτικά της Χλώρακας, και από εκεί ορμούσε να ψαρέψει όταν ο καιρός το επέτρεπε.

Μια φορά, κάποιοι νεαροί οι Κώστας Λιασίδης, ο Κωστής Τσιάκκος, ο Ττοουλής Πενταράς και ο Χαμπής Καραμανλής, μια νύχτα που σεργιανούσαν στην ακρογιαλιά, όταν έφτασαν στα ίσα του Δημμάτου, βλέποντας ένα πλοίο στον ορίζοντα της θάλασσας να ταξιδεύει από νοτιά προς δύση, για χάζι σκέφτηκαν να πάρουν τη βάρκα του Σωτήρη, να μπουν μέσα και να τραβήξουν κουπί να πάνε στα βαθιά και να συναντήσουν το ταξιδιάρικο πλοίο.

Χωρίς να χασομερήσουν έλυσαν τη βάρκα, και λάμνοντας κουπί ξανοίχτηκαν στα βαθιά. Πάνω στη νιότη τους και την παλληκαριά τους, τραβούσαν τα κουπιά με περίσσια δύναμη, νομίζοντας ίσως ότι έτσι φοβέριζαν τον φόβο τους που ερχόταν μέσα από τη σκοτεινή νύχτα και τα κύματα της μαύρης θάλασσας. Με τόση δύναμη όμως που έβαζαν η αντίσταση της θάλασσας δυναμωσε, ώσπου ακούστηκε ένα κράκ, και το ένα κουπί έσπασε.

Τι να κάμουν, είχαν ξανοιχτεί στα βαθιά και ο φόβος όρμησε στις καρδιές τους κάνοντας τους να έχουν μαύρες κακές σκέψεις. Υπερνικώντας λίγο το φόβο τους άρχισαν να κάνουν σκέψεις με ποιο τρόπο θα έβγαιναν στη στεριά σώοι χωρίς να κινδυνεύσουν. Ήταν καλοί κολυμβητές και ήταν η πρώτη τους σκέψη να κολυμπήσουν και να τραβήξουν τη βάρκα μαζί τους, αλλά ο Κώστας Λιασίδης που φοβόταν τους καρχαρίες και δεν ήθελε να βουτήξει, σκέφτηκε μια ιδέα, να κάτσουν στη μεριά της βάρκας, και να λάμνουν με τα χέρια αντί με το σπασμένο κουπί.

Έτσι έκαμαν, και με πολλή δυσκολία προσπαθώντας από τις 11.00 το βράδυ ως τα ξημερώματα, κατάφεραν κατακουρασμενοι να μπούν στο μικρό λιμανάκι. Έδεσαν τη βάρκα και ύστερα πήραν το ανηφόρι να πάνε στο χωριό, στα σπίτια τους.

Όταν ξημέρωσε για καλά η μέρα και ο Σωτήρης είδε τη ζημιά στη βάρκα του με το σπασμένο κουπί, ερευνώντας και ρωτώντας, ανακάλυψε τι συνέβηκε και ποιοί ήταν οι δράστες.

Μπορεί να μην ήταν μεγάλη η ζημιά, αλλά θέλοντας να τους δώσει ένα διδακτικό μάθημα για να μάθουν να εκτιμούν τη ξένη περιουσία και να μην την πειράζουν, ένα πρωινό περίμενε στο Δήμμα ώσπου φάνηκε ο Κωστής ο Τσιάκκος να έρχεται για να ζέψει  τον γάιδαρο να γυρίσει το αλακάτι και να ποτίσει το χωράφι του.

Έλυσε λοιπόν το ξένο γαϊδούρι ο Σωτήρης, και καβαλλικεόντας το ξεκίνησε να φεύγει. Ο Κωστής που τον είδε να καβαλικεύει το γάιδαρο του, άρχισε να τρέχει και να φωνάζει,

-Μα τι κάνεις, γιατί παίρνεις το ξένο γαϊδούρι;

Ο Σωτήρης σταματώντας, γύρισε πίσω το κεφάλι και με απαθές πρόσωπο, του απάντησε,

-Αγαπητό μου παιδί, πήρα τον γάιδαρο γιατί, βγήκε ένας καινούργιος νόμος από την κυβέρνηση, που λέει ότι ο ένας μπορεί να παίρνει την περιουσία του άλλου χωρίς να ρωτά. Αυτό δεν κάνατε και σείς με την βάρκα μου;

Και συνέχισε το δρόμο μακριά, χωρίς να επιστρέφει το ξένο γάιδαρο.

Ο Κωστής καταλαβαίνοντας το δίκαιο του Σωτήρη, αναχώρησε πίσω στο χωριό όπου βρηκε τους υπόλοιπους της παρέας και τους ενημέρωσε. Όλοι μαζί λοιπόν αφού το συζήτησαν πρώτα, αγόρασαν ένα καινούργιο κουπί, που το έδωσαν στο Σωτήρη και του ζήτησαν να τους συγχωρήσει για το σφάλμα τους και τη ζημιά που προκάλεσαν.

Ο ΑΛΑΚΑΤΗΣ

Στα τέλη του 18ου  αιώνα και στις αρχές του 19ου, η ζωή στην Κύπρο ηταν πολύ δύσκολη, το βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, η φτώχεια κυριαρχούσε, και η πλειονότητα του πληθυσμού βρισκόταν στο έλεος των τοκογλύφων, με αποτέλεσμα  πολλοί να χάνουν τις περιούσιες τους μη μπορώντας να εξοφλήσουν τα χρέη που δημιουργούσαν.

Εργασίες υπήρχαν μόνο στα μεταλλεία στα οποία δούλευαν πέραν των δεκαπέντε ωρών από το γέννημα ως το βούτημα του ήλιου και με ελάχιστη αμοιβή. Ήσαν ξεκληρισμένοι χωρικοί που καταντούσαν εργάτες και κατέληγαν σε αυτές τις δύσκολες εργασίες διαβιώντας σε  τρώγλες και παράγκες μέσα σε σκληρές συνθήκες. Κάποιοι που ήταν πιο τυχεροί διορίζονταν από την Αγγλική κυβέρνηση σε κυβερνητικά επαγγέλματα όπως αλικάτωρες, τουρκόπουλοι, μαμούρηδες και κουνουπιέρηδες. Ήταν μια δύσκολη εποχή κατά την οποία  κάθε κάτοικος προσπαθούσε με εξυπνάδα ή πονηράδα, να εφευρίσκει τρόπους για καλύτερη  επιβίωση, καταφεύγοντας πολλές φορές σε άνομες πράξεις.

Σ αυτή τη χρονική περίοδο περιστρέφεται η μικρή ιστορία που θα διηγηθώ, και αναφέρεται στο σιεϊττανίκι ενός χωριανού. Είναι η περιγραφή ενός περιστατικού που συνέβηκε το 1940 κατά το οποίο  κατάφερε ένας καημένος φτωχός χωρικός να ξεγελάσει τον πονηρό και σκληρό τοκογλύφο της Χλώρακας.    

Παντρεμένος με παιδιά ο Αλακάτης, ήταν διορισμένος ως κουνουπιέρης από την Αγγλική Αποικιοκρατική κυβέρνηση. Ήταν επιφορτισμένος περπατητός ολημερίς να γυρίζει σε όλη την εξοχή της επαρχίας και έχοντας στον ώμο φορτωμένο το σακίδιο γεμάτο φάρμακα και δηλητήρια και στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος,  να ψεκάζει τα στάσιμα νερά και τους λάκκους που είχαν νερό, για να ψοφούν τα κουνούπια και οι βδέλλες καθώς χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι το νερό για πότισμα  των αγρών, των κτηνών, αλλά και των ιδίων.

Ήταν μια εύκολη αλλά επικίνδυνη εργασία που χρειαζόταν προσοχή για να μην δηλητηριαστεί ο ίδιος. Το μηνιάτικο ήταν πολύ μικρό, αρκούσε δεν αρκούσε για επιβίωση, αλλά όμως εθεωρείτο από τους τυχερούς αφού είχε σίγουρη και μόνιμη κυβερνητική δουλειά.

Βρέξη είναι το όνομα της παραθαλάσσιας περιοχής στο νότιο μέρος του χωριού. Είναι ένας ποταμός που κατεβαίνει από τα ψηλά βουνά και τρέχει νερό που τα καλοκαίρια επειδή είναι λιγοστό, μένει στάσιμο. Εκεί όποτε πήγαινε να ψεκάσει για να ψοφήσουν τα κουνούπια, του άρεσε να κάθεται πάνω σε ένα λοφίσκο  από τον οποίο απρόσκοπτα αγνάντευε όλο τον μακρινό ορίζοντα της θάλασσας. Ήταν ένα τεμάχιο γης, ένα ενάερο μέρος και εκεί καθόταν ρεμβάζοντας και αναπολώντας. Έβλεπε στον βαθύ ορίζοντα τα πλοία που περνούσαν και ονειρευόταν ταξίδια μακρινά με καράβια στέρεα που πήγαιναν σε λιμάνια, σε άλλους κόσμους μακρινούς και άγνωστους.

Εκεί πάνω στο μικρό λοφίσκο έστησε μια μικρή καλύφη από κανιά και λαττάδες της θάλασσας. Στον ίσκιο της καθόταν και αγνάντευε τον ορίζοντα που στην άλλη του μεριά πίστευε ότι ήταν τα πέρατα του κόσμου, και με τες ώρες σκεφτόταν πώς να αποκτήσει αυτό το κομμάτι της γης πού πολύ το αγάπησε. Ήθελε να το αγοράσει, μα δεν είχε χρήματα. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι, το μεροκάματο μικρό, οι τράπεζες έδιναν μόνο στους πλούσιους. Σκέφτηκε πολύ, και καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να το αποχτήσει νόμιμα, αποφάσισε να ενεργήσει άλλως πως, με τρόπο όμως που να μην αδικηθεί κάποιος φτωχός. Στην πολλή σκέψη αποφάσισε ότι τη ζημιά θα την φόρτωνε στον τοκογλύφο που τα χρήματα του δεν ήταν πολύ τίμια αποκτημένα, τοιουτοτρόπως θα επέβαλλε μερική δικαιοσύνη.

Με πολλή πονηριά κατέστρωσε ένα σχέδιο απλό αλλά έξυπνο, και το έβαλε σε εφαρμογή.

Ήταν ένα μεγάλο σπίτι διώροφο με όμορφες καμάρες να το διακοσμούν και βρισκόταν παραδίπλα στην κεντρική πλατεία της μεγάλης εκκλησίας. Στο ισόγειο διέθετε μια μεγάλη μακριά κάμαρη που την χρησιμοποιούσε σαν μπατάλικο μαζί και καφενείο, και εδώ, πίσω από τον μεγάλο πάγκο ο τοκογλύφος ιδιοκτήτης διεκπεραίωνε τις συναλλαγές του, πωλούσε βερεσιέ και έδινε δανικά στους φτωχούς χωρικούς δεχόμενος για αντάλλαγμα τις υποθήκες των περιουσιών τους. 

Εκείνο το πρωινό που ο Αλακάτης μπήκε μέσα στο μπακάλικο ήταν ξημέρωμα κάποιας Κυριακής, και αφού ακούμπησε τα χέρια στον πάγκο, παρήγγειλε έναν καφέ και με ύφος σοβαρό αποτεινόμενος στον τοκογλύφο μπακάλη του εξήγησε για ένα σχέδιο που σκέφτηκε.

Είχε του είπε έναν Εγγλέζο φίλο σπάταλο που σκορπούσε τα λεφτά του ασυλλόγιστα, και κατά καιρούς χρειαζόταν κάποια δανικά χρήματα έως ότου ξαναπληρωθεί ώστε να τα εξοφλεί. Ήταν στη Κυπρο και υπηρετούσε στον Εγγλέζικο στρατό και επειδή δεν είχε δική του περιουσία για να βάζει υποθήκη όταν χρειαζόταν δανικά, ήταν πρόθυμος αντί υποθήκης να πληρώνει ψηλότερο επιτόκιο. Του εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν πολλά κάθε φορά, και για κάθε πέντε λίρες, κάθε αρχή του μήνα που θα πληρωνόταν, θα επέστρεφε έξι με χρονικό διάστημα εξόφλησης μιας εβδομάδας.

Σκέφτηκε ο τοκογλύφος ότι ήταν μια συναλλαγή επικίνδυνη να κάποια χρήματα αφού δεν θα υπήρχαν υποθήκες, αλλά αξιζε το ρίσκο, θα ήταν μια καλή και συμφέρουσα συμφωνία, εφόσον μέσα σε μια εβδομάδα μόνο θα έβγαζε καθαρό κέρδος μια ολόκληρη λίρα. Ετσι χωρίς πολλή σκέψη, δέχτηκε. Έδωσε τις πρώτες πέντε λίρες, και στην εβδομάδα πήρε έξι. Την επόμενη φορά ο Αλακάτης του εξήγησε ότι ο πελάτης ήθελε δέκα λίρες, θα επέστρεφε δώδεκα. Την τρίτη φορά το ποσό ανήλθε στις είκοσι, και το κέρδος στις τέσσερις λίρες. Ευχαριστημένος ο τοκογλύφος έτριβε τα χέρια, του άρεσε να έχει τέτοιους καλούς πελάτες.

Η επόμενη φορά όμως το ζητούμενο ποσό ανήλθε στις πενήντα λίρες. Ήταν μεγάλος ο αριθμός, και τεράστιο το ρίσκο. Το σκέφτηκε πολλη ωρα, στο τέλος νίκησε η απληστία. Έδωσε τα χρήματα και περίμενε με αγωνία την ημέρα της αποπληρωμής.

Ήρθε η μέρα, αλλά ήταν μια λυπητερή μέρα, αφού ο κουνουπιέρης δεν φάνηκε. Χάθηκε, εξαφανίστηκε, κάπου σίγουρα κρύφτηκε. Τον έψαξε μέρες πολλές χωρίς αποτέλεσμα, είχε χαθεί. Ξεγελάστηκε, το κατάλαβε.

Σε λίγο καιρό ο Αλακάτης αγόρασε το μικρό χωράφι στην  περιοχή της Βρέξης που είχε βάλει στο μάτι στην τιμή των πενήντα λιρών.

ΤΟ ΤΟΥΡΚΑΚΙ

Λίγοι μπόρεσαν να ξεγελάσουν τον έξυπνο τοκογλύφο της Χλώρακας στο αλίσι βερίσι τους, αλλά όσο τετραπέρατος και να είναι κάποιος, πάντα υπάρχει και ο καλύτερος.

Ένα νεαρό Τουρκάκι που θεωρούσε έξυπνο τον εαυτό του, αποφάσισε να τον ξεγελάσει και να αποδείξει στους αλλους ότι οι ιστορίες που λέγονταν για το σιεϊττανίκκιν του, δεν ήταν πάντα σωστές.

Στο Τούρκικο καφενείο στην οδό Φελλάχογλου όπου σύχναζε ο τοκογλύφος, το νεαρό Τουρκάκι κάποια μέρα τον πλησίασε και του ζήτησε μια λίρα δανεική ως την άλλη μέρα. Εφόσον η συναλλαγή ήταν μικρή, ο Τοκογλύφος έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να γίνουν νομικά χαρτιά ώστε να είναι κατωχειρομενος.

Του έδωσε τη λίρα, και την άλλη μέρα το Τουρκάκι την επέστρεψε  πληρώνοντας τον επιπλέον τόκο πέντε σελίνια.

-Μα είναι πολλά,

λέει ο τοκογλύφος, αλλά το Τουρκάκι του απαντά.

-Πάρτα με βοήθησες, είναι εντάξει.

Αυτό επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά, και ο τοκογλύφος ήταν χαρούμενος για την τόσο εύκολη κερδοφόρα συναλλαγή. Όμως θέλοντας να τηρήσει τα προσχήματα και να μην φαίνεται ότι τον εκμεταλλεύεται, την δεύτερη φορά επέμενε πιο πολύ από την πρώτη ότι ο τόκος ήταν ψηλός.

Τότε το Τουρκάκι έχοντας τον φέρει εκεί που ήθελε, του απαντά,

-Άκου να δεις, εγώ είμαι περήφανος άνθρωπος, στα δίνω γιατί έτσι θέλω και νιώθω, πάρτα, και σιώπα. Να ξέρεις, όμως, όταν σου χρωστώ ποτέ σου μην μου τα ζητάς, εγώ θα σε βρίσκω και θα σε πλερώνω. Έτσι και τα ζητήσεις, θα τα χάσεις, συμφωνείς;

Ο τοκογλύφος συμφώνησε, αφού είχε πιστέψει ότι δεν είχε φόβο από το Τουρκάκι.

Σε δυό τρείς ημέρες το Τουρκάκι ζητά άλλη μια λίρα δανεική…

Περνά μια μέρα, περνούν δύο, τρείς και τέσσερις. Κάθε μέρα στο ίδιο καφενείο, κάθε μέρα συναντιούνται, καμιά κουβέντα για τα δανικά.

Η ανησυχία κυρίευσε τον Τοκογλύφο, κατάλαβε το παιχνίδι που του έστησε ο νεαρός. Αφού έκαμε ακόμα λίγη υπομονή, σίγουρος ότι θα έχανε τη μια λίρα που του έδωκε δανική, την έβδομη μέρα δειλά και ευγενικά, ζήτησε πίσω τα χρήματα του…

-Ααα, έχασες, δεν τα παίρνεις, η συμφωνία τηρηθεί. Είχαμε συμφωνήσει πως θα στα έδινα εγώ μόνος μου, αν τα ζητούσες, θα τα έχανες.

Έτσι έχασε από αυτή τη συναλλαγή το ποσό των δέκα σελινιών, τόση ήταν η διαφορά της προσθαφαίρεσης από το δούναι και λαβείν της δανειστικής αυτής πράξης που έγινε χωρίς να τηρηθούν χαρτιά και υπογραφές.

O ΚΛΕΑΘΘΟΣ

Μια φορά κάπου στα 1950, ήταν μια κοπέλα που ζούσε πολύ φτωχικά με την μεγαλύτερη της αδελφή, ήσαν ορφανές και από μάνα και πατέρα. Μια μέρα, η μεγάλη έστειλε την μικρή να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά ήταν λίγο αγαθή η μικρότερη κόρη, έτσι αντί να παλουκώσει τον γάιδαρο σε τόπο με βοσκή, τον άφησε να γυρνά ελεύθερα χωρίς να τον δέσει. Χωρίς να έχει ένοια να τον προσέχει, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο μιας τρεμιθιάς να κοιμηθεί, και το γαϊδούρι της μπήκε σε ένα ξένο χωράφι και άρχισε να τρώει τα σπαρμένα.

Ο Κλέαθθος το παλικάρι, έτσι τον φώναζαν, ήταν ο Τουρκόπουλος του χωριού, και εκείνη την ώρα έτυχε να περάσει από εκεί, είδε το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, οπότε κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε.

Το διοικητικό σύστημα ήθελε τους παραβάτες να πληρώνουν ένα σελίνι πρόστιμο για να πάρουν πίσω τα κατασχεμένα ζώα τους.

Βλέποντας λοιπόν ο Τουρκόπουλος την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,

-Που κόρη θωρείς ακίνητη, που τρέσιει ο λοϊσμός σου, τσιαί έν είες τον γάρον σου που βόσιει στο αλώνι;

Ο Κλέανθος ήταν φημισμένος τσιαττιστής, και επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι του, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή γυναίκα, έτσι κάνοντας τον αγριεμένο για να τη συνετίσει, της έκαμε αυστηρή παρατήρηση και της έδωσε τον γάιδαρο χωρίς να της κόψει πρόστιμο.

Δουλειά του Τουρκόπουλου ήταν να φυλάει τους αγρούς και τα χωράφια από ζώα, κοπάδια και κλέφτες για να μην κάνουν ζημιές στις ξένες περιουσίες. Όταν έβρισκε ζώα αδέσποτα, τα μάζευε και τα έκλεινε σε ένα ειδικό περιφραγμένο χώρο στην πλατεία του χωριού, και ύστερα για να τα παραδώσει στους ιδιοκτήτες, έπρεπε να εισπράξει από αυτούς πρόστιμο για κάθε ζώο ένα σελίνι, καθώς επίσης ένα ποσό ανάλογα με τις ζημιά που είχαν προκληθεί.

Ο Κλεάνθης Κωνσταντίνου ή άλλως Κλέαθθος το παλικάρι όπως όλοι τον φώναζαν, διορίστηκε Τουρκόπουλος και υπηρέτησε από το 1948 έως το 1968. Είχε την μεγαλύτερη υπηρεσία από όλους τους άλλους συναδέρφους του που υπηρέτησαν στην κοινότητα της Χλώρακας. Μια από τις ασχολίες του στο επάγγελμα την οποία εξασκούσε με πολλή ευχαρίστηση, ήταν να συνοδεύει στις επισκέψεις τους στην κοινότητα τους αξιωματούχους της Κυβέρνησης, ακόμα ήταν ο προπομπός τους καθώς και ο αγγελιαφόρος για τα διάφορα φιρμάνια και ανακοινώσεις που αφορούσαν τους κατοίκους.

Ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας ήταν ξακουστός σε όλη την Επαρχία της Πάφου, και εκτός από τη φήμη του στο τσιάττισμα και στο τραγούδι όπου για κάθε περίσταση τσιάττιζε με επιτυχία τους κατάλληλους στίχους, ήταν ανίκητος σε όλους τους διαγωνισμούς.

Στους αγρούς που γύριζε ολημερίς φυλάγοντας τις περιουσίες του κόσμου, καθώς είχε φλέβα καλλιτεχνική το μυαλό του μέσα στην ελεύθερη φύση γύριζε και κατεβάζοντας ιδέες, στοίχιζε τσιαττιστά, ακόμα συνταίριαζε μικρές φανταστικές χαρούμενες ιστορίες που είχαν παραβολικό και διδακτικό χαρακτήρα και τις έλεγε στα μικρά παιδιά, που τον αγαπούσαν και τον έτρεχαν ξοπίσω.

Αν όλα όσα τσιάττιζε τα κατέγραφε, θα είχε γράψει ίσως τόμους βιβλίων, και σήμερα ύστερα από χρόνια που πέθανε, θα λογαριαζόταν σίγουρα λαϊκός ποιητης.

Η οικογένεια του ήταν πολυμελής, αποτελείτο από εφτά άτομα, είχε ακόμα υπό την φροντίδα του άλλα πέντε εγγόνια, μικρά παιδιά που είχαν χάσει τον πατέρα τους πολύ ενωρίς και έμειναν στον κόσμο έρμα καθώς η μάνα τους πολύ νέα, ξαναπαντρεύτηκε αφήνοντας τα ορφανά στην επίβλεψη του παππού τους.

Η ζωή εκείνους τους καιρούς ήταν δύσκολη, και έπρεπε με το χαμηλό του μισθό που δεν αρκούσε, να τους φροντίσει όλους, Γι αυτό κατέβαλλε συνεχώς μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει.

Με κάθε οικονομία και προσπάθεια πάλευε καθημερινά για τον επιούσιο. Μάζευε αγριόχορτα από τους αγρούς, τρυγούσε τρεμίθια και τα άλεθε στο μύλο να βγάλει λάδι, και όταν αυτό δεν αρκούσε, ξεκινούσε περπατητός από τη Χλώρακα μέχρι το Νέο Χωρίο Πόλεως Χρυσοχούς, να αγοράσει ένα τενεκέ λάδι γιατί εκεί ήταν πιο φτηνό. Δεν είχε δικό του ζώο να καβαλικέψει, έτσι διανούσε την μεγάλη απόσταση περπατητός, φορτωμένος τον τενεκέ με το λάδι, θέλοντας έτσι να γλυτώσει έστω το κόμιστρο της συγκοινωνίας και με αυτό τον τρόπο αλλά και άλλους, εξοικονομούσε χρήματα για τις πιο απαραίτητες ανάγκες της πολυπληθούς οικογένειας του.

Σαν νέος είχε και αυτός τις χαρούμενες ιστορίες του. Κάποια φορά με την παρέα του πήγε σ ένα γάμο στο διπλανό χωριό, στην Κισσόνεργα. Εκείνες τις εποχές μετρούσε πολύ η παλικαριά και η ανδρειωσύνη, γι αυτό οι νέοι αναμεταξύ τους πάλιωναν για να αποδείξουν τη δύναμη τους και να καταδείξουν την αξία τους. Εκείνη τη φορά μια μεγαλύτερη παρέα Κισσονεργήτες, τους προκάλεσαν σε καυγά και πάλιωμα. Ήσαν πιο μεγαλόσωμοι τους, φαινόταν καθαρά ότι ο αρχηγός τους ήταν πολύ δυνατός. Όλοι έμειναν φοβισμένοι χωρίς αντίδραση, μονό ο Κλέαθθος βλέποντας τους όλους να μένουν δειλοί. Μη αντέχοντας την προσβολή, βγήκε μπροστάρης να τους αντιμετωπίσει.. Έδειξε παλικαριά, όλοι τον θαύμασαν, και από τότες του κόλλησαν το τιμητικό παρατσούκλι και όλοι τον ονόμαζαν το παλικάρι.

Είχε πραγματικώς περίσσια παλικαριά, μια φορά μέσα στο ’55 όταν τον συνέλαβαν οι Άγγλοι και τον βασάνισαν σκληρά για να προδώσει αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αυτός δεν λύγισε, υπέμενε τα βάσανα, και δεν μίλησε. Ήταν η τελειωτική απόδειξη της παλικαριάς του, που ενώ γνώριζε πράγματα για τον αγώνα δεν λύγισε από τα σκληρά βασανιστήρια τα οποία κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να αντέξει.

Ως στα γεράματα του των 90 χρόνων και πλέον που έζησε, τον ονόμαζαν όλοι με σεβασμό, «το παλικάρι».

Ήταν μια μορφή που δεν θα ξεχαστεί οσο υπάρχουν αυτοί που τον γνώρισαν, γιατί ήταν ξεχωριστός και διαφορετικός άνθρωπος. Κυρίως τον ενθυμούνται όλοι γιατί σαν μικρά παιδιά τους έλεγε ιστορίες και παραμύθια, τους έδινε ελπίδες σε εποχές δύσκολες, τους απάγγελλε τα ωραία τσιαττιστά που πολλοί ακόμη ενθυμούνται, ήταν με ένα τιαττιστό στα χείλη που άφησε την πνοή του στα 96 του χρόνια. Κάποιος φίλοε του χωριανός τον επισκέφτηκε λίγες μέρες πριν πεθάνει, και θέλοντας να διαπιστώσει την διαύγεια πνεύματος του τον αστείεψε με ένα τσιαττιστό λίγο υποτιμικό, αλλά αυτός αμέσως του απάντησε:

«Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,

γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,

θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να ξημερώσει».

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΥΠΗΤΕΡΕΣ

ΑΕΡΙΚΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι εκ παραλλήλου με τα πνεύματα που υπάρχουν στη Γη στη Θάλασσα και στους βυθούς, γεμάτος από δαιμόνια είναι και ο αήρ ο ευρισκόμενος «ύπερθεν ημών και περί ημάς». Με ανάλογες δε δοξασίες που έντονα εμπλουτίσθηκαν κατά τη Τουρκοκρατία φτάνουμε στη σημερινή Σολομωνική (δαιμονολογία). Η Κλείδα του Σολομώντος ή Σολομωνική είναι ένα βιβλίο μαγικών αποδιδόμενο στον βασιλέα Σολομώντα. Λένε ότι είναι απαγορευμένο και ότι είναι επικίνδυνο για όποιον διαβάσει το αυθεντικό. Περιέχει κλητεύσεις και επικλήσεις για να κληθούν πνεύματα νεκρών από την Κόλαση που είναι δαίμονες ή τιμωρημένες ψυχές. Και για να προστατευτεί ο επικαλεστής (καλούμενος ως εξορκιστής) από αυτούς και από μια πιθανή προσπάθεια δαιμονισμού, υπάρχουν κατάρες ώστε να υποχρεώσουν τα απρόθυμα πνεύματα να υπακούσουν.

Με αυτή μου τη διήγηση θα αναφερθώ σε ένα παράξενο περιστατικό που συνέβηκε σε ένα τόπο που οι πρωτινοί έλεγαν ότι είναι διάβα αερικών. Είναι η περιοχή «Σταυρός», κάτω από την τοποθεσία «Σκαλί», ένα σταυροδρόμι δρόμων που οδηγεί στην παραθαλάσσια περιοχή «Δήμμα». Εάν πάρουμε την νοητή ευθεία «Μήλα» (ένα άλλο διάβα αερικών) και «Σταυρός», κατευθυνόμαστε στο πέλαγος όπου από το μακρινό του βάθος βγαίνει ο Σορόκος, ο άνεμος που όταν θυμώσει τσακίζει σκάφη όπως π.χ. το 1810 το «χρυσοκάραβο», ένα επιβατικό πλοίο που τσακίστηκε στις ξέρες του Φερφουρή και πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες, ή τα πρόσφατα χρόνια το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου «Δημήτριος» που είναι σφηνωμένο στις ίδιες ξέρες. Όταν μετά το θέριεμα του ο Σορόκος ηρεμεί και γλυκοφυσά ήσυχα και απαλά, σημάδι ότι το καλοκαίρι φεύγει και έρχεται το μουντό και γκρίζο φθινόπωρο, και όταν η θάλασσα είναι γαληνεμένη σαν σε απανεμιά, τότες με την βοήθεια αυτού του ανέμου βγαίνουν συνηθως μες τα δειλινά, τα Αερικά έξω στη στεριά και αναζητούν το γραμμένο πεπρωμένο τους που καθορίστηκε τον καιρό εκείνο που όντας ήσαν άνθρωποι ή ζώα τους έτυχε η μοίρα να καταδικαστούν να γίνουν δαίμονες και εξωτικά.

Η Μαρία του Γιωρκουθκιού καβαλικεμένη στον γάιδρο της πήγαινε  στη Μωροζό να ποτίσει το χωράφι. Είχε φτάσει στο Σταυρό, και ξάφνου κατάλαβε ότι το δροσερό αεράκι που φυσούσε σταμάτησε απότομα, και έπεσε απόλυτη ησυχία σαν  βαριά σιωπή. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, και ο γάιδαρος που καβαλούσε τσουλόκατσε και άρχισε να γκαρίζει φοβισμένα. Σκέφτηκε πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε και δεν κατάλαβε αν σκοτείνιασαν τα μάτια της και έβλεπε τα γύρω γκρίζα, ή σκοτείνιασαν τα βάθη του ορίζοντα και η πλάση γύρω της.

Κατέβηκε από το γάιδαρο και τραβώντας τον με το ζόρι συνέχισε το δρόμο της βιαστικά φοβισμένη και ανήσυχη από τα παράξενα καιρικά φαινόμενα.

Εκεί που βιαστική περπατούσε στο μονοπάτι, ξάφνου παρουσιάστηκε  μπροστά της ένα μικρό παιδάκι που περπατούσε κι αυτό πολύ γρήγορα. Σκέφτηκε πως κάπου κοντά θα ήταν οι γονείς του, και βιαστική καθώς ήταν φοβισμένη, προχώρησε και το προσπέρασε. Σε λίγη απόσταση όμως, ξανασυναντά το ίδιο παιδάκι, αυτή τη φορά όμως της φάνηκε μεγαλύτερο σε ηλικία. Και ακόμα παρακάτω, πραγματικός τρόμος, την κυρίευσε καθώς μπροστά της είδε το παιδί σε μεγάλη ηλικία πλέον, με σιδερένια στολή και μια μεγάλη σπάθα στο χέρι να την κραδαίνει και να τρέχει όπως κάποιον να κυνηγάει, ενώ το στόμα του ήταν ανοιχτό φώναζε, χωρίς όμως να βγαίνουν φωνές, παρά ιαχές ακαταλαβίστικες, που συγχέονταν με καλπασμούς αλόγων, χωρίς όμως να υπάρχουν άλογα.

Με πραγματική ανησυχία και πρισσότερο φόβο πλέον, άρχισε να επικαλείται τον Χριστό και την Παναγία, και ώ του θαύματος, όλα χάθηκαν, ο ήλιος φανερώθηκε, και όλα ήταν όπως πριν.

Η Μαρία του Γιωρκουθκιού πήρε μεγάλη τρομάρα και δεν της έφυγε ο φόβος σε όλη την υπόλοιπη της ζωή, παρ όλο που της εξήγησαν αργότερα πως εκεί ήταν πέρασμα αερικών, που κατά καιρούς κάποιο αόρατο καραβάνι κάποιας άλλης εποχής, περνούσε από το πέρασμα.

Από εκείνη την μέρα η Μαρία του Γιωρκουθκιού, δεν ξαναπέρασε από τον ίδιο δρόμο.

ΟΙ ΑΝΕΡΑΔΕΣ

Μια φορά τον παλαιόν καιρό στα Παλιόκαστρα της Πάφου, ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο από βλάστηση κάμπο στο χωριό της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα και πλούσια βοσκή, αλλά και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Το ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το δρόμο του.

Τα πρόβατα απλώθηκαν και έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει. Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει και την άλλη μέρα το πλούσιο χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την δροσιά του καιρού και την ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και διαπιστώνοντας πως είχε τροφή και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό που σκέφτηκε.

Όταν τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως είναι οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε  στους οιωνούς, ακούγοντας τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.

Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον γλυκό του  ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά της λίμνης. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που τον επηρέασαν.

Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν αληθινά. Ήταν πραγματικές νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.

Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς φασαρία, και σίμωσε κοντά τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε την καρδιά του.

Και ανάμεσα σε όλες, ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από τις άλλες.

Απέμεινε να τις κοιτάζει ώρα πολλή, και λίγο πριν το ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα τραγούδια τους.

Από εκείνο τον καιρό η όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε με πάθος, και μαράζωνε και ήταν πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν, και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.

Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει άλλους ανθρώπους μήπως ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί, ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν αδύνατο, γιατί οι ανεράδες ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της ημέρας και να λουστούν στις ακτίνες του ήλιου.

Έκατσε το βοσκόπουλο και σκέφτηκε καλά τι να κάμει, και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.

Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του, και τα έβαλε σε εφαρμογή. Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή λίμνη, και οπλισμένος με υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι που έστησε.

Πέρασαν μέρες και οι νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.

Πέρασαν κι άλλες μέρες, και ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι  να γεμίζουν με όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.

Όταν οι νεράιδες μέσα στη λίμνη άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του ευκαλύπτου που απλώνονταν πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη, και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά, φόβισε τις άλλες νεράιδες που έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν

Έμεινε να την κοιτάζει στο σπαρτάρισμα και στο φόβο της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά περίμενε μέχρι που ο Ήλιος ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα νεράιδα.

Και αμέσως αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και έμεινε μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.

Χαρούμενο το βοσκόπουλο έσκυψε και την απελευθέρωσε, την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί αυτός θα την προστατεύσει.

Την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε. Από εκείνο τον καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η μαγική αύρα που περιέβαλλε την καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε πλούτη και περιουσία, και έγινε άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς απόκτησε με την καλή του και μια όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.

Και ο καιρός περνούσε, και ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός, απέκτησε πολλά πρόβατα και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας δίπλα του τις δυο αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλά να αγοράσει τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην αγαπημένη του σύζυγο, που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική και αγέλαστη. Σκέφτηκε πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε τη χαρά της.

Αυτό έκαμε λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε στην κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.

Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.

Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε κοντα  της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…

ΑΝΕΡΑΔΑ Η ΜΑΡΓΑΡΙΝΗ

Οι άνθρωποι συνήθως είναι προληπτικοί, και πιστεύουν σε δοξασίες και φοβούνται τις ανεράδες και τα φαντάσματα. Τα παλαιότερα χρόνια επηρεάζονταν περισσότερο από σήμερα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος ένεκα της φτώχειας που επικρατούσε, δεν είχε πρόσβαση στη μόρφωση.

Η λαϊκή παράδοση δημιούργησε μύθους και ιστορίες για Ανεράδες και Νηριείδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Που τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες, δηλαδή γυναίκες ανέραστες.Οι ανεράδες είναι κόρες λεπτές, ψηλές και όμορφες, που συχνάζουν σε μυστηριώδεις τόπους, καθώς μέσα σε θάλασσες και λίμνες.

Στα παλιά χρόνια ήταν μια όμορφη κόρη ενός πλούσιου τσιφλικά που την έλεγαν Μαργαρινή. Ήταν λυγερόκορμη και πανέμορφη, άλλη σαν κι αυτήν δεν υπήρχε σε όλο τον τόπο. Ρηγόπουλα και πριγκιπόπουλα την ζητούσαν σε γάμο, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα, και δεν είχε στο μυαλό παντρειά. Είχε άλλα ενδιαφέροντα, αλλά περισσότερο της άρεσε να γυρνά στην πλάση, και ειδικότερα σε τόπους με τρεξιμιά νερά, με ποταμάκια και λίμνες και άγρια βλάστηση. Ζούσε στο μεγάλο σπίτι του πατέρα της με δούλες να την υπηρετούν, και τεράστιους κήπους που έφτιαξε γι αυτήν ο πατέρας της καθώς την έβλεπε πόση αγάπη είχε για τη φύση. Είχε με λίγα λόγια όλες τις ανέσεις, και ότι άλλο επιθυμούσε.

Όμως παρ όλα αυτά, δεν ήταν ευχαριστημένη. Ευχαριστιόταν μόνο όταν με την δούλα έβγαιναν περίπατο και τα βήματα της ασυναίσθητα την οδηγούσαν έξω από το χωριό, σ ένα τόπο όμορφο καταπράσινο με ψηλά δένδρα, μια καταπράσινη μικρή όαση μέσα στον κατάξερο κάμπο που τον περιέβαλλε, όπου μέσα μια μικρούλα λίμνη που σχηματιζόταν από νερό που ανέβλυζε από ένα λαγούμι, έδινε περίσσια ομορφιά στο τοπίο. Γι αυτή τη λίμνη λέγονταν ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν Ανεράδες και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, και όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη παίρνοντας τες μαζί τους.

Αυτός λοιπόν ο τόπος άρεσε πολύ στη Μαργαρινή όπως κάτι υποσυνείδητο να την συνέδεε μαζί του, κάτι βαθύ και άγνωστο, μια αγάπη βαθιά που την έλκυε και την έδενε με το μέρος.

Καθημερινά από μικρούλα έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.

Ώσπου μια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα, τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη. Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη ανεράδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε προς το μέρος της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό μέσα στη λίμνη ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…

Με το ξημέρωμα της μέρας όταν ανακάλυψαν την εξαφάνιση της, άρχισαν όλοι να την ψάχνουν, μα άδικα. Έψαχναν μέρες, μα τίποτα. Θλίψη πλάκωσε στο μεγάλο σπίτι, και ανείπωτο μαράζι σπάραζε την καρδιά των γονιών της που μέσα τους ήξεραν πως δεν είχαν ελπίδα καθώς γνώριζαν τι είχε συμβεί.

Απαρηγόρητος ο πατέρας της έριχνε τφταίξιμο πάνω του, γιατί ήξερε πως ο χαμός της ήταν τιμωρία για τον ίδιο, για πράξεις παλιές δικέςς του, όταν αγνοώντας τους φυσικούς νόμους, στράφηκε  ενάντια στη φύση των Ανεράιδων.

Έφερε στο μυαλό του κάποιον παλιό καιρό σε εκείνο τον καταπράσινο κάμπο με τη μικρή λιμνούλα, που εξελίχτηκε η δική του ιστορία αγάπης. Μέσα σε εκείνη τη λιμνούλα πρωτόειδε μια όμορφη νεράιδα, τη μάνα της κόρης του, που κεραυνοβόλα την αγάπησε και βίαια την αιχμαλώτισε και την παντρεύτηκε.

Τώρα λοιπόν, οι κακές νεράιδες τον εκδικήθηκαν. Μάγεψαν την όμορφη κόρη του και

την κάλεσαν κοντά τους. Και η ίδια σαν απόγονος τους, με χαρά έτρεξε κοντά τους

χωρίς να λυπηθεί τον πατέρα της και τη μάνα της καθώς ήταν μάγισσα νεράιδα που

μέσα στην καρδιά της δεν χωρούσε λύπη και αγάπη.

Εκείνος ο τόπος ήταν καταπράσινος όπως μια όαση σε έρημο και ονομαζόταν Καπυρός. Ήταν μια περιοχή λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα που έσβηνε στα ριζά των υψωμάτων όπου πάνω τους ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας. Ονομαζόταν Καπυρός γιατί εκεί που τέλειωνε ο κάμπος και αρχίνιζε το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό, οι γκρεμμοί αποτελούνταν από πλατιές λίες πέτρες, και όταν πάνω τους χτυπούσε ο ήλιος την ώρα που έγερνε να δύσει, αντανακλούσε και παρήγαγε μεγάλες θερμοκρασίες, και αφόρητη πυρά (ζέστη), εξ ου το όνομα κα-πυρός.

Και περνούσε ο καιρός, το αρχοντικό ντύθηκε στα μαύρα, κανείς δεν γελούσε, και μια κατήφεια σιωπής και νεκρικής σιγής, φόρτιζε την ατμόσφαιρα κάνοντας τα όλα μουντά και άραχνα. Και καθημερινά ο λυπημένος πατέρας ξενυχτούσε δίπλα στη λίμνη κλαίγοντας και περιμένοντες τις ανεράδες να εμφανιστούν, για να τις παρακαλέσει να του δώσουν πίσω την κόρη του.

Και μια νύχτα μεσάνυχτα με το φεγγάρι ολόγιομο, βγήκαν οι ανεράδες και έστησαν χορό μέσα στα νερά της λίμνης. Και είδε ανάμεσα τους την κόρη του πιο όμορφη απ όλες να λάμπει από χαρά και να χορεύει ξένοιαστα και ευτυχισμένα μαζί τους.

Τότε κατάλαβε πως η κόρη του ήταν μια πραγματική νεράιδα που ήταν περισσότερο ευτυχισμένη στο φυσικό της περιβάλλον παρά μαζί του, και πώς όλη του την αγάπη και όλα τα πλούτη του κόσμου να της έδινε, δεν θα την έκαναν περισσότερο ευτυχισμένη. Σκέφτηκε πως εκεί έπρεπε να την αφήσει, εκεί όπου πραγματικά ένιωθε ευτυχισμένη. 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ

Ένα καλοκαιρινό δείλη όταν ο ήλιος έδυε στον κοντινό ορίζοντα της θάλασσας της Χλώρακας, ενώ ο γέρο Αζίνας επέστρεφε από το καφενείο στο σπίτι του, είδε μια μεγάλη λάμψη ολόλαμπρη, να βγαίνει και να φωτίζει άπλετα το σύθαμπο του δειλινού, από ένα βαθούλωμα της γης στην τοποθεσία «Κλούνοι», κάτω από το δυτικό οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας.

Ήταν μια απίστευτα έκθαμβη λάμψη που θάμπωνε τα μάτια του και έφεγγε όπως τον ήλιο του μεσημεριού μέσα στο σύθαμπο του σκοταδιού που σιγά απλωνόταν, την ώρα που βουτούσε μέσα στη θάλασσα πέρα στον βαθύ ορίζοντα.

Ένιωσε μια εσωτερική έλξη να πηγάζει από εντός του και άγνωστες δυνάμεις παρορμητικά να τον οδηγούν προς το μέρος εκείνο, ενώ μια κατήφεια του παρέλυσε τη σκέψη χωρίς τίποτε άλλο να μπορεί να σκεφτεί. Έσυρε το βήμα του με βία, και σχεδόν τρέχοντας να προλάβει το κάλεμα της πύρινης φωτιάς σκουντουφλώντας σε πέτρες και άγριες σχοινιές που βλάσταιναν παντού, έφτασε στους Κλούνους και στάθηκε στην άκρια του γκρεμνού που από κάτω απλωνόταν κατάφυτη πυκνή άγρια βλάστηση, και από μέσα έβγαινε η μεγάλη έκθαμβη λάμψη. Μια χρυσή φωτιά, μια όμορφη και μαγευτική λάμψη που σαν μαγνήτης οδήγησε τα βήματα του εκεί.

Ήταν το αντανάκλεμα του ήλιου που έγερνε να δυσει, πάνω στο χρυσάφι που ήταν στιβαγμένο μέσα σε μια σπηλία, είπαν αργότερα οι άνθρωποι.

Κυριευμένος από άγνωστες ερινύες που τον καλούσαν, ήταν έτοιμος να δρασκελίσει τον γκρεμνό και να βουτήξει στο άπλετο φώς που διαχεόταν πανέμορφο στην ατμόσφαιρα, και να λουστεί στο χρυσαφένιο χάδι του φωτός, και μέσα εκεί, παντοτινά να μείνει.

Και ώ το θαύμα, όταν γερμένος έτοιμος μέσα στο κγρεμμό να γείρει να πέσει, δια μιας το φως έσβησε και χάθηκε το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί. Και ξυπνώντας από το λήθαργο, μονομιάς τραβήχτηκε πίσω γλυτώνοντας την τελευταία στιγμή να πέσει να σκοτωθεί.

Έντρομος κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε καταλαβαίνοντας τί παρ ολίγο να έιχε κάμει, και με τα πόδια του να λυγίζουν από φόβο, γονάτισε και εκστατικός δόξασε το θεό που γλύτωσε.

Έμεινε κάτω στη γη πολλή ώρα ώσπου να συνέλθει, και προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο νους του πήγε σε συναφορές άλλων παλαιότερων γερόντων από αυτόν, που έλεγαν για το σπήλαιο της Αγίας Μαρίνας. Για ένα θεόρατο κτίριο γεμάτο χρυσάφι από τάματα στην θαυματουργή Αγία που είχαν κτίσει σαν εκκλησάκι της εκεί πιστοί Χριστιανοί, αλλά που θάφτηκε και χάθηκε μέσα στη γη κατά τον μεγάλο σεισμό του 1443. Και από τότες λένε οι άνθρωποι, στην περιοχή εκεί, στο τρίγωνο ανάμεσα της εκκλησιάς του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας και της εκκλησιάς του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα, υπάρχει η σπηλιά αυτή μέσα στη γη, γεμάτη χρυσάφι αμύθητης  αξίας.

Και λέει η τοπική παράδοση, πως το χρυσάφι η Αγία Μαρίνα το έχει ταγμένο να χρησιμοποιηθεί σε χρόνια και καιρούς όταν θα έρθει η ώρα για το λευτέρωμα της Πόλης. Και όταν βρεθεί λένε, για να ξοδευτεί θα χρειαστεί αιώνες. Ακόμα κάποιοι λένε πώς το στόμιο της σπηλιάς ανοίγει μια φορά κάθε εφτά χρόνια και παραμένει ανοιχτό μόνο στιγμές και αμέσως ξανακλείνει. Και ο πρώτος που θα  προλάβει να μπει μέσα και να αντικρύσει το εσωτερικό της σπηλιάς, θα προλάβει να δει τα πλούτη, μα δεν θα το πει πουθενά, γιατί θα πεθάνει στη στιγμή. Είναι μια κατάρα που υπάρχει ώστε να προστατευτούν τα αμύθητα πλούτη στον αιώνα τον άπαντα, έως το πλήρωμα του χρόνου καθώς έτσι έταξε ο ίδιος ο Θεός.

Κάποιοι γέροντες ισχυρίζονται πως το χρυσό σπήλαιο δεν είναι γεμάτο με θησαυρούς της Αγίας Μαρίνας, αλλά μέσα ευρίσκεται η χρυσή άμαξα της Ρήγαινας των Παλαιοκάστρων που κυβερνούσε την Πάφο τα παλαιότερα χρόνια όπου Σαρακηνοί πειρατές κατέπλεαν στις ακτές για πλιάτσικο, την οποία οι κάτοικοι έκρυψαν για να μην την αρπάξουν λάφυρο οι οχτροί.

Ήταν μια χρονική περίοδος που οι κάτοικοι για να γλυτώνουν τις περιουσίες τους και τις ζωές τους από επιδρομείς, έκτιζαν τις καλύβες τους σε υψώματα και κατόπτευαν τη θάλασσα ώστε όταν έβλεπαν στα βάθη της να πλέουν πειρατές, έκρυβαν τα υπάρχοντα τους σε κρυψώνες και σπηλιές που είχαν έτοιμες γι αυτές τις περιπτώσεις.

Λίγο χαμηλότερα  από τους γκρεμμούς των Κλούνων κοντά στη θάλασσα, ήταν μια στράτα που οδηγούσε στα λουτρά της Αφροδίτης, που όπως λέει ο τοπικός μύθος την διάβαινε με τη χρυσή της άμαξα η Ρήγαινα καθώς και στα αρχαιότερα χρόνια η Θεά Αφροδίτη πηγαίνοντας στην Πόλη της Χρυσοχούς όπου λούζονταν στα ξακουστά ιαματικά λουτρά που βρίσκονται εκεί. Όταν μια μέρα η Ρήγαινα θεά Αφροδίτη περνούσε στη στράτα, φάνηκαν από τα πελάγη οι πειρατές να πλέουν προς τη ακτή της Χλώρακας, οπότε η βασίλισσα πρόσταξε τους χωρικούς να κρύψουν τη χρυσή αμαξά της για να μην την αρπάξουν οι Σαρακηνοί.

Την άμαξα την έκρυψαν σε μια σπηλιά και γλύτωσε, και ποτέ δεν ξαναβρέθηκε. Για αιώνες η φήμη αυτή κυκλοφορούσε στους ανθρώπους, και πολλοί πάσκισαν να την βρουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα μέχρι πρόσφατα στα τέλη του περασμένου αιώνα, κάποιοι Αρχαιολόγοι και κυνηγοί θησαυρών από τη Γερμανία, ήρθαν με σύγχρονα μηχανήματα και έψαξαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Και έμεινε η ιστορία να διαδίδεται σαν θρύλος και όμορφο παραμύθι που λένε στα παιδιά.

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Τ' ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ο Αντωνής ήταν ένας απλός και καλοκάγαθος, υπομονετικός και πονόψυχος γεωργός που αγωνίστηκε σκληρά με τη γη βοηθώντας τη μάνα του και τον κόσμο γύρω του, και υστερότερα την πολυμελή οικογένεια που έκαμε όταν παντρεύτηκε μια καλή χωριανή του,  που μέσα στα χωράφια όταν ο ήλιος τον χτυπούσε κατακούτελα στα πυκνά μαλιά και στο τετράγωνο πρόσωπο, φάνταζε μοναχός σαν βαθιά ριζωμένος στύλος μέσα στον κάμπο.

Σας διηγούμαι αυτή την ιστορία για τη μάνα του, που μου την διηγήθηκε ο ίδιος μια μέρα σαν τις πολλές που σχεδόν καθημερινά καθόμασταν στο καφενείο του Κωστή και συνομιλούσαμε με τις ώρες. Ήταν γέρος πλέον όταν ανακάλυψα τις απεριόριστες γνώσεις που κατείχε, αυτός ένας αγράμματος χωρικός που ίσως με δυσκολία πήγε λίγες τάξεις στο δημοτικό. Του άρεσε να διαβάζει από μικρός, είχε διαβάσει ότι βιβλία και περιοδικά εκείνους τους καιρούς πριν ξεθωριάσει το φως του μπόρεσε να βρεί, και με το μεγάλο του μνημονικό ήξερε πολλά πράγματα που τα θυμόταν με απόλυτη διαύγεια. Του άρεσε να μιλά για τις αρχαίες δοξασίες, τα ήθη, τα έθιμα, και τις προλήψεις που γεννήθηκαν μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Για τις παραδόσεις και τις σημερινές δοξασίες στις οποίες πιστεύουν οι άνθρωποι πότε βάσιμα και πότε όχι, κάποιες που ίσως φοβίζουν, που όλες όμως δείχνουν τον τρόπο με τον οποίον οι απλοί άνθρωποι αντικρίζουν και εξηγούν τα διάφορα παράξενα φαινόμενα.

Από αυτόν έμαθα πολλά για τις συμπεριφορές των παλιών κατοίκων, καθώς και για τον τρόπο που διαβιούσαν, την πίστη τους και τα ιδανικά τους τα οποία και μετέφερα μέσα στα διάφορα διηγήματα μου που δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εφημερίδες περιοδικά και βιβλία.

Θυμάται ο Αντωνής τ΄ Αλέξανδρου που τούλεγε η μάνα του μια ιστορία, ότι από τη ρεματιά που βρισκόταν κάτω δίπλα στην αυλή τους, υπήρχε αερικό. Δηλαδή υπήρχε πέρασμα φαντασμάτων και ανεράδων που έζησαν σε παλαιότερες ή παράλληλες εποχές.

Τα περασμάτα αερικών είναι συγκεκριμένες περιοχές όπου συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Βουή αέρα ακουγόταν χωρίς να κουνιέται φύλο, ενώ ο αέρας πολλές φορές έφερνε φωνές ή γέλια. Ήταν συνήθως ρεματιές που κατέληγαν στη θάλασσα ή σε μεγάλους κάμπους που κατά τη διάρκεια της βουής όσα ζώα βρίσκονταν εκεί έσκαγαν και πέθαιναν.

Από τα αερικά περάσματα διάβαιναν ακόμα ξωτικά ανθρωπάκια όπως τα αγγελάκια, που όταν παρεξηγούνταν από τις κακές συμπεριφορές των ανθρώπων, γίνονταν κακά και σκανδαλιάρικα. Περνούσαν ακόμα θηλυκά πνεύματα των βουνών, των λόφων και των ποταμιών που λάτρευαν το χρώμα του αέρα και ήταν αόρατα αερικά όλου του κόσμου.

Σε τέτοια μέρη, οι αρχαίοι άφηναν τα άρρωστα μωρά χωρίς ελπίδα ζωής, να πεθάνουν, γι αυτό τα μέρη αυτά δεν έπρεπε να κατοικούνται.

Τέτοια μέρη ήταν γνωστά στους κατοίκους, και έτσι απέφευγαν να ζουν οι ίδιοι ή να αφήνουν τα ζώα τους, ειδικά τις νύχτες.

Ήταν λοιπόν η ρεματιά των «Μήλων» στη γειτονιά του πατρικού σπιτιού του Αντωνή τ’ Αλέξανδρου ένα πέρασμα αερικών, που βρισκόταν στα ριζά του υψώματος της αυλής του, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Ήταν εκεί που γκρεμίστηκε από μια τρεμιθιά παλιότερα ο Γιαννάτσιης ένας άλλος χωριανός που πέθανε από το πέσιμο, που το αίμα του πότισε τη γη, και οι χωριανοί έλεγαν ότι το γέμα του κογκούσε.

Μια ζοφερή γεμάτη υγρασία μέρα κάποιου καλοκαιριού, η Φκωνού ήταν στο σπίτι μοναχή. Ο γιος της έλειπε έξω στα χωράφια που πήγε να ποτίσει, ενώ αυτή έβαλε την μαείρισσα στη νηστιά έξω στην αυλή για να μαγειρέψει. Ήταν καλή μαγείρενα, και η άχνη του μαγειρεμένου φαγητού που άρχισε να ψήνεται, στριφογυρνούσε στην ατμόσφαιρα παρασυρμένη από το απαλό αεράκι, μια ωραία μυρωδιά που έσπαγε μύτες.

-Ίσως ήταν αυτή η ωραία μυρωδιά, σκέφτηκε ύστερα, που τράβηξε τα αερικά από το πέρασμα κάτω στη ρεματιά και τα οδήγησε ώς το σπίτι της-

Ξαφνικά μέσα στην απόλυτη υσηχία που επικρατούσε άκουσε φωνές και γέλια, μουσική να παίζει και ήχο από άλογα που έσερναν κάρα, να έρχεται από κάτω στον γκρεμμό. Φαντάστηκε ότι ήταν κάποιο καραβάνι από γανοματζήδες που περνούσε από το μονοπάτι δίπλα στο  «Καμαρούι», την κάτω βρύση του χωριού που οδηγούσε στην πόλη της Πάφου. Έτρεξε στην άκρη της αυλής να δει το καραβάνι, ήθελε να τους γνέψει ότι είχε ατζιά (μαγειρικά σκεύη) για γάνωμα. Ο θόρυβος όλο πλησίαζε, αλλά δεν έβλεπε κίνηση στην κάτω στράτα, οπότε κατάλαβε πως δεν ερχόταν από εκεί, αλλά από τα σπαρμένα χωράφια στα πλευρικά της ρεματιάς που ήταν λίγα μέτρα μακρύτερα από την αυλή της..

Έβαλε το χέρι αντήλιο και είδε τρομαγμένη τα στάχια των κριθαριών να λυγίζουν και ένιωσε μια αύρα να περνά στον αέρα δίπλα της σαν σκιές ανθρώπων άυλων που περνούσαν γρήγορα από μπροστά της και άκουγε τις φωνές τους, τις ομιλίες τους, και τα γέλια τους,  άκουγε ακόμα ήχους από άλογα που έσερναν κάρα, μα δεν έβλεπε τίποτα.

Κατάλαβε ότι ήταν αερικά φαντάσματα ανθρώπων παλαιοτέρων ή παράλληλων εποχών που περνώντας  από τη ρεματιά κάτω από το σπίτι της, ξεστράτισαν και πέρασαν από την αυλή της. Είχε ξανακούσει γι αυτά, δεν πίστευε πως υπήρχαν, αλλά εκείνη τη στιγμή που τα είδε, ασυναίσθητα έκαμε ότι έπρεπε να κάμει, έκαμε τον σταυρό της και παρακάλεσε την Παναγία να ανοίξει το πέρασμα, να περάσουν και να φύγουν γρήγορα τα αερικά. Έτσι έγινε, τα αερικά έφυγαν, χάθηκαν, όπως να μην πέρασαν.

Στα χρόνια που πέρασαν, όποτε η Φκωνού ενόσω ήταν εν ζωή θυμόταν το παράξενο γεγονός, ανατρίχιαζε και την έπιανε το ίδιο δέος όπως τότε. Κάθε φορά όμως παρακαλούσε την Παναγία, και αμέσως οι σκέψεις της ημέρευαν.

ΕΠΑΦΕΣ ΤΡΙΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ

Ο Δημητρός ήταν σαράντα χρονών και ήταν  ο αλαφρός του χωριού. Έδειχνε χαμηλής νοημοσύνης και ανίκανος να σκεφτεί όπως οι άλλοι. Ήταν ένα αγαθό και άκακο ανθρωπάκι έρημο στο κόσμο χωρίς γονείς, που τον φιλοξενούσε σε μια κάμαρη μικρή δίπλα σε ένα στάβλο με χοίρους που μύριζαν άσχημα, ο μικρός του αδερφός.

Στο μικρό σπιτάκι πήγαινε μόνο για ύπνο, καθώς δεν άντεχε τη μπόχα των γουρουνιών. Τις άλλες ώρες σεργιάνιζε στην εξοχή και στα χωράφια όπου ανάπνεε καθαρό αέρα, καθώς μάζευε και αγριόχορτα  για τροφή των χοίρων, ή και για μαγείρεμα που τα πουλούσε με μικρό αντίτιμο στις χωριανές. Όλες οι νοικοκυρές που επιθυμούσαν χόρτα για το μαγειρειό τους, φώναζαν το Δημητρό , έτσι ο αγαθός έβγαζε το χαρτζιλίκι του χωρίς να επιβαρύνει τον αδελφό του που ήταν φτωχός βιοπαλαιστής.

Ολημερίς μέχρι το βούτημα λοιπόν, περιδιάβαινε την εξοχή και ώρες ατελείωτες κάτω από τον ίσκιο των δεντρών, ρέμβαζε την ομορφιά της φύσης. Ήξερε τον τόπο καλά, πολλές φορές τον  είχε περπατήσει σπιθαμή με σπιθαμή. Ήξερε τα καρπερά δένδρα, γνώριζε που υπήρχαν καλοτσάκιστα αγριοτρέμιθα, αγρέλια, και γλυκύτατα μόσφιλα. Ήξερε ακόμα όταν βαρούσε η ατμόσφαιρα, που να προφυλαχτεί από την βροχή και τον άγριο καιρό.  

Μια μέρα καλοκαιρινή ενώ αμέριμνος νωχελικά περπατούσε, ένιωσε τον καιρό να αλλάζει, και είδε τα σύννεφα στον ουρανό να τρέχουν γρήγορα από τα βάθη της θάλασσας και να μαυρίζουν τον ορίζοντα, να κρύβουν τον ήλιο. Γρήγορα η μέρα σκοτείνιασε, και έγινε γκριζωπή ίδια  σαν το μουντό μυαλό του. Δεν σκιάστηκε, ούτε φοβήθηκε, κατάλαβε όμως πως κάτι κακό θα έφερνε ο καιρός. Όπως γνώριζε τα καλά τερτίπια ρου καιρού, γνώριζε και τα κακά.

Στη στιγμή, άκουσε ψηλά πέρα από τα σύννεφα ένα βουητό που δυνάμωνε γοργά, και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατέβαινε στη γη. Κοίταξε πάνω, και ίσα πρόλαβε να παραμερίσει. Με βαρύ γδούπο, δίπλα που έστεκε, έπεσε ένα πράγμα που έμοιαζε ανθρώπινο σώμα. Ο ήχος από το σπάσιμο του κορμιού με την πρόσκρουση, του διαπέρασε τον εγκέφαλο και τον έκαμε να ανατριχιάσει. Ήταν ένα κουφός θόρυβος σάρκας και οστών που χτυπώντας πάνω στο μαλακό οργωμένο χώμα του χωραφιού, συνθλίβοντο και πολτοποιούντο.

Γύρισε το κεφάλι ψηλά να δει από πού ήρθε, μα δεν είδε μήτε αεροπλάνο, μήτε ελικόπτερο. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι έπεσε από τον ουρανό. Έσκυψε σαστισμένος και είδε το σπασμένο πρόσωπο να συσπάται.

Ήταν ακόμα ζωντανός. Με κόπο άπλωσε το χέρι προς το Δημητρό. Ο τρελός χωρίς να φοβηθεί το κράτησε στο δικό του και μεμοιάς με το άγγιγμα και την επαφή, ένιωσε μια ενέργεια  να τον διαπερνά. Δεν κατάλαβε αν ήταν ηλεκτρική, παλμική, μαγνητική, η οποιαδήποτε άλλη. Ήταν μια θετική ενέργεια που του προκαλούσε ένα γλυκό μούδιασμα, που μεταδιδόταν στον οραγνισμό του κυλώντας μέσα στις φλέβες και διασκορπιζόταν στην καρδιά, στο μυαλό του και σε όλο το κορμί του. Έμεινε εκστατικός χωρίς να θέλει να τραβηχτεί μακριά, ήταν μια επαφή  γλυκειά και ηδονική.

Σε λίγο ένιωθε να επανέρχεται, ένιωθε διαφορετικός, κατάλαβε πως είχε μια επαφή τρίτου βαθμού, αλλόκοτη και απόκοσμη. Αισθανόταν άλλος άνθρωπος, ένιωθε ότι το πνεύμα, ο ψυχισμός και ολόκληρο το είναι του ανθρώπου που έπεσε από τον ουρανό, πέρασαν εντός του και έγιναν δικά του. Πριν πεθάνει, με το άγγιγμα των χεριών, του μετέδωσε και του χάρισε ότι πολύτιμο πνευματικό αγαθό είχε ως δικό του.

Τράβηξε το χέρι του και έκλεισε τα πεθαμένα πλέον μάτια του αγνώστου όντος. Έμεινε λίγο σκεφτικός, και μετά άρχισε να σκάβει με τα χέρια ένα τάφο πάνω στο μαλακό χώμα. Τον έθαψε μέσα, και κίνησε για το χωριό.

Είχε πλέον σουρουπώσει, και όλοι οι χωριανοί άρχισαν να μαζεύονται στο καφενείο. Τα ίδιο έκαμε και ο Δημητρός. Εκεί, οι χωριανοί γνώρισαν έναν άλλο άνθρωπο, έναν άλλο Δημητρό που είχε σώας τας φρένας, και άλλη συμπεριφορά.

Και όσο οι μέρες περνούσαν, γνώριζαν έναν άνθρωπο πολύ έξυπνο, ανώτερης νοημοσύνης και μορφώσεως, που όλα τα γνώριζε, που ήταν παντογνώστης. Πολύ έκπληκτοι, δεν ήξεραν τι να συμπεράνουν. Σχολίαζαν το θέμα επί καιρό, αλλα άκρη δεν έβγαζαν, λογική εξήγηση δεν μπορούσαν να συμπεράνουν.

Ο Δημητρος δεν είπε τίποτα σε κανέναν για ότι είχε συμβεί. Έκρινε με το έξυπνο πλέον μυαλό του, πως καλύτερα ήταν να μην γνώριζαν άλλοι το μυστικό. Ύστερα από λίγο καιρό έφυγε από το χωριό του. Μπήκε σε ένα αεροπλάνο και εγκατέλειψε τον τόπο του. Πήγε στην Αγγλία να βρει το ριζικό του.

Οι χωριανοί κατά καιρούς μάθαιναν τα νέα του από διάφορα έντυπα και εφημερίδες. Πρόκοψε και προόδευσε, έγινε μεγάλος επιστήμονας και σπουδαίος άνθρωπος, κέρδισε πολλά χρήματα, φήμη και κοινωνική θέση. Είχε το άγγιγμα του Μίδα έλεγαν, με ότι καταπιανόταν η επιτυχία ήταν προδιαγραμμένη. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση για πράγματα που πετύχαινε, για πράγματα ακατόρθωτα και ανεφαρμόσιμα, που αυτός όμως τα κατάφερνε. Ο έντυπος τύπος της χώρας κατ αρχάς, και αργότερα ο παγκόσμιος, ασχολείτο καθημερινά μαζί του, έγραφαν πως ήταν ένα φαινόμενο, και τον παρουσίαζαν ως τον απολυτό παντογνώστη, ως υπόδειγμα τελειότητας, εξυπνάδας και σύνεσης. Τα κατάφερνε στις επιστήμες, εξίσου καλά όμως τα κατάφερνε και στις επιχειρήσεις. Βοηθούσε πολλούς, συμβούλευε πολλούς, έδειχνε να έχει τα φόντα να γίνει ένας ηγέτης, ένας αποδεκτός από την κοινωνία άρχων.

Αποτελούσε ένα φαινόμενο της αγγλικής κοινωνίας που απασχόλησε επίσης τις μυστικές δυνάμεις.

Έναν καιρό αργότερα, στο μικρό του χωριό τη Χ΄’ωρακα μια ομάδα Εγγλέζων επιστημόνων που τους συνόδευε ένας εισαγγελέας της Κυβέρνησης, και επίσημα άρχισαν να κάνουν ανακρίσεις και να ρωτούν για τον Δημητρό. Ήθελαν να μάθουν για την απότομη μεταμόρφωση του, πως συνέβηκε, και αν προηγουμένως ήταν πραγματικά και όχι προσποιητά ένας αγαθός άνθρωπος. Έστησαν ένα καταυλισμό με τσαντίρια στον κάμπο και άρχισαν να σκάβουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα χωράφια.

Και όαταν τελειωσαν ότι είχαν, υστερα από μέρες αθόρυβα και ήσυχα, έφυγαν και δεν ξαναφάνηκαν. Κάποιος είπε ότι τους είδε να μαζεύουν από ένα ξέβαθο λάκκο  ανθρώπινα οστά και να τα τοποθετούν σε νάιλον σακούλες. Κάποιος άλλος είπε ότι είδε ανάμεσα τους τον Δημητρό, αλλά όχι αυτόν που γνώριζαν, αλλά ένα γερασμένο, καταπονημένο, άρρωστο ανθρωπάκι, με βλέμμα απλανές και χασκιασμένο...

Μα τι είχε συμβεί...; Κάποιοι είπαν ότι οι μυστικές αγγλικές υπηρεσίες ανακάλυψαν το μυστικό του όταν ο Δημητρός για κακή του τύχη αγάπησε μια Αγγλίδα που την εμπιστεύτηκε και της φανέρωσε το μυστικό του. Όμως, ήταν μια ψυχρόαιμη Εγγλέζα που εργαζόταν σε μια Κυβερνητική υπηρεσία που έκανε μυστικές έρευνες για εξωγήινους, και την οποία πληροφόρησε για τις άγνωστες του δυνάμεις. Ερευνώντας και διαπιστώνοντας τις μοναδικές γνώσεις που είχε μόνο αυτός και κανένας άλλος, οι μυστικές υπηρεσίες τον απήγαγαν, οι επιστήμονες δούλεψαν πάνω του, έκαμαν έρευνες και πειράματα, του έδωσαν ψυχοφάρμακα και τον ανέκριναν εξαντλητικά.

Κατάλαβαν ότι ο Δημητρός είχε έρθει σε επαφή τρίτου βαθμού με εξωγήινο πλάσμα.

ΑΓΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΕΛΕΟΥΣΑ

Διηγειται η Ανθούλα Λεωνίδα Χ'Άντώνη

Η οικογένεια του πατέρα μου αποτελείτο από 10 παιδιά, 7 γιους και τρεις κόρες. Όταν ήταν δέκα χρονών αρρώστησε βαριά μία από τις αδερφές του η Παναγιώτα, όλοι έκλαιγαν και παρακαλούσαν να γίνει καλά η Παναγιώτα.

Ένα πρωινό πήραν το γαϊδούρι και πήγαν στο Κτήμα να φέρουν τον γιατρό τον Όμηρο ,τότε δεν είχε αυτοκίνητα. Τον εκάθησαν πάνω στο γαϊδούρι και τον έφεραν στο χωριό. Την εξέτασε καλά καλά και τους λέγει,

-αν βγάλει την νύκτα ναι για όχι.

Εν' τω μεταξύ ο γιατρός αντί να πληρωθεί για τον κόπο του, έβγαλε και δύο λίρες και τις έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της Παναγιώτας. Μετά τον εκάθησαν πάλι πάνω στο γαϊδούρι και τον πήραν στο Κτήμα. Κατά τα δειλινά ο παππούς και η γιαγιά πήγαν στο αλώνι να ανεμίσουν το σιτάρι, δίπλα είχε δρόμο, και νάσου να περνά μία γύφτησα τσιγγάνα και τους λέγει,

-για πολύ στενοχωρημένους σας βλέπω τι έχετε;

-η κόρη μας είναι πολύ άρρωστη και μας είπε ο γιατρός ναι για όχι αν θα ζήσει μέχρι το πρωί, και εκείνη τους λέγει

-αν γιάνω την κόρη σας μου δίνετε ένα τενεκέ σιτάρι;

-μπορείς να μας την γιάνεις;

-εγώ τους λέγει, μπορώ να κάνω και παπούτσια χρυσά να φορώ.

-Αν μου την γιάνεις λέγει ο παππούς, να σου δώσω δυο τενεκές σιτάρι.

-Φέρτε μου ένα πιάτο με νερό, τους λέγει.

Της φερνουν ενα πιάτο με το νερο και βγαζει ένα σταυρουδάκι από τον κόρφο της και λέγει,

-ενώ θα διαβαζω, αν το σταυρουδακι πεταχτει εξω απο το νερο, η κορη σας θα γιάνει, αν μείνει μέσα στο νερό, η κόρη σας θα πεθάνει.

Και άρχισε να διαβάζει, σε λίγο το σταυρουδάκι πετάχτηκε έξω από το νερό, επαναλαμβάνει το ίδιο, ξανασυμβαίνει το ίδιο… Ταυτόχρονα, φωνές ακούγονται να βγαίνουν απο το σπίτι, γυναίκες βγαίνουν έξω φωνάζοντας χαρούμενα,

-έγιανε η Παναγιώτα, έγιανε η Παναγιώτα…

Έγιανε η Παναγιώτα, έζησε μέχρι τα ενενήντα της και δεν ξαναρώτησε σε όλη της τη ζωή. Η Γύφτισσα πήρε για κανίσι δυο τενεκέδες σιτάρι και μια όρνιθα, σαν έφυγε και ύστερα, όλοι κατάλαβαν ότι ήταν η Παναγία.

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΥΣΟΥΦ

Οι Τούρκοι από πολλά χρόνια ανέμεναν την ευκαιρία που τους δόθηκε από τους ίδιους του Ελληνοκύπριους και την άρπαξαν και υλοποίησαν τα σχέδια τους. Με βομβαρδισμούς σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά κυρίως στη περιοχή της Κερύνειας στο σημείο "Πέντε Μίλι" κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος, έγινε επίθεση και απόβαση του Τούρκικου στρατού και παρά την ηρωική αντίσταση ολίγων εθνοφρουρών, οι ορδές του Αττίλα κατάφεραν να αποβιβάσουν αρκετά στρατεύματα στην παραλία. 

Ήταν ο πόλεμος άγριος, ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Αλεξιπτωτιστές ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές. Στις επιθέσεις αυτές, η αντίδραση των Κυπριακών και ελληνικών δυνάμεων ήταν χαλαρή και ανοργάνωτη. Ήταν τόση η προδοσία και η αποδιοργάνωση στις τάξεις των Ελληνικών Κυπριακών δυνάμεων λόγω του πραξικοπήματος, που το ΡΙΚ μετέδιδε πρωινή γυμναστική και εκκλησιαστικούς ύμνους αντί να καλεί σε επιστράτευση.

Μέσα σ αυτή την αναμπουμπουλα έστω, οι Τούρκοι ήταν πολύ δειλοί και είχαν πολλούς νεκρούς. Εγώ με τέσσερις συντρόφους μου σκεφτήκαμε, μπήκαμε σε μια βάρκα να πάμε στο επόμενο πολυβολείο για να βάλουμε από κοντινότερη απόσταση ενάντια στον εχθρό που αποβιβαζόταν. Με την μηχανή στο φουλ για να φτάσουμε πριν μας εντοπίσει κάποιο αεροπλάνο, κοντέψαμε στο πολυβολείο και είδαμε στρατιώτες ντυμένους όπως εμείς να σηκώνουν τα χέρια και να μας χαιρετούν και να μας γνέφουν. Σίγουροι εμείς ότι ήσαν δικοί μας, συνεχίσαμε να πλέουμε για εκεί. Ήταν όμως δυστυχώς Τούρκοι που είχαν καταλάβει το πολυβολείο και που μας ξεγέλασαν. Όταν κοντέψαμε άρχισαν να μας πυροβολούν, εγώ ήμουν στο τιμόνι, έκλωσα τη βάρκα και την έριξα στην ακτή λίγο παραπέρα ανάμεσα σε μεγάλα βράχια. Έσπασε και βούλιαξε, όλοι οι σύντροφοι μου ήταν σκοτώθηκαν. Τους είχαν κομματιάσει οι σφαίρες τα κεφάλια, ήταν ένα θέαμα φρικτό, θα το θυμάμαι όσο ζω.

Καταπονημένος εγώ από τη σύγκρουση, πετάχτηκα από τη βάρκα που βούλιαζε και έτρεξα να σωθώ από τους Τούρκους που με αλαλαγμούς έτρεχαν κατά πάνω μου. Δεν βρήκα όπλο να πάρω, είχαν όλα πέσει στη θάλασσα από τη σύγκρουση, έτσι άοπλος έτρεχα να φύγω, ενώ άκουγα πυροβολισμούς και ένιωθα το σφύριγμα από τις σφαίρες γύρω μου. Θυμάμαι έτρεχα για ώρα, είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, ώσπου έφτασα σε ένα μέρος με ψηλές κολώνες και τοίχους, ίσως σκέφτηκα εκεί να έβρισκα κρυψώνα.

Σταμάτησα να ανασάνω και από εκεί κατόπτευσα την περιοχή για να διαπιστώσω ότι δυστυχώς σε όλες τις μεριές υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Κατάλαβα ότι δεν είχα ελπίδα, θυμήθηκα τον Άγιο Γεώργιο και άρχισα να τον παρακαλώ να με γλιτώσει.

Πέρασε κάμποση ώρα, δεν είχα που να πάω, ήμουν σίγουρος ότι σε κάποια στιγμή θα εντοπιζόμουν. Οι κακές σκέψεις άρχισαν να φωλιάζουν στο μυαλό μου, η φαντασία μου με το φόβο μου κάλπαζε, τρόμος με κυρίευσε, ήμουν σίγουρος για την κακή τύχη που μου έμελλε.

Για τελευταία παρηγοριά είχα τον Άγιο προστάτη μου, προσευχόμουν και μέσα μου έλπιζα σε αυτόν.

Ξάφνου ακούω πίσω μου θόρυβο, γυρίζω βλέπω έναν Τούρκο αξιωματικό να με σημαδεύει με ένα πιστόλι.

-Ψηλά τα χέρια, μου λέει στα Ελληνικά. Είδα γύρω μου όλα να μοιάζουν σκοτεινά, έφτασε η ώρα μου σκέφτηκα, τελευταία σκέψη μου ήταν αν θα πήγαινα στον Παράδεισο ή στην Κόλαση.

-Μην φοβάσαι, δεν θα σε σκοτώσω, συνέχισε ο Τούρκος και εγω ένιωσα ανακούφιση, προς το παρών έστω για λίγο, γλύτωσε η ζωή μου.

- Προχώρα, μην κατεβάζεις τα χέρια, μου είπε, και μου έδειξε μια κατεύθυνση να προχωρήσω. Περπατούσαμε ώρα πολλή, περάσαμε ανάμεσα από πολλούς Τούρκους στρατιώτες και ακόμα πηγαίναμε και όλο πηγαίναμε. Με φόβο σκεφτόμουν μήπως με έπαιρνε να με εκτελέσει σε κάποιο φαράγγι, αφού είχα ακούσει πολλά για την αγριότητα των Τούρκων. Δεν μιλούσε, παρά μόνο με σημάδευε και όλο μου έγνεφε να προχωρώ. Περπατήσαμε πολλή απόσταση, όταν φτάσαμε σε μια έρημη περιοχή που δεν είχε Τούρκους στρατιώτες, μου ξαναλέει στα Ελληνικά,

-Ως εδώ φτάνει, μπορείς να φύγεις, είσαι ελεύθερος.

Μου εξήγησε πώς να φύγω για τις ελεύθερες περιοχές ώστε να μήν ξανασυλληφθώ, και γύρισε φεύγοντας και μένοντας εγώ σαστισμένος για την καλή μου τύχη και για την καλή καρδιά του Τούρκου αξιωματικού.

Ούτε που μπόρεσα τον ευχαριστήσω στη σύγχυση μου, το μόνο που αισθάνθηκα ήταν η μεγάλη ανακούφιση που ένιωσα, ίδια με αυτήν ενός που πνίγεται στη θάλασσα και δεν αναπνέει, που είναι σίγουρος για το τέλος της ζωής του, και ύστερα ξαφνικά επιπλέει του νερού και τα πνευμόνια του γεμίζουν αέρα και οξυγόνο.

Από τότε πέρασαν δεκαετίες τα χρόνια και το περιστατικό που μου σημάδεψε για πάντα τη σκέψη, έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου.

Και ξαφνικά, σήμερα 25 Απριλίου, του Αγίου Γεωργίου, ξύπνησα στις πέντε το πρωί από ένα δυνατό σοκ που ένιωσα. Ήρθε στη σκέψη μου ολοκάθαρη η μορφή ενός παιδικού μου φίλου, ενός Τούρκου νεαρού που μαζί σαν ήμασταν μικρά παιδιά βόσκαμε μαζί τα πρόβατα στα χωριά της Λέμπας και της Χλώρακας. Ήταν μια αποκάλυψη, ήταν ο Τούρκος αξιωματικός ήμουν σίγουρος, που μου χάρισε τη ζωή και με γλύτωσε από τους άλλους Τούρκους. Ήταν ο φίλος μου ο παιδικός, ήταν ο Γιουσούφ. Σοκαρισμένος από το όνειρο μου, ντύθηκα και κίνησα πριν ακόμη πάει ο ιερέας στο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για να ευχαριστήσω τον Άγιο, εκεί που με τον φίλο μου παιδάκια τότες καθόμασταν στον ίσκιο του για να ξεκουραστούμε.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ

Αγιά Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά

ποτσιοίμιστο μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου

επαρτο πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το

τσιαι πάλε στράφου φέρμου το γιατί ενμωρό τσιαι θέλω το

έπαρτο πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό

να πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του

να κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του

τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του

να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του

Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει η Λέμπα το χωριό, ο μύθος λέγει πως υπάρχει η σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας γεμάτη από χρυσάφι και αμύθητους θησαυρούς καλά σκεπασμένη μέσα στη γη, και καλά προφυλαγμένη κανένας να μην την βρει. Λέγει ο μύθος πως, κάθε εφτά χρόνια ανοίγει για λίγες στιγμές η γη, και η σπηλιά φανερώνεται μεγαλόπρεπη γεμάτη λαμπερό και φεγγοβόλο χρυσάφι που ζαλίζει τα ματιά.

Λέγει ο μύθος πως, μια βαριά κατάρα την προφυλάσσει και όποιος την πρώτος την αντικρύσει, πεθαίνει αμέσως. Λέγει ακόμα ο μύθος πως, θα φανερωθεί σε χρόνια και καιρούς μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, καθώς έχει ταγμένο τον θησαυρό να χρησιμοποιηθεί όταν έρθει η ώρα για να λευτερωθεί η εάλω πόλη.

Κάποτε πριν χρόνια και καιρούς, στον ίδιο τόπο είχε τον πύργο του ένας άρχοντας Σαρακηνός που διαφέντευε όλη την περιοχή. Ήρθε με ένα πλοίο μια φορά, και αντικρίζοντας τον όμορφο τόπο τον αγάπησε και εγκαταστάθηκε για πάντα. Αγάπησε τους ανθρώπους, αγάπησε και μια όμορφη κοπέλα, και την παντρεύτηκε.

Όταν έκαμαν ένα παιδί, γέμισε το σπίτι τους χαρά και ευτυχία. Και ήταν τόση η ευτυχία τους που γέμιζε την καρδιά τους καλοσύνη, ώστε με πολλή αγάπη συμπεριφέρονταν στους δούλους του και στους άλλους φτωχούς ανθρώπους γύρω τους. 

Ώσπου μια μέρα, το μονάκριβο παιδί τους άρχισε να κλαίει νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό, σάμπως να είχε ένα μεγάλο πόνο που το βασάνιζε. Το γύρεψαν σε γιατρούς και μάγους, σε μουφτήδες και παπάδες, αλλά περνούσε ο καιρός και το μικρό παιδί γιατριά δεν έβρισκε.

Ώσπου μια ευλογημένη μέρα, μια καλογραία περαστική που ζήτησε νερό να πιει. Ο άρχοντας τη φιλοξένησε και την περιποιήθηκε. Και αυτή αφού γνώρισε τον πόνο που είχε στην καρδιά, του είπε πως θα βοηθήσει και με τη χάρη της Αγίας Μαρίνας, θα γιάνησκε το μικρό μωρό..

Εγκαταστάθηκε στο πλούσιο σπίτι και με τις ώρες σιμά στην κούνια νανούριζε το μωρό με το τραγούδι της Αγιάς Μαρίνας. Το μωρό άκουγε το τραγούδι και σταματούσε να κλαίει, και αποκοιμιόταν. Και έγινε καλά, και η ευτυχία ξαναγέμισε το σπιτικό του άρχοντα.

Μα σαν πέρασε λίγος καιρός και το παιδί έγιανε, η καλή Καλογριά είπε να φύγει. Μα ο άρχοντας την ήθελε κοντά του, γι αυτό την παρακάλεσε να μείνει μαζί τους, και της έταξε μια εκκλησιά να λειτουργείται. Και έτσι έγινε, ακόμα ο Άρχοντας που πίστεψε πως έγινε θαύμα, βαφτίστηκε Χριστιανός

Το θαύμα διαδόθηκε και το εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας που έκτισε έγινε γνωστό στην οικούμενη, και πλήθη πιστών που είχαν πρόβλημα με τα μωρά τους έτρεχαν να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαιναν δεξιά στον άρχοντα, και τα πλούτη από τα τάματα των πιστών μαζεύονταν και δεν τα χωρούσε το μικρό εκκλησάκι. Έκτισε λοιπόν ένα μεγάλο κτίριο μέσα στη γη ίδιο θησαυροφυλάκιο,.και όλα του τα πλούτη καθώς και τάματα της Αγίας, τα έβαζε μέσα. Φύλακα και θησαυροφύλακα, όρισε την καλή καλογριά που με πολλή αγάπη φρόντιζε την οικογένεια και την εκκλησιά.

Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, το παιδί μεγάλωσε, πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά χωρίς καθόλου να γερνά ζούσε μαζί τους, και φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους.

Μια φορά λίγο καιρό πριν το μεγάλο σεισμό  το 1347, ένας από τους απογόνους αρρώστησε βαριά, και η καλογραιά, είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να την προστάζει να σφραγίσει τη σπηλιά τη γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε αυτήν παντοτινά, Έτσι έκαμε, και το παιδί έγινε καλά.

 Όμως η φανέρωση της Αγιάς Μαρίνας δεν ήταν τυχαία, καθώς εκείνη τη χρονιά ένας μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα, που ισοπέδωσε τα πάντα, και ταυτόχρονα ένα φοβερό μεγάλο τσουνάμι σηκώθηκε και έσπρωξε ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα που σκέπασε όλη τη χαμηλή γη.   

Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το τσιφλίκι των αρχόντων χάθηκαν για πάντα, και όλοι οι κάτοικοι της χαμηλής γης πέθαναν από το σεισμό, και από το μεγάλο κύμα της θάλασσας. Και όσοι λίγοι έζησαν, οι περισσότεροι πέθαναν και αυτοί από το μαύρο θάνατο την πανούκλα, που ακολουθώντας μια θανατερή πορεία αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Κύπρου.

Ήταν μια φοβερή καταστροφή που συνέβηκε ένα ζεστό καλοκαίρι του 1347, που ο σεισμός κατάστρεψε τα πάντα, το παλιρροιακό κύμα σκέπασε όλη την παραλιακή γη, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα κτίρια.

Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γης. Από τότε έμεινε ο θρύλος της χρυσής σπηλιάς που είναι καλά κρυμμένη μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως έταξε ο θεός και η Αγιά Μαρίνα.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΕΛΑΙΟΥΣΑ

Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης υπήρχε πάνω στο αρχαίο τέμπλο του εικονοστασίου η εικόνα της Παναγίας που είναι θαυματουργή και εξέχουσα απ όλες τις άλλες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία και που όταν κτίστηκε η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσης, μεταφερτηκε εκεί. Πριν πάρα πολύ καιρό κατά τον ενδέκατο αιώνα περίπου, μια ίδια εικόνα ακριβώς, ανήκε σε μια ευσεβή οικογένεια που την είχαν τοποθετήσει μέσα στην ιδιόκτητη εκκλησία τους και την τιμούσαν. Ύστερα από κάμποσο καιρό, μια μέρα που ήταν γιορτή της Παναγίας, η νοικοκυρά ιδιοκτήτρια πήγε ν ανάψει τα καντήλια και βλέπει με έκπληξη η εικόνα έλειπε, και εξεπλάγη πολύ, διότι ήξερε πως κανείς κλέφτης δεν μπορούσε να μπει στο κτήμα της, αφού εφυλάσσετουν καλά. Ήταν σίγουρη ότι δεν εκλάπη, ήταν σίγουρη ότι κάτι άλλο είχε συμβεί. Ξεσήκωσε όλη την οικογένεια της και βάλθηκαν όλοι  να ψάχνουν να την βρουν σε όλη την γυρω περιφέρεια.  Ύστερα από κάμποσα μίλια παρακάτω την βρήκαν ακουμπισμένη σ ένα βράχο να κοιτάζει προς την δύση. Με πολλή ανακούφιση την πήραν πίσω και την έβαλαν στη θέση της πανω στο εικονοστάσι. Ήταν ο μήνας Αύγουστος, ήταν η μεγαλη γιορτή της Παναγίας, ήταν γι αυτό που η καλή Χριστιανή κυρά του σπιτιού σκέφτηκε ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός που εσυνέβη.  Με πολλη ευλάβεια προσευχήθηκε και παρακαλεσεε την Παναγία να της φανερώσει τι να κάμει. Πέρασαν οι μέρες, ήρθε η 8η Σεπτεμβρίου μέρα γέννησης της Θεοτόκου, εσυνέβη πάλι το ίδιο πράγμα.  Όλοι σίγουροι ότι ήταν θαύμα,  όλοι σίγουροι που θα εύρουν το εικόνισμα, κίνησαν στο ίδιο μέρος όπου  βρήκαν την εικόνα στο ίδιο σημείο. Σίγουροι για την επιθυμία της Παναγίας απεφάσισαν ότι εκεί ήθελε να είναι, απεφάσισαν και έκτισαν εκκλησία σε εκείνο το μέρος, και την τοποθέτησαν στο εικονοστάσι βασιλεύουσα, ονόμασαν δε την εκκλησία Παναγία Χρυσελεούσα, λενε κάποιοι ‘ότι είναι αυτή που υπάρχει σήμερα στην κεντρική πλατεία της Χλώρακας. Έμεινε η ιστορία να λέγεται για πολλούς αιώνες υστερότερα, και να τονίζεται ότι από κανέναν δεν έπρεπε να μετακινηθεί σε άλλο μέρος, αφου η Παναγία είχε επιθυμία να μένει εκεί. Είναι το εικόνισμα που υπάρχει σήμερα ιερό και θαυματουργό, είναι πιστό αντίγραφο της πρωτότυπης, αυτής του ενδέκατου αιώνα που έχει εξαφανιστεί, η ακόμη καταστραφεί. Όλες οι επερχόμενες γενιές έως το 1928 σεβάστηκαν αυτόν το θρύλο, καμία φορά δεν μετακινήθηκε παρά έμενε εκεί στο ίδιο παλιό σαρακοφαγωμένο ξύλινο τέμπλο.        

 Το 1928 τέλειωσε το κτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας, ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελετική πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής. Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας, και σκέφτηκαν οι χωριανοί με πρωτεργάτες τους δυο παπάδες της Κοινότητας τους Παπάγιωρκη και Παπάκλεοβουλο, να τοποθετήσουν σε αυτήν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που ήταν στη μικρη παλιά εκκλησία της Χρυσελεούσης. Ήξεραν τον παλιό θρύλο, γι αυτό κανείς δεν τολμούσε να μεταφέρει την εικόνα, αλλά οι ιερείς του χωριού είπαν ότι η πράξη αυτή της μετακίνησης της εικόνος, θα την ευχαριστιόταν η Παναγία, αφου θα εμεταφέρετο και θα ετοποθετείτο σε μεγαλοπρεπέστερο ναό παρά πριν. Έτσι οργάνωσαν πομπή, παρευρέθη μαζί τους και ο άλλος ιερέας από την Χλώρακα που εκτελούσε χρέη οικονόμου στην Μητρόπολη Πάφου ο Παπαχαρίδημος, ακόμη ήταν και ο μητροπολίτης Πάφου ο Ιάκωβος, ώστε με τις ευλογίες του, ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το εικόνισμα με τιμές και προσευχές. Πήγαν στη μικρη εκκλησία της Χυσελεούσας, έκαναν τρισάγιο, ύστερα πήγαν να πάρουν το εικόνισμα από το Ξυλόγλυπτοτέμπλο. Με έκπληξη και φόβο, είδαν ότι δεν μετακινιόταν, ήταν σαν κολλημένη, χωρίς να είναι καρφωμένη ή σφηνωμένη. Δημιουργήθηκε ταραχή, οι πιστοί μουρμούριζαν, και οι ιερείς έμειναν να σκέφτονται. Έλεγε ο καθένας τη γνώμη του, τελικά με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Ιακώβου, επεκράτησε η γνώμη του Παπάγιωρκη, ότι ήταν τυχαίο γεγονός, έπρεπε την εργασία που ξεκίνησαν να την τελειώσουν. Ανελαβε ο ίδιος, και με ένα σκεπάρνι που το χρησιμοποίησε ως μοχλό, αφαίρεσε το εικόνισμα της Παναγίας. Έως σήμερα στο τέμπλο πανω αριστερά εκεί που ήταν η εικόνα, λείπει ένα κομμάτι λουλουδιού στόλισμα του τέμπλου που έσπασε από το σκεπάρνι που χρησιμοποίησε ο Παπάγιωτκης.

 Ετσι μετεφέρθη η Παναγία η Χρυσελεούσα στον Ναό της Χρυσοαιματούσας, πέρασε ο καιρός κάπου δέκα χρόνια, ξεχάστηκε ο θρύλος και ο φόβος, ώσπου ξάφνου στα καλά καθούμενα αρρώστησε ο γιος του ΠαπάΓιωρκη, έπαθε επιληψία, πνίγηκε και πέθανε. Άλλοι είπαν ήταν η κατάρα της Παναγίας, άλλοι είπαν ότι ως Αγία η Μητέρα του Θεού, δεν μετέρχεται σε πράξεις εκδικητικές.

Οι τοίχοι της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσελεούσης ήταν ολόκληροι τοιχογραφημένοι, εκ των οποίων εικονογραφήσεων σώζονται οι πλείστες. Η παράδοση θέλει την εικονογράφηση της εκκλησίας να γίνηκε από κάποιον σταυροφόρο:

Οι Ναΐτες το1192 πωλούν την Κυπρο  στο Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Αυτός εγκατέστησε την ομώνυμη δυναστεία στο νησί ενισχύοντας την εξουσία του με την παραχώρηση κτημάτων σε ευγενείς Σταυροφόρους και άλλους ιππότες. Ο ελληνικός πληθυσμός, παραγκωνίστηκε εντελώς και αποτέλεσε τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα. Η δυναστεια του Γκι ντε Λουζινιάν μαζί με το Φράγκικο βασίλειο εγκαθίδρυσε και τη Λατινική εκκλησία. Η περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαρπάγηκε και άρχισαν προσπάθειες υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στην Λατινική. Το 1260μ.Χ ο πάπας Αλέξανδρος ο Δ΄ κατάργησε τον Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο και περιόρισε τον αριθμό των Ορθοδόξων Επισκόπων σε 4, της Λευκωσίας, της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Πάφου. Παράλληλα εκδιώχθηκαν από τις επισκοπικές τους έδρες, τις οποίες κατέλαβε η Λατινική Ιεραρχία. ΄Εδρα του Επισκόπου Λευκωσίας ορίστηκε η Σολέα, της Αμμοχώστου η Καρπασία, της Λεμεσού τα Λεύκαρα και της Πάφου η Αρσινόη, η σημερινή Πόλη της Χρυσοχούς. Η Αρσινόη ήταν μέχρι τότε χωριστή έδρα επισκόπου, αλλά καταργήθηκε το 1260 και ενσωματώθηκε στην Επισκοπή Πάφου. Από τότε διατηρήθηκαν αναλλοίωτα τα όρια της Επισκοπής Πάφου. Ο πάπας διόρισε σαν πρώτο επίσκοπο Αρσινόης το Νείλο. Τα χρόνια αυτά δεν γνωρίζομε σχεδόν τίποτε για την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας της Πάφου. Οι επίσκοποι Πάφου μετείχαν ακούσια στις συνόδους που καλούσαν οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι, ενώ κατά την εκλογή τους υποχρεώνονταν να δίδουν όρκο υποταγής στο Λατίνο επίσκοπο της Πάφου.

Κατά τα κατωπινά χρονια μέχρι και το 1300, οι επομενοι βασιλιάδες της Κύπρου αντιμετώπιζαν την απειλή των Ισλαμικών κρατών της Ανατολής, ενώ ταυτοχρονα, στα χρόνια του Ερρίκου Β΄ (1285 - 1324) οι Σταυροφόροι εκδιώχτηκαν από την Ανατολή και πολλοί χριστιανοί κατέφυγαν στην Κύπρο..

Εκείνον τον καιρό ήταν ένας σταυροφόρος τυχοδιώκτης που στο δρόμο του για τους Αγ΄θους τόπους, μπήκε σε ένα μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και τον λεηλάτησε. Μάζεψε ότι πολύτιμο υπήρχε, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και το πήρε μαζί του στους Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει ώστε να επιβάλει τον Χριστιανισμό κατά πως είχε διαταχτεί.

Ακολούθως, μετά την ήττα των Σταυροφόρων από τους Άραβες και τους Σαρακηνούς, κατέφυγε στην Κύπρο, και συγκεκριμένα στην Πάφο.

Χρησιμοποιώντας το χρυσάφι που έκλεψε από την Αγία πόλη, ησχολήθει με το εμπόριο του μεταξιού, και κατάφερε να γίνει πολύ πλούσιος. Απέκτησε μεγάλη περιουσία, είχε στη δούλεψη του αμέτρητους εργάτες και δούλους, έκτισε ένα σπίτι στη δυτική μεριά της Πάφου στο οποίο εγκαταστάθηκε, και απολάμβανε τα καλά του κόσμου.

Ύστερα που πέρασαν κάμποσα χρόνια και γέρασε, αισθάνθηκε μεγάλη αρρώστια να τον κυριεύει, πονούσε το κορμί του, ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν άντεχε. Φώναξε όλους τους γιατρούς, κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει. Τη ζωή όμως την αγαπούσε, ήταν γλυκιά, έτσι στράφηκε στο Θεό και άρχισε να τον παρακαλά, μετανόησε για τις αμαρτίες του, και έλπιζε να τον βοηθήσει αυτός ο φιλεύσπλαχνος και πανάγαθος που γι αυτόν είχε διακινδυνεύσει πολεμώντας στους Άγιους τόπους. Έκανε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά τίποτα δεν γινόταν. Τις νύχτες τον κυρίευαν δαιμόνια και ειρηνίες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα, και όταν αυτό εσύμβαινε, εφιάλτες τον έζωναν τρομεροί, αλλά ένας ήταν κυρίως που ερχόταν πιο ταχτικά και τον βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά και τα όσια. Τότες σαν τα έπαιρνε, δεν φοβόταν ούτε Παναγία ούτε Θεό, τώρα στον ύπνο και στον ξύπνιο του σαν τα σκεφτόταν, μια βουή του τρυπούσε το κεφάλι θέλοντας να του σπάσει το καύκαλο.

Έτσι γινόταν κάθε μέρα, σκέφτηκε ήταν η Παναγία που δεν την σεβάστηκε, και τώρα τον τιμωρούσε. Αποφάσισε να δοκιμάσει άλλους τρόπους, μήπως και την μερέψει, μήπως και τον ποσπάσει από τα βάσανα, μήπως και εύρη γαλήνη.

Διέταξε τους υποτακτικούς του και κίνησαν εκστρατεία ώστε να ανακαλύψουν όλες τες εκκλησιές που ήταν αφιερωμένες στην Παναγία την Χρυσελεούσα. Αποφάσισε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις δεκαπλούν και εκατονταπλούν, ή και παραπάνω, ώστε να εύρη συγχώρεση, να παύσει να πονεί και να βασανιέται. Πρόσλαβε Αγιογράφους, τους έταξε καλή πλερωμή, και τους ζήτησε με μαεστρία και πίστη να εικονογραφήσουν όλες τες εκκλησιές της Παναγίας… Έτσι γίνηκε, ξεκίνησαν αυτές οι εργασίες, -μια από τις εκκλησίες ηταν της Παναγιας της Χρυσελεούσας στη Χώρακα- που όμως δεν κράτησαν πολύ καιρό, γιατί ένα πρωί βρήκαν τον γέρο σταυροφόρο πεθαμένο ησυχασμένο και ειρηνεμένο …

Ως φαίνετε τον λυπήθηκε η Παναγία και τον πόσπασε από τα βάσανα του.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΡΥΣΟΑΙΜΑΤΟΥΣΑ

Το 1928 τέλειωσε το κτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας, ήταν μεγαλόπρεπη και θεόρατη κτισμένη με πελεκιτή πέτρα άριστης ποιότητος από τους καλύτερους πρωτομάστορους εκείνης της εποχής.

Ήταν ο καθεδρικός ναός της Χλώρακας, και σκέφτηκαν οι χωριανοί με πρωτεργάτες τους δυο παπάδες της Κοινότητας τους Παπάγιωρκη και Παπάκλεοβουλο, να τοποθετήσουν σε αυτήν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που ήταν στη μικρη παλιά εκκλησία της Χρυσελεούσης. Ήξεραν τον παλιό θρύλο, γι αυτό κανείς δεν τολμούσε να μεταφέρει την εικόνα, αλλά οι ιερείς του χωριού είπαν ότι η πράξη αυτή της μετακίνησης της εικόνος, θα την ευχαριστιόταν η Παναγία, αφου θα εμεταφέρετο και θα ετοποθετείτο σε μεγαλοπρεπέστερο εικονοστάσι και ναό παρά πριν. Έτσι οργάνωσαν πομπή, παρευρέθη μαζί τους και ο άλλος ιερέας από την Χλώρακα που εκτελούσε χρέη οικονόμου στην Μητρόπολη Πάφου ο Παπαχαρίδημος, ακόμη ήταν και ο μητροπολίτης Πάφου Ιάκωβος, ώστε με τις ευλογίες του, ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το εικόνισμα με τιμές και προσευχές. Πήγαν στη μικρη εκκλησία της Χυσελεούσας, έκαναν τρισάγιο, ύστερα πήγαν να πάρουν το εικόνισμα από το Ξυλόγλυπτο τέμπλο. Με έκπληξη και φόβο, είδαν ότι δεν μετακινιόταν, ήταν σαν κολλημένο, χωρίς να είναι καρφωμένο ή σφηνωμένο. Δημιουργήθηκε ταραχή, οι πιστοί μουρμούριζαν, και οι ιερείς έμειναν να σκέφτονται. Έλεγε ο καθένας τη γνώμη του, τελικά με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Ιακώβου, επεκράτησε η γνώμη του Παπάγιωρκη, ότι ήταν τυχαίο γεγονός, έπρεπε την εργασία που ξεκίνησαν να την τελειώσουν. Ανελαβε ο ίδιος, και με ένα σκεπάρνι που το χρησιμοποίησε ως μοχλό, αφαίρεσε το εικόνισμα της Παναγίας. Έως σήμερα στο τέμπλο πανω αριστερά εκεί που ήταν η εικόνα, λείπει ένα κομμάτι λουλουδιού στόλισμα του τέμπλου, που έσπασε από την προσπάθεια με το σκεπάρνι που κατέβαλε ο Παπάγιωρκης.

 Έτσι μετεφέρθη η Παναγία η Χρυσελεούσα στον Ναό της Χρυσοαιματούσας, πέρασε ο καιρός κάπου δέκα χρόνια, ξεχάστηκε ο θρύλος και ο φόβος, ώσπου ξάφνου στα καλά καθούμενα αρρώστησε ο γιος του Παπά, έπαθε επιληψία, πνίγηκε και πέθανε. Πολύ σύντομα πέθανε και ο Παπάγιωρκης από το μαράζι του, σε λίγους μήνες πέθανε και ο Παπάκλεοβουλος. Άλλοι είπαν ήταν η κατάρα της Παναγίας, άλλοι είπαν ότι ως Αγία η Μητέρα του Θεού, δεν μετέρχεται σε πράξεις εκδικητικές.

 Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, ήταν ακόμα οι ίδιοι παπάδες, εγινε ο μεγάλος σεισμός το 1953, και ο μεγαλόπρεπος ναός της Παναγίας της Χρυσοαιματουσης χάλασε ένεκεν αυτού, κάποιοι είπαν ήταν η συνέχεια του θυμού της Παναγίας.

 Ισως να θυμώνει η Παναγία κάποτε και να τιμωρεί τον κοσμο, στην περίπτωση την προκείμενη, εάν ότι εσυνέβη ήταν θυμός, μαζί με αυτόν έδειξε και την αγάπη της, εσυνέβηκαν εκείνη την περίοδο πραγματα που λενε ότι ήταν θαύματα.

 Ηταν περίπτωση κοντά στο ’55 την περίοδο του ένοπλου αγώνος ενάντια στους Εγγλέζους, πήρε ο Αντρέας Π/Αντωνίου με άλλους φίλους του μπαρούτι και σκάγια, έφτιαξαν πιστόλι με δικήν τους επινόηση, βγήκαν να κυνηγήσουν. Στον πυροβολισμό επάνω, η κάννη του όπλου έσπασε και τινάχτηκε. Έμειναν όλοι να κοιτάζουν, έψαχναν στο χώμα να την βρουν. Δεν την βρήκαν, κίνησαν να γυρίσουν πίσω, ένας από την παρέα βλέπει να τρέχει αίμα στο μέτωπο του Ανδρέα, του το λέει, αυτός κάμνει κίνηση με το μανίκι, το σκουπίζει. Προχώρησαν ως τα καφενεια, δεν πονούσε, αλλά το αίμα έτρεχε, κατάλαβαν ότι κάποιο θραύσμα είχε σφηνώσει στο μέτωπο του. Τον πήραν εσπευσμένως στον γιατρό τον Ηρόδοτο, εκεί διεπιστώθει ότι ένα μεγάλο μέρος της κάννης του όπλου σαν σπόντα ακριβώς, είχε καρφωθεί κάθετα στο κρανίο του Ανδρέα. Ύστερα από πολλές δυσκολίες με τη συμμετοχή και άλλων σπουδαίων ιατρών απο άλλα μερη της Κύπρου αυτό αφαιρέθει, ο Αντρέας εγινε καλά, ζει και βασιλεύει. Ανά τον κοσμο, πολλά ιατρικά έντυπα έγραψαν ότι αυτό που συνέβη ήταν ανεξήγητο, κανείς δεν θα μπορούσε να ζήσει ύστερα από τέτοια πληγή, ήταν πρωτοφανές και χωρίς εξήγηση. Στην Χλώρακα και στην υπόλοιπη περιφέρεια ο κόσμος είπε ότι ήταν θαύμα της Παναγίας.

Σε άλλη περίπτωση, ήταν ύστερα από λίγα χρόνια, ο Μηχαλάκης Π/Αντωνίου μαζί με την παρέα του έπαιζαν κουλλέ στην αυλή της μεγάλης πλατείας έξω από την μισοχαλασμένη από τον σεισμό μεγαλη εκκλησία. Ο κουλλές ήταν μια σιδερένια μικρή μπάλα μεγάλου βάρους που με τη σειρά όλοι την έριχναν με το ένα χέρι, νικητής ήταν όποιος την έριχνε πιο μακριά. Ήταν σειρά του Μηχαλάκη, την έριξε αλλά ήταν δυνατός, πήγε μακρύτερα, κατά λάθος βρήκε τον Τάκη Αρέστη στο κεφάλι, ακριβώς πανω στο μέτωπο. Κανείς δεν θα γλίτωνε με τέτοιο χτύπημα, θα έπεφτε κάτω νεκρός, ήταν σίγουρο. Η μεγαλη και φιλεύσπλαχνη όμως Παναγία, δεν θα μπορούσε να επιτρέψει έξω στην αυλή της να γίνει τέτοιο κακό, έκαμε το θάμα της, έτσι είπαν όλοι οι χωριανοί. Ο Τάκης δεν έπαθε τίποτα, έζησε πάρα πολλά χρόνια ακόμα, με το σημάδι από το χτύπημα πανω στο μέτωπο του εμφανές να του θυμίζει την Παναγλια που τον προστάτευσε. 

Πριν ξεκινήσουν να ξανακτίζουν τη μεγαλη εκκλησιά ύστερα από το σεισμό, οι χωριανοί έστησαν μια μεγαλη στρογγυλή τσίγγενη παράγκα για να λειτουργούνται. Δεν ήταν βολετή, δεν είχε ιερό, δεν ήταν κανονική εκκλησία. Άλλοι λέγαν πως έπρεπε να χρησιμοποιούν την κάτω εκκλησιά, άλλοι λέγαν την παράγκα γιατί η κάτω εκκλησιά ηταν μικρή και δεν τους χωρούσε..  Ολημερίς οι μαστόροι έκτιζαν, το απόγιομα κάθονταν απέναντι από την παράγκα στο καφενείο του ΑΚΕΛ να ξαποστάσουν, και να πιούν κανένα ποτηράκι κρασί και ζιβανία.

Μια νύχτα μία ομάδα έμεινε στη μικρη πλατεία ως αργά πίνοντας πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο τους έκανε να ξεχαστούν, πέρασε η ωρα, κόντευε να ξημερώσει. Ήταν μια νύχτα ήσυχη και γλυκεία, όμως ξάφνου  ο ουρανός βάρυνε, ο αέρας άρχισε να βουίζει δυνατά, και βαριά βροχή άρχισε να πέφτει με το τουλούμι. Κράτησε η κακοκαιρία ως το πρωί, ήταν ένα πρωινό μιας Κυριακής, ξημέρωσε και όλα γυρω στην πλατεία ήταν συντρίμμια.

- Πώς εγινε αυτό; Ρώτησε ένας, -ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας άλλος.

Αρχίνισαν οι πιστοί να έρχονται στην εκκλησία, σκέφτηκε ο παπάς να τελέσει τη λειτουργία στην μικρη εκκλησία από το φόβο επανάληψης της κακοκαιρίας. Μπαίνοντας μεσα, αντίκρισε ο παπάς την εικόνα της Παναγίας να ευρίσκεται πανω στο τέμπλο. Έκθαμβος έμεινε να κοιτάζει, και να φωνάζει εκστασιασμένος πως εγινε θαύμα.  Διαδόθηκε το νέο, όλο το χωριό μαζεύτηκε μες τηυ ακκλησιά, και απο εκείνη την ημέρα και ως την περάτωση της μεγάλης, όλοι εκκλησιάζονταν εκεί, και όχι στην παράγκα. Πολλοι πίστεψαν πως εγινε θαύμα, άλλοι είπαν πως κάποιος την μετέφερε θέλοντας να παραπλανήσει τους παπάδες ώστε να γίνεται η λειτουργία στην παλιά εκκλησία και όχι στην άβολη παράγκα.

Με εθελοντές εργάτες και μαστόρους συνεχιστηκε η ανοικοδόμηση, το 1959 τελείωσε, η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε ξανά στην πανω εκκλησιά και από τότες λειτουργεί ως Καθεδρικός ναός της Κοινότητας. Τα γεγονότα που συνέβησαν κατά καιρούς άλλοι τα είπαν θαύματα, άλλοι τυχαία γεγονότα, η γνώμη μου είναι ότι ήσαν πολλά τα συμβάντα για να είναι τυχαία. Πολλοι πιστοί χωριανοί που πιστεύουν πως πράγματι η Παναγία επιθυμεί για κατοικία της την Κάτω εκκλησιά, αναμένουν με προσμονή το επόμενο θαύμα. 

ΑΗ ΝΙΚΟΛΑΣ

Η παραγωγή ζάχαρης άρχισε στην Κύπρο πριν αρχίσουν οι Πορτογάλοι να εξερευνούν την Αφρικανική ακτή. Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου είχε τη προέλευση της από τους Άραβες κατακτητές το 12ο  αιώνα. Αργότερα οι Ιταλοί έμποροι και οι τοπικοί κυβερνήτες χρησιμοποίησαν σκλάβους και ελεύθερους εργάτες για να παραγάγουν τη ζάχαρη. Οι φυτείες βρίσκονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές της Επισκοπής Λεμεσού, των Κουκλιών, της Αχέλλειας, μέχρι την Χλώρακα, Έμπα και Λέμπα.

Χρησιμοποιούσαν σκλάβους, κυρίως Αφρικανούς τους οποίους έφερναν από την Κεντρική Αφρική μέσω του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και ύστερα στο λιμάνι της Λάρνακας κάποτε και της Πάφου. Τις νεαρές όμορφες γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους οι πλούσιοι τσιφλιτσικάδες Ενετοί και Κύπριοι ως δούλες, στην πραγματικότητα ως μετρέσες. Έτσι είχαν ξεκινήσει τα χαρέμια οι Τούρκοι όταν αργότερα κατέλαβαν την Κύπρο, αντιγράφοντας τις συνήθειες των πλούσιων Κυπρίων. Στα Παλιόκαστρα ανάμεσα της Πάφου και της Χλώρακας, όλη η παραλιακή εύφορη πεδιάδα ήταν ιδιοκτησία της Ρήγαινας.

Μια φορά που ήρθε στην Κύπρο ο Διγενής Ακρίτας κυνηγώντας ένα Σαρακηνό εχθρό του Βυζαντίου , είδε την Ρήγαινα και την αγαπησε. Της ζήτησε να τον παντρευτεί, και κατά πως λέει ο μύθος, η Ρήγαινα θέλοντας να αποφύγει την παντρειά μαζί του, του έβαλε όρο να έκτιζε ένα μεγάλο αυλάκι που θα έφερνε νερό από τα λουτρά του Άδωνη στα Παλιόκαστρα, πιστεύοντας πως δεν θα τα κατάφερνε.

Ο Διγενής δέχτηκε, και ζήτησε από τη Ρήγαινα να του δώσει εργάτες για να κτίσει το αυλάκι.

Στο λιμάνι της Πάφου ήταν αγκυροβολημένο ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους, ιδιοκτησία ενός Αιγύπτιου Άραβα που τους έφερε να τους πουλήσει στους τσιφλικάδες της Γεροσκήπου. Η Ρήγαινα του έστειλε μαντατοφόρο και τον κάλεσε. Του πρόσφερε όλη την παραλιακή γη στην περιοχή των Ροαφινών της Χλώρακας που έφτανε ως το σημερινό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα και ανήρχετο σε έκταση 500 σκαλών, αν δεχόταν να δώσει τους σκλάβους στο Διγενή.

Ο Άραβας δέχτηκε να τους δώσει να δουλέψουν ώσπου να τελειώσει το αυλάκι και ύστερα σάλπαρε για την Αίγυπτο όπου φόρτωσε τα υπάρχοντα του στο πλοίο και με την οικογένεια επέστρεψε πίσω και εγκαταστάθηκε στην Χλώρακα.

Έστησε το σπιτικό του σ ένα ψήλωμα για να μπορεί να επιβλέπει την περιουσία του, έβαλε σκλάβους και έσκαψαν τεράστια λαγούμια στην περιοχή του Αϊ Νικόλα και δεν τους άφησε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν έσκαψαν πολλά μίλια μέσα στη γη, ώσπου βρήκαν νερό αστείρευτο.

Εγινε ένας πλούσιος τσιφλικάς, καλλιεργούσε ζαχαροκάλαμο, κάνναβη, είχε στρατιές προβάτων και σκλάβων βοσκών που τα πρόσεχαν, είχε και μικρές νέγρες υπηρέτριες να τον περιποιούνται και να τον ευχαριστούν.

Πέρασαν πολλά χρόνια, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα, ένας από τους απογόνους του, ο νέος αφέντης, είχε στο υπηρετικό του προσωπικό μια νέγρα παιδούλα δούλα, που της είχε μεγάλη αδυναμία, πολλή αγάπη, και δίχα της δεν μπόραγε. Της μικρής δούλας της άρεσε να πηγαίνει σεργιάνι στις ακτές της θάλασσας να μαζεύει κρίνα του γιαλού και αγριοματσικόριδα. Ήταν οι ακρογιαλιές έρημες, δεν είχε κόσμο, έτσι τα καλοκαίρια μες την πολλή τη ζέστη, καμιά φορά η παιδούλα έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στα καταγάλανα νερά της θάλασσας στον κόλπο των Ροαφινιών. Μια μέρα που κολυμπούσε γυμνή, είδε τα κάλλη της ένας έμπορος σκλάβων που είχε αράξει το μικρό του καΐκι στον διπλανό κολπίσκο, στο Δήμμα, και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, και θα μπορούσε να την πουλήσει πολύ ακριβά. Την έκλεψε, την αλυσόδεσε, και την έριξε στο αμπάρι, και σάλπαρε για το νότο, και χάθηκε μεσα στο πούσι και τη νοτιά…

Όταν η ώρα πέρασε χωρίς η δούλα να επιστρέψει στο κονάκι της, ο αφέντης της γεμάτος ανυσηχία μήπως έπαθε κάτι, έστειλε τους μισταρκούς με δάδες μέσα στην νύχτα να την βρούν. Τους διέταξε να μην επιστρέψουν αν δεν την βρούν, και αυτός περίμενε γεμάτος αγωνία, όλο το βράδυ, ως το πρωί.

Η ωρα πέρναγε, είδηση δεν έφτανε καμία, φόβοι τον έζωναν για το χειρότερο. Με το ξημέρωμα έβγαλε φιρμάνι που ο τελάλης το φώναξε σε όλα τα γυρω χωριά και έδιδε μεγάλη αμοιβή σε όποιον έφερνε μαντάτα.

Κατά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν σκόρπιες πληροφορίες, έμαθαν από βοσκούς της περιοχής ότι ένας έμπορος σκλάβων πέρασε από τα μέρη.

Ο πλούσιος αφέντης ήταν σίγουρος πλέον ότι έχασε την αγαπημένη του δούλα, μαράζωσε πολύ, και όλοι δεν πίστευαν την τόση αγάπη του για μια σκλάβα. Είναι όμως ο έρωτας μεγάλο πράγμα, και όποιος πέσει σ αυτόν, γνωρίζει βάσανα πολλά. Έτσι και ο ερωτευμένος νέος αφέντης έπεσε σε μεγάλο μαράζι, δεν έτρωγε, οι μέρες περνούσαν, είχε σαλέψει το λογικό του, και κάθε μέρα, όλη μέρα, στεκόταν στην άκρη του γκρεμού, και αγνάντευε τα βάθη του ορίζοντα της θάλασσας μήπως δει την καλή του να επιστρέφει, και έκλαιε μέσα του απαρηγόρητα και ήταν ο πόνος του τόσο μεγάλος, που οι κάτοικοι στην γύρω περιοχή, πίστεψαν ότι τρελάθηκε, και όλοι τον συνερίστηκαν γιατι ήταν ενας ευσπλαχνικός, δίκαιος και καλός άνθρωπος…

Ήταν ένας καλόγερος Χριστιανός που ασκήτευε σε μια σπηλιά μέσα σ ένα βουνό λίγο πιο πάνω από την Χλώρακα προς τη μεριά της Τάλας,  μια νύχτα ήρθε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης της θάλασσας, και του φανέρωσε ότι άν ο πλούσιος μικρός αφέντης που ήταν Μουσουλμάνος έκανε γιορτή και δέηση στο Χριστό, η θάλασσα θα του έφερνε πίσω τη δούλα. Έτσι πρωί με το πουρνό, κατηφ’οτησε και πήγε ο καλόγερος στον μικρό αφέντη και του ορμήνεψε τι να κάμει. Δεν δέχτηκε ο αφέντης, αρνήθηκε να κάνει δέηση Χριστιανική αφού ήταν πιστός θρησκευόμενος Μουσουλμάνος.

Την επόμενη ο καλόγερος ξανα είδε το ίδιο όνειρο, και ξανά την μεθεπόμενη. Ξανακατέβηκε τη ράχη του βουνού, πάει τον ξανα βρίσκει, και του εξηγά ότι είναι το θέλημα του Θεού, έπρεπε να υπακούσει…

Υπάκουσε το λοιπόν ο αφέντης, έκαμε δέηση και γιορτή, και ύστερα έκατσε αντάμα με τον ερημίτη στην άκρια του γκρεμού και έβλεπαν κατά τον νότο, εκεί που τέλειωνε η θάλασσα , ελπίζοντας να γίνει το θαύμα.

Πέρασε κάμποση ώρα, ήρθε το απόγιομα, πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει και να τρικυμίζει, και εκστασιασμένοι κοίταζαν και ανέμεναν το θαύμα του Θεού.

Όταν ο ορίζοντας καθάρισε, είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που έσκαγαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών, το καΐκι του Άραβα πειρατή σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Η μεγάλη τρικυμία το έστρεψε πισω, και τα μεγάλα κύματα το παρέσυραν και το έριξαν στις ξέρες του Φερφουρή.

Είχε κάμει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των σκλάβων έξω στη στεριά.

Μονομιάς πήγαν οι άνθρωποι του αφέντη, ανέβηκαν στο καΐκι και συνέλαβαν τους πειρατές και ελευθέρωσαν την κόρη.

Ευχαριστημένος ο μικρός αφέντης, ασπάστηκε το δικό μας Θεό, βαφτίστηκε Χριστιανός, και έκτισε ένα μικρό ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα πανω στο ύψωμα, εκεί που στάθηκαν και αγνάντεψαν τον ορίζοντα της θάλασσας ώσπου εγινε το θαύμα.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΕΜΠΑΣ

Δεν ήταν ένας παράνομος ληστής, αλλά χειρότερος. Νευρικός, αιμοβόρος, έλεγαν ήταν τρελός και πολλοί τον φοβούνταν.

Ήταν τοσο μπαμπέσης ψεύτης και πανούργος, που άλλος ληστής δεν τον εμπιστευόταν, ήταν ο λόγος που δεν ειχε φτιάξει συμμορία…

Ήταν μέτριος στο ανάστημα, αλλά στα χαρακτηριστικά του φαινόταν η μεγάλη σκληράδα του. Γεννήθηκε στο χωριό της Λέμπας κατά το 1850 και ήταν στα άλμπουρα της νιότης του την εποχή που οι Μωαμεθανοί Τούρκοι παρέδωσαν την Κύπρο στους Άγγλους. Ισχυριζόταν ότι ο προπάππους του ήταν Καδής και έλεγε πολλές ιστορίες όταν οι πρόγονοι του ήταν αφέντες των Ελλήνων. Χαιρόταν που ήταν κατακτητής και ευχαριστιόταν να καταπιέζει τους αδύνατους και ανυπεράσπιστους Χριστιανούς χωρικούς που σαν υπόδουλοι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το ανάστημα τους και να του αντισταθούν.

Υπό την ανοχή των νέων κατακτητών συνέχισε να τους ενοχλεί και  προέβαινε σε κακές ενέργειες εναντίον τους, τους καταπίεζε και τους λήστευε.

Αυτό συνέβαινε για χρόνια ώσπου γέρασε, δεν μπορούσε πλέον να κάμνει τον καμπόσο. Έκατσε στα βραστά του, αλλά όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά. Οι διηγήσεις ανάμεσα των Ελλήνων για την κακία του, ήταν καθημερινές κουβέντες μέσα στα καφενεια. Ήταν ιστορίες που έδειχναν το μεγάλο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς, και πόσο ήταν σκληρή η καρδιά του. Τις διηγιόντουσαν, και ήσαν σίγουροι ότι καποια φορά σε αυτή τη ζωή, ή την άλλη, θα τον εύρισκε τιμωρία από τον Θεό…

Στα τέλη του αιώνα ορισμένοι Έλληνες Χριστιανοί μπόρεσαν και προόδευσαν, απέκτησαν πλούτη και περιουσίες, ένας από αυτους κατοίκησε στα ανατολικά της Λέμπας, είχε εκεί ένα τσιφλίκι και είχε κτισμένο σ αυτό το εξοχικό του καθώς και  αλλά υποστατικά, όπως αποθήκες και διάφορα κτίρια. Ήταν ένα αγρόκτημα που είχε εκταση 140 σκάλες, είχε 300 τερατσιές, αμέτρητες αθασιές και κάμποσες συκαμινιές. Ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Σάββα Νικολαίδη που κατοικούσαν στην πόλη της Πάφου. Ήσαν εύποροι, είχαν πολλά ιδιόκτητα καταστήματα  που  νοίκιαζαν σε άλλους έχοντας με αυτό τον τρόπο μεγάλο εισόδημα. Είχαν επίσης μεγάλο εισόδημα από το αγρόκτημα το οποιον εκμίσθωσαν σε μια φτωχή οικογένεια από την Εμπα, του Σπύρου Χριστόδουλου Φαρφαρά, που είχε σύζυγο την Πολυξένη, και έκαμαν παιδιά τους Γεώργιο Σπύρου Οξεία, τον Χριστόδουλο, την Σοφία (αργότερα Τριανταφίλλη), τον Σάββα Σπύρου, και την Βαρβαρού (αργότερα Χαραλάμπους Μαύρου). Η συμφωνία τους ηταν όλα τα έξοδα και κόπους να τα επιβαρύνεται αυτή η οικογένεια και τα έσοδα να τα μοιράζονται. Υπήρχαν στο αγρόκτημα δυο λάκκοι με ξύλινα αλακάτια, υπήρχε και ένας μεγάλος ανεμόμυλος έτσι  που το νερό ήταν μπόλικο ωστε να ποτίζονται όλα τα χωράφια στο αγρόκτημα .

Σε μια άκρια του τσιφλικιού που περνούσε ο αμαξητός δρόμος, ήταν μια αποθήκη με ξύλινη σκεπή, όπου καμιά φορά σταματούσαν οι περαστικοί να προφυλαχτούν σαν έβρεχε. Ένας διαβάτης κάποτε, είπε ότι είδε στο όραμα του τον Άγιο Στέφανο να του λέει ότι ήθελε την μικρη αποθήκη για εκκλησιά του, αυτό διεδώθη, έτσι αρχίνισαν και πήγαιναν πολλοι προσκυνητές Τούρκοι και Ρωμιοί, να προσευχηθούν και να ανάψουν και κανένα κερί. Κατά το 1900 περίπου, ο Σάββας Νικολαίδης ο ιδιοκτήτης, έκτισε ένα μικρό ιερό και μια αγία τράπεζα στην αποθήκη, κατασκεύασε έτσι το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου.

Πάντα οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να εχουν ένα στήριγμα και πολύ περισσότερο όταν εχουν δυσκολίες, έτσι βρίσκουν πάντα αποκούμπι στο Θεό. Τες εποχές που οι Κύπριοι ήσαν υπόδουλοι στους Τούρκους και ύστερα των Άγγλων, η ζωή τους ήταν δύσκολη και ανυπόφορη, η καταπίεση μεγαλη, έβρισκαν μονο στήριγμα στο Θεό. Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας Μάρτυρας που μαρτύρησε υπέρ του Θεού με τον χειρότερο θάνατο του λιθοβολισμού, ήταν γι αυτό που οι κάτοικοι της περιοχής της Χλώρακας, της Έμπας, και όλων των άλλων παρακείμενων χωριών, ένιωθαν τη πίστη τους να τους οδηγεί σ αυτόν, είχαν και αυτοί μια μαρτυρική και υστερημένη ζωή ένεκα της υποδούλωσης τους. Έτσι θεωρούσαν το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου πιο δικό τους παρά άλλες εκκλησιές, ένιωθαν να υπάρχει μια σύνδεση αναμεταξύ τους και του Αγίου. Έλπιζαν σε αυτόν, εύρισκαν παρηγοριά σε αυτόν, ώστε να αντέχουν και να καρτερούν για καλύτερες ημέρες. Έλπιζαν ακόμα ο άπιστος Τούρκος που όποτε περνούσε έξω από το εκκλησάκι έφτυνε περιφρονητικά, να έβρισκε μεγαλη τιμωρία από τον ίδιο τον Άγιο Στέφανο.

Άγνωσται όμως αι βουλαί του Θεού, όταν τα χρόνια πέρασαν, ο άπιστος γέρασε και κανείς πλέον δεν έλπιζε να τιμωρηθεί, η μεγαλη κακία και το απύθμενο μίσος που είχε ενάντια στους Χριστιανούς τον οδήγησαν μια μέρα σε μια αποτρόπαιη πράξη, πήγε μες την εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου και με ένα μυτερό μαχαίρι έβγαλε τα μάτια του Αγίου. Κανένας δεν τον είδε, πολλοί σκέφτηκαν ότι ήταν αυτός, αλλά δεν υπήρχαν μαρτυρίες για να τιμωρηθεί. Είναι όμως περιστατικά που συμβαίνουν κάποτε που οδηγούν τους πιστους να πιστεύουν περισσότερο στο Θεό,  είναι τα Θαύματα που γίνονται, κάποτε για επιβράβευση του δίκαιου, κάποτε για τιμωρία του άδικου…

… Ύστερα από λίγες μέρες ο άπιστος χάθηκε από πρόσωπου γης, οι συγγενείς του κατήγγειλαν το γεγονός στην αστυνομία η οποία άρχισε ανακρίσεις μεταξύ των Ελλήνων για να βρουν τους ενόχους για την εξαφάνιση του.

Ύστερα από κάμποσες μέρες βρέθηκε το πτώμα του από Τούρκο βοσκό στον Ακόμα, στην περιοχή που βρίσκεται το χωριό Ινια. Κανείς δεν ήξερε πως ευρέθη εκεί, τον έπιασε η καρδιά του είπαν μερικοί, άφησε την τελευταία του πνοή εκεί. Ήταν ένα κουφάρι πεθαμένου με φρικιαστικό πρόσωπο που φάνταζε ανατριχιαστικό, με δυο μεγάλες μαύρες τρύπες αντί για μάτια. Δεν είχε μάτια, τα είχαν φάει τα μυρμήγκια και οι σφήκες, ήταν σίγουρο ότι τον σημάδεψε ο Άγιος Στέφανος.

Υ.Γ. Πέρασαν κάμποσα χρόνια, το 1963 ήταν η χρονιά που αρχίνισαν οι φασαρίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που είχαν τελική κατάληξη την κατάληψη της μισής μας πατρίδας από τους Τούρκους. Ήταν φασαρίες που τις δημιουργούσαν οι Τουρκοκύπριοι επί σκοπού θέλοντας να δημιουργήσουν αντιπαραθέσεις αναμεταξύ των δυο λαών, ώστε να έχει δικαιολογία η Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Δίπλα στον Άγιο Στέφανο ήταν κτισμένη μια παράγκα που κατοικούσε μια οικογένεια Τούρκων με τρία αρσενικά παιδιά. Συνήθιζαν τα Τουρκάκια αυτά πολύ συχνά να μπαίνουν στο μικρό εκκλησάκι και να κάνουν ασχημίες. Μια τέτοια φορά, αφου λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας τους με το σουγιά του έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ωρα μπήκαν από την πόρτα Έλληνες προσκυνητές και τους είδαν επ αυτοφώρω, αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν έξω. Υπήρχε ένας πετρότοιχος που χώριζε την αυλή του Αγίου και τον αμαξητό δρόμο που ήταν στην νια μεριά του ξωκλησιού. Πετάχτηκαν τα Τουρκιά τον τοίχο, εκείνη την στιγμή περνούσε αυτοκίνητο, πάτησε τον έναν και τον άφησε νεκρό στον τόπο. Στες τέσσερις πέντε μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πανω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Ύστερα από άλλες τόσες περίπου μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό πήγε για μπάνιο στη θάλασσα σ ένα μέρος κάτω της Λέμπας, στην περιοχή Κοτσιάς. Ήρθε το Βράδυ, νύχτωσε καλά, δεν φάνηκε να γυρίζει πίσω. Ανήσυχοι οι γονιοί του, άρχισαν να τον ψάχνουν, ειδοποιήθηκε η αστυνομία, όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι της Λέμπας και όλοι οι Χριστιανοί από την Χλώρακα, βγήκαν σε αναζήτηση του. Ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκε το πτώμα του ξεβρασμένο στην θάλασσα του Ακάμα, ήταν πνιγμένος, και χωρίς το ένα του μάτι. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας και τα κοράκια. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου Στεφάνου.

ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ  

"Δυστυχώς οι εξετάσεις έδειξαν αυτό που φοβόμασταν, ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, θα κάνουμε όμως ότι μπορούμε. Αλλά σ αυτές τις περιπτώσεις η επιστήμη δεν κάνει θαύματα, μόνο ο Θεός μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.

Πρόκειται περί καρκίνου σε προχωρημένο στάδιο, χρήζει άμεσης επέμβασης. Τα πραγματα δεν είναι καλά, αλλά θα κάνουμε ότι μπορούμε".

 Από την ωρα που το έμαθα κλείστηκα στο δωμάτιό μου και κοιτώντας την εικόνα του Αγίου στη κορνίζα  πάνω στον τοίχο, με κλάμα και παράπονο άρχισα να προσεύχομαι και να του ζητώ να με γλυτώσει.

Στην αμέτρητη ωρα που πέρασε, εκεί που απόκαμα και ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μου φάνηκε ότι ήμουν στο εκκλησάκι του Άγιου Εφραίμ, ήταν έξω σκοτάδι πυκνό, αλλά μέσα έλαμπε όλη η εκκλησιά από φως που έβγαινε από το ιερό, ένα φως χαρούμενο κίτρινο σαν το χρυσάφι και είχε σχήμα και έμοιαζε με ανθρώπινη φωτινή φιγούρα. Το πρόσωπο του μόλις ξεχώριζε, μου φάνηκε ίδιο με την εικόνα στο εικονοστάσι, μου φάνηκε ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Αμέσως μια γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή μου, ηρεμία κυρίευσε το νου μου, και δεν στενοχωριόμουν για την αγιάτρευτη αρρώστια μου, ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν καλά. 

Την άλλη μέρα πρωί, πήγα να προσκυνήσω τον Άγιο στο μικρό ξωκλήσι, και είδα κόσμο μέσα και έξω να λειτουργείται. Αμέσως κατάλαβα ότι μου φανερώθηκε την ημέρα που γιόρταζε, ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότης η εμφάνιση του σε μένα, ήμουν σίγουρος ότι θα με έκανε καλά.

Από εκείνη την ωρα ένιωσα μέσα μου πνευματική ανάσταση, σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι τόσο μικροί στη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, απειροελάχιστη αναλαμπή μικρού σπινθήρα φωτός και προσωρινοί με διάρκειας ζωής ασήμαντης απέναντι στην αιωνιότητα. Κάθε πρωί με τη δροσιά πριν ο ήλιος ανατείλει, επισκεπτόμουν το εκκλησάκι και νοερά μέσα σε κατάνυξη και προσευχή ένιωθα ότι συνομιλούσα με τον Άγιο. Ένιωθα απέραντη γαλήνη, δεν φοβόμουν το θάνατο ούτε αν θα μαρτυρούσα πριν επέλθει, ένιωθα καλά στη ψυχή, στο μυαλό και στη σκέψη.

Οσο οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι άνθρωποι έμεναν παραξενεμένοι με τη συμπεριφορά μου, οι γιατροί το ίδιο, αντί να δίνουν αυτοί κουράγιο σε μένα, έδινα εγώ σε αυτούς. Ήταν τόση η σιγουριά μου ότι ήμουν κοντά στο Θεό, που χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω ή πεθάνω, χωρίς να στενοχωριέμαι αν θα τέλειωνε η ζωή μου, ήμουν απόλυτα γαληνεμένος και δυνατός έτοιμος να αντιμετωπίσω την αρρώστια μου, ήμουν απόλυτα αισιόδοξος.

Ο καιρός πέρασε. Έκανα χημειοθεραπείες, εγχείρηση και ξανά χημειοθεραπείες, ώσπου ύστερα από πάρα πολύ καιρό νιώθω απόλυτα υγιής, η αρρώστια νικήθηκε και έφυγε, εγώ όμως συνεχίζω να πηγαίνω κάθε εβδομάδα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Εφραίμ και να ανάβω ένα κερί, και ύστερα να κάθομαι στο σκάμνο και να κάνω περισυλλογή. Σκέφτομαι ότι όλες οι συνομιλίες μου και οι επαφές που είχα με τον Άγιο ίσως να ήταν στη σκέψη μου και στη φαντασία μου, δεν είχε όμως σημασία. Το σίγουρο ήταν ότι συνέβηκε μέσα στο μυαλό μου ένα θαύμα, ίσως από τον φόβο της αρρώστιας να αντέδρασε και να με έκαμε να πιστέψω στην ανωτερότητα του θεού, σημασία είχε ότι αυτή η πίστη που ένιωσα με γαλήνεψε, με ηρέμισε, με έκαμε να αισθάνομαι διαφορετικά, να αισθάνομαι απέραντη πίστη στο Θεό και ατέλειωτη δύναμη στη ψυχή, μια απέραντη πίστη που με γιάτρεψε.

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Οι άνθρωποι εχουν την ανάγκη να διηγούνται περιστατικά της ζωής τους που  εχουν βιώσει, ειδικά όταν αυτά εμπεριέχουν ανεξήγητες καταστάσεις, και ακόμα πιο πολύ όταν μοιάζουν με θαύματα, πόσο μάλλον, όταν πιστεύουν ότι είναι πραγματικά θαύματα.

Μια ιστορία θα σας διηγηθώ, που την άκουσα να την λέει πολλές φορές ο Νικόλας Τσαγγαρίδης, σημάδι ότι πιστεύει απολύτως ότι εσυνέβη πραγματικά, και δεν ήταν στο όνειρο ή στην φαντασία του.

Ήταν μέσα στην κάμαρη μόνος και ξάπλωνε στο κρεβάτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα γύρω στις 5, μέσα στο καταχείμωνο. Έξω ήταν κακοκαιρία και φυσούσε  δυνατός αέρας με αποτέλεσμα σε κάποια στιγμή να ανοίξουν τα ξώφυλλα του παραθυριού. Τα άκουσε να χτυπούν, και ως να ξύπνησε, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό, είδε μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Χωρίς να δώκει σημασία πιστεύοντας ότι ήταν η γυναίκα του που συνήθως ερχόταν να τον σκεπάσει, άλλαξε πλευρά, γύρισε ανάσκελα... Οπότε ύστερα απο λίγο, ένιωσε μια δυσφορία στην αναπνοή, και  ένα βάρος στο στήθος που όλο μεγάλωνε. Άνοιξε τα μάτια, και είδε μια σκιά πάνω στο στήθος του να του πιέζει τα στήθεια δυσκολεύοντας του την αναπνοή.

 Τρομοκρατημένος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει από το σάστισμα του φόβου, το μόνο που έκαμε ασυνείδητα, άρχισε να λέει,

–Θεέ μου, Θεέ μου.

Οι άνθρωποι συνήθως το Θεό τον θυμούνται στα δύσκολα, έτσι και ο Νικόλας Τσαγγαρίδης στη μεγάλη του αγωνία προσευχήθηκε για βοήθεια.

Και πράγματι ο Θεός άκουσε την παράκληση του, γιατί αμέσως είδε τη σκιά να παλεύει και να αντιστέκεται, σάν κάποιος να την τραβούσε να τη σηκώσει από πάνω του. Η πάλη κράτησε λιγες στιγμές που του φάνηκαν ατέλειωτες, ώσπου η σκιά νικημένη έφυγε από πανω του.

Ξύπνησε και ήταν καλά, αλλά η αναστάτωση και ο φόβος που πήρε έκαναν την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το κορμί του.

Πέρασαν οι μέρες, το είχε συνήθειο, του άρεσε τα απογεύματα της κάθε μέρας να ησυχάζει στην κάμαρη του ξαπλούμενος στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ώσπου να αποκοιμηθεί. Ήταν ακριβώς ύστερα από ένα μήνα, ήταν Άνοιξη, συνέβη ακριβώς το ίδιο όπως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά η σκιά έφυγε μέσα σε βουητό, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν βουητό στα αυτιά του από την προσπάθεια να αναπνεύσει, γιατί ένιωθε τα πνευμόνια του έτοιμα να σπάσουν δίχα αναπνοή και αέρα. Ανήσυχος και γεμάτος φόβο πλέον, άρχισε να πιστεύει ότι η σκιά ήταν ο χάροντας που τον επισκεπτόταν να τον πάρει, αλλά ίσως ο φύλακας Άγιος του τον φύλαγε.

Τον κυρίευσε μεγάλος φόβος και άρχισε να βλέπει εφιάλτες. Πολλές φορές δυσκολευόταν στην αναπνοή, και όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τον πήγαν στους γιατρούς, δεν έβρισκαν τίποτα, του έλεγαν ήταν μια ιδέα του. Πέρασαν κάμποσες μέρες ακόμα, δεν ξαναείδε τη σκιά στον ύπνο του, όμως όλο και ταχτικότερα, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του τώρα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένιωθε να ρουφά τον αέρα, χωρίς όμως να τον αρκεί, χωρίς τα πνευμόνια του να γεμίζουν οξυγόνο.

Είχε κόρες νοσοκόμες, τον πήραν σε όλους τους γιατρούς, το πρόβλημα συνεχιζόταν και επιδεινωνόταν. Ο φόβος τον έζωσε για τα καλά, πίστεψε ότι του τέλειωσε η ζωή. Στράφηκε στο Θεό για να βρεί

αντοχή, παρηγοριά κουράγιο και δύναμη.

Ήταν μια μέρα στο νοσοκομείο της πόλης της Λάρνακας, εκεί υπηρετούσε η νοσοκόμα κόρη του, και ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι αποκαμωμένος από τις προσπάθειες για αναπνοή, ενώ τα οξυγόνα στη μύτη πολύ λίγο τον βοηθούσαν.

Η γυναίκα του η Μαρούλλα καθόταν στην καρέκλα και του κρατούσε το χέρι, και του μιλούσε χαμηλόφωνα με ηρεμία στη φωνή και τούλεγε λόγια καθησυχαστικά,  ενθαρρυντικά προσπαθώντας να του δώσει ελπίδα. Είχε μια ευχέρεια στο λόγο και μια ευφράδεια στα λόγια που εύκολα έπειθε και καθησύχαζε. Εκείνη τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του άνδρα της, του τούλεγε για τον Αϊ Γιώργη τον Τροπαιοφόρο που ανήμερα γιόρταζε. Ο Νικόλας όπως που να άκουγε τον ίδιο τον Άγιο που είχε φήμη για την πειθώ των λόγων του να του μιλά. Και ανάμεσα στον ξύπνιο και στον ύπνο, τον είδε να έρχεται ντυμένος μέσα σε γαλάζια φορεσιά και να τον παίρνει από το χέρι. Τον οδήγησε από ένα δρόμο πλατύ και ίσιο σε μια μακρινή θεόρατη πύλη που από μέσα φαινόταν άπλετο γαλάζιο φως, και στην άκρια της μια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα ντυμένη στα γαλάζια να στέκει σαν φύλακας και να παρατηρεί. Όταν κόντεψαν, ήταν σίγουρος πλέον ότι πήγε στην άλλη τη ζωή. Φτάνοντας στην μεγάλη πύλη, ο γαλάζιος φύλακας τους σταμάτησε και τον άκουσε να του λέει να γυρίσει πίσω γιατί δεν ήρθε ακόμα η ώρα του...

Αμέσως ένιωσε μέσα ανακούφιση και ευχαρίστηση, και ευτυχισμένος με τον Αϊ Γιώργη πήραν τον δρόμο για το γυρισμό. Ένιωθε τον καθαρό αέρα να μπαίνει ελεύθερα και άπλετα εντός του και τα στήθη του γεμάτα οξυγόνο, ένιωθε δυνατός, γεμάτος υγεία και πανάξιος δίπλα στον Άγιο, και φώναζε χαρούμενος στην Μαρούλα να γυρίσει να τον δεί που δίπλα με τον Άη Γιώργη. Πλημμυρισμένος από ευτυχία με τον Άη Γιώργη να τον οδηγεί, ένιωθε την αύρα και την δύναμη του να μεταδίδονται και σε αυτόν, είχε γίνει το θαύμα, κατάλαβε ότι ήταν καλά και το βάσανο του είχε τελειώσει.

Και ξαφνικά ξύπνησε και άκουσε την Μαρούλα να τον ρωτά γιατί χαμογελά…

Έγινε καλά, δεν ξαναρώστησε, από εκείνη την μέρα, κάθε 23 του Απρίλη πάνε με τη γυναίκα του στην εκκλησιά του Αϊ Γιώργη της Χλώρακας, πλερώνει τον παπά και κάνει γιορτή, προσεύχεται, και ύστερα με όποιον συνομιλά, του εξιστορεί το μέγα θαύμα που συνέβη σε αυτόν. 

ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Από τα ψηλά στα χαμηλά, Κεφάλαιο Ι

Η δεκαετία του΄60 ήταν μια δύσκολη εποχή για τον πληθυσμό της Κύπρου. Ήταν χρόνια φτωχικά που μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας οι οικονομικοί καιροί ήταν άθλιοι, αλλά με τους κατοίκους στο σύνολο τους να προσπαθούν να επιβιώσουν, έτσι που σιγά με τον καιρό να τα καταφέρνουν και με τη χάρη του θεού να προοδεύουν.

Θυμάμαι σαν να ήταν μόλις χτες που πήγαινα στο Γυμνάσιο με ένα κόκκινο ποδήλατο βαμμένο με μινιόν με σέλλα σπασμένη, που άμα τρυπούσε το λάστιχο παρακαλούσα τον Νικόλα Μαραγκό τον ποδήλατα να μου το φτιάξει βερεσιέ, γιατί δεν μπορούσα να έχω ούτε την ελάχιστη μια μπακκίρα που ζητούσε ως αμοιβή του. Εκείνες τις εποχές για να πάει κάποιος γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα. Μετά από αίτηση μου ως μέλος φτωχής οικογένειας στη σχολική εφορία, εξασφάλισα μείωση των διδάκτρων, πλήρωνα δωδεκάμισι λίρες το χρόνο που για να μαζέψω αυτά τα χρήματα κοκκολοούσα τεράτσια. Το κοκκολόημα των τερατσιών ήταν μάζεμα χαρουπιών, όσων έμεναν αμάζευτα στα ξώκλωνα των δενδρών είτε από απροσεξία, είτε γιατι δεν ήταν εύκολο το μάζεμα τους. Μετά το πέρας της συγκομιδής, από τους ιδιοκτήτες επιτρεπόταν σε οποιοσδήποτε να επιχειρήσει να μαζέψει όσα απομινάρια καρπών είχαν απομείνει. Ήταν ένα δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα, το οποίο όμως επιχειρούσα γιατι χρειαζόμουν οπωσδήποτε τα χρήματα για το σχολείο. 

Στο γυμνάσιο οι μαθητές και οι μαθήτριες φοιτούσαν σε διαφορετικά τμήματα, δεν επιτρέπονταν οι μικτές τάξεις, όμως μέσα στα τμήματα των τάξεων, οι μαθητές ξεχώριζαν σε κοινωνικές τάξεις, ήταν οι ευκατάστατοι και οι φτωχοί, τα χωριατόπαιδα και τα παιδιά της πόλης. Οι μεν έκαναν παρέα τους μεν, και οι δε τους δε. Θυμάμαι όλα τα πλουσιόπαιδα της εποχής εκείνης, -τους πιο πολλούς έχω να τους δω από τότες-, όταν κάποτε η σκέψη μου πάει πίσω το μυαλό μου κολλά πάντα σε ένα παιδί, ένα μαθητή  φιλαράκι μου που αυτός από πλούσια οικογένεια της πόλης, εγώ φτωχοπαίδι του χωριού, ήμασταν κολλητοί φίλοι. Κολλά το μυαλό μου σ αυτόν γιατί ύστερα που πήραμε δρόμους ξεχωριστούς και πέρασε πολύς καιρός, ήταν τόσο έντονη και συγκινησιακή η εμπειρία της οικογενειακής ιστορίας που του συνέβηκε, που με επηρέασε έτσι που σήμερα μετά από πολλές δεκαετίες ενώ καθόμουν στον υπολογιστή μου και και σκεφτόμουν τι να γράψω, που είχε στερέψει το μυαλό μου από ιδέες και είχε κολλήσει ο νους μου, ήρθε στη θύμηση μου ο καιρός εκείνος, η μικρή λυπητερή ιστορία που συνέβηκε στο παιδικό μου φίλο, και αποφάσισα να την καταγράψω όπως την ήξερα, όπως μου την διηγήθηκε ο ίδιος.

Ζούσε με τους γονείς του σε ένα παλιό παραδοσιακό σπίτι  κτισμένο στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης, ανάμεσα στη βουή της κίνησης και στην ησυχία της απομόνωσης των σκιερών δενδρών της μεγάλης αυλής που το περιέβαλλε. Ήταν στη παλιά πόλη του Κτημάτου με τα λίγα αρχοντικά, τους λίγους κατοίκους και τα λίγα μαγαζιά. Μοναχοπαίδι και από οικογένεια της υψηλής κοινωνίας, ο πατέρας του ήταν μεγάλος έμπορας, είχε πολλά χρήματα και μαζί με τη μητέρα και όλο τους το σοι είχαν μεγαλη υπόληψη στην μικρη κοινωνία που ζούσαν. Κάθε Κυριακή πήγαιναν όλοι στην εκκλησία στον Μητροπολιτικό ναό, και ο επίτροπος αμέσως που τους έβλεπε έτρεχε κοντά τους και τους οδηγούσε στους μπροστινούς σκάμνους ως άρμοζε, σαν οικογένεια αρχόντων και μεγάλων προεστών της μικρής επαρχιακής πόλεως. Άμα τέλειωνε η λειτουργία κάθε Κυριακή και ανελλιπώς, έβγαιναν από την πόρτα του Μητροπολιτικού ναού παρέα με το Δεσπότη και έμπαιναν στην άλλη πόρτα απέναντι της εκκλησίας το Δεσποτικό, όπου πήγαιναν να πιούν καφέ.

Η ζωή ήταν πολύ όμορφη για τον φίλο μου και την οικογένειά του. Είχαν ένα υπέροχο σπίτι, μια ευχάριστη δουλειά με πολλές απολαβές, ο πατέρας ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, αυτός μοναχοπαίδι και η μητέρα του μια τέλεια σύζυγος, και όλοι μαζί αποτελούσαν μια αψεγάδιαστη εικόνα αστικής οικογένειας ενταγμένης στην ελίτ των αρχόντων της μικρής πολιτείας. Τίποτα δεν έδειχνε να υπάρχει να διαταράξει την ιδανική κατάσταση…

Μια μέρα της Άνοιξης που ο καιρός έμοιαζε καλοκαιρινός προμήνυμα θερμού καλοκαιριού, μπήκαμε όλοι στις τάξεις, αλλά ο φίλος μου ήταν απών. Σκέφτηκα ίσως να συνέβηκε κάτι, έλπιζα να μην ήταν σοβαρό. Με σκέψεις ανήσυχες να μου στροβιλίζουν το μυαλό, ύστερα από την έκτη ώρα την τελευταία εκείνης της μέρα, αφού σχόλασα, ως άρμοζε να κάμω καβαλίκεψα το κόκκινο ποδήλατο μου και αντί να πάρω το δρόμο που οδηγούσε δυτικά, οδήγησα ανατολικά, πήγα να δω το φίλο μου.

Όταν έφτασα, οι πόρτες και τα παραθύρια του σπιτιού του ήταν κατάκλειστα, δεν φαινόταν κανείς. Στάθηκα πολλή ώρα περιμένοντας και εποπτευοντας για κίνηση εντός της οικίας, αλλά μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε, δεν υπήρχε πουθενά ψυχή. Έφυγα, μη ξέροντας τι να υποθέσω.

Την άλλη μέρα και την παράλλη συνέβηκε το ίδιο, ο φίλος μου δεν ερχόταν σχολείο. Το σπίτι έμενε παντέρημο κλειστό, ύστερα κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι πλούσιοι άρχοντες πτώχευσαν, έγιναν φτωχότεροι και απο τους φτωχούς. Ήταν μια αναπάντεχη καταστροφή που ήρθε ξαφνικά, εκεί που ήσαν βουτηγμένοι στα πλούτη βρέθηκαν βουτηγμένοι στα χρέη.

Ο πατέρας είχε επενδύσει πολλά χρήματα όσα είχε και άλλα τόσα που δανείστηκε σε μια μεγαλη εισαγωγή εμπορευμάτων, αλλά η εισαγωγική εταιρεία πτώχευσε, καταστράφηκε, πήρε μαζί της στην καταστροφή και τον ίδιο. Όλος τους ο κόσμος ανατράπηκε, δεν έμειναν καθόλου χρήματα, δεν είχαν σπίτι, τα έχασαν όλα. Αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα ταπεινό σπιτάκι, θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον, να αποχωριστούν το μεγάλο αυτοκίνητο τους και να εξοικειωθούν με τη φτώχεια που ως τώρα δεν γνώριζαν. Θα έχαναν τη σπουδαία τους κοινωνική θέση, δεν θα μπορούσαν να κάτσουν με τιμή στη πρώτη σειρά σκάμνους,  όλοι θα τους έδειχναν και θα τους συζητούσαν. Μεγάλη ντροπή τους σκίασε, έχασαν την περιουσία τους, έχασαν την κοινωνική τους θέση. Το δεύτερο ήταν το πιο βαρύ απ όλα, τους σκότωνε την περηφάνεια, αλλά πιο πολύ σκότωσε τον εγωισμό της μητέρας του φίλου μου που μαράζωσε και δεν έτρωγε και όλο έκλαιγε. Το μαράζι την έτρωγε, έπαθε κατάθλιψη, αρρώστησε και ο άντρας της απελπισμένος και στεναχωρημένος περισσότερο με την κατάσταση της παρά με την καταστραμμένη δική του υπόληψη, όλο την παρηγορούσε, όσο όμως και άν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να την ημερέψει...

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Κεφάλαιο ΙΙ

Με τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις που της προέκυψαν από την αναπάντεχη πτώχεση, έπεσε σιγά σιγά σε κατάσταση κατάθλιψης. Το μυαλό της και ο ψυχικός της κόσμος μη μπορώντας να αντέξει τη πίεση και την υπερβολική ένταση, αυτοαποκλείστηκε από ένα περιβάλλον που γι αυτήν ήταν υπερβολικά επώδυνο. Έχασε την όρεξη της για δραστηριότητες που παλαιότερα την ευχαριστούσαν, αποτραβήχτηκε από την κοινωνία, αποξενώθηκε από τους ανθρώπους, ξυπνούσε χαράματα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έκλαιγε και μεμψιμοιρούσε, χάθηκε το χαμόγελο της για πάντα, κατάντησε μίζερη και μετέδιδε την κακοκεφιά και την στενοχώρια της στον όλο χώρο και περίγυρο της. Ήταν μια κατάσταση ανυπόφορη που δεν μπορούσε να ξεπεραστεί, που για τον φίλο μου και τον πατέρα του κατάντησε μεγάλο βάσανο, που αντί να εχουν σκέψεις για την οικονομική καταστροφή που τους βρήκε, παραπάνω έννοια είχαν την γιατριά της.  

Με τόσα κακά να εχουν συσσωρευτεί σ αυτή την οικογένεια, πρόεκυπτε και το βασικό πρόβλημα που ήταν πανω απ όλα. Πρόεκυπτε το μεγάλο ζήτημα

που  δεν ήταν τα χρεωστούμενα που τους τα πήραν όλα οι χρεώστες και δεν άρκεσαν, ήταν το πρόβλημα το βιοποριστικό. Ήταν δύσκολη η εποχή, η Πάφος ως σύνηθες φαινόμενο πάντα παραμελημένη από την κεντρική εξουσία, ήταν η πόλη χωρίς εργοστάσια και βιομηχανίες, χωρίς θέσεις εργασίας.

Μέσα σ αυτή την  δύσκολη πορεία των πραγμάτων που ήρθε η οικογένεια αντιμέτωπη, που φαινόταν να μην έχει ούτε λύση ούτε τέλος, σε τέτοιες στιγμές που αρχίζει να καταπιέζει το συναίσθημα της απελπισίας, δεν χωρούσε αισιοδοξία, ούτε υπομονή, παρά μονο άγχος και ανασφάλεια, μια κατάσταση που οδηγεί σε αναδιάταξη όλων των προτεραιοτήτων.

Ήξερε ότι έπρεπε να προστρέξει και να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του, να εξηγήσει στο γιο του για πραγματα που ίσως και ο ίδιος να μην ήξερε, έπρεπε όμως πάνω απ όλα να βρει δουλειά, ότι δουλειά, έπρεπε να ζήσει την οικογένεια του, ήταν η πρώτη προτεραιότητα.

Βάζοντας στην άκρη περηφάνια και εγωισμό ο καλός πατέρας, στράφηκε σε όλους για να βρει μια δουλειά. Σε όσους γνωστούς και φίλους στράφηκε βρήκε πολλή κατανόηση, βρήκε οίκτο και λύπηση, αλλά βρήκε επίσης αδυναμία για βοήθεια.

Η μη εξεύρεση εργασίας ήταν μια κατάσταση που δυσκόλευε αφόρητα τον ψυχικό κοσμο της οικογένειας, και που επηρέαζε τη σκέψη και την χαμένη ηρεμία όλων, και κυρίως της καημένης μάνας που είχε πέσει σε βαθιά κατάσταση θλίψης και μελαγχολίας. Ήταν λυπημένη, απεγνωσμένη, αποθαρρυμένη και απογοητευμένη με αρνητικές σκέψεις και απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον να τη ζώνουν και να τη βασανίζουν.

Έπρεπε εν μέσω αυτών, ο πατέρας μοναχός να αγωνιστεί για να προφυλάξει την οικογένεια του, την άρρωστη πλέον γυναίκα του και τον μικρό γιο του, να τον μορφώσει, να τον μεγαλώσει. Ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα τα πραγματα, είχε το γνώθι σ αυτό, ήξερε ότι στην αναζήτηση βοήθειας θα εύρισκε γυρισμένες πλάτες, ήξερε ότι μοναδικό στήριγμα θα είχε μονο την εσωτερική του δύναμη.

Η αληθινή ωραιότητα όμως, αυτή που ξεκινά από τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου, η αρμονία του ψυχικού κόσμου και η γαλήνη, η καλοσύνη και η αγάπη, είναι πράγματα και καταστάσεις που φωτίζουν όποιον τα κατέχει, μαζί και τον περίγυρο του. Αυτά μου έλεγε ο φίλος μου, αυτά ήταν χαρίσματα που είχε ο πατέρας του, με αυτά, αλλά κυρίως με την υπομονή και τις γνωστικές συμβουλές και παραγγελιές του, κράτησε το ηθικό της οικογένειας, έτσι που ενωμένοι άντεχαν τα δύσκολα και προσπαθούσαν να τα ξεπερέσουν εμμένοντας με υπομονή, δύναμη και αντοχή.  

Με αυτή την Ιώβειο υπομονή και την αξιοθαύμαστη αντοχή βρήκε εργασία και μεροκάματο απλού εργάτη στο Ακρωτήρι της Λεμεσού. Ξυπνούσε πριν τα χαράματα, επιβιβαζόταν σε λεωφορείο και κάνοντας την μεγαλη διαδρομή καθημερινά πήγαινε έλα, με μεγάλο κόπο κατάφερνε τα προς το ζειν μετα  της οικογενείας του.  

Αποδέχτηκε με γενναιότητα την κατάσταση, είδε την πραγματικότητα κατάματα. Συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη γυναίκα του και εμψύχωσε το γιο του. Τον συμβούλευσε να αποδεχτεί την νέα πραγματικότητα, να την κρίνει και να την αξιολογήσει ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να βάλει νέα κατεύθυνση στη ζωή του σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Να καταλάβει το συμφέρον της οικογένειας και κυρίως της άρρωστης μητέρας, να μείνει ψύχραιμος και να συμπεριφερθεί με τρόπο βοηθητικό για τον εαυτό του, αλλά και τους άλλους.

Ήταν ο πατέρας του ένας έξυπνος άνθρωπος που ήξερε ότι σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία η προσφορά του σε στήριξη και αφοσίωση αλλά και η επιρροή της αγάπης που θα τους πρόσφερνε θα είχε τεράστια σημασία στον ψυχολογικό και συναισθηματικό τους κοσμο. Ήταν ένας δυνατός άνθρωπος που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και να παλέψει, να ξεκινήσει από την αρχή, να μην παραδοθεί στις δυσκολίες που έφερε η ζωή…

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η στρίγγλα, Κεφάλαιο III   

Οι μέρες που πέρασαν ήταν πολύ σκυθρωπές. Το πλήγμα ήταν μεγάλο, όλοι οι συμμαθητές του φίλου μου στη  δεύτερη τάξη ήμασταν στενοχωρημένοι για το κακό που του συναίβηκε. Ο ίδιος ήταν στεναχωρημένος και κατηφής, κανείς μας δεν τον παρεξηγούσε. Πολλές φορές όταν σχολνούσαμε περπατούσαμε μαζί, γιατί ο δρόμος μας ήταν ίδιος πλέον, γιατί το καινούργιο τους σπίτι ήταν δυτικά της πόλεως, στη μεριά που πήγαινα εγώ. Κάποτε με προσκαλούσε μέσα, στην αρχή ανταποκρινόμουν, αλλά ύστερα αραίωσα διότι ένιωθα αμήχανα και ένα πλάκωμα στην ατμόσφαιρα σαν μια εχθρική ανάσα να τα άγγιζε όλα καταθλίβωντας το χώρο.

Ήταν μια κακή αύρα που εξέπεμπε το ύφος της νοικοκυράς του σπιτιού, της μητέρας του, που ύστερα από τον οικονομικό τους ξεπεσμό και τη θλίψη που την κατέβαλε, άλλαξε ο χαρακτήρας της, έγινε πολύ δύστροπη και απρόσιτη, περίπου άρχισε να φέρεται περίεργα και νευρικά, να μιλά με λόγο σκληρό και να έχει ασταθή συμπεριφορά. Ο άντρας της και ο γιος της με πολλή κατανόηση γίνονταν υποχωρητικοί, αλλά όσο της έδειχναν ανοχή, αυτή γινόταν χειρότερη απέναντι τους με ολοένα και πιο άσχημη συμπεριφορά σαν να ήθελε να τους πληγώσει, φανερώνοντας καθαρά ότι δεν τους νοιάζεται και ότι τους απεχθάνεται. 

Ήταν ένα σοκ, γιατί ενώ στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν κατάθλιψη που της προήρθε από την στενοχώρια που έχασε τα λούσα και τις τιμές, στο τέλος αποδείχτηκε ότι κατάντησε πικρόχολη, έδειξε έναν άλλο εαυτό, ένα κακό άνθρωπο που δεν ενδιαφερόταν για τους δικούς της, παρα μόνο για τον εαυτός της.

Ο γιός της έμενε περισσότερες ώρες μαζί της στο σπίτι καθώς ο άνδρας της ξημεροβραδιαζόταν στο μεροκάματο δουλεύοντας σκληρά. Σ΄ αυτόν λοιπόν έπεφτε το μερτικό να υπομένει τις παραξενιές της, σ αυτόν  εξαντλούσε την αυταρχικότητά και το θυμό της καταπιέζοντας τον με τη μουρμούρα της και τις παρατηρήσεις της. Στην αρχή όλα τα υπέμενε με καρτερία, σιγά σιγά όμως η υπομονή του εξαντλήθηκε και τα νεύρα του έγιναν σμπαράλια. Όμως κρατιόταν με πείσμα, δεν άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί, έσκυβε το κεφάλι και μόνο άκουγε χωρίς να αντιδρά ή να αντιμιλά, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί είτε να προστατεύσει τον εαυτό του, πόσον μάλλον να σηκώσει τον τόνο της φωνής του για να βάλει ένα τέρμα σ αυτό το θέατρο του παραλόγου που συνέβαινε κάθε μέρα και του τσίτωνε τα νεύρα. Είχε αποφασίσει για το καλό της ψυχικής της υγείας, να τηρεί καρτερική στάση. Γι’ αυτό προτιμούσε όποτε έβρισκε μια ευκαιρία να χάνεται από προσώπου γης, να βρίσκεται οπουδήποτε μακριά της για να μπορεί αποφεύγοντας την να δίνει τόπο στην οργή του.

Κάποτε που τον έπιανε το παράπονο ανοιγόταν σε μένα και μου παραπονιόταν ότι δεν άντεχε άλλο, σίγουρα η μάνα του θα τον τρέλαινε. Ένα δεκατετράχρονο παιδί ευαίσθητο, καλόψυχο και αγνό, που τη μια μέρα είχε όλα τα πλούτη και τις ανέσεις, τώρα είχε όλη τη φτώχεια, είχε και από πάνω μια στρίγγλα μάνα να ξεσπά πάνω του και να τον πληγώνει ψυχολογικά στην πιο ευαίσθητη ηλικία της νεότης του.

Για μένα η μάνα του όπως την έβλεπα, ήταν η προσωποποίηση πολλών πραγμάτων που απεχθάνομαι. Ο τρόπος που φερόταν στον άντρα της και στο γιο της ήταν απαράδεκτος. Μετά από ένα τόσο μεγάλο κακό θα φανταζόταν κανείς πως θα ήταν εκεί το ίδιο όπως και οι άλλοι να στηρίξει την οικογένεια, να βοηθήσει, να δώσει δύναμη όπως μόνο οι μανάδες μπορούν, αλλά όχι, δυστυχώς ήταν ένα κακό παράδειγμα εγωιστικής συμπεριφοράς που φανέρωνε ιδιοτέλεια. Σε μόνιμη φάση υστερίας και με απαράδεκτο τρόπο φερόταν στους ανθρώπους της όπως να τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη μεγάλη πτώχευση που της έφερε τα πάνω κάτω. Ήταν ένας απίστευτος ψυχολογικός πόλεμος που έφθειρε εξ ολοκλήρου την οικογενειακή γαλήνη μετατρέποντας τον σπιτικό χώρο σε καταθλιπτικό, μουντό και στενάχωρο περιβάλλον. Ήταν μια υστερική μάνα που αντί να στηρίζει το μικρό γιο της, τον καταπίεζε με τον άσχημο τρόπο που συμπεριφερόταν, με την ανασφάλεια που εξέπεμπε.

Όλα αυτά μαζί, καθώς και η απουσία του πατέρα του που ίσως με δικαιολογία τη δουλειά απέφευγε αυτό το μουντό οικογενειακό περιβάλλον, οδήγησαν το φίλο μου να καταντήσει σκυθρωπός και λυπημένος.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να νιώθουν δίπλα τους δικά τους πρόσωπα που να νοιάζονται γι αυτούς και να τους σέβονται, να τους φροντίζουν, να τους καταλαβαίνουν και να τους συμπαραστέκονται. Όλα μαζί αυτά με μια λέξη ονομάζονται αγάπη, μια έννοια και ένα συναίσθημα καθώς και ένας τρόπος δια του οποίου την ορίζουμε και την προσδοκούμε, και η οποία έχει σημαντικό ρόλο στην εν γένει  συμπεριφορά μας. Στη περίπτωση της ιστορίας μας ενώ ο σύζυγος τα έδωσε όλα αυτά με το παραπάνω, ένιωθε την ανύπαρκτη αγάπη της γυναίκας του προς αυτόν από τον τρόπο που του φερόταν, καταλάβαινε ότι η ίδια η γυναίκα του τον απαξιούσε. Η καλή, γλυκιά, χαριτωμένη, ευγενική και σεμνή γυναίκα, ύστερα που έχασε τα πλούτη και την ψηλή κοινωνική της υπόσταση άλλαξε και έγινε στρίγγλα, έδειξε έναν άλλο εαυτό, φανέρωσε ένα κακό χαρακτήρα, υπεροψία και υπέρμετρη αλαζονεία.

Για όλα, ακόμα και όταν της έλεγε είναι καλή η μέρα, του απαντούσε με αρνητική κριτική διάθεση και συνεχώς απαξιούσε τις απόψεις του, τα συναισθήματα του και τις επιθυμίες του. Και αυτός αναγκαζόταν να αντιμετωπίζει τις πράξεις και τα λόγια της με τη φυγή του, θέλοντας να μη συζητά, ούτε να ακούει, αλλά κυρίως να μην αισθάνεται την απαξίωση της. Έβρισκε παρηγοριά σε μακρινούς περιπάτους στην άκρη της θάλασσας και αγναντεύοντας τους μακρινούς ορίζοντες πολλές φορές φανταζόταν τον εαυτό του πολύ μακριά στα ξένα, ανάμεσα σε αλλους ανθρώπους, σε ένα κόσμο που κανείς δεν θα τον ανάγκαζε να δέχεται καταπιεστικές συμπεριφορές που δεν τις ανεχόταν και του σκότωναν τη ψυχή. Σε ένα κόσμο χωρίς ψυχικούς εξαναγκασμούς ώστε να μπορεί να έχει όρεξη για δημιουργία, να έχει ανθρώπινες σκέψεις και ενδιαφέροντα που θα του ημέρευαν τη ψυχή.

Η ιστορία κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική αν δεν υπήρχε αυτός ο πιεστικός παρανοϊκός χαρακτήρας της συζύγου μητέρας.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η σεξουαλική τους ζωή, Κεφάλαιο IV

Ο άνδρας και η γυναίκα μέσα από τη σχέση τους ως εραστές και σύντροφοι διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την αναμεταξύ τους συμπεριφορά. Στη περίπτωση της ιστορίας μας έπαυσε να υπάρχει και το ένα και το άλλο, ακόμα και η λεκτική επικοινωνία. Σε όλη αυτή τη συζυγική πορεία της συμβίωσης τους ο ένας δεν ήθελε να βλέπει τον άλλο, η ερωτική επιθυμία τους χάθηκε και έπαυσαν να υπάρχουν ιδιαίτερες στιγμές αναμεταξύ τους. Κατέληξαν σε μια ριζική διακοπή της επικοινωνίας τους, απομακρύνθηκαν ερωτικά και έντονος θυμός συσσωρεύτηκε στη σχέση τους. Η καθημερινή αποφυγή του ενός από τον άλλο, η καθημερινή επίδειξη περιφρόνησης με μονολεκτικές συζητήσεις και απαντήσεις, οι αντιπαλότητες και οι λεκτικές συγκρούσεις οδηγούσαν σταθερά σε μια όλο και μεγαλύτερη ρήξη. Τα οικονομικά προβλήματα τελικά ήταν απλά η αιτία για να φανερωθούν τα ενδόμυχα συναισθήματα τους. Πριν ήταν διαφορετικά, τώρα οι ίδιοι άνθρωποι έμοιαζαν σαν να είναι άλλοι, έμοιαζαν άνθρωποι που προκαλούσαν αρνητικά συναισθήματα.

Αυτή η εξέλιξη πλήγωνε και προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια, θυμό και νεύρα που είχε αποτελεσμα ο σύζυγος να αποφεύγει να ευρίσκεται εντος και περί της οικογενειακής εστίας, προσπαθούσε μακριά από τα προβλήματα και αφοσιωμένος στη δουλειά να περνά ο καιρός, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανελιχτεί επαγγελματικά. Με αίσθημα ντροπής να επικρατεί στη σκέψη του, όποτε υπήρχαν συζητήσεις με φίλους ή συνεργάτες ή  άλλους εργάτες, απέφευγε να συζητά περί θεμάτων σεξουαλικής δραστηριότητας, γελούσε αμήχανα και νιώθοντας μειονεκτικά απαντούσε με τετριμμένα και κλισέ φράσεις, αποφεύγοντας αυτού τους είδους τις συζητήσεις. Η απογοήτευση του ήταν μεγάλη, σκεφτόταν μήπως κάτι πήγαινε στραβά με τον ίδιο, αρνητικές εικόνες έρχονταν στη σκέψη του που τον δίχαζαν και τον έκαναν να αναρωτιέται. Ήξερε μέσα του ότι αιτία δεν ήταν αυτός, ήξερε ότι η σύζυγος του έδειξε τον πραγματικό εαυτό της ύστερα που έχασε αυτά που ήθελε, καταλάβαινε ότι πριν δεν τον αγαπούσε πραγματικά, παρά μονο συμφεροντολογικά. Ένιωθε έντονα το αίσθημα της απαξίωσης που διαμηνυόταν από τη συμπεριφορά της και η απογοήτευση με τη θλίψη κυριαρχούσαν τη σκέψη του.

Ήταν μια απαξίωση που πήγαζε από αίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων ανθρώπων, όντας αυτή απόγονος παλιάς οικογένειας με παρακαταθήκη το μεγάλο όνομα που έφερε, ένα όνομα που κυριαρχούσε στην ιστορία του τόπου. Γόνος Βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας που κρατούσε από αιώνες με πατέρα, παππού, και άλλους προπάππους όλοι μεγάλοι στρατιωτικοί που πολέμησαν σε σπουδαίους πολέμους, που πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα στα γράμματα, που ήταν πάντα κυρίαρχοι της κρατούσας τάξης, ένιωθε αυτή να είναι η τελευταία της οικογένειας και ήταν θυμωμένη. Ο θυμός που είχε στη σκέψη της ήταν μεγάλος, θύμωνε με τον εαυτό της που παντρεύτηκε ένα ταπεινό άνθρωπο κατώτερης τάξης . Μοναχοκόρη από ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια τον παντρεύτηκε μονο για την τεράστια του περιουσία, για να μπορέσει να ξαναζήσει τους παλιούς δοξασμένους καιρούς όταν σαν οικογένεια εκτός της σπουδαίας καταγωγής, είχαν και αμέτρητα πλούτη. Ήταν ωραίος, νέος, μορφωμένος, αλλά κυρίως πλούσιος, η επιλογή της έδειχνε να είναι η καλύτερη. Πέρασαν όμως δεκατέσσερα χρόνια, ναι πέρασε καλά, αλλά τώρα ήρθαν τα πανω κάτω. Αυτή η μίζερη κατάσταση χωρίς χρήματα και χωρίς πρόσβαση στην ανώτερη κοινωνία, εκεί που ανήκε, πολύ την ενοχλούσε, πάρα πολύ της κακοφαινόταν. Η ευγενική καταγωγή δεν της άρμοζε να ζει σε καταγώγια και χαμόσπιτα, χωρίς  κοινωνική αποδοχή. Με το πέρασμα των ημερών συνειδητοποιούσε μια αλλαγή μέσα της, ένιωθε να απομακρύνεται από κοντά του, αδυνατούσε να δεχτεί την νέα κατάσταση.

Ήταν μια κατάσταση που δεν θα μπορούσε να αλλάξει, κανένας τους δεν σκέφτηκε καν να προσπαθήσει να την αλλάξει. Ποτέ τους δεν συζήτησαν για την άσχημη πορεία αυτής της σχέσης, αρνούνταν να σκεφτούν πώς να την αντιμετωπίσουν, ίσως από το φόβο του χωρισμού, ίσως από το φόβο του αποτελέσματος τέτοιας συζήτησης. Σταδιακά ένα τείχος υψώθηκε ανάμεσα τους που τους απομάκρυνε όλο και περισσότερο. Η σχέση τους πάγωσε τόσο σεξουαλικά όσο και συναισθηματικά. Αφου απομακρύνθηκαν μ αυτό τον τρόπο ο ένας από τον άλλο, δεν ένιωθαν πλέον να θέλουν να κάνουν σχέδια που να συμπεριλαμβάνονται και οι δύο σε αυτά. Ένιωθαν ότι η σχέση τους δεν εκπλήρωνε όσα αρχικά σκέφτονταν και ονειρεύονταν και για τους δυο ως αδιαχώρητο σύνολο. Παρ όλα αυτά, καμία σκέψη δεν τους πέρασε στο νου να δώσουν ένα τέλος στην απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε, ίσως η συνείδηση τους να τους επέβαλλε να μην είναι υπαίτιοι να χαλάσουν μια οικογένεια που εκτός αυτούς, μεγάλο θύμα ήταν και το παιδί τους.

Τουλάχιστον προς το παρών…

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ένα πληγωμένο παιδί,  Κεφάλαιο V

Η εφηβεία είναι περίοδος πολύ σημαντική στη ζωή του ατόμου και παιzει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ως ενήλικα. Ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον, και στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας παίρνει τα κυριότερα εφόδια που θα τον αντρειώσουν ψυχικά. Επηρεάζεται απ όλα τα καλά, αλλά και τα κακά. Οι γονείς εχουν να δώσουν στους νέους αξίες, ήθος, ιδανικά. Εχουν όμως να δώσουν ταυτόχρονα και τις κακές τους συμπεριφορές διότι αυτοί είναι τα πρότυπα, είναι η κύρια πηγή από την οποία αντλούν τα παιδιά τους.

Ο φίλος μου στην κρισιμότερη του ηλικία βρέθηκε να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον απαράδεκτο, ανεξέλεγκτο, και αφημένος από τους δυο του γονείς μόνος, παραμελημένος, στο έλεος ερωτημάτων που κανείς δεν του εξηγούσε και ήταν δύσκολο να καταλάβει.

Παρ όλα αυτά επειδή ήταν δυνατός χαρακτήρας αλλά κυρίως έξυπνος, αντιμετώπισε τα πραγματα ψύχραιμα και καρτερικά. Έβλεπε τις απαράδεκτες συμπεριφορές των γονιών του, στενοχωριόταν πολύ, αλλά πάντα διακριτικά έκλεινε τα αυτιά και γυρνούσε το βλέμμα αλλού να μην βλέπει. Ήταν ευαίσθητος και στενοχωριόταν, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματα ούτε στην τάξη, ούτε στο διάβασμα. Από καλός μαθητής κατέληξε μέτριος, όμως αυτό δεν ήταν πρόβλημα που τον στενοχωρούσε. Η σκέψη ήταν στο μεγάλο πρόβλημα που είχαν οι γονείς του, που δεν ήξερε που θα έβγαζε γι αυτό ανησυχούσε πολύ, φοβόταν ότι το τέλος θα ήταν μοιραίο.

Οι σκέψεις τού τριβέλιζαν το μυαλό, κατάντησε σκεφτικός και σκυθρωπός, σκυφτός και αγέλαστος. Φαινόταν από τη συμπεριφορά του, εγινε νευρικός και απότομος, κάτι που δεν ήθελε και στενοχωριόταν γι αυτό. Σκεφτόταν την κατάσταση και δεν έβγαζε άκρη, ήξερε ότι αν αφηνόταν στις μουντές του σκέψεις θα τρελαινόταν. Ήξερε επίσης αν αντιδρούσε διαφορετικά, αν σταματούσε να νοιάζεται ή από αντίδραση γινόταν παραβατικός, θα κατέληγε ένας άνθρωπος που δεν θα ήθελε να είναι.

Με όλα αυτά στο μυαλό, αποφάσισε να ξεφύγει από την αδράνεια στην οποία υπέπεσε και που τον καθήλωσε πνευματικά και σωματικά, να ξεφύγει από τις συνεχείς στενάχωρες σκέψεις που του κούραζαν το μυαλό με αποτέλεσμα να του πονεί όλο το είναι, αποφάσισε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, να απασχολήσει το σώμα του και το νου του, να ξεχαστεί στον κόπο της γυμναστικής.

Γράφτηκε σε Γυμναστήριο και όπου χανόταν ήταν πάντα εκεί να γυμνάζεται, να κουράζεται, να ιδρώνει, και να απασχολείται ώστε να μην ασχολείται με τις κακές σκέψεις. Με τη γυμναστική να αποτελεί πηγή υγείας και ενέργειας κατάφερε να ισορροπήσει συναισθηματικά και κατά το αρχαίο ρητό κατάφερε να έχει νουν υγιή εν σώματι υγιή. Κατάφερε να αποκτήσει πολύτιμες ψυχοσωματικές τεχνικές που ενεργοποίησαν την αδράνεια, του ανέπτυξαν τις πνευματικές ικανότητες, του ενεργοποίησαν τη δημιουργικότητα, την αυτοσυγκέντρωση και τη φαντασία. Του βελτίωσαν τη προσωπικότητα, την αποφασιστικότητα, τον αυτοέλεγχο, τη συναισθηματική ωριμότητα. Κατάφερε να ανακαλύψει κρυμμένα στοιχεία του χαρακτήρα του που τον βοήθησαν να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ισχυρές δυνάμεις του υποσυνείδητου με την αυθυποβολή και τη χαλάρωση.

Μετατράπηκε σε ένα σπουδαίο νέο με καλό χαρακτήρα και απέκτησε κρίση κατάλληλη που τον βοηθούσε να διακρίνει τι αξίζει, τι ωφελεί τι βλάπτει, που τον βοήθησε επίσης να βάλει κατευθυντήριες γραμμές στη ζωή του.

Κατάφερε να ξεφύγει από το συναίσθημα του φόβου και της απαισιοδοξίας και να αντικρίζει το μέλλον με αισιοδοξια. Ξέφυγε απο το αόριστο συναίσθημα της αβεβαιότητας, νίκησε το άγχος που του έτρωγε τα σωθικά, απόκτησε βούληση και αποφασιστικότητα έτσι που ξέφυγε από το θυμό που είχε μέσα του και πλήγωνε τους άλλους, αλλά και τον ίδιο. Έμαθε να δέχεται με γενναιότητα τα πράγματα, πράγμα που τον έκανε να ημερέψει, να ηρεμήσει και να γαληνέψει η ψυχή του.

Δεν ξανάγινε όπως πριν, το πλατύ του χαμόγελο εγινε θλιμμένο, έδειχνε ένα πολύ σοβαρό παιδί. Με μετρημένα λόγια και ευγενική συμπεριφορά συνέχιζε την καθημερινή ρουτίνα της ζωής του γεμίζοντας τη μέρα με σχολείο και γυμναστήριο, στο σπίτι πήγαινε αργά μονο για να κοιμηθεί. Ούτε για ύπνο δεν θα πήγαινε αν μπορούσε, δεν ήθελε να βλέπει την θλιμμένη κατάσταση του οικογενειακού περιβάλλοντος. Όμως δεν είχε επιλογή, δεν έπρεπε να τραβήξει αυτός τα άκρα, το θεωρούσε φυσικό και αυτονόητο, με αυτή τη γνώση καθιστούσε τον εαυτό του τραγικό πρόσωπο ανάμεσα στους δυο υπεύθυνους, τη μάνα του που δεν νοιαζόταν και δεν ρωτούσε, και τον  πατέρα του που δεν ήξερε αφου και αυτός έλειπε τις πιο πολλές ώρες. Έτσι περνούσε ο καιρός, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Μοναχική πορεία, Κεφάλαιο VI

Κάθε βράδυ περασμένες τρεις ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν ήθελε να κοιμηθεί. Ξαπλωμένος μόνος στο στενό κρεβάτι στο άλλο δωμάτιο ήθελε να είναι ξύπνιος, να σκέφτεται, να μαραζώνει, να αυτοτιμωρείται. Το ίδιο όταν κάποιος έχει πόνο που δεν αντέχεται και επιζητεί δυνατότερο μήπως έτσι ξεπεράσει τον άλλο τον αφόρητο, αφηνόταν στις μαύρες σκέψεις, σκεφτόταν τα πλούτη, την δύναμη, την υπόληψη, την κοινωνική υπόσταση, την οικογενειακή θαλπωρή, την πανέμορφη περήφανη σύζυγο, όλα τα καλά που είχε και έχασε. Αν μπορούσε δεν θα κοιμόταν ποτέ ξανά. Από αντίδραση, από πείσμα ή για πρόκληση. Ήθελε να βρίσκεται μέσα σε ατέλειωτες νύχτες στο παγωμένο σκοτάδι, στο γκρίζο ψυχοπλάκωμα και στις μαύρες σκέψεις με το πείσμα του και την αϋπνία του, να δίνει τη μάχη του νού που ήξερε ήταν δύσκολο να κερδηθεί, να αυτοτιμωρείται και να βασανίζεται…, και οι μέρες περνούσαν, και η μια ακολουθούσε την άλλη.

Αλλά ύστερα που πέρασαν πολλές βδομάδες, μια νύχτα που οι σκοτεινές του σκέψεις βρέθηκαν ανάμεσα του κρύου σκοταδιού και τις κουρτίνες του Σέλαος, είδε και θαύμασε την απόλυτη ομορφιά των χρωμάτων και ένιωσε μια επιθυμία γι αυτήν. Πεθύμησε να ξεφύγει από τον πόνο, ένιωσε κουρασμένος και εξαντλημένος, σκέφτηκε πως φτάνει πια, βλέποντας μέσα στο σκοτάδι της σκέψης του την ομορφιά των χρωμάτων και κυρίως του λευκού πανέμορφου απέραντου φωτός από το Σέλας, αποφάσισε να αναζητήσει γαλήνη, να μερέψει εντός του, του ήρθε σαν ξαφνική απόφαση. Αποφάσισε να προχωρήσει μπροστά, να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις, να ξαναγίνει ο κυρίαρχος, να βγει από την απομόνωση, να μπει στην κραιπάλη να αγωνιστεί και να αναζητήσει νέες ευκαιρίες. Ήξερε ότι είχε ικανότητες, θα τις χρησιμοποιούσε για να επιτύχει ανέλιξη του. Θα ανέβαινε ιεραρχικά και οικονομικά, θα μπορούσε να βοηθήσει το γιο του και να αποδείξει στη γυναίκα του ότι είχε σαν άνθρωπος αξία και δεν ήταν αντικείμενο χρήσης όπως τον είχε θεωρήσει και χρησιμοποιήσει. Να αποδείξει στον κοσμο ότι δεν νικήθηκε από τη κακή μοίρα, ότι όποιος αγωνίζεται είναι νικητής.

Ήξερε την ανθρώπινη φύση που ενώ τη μια στιγμή οι άνθρωποι είναι γονυπετείς και κόλακες, την άλλη συμπεριφέρονται με βάρβαρη λογική, νοημοσύνη και άποψη, όπως ακριβώς του φέρτηκαν πριν και μετά. Αφοσιώθηκε στη δουλειά του, παρακολουθούσε και κατέγραφε στο μυαλό του ότι συνέβαινε με τους άλλους ανθρώπους. Κοιτούσε τους εργάτες να υποφέρουν και να κουράζονται, να αμείβονται πενιχρά, να τους εκμεταλλεύονται βάναυσα και να τους φέρονται βάρβαρα. Έβλεπε τον επιστάτη να κάνει τον καμπόσο, να χρησιμοποεί την εξουσία του για να φαίνεται σπουδαίος και να συμπεριφέρεται λίγο καλύτερα σε όποιον του έφερνε πεσκέσι. Χρησιμοποιούσε τη θέση του και καταπίεζε σε μεγάλο βαθμό τους εργάτες, ακόμα τους ανάγκαζε να τον δωροδοκούν, χρηματιζόταν φανερά και χωρίς ντροπή. Όλοι τον είχαν άχτι και τον μισούσαν, κανείς όμως δεν αντιδρούσε, ο φόβος της ανεργίας δεν τους άφηνε να παραπονεθούν ή να καταγγείλουν την κακή του συμπεριφορά στα πιο ψηλά αφεντικά.

Αφου παρακολούθησε την κατάσταση, κατάλαβε ότι με λίγη παρότρυνση ήταν εύκολο να τους ενώσει και μαζί σαν ομάδα να τους οργανώσει να ζητήσουν τα δίκαια τους. Ήσαν όλοι αδικημένοι και καταπιεσμένοι, ήσαν όμως κυρίως αγανακτισμένοι και νευριασμένοι με την κακή συμπεριφορά του επιστάτη. Σε κάθε αδικία που παρακολουθούσε προσπαθούσε να επεμβαίνει διαμεσολαβητικά, στήριζε συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά τους αδικημένους, με αυτό τον τρόπο εγινε αγαπητός ανάμεσα στους εργάτες, όλοι στα δύσκολα έτρεχαν σε αυτόν.

Ύστερα που απέχτησε την εμπιστοσύνη τους πήγε στα μεγάλα αφεντικά και με λόγο ήπιο αλλά πειστικό, αιτήθηκε να μπει μια τάξη, να απομακρυνθεί ο επιστάτης, διότι τους εξήγησε υπήρχε φόβος αναταραχής γιατί η συμπεριφορά του ήταν κακή. Τα αφεντικά κατάλαβαν ότι δεν θα ζημίωναν, αλλά ίσως και να κέρδιζαν, γι αυτό δέχτηκαν το αίτημα. Άλλαξαν τον επιστάτη, σταμάτησε ο εκβιασμός και η καταπίεση, οι εργάτες ένιωσαν ελεύθεροι. Ήσαν πιο ευχαριστημένοι και απόδοση τους στην εργασία αυξήθηκε.

Από εκεί και ύστερα καθιερώθηκε σαν αρχηγός, ο λόγος του είχε πέραση, όλοι οι εργάτες τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν, ακόμα και τα αφεντικά του που τον παρακολουθούσαν αποφάσισαν ότι ήταν ένας έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος που ήξερε να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις δύσκολες καταστάσεις. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να προσφέρει καλές υπηρεσίες στην εταιρεία και να φέρει εις πέρας δύσκολες καταστάσεις, μπορούσε να πείσει τους ανθρώπους, και να τους καταφέρει και να τους φέρει με τα νερά του. Με λίγα λόγια έπρεπε να τον φέρουν με το μέρος τους, να τον διορίσουν σε καλή θέση, να του προσφέρουν καλό μισθό, να τον προωθήσουν. Διότι τους έξυπνους ανθρώπους αυτός που ξέρει να τους αμείβει και να τους χρησιμοποιεί τους έχει με το μέρος του και πάντα επωφελείται  πολύ από αυτους.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ανοδική πορεία, Κεφάλαιο VII

Ξημέρωνε Δευτέρα πρώτη μέρα της εβδομάδας, μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο έτοιμος να στρωθεί στη δουλειά, τον πλησίασε ένας κλητήρας και του είπε τον θέλουν στα γραφεία στον δεύτερο όροφο. Τον ακολούθησε, ανέβηκαν τις σκάλες και μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα προχώλ και στη μεση ένα γραφείο που πίσω καθόταν μια κοκκινομάλλα γεμάτη χάρη και ομορφιά με το ένα πόδι πανω στο άλλο. Κρατούσε μια χάρτινη λίμα και λιμάριζε το νύχι του μικρού δαχτύλου του δεξιού χεριού της. Μόλις τους είδε σηκώθηκε και με ψυχρή σοβαρότητα είπε στον κλητήρα,

-Ευχαριστώ, μπορείς να πηγαίνεις τώρα.

Μετά γύρισε προς το μέρος του και με ένα πλατύ χαρούμενο χαμόγελο όπως να τον ήξερε από παλιότερα και χάρηκε που τον είδε, του είπε.

-Σας περιμένει, ελάτε να σας οδηγήσω.

Με πολλη ευγένεια αγγίζοντας τον απαλά στον αγκώνα και δείχνοντας του με το άλλο χέρι, τον οδήγησε στην πόρτα απέναντι, χτύπησε και χωρίς να περιμένει απάντηση άνοιξε και τον έμπασε μέσα.

-Κύριε Γενικέ, ο καλεσμένος σας,

Είπε, και ξαναγυρνώντας στη μεριά του τον κοίταξε στα μάτια ολόισια, σταθερά, του ξαναχαμογέλασε και βγήκε έξω.

Μια αναταραχή ένιωσε στη λίμπιντο του, μια έλξη ένιωσε μέσα του γι αυτή τη γυναίκα, σκέφτηκε ότι είναι ένα σπουδαίο θηλυκό. Ύστερα από πολλές, πάρα πολλές εβδομάδες που δεν νοιάστηκε ή σκέφτηκε ή ένιωσε επιθυμία για το αντίθετο φύλο, κατάλαβε ότι οι ανθρώπινες αδυναμίες και η φύση του ανθρώπου πάντα στο τέλος κυριαρχούν και όσες δυσκολίες να έρθουν θα τις αντιπαρέλθουν. Σκέφτηκε με μια τέτοια γυναίκα εύκολα θα έπειθε και θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξανανοιχτεί και να σμίξει μαζί της.

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πέρασαν αστραπιαία ολόκληρες σκέψεις από το νου του, και ύστερα το ίδιο αστραπιαία γύρισε στην πραγματικότητα και γυρνώντας στο μεγάλο αφεντικό χαιρέτισε ευγενικά χωρίς κόμπλεξ κατωτερότητας και χωρίς αίσθηση μειονεκτικότητας. Αφου ήταν ξέρουμε πριν ένας σπουδαίος και τρανός άνθρωπος της κοινωνίας, ήταν συνηθισμένος να μιλά από ψηλά και εκ του ασφαλούς, ήταν συνήθειες που έβγαιναν μόνες τους φυσικές και αβίαστες.

-Κάθισε αγαπητέ μου, σε κάλεσα γιατί θέλω να μιλήσουμε για την εταιρεία στην οποία εργαζόμαστε και οι δύο, εγώ είμαι υπεύθυνος για την πρόοδο της, για αυτό το λόγο σε φώναξα μαζί να συζητήσουμε γι αυτό το σκοπό…

Του είπε ότι με τις συμπεριφορά του τους κύνησε το ενδιαφέρον, τον παρακολούθησαν και κατάλαβαν ότι είναι ένας άνθρωπος με προοπτικές αφου ήταν έξυπνος, δραστήριος και κυρίως άνθρωπος των πρωτοβουλιών. Με την έντονη του προσωπικότητα και την φαντασία που πίστευαν ότι διέθετε, σίγουρα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που χρειαζόταν η εταιρεία για πιο πολλη πρόοδο, ήταν ακριβώς γι αυτους τους λόγους που σκέφτηκαν να τον χρησιμοποιήσουν και να τον εντάξουν στο ανώτερο προσωπικό της εταιρείας ώστε από ένα υπεύθυνο πόστο να προσφέρει αυτά που μπορεί.

Χωρίς καμία ιδιαίτερη αλλαγή συμπεριφοράς και ικανοποίησης ως θα ήταν φυσικό, αλλά σαν φυσική κατάσταση και σύνηθες επακόλουθο αφου ήξερε τη δύναμη της προσωπικότητας του και τι αυτή εξέπεμπε, ευχαρίστησε τον ανώτερο προϊστάμενο και αποδέχτηκε την προαγωγή. Με ευγενικά λόγια τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε ότι θα εργαστεί και θα επιτύχει το ζητούμενο, ακόμα διευκρίνισε ότι εάν αφηνόταν με πρωτοβουλίες δικές του να δρα χωρίς να χρειάζεται να ενημερώνει τους ανωτέρους του εκ των προτέρων αλλά εκ των υστέρων ώστε να αδράττει τις ευκαιρίες όταν παρουσιάζονται ή όταν τις δημιουργεί ο ίδιος και πριν αυτές να χάνονται, θα μπορούσε να προσφέρει τα μέγιστα, θα μπορούσε να αποφέρει μεγαλη πρόοδο και πολλά κέρδη στην εταιρεία. Εξήγησε στον ανώτερο προϊστάμενο ότι διαθέτει αυτά τα προσόντα, ήταν ο ίδιος επιτυχημένος επιχειρηματίας πριν τη πτώχευση του, και ότι αιτία της πτώχευσης δεν ήταν οι κακοί χειρισμοί του ιδίου, αλλά η πτώχευση άλλων που συμπαρέσυραν και αυτόν μαζί τους.

-Ξέρουμε την ιστορία σου, ερευνήσαμε και είδαμε και γνωρίσαμε το ποιον των δραστηριοτήτων σου, ξέρουμε ακόμα και την δεινή οικογενειακή σου κατάσταση. Παρ όλα αυτά εκτιμήσαμε την προσωπική σου αξία, και ζητούμε τη συνεργασία σου γιατί είμαστε σίγουροι ότι η εταιρεία μας που αυτους τους καιρούς της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης έχει δυσκολίες, με τη δική σου συνεισφορά θα αναζωογονηθεί. Όπως εσύ φάνηκες ειλικρινής μαζί μας, έτσι και εμείς πράττουμε το ίδιο με σένα, σου μιλάμε στα ίσια, σε διορίζουμε σε υπεύθυνη θέση και σου επιτρέπουμε απεριόριστες πρωτοβουλίες δράσης.

Αυτά είπε ο ανώτερος προϊστάμενος, έκαναν χειραψία και ο διορισμός επιβεβαιώθηκε.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η μετακόμιση, Κεφάλαιο VIII

Στρώθηκε στη δουλειά με όρεξη, ήθελε να δείξει ότι ήταν καλός, ήθελε να επιτύχει, να ανέλθει και να κατακτήσει την ιεραρχική πυραμίδα, ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του, στους άλλους, αλλά κυρίως στην αχάριστη γυναίκα του ότι ήταν ένας άξιος άνθρωπος. Δεν ανεχόταν την απαξίωση που του έδειχνε, ήξερε πόσο άξιζε αυτός και πόσο ανάξια των περιστάσεων στάθηκε η ίδια. Τον ενοχλούσε η στάση της απέναντι του και μέσα του τον έτρωγε το σαράκι, ένα σαράκι που σιγά σιγά μετατρεπόταν σε οργή και θυμό ακόμα και σε μίσος, αλλά που με τον καιρό έλπιζε να γίνει αδιαφορία διότι ήξερε ότι το είδος αυτό των ανθρώπων πρεπει να τους έχει σε απόσταση κάποιος λογικός. Η απόφαση του όμως η αμετάκλητη, ήταν να αποδείξει στον εαυτό του και στους άλλους ότι δεν ήταν ο ίδιος η αιτία που απέτυχε η οικογενειακή του επιχείρηση, και ότι ο ίδιος μπορούσε να επιτύχει πολλά, γι αυτό έπρεπε να χαίρει γενικής παραδοχής και εκτίμησης από τους γυρω του, ώστε δεν έμενε παρά να αποκαταστήσει το κύρος του που τρώθηκε εξ αιτίας της οικονομικής του πτώχευσης, και να αποδείξει με την δράση του ότι ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος.

Οι δραστηριότητες που ανελαβε ήταν πολλές, στρώθηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Ξεχάστηκε σ αυτήν γιατί ήταν μια δουλειά ενδιαφέρουσα που του άρεσε και του γέμιζε τις ώρες. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ που όταν ερχόταν η ώρα δεν σχολούσε, αλλά έμενε εκεί καθισμένος πίσω απο το γραφείο του συνεχίζοντας να δουλεύει ώσπου νύχτωνε καλά.

Επειδή δούλευε με πολλη όρεξη ήταν φυσικό να αποδώσει και να καταφέρει να πηγαίνουν όλα καλύτερα, τα κέρδη στην εταιρεία αυξήθηκαν και ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Οι μέτοχοι ήταν χαρούμενοι που προόδευε η εταιρεία και αυτός ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του που τα κατάφερνε καλά, είχε πλέον αρκετά χρήματα ώστε να ζει πλούσια με την οικογένεια του, αλλά γιατί επίσης στις ώρες τις πολλές που δούλευε, ξεχνιόταν και δεν σκεφτόταν τα οικογενειακά του προβλήματα.

Δεν ξέχασε τους φίλους του τούς εργάτες που τον βοήθησαν στην ανέλιξη του, τους αύξησε τα μεροκάματα, τους ελάφρυνε το ωράριο και τη σκληρή δουλειά και δεν αρνιόταν σε κανέναν να ακούσει το πρόβλημα του. Ακόμα πολλές φορές όταν δεν άκουε παράπονα κατέβαινε ο ίδιος κοντά τους να τους ρωτήσει γιατί σταμάτησαν να παραπονούνται.

Ήταν αγαπητός σε όλους, στους υφιστάμενους του, στους προϊστάμενους του, άρχισε και ο ίδιος να αποκτά τον τρωμένο του αυτοσεβασμό και να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του.

Πέρασε λίγος καιρός, οι προϊστάμενοι του όντας ευχαριστημένοι μαζί του τον άφησαν μονο να εργάζεται κατά πως ήθελε, και αυτός ανέλαβε πρωτοβουλίες και περισσότερα καθήκοντα. Σκεφτόταν ότι αυτά τα καθήκοντα και οι ώρες που διέθετε δεν αρκούσαν. Χρειαζόταν παραπάνω χρόνο, έτσι μια μέρα είπε στη γυναίκα του ότι έπρεπε να μετακομίσει από την Πάφο, να μένει δίπλα στη δουλειά του. Όμως τα Σαββατοκύριακα θα ερχόταν σπίτι και ακόμα για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα, μπορούσε αμέσως να πάρει το αυτοκίνητο και να έρθει αφού η Λεμεσός δεν ήταν μακριά.

 Όπως το περίμενε, η γυναίκα του δεν έφερε απολύτως καμία αντίρρηση, παρά μονο με ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό του έδειξε ότι ήταν εντάξει γι αυτήν. Ήξερε ότι δεν ήταν μονο η συμπεριφορά της που άλλαξε απέναντι του, αλλά ο τρόπος ζωής της. Βαφόταν και ντυνόταν φιλάρεσκα, έφευγε για μακρινούς περιπάτους, δεν εξηγούσε σε κανέναν που παει και τι κάνει, ήταν φυσικό λοιπόν ο νους του να πηγαίνει στο χειρότερο, αλλά δεν ήθελε να το ψάξει, δεν ήθελε να ξέρει, ήθελε να αφήσει τα πράγματα μόνα τους, συμβιβάστηκε με αυτό τον τρόπο και αποφάσισε να της μιλήσει. Της είπε ότι η σχέση τους ήταν ανύπαρκτη, ότι αφού αυτή δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο, ούτε και αυτός ενδιαφερόταν για την ίδια, θα την ανεχόταν όμως φτάνει να μην τον εξέθετε στην κοινωνία και ο ίδιος εθελοτυφλώντας δεν θα ήξερε τίποτα. Αν το ζήτημα συμπεριφοράς της έπαιρνε διαστάσεις, θα την χώριζε. Της ζήτησε να μην συζητήσουν το θέμα, πίστευε ότι τον απατούσε,  και της είπε επίσης ότι αν η ίδια ήθελε να φύγει, δεν θα την εμπόδιζε. Ακόμα μια φορά με ένα χαμηλόφωνο μμμμμ έδειξε ότι συμφωνεί.

Αυτός της γύρισε την πλάτη και έφυγε με τα νεύρα τσιτωμένα, ήταν θυμωμένος με τον απαξιωτικό τρόπο που τον αντιμετώπιζε και του απαντούσε. Μετακόμισε στη Λεμεσό, νοίκιασε ένα άνετο και ευρύχωρο σπίτι με μεγαλη αυλή και ψηλά δένδρα, λίγο έξω από την πόλη σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στη δουλειά του. Συνέχισε να εργάζεται, αραίωσε κατά πολύ τις επισκέψεις του στην Πάφο, είχε όμως μια ταχτική τυπική τηλεφωνική επικοινωνία με το γιό του. Στα λίγα που έλεγαν και αντάλλασαν, έβρισκε δικαιολογία για τις αραιές επισκέψεις του τον φόρτο εργασίας που είχε. Φυσικά ο γιος του καταλαβαίνοντας απόλυτα την δεινή του θέση, ποτέ δεν του παραπονέθηκε, αλλά αντίθετα τον δικαιολογούσε και του εξηγούσε ότι ήταν εντάξει και καταλάβαινε απόλυτα.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η όμορφη γραμματέας, Κεφάλαιο IX

Χρησιμοποιώντας όσες διασυνδέσεις είχε από τις προηγούμενες του ενασχολήσεις, προώθησε τις εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων προϊόντων και έδωσε προτεραιότητα σ αυτό τον κλάδο. Τα κέρδη ήταν μεγάλα, η εταιρεία αναπτήχθηκε περισσότερο, έτσι ως εκ του αποτελέσματος η μια προαγωγή διαδεχόταν την άλλη για τον ίδιο. Ανέλαβε στο τέλος υπεύθυνος όλων, οι μέτοχοι ήσαν ευχαριστημένοι μαζί του, κάθε λίγο καιρό του δώριζαν πακέτα από μετοχές. Με δικό του σοφέρ και ένα μεγάλο αμάξι είχε εύκολη διακίνηση σε όλη την Κύπρο. Όποτε ήθελε να συναντήσει κάποιον μεγαλόσχημο όπως γενικούς διευθυντές και υπουργούς της κυβέρνησης, με ένα τηλεφώνημα από την γραμματέα του, έτρεχαν όλοι με ευχαρίστηση να τον εξυπηρετήσουν και να τον ευχαριστήσουν. Απέκτησε προσβάσεις σε όλα τα κέντρα εξουσίας και ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση.

Η γραμματέας του είχε βαμμένα κόκκινα μαλλιά και ένα κορμί φιδίσιο με ύφος θελκτικό, είχε καλή συμπεριφορά και ιδιαίτερους ευγενικούς τρόπους. Ήταν γεμάτη χάρη, ήταν από τις γυναίκες που με την πρώτη ματιά κινούσαν το ενδιαφέρον, ήταν από τους ανθρώπους που οσο κάποιος τους γνωρίζει βρίσκει προτερήματα και ανώτερο χαρακτήρα. Ήταν η γραμματέας που τον υποδέχτηκε την πρώτη φορά και τον οδήγησε με περισσή ευγένεια στον γενικό διευθυντή. Στις διάφορες προαγωγές του μετακινούμενος από γραφείο σε γραφείο, όταν κατέλαβε το μεγάλο του γενικού διευθυντού, την βρήκε όπως και την πρώτη φορά να κάθεται στη μεση του προχώλ, πίσω από ένα γραφείο γεμάτη χάρη και ομορφιά με το ένα πόδι πανω στο άλλο. Κρατούσε μια χάρτινη λίμα και λιμάριζε το νύχι του μικρού δαχτύλου του δεξιού χεριού της. Μόλις τον είδε σηκώθηκε και με ένα πλατύ χαρούμενο χαμόγελο αφου τον ήξερε από παλιότερα, χαρούμενη που τον είδε, του είπε.

-Σας περίμενα, ελάτε να σας οδηγήσω στο γραφείο σας.

Με πολλη ευγένεια αγγίζοντας τον απαλά στον αγκώνα και δείχνοντας του με το άλλο χέρι, τον οδήγησε στην πόρτα απέναντι, την άνοιξε και τον οδήγησε στο μεγάλο γραφείο. Κοιτάζοντας τον στα μάτια ολόισια, σταθερά και χαμογελώντας, του είπε ότι θα είναι η ιδιαιτέρα του γραμματέας και με ευχαρίστηση θα τον εξυπηρετούσε σε ότι ήθελε, μόνο να το ζητούσε, είπε με έμφαση, ίσως υπονοώντας κάτι βαθύτερο. Και με το χαμόγελο ακόμα που της φώτιζε το πρόσωπο γύρισε και βγήκε έξω.

Μια αναταραχή ένιωσε στη λίμπιντο του, μια έλξη ένιωσε μέσα του γι αυτή τη γυναίκα, σκέφτηκε ότι είναι ένα σπουδαίο θηλυκό. Σκέφτηκε με μια τέτοια γυναίκα εύκολα θα έπειθε και θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξανανοιχτεί και να σμίξει μαζί της, ήταν μια ενδιαφέρουσα σκέψη την οποία θα μελετούσε εν καιρώ τω δέοντι, συνέχισε τη σκέψη του.

Εγκαταστάθηκε στο νέο του γραφείο και διεκαπαιρέωνε τα καθήκοντα του ως διευθυντής με πολλή ευκολία έχοντας για βοηθό την άξια γραμματέα. Τα ήξερε όλα, αλλά προπάντων τα πρόβλεπε όλα και τα είχε έτοιμα πριν της ζητηθεί. Ήταν μια ευχάριστη συνεργασία που για αρκετό καιρό έμεινε μια τυπική σχέση συνεργατών που τους ευχαριστούσε όμως και τους δύο διότι ήταν φανερό και το ήξεραν, υπήρχε αναμεταξύ τους μια τέλεια χημεία.

Ήταν μια αγάπη πλατωνική στην αρχή, που σιγά σιγά μεταμορφώθηκε σε μια πραγματική αγάπη συνυφασμένη με προσφορά, και ανιδιοτέλεια, με χαρές και λύπες εκατέρωθεν. Υπήρχε ενδιαφέρον στη σκέψη του καθ ενός για τον άλλο, καθώς σεβασμός και εκτίμηση.

Ήταν μια αληθινή αγάπη που αργά μεγάλωνε και γιγαντωνόταν, αφήνοντας τη μεγάλη σκιά της που αργά σκέπαζε και τους δύο.

Ήταν φυσικό λοιπόν, αυτή η αγάπη να μετατραπεί σε έναν έρωτα μεγάλο, διαφορετικό από τους άλλους που μέσα εμπεριείχε την αγάπη την πραγματική και την ανιδιοτελή. Μια αγάπη και ένας έρωτας που τους ανέβαζε στον ουρανό με αμοιβαία αισθήματα που και οι δυο απολάμβαναν.

Δεν σκέφτηκαν να βιαστούν για ολοκληρωμένες σχέσεις, η ουσία του έρωτος τους ήταν κατ αρχάς η ένωση των ψυχών τους, η αλληλογνωριμία του εσωτερικού τους κόσμου και η ψηλάφηση του ενδόμυχου είναι της σκέψης τους. Η γνωριμία του βαθύτερου τους εαυτού, ήξεραν χρειαζόταν  χρόνος. Χωρίς να βιάζονται, απολάμβαναν την τυπική τους πλατωνική σχέση και την άφηναν να προχωρά αργά, ώστε ο χρόνος να αποκαλύψει την αυθεντικότητα της αμοιβαίας αφοσίωσης...

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Μια παράφορη αγάπη, Κεφάλαιο X

Ήταν μια ιστορία παράφορης αγάπης που αναπτύχθηκε και θέριεψε στις καρδιές δυο αγαθών ανθρώπων, του ταλαιπωρημένου και δυστυχισμένου πατρός του παιδικού μου φίλου, και της πανέμορφης κοκκινομάλλας γραμματέως της εταιρείας με το σπουδαίο σεξ απηλ της, που έκανε γενικά τους αρσενικούς να τη λιμπίζονται. Η οποία, ανάμεσα στους πολλούς που την φλέρταραν προτίμησε τον δικό μας πρωταγωνιστή της μικρής μας ιστορίας, που ορμόμενος από αγάπη και έρωτα κατάφερε να ξεπεράσει την μεγάλη στεναχώρια που του προκαλούσε η κακή του μοίρα, και να του γεμίσει τη ζωή που είχε καταντήσει μαρτύριο και χωρίς νόημα, που είχε καταντήσει φαρμακερή και άδεια.

Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, κάθε μέρα ήταν μαζί στον ίδιο χώρο εργασίας και οι ώρες της συναναστροφής τους ήταν ατέλειωτες, ήταν βάλσαμο και γλυκό γιατρικό στις καρδιές τους. Η αίσθηση της παρουσίας του ενός στον άλλο, τους έκανε να νιώθουν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.

Μ αυτό τον τρόπο ο καιρός περνούσε γρήγορα και ευχάριστα. Μια φορά τη βδομάδα δειπνούσαν παρέα σε ένα πολυτελές εστιατόριο και ύστερα πιασμένοι απ το χέρι έκαναν ένα μακρύ περίπατο σε όλη την παραλία άλλοτε κουβεντιάζοντας και άλλοτε ρεμβάζοντας τη φεγγαρόλουστη νύχτα και την ήρεμη θάλασσα που η γαλήνια αύρα της ενωνόταν με τη δική του κορμιού τους ημερεύοντας και γεμίζοντας αγαλλίαση τα μύχια της ψυχής τους. Και ύστερα από πολλού, όταν κουράζονταν πλέον, τα βήματα τους οδηγούσαν πάντα στον ίδιο τόπο, σε ένα παλιό χάνι που ο ιδιοκτήτης του το είχε μετατρέψει σε σύγχρονο ξενοδοχείο. Εκεί κάθε φορά, τους περίμενε μια ευγενική μεσόκοπη γυναίκα που τους άνοιγε την πόρτα και τους οδηγούσε στο ίδιο πάντα δωμάτιο, μια όμορφη κάμαρη γουστόζικα στολισμένη και διαμορφωμένη, στα γούστα του έρωτα και της αγάπης τους.

Ήταν ένας έρωτας που πίστευαν θα διαρκούσε για πάντα, μια φωτιά δυνατή που πήγαζε από τις καρδιές τους, γεννημένη από τις ψυχές τους και ζέσταινε τις καρδιές τους. Δεν ήταν πόθος που θα χανόταν με τον καιρό, ήταν αισθήμα έρωτος και αγάπης που θα έμενε και θα άντεχε παντοτινά στο χρόνο.

Γνώριζαν και οι δυο ότι δεν ήταν ένας έρωτας περιστασιακός που έρχεται και φεύγει, δεν ήταν απλά ένα καπρίτσιο εγωιστικό και ένα πάθος προσωρινό, αλλά κάτι βαθύτερο, ένα αίσθημα σπάνιο που σε λίγους τυχερούς συμβαίνει, ήταν μια κατάσταση αγάπης παντοτινής, μια ανάγκη πνευματική του ενός προς τον άλλο. Μια κατάσταση που ξεκίνησε από πόθο κάνοντας τις καρδιές τους να σκιρτούν από πάθος, ένα συναίσθημα έλξης και επιθυμίας που όμως στον καιρό ο έρωτας συναντήθηκε με την αγάπη, το ιερό και αληθινό αίσθημα που κάνει τους τυχερούς ανθρώπους που το αισθάνονται να αγαπιύν ώς εαυτόν. Ένα αίσθημα αμοιβαίας αυτοθυσίας, ένα κορυφαίο κατάληγμα και μέτρημα της αγάπης.

Η παρέα αναμεταξύ τους ήταν μια συναναστροφή όμοιος ομοίω, έχοντας κοινά ενδιαφέροντα και ίδιες φιλοσοφικές θεωρήσεις και στοχασμούς, καθώς και ατελείωτες συντεριαστές συνομιλίες για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ψυχολογία, την επιστήμη, την υγεία, την τέχνη, και  παντών άλλων θεμάτων.

Η εσωτερική και εξωτερική τους επικοινωνία ήταν ένα και τω αυτω, ήταν από απλή έως περίπλοκη, μια απαιτητική επικοινωνία, μια απόπειρα συναντήσεως μεταξύ τους γλωσσικά και σωματικά, ήταν πράξεις των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Οι πνευματικές συναντήσεις τους ήταν αληθινές με το λόγο της ομιλίας και τη σιωπή της απομόνωσης ως παρέα τους, έτσι που να αποτελούν μεγάλο κομμάτι της συναναστροφής τους, που τους γέμιζε πλήρως. 

Ήταν μια βαθιά αγάπη που επισκέφτηκε τον ηρώα μας και φώλιασε στην καρδιά του δίνοντας του μια ευκαιρία να ξεφύγει από τις κακές σκέψεις του παρελθόντος που τον κατάτρεχαν βίαια, τον έκαμε ακόμα να ξεχάσει τον ύποπτο βίο της γυναίκας του, την κακή της συμπεριφορά και την απαξιωτική της στάση απέναντι του. Να ξεπεράσει την ταπείνωση της οικονομικής πτώχευσης και της κοινωνικής πτώσης. Μιας πτώχευσης που κατάστρεψε αυτόν και την οικογένεια του, που ανέτρεψε όλο τον κόσμο τους αναγκάζοντας τους να εξοικειωθούν με τη φτώχεια που δεν γνώριζαν, να χάσουν τη σπουδαία τους κοινωνική θέση και να τους σκιάσει μεγάλη ντροπή, τέτοια ντροπή που τους σκότωσε τον εγωισμό και την περηφάνια.

Τώρα όμως τον επισκέφτηκε η πραγματική αγάπη. Που εξ αυτής προέκυψε μια σχέση απόδειξη ότι η αγάπη έχει θεραπευτικές ιδιότητες, είναι ζωοδοτική δύναμη και ισχυρό αντίδοτο ενάντια στις κακές και μίζερες σκέψεις, που επιφέρει διαρκή ευτυχία, και είναι η μόνη που απομακρίνει τους κακούς λογισμούς.

Ήταν μια σχέση που τον έκαμε να νοιώσει μέσα του την πραγματική αγάπη, αυτής που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Αγάπησε και αγαπήθηκε, ένιωσε να αγαπά και να αγαπιέται πραγματικά.

ΕΝΑΣ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η μεγάλη απόφαση, Κεφάλαιο ΧΙ

Και ενώ τα χρόνια έφευγαν γρήγορα, η ζωή του κυλούσε ήρεμα και ευχάριστα έχοντας την ευχάριστη παρέα της όμορφης κοκκινομάλλας που τον γέμιζε πλήρως κάνοντας τον να αισθάνεται όμορφα και να μην έχει έγνοιες πλέον. Δεν πολυέφερνε στο νου του τα δύσκολα εκείνα χρόνια της πτώχευσης του, ούτε την αχαρακτήριστη συμπεριφορά και στάση της άπιστης συζύγου του που όταν φαλίρησε οικονομικά και δεν της πρόσφερνε πλέον τις πολυτέλειες που την είχε συνηθίσει πρίν,  τον απαξίωσε και δεν τον λογάριαζε και δεν τον τιμούσε .

Τα άφησε όλα πίσω, έβαλε καινούργια τάξη στη ζωή του και για όλα αυτά αισθανόταν ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Με τη σπουδαία δουλειά που είχε και τον ψηλό μισθό που έπαιρνε, ξόφλησε τα χρέη του, βοήθησε το γιο του να σπουδάσει και να αποκατασταθεί, ακόμα και τη στρίγγλα γυναίκα του όποτε χρειαζόταν παράλογη από τα όρια οικονομική στήριξη, δεν αρνιόταν να την συνδράμει επιπλέον.

Για κάποιους θεωρείται επιτυχία στη ζωή αν έχουν αποκτήσει οικονομική άνεση και ασφάλεια, για άλλους αν έχουν φτάσει επαγγελματικά ψηλά και για άλλους αν έχουν καταφέρει να έχουν αναγνωσιμότητα και να μπορούν να επηρεάζουν θετικά άλλους ανθρώπους. Άλλοτε πάλι, επιτυχία θεωρούν την απόκτηση πολλών γνώσεων και εμπειριών.

Ο πατέρας του παιδικού μου φίλου ήταν ένας από αυτούς, είχε όλα αυτά τα προσόντα.

Είχε επανακτήσει και παλιν την αυτοπεποίθηση του και γνώριζε επ ακριβώς τι τον ευχαριστεί και το αναζητούσε. Από τις πολλές καλές και κακές εμπειρίες της  ζωής του που απόκτησε, αποφάσισε ότι απ όλη την επιτυχία που αξιώθηκε, καλύτερα γι αυτόν ήταν η καινούργια του γνωριμία, η νέα σχέση του με την κοκκινομάλλα και πληθωρική γραμματέα του, και η αναμεταξύ τους συμβίωση και η μεγάλη φιλία που τους ένωνε και τους γέμιζε. Ήξερε πλέον πολύ καλά τι είναι αυτό που προσφέρει περισσότερη ευχαρίστηση και πάθος, ήξερε ότι δεν είναι μόνο τα πλούτη και η δόξα, αλλά περισσότερο είναι η καλή συμβίωση αναμεταξύ των ανθρώπων.

Γνώρισε τη μοναξιά της απομόνωσης από τα πλήθη και του άρεσε, αγάπησε την απέριττη φιλία των ολίγων εκλεχτών, και την απλη καλημερα των απλων ανθρωπων του λαου. Ήξερε ότι ήταν αγαπητός και αποδεχτός από ολους αυτους, έζησε και συναναστράφηκε με τόσους πολλούς, αλλά προτιμούσε τη δικη του μοναξιά. Δεν επιθυμούσε αλλη τιμή και δόξα, τα είχε όλα βαρεθει και μπουχτίσει. Είχε ανώτερη θέση και χιλιάδες υφισταμένους, ηταν ένα χρησιμο στέλεχος της κοινωνίας. Αναρριχήθηκε στα ύψιστα κοινωνικά σκαλοπάτια και γνώριζε πως μπορούσε να καταχτήσει το κάθε τι, να αποχτήσει το κάθε τι. Πολλοί φορείς και πολιτικοί κομματικοί σχηματισμοί ήλπιζαν να δεχτεί την υποστήριξη τους ώστε να πολιτευτεί, διότι με τον ίδιο υποψήφιο, η νίκη ήταν σίγουρη αφου η αποδοχη του από το λαο ηταν παραδεχτη.

Παρ όλα αυτά, η μικρή κοινωνία του νησιού έμεινε κατάπληχτη όταν ένα πρωί όλες οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους έγραφαν ότι παραιτήθηκε από τη θέση του χωρίς σκοπό να πολιτευτεί, ή να επιζητήσει κάτι άλλο.

Ταυτόχρονα μαζί του παραιτήθηκε και η αγαπημένη του γραμματικός, και από εκείνο τον καιρό χάθηκαν και οι δύο. Κανείς δεν ξανάκουσε γι αυτούς, είχαν πραγματικά εξαφανιστεί. Ήταν ένα μυστήριο, ένας δημόσιος άνθρωπος που με αυτόν ασχολούνταν ταχτικά οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα, σταμάτησαν απότομα να ενδιαφέρονται και να τον αναφέρουν, ως να σταμάτησε ο χρόνος να κυλά, ή ως να μην υπήρξε ποτέ.

Πολλοί τον αναζήτησαν και πολλοί αναρωτήθηκαν τι είχε απογίνει, καθώς όμως ο καιρός περνούσε, ξεχάστηκε παντελώς, οι άνθρωποι τον ξέχασαν και έπαυσαν να αναρωτιούνται. Λησμονήθηκαν οι φιλίες, οι αγάπες και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Ίσχυσε η λαϊκή ρήση για όσους δεν βλέπονται ότι γρήγορα λησμονούνται.

Τι είχε συμβεί;

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν πολλές συναναστροφές και που αρκούνται να ζουν μοναχικά ανάμεσα σε λίγους ανθρώπους, χωρίς να νιώθουν μοναξιά. Άνθρωποι που θέλουν να είναι μοναχικοί για λόγους διάφορους. Είτε γιατι βαρέθηκαν τη ρουτίνα του περίγυρου τους, είτε γιατι έχουν συναισθηματικά δεθεί με τη μοίρα της μοναξιάς.

Πολλές φορές ακόμα ο άνθρωπος συνηθίζει να μένει μόνος μακριά από τους πολλούς και παρέα με τους λίγους. Μακριά από τις μεγάλες πόλεις και τη βοή τους, όπου σ αυτές ο καθένας κινείται και συνυπάρχει με τους άλλους μηχανικά και αδιάφορα. Όπου δεν υπάρχουν φιλίες παρα μόνο τυπικές και επαγγελματικές σχέσεις.

Πήρε λοιπόν την απόφαση να φύγει μακριά. Αγόρασε ένα μικρό σπιτάκι με αυλή κοντά σε μια παραλία σε ένα χωριουδάκι, και μαζί με την καινούργια αγαπημένη του σύντροφο μετοίκησαν στην εξοχή μακριά από φανφάρες και πολυτέλειες. Ασχολήθηκαν και οι δυο με την αγάπη τους και τη συντροφικότητα τους. Καλλιεργούσαν τη γη, ψάρευαν, διάβαζαν και συζητούσαν ή αγνάντευαν τη δύση του ήλιου με τις ώρες. Για παρέα είχαν λίγους καλούς γείτονες, φτωχούς, αμόρφωτους και απλοϊκούς.

Ήξερε ότι μπορούσε να επιτύχει το καθετί. Ήταν έξυπνος και γνωστικός, είχε πολλές γνωριμίες και ήταν μια σεβαστή προσωπικότητα. Μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και να κερδίσει πολλά χρήματα. Μπορούσε να μείνει στη δουλειά του με τον παχουλό μισθό του.

Παρ όλα αυτά προτίμησε να αποτραβηχτει στην μικρή του παραλία και να ζήσει μια ήσυχη ζωή τυπική, φτωχική και απέριττη. Χωρίς σκοτούρες για την επαύριον, χωρίς διλήμματα για δύσκολες αποφάσεις και χωρίς καθήκοντα έναντι άλλων. Όπως τα πετεινά του ουρανού και τα κρίνα της πλάσης που βλαστούν και γι αυτά ο Θεός μεριμνά, έτσι και ο ίδιος αποφάσισε ότι δεν αξίζει στον άνθρωπο μια ζωή που μόνη έγνοια έχει πώς να πλουτίσει και να θησαυρίσει. Αποφάσισε ότι δεν θα μεριμνά τι θα φάει αύριο και πως θα ντυθεί την επαύριον, θα έπαιρνε τη ζωή στην καθημερινότητα της και θα την ζούσε χωρίς έγνοιες, όπως ξημέρωνε την κάθε μια ξεχωριστά. 

Θα αφηνόταν στην πρόνοια του Θεού ο οποίος προνοεί για όλη την κτίση, και βεβαίως πάνω από όλα για τον άνθρωπο.

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το χωριό Αρσος διοικητικά ανήκει στην επαρχία της Λεμεσού και εκκλησιαστικά στην επαρχία της Πάφου.

Είναι ένα από τα μεγαλύτερα κρασοχώρια της Κύπρου και απέχει από την Πάφο 45 χιλιόμετρα και από τη Λεμεσό άλλα τόσα.

Βρίσκεται κτισμένο στην πλαγιά του βουνού Λαόνα σε υψόμετρο με ανοικτό ορίζοντα στην Κοιλάδα του ποταμού Διαρίζου μέχρι τη θάλασσα της Πάφου.

Η ονομασία του μάλλον προήλθε από το Ιερόν Άλσος της θεάς Αφροδίτης όπου είναι κτισμένο το χωριό, ή από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο που έκτισε προς τιμής της Αρσινόης τέσσερις πόλεις.

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού φτιάχνουν το δικό τους κρασί και το φυλάγουν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια. Στα πιο πολλά σπίτια υπάρχουν τα πιθάρια και τα πατητήρια για την παρασκευή του φημισμένου Αρσιώτικου κρασιού, καθώς και τα καζάνια για την παραγωγή της ζιβανίας.

Οι νοικοκυρές κάτοικοι φημίζονται για την κατασκευή διαφόρων παραδοσιακών εδεσμάτων όπως παλουζέ, όψιμα κουλλουρούθκια, σουτζιούκο, κιοφτέρκα, αρκατένα και καττιμέρκα.

Η φιλοξενία των κατοίκων είναι χαρακτηριστική όπως και η καθαριότητα των σπιτιών και των δρόμων, καθώς και οι θαυμάσιες γραφικές αυλές με τα λογής λογής λουλούδια και πρασινάδες που τις ομορφαίνουν αποτυπώνοντας μια θαυμαστή εικόνα σαν να την ζωγράφισε το χέρι του Θεού.

Το χωριό είναι κτισμένο συγκεντρωτικά. Οι στενοί δρόμοι, τα μακρινάρια και τα ανώγεια σπίτια κτισμένα με πελεκητή πέτρα, προσδίδουν μια γοητεία μοναδική. Στο κέντρο του χωριού, ευρίσκεται η  εκκλησία του Αποστόλου Φιλίππου η οποία πρωτοκτίστηκε το 13ο αιώνα, και έως το 1735 στο ιερό της ήταν η λειψανοθήκη της Τίμιας κάρας του Αποστόλου η οποία όμως κλάπηκε από Ιερόσυλους (τώρα ευρίσκεται στη μονή του Αγίου Σταυρού στο Όμοδος). Η Αγία Κάρα του Αγίου, λέγεται ότι ήταν καταστρεπτική για τις ακρίδες. Γι’ αυτό σε περιόδους επιδρομής ακρίδων, κάτοικοι πραγματοποιούσαν λιτανείες στις πληγείσες περιοχές  για προστασία της σοδειάς τους.

Στην οδό Λευτέρη Θεοδοσίου πίσω από το σπίτι με τον αριθμό 76, βρίσκεται ένας παλιός τοίχος που θέλοντας οι κάτοικοι να διατηρήσουν στις μνήμες τους ένα παλιό φονικό, δεν τον χάλασαν, παρά μόνο τον συντήρησαν και υπάρχει μέχρι σήμερα γέρικος να στέκει και να θυμίζει τι γίνηκε τον περασμένο αιώνα μέσα στη δεκαετία του 1930.

Ο θρύλος διηγείται ότι ο ψηλός τοίχος ήταν κτισμένος από πελεκητή πέτρα σαν δόμη και χρησίμευε για να συγρατεί τα χώματα της βραχτής μιας αυλής, και είναι μεχρι σημερα γνωστη σαν η «βραχτή του Τουρκόπουλου», ονομα που προήλθε από τον παλιό ιδιοκτητη της κατά τη διάρκεια που συνέβηκε το φονικό. Εκείνο τον καιρό στον οποίο περιστρέφεται η διήγηση μας, ο τοίχος ήταν πανύψηλος ίσα με  τεσσεράμισι μέτρα, και κανείς δεν τόλμησε να τον πηδήξει. Οι παππούδες έλεγαν στα μικρά παιδιά ότι μόνο μια φορά ένας παλικαράς τον πήδηξε, και αυτός το έκαμε γιατι δεν είχε άλλη εκλογή. Και αρχίναγαν να τους λέγουν την ιστορία, ενώ αυτά στήνονταν με προσοχή και την άκουγαν με πολλή ενδιαφέρον. 

Ο Πρίσκας ήταν ένας άξεστος χωριάτης που κατοικούσε στο χωριό την δεκαετία του 1930. Από νεαρή ηλικία ήταν ερωτύλος και λιγούρης αγαπώντας όλες τις όμορφες νεαρές κοπέλες. Τις γλυκοκοίταζε όλες και τους έστελνε μηνύματα με την προξενήτρα ότι θέλει να τις παντρευτεί. Τον είχαν πάρει όμως χαπάρι, και δεν τον λογάριαζαν στα σοβαρά. Από τα πολλά ομως κάποια φορά, μια οικογένεια δέχτηκε το προξενειό του και αφού συμφώνησαν στην προίκα, έκαμαν τα χαρτώματα.

Παράλληλα με τα δικά του χαρτώματα ακούστηκε ότι στο χωριό γινόταν και δεύτερο συνοικέσιο. Ο Γιώρκος του Διονυσή ένα καλό παλικάρι,  έστειλε προξενιό στην όμορφη και μεγαλόκορμη Ελενάρα που όλοι την επιθυμούσαν για τα περισσά της σωματικά κάλλη, και πολλοί νέοι θα την παντρεύονταν με πολλή ευχαρίστηση αν τους την έδιναν.

Σε γάμο ανάμεσα σε όλα τα άλλα σκάπουλλα παλικάρια την γύρεψε και ο Πρίσκας που ήταν πολύ ερωτοχτυπημένος μαζί της, που όταν του την αρνήθηκαν όμως, έστειλε  αμέσως προξένια στην άλλη χωριανή του που είπαν οι γονιοί της το ναι, και έτσι εκείνο το Σάββατο έγιναν τρικούβερτα χαρτώματα με παρευρεθόντες όλους τους χωριανούς.

Η μεγαλόκορμη Ελενάρα είπε επίσης το ναί στον Γιώρκο του Διονυσή, έτσι και αυτός θα την χαρτωνόταν τις ερχόμενες μέρες.

Που το άκουσε ο Πρίσκας, πήγε στο καφενείο και βρήκε τον Γ. Διονυσή. Του είπε να κάμει πίσω, γιατί την μεγαλόκορμη Ελενάρα θα την χαρτονώταν αυτός. Ξαφνιασμένος ο Γ.Διονυσής του είπε,

-μα τι ναι αυτά που λές, αφού εσύ χαρτώθηκες άλλη.

-Θα τις πάρω και τις δυο, μην την πάρεις γιατι θα σε σφάξω,

του απάντησε ο Πρίσκας.

Πιστεύοντας ότι τον χωρατεύει, δεν έδωσε σημασία στις απειλές. Έτσι το επόμενο Σάββατο γινήκαν κι άλλα χαρτώματα στο χωριό, με παρευρεθόντες πάλι όλους τους χωριανούς.

Ύστερα από λίγες μέρες ενώ ο Γ. Διονυσής περπατούσε αχάπαρος, την ώρα που ανηφόριζε

τη στενή στράτα καθ οδόν για το σπίτι της χαρτωμένης του, πετάχτηκε εμπρός του αγριωπός ο Πρίσκας. Του είχε στήσει καραούλι και τον καρτερούσε να τον σκοτώσει όπως του είχε τάξει. Ο Γιώρκος του Διονυσή χωρίς να υποπτευθεί τις κακές προθέσεις του, δεν έτρεξε να φύγει μακριά, ούτε τον απέφυγε, παρα μόνο τον χαιρέτισε συνεχίζοντας  να περπατά.

Ο Πρίσκας ήταν ένας θεόρατος άντρακλας γεμάτος μύες που του έκαναν το κορμί να φαίνεται πρησμένο, γι αυτό του είχαν δώσει και το ομώνυμο παρατσούκλι. Δρασκέλισε την απόσταση που τους χώριζε και άρπαξε από τον λαιμό με το ένα του χέρι τον Γ. Διονυσή και σφίγγοντας τον σαν τανάλια τον σήκωσε ψηλά ως να κρατούσε από τον λαιμό ένα κοτόπουλο.

Με την απίστευτη του δύναμη τον έσφιγγε και τον έκαμνε να πνίγεται χωρίς αναπνοή, και να νιώθει να ζαλίζεται και να πεθαίνει. Μέσα στην παραζάλη που τούφευγε η ζωή, ο Γ. Διονυσής σαν από ένστικτο και μην μπορώντας αλλιώς να αντιδράσει, έβαλε το δεξί του χέρι μέσα στην τσέπη, άρπαξε το σουγιά που κουβαλούσε πάντα μαζί του, και με πολλή προσπάθεια τον άνοιξε, και με περισσότερο κόπο τον έμπηξε στο κορμί του Πρίσκα. Ήταν ένα κοφτερό μαχαίρι, που ευτυχώς για τον ίδιο, τραβώντας το προς τα αριστερά, το ένιωσε να κόβει τη σάρκα πολύ εύκολα.

Ο Πρίσκας ένιωσε την κοιλιά του να σκίζεται και να ανοίγει ολόκληρη και τα άντερα του να πετάγονται και να κρέμιούνται έξω. Ξαπολώντας το θανατηφόρο του πιάσιμο, τα άρπαξε και τα κράτησε να μην του πέσουν χάμω στη γη.

Ο Γ. Διονυσής ένιωσε την αναπνοή του να επανέρχεται και βήχοντας ρούφησε άπληστα όλο τον αέρα που είχε η ατμόσφαιρα. Κατάλαβε πως γλίτωσε την τελευταια στιγμή, κατάλαβε ότι αν δεν τον μαχαίρωνε, τώρα θα ήταν αυτός πνιγμένος και νεκρός. Ενώ ανέπνεε άπληστα γεμίζοντας τα πνεμόνια του κάνοντας τα να θέλουν να σπάσουν, κοίταζε το φονιά να στέκει απέναντι και αντί για τον φόβο του θανάτου,  στο πρόσωπο του έβλεπε μόνο μίσος και άχτι.

Τον είδε να μαζεύει τα άντερα του, να τα βάζει στην κοιλιά του, και κρατώντας τα με το ένα χέρι να απλώνει το άλλο θέλοντας να τον αρπάξει και πάλιν από τον λαιμό.

Έκανε πίσω λίγα βήματα, και σαστισμένος τον είδε σαν να μην ήταν σφαγμένος, να προχωρεί για να τον φτάσει.

Ξεκίνησε να πάει μακρύτερα, αυτός πάλι προχωρούσε. Είχε κάπως συνέλθει, έτσι άνοιξε το βήμα του να φύγει μακριά, αλλά γυρίζοντας πίσω τον είδε να τον έχει βάλει του βούρου. Ξεκίνησε να τρέχει ώσπου έφτασε στο αδιέξοδο της οδού Λευτέρη Θεοδοσίου. Τέλειωνε ο δρόμος εκεί, και άρχιζε η βραχτή του Τουρκόπουλου. Σταμάτησε λαχανιασμένος και ελπίζοντας ο διώχτης του να σταμάτησε να τον κυνηγά, γύρισε να κοιτάξει. Με μεγάλη του έκπληξη τον είδε φουριόζο να τρέχει κρατώντας την κοιλιά του με τα δυο χέρια. Κατάλαβε ότι δεν θα γλύτωνε. Σκέφτηκε τι να κάμει, ήταν μικρόσωμος και αδύνατος, δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του. Άλλο δρόμο διαφυγής δεν είχε, μπροστά του ήταν η βραχτή που κατέληγε σε ένα ψηλό τοίχο που την συγκρατούσε και από κάτω ήταν γκρεμός ύψους τεσσάρων και πλέον μέτρων.

Απεφάσισε να τον πηδήξει και ο Θεός βοηθός. Έκαμε το σταυρό του, και έδωσε ένα σάλτο λυγίζοντας τα πόδια του, που όταν άγγιξαν το χώμα τα τέντωσε προς τα πάνω κάνοντας τα να λειτουργήσουν σαν ελατήρια μετριάζοντας έτσι τη φόρα από το μεγάλο ύψος. Ένιωσε το σώμα του να τραντάζεται και να πονεί ολόκληρο, αλλά ευτυχώς χωρίς να πάθει κάποιο κάταγμα, ένιωσε ότι μπορούσε ακόμα να τρέξει. Πήγε λίγο παρακάτω και γύρισε να κοιτάξει αν θα πηδούσε ο Πρίσκας.

Με μεγάλη έκπληξη τον είδε να έρχεται τρεχτός και χωρίς να σταματήσει ή να διστάσει, να πηδάει τον τοίχο και να προσγειώνεται με πάταγο. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το τρέξιμο, αλλά κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν πλέον. Ο Πρίσκας έσκασε σαν καρπούζι και απλώθηκε κάτω στη γη ανάσκελα με όλα τα άντερα του βγαλμένα έξω και απλωμένα πάνω στη χωματένια στράτα. Καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος αφού το αίμα τρέχοντας σαν ποτάμι έβαψε τη γη  σημάδι ότι δεν έμεινε πολλή ζωή στον διώχτη του, στάθηκε να κοιτάζει το καταματσιαιλλεμένο κορμί από τη πτώση και να σκέφτεται ότι σίγουρα του Πρίσκα θα του σάλεψε το μυαλό για να συμπεριφερθεί μ αυτό τον τρόπο. 

Ο Πρίσκας πέθανε και τον έθαψαν, ενώ τον Γ, Διονυση τον συνέλαβαν και τον δίκασαν και τον καταδίκασαν δυόμιση μήνες φυλακή για πρόκληση θανάτου ενώ ευρισκόταν αμυνόμενος για να υπερασπιστεί τη ζωή του. 

Στην οδό Λευτέρη Θεοδοσίου πίσω από το σπίτι με τον αριθμό 76, έμεινε ο παλιός τοίχος που θέλοντας οι κάτοικοι να διατηρήσουν στις μνήμες τους το φοβερό περιστατικό, δεν τον χάλασαν, παρά μόνο τον συντήρησαν και υπάρχει μέχρι σήμερα γέρικος να στέκει και να θυμίζει τι γίνηκε τον περασμένο αιώνα μέσα στη δεκαετία του 1930

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΣΥΚΑΜΗΝΙΑ

Σωτηράκης Μαρκίδης

Ήταν μια μέρα αργά το πρωί, περπατούσα σεργιανίζοντας στην παλιά αγορά της Πάφου, στους τόπους που παλιότερα έσφυζε ζωή σε αντίθεση με σήμερα που κατάντησαν τόποι έρημοι χωρίς κόσμο και δραστηριότητα. Τα βήματα μου νωχελικά που τα έσερνα, με πήρανε έξω από τα παλιά δικαστήρια. Δεν είχα δουλειά να κάμω, ήταν μια μέρα άδεια για μένα, γι αυτό είπα να κάτσω λίγο να χαζέψω τον κόσμο που πηγαινοερχόταν στον παλιό δρόμο που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο.

Πέρασε πολύς καιρός από τότε που πέρασα τελευταία φορά τούτα τα μέρη, έτσι με ευχαρίστηση παρατήρησα ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα παλιά κτίρια στέκονταν όπως παλιά, το ίδιο ρημαγμένα και απεριποίητα. Τα παλιά δικαστήρια και το διοικητήριο δέσποζαν στη μια άκρη του δρόμου, και παραπίσω τα μονώροφα κτίρια με τους δικολάβους, τους γραμματικούς και τους παλιούς δικηγόρους που τώρα απέμειναν συνταξιούχοι να κάθονται στα άδεια γραφεία τους και να σπάζουν την ανιαρή ατελείωτη ώρα της μοναξιάς τους.

Στην άλλη μεριά του δρόμου ήταν ο γκρεμμός με τη χαμηλή βλάστηση και τα καινούργια κτίρια που έκρυβαν την απέραντη θέα της θάλασσας που απλωνόταν ως τον μακρινό ορίζοντα όπου εκεί ενωνόταν με τον ουρανό.

Ασυναίσθητα χωρίς να σκεφτώ, δρασκέλισα το κατώφλι της πλατιάς βεράντας και βρέθηκα στο «καφενείο της Συκαμινιάς». Ήταν ένας τόπος γνώριμος από παλιά όταν μαθητής του Γυμνασίου εγώ, πριν τόσα χρόνια, περνούσα απ έξω χωρίς όμως να σταματώ αφού ήμουν μικρός και δεν γινόταν. Τώρα ύστερα από τόσο καιρό, νάμαι στο μικρό καφενεδάκι με την γέρικη σικαμινιά της αμνημονεύτου ηλικίας και της πάλαι ιστορίας. Μια γέρικη συκαμινιά έξω στην αυλή –σήμα κατατεθέν, που δεσπόζει και επισκιάζει με την ομορφιά της ακόμα και τα μεγαλόπρεπα κτίρια που στέκουν γέρικα ίδια με αυτήν, και που δεν υπάρχει κανείς να ζει για να μαρτυρήσει την αρχαία ηλικία της. Λέγεται ότι πρώτος ιδιοκτήτης του καφενείου έως το 1955 ήταν ο γέρο Αγησίλαος που το πούλησε στον Δημήτρη Συμεού και οι κληρονόμοι του στον Ευγένιο Νεοφύτου, και αυτος στον Κύπρο Ξενοφώντος τον σημερινό ιδιοκτήτη. 

Λίγα βήματα μακρύτερα στο μικρό ανηφόρι του δρόμου, είδα να στέκει ακόμα άθικτο από τον καιρό, το ίδιο παλιό κτίριο με τις πόρτες ανοιχτές, το γραφείο του παλιού δικηγόρου, του Άριστου, που έως σήμερα δεν γνώριζα το επίθετο του, αφού όλοι στην Πάφο τον ξέραμε και τον αποκαλούσαμε μόνο με το μικρό του όνομα. Τον είδα να βγαίνει στην πόρτα, και τον θυμήθηκα όπως ήταν πάντα, έτσι και τώρα. Είχε στο κεφάλι το αιώνιο σκουφί του, και το μεγάλο στομάχι που το είχε περηφάνια, γιατι όπως έλεγε το απόκτησε με κόπο. Που με είδε, δρασκέλισε το διπλό σκαλί σαν έφηβος, και κατηφόρισε προς εμένα…

Λοιπόν, στο μικρό γνώριμο καφενεδάκι της συκαμινιάς, συνάντησα έναν παλιό μου γνώριμο τον Άριστο Λουκαϊδη. Έναν άνθρωπο αυτοδημιούργητο που από παιδί των θελημάτων, έγινε ένας πολύ γνωστός και ξακουστός δικηγόρος. Ξεκίνησε σαν βοηθός και γραμματικός του ξακουστού Σωτήρη Μαρκίδη, που ύστερα από το θάνατο του ανέλαβε το γραφείο του εξασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Είχε καταφέρει με σκληρή δουλειά και μελέτη μετά από παραινέσεις του αείμνηστου εργοδότη του, από απλός εργαζόμενος γραμματικός, να γραφτεί σε πανεπιστήμιο και να πάρει δίπλωμα δικηγόρου και νομικής. Εξασκώντας το επάγγελμα μέχρι της συνταξιοδότησης του, έμεινε μόνιμος κάτοικος του γραφείου αυτού που βρίσκεται λίγα μέτρα από το μικρό καφενεδάκι, έμεινε επίσης αιώνιος θαμώνας του χώρου…

Όταν δυο άνθρωποι συναντιόνται μετά από πολλά χρόνια, συνήθως η συζήτηση τους περιστρέφεται στα παλιά, αφού οι αναμνήσεις αναβιώνουν και η νοσταλγία παίρνει τις σκέψεις πίσω. Γυρνώντας το βλέμμα μου αριστερά της αυλής, αντίκρισα το παλιό δικηγορικό γραφείο του Επαμεινώνδα Κωμοδρομου και το είδα με τις πόρτες ανοιχτές σημάδι ότι ακόμη λειτουργεί. Πάνω στον τοίχο έγραφε το όνομα του ακόμα, ενώ όπως μου εξήγησε ο παλιός μου φίλος, το γραφείο τώρα λειτουργούσε υπό την διεύθυνση του εγγονού του εκλιπόντος, του Επαμεινώνδα Κορακίδη. Ήταν ένα χαμηλοτάβανο σπιτάκι παλιό κτίσμα μιας άλλης εποχής έξω από το παλιό διοικητήριο, που έμεινε να θυμίζει παλιές μέρες χαλεπές και ιστορικές, και καιρούς δραστήριους με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Δίπλα του ήταν το παλιό μαγαζί που πουλούσε ρούχα με την οκά, αλλά που τώρα άδειο και εγκαταλειμμένο, είχε τα σημάδια  της φθοράς του χρόνου που άρχισε να το κατατρώει. Πιο πίσω,  ξεχασμένες από το χρόνο, στεκαν ακόμα μισοχαλασμενες δυο καμαρούλες μικρές με μια γούρνα και μια τενεκεδένια βρύση να κρέμεται πάνω στον τοίχο. Από τις σαρακοφαγωμένες μισάνοιχτες πόρτες φαινόταν το εσωτερικό τους με την φτωχή παλιά επίπλωση, ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια καρέκλα η κάθε κάμαρη. Ήταν παλιά μικρά δωματιάκια που οι ιδιοκτήτες τα νοίκιαζαν σε μαθητές που φοιτούσαν στο Νικολαείδιο γυμνάσιο τις παλιές εποχές…

Ήταν παλιά κτίρια μιας παλιάς εποχής κτισμένα στο κέντρο του Κτήματος με την αυλή τους να ακουμπά στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης εκείνη την εποχή, καθώς και στη μικρή πλατεία του καφενείου που ήταν τόπος συγκέντρωσης πολλών πολιτών, δικηγόρων, και δικαστών, που μαζεύονταν κάθε απόγευμα μετά που σχολνούσαν για να πιούν τον καφέ τους. Κυριότερα όμως, συγκεντρώνονταν γύρω από τον Σωτήρη  Μαρκίδη που σύχναζε καθημερινά εκεί. Ήταν δικηγόρος από τους καλύτερους, είχε ρητορική ευφράδεια, και όταν μιλούσε εξιστορώντας παλιές ιστορίες των δικαστηρίων και των παλιότερων πολιτικών της Πάφου, μάγευε όσους τον άκουγαν με τον ανεπανάληπτο τρόπο διήγησης του, και την υποκριτική τέχνη της φωνής του. Ήταν ένας άνθρωπος αγαπητός και ευχάριστος που την παρέα του γύρευαν όλοι, γι αυτό όπου ευρισκόταν, τον περιτριγύριζε πλήθος ανθρώπων γνωστών και αγνώστων. Ήταν παλιός πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Του άρεσαν οι τέχνες και η κουλτούρα, γι αυτό στον ελεύθερο του καιρό παρίστανε τον θεατρίνο, ανεβάζοντας έργα επί σκηνής με τον ερασιτεχνικό θίασο ¨Κινύρας» που δημιούργησε ο ίδιος. Πρώτη του πρωταγωνίστρια ήταν η Κατερίνα Θεοδώρου Δαβίδ, σύζυγος του Θεόδωρου Δαβίδ, ο οποίος πρώτος απ όλους κατέγραψε σε παρτιτούρες στο πεντάγραμμο όλους τους παλιούς παραδοσιακούς χορούς της Κύπρου.

Κάτω από το βαθύ ίσκιο της συκαμινιάς ξεχαστήκαμε στην κουβέντα μας, η ώρα πέρασε και ηρθε το σούρουπο. Η παρέα ήταν καλή, δεν είχα όρεξη να φύγω, έτσι έμεινα να ακούω τον παλαίμαχο δικηγόρο να συνεχίζει την εξιστόρηση του και να μου λέει κουβέντες παλιές, για τα κατορθώματα του Μαρκίδη. Ενός ανθρώπου που άφησε το στίγμα για πάντα στην Πάφο και στην την Κυπρο. Ενός ανθρώπου με επιβλητική και ισχυρή προσωπικότητα που μετά από δεκαετίες, ένας εκ των δημάρχων της Πάφου ο Ανδρέας Απάλιωτης, για να τον τιμήσει έδωσε το όνομα του στο θέατρο της Πάφου, ενώ τον καιρό που ζούσε, ο Γιάννης Κληρίδης ο αντίπαλος του Μακαρίου στις πρώτες εκλογές μετά την απελευθέρωση της Κύπρου, τον είχε στο πλευρό του να βγάζει ομιλίες υπέρ της υποψηφιότητας του.

Ήταν ένας άνθρωπος δεξιών φρονημάτων, αλλά αριστερών αντιλήψεων. Συχνά συνάφερνε ότι ο πρώτος διδάξας το, Κομμουνισμό ήταν ο Χριστός, γι αυτό έπρεπε όλοι οι καλοί Χριστιανοί να είναι Κομμουνιστές. Στη τέχνη του λόγου δεν τον έφτανε κανείς, μιλούσε ωραία και έδιδε μεστές απαντήσεις. Όταν στην προεκλογική εκστρατεία του Γιάννη Κληρίδη ο γιος του ο Γλαύκος Κληρίδης ως δικαιολογία για να στραφεί εναντίον του πατέρα του και υπέρ του Μακαρίου πρωτοείπε το γνωστό πλέον σλόγκαν «Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς», του απάντησε ότι αυτά που λέει για δικαιολογία δεν συνάδουν με την απόφαση του, γιατι ήταν λόγια που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μάνες όταν η πατρίδα τους κινδύνευε από εχθρούς, και η Κύπρος σ αυτή την περίπτωση, δεν κινδύνευε αφού μόλις είχε εξέλθει νικήτρια από τον απελευθερωτικό αγώνα του 55 – 59.

Η στήλη της 28ης Οκτωβρίου, ήταν η κεντρική πλατεία της πόλης όπου στις Εθνικές εορτές συναθροίζονταν οι αρχές και πλήθος λαού για να πανηγυρίσουν τις νίκες των Ελλήνων στους κατά καιρούς πολέμους εναντίον του Ελληνισμού. Σε όλες αυτές, ο Σωτήρης Μαρκιδης ήταν ο κύριος ομιλητής που με τις ομιλίες του μάγευε τον κόσμο και μεταλαμπάδευε σε αυτούς αισθήματα αγνά υπέρ πίστεως και πατρίδας. Κάποια φορά, κατά την περίοδο της προεκλογικής περιόδου με τους υποψηφίους προέδρους Μακάριο και Γιάννη Κληρίδη, συσκευτηκαν οι προεστοί της πόλης που όλοι προσκεινταν στον Μακάριο, και ο Κυριάκος Παπαδημητρίου, πρότεινε να μην μιλήσει ο Μαρκιδης, γιατι ασπαζόταν αριστερές ιδεοληψίες. Όλοι συμφώνησαν, οπότε θυμωμένος αυτός σηκώθηκε και ρώτησε ποιοι είναι που ζητούν από έναν αγωνιστή της πατρίδας και της ελευθεριας που πολέμησε τόσες φορές, να του στερήσουν το δικαίωμα να εκφωνήσει λογο στις Εθνικές εορτές. Τους μίλησε με ένα χειμαρρώδη καταδεικτικό και πειστικό τρόπο, που όσοι έλαβαν την απόφαση έκαμαν πίσω, γιατι πείστηκαν ότι είχε δικαιο. 

Ξαναβγηκε λοιπόν και μίλησε στην κεντρική πλατεία μπροστά στην στήλη της 28ης Οκτωβρίου, αλλά ήταν η τελευταια του φορά. Αποσύρθηκε από τα κοινά, έμεινε με τη δουλειά του και το θέατρο, όμως κάθε μέρα και για όσο ζούσε, ήταν ταχτικός θαμώνας στο καφενείο της συκαμινιάς, ενώ γύρω του μαζεύονταν άνθρωποι να τον ακουσουν να τους εξιστορεί ιστορίες των δικαστηρίων και των παλιότερων πολιτικών της Πάφου.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ

Ένας έρωτας παράφορος που θόλωσε το νου ενός παλικαριού και του όπλισε το χέρι με το  φονικό όπλο.

Οι Τούρκοι φεύγοντας από την Κύπρο στα 1878 άφησαν πίσω τους ένα φτωχό και ταλαιπωρημένο λαό και ένα σχεδόν έρημο τόπο καθώς και μόνα μνημεία μερικούς μιναρέδες κτισμένους πάνω από χριστιανικές εκκλησίες.

Εκείνους τους καιρούς της Τουρκοκρατίας, η Κύπρος έζησε την μελανότερη περίοδος στην ιστορία της. Ο νόμος του Ισλάμ απετέλεσε ιερό πρότυπο για τους Τούρκους και τον χρησιμοποίησαν σαν βάση για τη δημιουργία της κοινωνικής δομής και ως βασικό νομικό πλαίσιο για τη διακυβέρνηση του κράτους.

Με αγριότητα και δυναστική εξευτελιστική διακυβέρνηση, οι Πασάδες και οι Μπέηδες ως υπέρτατοι μονάρχες, επέβαλλαν τον νόμο θεωρώντας ότι τις θηριώδεις ορέξεις που έχει μέσα του ο άνθρωπος ως αρπαχτικό και μοχθηρό όν, μόνο ένας απόλυτος μονάρχης θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει, γι αυτό κυβερνούσαν σκληρά και απάνθρωπα, αποδεικνύοντας έτσι οι ίδιοι του λόγου το αληθές.

Θεωρούσαν τους Χριστιανούς κατοίκους ως κτήνη και ραγιάδες, και επέβαλλαν τον νόμο, και την τάξη με θηριώδη βία. Οι ραγιάδες όφειλαν να φορούν μπλε σαρίκι, να μην οπλοφορούν και να μην ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο με μουσουλμάνο και χριστιανή, ενώ με ποινή θανάτου τιμωρειτω όποιος χριστιανός νυμφευόταν μουσουλμάνα. Ακόμα το Ισλαμικό δίκαιο επέτρεπε  σε ένα μωαμεθανό να ενοικιάζει χριστιανές για να αποκτήσει νόμιμα τέκνα και μετά να την διώξει.

Με αυτό τον τρόπο σκέψης των Πασάδων, είχε και η Πάφος το μερτικό της. Την διοικούσε ένας πασάς και την δικαιοσύνη επέβαλλε ένας περιφερειακός δικαστής ο καδής, που ενώ οι ίδιοι σκότωναν τους Χριστιανούς χωρίς συνέπειες, αν κάποιος Χριστιανός σκότωνε, ο καδής του επέβαλλε την ποινή της κρεμάλας .

Στα μέσα του 18ου αιώνα το Κτήμα περιλάμβανε 45 χωριά, στα οποία κατοικούσαν συνολικά 691 οικογένειες χριστιανών φορολογουμένων. Ένα από αυτά η Κρήτου Τέρρα, όπως και σήμερα ήταν ένας καταπράσινος τόπος ανάμεσα σε ψηλές βουνοκορφές, περίκλειστος με  μοναδικό άνοιγμα στη  βορεινή πλευρά του με αγνάντεμα  τον κόλπο της Χρυσοχούς. Υπήρξε πάντα ένα μικρό χωριό σε έκταση και πληθυσμό, αλλά με πολύ σημαντικά αξιοθέατα και σπουδαίες προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της Κύπρου.

Η Κρήτου Τέρρα είναι η γενέτειρα των Δραγομάνων Χ” Γεωργάκη Κορνέσιου και Χ” Ιωσήφ, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του ήρωα της Ε.Ο.Κ.Α Σάββα Πετρίδη και του μεγάλου ποιητή Τζιαπούρα.

Είναι μια περιοχή με  πλούσιες πηγές νερού και πυκνή βλάστηση. Ο σύγχρονος πολιτισμός δεν την έχει αγγίξει, αφού σχεδόν όλοι οι νεότεροι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις αφήνοντας πίσω τους μόνο τους γέρους γονείς τους. Δεν υπάρχουν σύγχρονες οικοδομικές τάσεις και η γραφικότητα της διατηρείται με τα στενά δρομάκια, τα μακρινάρια, τα ανώγια και τις εξωτερικές σκάλες στα σπίτια, στοιχεία που παραμένουν να καταδεικνύουν την παραδοσιακή της όψη. Στην Κρήτου Τέρρα λειτούργησε το πρώτο καζίνο της Κύπρου από το 1878 έως τις αρχές του 20ου αιώνα, υπάρχουν πολλά εκκλησιαστικά μνημεία όπως το ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, της Αγίας Παρασκευής, του Προφήτη Ηλία, του Άγιου Ευσέβιου, και η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας. Βρίσκεται επίσης η Οικία του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, μια παλιά πέτρινη οικία με γαλάζια ξύλινα παράθυρα, καθώς και ένα πλυσταριό, ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος για το πλύσιμο των ρούχων που εκεί μαζεύονταν  οι γυναίκες του χωριού και έπλεναν τα ρούχα τους μέχρι τη δεκαετία του  1960, ενώ δίπλα σε ένα κούφωμα πάνω στον ίδιο βράχο για να μην φαίνονται,  μια φορά τη βδομάδα λούζονταν οι γυναίκες, ενώ εκείνη την ημέρα, απαγορευόταν στους άνδρες να περνούν από τον τόπο εκείνο.

Μια τέτοια μέρα εκείνο τον καιρό, διάλεξε ο νεαρός φονιάς να στήσει καρτέρι και να διαπράξει το διπλό έγκλημα, ένα διπλό φονικό που συντάραξε όλη την Πάφο, Χριστιανούς και Τούρκους…

Ήταν δυο φίλοι οικογενειάρχες με τα σπίτια τους κολλητά το ένα στο άλλο, τους χώριζε μόνο ένα χαμηλό τοιχάκι. Ήσαν και οι δυο φτωχοί, άκληροι που μόνη περιουσία είχαν τα σπίτια τους, και για να ζήσουν τις οικογένειες τους ξενοδούλευαν στον μοναδικό πλούσιο του χωριού που συνάμα ήταν τοκογλύφος και εκμεταλλευτής των φτωχών χωρικών.

Όταν δεν ήταν κουρασμένοι, κάθονταν όπου λάχαινε στην αυλή ο ένας του άλλου, και οικογενειακά έκαναν παρέα συζητώντας την φτώχεια τους και τη μαύρη τους τη μοίρα. Ο ένας είχε μια κόρη, και ο άλλος ένα γιο. Όταν πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσαν τα παιδιά, οι γονείς τους το θεώρησαν πολύ φυσικό να τους λογοδοτήσουν. Έτσι έκαμαν, αλλά όπως όριζαν τα έθιμα εκείνους τους καιρούς, καμιά φορά δεν τους επέτρεψαν να μείνουν μόνοι, έπρεπε αυτό να συμβεί μόνο τη νύχτα του γάμου τους. Όπου πήγαιναν σαν ζευγάρι, έπρεπε να τους συνοδεύει ένας από τους γονείς.

Ήταν όλοι ευτυχισμένοι, οι γονείς ήταν καλοί φίλοι, τώρα έγιναν και καλοί συμπεθέροι. Οι νέοι ήταν μεταξύ τους πολύ αγαπημένοι που τα πρόσωπα τους λαμποκοπούσαν έρωτα και ευτυχία. Από την πολλή αγάπη που είχαν, πίεζαν τους γονείς τους να τους παντρέψουν για να νοικοκυρευτούν και να μπορέσουν έτσι να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν τον έρωτα τους υπό τη σκέπη και την ευλογία του Θεού.

Αποφάσισαν οι γονείς να τους κάμουν το χατίρι, αλλά πριν ορίσουν τους γάμους, έπρεπε να βρουν τα απαραίτητα χρήματα, γι αυτό σκέφτηκαν να ζητήσουν δανικά από τον τοκογλύφο του χωριού.

Εκείνες τις εποχές, οι πλούσιοι Χριστιανοί ήταν άνθρωποι συνήθως ραγιάδες που προσκυνούσαν και εξυπηρετούσαν τους αφέντες τους και αυτοί τους επέτρεπαν να εκμεταλλεύονται στυγνά στους φτωχούς ομοθρήσκους τους.

Ήταν μια μαύρη μέρα εκείνη, που αποφάσισαν να επισκεφτούν το σπίτι του τοκογλύφου. Σκέφτηκαν οι άμοιροι, να πάρουν μαζί τους και τους δυο αρραβωνιασμένους, τον νέο και τη νέα.

Εκείνη λοιπόν τη καταραμένη μέρα, μαζί με τον τοκογλύφο ήταν και ο γιος του, ένας ψηλός, όμορφος και λεβέντης νέος. Που είδε την όμορφη κόρη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και παράφορα. Όταν έφυγαν οι ξένοι, αποφασιστικά ζήτησε από τον πατέρα του να κάμει ότι κάμει, να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους γιατι ήθελε την νέα δική του. Ειδάλλως, απείλησε,  θα έφευγε και θα χανόταν από προσώπου γης, θα ξενιτευόταν και δεν θα επέστρεφε πίσω ποτέ ξανά. Με αυτά τα σκληρά λόγια, έπεισε τον πατέρα του που τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον χάσει. Εξ άλλου, ήξερε ότι η όμορφη κόρη, ακόμα ήταν παρθένα εφ όσον εκείνες τις εποχές επικρατούσαν άλλα αυστηρότερα έθιμα.

Εκείνους τους καιρούς οι περισσότεροι κάτοικοι που ήσαν φτωχοί, το μόνο που μπορούσαν να δώσουν ως προίκα για τις κόρες τους, ήταν η βεβαιωμένη τιμιότητα και καθαρότητα που τις διέκρινε. Αλίμονο όποιας έβγαινε το όνομα, σε τέτοιες περιπτώσεις, καμιά δεν είχε μέλλον να παντρολογηθει. Ήταν γι αυτό που η σοφία του κόσμου έβγαλε την παροιμία «Παρά να σου βγει το όνομα, καλυτέρα το μάτι».

Το κακό γίνηκε, ο πλούσιος πατέρας κατάφερε να αλλάξει γνώμη στον πατέρα της κοπέλας, και αυτός με τη σειρά του έπεισε την κόρη του να διαλύσει τον αρραβώνα με τον φτωχό νέο και να αρραβωνιαστεί το πλούσιο και όμορφο πλουσιοπαιδο. Δεν ήταν δύσκολο να την πείσει να ξεχάσει τον έρωτα της. Ο καινούργιος γαμπρός ήταν πολύ όμορφος και πολύ πλούσιος.

Ένα πρωινό που ξύπνησε ο φτωχός νέος, διαπίστωσε ότι το γειτονικό σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του ήταν άδειο και οι ένοικοι έλειπαν. Γεμάτος ανησυχία αφού δεν γνώριζε για τα τεκτενομενα, σαν τρελός έψαχνε να ανακαλύψει που χαθήκαν όλοι χωρίς μια ειδοποίηση.

Όταν ξημέρωσε καλά, ο πλούσιος τοκογλύφος έστειλε έναν ταχυδρόμο άνθρωπο δικό του, που του παρέδωσε ένα γράμμα με το οποίο του εξήγησε ότι μετακόμισαν με τη βοήθεια του, γιατι  την κόρη τους την λόγιασαν με τον δικό του γιο.

Η γη έπεσε στο κεφάλι του, δεν ήθελε να το πιστέψει, τα πάνω ηρθαν κάτω και θεωρούσε αδιανόητο αυτό το μεγάλο κακό να συμβαίνει στον ίδιο και από τη μια στιγμή στην άλλη που ένιωθε να πλημμυρίζει τόση ευτυχία, να τον βρίσκει τόση δυστυχία.

Περνούσαν οι μέρες και ένιωθε μέσα του ένα θυμό που όλο μεγάλωνε. Συνέχεια σκεφτόταν αν θα ξαναφαινόταν, κι όλο έβλεπε τον δρόμο μήπως ξαναφανεί.

Μάταια όμως, την έχασε για πάντα, μια τρέλα τον κυρίευε, σκεφτόταν ότι δεν ήθελε έτσι τη ζωή, σαν κουβάρι η καρδιά του μπερδεύτηκε και υπέφερε πολύ.

Για τον μεγάλο πόνο που ένιωθε αιτία ήταν αυτή που τον πρόδωσε που τον έκαμε να πιστέψει στην αγάπη της, μια αγάπη δολοφόνος που τον σκότωσε όταν το μαύρο γράμμα που του έφερε ο ταχυδρόμος του γκρέμισε τα όνειρα και του μπέρδεψε την καρδιά και την σκέψη, τον τρέλανε και του άλλαξε τον ψυχισμό και έκανε τα ένστικτα του να γίνουν βίαια και να επαναστατούν και να αποζητούν ικανοποίηση.

Πήγε στο παλιό πλυσταριό και έστησε καρτέρι. Κατέστρωσε ένα σχέδιο, σκέφτηκε ότι άμα τον έβλεπε θα μετάνιωνε, και με την αγάπη που του είχε θα την ξεγελούσε και θα τη αποπλανούσε, έτσι που χωρίς τιμή πλέον, δεν θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον από τον ίδιο.

Οι μέρες περνούσαν, δεν φαινόταν, αλλά ήξερε ότι κάποια μέρα θα ερχόταν να πλύνει τα ρούχα της και να πλυθεί η ίδια.

Στις πολλές μέρες που παραμόνευε, την είδε μια μέρα να έρχεται. Ήταν μόνη της και στην γύρω περιοχή δεν φαινόταν άνθρωπος άλλος κανένας. Που έσκυψε να τρίψει τα ρούχα, της παρουσιάστηκε, αλλά αυτή μόλις τον είδε τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Βλέποντας στο πρόσωπο της τον τρόμο και την απέχθεια με την οποία τον κοίταζε, το μυαλό του θόλωσε, της όρμισε και την άρπαξε από το λαιμό και της έκλεισε το στόμα…

Όταν έπαψε να φωνάζει και της άφησε το στόμα, με τρόμο διαπίστωσε ότι την επνιξε. Την είδε κάτω σωριασμένη και πεθαμένη ένα άψυχο κουφάρι, και από απέναντι είδε τον πατέρα της να τρέχει κατά πάνω του.

Γεμάτος οργή και φόβο, χωρίς να ξέρει τι κάνει, με το μυαλό θολωμένο και τα νεύρα σπασμένα, είδε τον εχθρό του που ήταν η αιτία της δυστυχίας του να του ορμά από απέναντι. Με μια ψυχραιμία ανεξήγητη, τράβηξε το μαχαίρι του, και με μια απίστευτη δύναμη, τον άρπαξε και με πολλή ευκολία και περισσότερη ευτυχία, τον μαχαίρωσε αμέτρητες φορές. Τον έριξε χάμω πεθαμένο, αλλά συνέχισε να τον σφάζει και να τον κατακόβει σε κομμάτια.

Όταν τέλειωσε, έμεινε να κοιτάζει τους πεθαμένους για λίγη ώρα, και ύστερα χωρίς άλλη αντίδραση πήγε στο σπίτι του…

Οι γονιοί του βλέποντας τα ματωμένα ρούχα και την αλαφιασμένη όψη του, κατάλαβαν ότι έγινε κάποιο μεγάλο κακό, σίγουρα ο γιός τους έγινε φονιάς, αφού εδώ και μέρες τον παρακολουθούσαν να μετατρέπεται κάθε μέρα σε άλλον άνθρωπο, η οργή και η απογοήτευση  σχηματίζονταν στο πρόσωπο του κάνοντας τον να φαίνεται σαν άγριο ζώο μέσα σε κλουβί.

Τον έκατσαν σε μια καρέκλα, και καθαρίζοντας τον από τα αίματα, αυτός σαν άβουλο πλέον ανθρωπάκι που άρχισε να συνειδητιποια αυτό που έκαμε, τους είπε για το φονικό. Οι γονείς του με σφιγμένη την καρδιά και προσπαθώντας να μείνουν ήρεμοι, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να τον φυγαδεύσουν.

Αφού τον καθάρισαν και τούδωκαν καθαρά ρούχα να αλλάξει, η μάνα τού ετοίμασε έναν μποξιά, και ο κύρης του τον πήρε μαζί και φύγανε και χαθήκανε  στα όρη.

Η κρυψώνα που διάλεξαν ήταν καλή, γιατι οι Γενίτσαροι στρατιώτες όσο κι αν έψαξαν δεν τον βρήκαν. Πέρασαν μέρες, δεν έγινε κατορθωτή η σύλληψη του, έτσι σταμάτησαν να τον ψάχνουν. Ο πατέρας του τον προμήθευε φαγητό και άλλα εφόδια περιμένοντας να περάσει λίγος καιρός να αποχωρήσουν τα μπλόκα που έστησαν οι Τουρκικές αρχές στα μονοπάτια που οδηγούσαν εκτός του χωριού, ώστε να μπορέσει να τον φυγαδεύσει σε κάποιο άλλο μακρινό μέρος και να γλυτώσει τη ζωή του. 

Έτσι είχαν τα πράγματα, σε κάποια στιγμή οι άμοιροι γονείς του πίστεψαν ότι ο γιος τους θα γλύτωνε την κρεμάλα, αλλά δυστυχώς γι αυτούς, ο πλούσιος τοκογλύφος τάσσοντας δυο πουγγιά γρόσια, ζήτησε από τις αρχές σαν ραγιάς που τους εξυπηρετούσε, να συνεχίσουν και να κάμουν ότι έπρεπε και δεν έπρεπε να τον συλλαβουν.

Έτσι γίνηκε, μια μέρα ο Μπέης ο τοπικος διοικητής, φώναξε τον πατέρα του φονιά και τον έβαλε σε μια κάμαρη. Τι διαμείφθηκε κανένας δεν ξέρει, είναι ένα μυστήριο που ακόμα υπάρχει μέχρι σήμερα σε όσους διηγούνται την ιστορία. Την επόμενη μέρα πηγαίνοντας προμήθειες στο γιο του, τους άφησε να τον παρακολουθήσουν, να βρουν την κρυψώνα και να συλλάβουν το γιο του. Τον ίδιο την άλλη μέρα τον βρήκαν οι χωριανοί να κρεμιέται από ένα δένδρο δίπλα στο μικρό ρυάκι που διασχίζει το χωριό. Είχε βάλει τέρμα στη ζωή του που δεν την άντεχε ύστερα από το μεγάλο κακό, ύστερα που αναγκάστηκε να προδώσει το γιο του. Σε λίγες μέρες πέθανε και η γυναίκα του από το μαραζι της.

Σε ένα μήνα ο καδής επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη, τιμώρησε τον φονιά διατάσσοντας να σκοτωθεί δια απαγχονισμού όπως επέβαλλε ο Οθωμανικός νόμος. Αποκαταστάθηκε έτσι η τάξη με παραδειγματικό τρόπο ώστε κανείς άνθρωπος να μην θέλει να παρανομεί εις βάρος άλλων συνανθρώπων του… 

Όταν ήρθε η αυγή εκείνης της μέρας ­ που ορίστηκε για την εκτέλεσή του, βρήκε τον νεαρό φονιά να είναι γονατισμένος στο πάτωμα, με τα χέρια ενωμένα σε προσευχή. Είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μακριά του μαλλιά έπεφταν στο μέτωπο του, και οι παλάμες του ίδρωναν. Είχε φτάσει το τέλος του, δεν λυπόταν για το διπλό φονικό που έκαμε, μαράζωνε μόνο που χάθηκαν άδικα για λόγου του οι γονείς του, μαράζωνε που θα χανόταν και ο ίδιος.

Ο ΠΑΝΑΗ ΤΣΙΑΟΥΣΙΗΣ

Η Μεγάλη Βρετανία είχε βλέψεις στην Κύπρο από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σημαντική γεωγραφική της θέση και ο φόβος από ενδεχόμενη κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, υπαγόρευαν την ανάγκη κατάληψης της Κύπρου. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1877 που έληξε με ήττα της Τουρκίας οδήγησε τη Μ. Βρετανία να υπογράψει αμυντική συμφωνία με την Τουρκία, και για αντίτιμο η Τουρκία εκχώρησε την Κύπρο στην Αγγλία να κατέχεται και να διοικείται από αυτήν.

Καταλαμβάνοντας το νησί οι Άγγλοι δεν ανέμεναν σοβαρές αντιδράσεις από τους κατοίκους, φοβόντουσαν ότι μόνο στην επαρχία της Πάφου δυνατό να είχαν δυσκολίες, γιατί στην Πάφο επικρατούσε αναρχία. Για να την κάθ υποτάξουν οι Άγγλοι προσέλαβαν πολλούς αστυνομικούς Έλληνες και Τούρκους πού ήξεραν τους κατοίκους και τις περιοχές, έτσι θα ήταν ευκολότερη η επιβολή της τάξης...

Ο Παναγής Χ΄΄ Κώστας γεννήθηκε στην Κοίλη, αλλά από πολύ νεαρός κατατάγηκε στη Χωροφυλακή. Ήταν έξυπνος και πολύ μελετηρός, και κατάφερε να μάθει να ομιλεί εκτός από την Ελληνική γλώσσα την Αραβική, την Αγγλική και την Τουρκική. Εξ αιτίας της μόρφωσης του, από πολύ ενωρίς προάχθηκε σε τσιαούσιη (λοχία) και τον έστελναν υπεύθυνο στους κατά τόπους αστυνομικούς σταθμούς της Πάφου. Αργότερα προηχθη σε Υπαστυνόμο, αλλά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως τσιαούσιη, άφησε εποχή και λέγονται πολλές ιστορίες για τα κατορθώματα του. Ήταν τόσα πολλά και γνωστά τα γεγονότα αυτά, που ακόμα και όταν προάχθηκε σε βοηθό αστυνόμο, ο κόσμος τον ήξερε και τον συνάφερνε ως ο Παναή τσιαούσιη. Παντρεύτηκε και κατοίκησε πάρα πολλά χρόνια στην Κισσονεργα όπου δημιούργησε οικογένεια, γι αυτό πολλοί νομίζουν ότι είναι γέννημα της Κισσονεργας.

Τη δεκαετία του 1940 – 1950 στο χωριό Κελοκέδαρα ο αστυνομικός σταθμός αποτελειτο από τέσσερις άνδρες, αλλά η παρανομία δεν μπορούσε να παταχθεί γιατι όλοι οι κάτοικοι ήσαν παράνομοι, και είχαν σύστημα ο ένας να κλέβει από τον άλλο. Ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο, όταν νύχτωνε δεν πήγαιναν να κοιμηθούν, παρά μόνο επιδίδονταν πώς να κλέψει ο ένας από τον άλλο.

 Η έρημη περιοχή γύρω από το χωριό ήταν γεμάτη γράπες, δηλαδή υπόγεια σπήλαια που τα στόμια τους ήταν επίπεδα με τη γη, και για να κατεβεί κάποιος μέσα χρειαζόταν σκάλα ή σχοινί. Αυτά τα σπήλαια οι κάτοικοι τα χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν μέσα τα πρόβατα και τα ερίφια που έκλεβαν, ώσπου να σταματήσει η χωροφυλακή να τους ψάχνει, και μετά τα πουλούσαν σε άλλα χωριά, ή τα έσφαζαν και τα έτρωγαν. Το κρέας στο τραπέζι των κατοίκων, δεν είχε καλή γεύση αν δεν ήταν κλεψιμιό.

Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ ενοχλητική, οι αρχές δεν μπορούσαν να επιβάλουν την τάξη γιατί κανείς δεν έδινε πληροφορίες. Το θεωρούσαν ρουφιανιά να προδώσουν κάποιο χωριανό τους, εξ άλλου η κατάσταση ο κλέψας του κλεψαντος, τους ευχαριστούσε.

Ο αστυνόμος της Πάφου σκέφτηκε τι να κάμει, δεν έβρισκε λύση, αποφάσισε και αντικατέστησε τους χωροφύλακες του σταθμού στέλνοντας μια καινούργια ομάδα αστυνομικών, με επικεφαλής τον Παναή τσιαούσιη ελπίζοντας ότι με την πονηριά που τον διέκρινε, ίσως κάτι να κατάφερνε.

Ο Παναή τσιαούσιης σκέφτηκε ότι την μικρή κοινότητα με τους μετρημένους κατοίκους τους τόσο λίγους, γρήγορα θα τους συνέτιζε, και με την βία του νόμου που θα εφάρμοζε αν χρειαζόταν, θα αποκαθιστούσε την τάξη. Αυτά τους έλεγε στο μικρό καφενεδάκι της πλατείας, και όλοι οι κάτοικοι από μέσα τους τον περιγελούσαν. Βασίζονταν στην επιδεξιότητα τους που απέχτησαν στα δεκάδες χρόνια που πέρασαν εξασκώντας την τέχνη της κλεψιάς, και κανείς δεν μπόρεσε να τους σταματήσει, ούτε ακόμα ο σκληρός Οθωμανικός νόμος της εποχής της Τουρκοκρατίας. Πως θα μπορούσε λοιπόν να τους σταματήσει ένας Ρωμιός;

Οι αναφορές και τα παράπονα ότι χάνοντας ζώα από τα μαντριά συνέχισαν να φτάνουν στην αστυνομία, γι αυτό Ο Παναή τσιαούσιης όρισε βάρδιες, όλοι οι αστυνομικοί και αυτός μαζί εκτός από ένα που έβγαζε βάρδια στο σταθμό, όλες τις νυχτερινές ώρες έβγαζαν σκοπιά παραφυλάγοντας στα περάματα και τα μονοπάτια του χωριού για να πιάσουν επ αυτοφώρω τους κλέφτες.

Ήταν καλοκαίρι και οι μέρες περνούσαν, αλλά κανένας αστυνομικός δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίποτα. Έφτασε το φθινόπωρο, οι νύχτες έγιναν κρύες και με μια κουβέρτα τυλιγμένοι με το μαρτίνι (όπλο) αγκαλιά κουρνιασμένοι σε απόμερα σημεία, συνέχιζαν να φυλάγουν σκοπιά.

Την ημέρα στα καφενεία ο κόσμος τους έβλεπε μειδιώντας ειρωνικά, ενώ οι αστυνομικοί αισθάνονταν στο πετσί τους το περιπαίξιμο και την απαξίωση τους από τους κατοίκους. Ένιωθαν άβολα και ντροπιασμένοι.

Ο Παναή τσιαούσιης ήταν πολύ προσβεβλημένος όσο σκεφτόταν ότι δεν μπορούσε να επιβάλει τον νόμο σε μερικές δεκάδες αμόρφωτους χωρικούς και διασυρόταν η τιμή του στα γύρω χωριά με κίνδυνο να επεκταθεί σε όλη την Πάφο. Αφού κατάλαβε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε να κάμει με πανούργους χωρικούς και δεν επρόκειτο να τους συλλάβει επ αυτοφώρω, σκέφτηκε ότι έπρεπε τουλάχιστον να βρει ένα τρόπο να τους αποτρέπει από το να παρανομούν και να σταματήσουν να κλέβει ο ένας τον άλλο.

Διάταξε τους αστυνομικούς να σταματήσουν τις σκοπιές και να μην ξενυχτούν, ούτε να ταλαιπωρούνται στο κρύο και στη βροχή χωρίς αποτέλεσμα. Σκυφτός στο γραφείο του επεξεργαζόταν ένα σχέδιο, πως να ξεγελάσει τους πανούργους κατοίκους του χωρίου. Ως ένας πονηρός και έξυπνος άνθρωπος που ήταν, ως ένα καινούργιος πανούργος Οδυσσεας, κατέστρωσε ένα απλό σχέδιο που το έβαλε σε εφαρμογή…

Το χωριό ήταν κτισμένο σε ένα κάτσιμο, ενώ γύρω του υψώνονταν και το περιέκλειαν οι ράχες των γύρω βουνοπλαγιών. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στα αμπέλια και στις περιοχές που έβοσκαν τα γίδια και τα πρόβατα τους ήταν ένας, και κατηφορίζοντας τον όταν επέστρεφαν οι κάτοικοι είχαν πανοραμική θέα ολόκληρο το χωριό και ειδικότερα φάνταζε και ξεχώριζε η μικρή κεντρική πλατεία με το κτίριο της χωροφυλακής κτισμένο στην μια άκρη της.

Όλοι οι χωριανοί είχαν ένα συνήθειο, σχόλναγαν από τις δουλειές τους όλοι την ίδια ώρα και από την πλατεία φαινόντουσαν όλοι όπως σε παράταξη τα απογεύματα να επιστρέφουν στα σπίτια τους.

Ένα απόγευμα την ώρα που επέστρεφαν στα σπίτια τους, γέρνοντας την κατηφορική καμπή του δρόμου, οι άνθρωποι άκουσαν φωνές να ακούγονται από το χωριό. Στάθηκαν στην άκρια κάνοντας τόπο και στους υπόλοιπους, και βάζοντας αντήλιο τα χέρια τους, είδαν οι κάτοικοι των Κελοκεδάρων τον Παναή τσιαουσιη να έχει έναν φυλακισμένο δεμένο στο δένδρο της αυλής του αστυνομικού σταθμού και να τον χτυπά αλύπητα με ένα πέτσινο Λούρο. Σήκωνε το χέρι ψηλά και κατέβαζε με δύναμη το λουρί στο σώμα του φυλακισμένου. Του είχε βάλει μια κουκούλα στο πρόσωπο, του είχε σφιχτοδέσει τα χέρια γύρω από τον κορμό και τον χτυπούσε αλύπητα. Έβλεπαν τα αίματα του πληγωμένου απλωμένα στο χώμα, και ακούγαν σοκαρισμένοι τον Παναή τσιαούσιη να φωνάζει θυμωμένα,

-Ένα να ξανακλεψεις, ρε;

Και ξαναβαρουσε αλύπητα. Ο καημένος ανθρωπάκος δεμένος και ανήμπορος σπάραζε από τους πόνους και φώναζε της Παναγίας να τον γλιτώσει. Αυτή όμως ίσως δεν ήθελε να τον γλυτώσει, και το μαρτύριο του κράτησε αρκετή ώρα. Όταν απόκαμε και σταμάτησε να σπαράζει από τους πόνους σημάδι ότι λιγοθύμησε, ο βασανιστής του παράτησε τον Λούρο, και αφού τον έλυσε, τον έσυρε τραβηχτό στο χώμα όπως ένα σακί με άχυρο και τον πέταξε μέσα στον αστυνομικό σταθμό σαν πατσαβούρι, λέγοντας,

-Θα σε χώσω φυλακή, να μάθεις να μην κλέβεις.

Οι άνθρωποι πάνω στο ψήλωμα κοίταζαν σοκαρισμένοι μην μπορώντας να πιστέψουν την τόση κτηνωδία και απανθρωπιά του Παναγή Τσαούση. Είδαν την απέραντη του σκληρότητα και έφριξαν, είδαν την πολλή του κακία και φοβήθηκαν.

Σαστισμένοι ξαναπήραν το στενό δρομάκι να κατεβούν στο χωριό, και περνώντας από τον αστυνομικό σταθμό, η μιλιά τους δεν έβγαινε, κοίταζαν απορημένοι την πόρτα του αστυνομικού σταθμού, αδυνατώντας να πιστέψουν όσα είδαν…

Οι κάτοικοι των Κελοκεδαρων πραγματικά φοβήθηκαν, πίστεψαν ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο άκαρδο και σκληρό, το ξύλο που έδωσε στο καημένο ανθρωπάκι αν το έτρωγε γάιδαρος, ίσως να ψοφούσε. Δεν το συζήτησαν μεταξύ τους μη θέλοντας να δείξουν ότι φοβήθηκαν, η πργαμτικότης όμως ήταν ότι τρομοκρατήθηκαν και δεν θα ήθελαν να καταντήσουν στην ίδια μοίρα δεμένοι στον κορμού του δένδρου που βλάσταινε στην αυλή της μικρής πλατείας.

Απότομα οι κλεψιές σταματήσανε και στο χωριό υπήρχε τάξη και ασφάλεια. Διαδόθηκε σε όλη την επαρχία της Πάφου ότι ένας απλός λοχίας κατάφερε να συνετίσει τους σκληροτράχηλους κλέφτες και αρματολούς των Κελοκεδάρων. Η φήμη του Παναγή Τσιαούσιη ταξίδευσε παντού, και όλοι μιλούσαν με μεγάλο θαυμασμό για λόγου του. Ο ίδιος έτριβε τα χέρια του χαρούμενα, όλα είχαν μπει σε απόλυτη τάξη και όσο υπηρετούσε στο απομακρυσμένο αυτό φυλάκιο, καμιά παρανομία δεν συνέβηκε.

Τον Παναγή Χ΄΄ Κώστα ή Παναή τσιαούσιη συνάντησα τις προαλλες στην καντίνα του νοσοκομείου της Πάφου, και βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι να πίνουμε καφέ. Η κουβέντα το έφερε, ανοίξαμε συζήτηση για τα παλιά και συζητώντας για το περιστατικό, οι θύμισες τον πήραν πίσω και με ένα πλατύ χαμόγελο που του φώτισε το πρόσωπο, μου εξήγησε μειδιώντας ότι το ξυλοκόπημα του κλέφτη ήταν στημένο κόλπο που σκηνοθέτησε για να φοβίσει τους ανθρώπους ώστε να παύσουν τις παρανομίες. Φόρεσε κουκούλα σε έναν υφιστάμενο του, τον έδεσε στο δένδρο, έσφαξε και δυο όρνιθες και τον περίελουσε με το αίμα τους. Όταν είδε τους χωρικούς να κατηφορίζουν το μονοπάτι προς το χωριό, αυτός αρχίνησε να χτυπά με το λούρο τον κορμό του δένδρου με τρόπο που να φαίνεται ότι χτυπούσε τον δήθεν κρατούμενο. Η παράσταση ήταν καλή και πετυχημένη, οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ήταν αληθινή. Στο χωριό υπηρέτησε ακόμα έξι μήνες, και για όλο αυτό το διάστημα, καμιά παρανομία δεν του καταγγέλθηκε.  

ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΟΙ

Ο ΤΤΑΠΑΚΚΗΣ

Ταμπάκος είναι ορολογία για τα φύλλα καπνού. Περιέχουν νικοτίνη, ένα αλκαλοειδές οξύ που βρίσκεται κυρίως στα φύλλα. Είναι εθιστικό και χαρακτηρίζεται σαν ναρκωτικό. Από το βιβλίο του ιατρού Κωνσταντίνου Μιχαήλ 1794, κεφάλαιο «Περί της νικοτιανής ήτοι τουτουνίου ένθα και περί πταρμικού ταμπάκου», μαθαίνουμε:

Βοτάνη νικοτιανή ή χόρτον νικοτιανόν το όνομα έλαβε παρά τινος Ιωάννου Νικότου Γάλλου», ο οποίος εισήγαγε το 1559 στην Γαλλία τη χρήση του. Ονομάζεται και ταμπάκος από το όνομα κάποιου νησιού της Αμερικής, ενώ τουρκιστί αποκαλείται τουτούνιον. Τον καπνόν ωφελιμώτερον ήθελεν είναι, ότι όποιος δεν τον εσυνήθησε, να προσπαθή να αποφεύγη αυτήν την συνήθειαν, διότι η χρήση του καπνού προκαλεί βλάβη στην υγεία, παρά καμμίαν ωφέλειαν… Ο καπνός του ταμπάκου περιέχει ένα άλας πολλά δριμύ και ένα θειάφι ναρκώδες ηνωμένον με το ελαιώδες μέρος. Το λάδι του ταμπάκου όταν μεταχειρισθεί σε μία πληγή είναι ένα ογλίγωρον θανατηφόρον φαρμάκι… Δεν θα έπρεπε οι σπουδαίοι να δωθώσιν στην χρήση του, και αυτό διότι ταράττει τον εγκέφαλον όλον, καθώς το όπιον ήτοι αφιόνι και μάλιστα φέρει στις αισθήσεις το ίδιο αποτέλεσμα όπως τα μεθύονται ποτά. Ο ταμπάκος εάν δεν βλάπτει όλους, βλάπτει τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερον πλήθος. Ο ταμπάκος αναγκαίος εις κανέναν δεν είναι.

Πολύ παλαιωθεν, πριν το 1850, ήταν ένας πράτης καπνού που ταξίδευε στην Πάφο και στο Καρπάσι, όπου αγόραζε φύλλα καπνού και τα μετέφερνε στο λιμάνι της Λάρνακας και της Αμμοχώστου, και τα επωλούσε σε εμπόρους ή και καπεταναίους, για εξαγωγή. Με τα χρήματα που κέρδιζε, αγόραζε έτοιμο ταμπάκο τον οποίο και επρομήθευε στα καφενεία, στους πασάδες, στους τσιφλικάδες και σε όσους κάπνιζαν ναργιλέ. Με τον καιρό έγινε ξακουστός έμπορος του είδους, και έχαιρε φήμης ότι εμπορευόταν καλής ποιότητος καπνό και ταμπάκο. Από αυτή την ενασχόληση που διήρκησε πάρα πολλά χρόνια, τού έμεινε το επίθετο Ταμπάκος, Τταπάκκης, Ταπακούδης.

Δυστηχώς όμως εκείνους τους καιρους, εγίνηκεν μια ανομβρια και για πολλά συνεχόμενα χρόνια δεν έβρεχε. Τα νερά των βρύσων εστερέψαν, η σπορά χάθηκε, τα κτηνά εψοφούσαν, έπεσεν πεινα μεγαλη, και πολλοι κάτοικοι επηγαίναν από τόπον εις τόπον να έβρουν νερό.

Και σαν πέρασε καιρός και ακόμα δεν έβρεχε και όλοι επτώχευαν και εγκατέλειπαν τους τόπους, τα ίδια έπαθε και ο Τταπάκκης. Εμάζεψε λοιπόν τα πράγματα του και κατέφυγε στη Πάφο σε ένα τόπο χλοερό που εγνώριζε. Ήταν ένας μεγάλος κάμπος που άρχιζε από τις παρυφές ενός ψηλού γκρεμμού, και από ένα βαθύ λαγούμι που χανόταν στα έγκατα της γης, ανέβλυζε λίγο νερό, το οποίον όμως αμέσως χανόταν μέσα στην ίδια τη γη, γι αυτό κανείς δεν ήξερε γι αυτό το τρεξιμιό, καθώς η γη ήταν έρημη, ακατοίκητη και αχανής.

Ο Τταπάκκης ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Γνώριζε την Τουρκική γλώσσα, ήταν επίσης καλλιφωνάρης, και γνώριζε τον οκτώηχο. Γι΄ αυτό λοιπόν, όταν κατά το 1850 η Μητρόπολη Πάφου πρωτοστατούσε στην ίδρυση σχολείων τόσο στην πόλη της Πάφου όσο και στην ύπαιθρο, ο Νεόφυτος, ο τελευταίος μητροπολίτης Πάφου επί Τουρκοκρατίας και πρώτος επί Αγγλοκρατίας (1869 – 1888), φρόντισε ώστε άνθρωποι που ήξεραν γράμματα να διοριστούν ως δάσκαλοι στα σχολεία, έτσι διόρισε και τον Τταπάκκη.

Στον τόπο που κατοίκησε ο δάσκαλος πλέον Ταπακούδης, δεν είχε άλλα σπίτια, δεν είχε δένδρα, ήταν ένας τόπος στεγνός και ξερός. Ήταν στα ριζά του γκρεμμού των Πετριθκιών, στη μεριά της πόλεως του Κτημάτου και της Χλώρακας, δίπλα στη στενή σπηλιά που ανέβλυζε το λίγο νερό. Αφιερώθηκε σε διάφορες εργασίες ως προς το ζειν, έψαλλε στην εκκλησία της Έμπας, δίδασκε στο σχολείο της Έμπας, επίσης έσκαψε μια λίμνη όπου αποθήκευε το τρεξιμιό νερό, και ακολούθως πότιζε ένα μικρό χωράφι στο όποιο καλλιεργούσε διάφορα λαχανικά και οπωρικά.

Του άρεσε πολύ η ενασχόληση του με τη γη, γι’ αυτό μετά που σχόλναγε από τις άλλες δουλειές, αφιέρωνε πολλές ώρες μέσα στο μικρό του χωραφάκι. Ξυπόλητος με τα ποηνάρκα γυρισμένα πάνω και μια τσάππα στα χέρια, μέσα στις λάσπες και στο νερό γύριζε τις δησιές και βλέποντας το νερό να γεμίζει τις αυλακιές και να ποτίζει τα φυτεμένα, αισθανόταν χαρά και αγαλλίαση.

Μετά που πέρασε λίγος καιρός, πρόσεξε πώς το δέρμα στα χέρια και στα πόδια του που είχαν χρόνια εκζέματα και γιατρειά δεν εύρισκε, άρχισαν να θεραπεύονται, ώσπου τελικά έγιανε εντελώς. Το γεγονός διαδόθηκε, και όσοι είχαν δερματικές ασθένειες προσέτρεχαν όλοι εκεί, να πάρουν νερό και λάσπη, να τρίψουν το κορμί τους να γιάνουν. Και καθώς ήσαν πολλοί όσοι γιατρεύτηκαν, ονόμασαν τον τόπο που έτρεχε το νερό, σπηλιά του Άη Λιμπρού, δηλαδή του Αγίου που γιατρεύει τη λέπρα .

Το νερό της πηγής από τότες θεωρείται αγίασμα του Αγίου Λιμπρού, που γιατρεύει τις δερματικές ασθένειες.

ΥΓ. Ο Χριστόδουλος Ταπακούδης εγέννησε τον Γιωρκή Κόμπο Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Κώστα, Θεόδωρο, Κυριακού, Μυροφόρα και Ξενού. Εγέννησε τον Στυλιανό Ταπακούδη που ειχε απογόνους τους Χριστόφορο, Στέλλα, Χίτλερ και Νεόφυτο. Εγέννησε τον Μηχάλη Μάπα Ταπακούδη που είχε απογόνους τους Ανδρέα, Ελεγγού, Αννού και Πραξού. Εγέννησε την Αναστασία Ταπακούδη (η οποία παντερεύτηκε τον Ιεζεκιήλ, αλλά τα παιδιά τους πήραν το επώνυμο Ταπακούδη) που είχε απογόνους τους Μαρίτσα, Χριστόδουλο, Μηχαλάκη, Γιώρκο. Εγέννησε τον Αλέξη Ταπακούδη (Σε επίσημο έγγραφο της κυβέρνησης, το όνομα του αναγράφεται ως Αλέξης Χριστοδούλου Ταπακούδης, ή Ταπάκης) που είχε απογόνους την Μυριάνθη Ξυλοφόρου, την Ελεγγού Παναή, την Σοφιανού Μόρρου, την Ευτυχού Αθανασίου. Εγέννησε την Βαρβαρού Αντωνίου που είχε απογόνους την Ελένη Αγά, την Φκωνού Νικολή Ευθυβούλου.

Ο ΑΖΙΝΑΣ

«Και ουδαμώς ή γη εν τισι τόποις εκ των νεκρών διεφαίνετο. Και ήν ιδείν θέαμα ξένον και θρήνους πολλούς και ποικίλους και αμετρήτους ανδραποδισμούς, των ευγενών αρχουσών και παρθένων και αφιερωμένων τω Θεώ συρομένων υπό των Τούρκων διά των εθειρών και κομών και πλοκάμων τής κεφαλής έξωθεν των εκκλησιών μετά οδυρμών ανηλεώς, την βοήν και κλαυθμόν των παίδων, τούς ιερούς και αγίους οίκους λεηλατισμένους, το φρικώδες και ακουόμενον τις διηγήσεται;...»

Η τουρκική κατοχή της Κύπρου διάρκεσε από το 1571 μέχρι το 1878. Η κατάκτηση του νησιού και η βίαιη προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Διοικητικά πέρασε στη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη στη Μεγάλη πύλη, ο οποίος και διόριζε το γενικό διοικητή ή κυβερνήτη (πασά) του νησιού. Η άγρια φορολογία, η κακοδιοίκηση και η καταπίεση του πληθυσμού οδήγησαν σταδιακά ολόκληρη την Κύπρο σε πλήρη παρακμή. Ανομβρίες, επιδρομές ακρίδων και άλλες συμφορές κατά καιρούς, επιδείνωσαν την κατάσταση με τη μιζέρια και τη φτώχια να επικρατούν ολοκληρωτικά.

Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου εθναρχικά δικαιώματα για να ευκολύνεται στην διοίκηση και στη φορολογία των υπόδουλων κατοίκων, μια πολιτική που εφήρμοζε στους λαούς που κατακτούσε. ME αυτό τον τρόπο η εκκλησία αν και ενεργούσε σαν φοροεισπράκτορας του κατακτητή, εντούτοις ανέλαβε Εθναρχικό ρόλο, διότι ταυτόχρονα βοηθούσε και φρόντιζε όσο μπορούσε τα δικαιώματα των Ελλήνων.

Ακόμα και οι απλοί Τούρκοι πολίτες ενεργούσαν και καταπίεζαν τους Χριστιανούς. Έχοντας τη δύναμη του στυγνού κατακτητή, προέβαιναν σε πράξεις κακές, ενώ ο κάθε καδής (δικαστής), σπάνια έβρισκε δίκαιο στους Έλληνες. ΄

Σε μια σπάνια περίπτωση όμως μιας κτηματικής διένεξης μεταξύ ενός Ελληνοκύπριου και ενός Τούρκου, όπου ο Καδής μαζί με τον Παπάγιωρκη τον παπά του Αναβαργούς που ενεργούσε ως μεσολαβητής, επέδωσαν τα δίκαια στον Χριστιανό, αυτό δεν άρεσε στον Τούρκο, ο οποίος προέβη σε μια εκδικητική πράξη εναντίον του παπά, καθώς τον θεώρησε υπεύθυνο που δεν κράτησε το ξένο χωράφι.

Ο Παπάγιωρκης εκτός από παπάς ήταν και περβολάρης. Καλλιεργούσε χόρτα και οπωρικά, τα όποια κουβαλούσε στο παζάρι της Πάφου και τα πωλούσε. Μια μέρα του 1821 περίοδο όπου οι Τούρκοι ήταν αγριεμένοι εναντίον των Χριστιανών ένεκα της Επανάστασης των Ελλήνων στην Ελλάδα, ο Παπάγιωρκης καβαλικεμένος σε ένα μεγάλο άππαρο ζεμένο με μια συρίζα γεμάτη πραμάτεια από το περβόλι του, και πήγαινε να την πουλήσει στο παζάρι της Πάφου, έξω του Αναβαργούς, του είχε στημένη ενέδρα ο Τούρκος που έχασε το χωράφι, και με ένα πυροβολισμό, τον σκότωσε.

Κανείς δεν είδε, κανείς δεν μπορούσε να μαρτυρήσει για τον φονιά, όλοι όμως γνώριζαν με σιγουριά τον ένοχο ο οποίος χωρίς συνέπειες γελούσε και περιγελούσε τους ανήμπορους Χριστιανούς που στωικά δέχονταν την τόση αδικία.

Μα το πράμα δεν έμεινε εκεί. Το αίμα θέλει αίμα, και παντοτινά κάποιος βρίσκεται για να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος.

Ο Παπάγιωρκης είχε ένα γιο τον Χριστόδουλο, που θύμωσε και πικαρίστηκε με τον άνανδρο φονιά. Κίνησε γη και ουρανό για να τιμωρηθεί, και καθώς οι Τουρκικές αρχές δεν επέβαλαν τη δικαιοσύνη, στο τέλος αποφάσισε να την αποδώσει ο ίδιος.

Δεν έστησε ενέδρα όπως ο φονιάς, αλλά του εμήνυσε ότι θα τον καρτερήσει να αναμετρηθούν. Ο φονιάς πολύ φοβήθηκε, και κρύφτηκε από προσώπου γης. Αλλά όταν πέρασε καιρός, ξεθάρρεψε και πίστεψε πως πέρασε του Χριστόδουλου το μένος για εκδίκηση.

Πέρασε κι άλλος καιρός, πέρασαν χρόνια, όλοι πίστεψαν πως το γεγονός ξεχάστηκε, ώσπου μια μέρα, ένα σκοτεινό πορνό, το χριστιανό παλληκάρι βρήκε τον Τούρκο φονιά μοναχό σ ένα χωράφι. Τράβηξε μια μάχαιρα που είχε στη ζώνη της βράκας που φορούσε, και του όρμησε να τον σφάξει. Ο Τούρκος βλέποντας τον να του ορμά, τράβηξε ένα πιστόλι που και αυτός είχε ζωσμένο στην κόξα, και του έριξε μια πιστολιά που τον βρήκε ξώφαλτσα στο πρόσωπο. Αλλά πριν προλάβει να ρίξει δεύτερη βολή, ο Χριστόδουλος τον μαχαίρωσε, και τον ξαναμαχαίρωσε κάμποσες φορές, ώσπου το κορμί του έμεινε κομματιασμένο και πεθαμμένο.

Γύρισε στο χωριό όπου οι συγγενείς του περιποιήθηκαν τα τραύματα, και βγήκε κλέφτης πάνω στα βουνά, γιατί γνώριζε πως οι Τούρκοι θα τον εκτελούσαν γι αυτή του την πράξη. Το πρόσωπο του με τον καιρό γιατρεύτηκε, έμεινε όμως παραμορφωμένο και άσχημο, έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μίτζιης. Πηγαινοερχόταν κρυφά αργά κάποιες νύχτες στην οικογένεια του και στη γυναίκα του, και τον υπόλοιπο καιρό κρυβόταν μέσα στα όρη και στα ορμάνια. Ήταν μια δύσκολη ζωή, αλλά γυρισμό δεν είχε, τα πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να διορθωθούν.

Πέρασαν δυο τρία χρόνια, το 1833 συνέβη στην Πάφο η εξέγερση Ελλήνων και Λινοβάμβακων εναντίον των Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι που ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα, και που είχε κι επίσημα προβάλει αξιώσεις στην Κύπρο. Ο Χριστόδουλος Μίτζιης κατετάγει στους επαναστάτες, ενεπλάκει σε μάχες, αλλά  το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα από τον Τουρκικό στρατό. Σε μια ενέδρα που είχαν στήσει στους Τούρκους έφαγε μια σφαίρα. Κατέφυγε σε μια σπηλιά, αλλά εκεί μόνος και αβοήθητος, πέθανε.

Η γυναίκα του ήταν εγγαστρωμένη, όταν γέννησε, ονόμασε το μωρό Χριστόδουλο, τιμής ένεκεν του πεθαμένου άντρα της. Όταν το παιδί μεγάλωσε, το 1873 παντρεύτηκε στη Χλώρακα την Χ" Ελένη, και έκαμαν παιδιά τους τον Χριστόδουλο Αζίνα τη Δεσποινού Τριανταφίλλη, τη Κυριακού (μητέρα του Αντρέα του Γιώρκη Χλωρακιώτη), το Δημήτρη (πατέρα της Εριφύλης), και τη Μαρίκα η οποία παντρεύτηκε τον Στυλιανό το 1890 σε ηλικία 23 ετών. Παιδιά της Μαρίκας ήταν η Κυριάκού Ταπακούδη, ο Σωτήρης Στυλιανού, η Χ΄Ρεβεκκα Νικολάου (Νικολούιν), η Χ΄Σοφία και η Δεσποινού Λιασίδη.

Ο ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ

Γεννήθηκε στη Χλώρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.

Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.

Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 

Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.

Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,

-αποφάσισα να πάω παπάς.

Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.

-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.

Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.

Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.

Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.

Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.

Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΠΑΠΑΝΔΡΕΑΣ

Ο πατέρας του ήταν ένας ευσεβής ιερέας με υψηλά ιδανικά και ηθικές αρχές αφοσιωμένος στες Άγιες και ιερές παρακαταθήκες της Χριστιανικής πίστης. Αγαπημένος του προστάτης και Άγιος ήταν ο Απόστολος Ανδρέας που σύμφωνα με την παράδοση είχε ταξιδέψει μέχρι τις ανατολικές ακτές της Κύπρου με ένα καράβι και διδάσκοντας το θείο λόγο και κάνοντας πολλά θαύματα, έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο του Χριστού. Γι αυτόν τον αγαπημένο του Άγιο και θέλοντας να τον τιμήσει, ονόμασε τον αγαπημένο του γιο με το ίδιο όνομα.

Όσο μεγάλωνε ο Ανδρέας, η ζωή του ήταν κατά Κύριον και ευάρεστη εις τον Θεόν. Ζούσε αυστηρή ζωή, και σε νεαρή ηλικία γράφτηκε και σπούδασε στην Ιερατική σχολή Κύπρου. Παρέμεινε λαϊκός μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, οπότε χειροτονήθηκε ιερέας και συνέχισε το Θεάρεστο έργο της δοξολογίας του Κυρίου ημών Χριστού και Θεού.

Η ζωή του ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του. Με ένα πολύ πενιχρό μισθό εκείνους τους δύσκολους και πέτρινους καιρούς και έχοντας να συντηρήσει σύζυγο και παιδιά, αναγκαζόταν να εργάζεται ταυτόχρονα ως γεωργός, ένα επάγγελμα πολύ σκληρό, που δεν του άφηνε καθόλο χρόνο να αναπαύεται. Παρ όλα αυτά, αγαπούσε την εκκλησία και την υπηρετούσε πιστά, και την κλίση του προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο την έδειχνε εμπράκτως. Η καρδιά του ευφραινόταν και αγαλλιούσε όταν τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές το μικρό παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο οποίο ιερουργούσε γέμιζε κόσμο και με κατάνυξη οι πιστοί τον παρακολουθούσαν να τελεί τη θεία λειτουργία. Ήταν η μεγαλύτερη του ευχαρίστηση γιατι ένιωθε ότι οι διδαχές του έπιαναν τόπο στις καρδιές των ανθρώπων και τους παρακινούσαν να συναθροίζωνται αθρόα στο μικρό εκκλησάκι… 

Μα ύστερα, δυστυχώς ακολούθησαν χρόνια δύσκολα, επήλθε Εθνικός διχασμός, ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις και η εκκλησία διχάστηκε κι αυτή.

Τα μίση φώλιασαν στις καρδιές των ανθρώπων, ξέχασαν την πίστη τους και στράφηκαν εναντίον του Θεού, των εκκλησιών και του καλού ιερέα.

Τον κατηγόρησαν και τον διαπόμπευσαν, τον σπίλωσαν και τον ύβρισαν, τον έκαναν να αισθάνεται δυστυχής και τον έριξαν στη βάσανο της μοναξιάς και της απομόνωσης.

Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι κακοί άνθρωποι διέσπειραν κακολογίες και κατηγορίες εις βάρος του. Αποτέλεσμα η εκκλησία του άδειασε από πιστούς και παρέμεινε μόνος με την απελπισία να τον κατακλύζει και την στενοχώρια να τον βασανίζει. Στις προσευχές του παρακαλούσε το Θεό να τον φωτίσει τι να κάμει, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Ο καιρός περνούσε, συνέχιζε να πηγαίνει στο παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και να λειτουργεί μοναχός χωρίς εκκλησίασμα, ενώ πολλές φορές οι κακοί άνθρωποι που έχασαν την πίστη τους και η καρδιά τους γέμισε κακία και πολιτικό φανατισμό, του έκλειναν τον δρόμο και δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο μικρό εκκλησάκι. Πονούσε η καρδιά του και διερωτοταν άν αυτός ήταν άδικος και οι άλλοι δίκαιοι. Ήταν απαρηγόρητος, αλλά με καρτερία υπέμενε τα δεινά και στις προσευχές του συνέχιζε να παρακαλεί τον Μιχαήλ Αρχάγγελο να του φανερωθεί και να του δώσει συμβουλή.

Ώσπου μια νύχτα ήρθε στ όνειρο του ο Αρχάγγελος και όπως στη γένεση του κόσμου κραύγασε το στώμεν καλώς, έτσι και τώρα του φώναξε, ότι εάν για τον άνθρωπο που γι αυτόν ο Θεός θυσιάστηκε, από αυτόν υβρίστηκε, ταπεινώθηκε, πόνεσε αλλά στο τέλος ονομάστηκε Σωτήρ, έτσι και αυτός δεν θα έπρεπε να κρίνει τον εαυτό του από τις πράξεις των άλλων, αλλά από τις δικές του, και στο τέλος σίγουρα θα ερχόταν η σωτηρία και η επιβράβευση-

Παίρνοντας θάρρος από την Αγγελική φανέρωση, αποφάσισε να ψάξει άλλους τόπους για να συνεχίσει το λειτούργημα στο οποίο είχε ταχθεί.

Έτσι μια σκυθρωπή μέρα κάποιου Φθινοπώρου, επιβιβάστηκε με την οικογένεια του σε ένα επιβατικό πλοίο και εγκατέλειψε το νησί του. Πήγε στη μακρινή χώρα της Ελλάδας όπου αναζήτησε και βρήκε εργασία σε ένα μακρινό χωριό των συνόρων. 

Με πολλή υπομονή, εγκαρτέρηση, όρεξη και πείσμα, αφοσιωθηκε στο θείο εκκλησιαστικό  του έργο, και πολύ σύντομα είδε με ευχαρίστηση το εκκλησίασμα σιγά σιγά να πληθαίνει και να γεμίζει την εκκλησία. Ένιωθε ευχαριστημένος. Βολεύτηκε οικογενειακά σ ένα ευρύχωρο σπιτάκι που του παραχώρησαν, και η αμοιβή του ήταν καλή. Περνούσε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, και  ταυτόχρονα με την εργασία του, γράφτηκε στο Ποιμαντικό τμήμα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σπουδάζοντας και παίρνοντας πτυχίο Θεολογίας.

Ήταν ευχαριστημένος και πεπεισμένος ότι ο Αρχάγγελος που του φανερώθηκε εκείνη τη νύχτα στ όνειρο του, τον έβγαλε από τη μοναξιά της απομόνωσης και τον βοήθησε να βρει νέο ποίμνιο, ίσως καλύτερο από το προηγούμενο.

Τα χρόνια περνούσαν και ο καλός ιερέας μορφωμένος πλέον με δίπλωμα πανεπιστημίου και με τη χάρη και φώτιση του Θεού, έγινε ένας πολύ σπουδαίος και σεβαστός κήρυκας του Ευαγγελίου. Έπρεπε να μην έχει κανένα παράπονο, όμως μέσα του η νοσταλγία τον έτρωγε και οι θύμισες του τόπου που γεννήθηκε τον τραβούσαν και τον έκαναν να νοσταλγεί ακόμα και τους κακούς ανθρώπους που τον διαπόμπευσαν. Όσοι έζησαν στη ξενιτιά ξέρουν από νοσταλγία, και είναι άνθρωποι που αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από τους άλλους, είναι ο λόγος της απομάκρυνσης τους από αυτούς που αγάπησαν, και από αυτούς που συνδέθηκαν με τον κάθε τρόπο. Όμως δεν του πέρασε η σκέψη της επιστροφής καμιά φορά, αφού είχε φτιάξει μια καινούργια ζωή στα ξένα μέρη, μια ζωή καλή που παράπονο κανένα δεν είχε, παρά μόνο μεγάλη ευχαρίστηση είχε.

Ήταν ένα πρωινό καλοκαιρινό, πρωί με το χάραμα σκούντησε τη γυναίκα του που ακόμα κοιμόταν, και της είπε να ετοιμαστούν και θα γυρίσουν πίσω στο χωριό τους, στον τόπο τους, στα μέρη που γεννήθηκαν και αναγιώθηκαν. Η γυναίκα του έμεινε σαστισμένη να τον κοιτάζει αγουροξυπνημένη, αλλά βλέποντας το φωτισμένο πρόσωπο του να λάμπει από αποφασιστικότητα, δεν μίλησε, παρά μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ήξερε καλά τον άντρα της, ήξερε το σαράκι της νοσταλγίας που τον έτρωγε, και τη στιγμή αυτή την περίμενε από πάντα, ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν.

Φόρτωσαν τα πράγματα τους σε ένα φορτηγό πλοίο της γραμμής και επέστρεψαν. Ο Εθνικός διχασμός είχε τελειώσει και οι άνθρωποι ηρέμησαν και μετανόησαν, γιατι η διχόνοια που τους προέκυψε επέφερε πολλά δεινά στον τόπο τους. Βρήκαν ευκαιρία και αιτία οι βάρβαροι Τούρκοι και εισέβαλαν πάνοπλοι σφάζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας και κατακτώντας το μισό νησί.

Το 1987 λοιπόν, επιστρέφει στην Κύπρο και αναλαμβάνει την ενορία της Χλώρακας. Ταυτόχρονα  διορίζεται ως καθηγητής Θεολογίας και διδάσκει σε διάφορα Γυμνάσια. Από τότες μέχρι και σήμερα 2012, υπηρετεί με περηφάνια και προσφέρει με επιτυχία τις ποιμαντικές του υπηρεσίες στην κοινότητα της Χλώρακας. Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας τις Κυριακές γεμίζει ασφυκτικά, οι πιστοί τον σέβονται και τον θεωρούν πρότυπο ιερέως που με τη μεγάλη του μόρφωση και την πολύχρονη του πείρα, εμπεδώθηκε στις καρδιές τους και με κατάνυξη ζητούν την ευλογία του και τη συμβουλή του. 

Τώρα σε μεγάλη ηλικία πλέον, κάποτε μόνος του καθισμένος στο καφενείο του χωριού του, αναπολεί και φέρνει στη θύμηση του όλα τα περασμένα. Νιώθει δικαιωμένος και ευχαριστημένος και μια απέραντη ευγνωμοσύνη στον Άγιο Αρχάγγελο που του φανερώθηκε στον ύπνο του και τούδωσε κουράγιο και εγκαρτέρηση τις δύσκολες εποχές που τον είχε ανάγκη. Σε λίγες μέρες ξέρει, είναι η γιορτή του και όπως κάθε φορά λογαριάζει να τον δοξολογήσει μεγαλόπρεπα καθώς του αρμόζει. 

Ο ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ

Ο Παπασάββας έζησε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Τουρκικής κατοχής και τα πρώτα της Αγγλικής, καθώς το 1871 η Κύπρος παρεδώθηκε στους Άγγλους μετά την συνθήκη που υπέγραψαν οι δύο χώρες για υπεράσπιση της πρώτης από τη δεύτερη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας.

Εκείνους τους καιρούς οι κάτοικοι ζούσαν υπό την σκιά της καταπίεσης και του κατατρεγμού από τους βάρβαρους Μωαμεθανούς κατακτητές πρώτα, και στη συνέχεια των Άγγλων που ενώ οι Χριστιανοί Κύπριοι πανυγήρησαν και τους δέχτηκαν ως ελευθερωτές, αποδείχτηκαν και αυτοί στυγνοί καταπιεστές και εκμεταλλευτές. 

Στις εποχές εκείνες της σκλαβιάς έως και πρόσφατα στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, οι παπάδες δεν έπαιρναν μισθό. Η πληρωμή τους ήσαν όσα οι πιστοί έβαζαν στο παγκάρι της εκκλησιάς για να ανάψουν κερί του Αγίου, καθώς και όσα ελάχιστα κατά το δοκούν έδιναν οι φτωχοί χωρικοί, για την τέλεση των διαφόρων Χριστιανικών μυστηρίων.

Γι αυτό το λόγο παπάδες γίνονταν όσοι αγαπούσαν την ψαλτική κυρίως, ή είχαν κλίση στο Θεό. Δεν ήταν επάγγελμα που μπορούσε να θεωρηθεί βιοποριστικό, αφού δεν άφηνε αρκετά χρήματα για να μπορέσει κάποιος να ζήσει την οικογένεια του.  Γι αυτό όλοι οι παπάδες είχαν άλλη κύρια ασχολία για να μπορούν να επιβιώνουν οικονομικά. Κυρίως ασχολούνταν με την τέχνη του σκαρπάρη για να μπορούν να είναι πάντα στη διάθεση των ενοριτών τους, αφού όλη τη μέρα την έβγαζαν στο εργαστήρι τους που συνήθως το είχαν στημένο στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Ο παπασάββας ήταν ένας λιγόκορμος γεμάτος νεύρο ανθρωπάκος, που πάντα με θυμώδη και αυστηρή συμπεριφορά, επέβαλλε τη γνώμη του χωρίς να δέχεται αντίρρηση. Καθώς ήταν παπάς, αλλά και δάσκαλος αφού ήξερε γράμματα, όλοι οι χωριανοί δεχόντουσαν τον λόγο του ως προσταγή. Για αυτή του τη συμπεριφορά, του κόλλησαν το παρατσούκλι του αντάρτη. Εκτός από την παπαδική, είχε για κύριο επάγγελμα την περβολαρική, αλλά ταυτόχρονα ήταν δάσκαλος, ψαράς, ήταν άνθρωπος για όλες τις δουλειές.

Είχε δυνατή θέληση, ήταν πολυμήχανος και αεικίνητος, ήταν πάντα μπροστάρης και αρχηγός. Οι κάτοικοι για τα δύσκολα τους προσέτρεχαν σε αυτόν. Καβαλίκευε ένα ψηλό άλογο που το έλεγε άππαρο, ενώ οι χωριανοί λένε ότι ήταν μούλα, και φάνταζε μια λεπτή επιβλητική φιγούρα να ιππεύει καμαρωτός και κορτωτός.

Αντάρτης είναι ο άνθρωπος ο μοναχός  πολεμιστής που πολεμά για ιδέες και ιδεώδη, είναι ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος και αδύνατον να του επιβληθεί κάποιος. Αυτή είναι η ετυμολογία του αντάρτη, τέτοιος ήταν ο Παπασάββας, το παρατσούκλι που του κόλλησαν του πήγαινε επ ακριβώς.

Δεν ανεχόταν από κανέναν το άδικο, και επέβαλλε την τάξη στους ανθρώπους πολλές φορές με τον θυμό και τη βία.

Μια φορά που είχε συνοριακές διαφορές με έναν Τούρκο ο οποίος εκμεταλλευόμενος την Τουρκική κατοχή και το δίκιο του κατακτητή ήθελε να καταπατήσει την περιουσία του, έδρασε  χωρίς να σκεφτεί συνέπειες ως εκ του μικρού του αναστήματος, ή το φόβο του υπόδουλου και της τιμωρίας από τον κατακτητή.

Στα «Πιρομάσια» μια παράλια περιοχή κοντά στη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλλου, είχε ένα χωράφι που γειτόνευε με ένα άλλο Τούρκικο, που ο άπιστος ιδιοκτήτης του, ήθελε να ταράξει τα σύνορα και να του καταπατήσει την περιουσία.

Ο σκληροτράχηλος παπάς προσπάθησε πρώτα με καλό τρόπο και καλοπιάσμα να τον αποτρέψει από τις παράνομες και παράλογες βλέψεις του, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ότι δεν θα το δεχόταν και θα γίνονταν από καλοί γείτονες κακοί εχθροί,  αλλά ο άπιστος δεν άκουγε.

Μια φορά που καβάλλα στο άλογο του τον έκοψε να ταράσσει τους στύλους του ττελιάσματος, φουρκίστηκε και θόλωσε το μυαλό του από οργή. Βίτσισε τον άππαρο, και διπλοκαλπάζοντας όρμηξε πάνω του και τον έριξε χάμω. Ξεκαβαλίκεψε, και σαν ήταν χαμαί πεσμένος και πληγωμένος, του έδωσε ένα μπερντάχι ξύλο τόσο, που ο άπιστος το θυμόταν μετά φόβου στην υπόλοιπη του ζωή.

Πέρασε λίγος καιρός, ο Τούρκος δεν ξαναφάνηκε στο χωράφι. Το είχε μέσα του όμως άχτι μεγάλο, σκέφτηκε και πλέρωσε τα Χασαμπουλιά να τιμωρήσουν τον παπά παραδειγματικά και με τρόπο που να το μάθει όλη η κοινωνία Τούρκοι και Ρωμιοί, έτσι που να αποκατασταθεί η τιμή του.

Τα Χασαμπουλιά ήταν Τούρκοι ληστές παράνομοι, που ζούσαν κλέβοντας και σκοτώνοντας τους αδύνατους χωρικούς και η δράση τους ήταν σε όλη την επαρχία της Πάφου και της Λεμεσού. Έδρασαν σε σαράντα χωριά της Πάφου και της Λεμεσού, και σε όλα διέπραξαν εγκλήματα.

Σε λίγες μέρες, όταν ο παπάς συναπαντήθηκε με ένα Τούρκο φιλο του, εμαθε για τη επικυρηξη του και ότι ισως να τον έψαχναν τα Χασαμπουλιά.

Αγέρωχα και με στόμφο μεγάλο, γύρισε και του είπε ο παπάς,

-Εν το αγγούρι μου που ννα πκιάσουν,

μια έκφραση που δήλωνε με μιλλωμένο και απαξιωτικό τρόπο τι θα έπιαναν οι Τούρκοι. Ήταν μια φράση που σήμερα λέγεται τόσο συχνά από όλους και έχει καταντήσει αστεΐζουσα έκφραση και δεν παρεξηγείται πλέον, αλλά που έχει την ίδια σημασία. Ήταν μια περιώνυμος κουβέντα που πρωτοειπώθηκε από τα χείλη του Παπάσαββα και που έμεινε παρακαταθήκη να την χρησιμοποιούν σήμερα όλοι οι Κύπριοι.

Ευτυχώς, τα Χασαμπουλιά δεν θέλησαν να ασχοληθούν μαζί του, εκείνους τους καιρούς είχαν μεγάλα προβλήματα και κρύβονταν, γιατί είχε εξαπολυθεί από τις αστυνομικές αρχές άγριο κυνηγητό για να τους συλλάβουν

Εκείνους τους καιρούς, πριν της Αγγλικής επικυριαρχίας, υπήρχαν διάφορα έθιμα που κυρίως οι κάτοικοι τα τηρούσαν και τα εφάρμοζαν ώστε να κρατηθεί η Κυπριακή Χριστιανική παράδοση κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό των κατακτητών. Ένα από τα έθιμα, ήταν η επιβολή του ανδρός συζύγου στην νύφη πριν το γάμο, με τρόπο που να επιβάλλει την

αδιαμφισβήτητη  κυριαρχία του.

Ήταν μια φορά λοιπόν να κάμει ένα γάμο ο Παπάσαββας, όπου ο γαμπρός θα ερχόταν από το γειτονικό χωριό της Έμπας καβαλικεμένος σε άλογο, ως όριζε το έθιμο, που τα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας, ο ξενοχωρίτης γαμπρός ερχόταν καβάλα σε άλογο υπό συνοδεία συγγενών, κουμπάρων και φίλων.

Ήταν ένα κακό έθιμο που συνήθως κατέληγε σε μακελειό, και που οι Τούρκοι κατακτητές το επέτρεπαν και έβλεπαν με ευχαρίστηση τους Χριστιανούς να συγκρούονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους.

Το έθιμο ήθελε τον ξενοχωρίτη γαμπρό να εισέρχεται στο χωριό της νύφης καβάλλα σε άλογο συνοδευόμενος  με ένα στρατό από κουμπάρους που τον συνόδευαν για να τον βοηθήσουν να πάρει με το ζόρι τη νύφη για την τελετή του γάμου στο δικό του χωριό.

Το ίδιο γινόταν και στο χωριό της νύφης,  όπου μαζεύονταν πολλοί συγγενείς της και ανέμεναν την είσοδο του γαμπρού στο χωριό ώστε να τον αναγκάσουν να ξεκαβαλικεύσει από το άλογο του και υποταγμένος στη δύναμη τους να πάει περπατητός στο σπίτι της νύφης και να δεχτεί να γίνει η τελετή στην εκκλησιά του χωριού της.

Η είσοδος του γαμπρού στο ξένο χωριό της νύφης και η άρνηση του να κατεβεί από το άλογο, εθεωρείτο σαν προσβολή. Πολλές φορές ο γαμπρός όταν ένιωθε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αρνιόταν να ξεκαβαλικεύσει, για να δείξει έτσι ότι μετά το γάμο, αυτός θα ήταν ο αφέντης του σπιτιού και διαχειριστής της προίκας, και όχι η νύφη με τα πεθερικά.

Αν δεν κατέβαινε με τη θέληση του  από το άλογο, έπρεπε να τον κατεβάσουν με το ζόρι.

Το αποτέλεσμα ήταν μια αιματηρή σύγκρουση και σφαγή με ρόπαλα και μαχαίρια που μετέφεραν μαζί τους γι αυτό το σκοπό. Πιάνονταν στα χέρια, μάλωναν, πάλιωναν και δέρνονταν.

Πολλές φορές για να καταφέρουν τον γαμπρό να ξεπεζέψει με τη θέληση του και να αποφευχθεί η σύγκρουση, κάποιοι που είχαν μάλια και χρήματα, έτασσαν στον γαμπρό περισσότερη προίκα, έτσι λυνόταν το πρόβλημα.

Όταν η επιμονή των δυο πλευρών να εξέλθουν νικητές ήταν μεγάλη, κάποιες φορές κάποιος σκοτωνόταν και αντί για γάμους και χαρές, είχαν κηδείες και οδυρμούς  με επακόλουθο να ξεκινήσουν άλλες βεντέτες και σκοτωμοί μεταξύ των δύο χωριών.

Εάν εκέρδιζε η ομάδα από το ξένο χωριό, προχωρούσαν ως νικητές, έπαιρναν τη νύφη, την ανέβαζαν στο άλογο, και αφού έβαζαν τα χέρια της γύρω από το γαμπρό, τα έδεναν γύρω του με μεταξωτά μαντήλια, και αυτός την έπαιρνε και έφευγε για την εκκλησία του χωριού του.

Αν κέρδιζαν οι χωριανοί, τότε ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του δαρμένος, ματωμένος, κτυπημένος, και έπρεπε περπατητός να παει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της νύφης, και χλευασμένος από τους νικητές, να ζητήσει την νύφη για να την πάρει στην εκκλησιά του δικού της χωριού, για το γάμο.

Οι Τούρκοι διοικούντες δεν επενέβαιναν σε αυτές τις καταστάσεις, παρά μόνον άφηναν τους Χριστιανούς να εξοντώνονται αναμεταξύ τους, και αυτοί παρακολουθούσαν ως θεατές.

Το εθιμο συνέχισε εις όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και σταμάτησε τον καιρό της αγγλικής κατοχής, επειδή τα αγγλικά δικαστήρια τιμωρούσαν με μεγάλα πρόστιμα κάθε απόπειρα τέτοιας εμπλοκής.

Ήταν ένα προξενιό που  κανονίστηκε να γινεί από δυο μεγάλες οικογένειες, να παντρέψουν τα παιδιά τους, έναν νέο από την Έμπα με μια νέα από τη Χλώρακα. Ήταν ο γαμπρός ο Σπύρος απόγονος της πιο παλιάς και μεγάλης οικογένειας που έφεραν το επίθετο Έλληνας, ήταν η νύφη η Ελεγγού, κόρη του Τσιυπρή Χ΄Τσιυρκακού Σιαμμά, επίσης μεγάλο και τρανό σόι.

Κανονιστηκαν και συμφωνηθηκαν όλα, και ορισαν την ημερομηνια του γαμου.

Ο πονηρός παπάς για να τους παντρέψει, έβαλε όρο να μην τηρηθεί το έθιμο, γιατί δεν ήθελε ο γάμος να μετατραπεί σε καυγά και μακελειό.

Γι αυτό εκ των προτέρων συμφώνησε με τον γαμπρό και έλαβε διαβεβαιώσεις από το σόι του, ότι θα ξεκαβαλίκευε και θα ερχόταν εν ειρήνη στο σπίτι της νύφης, ώστε να γίνει μια ήσυχη και χαρούμενη τελετή γάμου.

Ήρθε η μέρα του γάμου, ο παπάς με το πετραχήλι στη μασχάλη και τον ασημένιο σταυρό στο χέρι, ερχόμενος από έναν αγιασμό, κάθισε στον καφενέ να πιει καφέ.

Έγειρε την καρέκλα πίσω στον τοίχο, έτσι που γερμένος και αναπαυμένος, απολάμβανε την ζεστασιά από τις ακτίνες του καυτερού ήλιου που τον χτυπούσαν κατακούτελα κάνοντας τον να νυστάζει και να λαγοκοιμάται.

Ξάφνου, μια φωνή τον ξίππασε, αναστατωμένος άνοιξε τα μάτια του. Είδε μπροστά του ένα μικρό παιδί, να του λέει αλαφιασμένα να τρέξει γιατί ο γαμπρός δεν ξεπέζευε από το άλογο, και οι συγγενείς της νύφης δεν τον άφηναν να περάσει.

Σηκώθηκε ο παπάς, και χωρίς να πληρώσει τον καφέ από τη βιασύνη του, καβαλίκεψε τον άππαρο του, τον κέντησε δυνατά, τον διπλοκάλπασε, και ευρέθει ευτύς μπροστά στον νταή γαμπρό. Χωρίς να χάσει καιρό, τράβηξε τον σταυρό που είχε στην κόξα, και του τον έσυρε στο κεφάλι. Περασε ξυστα από το αυτι του, που τον εκαψε και του προκαλεσε μεγαλο πονο.

Ηταν ενας ασημένιος σταυρός που ακόμα υπάρχει και χρησιμοποιείται στην εκκλησιά μέχρι σήμερα. Είναι μεγάλος και βαρύς, που αν τον πετυχαινε, ίσως να γινόταν κηδεία αντί στεφάνωμα. Τον πήρε ξώφαλτσα, και πέφτοντας στο έδαφος έσπασε και στράβωσε. Μέχρι σήμερα φαίνονται τα καρφιά με τα οποία ύστερα εδιορθώθηκε.

Τη φήμη του Παπασαββα άμα αγρίευε την ήξεραν όλοι, έτσι αφήνοντας το νταϊλικι κατά μέρος, ξεπέζεψαν και περπάτησαν ως το σπίτι της νύφης.

Τους πάντρεψαν με τάξη και ησυχία, ύστερα πήρε ο γαμπρός τη νύφη στο χωριό του όπου κατοίκησαν και έζησαν ευτυχισμένοι. Συνέχισαν και πλήθηναν την οικογένεια και κατά πολλούς καιρούς κατέλαβαν διοικητικές και εκκλησιαστικές θέσεις, πόστα και αξιώματα ως προεστοί μουχατάρηδες και παράγοντες της κοινότητας της Έμπας. Από εκείνους τον καιρούς, οι κοινοτάρχες που εκλέχτηκαν, σχεδόν όλοι είναι εκ της οικογενείας αυτής. Ο Γεώργιος Έλληνας υπηρέτησε ως κοινοτάρχης για πέντε συνεχόμενες θητείες, ο Αντώνης Έλληνας για δυο θητείες, ενώ ο σημερινός κοινοτάρχης ο Αντώνης Νικηφόρου (συγγενής εκ μητρογονίας), εκλέχτηκε για τρεις συνεχόμενες θητείες, και κατά τα φαινόμενα ίσως καταστεί ισόβιος κοινοτάρχης Έμπας.

Ήταν η τελευταία φορά που επεχηρείθη από γαμπρό ξενομερίτη να τηρήσει αυτό το έθιμο. Δεν ξανασυνέβηκε, γιατί λίγο καιρό πρίν, το 1871, όταν στην Κύπρο ανέλαβαν την διοίκηση οι Άγγλοι αποικιοκράτες, είχαν απαγορεύσει αυτό το έθιμο, και με τις αυστηρές τιμωρίες που επέβαλλαν στους παραβάτες, σιγά σιγά σταμάτησαν να το εφαρμόζουν.

Υ.Γ. Ο Παπασάββας απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Απόγονος του ήταν ο Αλέξανδρος, πατέρας της παπαδιάς Ελένης Παπακώστα. Η γυναίκα του ξαναπαντρεύτηκε και έκαμε απογόνους τον Λεωνή τον Λιόνταρο το γνωστό γεροντοπαλίκαρο της Χλώρακας, και την Ελεγγού του Ρωτόκλειτου.

Ο ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

Οι περισσότεροι που τον γνώρισαν αποτίουν φόρο τιμής στον αγνό ήρωα επαναστάτη και στέκονται με δέος απέναντι στη ρομαντική ξεθωριασμένη πλέον από τον καιρό μορφή του.

 

 Το 1915, γεννήθηκε στην Χλώρακα o Κώστας Λεωνιδας Σιαμμάς, που σαν μεγάλωσε, γρήγορα φανερώθηκε το ανήσυχο του πνεύμα.

Ήταν έξυπνος εργατικός και τίμιος, είχε καλά προτερήματα, είχε και ένα πρώτο απ όλα, ήταν φιλόπατρις και επαναστάτης απέναντι στην κοινωνία τον κόσµο και το Θεό, ήταν απόστολος με τες σκέψεις του να κυριαρχούν και να θέλουν, ώστε να γίνεται ο κόσμος καλύτερος, ομορφότερος και πιο δίκαια καμωμένος. Από μικρός στα χωράφια και στα κοπάδια του κυρού του, έμαθε με τον δύσκολο τρόπο την αντρειοσύνη. Γεννημένος σε μια εποχή που η πατρίδα του ήταν κυριευμένη από τους Εγγλέζους κατακτητές, νιώθοντας την καταπίεση στο πετσί και στην ψυχή, δεν άντεχε την σκλαβιά, ήθελε να επαναστατήσει και να πολεμήσει ενάντια της. Ήταν έτσι που σκεφτόταν, ήταν έτσι που φαινόταν, ώστε δεν ήταν τυχαίο που ήταν πρώτα αυτόν, ανάμεσα σε άλλους το 1954 που μύησε στον αγώνα της ΕΟΚΑ ο αρχηγός του έπους εκείνου που οδήγησε στην απελευθέρωση της Κύπρου.

Ήταν ένας τίμιος και δίκαιος αγώνας για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που αν και κερδήθηκε δεν έφερε το ποθούμενο αποτελεσμα, παρά μια κουτσουρεμένη ανεξαρτησία. Όμως δεν ήταν μάταιος, άφησε ηθικά διδάγματα, κληροδότησε παρακαταθήκες στους νεώτερους, σφυρηλάτησε το Εθνικό φρόνημα και δίδαξε το μεγαλείο του Ελληνικού ελεύθερου πνεύματος. Οι Κύπριοι αγωνιστές παίρνοντας διδάγματα από την ιστορία των ηρώων της Αρχαίας Ελλάδας και του 1821, και με εθναρχούσα την εκκλησία της Κύπρου να τους οδηγεί, έδωσαν το άπαν των δυνάμεων και την ζωή τους γι αυτόν τον αγώνα.

Σε νεαρή ηλικία ο Κώστας Λεωνίδας μαθήτευσε ως ψάλτης στο ιεροψαλτείο του Παπάντωνη όπου έμαθε την τέχνη της ψαλτικής, τέχνη που ύστερα του εχρησίμευσε όταν κατά το τέλος του αγώνα εχρήσθη ιερεύς. Το 1941 πρωτοστάτησε στην ίδρυση και επικράτηση της ΠΕΚ, ακόμα μαζί με άλλους υπήρξε ιδρυτής του Θρησκευτικού Συλλόγου της Χλώρακας. Ήταν σύλλογοι και κατηχητικά υπό την σκέπη της εκκλησίας που εξέθρευσαν νέους αγωνιστές της Ελευθερίας, οι οποίοι πίστευαν οτι η Κύπρος δεν μπορεί να έχει άλλο μέλλον παρά μονο Ορθόδοξο και ελληνικό. Που αγωνίστηκαν κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας δίνοντας ελπίδα και θάρρος σε άλλους καταπιεσμένους λαούς, ιδιαίτερα στις χώρες που βρίσκονταν ακόμη υπό αποικιακή διακυβέρνηση...

Ήταν το 1953, ο φοβερός σεισμός ισοπέδωσε σχεδόν όλα τα σπίτια. Ήταν όλα καμωμένα απο πέτρα και πηλό, κτισμένα από εποχές ξεχασμένες, δεν άντεξαν το μεγάλο μένος του σεισμού, χάλασαν και ερείπια έμειναν να κείτονται στη γη. Ήταν η καταστροφή μεγαλη, ο πληθυσμός δεν είχε που να παει. Με μπροστάρη όμως τον Παπάκωστα μαζί του και ορισμένοι άλλοι,  παρηγόρησαν τον κοσμο, τον βοήθησαν, τον συμβούλευσαν και τον οδήγησαν ώστε όλοι συναδελφωμένα άντεξαν και ξεπέρασαν το μεγάλο κακό που έδωκε πανω τους. Ήταν ημέρες δύσκολες, σε όλη την Πάφο, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα καταστράφηκαν χιλιάδες σπίτια και πολλά χωριά  μετατράπηκαν σε ερείπια, ενώ σκοτώθηκαν 40 νοματοί. Ίσως ήταν θέλημα Θεού, η ώρα που έγινε ο σεισμός ήταν πρωί, πολλοί αγρότες βρίσκονταν στις εργασίες τους, έτσι αποφεύχθηκαν μεγαλύτερες απώλειες σε ζωές. Αμέτρητα σπίτια χάλασαν, ο κόσμος έλαβε βοήθεια και τσαντίρια, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση έκτιζε πυρετωδώς σπίτια παράγκες για να στεγαστεί ο κόσμος. Χρησιμοποιούσαν πέτρες προκατασκευασμένες από γύψο, είδος όχι στέρεο, και πολύ επικίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων. Ήταν γι αυτό ακριβώς, που ο Παπακώστας απευθυνόμενος στην Αγγλίδα βουλευτή Μπάρμπαρα Κάλς σε επίσκεψη της στη Χλώρακα, είπε την γνωστή φράση που έμεινε μέχρι σήμερα, «μας κτίζετε σπίτια απ έξω κούκλα, και από μέσα πανούκλα», θέλοντας να τονίσει την επικινδυνότητα των υλικών, άρα θα έπρεπε να αλλάξει το δομημένο υλικό από γύψο σε τσιμέντο, όπως και εγινε, έτσι που ύστερα από αυτό χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο των παραγκών, τις γνωστές τσιμεντόπετρες.

Το 1954 δημιουργήθηκε η πρώτη ομάδα στη Χλώρακα  που αποτέλεσε τον πυρήνα της οργάνωσης της ΕΟΚΑ, με πρωτο ομαδαρχη ανα την Κυπρο, τον ιδιο. Μυήθηκε και εντάχτηκε στην οργάνωση απο τον Ανδρέα Αζίνα αρχές του 1954. Στις 5 Μαρτίου 1954 μαζί με άλλους παραλαμβάνει τον οπλισμό και τα πυρομαχικά που μετέφερε το πλοιάριο"Σειρήν" στην περιοχή "Βρέξη". Στις 10 Νοεμβρίου 1954 μαζί με άλλους δυο αγωνιστές, παραλαμβάνει τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή στην παραθαλάσσια τοποθεσία "Αλυκή". Στις 25 του Γεννάρη 1955 συλλαμβάνεται με άλλους 12 στην περιοχή "Ροδαφίνια" ενώ παραλάμβαναν οπλισμό και πυρομαχικά που μετέφερε το πλοιάριο "Αγιος Γεώργιος", και καταδικάζεται στις 6 Μαΐου 1955 σε τετραετή φυλάκιση. Αποφυλακίζεται στις 19 Μαρτίου 1958, και αμέσως χειροτονείται από τον Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο διάκονος, και σε λίγες μέρες χειροτονείται πρεσβύτερος. Σαν ιερέας ανέπτυξε πλούσια Κοινωνική και θρησκευτική δραστηριότητα. Πρωτοστάτησε στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας της "Χρυσοαιματούσης" που είχε χαλάσει στον σεισμό του 1953 με εθελοντική εργασία, και με εράνους σε όλη την Κύπρο. Ήταν ένας από τους κύριους συντελεστές στο να μεταφερθεί νερό και ρεύμα στην κοινότητα, καθώς και στην διάνοιξη και ανακατασκευή σχεδόν όλων των δρόμων του χωρίου. Το 1961 με δικές του προσωπικές ενέργειες  προς τη Ζήνα Κάνθερ, κατάφερε οπως αυτή καταστεί μεγαλη ευεργέτιδα της Χλώρακας με έργα οπως την διάνοιξη και κατασκευή του δρόμου που οδηγεί στο χώρο αποβίβασης του Διγενή,  την ανέγερση του παρεκκλησιού του "Αγίου Γεωργίου" την μεταφορά του πλοιαρίου, την ανέγερση εστιατορίου, οπως και τη μεταβίβαση 33 στρεμμάτων γης, στην εκκλησία της Χλώρακας που η Ζήνα Κάνθερ ειχε αγοράσει. Το 1963 με το ξέσπασμα της Τουρκικής ανταρσίας βρίσκει τον Π/Κώστα στη πρώτη γραμμή να οργανώνει, να εκπαιδεύει και να καθοδηγεί τους νέους του χωριού πως να αποκρούσουν την Τουρκική ανταρσία.  Όταν οι Τούρκοι απέκλεισαν τις κοινότητες της Χλώρακας, Κισσόνεργας και Πέγειας με φυλάκια και μπλόκα στον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, ο Π/Κώστας οργάνωσε ομάδες εθελοντών οι οποίοι  δούλεψαν νυχθημερόν μέχρι που ανοίχτηκε καινούργιος  δρόμος μέσω του χωριού Εμπα.

Τον Γενάρη του 1964 μεταβαίνει στην Αθήνα συνοδευόμενος από τους Κώστα Κ. Πενταρά, Ανδρέα Κουρούσιη και άλλους αγωνιστές απο την υπόλοιπη Κύπρο, και συναντούν τον Στρατηγό Γρίβα, και απαιτούν την κάθοδο του στην κινδυνεύουσα Κύπρο για να οργανώσει την άμυνα. Το 1968 με δικές του ενέργειες και παραστάσεις προς την κυβέρνηση ανεγείρεται το υπόστεγο που στέγασε το πλοιάριο "Αγιος Γεώργιος". Κατά την διάρκεια της Ιεροσύνης του, υπήρξε Θρονικος επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου.

Πέθανε από σύντομη ασθένεια σε ηλικία 56 ετών στις 23/7/197. Όλοι ελυπήθηκαν διότι ήταν άνθρωπος αγαπητός και δίκαιος, προοδευτικός και φιλοπρόοδος, ήταν μπροστάρης σε όλους τους αγώνες, είχε καταστεί άτυπος αρχηγός της κοινότητας και έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού. Ήταν ακριβώς περίπτωση της βεβαίωσης όπως της ρήσης, «οι καλοί πεθαίνουν νέοι».

Ο ΗΜΙΟΝΟΔΗΓΟΣ

Ήτανε μια φορά κάμποσα χρόνια πρωτύτερα, ένας βοσκός που από μικρό παιδί πρόσεχε τα πρόβατα του πατέρα του, μόνο αυτά είχε για παρέα, και δεν είχε πάει παραπέρα από το χωριό του.  Βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια, ήθελε να παει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει κι’ άλλα πραγματα, άλλες χώρες και πατρίδες. Ήθελε να δραπετεύσει από τη μονοτονία που του έσπαζε τα νεύρα, ήθελε επίσης αντί παρέα τα πρόβατα, να έχει τους ανθρώπους. Ήταν ο Νεόφυτος Χριστοδούλου Σιαμμάς ή άλλως Φυτός, που στα 21 του χρόνια στα 1912, όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι έτρεξε να καταταγεί στις τάξεις του Ελληνικού στρατού. Σκεφτόταν τον νέο κόσμο που θα γνώριζε, τις περιπέτειες που θα του συνέβαιναν και τις εμπειρίες που θα αποκόμιζε, σκεφτόταν ακόμα τον θαυμασμό και τη δόξα που θα απελάμβανε στο γυρισμό του. Τα κατάφερε και κατετάγει, ετοποθετήθει ως ημιονηγός, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, και έζησε την φρίκη του πολέμου. Ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα, κινδύνευσε πολλές φορές, ακόμα πληγώθηκε βαριά, μόλις γλύτωσε στην τρίχα τη ζωή του.

Εδέησεν όμως ο Θεός, και επέστρεψε κάποτε στο χωριό του την Χλώρακα. Ύστερα απ όσα τράβηξε, δεν επιθυμούσε πλέον τιμές και δόξες. Κει που πήγε είδε κι’ έπαθε πολλά, ώστε αναθεώρησε τις απόψεις του, ήταν ευχαριστημένος που ήταν ζωντανός, και απεφάσισε ότι το μόνο που ήθελε, ήταν όπως και πριν, να κάνει την ήσυχη ζωή του βοσκού, και να έχει για παρέα μόνο τα ζά.

Παλιότερα εκείνα τα χρόνια, οι γονιοί έδιναν περιουσία προίκα συνήθως μόνο στις κόρες. Έτσι ο Φυτός μη έχοντας κληρονομήσει ούτε σπίτι, ούτε χωράφι αλλά ούτε έστω κοπάδι που ήταν το επάγγελμα του, έπιασε δουλειά βοσκός σε ένα συγγενή του, με μεροκάματο το φαγητό του, και ένα πολύ μικρό επίδομα κάθε τέλος του χρόνου. Εκκλησία δεν είχε καιρό να πηγαίνει, παρά μόνο κάποτε τις νύχτες στις μεγάλες εορτές της χριστιανοσύνης…

Ήταν ένα μεγάλο Σάββατο, μάντρισε το κοπάδι, λούστηκε, έβαλε την καλή του βράκα και το όμορφο γιλέκο και  πανω απ αυτό το όμορφο ζιμπούνι, ένιωθε έτοιμος να μπει στην εκκλησιά και να αντικρύσει την όμορφη Δεσποινού που έβαλε στο μάτι και είχε σκοπό να τη ζητήσει για γυναίκα του. Πήρε την κατηφόρα και κίνησε πρώτα για το καφενείο όπου είχε δουλειά, ύστερα για την εκκλησιά.

Το καφενείο του Χ΄Φίλιππου ήταν στο έμπα της πλατείας λίγο πριν την εκκλησιά. Απ έξω είχε μια μεγαλη καμάρα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Οι άλλοι χωριανοί κάθονταν στο σύθαμπο της λάμπας πετρελαίου σιγοπίνοντας τον καφέ τους και να σιγοκουβεντιάζοντας.

Μπήκε μέσα ο Φυτός, παράγγειλε καφέ, και πρόσταξε του καφετσιή να έρθει που τον θέλει. Κόντεψε ο καφετσιής, και οι άλλοι θαμώνες άκουσαν έκπληκτοι τον φτωχό Φυτό που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, να γυρεύει από τον καφετσιή να του πουλήσει το μικρό σπιτάκι με την μικρή αυλή που είχε στην πάνω γειτονιά, γιατί το είχε βάλει στο μάτι και ήθελε να το γοράσει.

Ο Χ΄Φίλιππος ήταν ένας μεγάλος τοκογλύφος, άρχοντας στο χωριό με πολλά χρήματα και περιουσία. Ακούοντας το Φυτό να θελει να αγοράσει σπίτι χαμογέλασε πιστεύοντας ότι τον χωράττευε. Για να του ανταποδώσει το χωραττό, με ύφος ειρωνικό, του ανταπάντησε ότι αν έφερνε δεκατρείς λίρες, το σπίτι ήταν δικό του. Ξέροντας τη φτώχεια του και τα έσοδα του, ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρει ούτε μια λίρα, πόσο μάλλον δεκατρείς. Ο Φυτός δέχτηκε και η πράξη τέλεψε, και τούδωσε το χέρι ττοκκάροντας για επικύρωση της συμφωνίας.

Πέρασαν λίγες μέρες, τέλειωσε το Πάσχα, το γεγονός ξεχάστηκε. Εξ άλλου ήταν μια κουβέντα του καφενέ, έτσι πίστεψαν όλοι.

Αλλά ένα δειλινό είδαν οι χωριανοί τον Φυτό να επισκεπτεται τον Χ’ Φίλιππο. Κανενός το μυαλό δεν πήγε στην κουβέντα του Μεγάλου Σάββατου. Ήξεραν ότι ζήτησε την Δεσποινου να την χαρτωθεί, και σκέφτηκαν ότι πήγαινε να γυρέψει δανεικά για να αγοράσει τα δαχτυλίδια.

 Έκπληκτοι, σε λίγο άκουσαν φωνές και μαλώματα, άκουσαν τον λιγομίλητο Φυτό να φωνάζει δυνατά, να λέει ότι είχαν συμφωνία, έπρεπε να την τηρήσει, έπρεπε να του βουλώσει το σπίτι αφού του έφερε τις δεκατρείς λίρες. Ο Χ΄ Φίλιππος του εξηγούσε πως δεν ήταν δυνατό να του πουλήσει το σπίτι  που άξιζε περισσότερο από πενήντα λίρες μόνο δεκατρείς, και ήταν ένα χωρατό που είπε χωρίς να το εννοεί.

Μάλωσαν κάμποσο, ο Χ΄Φίλιππος έβγαλε έξω τον θρασύ βοσκό, που μουρμουρίζοντας θυμωμένα έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.

Πέρασε λίγος καιρός, ξαφνικά ένας ζαφτιές έφερε μια δικαστική κλήση του Χ΄Φίλιππου.

Ο Φυτός τον είχε μηνήσει για αθέτηση προφορικής συμφωνίας. Πήγαν στο δικαστήριο, καλέστηκαν σαν μάρτυρες όλοι όσοι ήταν μες στο καφενείο εκείνο το Μεγάλο Σάββατο, και ο δικαστής ακούγοντας όλες τις μαρτυρίες, αποφάσισε ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη και έβγαλε απόφαση να βουλωθεί το σπίτι στον Φυτό έναντι αντιτίμου δεκατριών λιρών, και επίσης τα έξοδα της δίκης να πληρωθούν από τον Χ΄Φίλιππο.

Πήρε το σπίτι στην κατοχή του ο Φυτος και αφού παντρεύτηκε τη Δεσποινου κατοίκησαν μέσα, υπάρχει δε  μέχρι σήμερα επισκευασμένο και συντηρημένο, και σε αυτό κατοικά η εγγονός του Φυτού μαζί με την οικογένεια της

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΗΣΤΑΘΙΟΥ

Το 1878 τέλειωσε η Τουρκική κατοχή της Κύπρου, μια περίοδος μαύρων αναμνήσεων από τους μεγάλους κατατρεγμούς των Χριστιανών,  και άρχισε μια άλλη τυρρανία, η εποχή της Αγγλοκρατιας που ήταν μια περίοδος στυγνής διακυβερνήσεως που σε όλη την περίοδο της,  η καταστολή των βασικότερων δικαιωμάτων του Κυπριακού λαού ήταν συνεχής.

Ενώ ο Κυπριακός λαός τους υποδέχτηκε σαν ελευθερωτές, οι Άγγλοι αποικιοκράτες αποδείχτηκαν μια άλλη συνέχεια στυγνών κατακτητών μετά τους Τούρκους.

Με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου δόθηκαν από τους Εγγλέζους υποσχέσεις για παραχώρηση αυτοδιάθεσης άμα τη λήξη του πολέμου, και οι Κύπριοι πιστεύοντας τους,

κατατάχθηκαν μαζικά στον Αγγλικό στρατό και πολέμησαν εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους. Με την λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όμως, η άρνηση της εκπλήρωσης των υποσχέσεων τους, φούντωσε και θέριεψε στις καρδιές των Ελληνοκυπρίων τη διάθεση για αποτίναξη του Βρετανικού ζυγού.

Το 1954, ύστερα από προσεχτική προετοιμασία, η Κυπριακή εκκλησία με αρχηγό το Μακάριο κάλεσαν τον Γρίβα Διγενή στην Κύπρο που φτάνοντας κρυφά αποβιβάστηκε στις ακτές της Χλώρακας όπου από εκεί ξεκίνησε το δύσκολο έργο της οργανώσεως του αγώνα με στρατολόγηση κυρίως νέων από τις τάξεις των χριστιανικών οργανώσεων και την εκπαίδευσή τους στον αντάρτικο αγώνα, ιδρύοντας έτσι την ΕΟΚΑ. Με νεαρά κυρίως παλικάρια να απαρτίζουν την οργάνωση, την 1η Απριλίου 1955 ξεκίνησε η ένοπλη εξέγερση ενάντια στην κατοχική τυραννία των Βρετανών. Με ανατινάξεις και επιθέσεις σε στρατιωτικές βάσεις και αστυνομικούς σταθμούς, άρχισε ο αγώνας.

Οι κατακτητές αντέδρασαν με βία και σκληρότητα. Με συλλήψεις και βασανιστήρια, με δίκες παρωδίες και με απαγχονισμούς και άλλα που νόμιζαν ότι θα έκαμπταν το ηθικό των παλικαριών της ΕΟΚΑ, δοκίμασαν να καταστείλουν την μεγάλη επανάσταση, όμως δεν τα κατάφεραν, με αποτέλεσμα την τελική ήττα τους από ένα μικρό, αλλά μεγάλο σε ψυχή λαό.

Επειδή η Χλώρακα ήταν ο τόπος που ξεκίνησε η στρατολόγηση αγωνιστών, οι Εγγλέζοι έστησαν στρατόπεδα εντός και εκτός του χωρίου για να ελέγχουν απόλυτα τες κινήσεις των χωριανών. Με μπλόκα, κέρφϊου και ταχτικές συλλήψεις πάντα των ίδιων στοχευμένων ανθρώπων, αυτών που υποψιάζονταν ή είχαν πληροφορίες, προσπαθούσαν δι ασφυκτικής πιέσεως και καταπιέσεως να καταστείλουν τον αγώνα τους. Συνελάμβαναν αμούστακα παλικάρια και τα οδηγούσαν στις φυλακές και στα κρατητήρια. Τους βασάνιζαν και τους εξευτέλιζαν, τους άφηναν νηστικούς και διψασμένους για μέρες προσπαθώντας να εκμαιεύσουν ακόμα και ψεύτικες ομολογίες, αλλά και να τους κάμουν να φοβηθούν.

Όμως στα παλικάρια μέσα τους, ήταν εμποτισμένη η ιδανικότερη ιδεολογία της πατρίδας και της ελευθερίας, και έχοντας μέσα τους τη σπίθα των Σπαρτιατών και των άλλων προγόνων τους, χωρίς φόβο για θάνατο και βασανιστήρια, συνέχιζαν την προσφορά τους υπέρ πίστεως και πατρίδας.   

Οι αμέτρητες συλλήψεις και τα πολεμικά γεγονότα ήσαν απειράριθμα και πολλά εξ αυτών έχουν καταγραφεί, πολλά όμως δεν έχουν δυστυχώς καταγραφεί, και όταν όλοι οι αγωνιστές θα φύγουν από τη ζωή, πολλά θα σβήσουν και θα ξεχαστούν. Υπάρχουν περιστατικά που διηγούνται για μεγάλες αντοχές στα βασανιστήρια, περιστατικά για ενέδρες και συλλήψεις, υπάρχουν όμως και συμβάντα που σε όποιον συνέβησαν τα ενθυμείται με νοσταλγία και χαμόγελο, άσχετα αν εκείνες τις συγκεκριμένες ώρες, φώλιαζε η αγωνία στην καρδιά τους.

Ήτανε ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο Αντωνής Μαυρονικόλας λογάριαζε να πάει να προσκυνήσει και να λειτουργηθεί στο μικρό εκκλησάκι στην άκρη του χωριού, και ύστερα να ροβολήσει την κατηφοριά, να πάει στο χωράφι κάτω στο γιαλό, να ποτίσει τα λάχανα και τα οπωρικά, καθώς για ζήση είχε το επάγγελμα του γεωργού. Όπως κάθε Χριστιανός πίστευε μετα φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, ειδικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς που ζούσαν υπό τα δεσμά των κατακτητών, το ίδιο και ο Αντωνής ήταν ένας πιστός που γαλουχήθηκε με τις ορθόδοξες Χριστιανικές καταβολές. Πίστευε πολύ στο Θεό και είχε για προστάτη του Άγιο τον Άη Νικόλα της Χλώρακας που το αρχαίο εκκλησάκι του ήταν κτισμένο από βοσκούς πρωτινούς, πάνω σε ένα γκρεμό αγναντεύοντας τη θάλασσα εδώ και 1300 χρόνια.

Ο Αντωνής ήταν κοντά είκοσι ενός χρονών, σχεδόν αμούστακο παλικάρι με λίγες τρίχες στο πρόσωπο, αλλά πολλή παλικαριά μέσα στην καρδιά. Είχε μυηθεί στον αγώνα και ήταν μέλος σε ομάδες στήριξης, δηλαδή αποτελούσε σύνδεσμο για μεταφορά και απόκρυψη οπλισμού καθώς και αργότερα μέλος σε μαχητικές ομάδες κρούσεως και εκτελεστικού στη Χλώρακα. Ανήκε στις πρώτες ομάδες που απετέλεσαν τον πυρήνα της οργάνωσης της ΕΟΚΑ, και ομαδάρχης του ήταν ο Μιχαλάκης Παπαντωνίου ο οποίος ήταν μέλος της πρώτης ομάδας που παρέλαβε τον Διγενή στις 10 Νοεμβρίου 1954, και αργότερα συνελήφθει με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της Χλώρακας κοντά στην ακτή «Ροδαφίνια» όταν ξεφόρτωναν δυναμίτιδα από το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος».

Ήταν ένα χειμωνιάτικο παγερό πρωινό, πήγαινε περπατητός για τη δουλειά του. Ξεκίνησε πολύ πρωί, θέλοντας να αποφύγει συναπαντήματα που θα τον εξέθεταν, γιατι στη πούγκα του είχε σφαίρες που θα τις παρέδιδε σ ένα συνάδελφο του αγωνιστή, τον Κόκο Ταπακούδη για να τις μετέφερνε στην Τάλα και να τις παρέδιδε στον Κκέλη και στον Μιρτή, δυο άλλους αγωνιστές που αργότερα είχαν σκοτωθεί από τους Εγγλέζους σε μάχη που δόθηκε κατά τη διάρκεια πολιορκίας του κρυσφηγέτου τους

Στη πούγκα του σακακιού του είχε ακόμα, ένα μικρό χαρτάκι σημείωμα με κώδικα, μια διαταγή της οργάνωσης για μια προοριζόμενη αποστολή. Αν τον συνελαμβαναν με όλα αυτά, σίγουρα μια ήταν η καταδίκη. Απαγχονισμός. Με αυτές στις σκέψεις, περπατούσε γρήγορα θέλοντας να αποφύγει όλους τους ανθρώπους, να πάει στα γρήγορα να προσκυνήσει στον Άη Νικόλα και εκεί να παραδώσει ότι κουβαλούσε, και ύστερα να κινήσει για το χωράφι του.

Περνώντας από το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη, του έδωσε η μυρωδιά του καφέ, και τον λιγουρεύτηκε. Δεν σκέφτηκε να σταματήσει, αλλά ο κουμπάρος του ο Χαμπής, ο γιος του καφετζιή, του έβαλε μια φωνή, να κοπιάσει να τον κεράσει καφέ. Πήγε ο άμοιρος, και πριν προλάβει να πιει μια ρουφηξιά καφέ, μπούκαραν μέσα οι Εγγλέζοι και τους έστησαν στον τοίχο για έρευνα.

Η καρδιά του πήγε να σπάσει, ήξερε, ήταν το τέλος. Με ότι θα εύρισκαν πάνω του, σίγουρα θα τον συνελάμβαναν, σίγουρα θα τον βασάνιζαν, και σίγουρα θα τον σκότωναν. Έμεινε να τους κοιτάζει τρομαγμένος και να καταριέται την απόφαση του να πιει καφέ. Τους κοίταζε, και το μόνο που μπόρεσε να κάμει, ήταν μια προσευχή, που ήρθε στο στόμα του αυθόρμητα,

-Άη Νικόλα βοήθα με.

Ο Άη Νικόλας τον βοήθησε, ήταν σίγουρος ότι είχε γλυτώσει, αφού πίσω από τους Εγγλέζους στρατιώτες είδε να μπαίνουν μερικοί Τούρκοι αστυνομικοί με αρχηγό τους τον Κκεμάλη, ένα νεαρό Τουρκόπουλο από τον Μούτταλο που μαζί του είχε φιλίες παιδικές. Παλιότερα συναντιόνταν σχεδόν καθημερινά, καθώς το χωράφι του σχεδόν συνόρευε με τη Τούρκικη συνοικία του Μουττάλου. Ερχόταν και τον βοηθούσε στο μάζεμα των καρπών από το περβόλι, και κάθε φορά τον φόρτωνε πραμάτεια να πάρει στο σπίτι του που είχε να ζήσει σύζυγο και τρία κουτσούβελα. Είχε καιρό να τον δει, και ξάφνου τον είδε ντυμένο με στολή αστυνομικού, και στο χέρι να έχει τρία νησιάνια. Θυμόταν που του έλεγε ότι σκεφτόταν να γραφτεί αστυνομικός στους Εγγλέζους, και ο ίδιος τον παρότρυνε να μην το κάμει γιατι ήταν επικίνδυνο. Και νάσου τον τώρα μπροστά του, με ύφος αυστηρό και ένα μεγάλο πιστόλι στην κόξα, να προχωρά προς το μέρος του. Τον κοίταζε στα μάτια σκληρά, αλλά ο Αντωνής ένιωθε ανακούφιση, τον έβλεπε σαν Άγγελο σταλμένο από τον Άη Νικόλα, ήταν σίγουρος ότι ο παλιός του φίλος θα έβρισκε τρόπο να τον καλύψει.

Με τα χέρια ψηλά ακουμπισμένα στον τοίχο όπως ήταν, ο Κκεμάλης τον ερεύνησε εξονυχιστικά. Δείχνοντας υπέρμετρο ζήλο, του έψαξε ακομα τις καλτες και τα παπουτισα, και τελειώνοντας έγνεψε στους Εγγλέζους στρατιώτες ότι ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτα πάνω του, τους είπε. Τον προσπέρασε και συνέχισε με τους άλλους.

Μια γλυκεία ανακούφιση τον έλουσε, εκεί που ήταν σίγουρος ότι ήρθε το τελος, όλως αναπάντεχα άλλαξε η κατάσταση, ο Άη Νικόλας, τον βοήθησε.

Αφού όλοι οι θαμώνες ερευνήθηκαν, όπως πάντα, οι Άγγλοι στρατιώτες ξεχώρισαν μερικούς και αναγκάζοντας τους να έχουν ψηλωμένα τα χέρια, τους έσπρωξαν μπροστά, και τροχάδην τους κατεύθυναν προς τα φορτηγά αυτοκίνητα όπου τους επιβίβασαν για να τους οδηγήσουν στο στρατόπεδο για περαιτέρω ανάκριση.

Ανάμεσα σε αυτούς, ο Αντωνής, χωρίς ακόμα να συνέλθει από την ευχαρίστηση που ένιωθε και την ευγνωμοσύνη που αισθανόταν για τον Τούρκο φίλο του, χωρίς φόβο πλέον στην καρδιά, σκεφτόταν πώς να απαλλαγεί από τις σφαίρες και το σημείωμα της ΕΟΚΑ που είχε στις τσέπες του.

Τώρα, ύστερα από 65 χρόνια, καθισμένοι και οι δυό μας στο ίδιο καφενείο που συνέβηκε το περιστατικό, σε συνέχεια μου διηγείται το τέλος της ιστορίας, ενώ οι αναμνήσεις τον κάνουν να αναπολεί τα χρόνια εκείνα τα δοξασμένα, που μια χούφτα γενναίων ανθρώπων τα έβαλαν με την κραταιά Βρετανική αυτοκρατορία κατορθώνοντας το ακατόρθωτο. Να την νικήσουν. Με το πρόσωπο του φωτισμένο από τις ένδοξες εκείνες θύμισες, συνέχισε να μου λέει,

-Σκεφτόμουν πώς να απαλλαγώ από τις σφαίρες, και ενώ έτρεχα με τα χέρια ψηλωμένα, μου ήρθε φώτιση από τον Άη Νικόλα. Όταν φτάσαμε στα αυτοκίνητα και κατεβάσαμε τα χέρια για να μπούμε σ αυτά, έβαλα το δεξί μου χέρι στη τσέπη με τις σφαίρες, και βάζοντας όση δύναμη είχα στο δάχτυλο μου, ξέσχισα τη φόδρα της τσέπης που ευτυχώς ήταν κομμένη από την πολυκαιρία, και άφησα μια μια τις σφαίρες να πέσουν στο έδαφος και να χαθούν μέσα στο χώμα της πλαταίας. Ύστερα πάνω στο αυτοκίνητο, με τρόπο έβγαλα το μικρό χαρτάκι και το έβαλα στο στόμα, που βρέχοντας το με το σάλιο μου, το κατάπια ευτυχώς χωρίς δυσκολία… Μας πήραν στο «Δασούϊ», το κεντρικό στρατόπεδο τους στην Πάφο όπου μας κράτησαν για 17 μέρες… Ήταν δύσκολοι καιροί, άλλες εποχές, αλλά και σε αυτή μου την ηλικία, τώρα, αν μου το ξαναζητήσει η πατρίδα, και πάλιν είμαι έτοιμος τρέξω να αγωνιστώ… 

Ο ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΟΥΘΚΙΟΥ

Σε κάθε τόπο όπου οι άνθρωποι ζουν, πάντα υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν, αυτοί που είναι αγαπητοί, ή ακόμα και το αντίθετο, είναι όμως που με τον τρόπο τους εμπεδώνουν την προσωπικότητα τους με αποτέλεσμα να είναι όπως η βούλα στο χαρτί που χωρίς αυτήν κανένα έγγραφο δεν έχει αξία. Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα στο επίκεντρο κάθε μεγάλης ή μικρής κοινωνίας, είναι πάντα αυτοί που καθορίζουν την μοίρα των άλλων χωρίς να κατέχουν θέσεις και αξιώματα, το πετυχαίνουν απλά γιατί είναι αυτοί που είναι.

Ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους ένας, ήταν ο Χριστοφής του Αντρεουθκιού που έζησε τις δύσκολες δεκαετίες του πολέμου με τους Εγγλέζους, του Χουντικού πραξικοπήματος, και ύστερα της Τούρκικης εισβολής.

Ο Χριστοφής ήταν γιός του Αντρεουθκιού του κασάπη ο οποίος είχε πολυμελή οικογένεια, την ίδια πολυπληθή οικογένεια δημιούργησε και ο ιδιος αργότερα όταν παντέφτηκε την κόρη του παπά του χωριού.

Η Χλώρακα εκείνες τις εποχές ήταν μια άγνωστη μικρή κοινότητα. Ήταν χρόνια πέτρινα και μίζερα, και αυτός πάσκιζε με πολλή κόπο και μανία να κάμει τα δύσκολα να γίνουν πιο υποφερτά. Έτσι τον θυμούνται οι απόγονοι του και όλοι οι χωριανοί από τον θάνατο του και μετά, όταν ξαφνικά από ενωρίς πέθανε στα 63 του χρόνια. Όλοι τον θυμούνται που πάντα χαμογελαστός με τη μεγάλη του στωικότητα αντίκριζε τα δύσκολα, τα υπέμενε, δεν τα έβαζε κάτω, και ξανά απ την αρχή ξεκινούσε με πλώρη την ελπίδα που είχε πάντα μέσα του, που ήταν αυτή που τον έκαμνε να είναι αισιόδοξος αλλά και φιλόσοφος. Μιλούσε πάντα με μια γαλήνια ηρεμία, έβλεπε τα πράγματα αισιόδοξα, έτσι ώστε παρέσερνε με τον δικό του τρόπο όλο τον κόσμο γύρω του να είναι σαν κι αυτόν.  

Μαθαίνοντας την τέχνη από τον κύρη του συνέχισε το ίδιο επάγγελμα, αλλά επειδή οι καιροί ήταν φτωχικοί, ο κόσμος έτρωγε κρέας μόνο το Πάσχα. Τα έσοδα του ήταν πενιχρά, γι αυτό σκεφτόταν τι άλλο να έκαμνε για το μεροκάματο, σκέφτηκε ώσπου του ήρθε μια ιδέα, άλλη δουλειά που του ταίριαζε, ήταν του ταβερνιάρη. Νοίκιασε λοιπόν ένα φτηνό μαγαζάκι και έβαλε μέσα λίγες καρέκλες και τραπέζια, τοποθέτησε έξω στην αυλή μια φουκού και ανάβοντας την έβαλε πανω στα κάρβουνα να γυρίζουν δυο σούβλες με το καλύτερο του κρέας.

Στους υστερότερους καιρούς όπως ο ίδιος διηγιόταν συχνά, Θυμάται την πρώτη φορά που ενώ ψηνόταν η σούβλα με μια μπύρα στο χέρι, αυτός στεκόταν και σκεφτόταν τι ωραία που μύριζε, αν δεν είχε πελάτες θα έκανε ζεύκι με την οικογένεια του. Εστεκε και γύριζε τη σούβλα ώσπου να ψηθεί και ο νους του έτρεχε εδώ και κεί. Σκεφτόταν το παρελθόν και περιδιαβαίνοντας το, ο νούς του στάθηκε στο εχτές, σε ενα περιστατικό που συνέβηκε…

Σαν κασάπης αγόραζε αιγοπρόβατα που τα έβαζε σε μια πρόχειρη μάντρα στη σκιά δυό δρυών δίπλα στο εκκλησάκι του Άη Νικόλα, ώσπου να έρθει η ώρα να τα σφάξει. Κάτω από τον παχύ ίσκιο αυτών των δενδρών, του άρεσε πολλές φορές τα καλοκαιρινά μεσημέρια, να ξαπλώνει  και να κοιμάται..

Μια μέρα που λαγοκοιμώταν, του φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να καλεί βοήθεια. Έστησε αφτί και ακουσε καθαρά μια αγωνιώδη φωνή να έρχεται από το παραδιπλανό χωράφι που μέσα σ αυτό κατέληγε το τρεξιμιό νερό που ανέβλυζε από μια πηγή δίπλα στον μικρό ναό. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο μέρος, ήταν ένας τόπος λασπωμένος που χρειαζόταν προσοχή κάποιος να τον περάσει, γιατί σε καποια σημεία του είχε μετατραπεί σε βάλτο.

Αμέσως έτρεξε εκεί, και είδε ένα νεαρό χωμένο μέσα στη λάσπη ως τη μέση, να φωνάζει βοήθεια και να προσπαθεί να ξεκολλήσει, αλλά ο βάλτος τον τραβούσε και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί.

Αμέσως ο Χριστοφής πήρε ένα σκοινί από τη μάντρα και ρίχνοντας του το, τον τράβηξε έξω στο στέρεο έδαφος.

Ο νεαρός ήταν ένας ξένος που από μακριά είδε την απλωσιά των χωραφιών, και μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο, όρμησε με την ωραία του κούρσα εκεί να κάνει ράλλυ και ξερογυρίσματα. Το αυτοκίνητο κόλλησε, και αυτος δοκιμάζοντας να βγεί, κόλλησε και ο ίδιος στη λάσπη που τον τραβούσε και δεν τον άφηνε να κινηθεί..

Έτσι που συλλογιόταν, ξάφνου ένα μεγάλο αμάξι με σοφέρ σταμάτησε εμπρός του, και από την πίσω πόρτα βγήκε ένας άνδρας με επιβλητική αριστοκρατική κορμοστασιά και αρχηγικό ύφος, και δρασκελώντας το συμηντήρι που χώριζε το κτίριο από το δρόμο, τον του έτεινε το χέρι.

-Είμαι ο πατέρας του παιδιού που βοήθησες εχτές,

του είπε.

-Εμένα με λένε Χριστοφή και είμαι ο ταβερνιάρης εδώ, εσένα πώς σε λένε και ποιος είσε;

του αντιγύρισε ο Χριστοφής.

Ήταν ο στρατηγός της Εθνικής φρουράς της Κύπρου, και ήρθε να γνωρίσει αυτόν που βοήθησε το γιο του.

Έκατσαν και τα είπαν, η ώρα πέρασε, σάν τα έλεγαν τα ήπιαν, έφαγαν και τη σούβλα, έγιναν τελικά δυο καλοί φίλοι.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία και μαζί της η άνοδος του Χριστοφή. Η φήμη του ως καλού ταβερνιάρη έφτασε απ άκρο εις άκρο της Κύπρου, και εγινε πολύ ξακουστός. Απέκτησε σπουδαίες γνωριμίες, και μπορούσε εύκολα να ζητά χάρες και ρουσφέτια. Ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση, και με ευχαρίστηση βοηθούσε όλους τους χωριανούς. Αυτοί ύστερα με τη σειρά τους τον υποστήριζαν αγοράζοντας κρέας, και τρώγοντας στην ταβέρνα του. 

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ

Το χωριό της Τάλας κατά τον 17ο  αιώνα ήταν ένα αγρόκτημα, και πήρε το όνομα απο τον ιδιοκτήτη, ένα Φράγκο γαιοκτήμονα. Μετά την κατάληψη της Κύπρου απο τους Βενετούς και ύστερα απο τους Τούρκους, το χωριό έμεινε να κατοικείται απο δυο τρεις οικογένειες που έβοσκαν τα κατσίκια τους πάνω στις βουνοπλαγιές του Αγίου Νεοφύτου. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, και ένας εξ αυτών που βαρέθηκε τα κορφοβούνια και την συγκατοίκηση σε σπηλιές  ανθρώπων και ζώων, πήρε την οικογένεια του και ακολούθησε  το μονοπάτι δίπλα απο το αυλάκι το επονομαζόμενο της Ρήγαινας που έπαιρνε νερό απο την Τάλα στα Παλιόκαστρα στην Κατω Πάφου. Περνώντας απο την περιοχή της Χλώρακας του άρεσε η παραλιακή εύφορη γη που συνάντησε, έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί, και ασχολήθησαν με την γεωργία. Η μετακοίνηση της οικογένειας εγινε κοντα στα1800 και αυτό το ξέρουμε απο αφηγήσεις γερόντων κατοίκων της Χλώρακας, που λένε για έναν εκ της οικογενείας, που όταν κατα το 1810, ένα καράβι φορτωμένο με πλούσιους επιβάτες, ενώ ερχόταν από τη Λεύκα και πήγαινε στους Αγίους Τόπους, στη περιοχή του Ακάμα έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, και περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα το έριξαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή με αποτέλεσμα να βουλιάξει και να πνιγούν όλοι.

Το πλοίο οι ντόπιοι κάτοικοι το είπαν χρυσοκάραβο γιατί μετέφερε επιβάτες πλούσιους φορτωμένους χρυσαφικά. Η θάλασσα ξέβρασε όλα τα πτώματα στην ακτή της Χλώρακας και αφου περιμαζεύτηκαν οι νεκροί από τις διοικητικές αρχές, οι κάτοικοι βγήκαν στην παραλία για να περισυλλέξουν ότι πολύτιμο εναπόμεινε από το τραγικό ναυάγιο.

Το ίδιο έκαναν και δυο αδέρφια απο την οικογένεια που είχε έρθει απο την Τάλα. Ψάχνοντας βρήκαν ένα πτώμα κάποιου πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί και ήταν σφηνωμένο σε μια χάστρα, μισοσκεπασμένο από το νερό, ίσα που φαινόταν. Στην μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη, που υπολόγισαν ότι ήταν γεμάτη λίρες. Ο ένας τους έσκυψε να την πάρει, αλλά μετακινώντας το πτώμα, βγήκε από αυτό ένας ρόγχος, ένας ήχος που του προκάλεσε  μεγάλο φόβο, και σάλεψε το μυαλό του. Αρρώστησε, έπεσε σε κώμα, και σε τρεις μέρες πέθανε.

Τις λίρες τις πήρε ο αδελφός του, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα. Δεν τις πείραξε όσο ζούσε, όσες οικονομικές δυσκολίες και να συνάντησε, ώσπου πέθανε και πήρε το μυστικό μαζί του. Τον έλεγαν Σημαιών, και ένας εκ των εγγονών του που λεγόταν Κωνσταντής, είναι αυτουνού που κόλλησαν το παρατσούκλι Πενταράς, το οποίον κληροδότησε σε όλες τις κατοπινές γενιές μέχρι σήμερα.

Η ιστορία του Κωνσταντή.  

Σαν αποτέλεσμα του πολέμου και της καταστροφής που έφερε η τουρκική κατάκτηση, έπεσε στο νησί μεγάλη φτώχεια και δυστυχία και ο πληθυσμός αραίωσε. Οι βαριοί φόροι και η μεγάλη εκμετάλλευση του πληθυσμού από τους Τούρκους διοικητές προκάλεσαν μεγάλη δυσπραγία στους κατοίκους. Όταν το 1821 έγινε στην Ελλάδα η επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας αν και ο  Κυπριακός λαός δεν είχε δυνατότητα συμμετοχής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης,  οι τουρκικές αρχές έκαμαν σκληρούς διωγμούς εναντίον όλων των Χριστιανών, και σημαντικός αριθμός ηγετικών παραγόντων, προυχόντων και εκκλησιαστικών αξιωματούχων εκτελέστηκαν.

Εν μεσω αυτών των συνθηκών ύστερα απο τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Κωνσταντής στάλημε απο τους γονείς του ως μισταρκός σε ένα τσιφλίκι στην επαρχίας της Λευκωσίας. Η αμοιβή του ήταν πέντε παράδες την ημέρα, ένα πολύ ασήμαντο ποσό χρημάτων, αφού έως το 1879 στην Κύπρο χρησιμοποιείτο  η Τουρκική λίρα η οποία χωριζόταν (όπως και σήμερα) σε 100 γρόσια (πακίρες), και το κάθε γρόσι χωριζόταν σε 40 παράδες. Δηλαδή το μεροκάματο του ήταν το ένα όγδοο της πακίρας.

Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες τους φέρονταν σκληρά, και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Επιπλέον, το αφεντικό εκμεταλλευόμενο την εξουσία του, είχε στη διάθεση του όποιες γυναίκες ήθελε, ενώ πολλές απο αυτές το επιζητούσαν για να έχουν την εύνοια του. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοί δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν τα βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφερναν τη σοδειά με βοϊδάμαξες.

Τις νύχτες ο Κωνσταντής κοιμόταν στο ασιερονάρι, όπου επίσης μέσα έβαζαν και τα ζώα όταν ήταν βαρυχειμωνιά. Μια τέτοια νύχτα, όπου ένα δαμάλι ήταν άρρωστο, έλαβε διαταγή απο τον αφέντη του, αν ακούσει το ζώο να ποφυσά, αυτό θα σήμαινε ότι θα ψοφούσε, και να το έσφαζε για να πάρουν το κρέας.

Κατά τα μεσάνυχτα άκουσε στον ύπνο του ξεφύσημα, σηκώθηκε πήρε το μαχαίρι, και έσφαξε το ζώο. Στα σκοτεινά και στον ύπνο όμως που ήταν, έκανε λάθος και αντί να σφάξει το άρρωστο δαμάλι, έσφαξε το πουλάρι. Όταν ανακάλυψε το μεγάλο του λάθος, φοβήθηκε πολύ και σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει, ήταν όμως σκοτάδι και παλιόκαιρος, έτσι περίμενε να ξημερώσει.

Έπρεπε να κρυφτεί μήπως ο μάστρος του ξυπνήσει και ανακαλύψει τι εγίνηκε. Μέσα στο ασιερονάρι είχε μια ταπατσιά κρεμασμένη στο ταβάνι, σκέφτηκε να ανέβει να κατσει πάνω σ αυτήν ώσπου να ξημερώσει. Πάτησε από σακούλα σε σακούλα που ήταν γεμάτες άσιερο, και ανέβηκε πανω. Βολεύτηκε και ενώ ανέμενε το ξημέρωμα, έσπασε ένα σχοινί, η ταπατσιά έγειρε, ο Κωνσταντής έπεσε κάτω πανω στις σακούλες, κατρακύλησε και σταμάτησε για την κακή του τύχη πανω στο κρεβάτι που σ αυτό κοιμόταν ο μάστρος του με μια δούλα.

Δεν του έμενε άλλη επιλογή έτρεξε και βγήκε έξω στη βροχή και στο σκοτάδι, χωρίς τα πραγματα του, χωρίς την πλερωμή του,  πήρε των ομματιών του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Το τσιφλίκι ήταν έξω μακριά σε ακατοίκητη  περιοχή, περπατούσε όλη νύχτα και την άλλη μέρα και την παράλλη μέσα σε κρύο και βροχή, ώσπου ένα ξημέρωμα τον βρήκε να χτυπά πόρτες και να ζητά βοήθεια και εργασία. Ήταν ταλαιπωρημένος και μουσκεμένος ως το κόκαλο, κρύωνε, και τον είχε πιάσει σύγκρυο. Φαινόταν έτοιμος να καταρρεύσει, είχε κρυολογήσει βαριά. Όσες πόρτες και να χτύπησε, αυτές έμειναν κλειστές, δεν βρήκε ανθρώπου βοήθεια, ώσπου σε μια ερημιά στον δρόμο που οδηγούσε στην Λεμεσό, κάπου στην περιοχή του Κόρνου, κατέληξε σε ένα χάνι που το είχε ένας Τούρκος. Μπήκε μέσα έτοιμος να καταρρεύσει, και επιτέλους εκεί, βρήκε βοήθεια από τον Τούρκο πανδοχέα. Τούδωσε ρούχα στεγνά, τούδωσε φαί, τούδωσε κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί.

Ξεκουράστηκε ο Κωνσταντής, συνήλθε, και θέλοντας να ανταποδώσει στον καλό πανδοχέα την βοήθεια που έλαβε από αυτόν, του πρότεινε να τον βοηθήσει στις δουλειές του. Αυτός αφου άκουσε την ιστορία του Κωνσταντή, τον λυπήθηκε, και τον προσέλαβε στην δούλεψη του…

Το χάνι αποτελούσε σταθμό για τα καραβάνια, κατάλυμα για ανθρώπους και ζώα, χώρος που μπορούσε κάποιος να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, ακόμα και να πουλήσει ή να αγοράσει προϊόντα, λειτουργούσαν ακόμη τα χάνια ως χαμαιτυπεία.

Πέρασαν οι μέρες και ο καιρός, ο Κωνσταντής σ αυτή τη δουλειά έμαθε πολλά, γνώρισε πολλούς, πιο πολύ του άρεσαν οι έμποροι πράχτες γιατί ήσαν οι πιο πλούσιοι απ όλους, είχαν τα πορτοφόλια τους γεμάτα εκείνες τις δύσκολες εποχές που χρήματα δεν υπήρχαν και οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος και με ανταλλαγή προϊόντων. Παρακολουθούσε με πολλή ενδιαφέρον τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των εμπόρων που γίνονταν στο χάνι, έπιασε φιλίες μαζί τους, έμαθε πολλά μυστικά της τέχνης, και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κατά τη γνώμη του, έδωσε παραίτηση στο μάστρο του, και του εξήγησε ότι δεν θα χάνονταν, γιατί αποφάσισε να παει στην μακρινή Πάφο, στο χωριό του την Χλώρακα, και θα ενασχολείτο με το εμπόριο.

Πήρε των ομματιών του, και επέστρεψε πίσω στο χωριό του. Ασχολήθηκε με το επάγγελμα του πράτη και εμπορευόταν μετάξι, κουκούλια, τεράτσια και τεράτσομιλο, πίσσαν Παφίτικη, και σχοινιά απο κάνναβη. Φόρτωνε δυο γαϊδούρια εμπορεύματα, χρησιμοποιούσε και μια μούλα για τον ίδιο, και ταξίδευε για τη Λευκωσία δυο με τρεις φορές το χρόνο. Σταματούσε στο γνωστό χάνι και ύστερα κατέληγε στη μεγαλη πόλη όπου επωλούσε τα εμπορεύματα του.

Ήταν ένα ταξίδι που διαρκούσε ένα μήνα και που κέρδιζε πολλά χρήματα.

Υ.Γ. Παντρεύτηκε την Θεοδούλα, έκαμε τρία παιδιά, τους Νικόλα, Μαριτσού και Ελένη, και είχαν για σπίτι τους μια μικρή κάμαρη, δίπλα απο την μεγάλη αίθουσα της εκκλησίας στην κεντρική πλατεία του χωριού. Του έμεινε το παρατσούκλι Πενταράς απο τους πέντε παράδες που έπαιρνε ως αμοιβή και το εχουν όλοι οι απόγονοι του μέχρι σήμερα. Ως πλούσιος που ήταν, πάντρεψε τον γιο του Νικόλα με την Χριστίνα Χριστοδούλου Σιαμμά, μια πλούσια και καθώς πρέπει κόρη, γόνο της πιο παλιάς και πιο πλούσιας οικογένειας της Χλώρακας. Έκαμαν οχτώ παιδιά, τους Δεσποινού, Φινιά, Ελένη, και πέντε αρσενικούς, τους Χαμπή, Γιωρκή, Ττοουλλή και Κυριάκο, οι οποίοι επίσης δημιούργησαν μεγάλες οικογένειες, με αποτελεσμα σήμερα να υπάρχει μεγάλο πλήθος κόσμου που φέρει το επώνυμο Πενταράς.

ΖΗΝΑ ΚΑΝΘΕΡ

Εισαγωγή, το ψυχορράγημα του κακού πατέρα

Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.

Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.

Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.

Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το ταλαιπωρημένο και καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τι

μωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.

Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.

Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.

Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.

Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.

Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.

Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.

Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.

Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.

«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ή¬μουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έ¬κανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γε¬μάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»

Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει τη άφεση, γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;

Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.

Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…

Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.

Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον.

ΖΗΝΑ ΚΑΝΘΕΡ

Η Ζήνα Κάνθερ γεννήθηκε στην Ταλα της Πάφου. 

Γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για ελευθερία, πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση. Πίστευε ότι ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, γι’ αυτό και έζησε με μεγάλη ένταση. Ο τρόπος ζωης της για την εποχή και τα δεδομένα της Κύπρου κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την κατατάσσει σύμβολο του φεμινισμού που αγωνίστηκε ως χειραφετημένη γυναίκα για να αποχτήσει το δικαίωμα μιας καλύτερης ζωης. Αλλά και η στενή συνεργασία της με τον αρχηγό της οργάνωσης Διγενή, φανέρωσε τον δυναμισμό που την διακατείχε.

Το όνειρο της από μικρή να καταξιωθεί στην Κυπριακή κοινωνία ως άνθρωπος της προσφοράς, το πέτυχε ανά το πανελλήνιο ως μεγάλη ευεργέτης. Κατάφερε να αναρρηχιθεί τα σκαλοπάτια της επιτυχίας και να γίνει μια από τις πλουσιότερες γυναίκες. Της αποδόθηκε ο τίτλος της πριγκίπισσας και εν ζωή τιμήθηκε δεόντως για τη μεγάλη προσφορά της. Θυσίασε απίστευτα ποσά χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για έργα κοινής ωφέλειες, που άλλος ανά τους αιώνες σε τόσο μεγάλο βαθμό,  δεν έκαμε.

Στη κοινότητα της Χλώρακας που για ιδιαίτερους λόγους έτρεφε μεγάλη αγάπη, έδωσε τα περισσότερα. Μετέτρεψε σε δρόμους τα άλλοτε μονοπάτια, διάνοιξε καινούργιο οδικό δίχτυο και μετέτρεψε το μικρό ασήμαντο χωριό σε μοντέρνα κοινότητα. Έκτισε την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έργο τέχνης που κοσμεί το παραλιακό μέτωπο στην άκρη της θάλασσας, και βοήθησε στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού που χάλασε στο σεισμό το ’53. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έδωσε υποτροφίες σε άπορους μαθητές, και βοήθησε φτωχές οικογένειες.

Τα γαϊδούρια και τα μουλάρια άλλως ημίονοι, τείνουν να εξαφανιστούν από την Κυπριακή επαρχία. Η εισβολή της τεχνολογίας στη γεωργία συνετέλεσε στο τετέλεσται τους στους αγροτικούς πληθυσμούς. Αφού τα αυτοκίνητα ήταν πιο ευκολόχρηστα για τις διάφορες μεταφορές, ήταν φυσικό να αντικαταστήσουν τα συμπαθή τετράποδα τα οποία πλέον συναντούμε περισσότερο στα βιβλία παρά στη Φύση.

Τα μουλάρια και οι ημίονοι είναι ζώα για όλες τις δουλειές. Η σωματική τους ρώμη είναι χαρακτηριστικό τους στοιχείο και εχουν πολύ μεγάλη αντοχή στην κοπιώδη εργασία, στον καύσωνα, στην πείνα και τη δίψα. Με τόσα προσόντα ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτά τα ζώα εδώ και περίπου 3.000 χρόνια.

Αυτή όμως η σχέση χιλιετιών έχει εκλείψει σχεδόν κατά παντού, υπάρχουν όμως ευτυχώς κάποιες περιπτώσεις που τα ζωα αυτα είναι απαραίτητα. Σε καλντερίμια και σε στενά δρομάκια κάποιων ορεινών χωριών υπάρχουν ακόμα, γιατί μόνο αυτα μπορούν να ανέβουν τις απότομες ανηφόρες φορτωμένα με ότι βαρύ χρειάζεται να κουβαληθεί από τα κακοτράχαλα μονοπάτια. Γιατί μόνο αυτά  μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορές σε δύσβατους και απρόσιτους τόπους  και υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες όπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τροχοφόρα οχήματα.

Τα γαϊδουρομούλαρα είναι το ζώα που προέρχονται από τη διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρου και δεν μπορουν να αναπαραχθούν γιατί είναι στείρα. Χρησιμοποιούνται σε αγροτικές κοινωνίες για τις μεταφορές, παλιότερα επίσης ευρύτατη ήταν η χρήση τους από τους στρατούς του κόσμου ως μέσον μεταφοράς, κυρίως λόγω της μεγάλης αντοχής τους και της ανθεκτικότητάς τους στις ασθένειες.

Αφού οι ημίονοι δεν αναπαράγονται μόνοι τους, αλλά για να γεννηθεί ένα μουλάρι ζευγαρώνει ένα αρσενικό άλογο με ένα θηλυκό γαϊδούρι, αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολη η συνέχιση της αναπαραγωγής τους. Γι αυτό τους παλαιούς καιρούς που οι ημίονοι ήσαν απαραίτητοι σε κάθε σπίτι και οικογένεια, υπήρχαν επαγγελματίες που κατείχαν ίππους ράτσας και περιφέρονταν στα χωριά όπου τους διέθεταν επί πληρωμή για αναπαραγωγή ημιόνων.
Τα ζώα αυτά ήταν πολύ απαραίτητα την εποχή του Μεσοπολέμου, γιατί οι Κύπριοι κάτοικοι ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία και όλες οι εργασίες διεκπεραιώνονταν με τη βοήθεια τους. Ήταν εποχές δύσκολες που δεν υπήρχαν δουλειές και οι καλλιέργειες των αγρών επέφεραν πενιχρά έσοδα που δεν αρκούσαν για τους τοκογλύφους που
 απομυζούσαν τους ανθρώπους, κατά συνέπεια δεν περίσσευαν για τη διατροφή τους. Εκποιήσεις περιουσιών και αναγκαστικές δια πλειστηριασμού πωλήσεις ακινήτων γίνονταν καθημερινά, ακόμα και από τα σπίτια στα οποία διέμεναν αναγκάζονταν είτε να μεταναστεύουν, είτε να γίνονται είλωτες με πολύ χαμηλά ημερομίσθια στα κτήματα άλλων, ενώ πολλοί κατέφευγαν σε σκληρότατη εργασία στα μεταλλεία απ' όπου αφυπηρετούσαν με ανεπανόρθωτα κλονισμένη την υγεία τους. Χωρίς εξαίρεση, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου δυσπραγούσαν και διαβιούσαν υπό μεγάλης στέρησης και ανέχειας.

Μέσα σε αυτή την οικονομική ανέχεια και στους πολύ σκοτεινούς καιρούς, στο χωριό της Τάλας ζούσε με την οικογένεια  του ένας άνθρωπος, σκληροτράχηλος και κακός πού είχε έναν άππαρο επιβήτορα και τον περιέφερνε στα γύρω χωριά χρησιμοποιώντας τον επί πληρωμή για αναπαραγωγή ημιόνων. Είχε γυναίκα με τρεις κόρες και ένα γιό, που όποτε τους θυμόταν τους επισκεπτόταν, καμιά όμως οικονομική βοήθεια δεν τους πρόσφερνε, και από πάνω τους καταπίεζε και τους έδερνε.

Ζούσαν σε ένα μικρό ρημαγμένο  σπιτάκι μιας κάμαρας έτοιμο να καταρρεύσει, που ήταν κτισμένο στην πιο μακρινή άκρη του χωριού. Οι τοίχοι στέκονταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστούν. Το νερό εισχωρούσε από την πρόχειρη στέγη που ήταν ανίκανη να κρατήσει τη βροχή και τους αέρηδες μακριά, ενώ η αυλή γύρω του σπιτιού και αυτή έρημη, έδειχνε ακόμα χειρότερη τη ρημαγμένη του όψη. Μέσα στη μικρή κάμαρη που κατοικούσε η φτωχή οικογένεια,  είχαν μαζί τους και μια κατσίκα που την είχαν για να παίρνουν το γάλα της παρόλο που δεν αρκούσε για να τους θρέψει όλους, αλλά ήταν φανερό ότι ήταν το μόνο πράγμα που τους προστάτευε από την απόλυτη και έσχατη δυστυχία. Αναμφίβολα ήταν η πιο φτωχή οικογένεια.

Ήταν ένα φρικτό μέρος και υπήρχε πλήρης εγκατάλειψη, το ερώτημα ήταν γιατί άντεχαν και έμεναν εκεί, γιατί δεν εγκατέλειπαν. Τι τους κρατούσε εκεί;

Ήταν φανερό, ήταν ο φόβος και η ψυχολογική καταπίεση που εξασκούσε πάνω τους ο σκληρός φαμελιάρης. Ήταν μπεκρής και όποτε ήταν μεθυσμένος του έφταιγαν οι ανθρώποι, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τα βάλει με όλο τον κόσμο, ξεσπούσε στη γυναίκα και στα παιδιά του δέρνοντας τους με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε σαν καμουτσίκι για το άλογο του.

Η οικονομική κατάσταση στην Κύπρο πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν άθλια για πάρα πολλούς. Ένας μεγάλος αριθμός από Κυπρίους κατετάγησαν υπό της Αγγλικής σημαίας ως εθελοντές, επειδή στο Βρετανικό στρατό μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο. Πολλοί απο αυτούς κατετάγησαν μαζί με τα μουλάρια τους και πήραν μέρος ως ημιονηγοί στις σκληρότερες από τις συγκρούσεις του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και πολέμησαν απλώς επειδή έτσι μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί στις οικογένειάς τους. Υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι εθελοντές που κατετάγησαν και αγωνίστηκαν κατά του ναζισμού και του φασισμού επειδή πίστευαν στην ελευθερία και στην ιερότητα εκείνου του αγώνα, όμως υπάρχει και η αλήθεια ότι ο μεγαλύτερος αριθμός εθελοντών αναζήτησε στα πεδία των μαχών τον τρόπο για να ζήσει την οικογένειά του.

Ανάμεσα σε αυτούς τους εθελοντές ο κακός φαμελιάρης από την Τάλα κατετάγη και έφυγε με το άλογο του. Κατετάγη στο Κυπριακό Σύνταγμα και στάλθηκε στην Ελλάδα πριν τη γερμανική εισβολή. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας για τη διάνοιξη οδικών και οχυρωματικών έργων, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιήθησαν ως ημιονηγοί για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών. Μετα τη Γερμανική προέλαση, εκατοντάδες από αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη κατά τη συμμαχική υποχώρηση.

Από εκείνο τον καιρό χάθηκαν τα ίχνη του χωρίς κανένας να ξανακούσει γι αυτόν. Το φευγιό του δεν άφησε πίσω του σημάδια και λύπες, ούτε τα μέλη της οικογένειας του στεναχωρέθησαν, παρά μάλλον ένιωσαν ανακούφιση, γιατί πλέον θα έμεναν στη φτώχεια τους χωρίς την καταπίεση του και τους ξυλοδαρμούς του.

Στο χωριό της Τάλας επικρατούσε μεγαλύτερη φτώχεια παρά αλλού, διότι ήταν κτισμένο πάνω στην πλαγιά του βουνού του Αγίου Νεοφύτου. Δεν υπήρχαν αγροί για να τους καλλιεργήσουν, οι άνθρωποι είχαν σαν ενασχόληση τα κοπάδια, τα αμπέλια και το μάζεμα τερατσιών. Στα κοπάδια η φτωχή γυναίκα με τα παιδιά της δεν μπορούσαν να απασχοληθούν, το μάζεμα των σταφελιών και των τερατσιών ήταν εποχιακή περίοδος απασχόλησης, έτσι τα πράγματα γι αυτούς ήταν δύσκολα.

Μια από τις κόρες της η Ζήνα, μόλις 14 χρονών ήταν ώριμη και καπάτσα, με μυαλό αρσενικού  και τολμηρή.

-Ατε μάνα, της είπε μια φορά, εδώ στον τόπο μας δεν έχουμε μέλλον, να πάμε κάτω στην πόλη να δουλέψουμε να φάμε και μείς κάνα κομμάτι ψωμί.

Και έτσι έγινε, έφυγαν. Η φτωχή οικογένεια έπρεπε να αντιμετωπίσει μια αβέβαιη ζωή γεμάτη δυσκολίες και την πιθανότητα μιας ακόμη μεγαλύτερης μιζέριας, αλλά αφού δεν είχαν κάτι καλό να χάσουν, δεν ήταν δύσκολη η απόφαση τους.

Μάζεψαν τα πράγματα τους και με την κατσίκα τους περπατητές, κατέβηκαν στην Χλώρακα όπου αναζήτησαν δουλειά στα χωράφια. Η μάνα με τα άλλα παιδιά βρήκαν εργασία στα κτήματα του Κωστή του Κόμπου που ήσαν λίγο έξω από τη Χλώρακα και λίγο πριν την πόλη του Κτημάτου, ενώ η Ζήνα έπιασε δουλειά σαν παιδί για τα θελήματα και όλες τις άλλες δουλειές σε ένα οίκο ευγηρίας στην πόλη της Πάφου. Έμενε με την υπόλοιπη οικογένεια της σε ένα μικρό καλυβάκι δίπλα στα χωράφια που τους παραχώρησε το καινούργιο αφεντικό, και κάθε πρωί περπατητή, πήγαινε στη δουλειά της.

Η εργασία στα κτήματα ήταν σκληρή, δύσκολη και πολύωρη. Αν και ειχαν προσληφθεί σαν μισταρκοί, εντούτοις ο αφέντης τους ο Κωστής ο Κόμπος τους συμπεριφερόταν καλά.

Οι Μισταρκοί ήταν είδος εργατών που κύρια ξενοδούλευαν για να εξασφαλίζουν τροφή, και χρησιμοποιούντο ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Οι τσιφλικάδες και οι επιστάτες συνήθως τους φέρνονταν σκληρά και τους υποχρέωναν να εργάζονται από ήλιο σε ήλιο, ακόμα και τις Κυριακές. Όλοι οι παραγιοί και οι μισταρκοί δούλευαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν βόδια, θέριζαν με το δρεπάνι, αλώνιζαν με τη δουκάνη, και μετέφεραν τη σοδειά με άμαξες.

Παρ όλα αυτά όμως, τα μέλη της φτωχής οικογένειας ένιωθαν ευχαριστημένοι. Τα παιδιά των δυο οικογενειών έδεσαν μεταξύ τους και ταίριαξαν, συνδέθησαν και ενωμένοι και αγαπημένοι ζούσαν αρμονικά.

Έτσι ο καιρός περνούσε καλά και ευχάριστα για τη φτωχή οικογένεια από την Τάλα. Βρήκαν στο καινούργιο τόπο καταφύγιο και πνευματική γαλήνη και ηρεμία, βρήκε ανάπαυση το μυαλό τους και ηρεμία η ψυχή τους. Έπαυσαν να αισθάνονται την καταπίεση του αφέντη, έπαυσαν να σκέφτονται τι θα φάνε την σήμερον και την επαύριον. Δεν φοβήθηκαν την σκληρή δουλειά, παρα μόνον ευχαριστημένες δούλευαν περισσότερο, ήθελαν με αυτό τον τρόπο να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στους ανθρώπους που τους έδειξαν συμπόνια, ήθελαν να ανταποδώσουν το καλό που τους έκαμαν, ήθελαν να δείξουν τις ευχαριστίες τους.

Εκεί στη γειτονιά, σε μια γωνιά του δρόμου μετά τον οίκο ευγηρίας, ήταν ένα ψαράδικο που δούλευε υπάλληλος ένας ωραίος νέος. Κάποια μέρα ένα πρωινό που δεν είχε πελάτες, καθόταν έξω στην αυλή σε μια τόνενη καρέκλα και λιαζόταν απολαμβάνοντας την χειμωνιάτικη καλοκαιρία που είχε εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος του τύφλωνε τα μάτια και νωχελικά χασμουριόταν έτοιμος να αποκοιμηθεί. Τα μάτια τα είχε κλειστά, αλλά κάπου κάπου τα μισάνοιγε και παρατηρούσε μην ήρχετο κανένας πελάτης. Πέρασε η ώρα, κόντευε μεσημέρι, ώσπου ξάφνου σε ένα ανοιγόκλειμα των ματιών του, είδε ομπρός του μιαν όμορφη μορφή με πελώρια μπιρμπιλωτά μάτια, που νόμισε ότι στον ύπνο του έβλεπε την αγγελική μορφή καποιανού πανέμορφου αγγέλου. Έστεκε και την κοίταζε, το ίδιο έστεκε και τον κοίταζε η κοπέλα. Δεν μιλούσαν,  ένιωθαν και οι δυο ξαφνιασμένοι, μιλούσαν μόνο τα μάτια τους και η έκφραση τους. Η έλξη που ένιωσαν ανάμεσα τους ήταν πολύ δυνατή, και ο έρωτας κεραυνοβόλος. Μίλησαν οι καρδιές τους, δεν χρειάστηκε να πουν τίποτε άλλο.

Η Ζήνα λοιπόν, αγάπησε αυτόν τον νέο και τα έφτιαξε μαζί του. Ήταν όμως μικρούλα και ο κόσμος θα τους κατέκρινε, ούτε η μάνα της σίγουρα θα το ανεχόταν, έτσι ύστερα που πέρασε κάποιος καιρός, κλέφτηκαν και μετοίκησαν στη Λεμεσό. Νοίκιασε ο νέος ένα σπίτι και την σπίτωσε, και ο ίδιος βρήκε δουλειά σε ένα ψαροπολείο. Ζούσαν φτωχικά και μετά βίας, αλλά είχαν την αγάπη τους.

Ύστερα από κάμποσο καιρό όμως, μέσα στη δύσκολη ζωή τους και τη δυστυχία τους από τη φτώχεια τους, τα μελώματα και οι αγάπες πέρασαν, και ο αγαπητικός αποδείχτηκε ένας κακός άνθρωπος σαν τον πατέρα της που της φώναζε, την παραμελούσε και της φερόταν ως αφέντης σε δούλα ενώ ο ίδιος κάθε νύχτα ξενυχτούσε σε καταγώγια και ύποπτα μαγαζιά. Αυτή ύστερα από τη βασανισμένη ζωή που είχε εξ αιτίας του κακού πατέρα της, αισθανόταν την ανάγκη να την αγαπούν, να τη  φροντίζουν, να τη σέβονται και να την καταλαβαίνουν. Αντί τούτου, ο τρόπος που της φερόταν ήταν απαράδεκτος και νόμιζε την είχε σίγουρη και δεδομένη.

Η Ζήνα αυτή του την αλαζονεία και την υπεροψία δεν την άντεχε, ούτε ήταν διατεθειμένη να τον ανεχτεί. Έτσι μια μέρα ετοίμασε τα μπαγκάζια της έτοιμη να τον εγκαταλείψει, να πάει πίσω στη μάνα της και στην αδερφή της και στην καλή οικογένεια που τους φιλοξενούσε και τους εργοδοτούσε και τους έδειχνε σεβασμό και αγάπη.

Δεν ένοιωσε δισταγμό, ήταν μια δυναμική γυναίκα και ένιωσε μέσα της να ηρεμεί ύστερα από την απόφαση της. Είχε σκοπό να μην αφήσει κανένα να την ξαναπληγώσει, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να ξαναβρεθεί στην ίδια κακή μοίρα και στην ίδια παλιοζωή που έζησε εκείνους τους καιρούς στο χωριό της στην Τάλα, τουλάχιστον αν αυτό θα ήταν στο χέρι της.

Άλλαι μεν βουλαί των ανθρώπων ομως, άλλα δε ο Θεός κελεύει.

Εκείνη την ημέρα έβαλε τα καλά της και κάλεσε ένα ταξί να την μεταφέρει στη πλατεία που ήταν το λεωφορείο της γραμμής Λεμεσού-Πάφου. Μπήκε στο πίσω κάθισμα και κάθισε, και πρόσταξε τον οδηγό να ξεκινήσει. Μόλις έγειρε τη ράχη της στο κάθισμα, ένιωσε μια ζαλάδα και μια ναυτία. Ένας φόβος την κυρίευσε, σκοτεινές σκέψεις την έζωσαν και μια ανυσηχια την πλάκωσε. Φοβισμένη για αυτό που υποπτευότανε, παρακαλούσε να μην είναι. Έκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας να ήταν από την κούραση και θα της περνούσε. Αλλά θέλοντας να υσηχασει από την αμφιβολία της, παρακάλεσε τον ταξιτζή να την πάρει σε ένα γιατρό.

Δυστυχώς ο γιατρός της είπε ότι ήταν έγκυος.

Ήταν ένα καρτέρεμα αναπάντεχο που της έφερε τα πάνω κάτω, ένα κακό που την βρήκε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωης της, στη συγκυρία εκείνης της δύσκολης απόφασης να εγκαταλείψει το σύντροφο της. Η κατάσταση άλλαξε και ανατράπηκε, η απόφαση του φευγιού της ίσως έπρεπε να αναθεωρηθεί.

Γεμάτη απελπισία και φόβο έμεινε καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και διέταξε τον ταξιτζή να κάνει βόλτες μέσα στην πόλη, ενώ με τις σκέψεις να της τριβελίζουν το κούτελο προσπαθούσε να συνταιριάξει το ανακάτεμα και να αποφασίσει τι να κάμει, να φύγει ή να μείνει.

Δεν τόλμησε να τον εγκαταλείψει. Εκείνους τους καιρούς δεν ήταν εύκολο εγχείρημα μια μάνα να έχει μούλικο, ο κόσμος δεν ανεχόταν αυτά τα πράγματα. Έβγαλε από το νου της το φευγιό και πήρε μια μεγάλη απόφαση. Θα έμενε να γεννήσει το μωρό της, έπρεπε το δικό της παιδί να έχει ρίζες, να ανήκει σε οικογενεια. Νίκησε το μητρικό της ένστικτο.

Γύρισε στο σπίτι, ξεπακέταρε τα πράγματα της και κάθισε να τον περιμένει για να του αναφέρει τα «καλά» μαντάτα.

Έτσι επέλεξε την υποταγή και τη μιζέρια, ξέχασε τα όνειρα της και έμεινε στο φτωχικό σπιτάκι να γεννήσει το παιδί της. Ξενοδούλευε όπου έβρισκε δουλειά, καθάριζε σπίτια, καμιά φορά δούλευε στις οικοδομές. Ο σύντροφος της τα είχε φορτώσει όλα στο ράφι, έμπαινε σπίτι όποτε ήθελε, δεν έδινε λογαριασμό, ούτε ενδιαφερόταν αν στο σπίτι υπήρχε φαγητό. Η θέση της ήταν απελπιστική. Δούλευε σκληρά και πικρό ήταν το μεροκάματο, πικρό και το ψωμί που έτρωγε. Αφόρητη η ζωή της, μέρα γλυκιά δεν χάρηκε. Η απελπισία όμως δεν την πήρε, η κούραση δεν την ένοιαζε.

Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ο καιρός πέρασε και γέννησε το γιο της. Τον ανέθρεφε με βάσανα και στερήσεις. Σκεφτόταν συνέχεια με ποιό τρόπο θα απαλλασσόταν απο τον μπεκρή και κατ εξακολόυθηση άνεργο πλέον σύντροφο της, χωρίς όμως επακόλουθα στο παιδί της. Δεν εύρισκε τέτοιο τρόπο, αλλά η σκέψη δεν της έφευγε από το μυαλό.

Τελικά βρήκε μια καλή δουλειά που την ευχαριστούσε. Για δυο χρόνια δούλεψε σε κλινική. Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή και τη δουλειά της. Έβλεπε μ' εμπιστοσύνη το μέλλον. Ήταν βέβαιη ότι είχε κατασταλάξει, είχαν αλαφρύνει τα βάσανα της, δεν θα είχε πλέον τοσες στεναχώριες και πίκρες. Ζούσε με το παιδί της με κάπως καλύτερη οικονομική άνεση, με τον σύντροφο της απλά συγκατοικούσε, δεν είχαν σχέσεις συζυγικές, ούτε και συναναστροφικές.
Εκείνοι οι καιροί ήταν δύσκολοι οικονομικά, όσο και πολιτικά γιατί είχε αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών. Η Ζήνα εντάχτηκε στις τάξεις των αγωνιστών και με όλα τα μέσα βοηθούσε την οργάνωση προσφέροντας ποικίλες υπηρεσίες. Λάμβανε μέρος στη διανομή προκυρήξεων και στη μεταφορά ή απόκρυψη οπλισμού. Ακόμα δούλεψε στο τμήμα πληροφοριών της οργάνωσης. Καθώς ήξερε Εγγλέζικα, έκανε παρέα με Εγγλέζους, και χρησιμοποιώντας την ομορφιά της ως δόλωμα και χωρίς να κινεί υποψίες, αποσπούσε πληροφορίες χρήσιμες για τον αγώνα.

Κάποιο βράδυ φεύγοντας από την κλινική λίγο παρακάτω σε ένα στενό δρομάκι, άκουσε οιμογές να έρχονται πίσω από ένα χαμηλό τοιχάκι. Χωρίς να σκεφτεί φόβο, πλησίασε και αντίκρισε έναν άνθρωπο πεσμένο στο έδαφος λουσμένο σε αίματα. Ήταν ένας άγνωστος μοιαστός με Εγγλέζο που κάποιοι τον χτύπησαν είτε από πατριωτισμό, είτε  να τον ληστέψουν, σκέφτηκε. Τον βοήθησε χωρίς να σκεφτεί ότι είναι εχθρός. Του μίλησε Εγγλέζικα, και αυτός της ζήτησε να τον βοηθήσει. Υποβαστάζοντας τον, με δυσκολία τον μετέφερε στην κλινική και τον περιέθαλψε. Ήταν χτυπημένος και μεθυσμένος. Έδειχνε αλκοολικός, ίσως να έπεσε μόνος του και χτύπησε. Τον κράτησαν στην κλινική για περίθαλψη. Την άλλη μέρα έδωσε αναφορά στην οργάνωση, και έλαβε διαταγή να τον έχει από κοντά διερευνώντας εάν είχε σχέση με τον εχθρό ώστε να του αποσπάσει πληροφορίες.

Με αυτό τον τρόπο τον κόντεψε και γνώρισε ότι ήταν ένας πλούσιος Αμερικάνος, αλλά πάνω από όλα ένας καλός και ευγενικός άνθρωπος.

Με αυτή τη γνωριμία μια καινούρια ζωή ξεκίνησε για την Ζήνα. Έγιναν φίλοι, έκαναν παρέα και τον βοήθησε να κόψει το ποτό. Ύστερα από λίγο καιρό τη ζήτησε σε γάμο. Του εξήγησε την οικογενειακή της κατάσταση και του είπε για τον κακό της σύντροφο καθώς και για το παιδί της. Πήγε ο ίδιος και τον βρήκε. Του έδωσε χρήματα, και χωρίς δυσκολία αυτός δέχτηκε να την αφήσει χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα.

Παντρέφτηκαν και τρεις μήνες μετά το γάμο πήρε αμερικάνικο διαβατήριο. Τότες έμαθε πως ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων και πετρελαιοπηγών σε πολλά μέρη. Τα καθαρά κέρδη ήταν τεράστια.

Όμως τα προβλήματα του αλκοολισμού στιγμάτιζαν της ζωή τους. Πολλές φορές έκανε μήνες σε κλινικές του εξωτερικού για αποθεραπεία. Έβγαινε με ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Και ενώ όλα κυλούσαν καλά, ερχόταν μια νέα κρίση αλκοολισμού. Πάλι κλινικές, και τρεχάματα. Ήταν όμως η σύζυγος του, μαζί και η νοσοκόμα του που ξαγρυπνούσε στο πλευρό του.

Πέρασε δίπλα του χρόνια καθημερινής προσπάθειας και αγωνίας, αλλά ήταν ευχαριστημένη. Εκείνος της είχε χαρίσει μια νέα ζωή. Την είχε σώσει από τη κόλαση και το άγχος της φτώχειας καθώς και από τη μιζέρια της άθλιας ζωής της. Τώρα ήταν μια μεγάλη και σωστή κυρία που ζούσε στα σαλόνια με υπηρέτες και βοηθούς. Με αμάξι, σοφέρ, και μεγάλη υπόληψη στην κοινωνία…, ναι ήταν απόλυτα ευχαριστημένη.

Πολλές φορές που καθόταν στο προσκεφάλι του και μιλούσαν, σκεφτόταν τα παλιά και τούλεγε για τα περασμένα, για τη μεγάλη φτώχεια που γνώρισε και ότι παρακαλούσε το Θεό στις προσευχές της, να μην αφήσει άλλους να περάσουν όσα βάσανα πέρασε η ίδια και είχε μεγάλη πεθυμιά να βοηθήσει φτωχούς συνανθρώπους της.

Ύστερα από καιρό, ο πλούσιος Αμερικάνος σύζυγος της καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε άλλη ζωή, της ανακοίνωσε ότι την κατέστησε απόλυτη κληρονόμο του, πληρεξούσιο της περιουσίας του και μπορούσε ελεύθερα να χρησιμοποιήσει όσα χρήματα ήθελε για φιλανθρωπικούς σκοπούς και δράσεις.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται τα όσα εκατομμύρια θα είχε στη διάθεση της πλέον, πώς να τα ξοδέψει. Δεν αγαπούσε τα χρήματα, δεν ήθελε να έχει τόσα πολλά. Το μυαλό της γύριζε και οι σκέψεις της έτρεχαν σχεδιάζοντας από πού θα ξεκινούσε τις φιλανθρωπίες της. Ήταν σίγουρη ότι ήθελε να ξεκινήσει από τη Χλώρακα, το χωριό εκείνο που άφησε σφραγίδα πάνω της, που της ενέπνευσε την πρώτη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Αυτό το λίγο που της έδωσαν με την αγάπη τους οι άνθρωποι εκεί, ήθελε να τους το ανταποδώσει πολλαπλά. Την σεβάστηκαν, έδωσαν δουλειά και φιλοξενία στην οικογένεια της. Ήταν και εκείνοι άνθρωποι φτωχοί, είχαν ανάγκες και θα τους βοηθούσε.

Ένα καλό ξημέρωμα για την Χλώρακα ήταν εκείνη η μέρα που σταμάτησε μια μεγάλη κούρσα στην πλατεία και κατέβητε από μέσα αεράτη και επιβλητική να φαντάζει σαν βασίλισσα η μεγάλη κυρία. Το νέο μεταδόθηκε αμέσως και όλοι οι κάτοικοι έτρεξαν να αποθαυμάσουν και να καλωσορίσουν την επίσημη πλέον επισκέπτρια. Σαν απλός άνθρωπος και απλοϊκή γυναίκα όπως ήταν σε ολόκληρη τη ζωή της, έτσι συμπεριφέρθηκε. Τους αγκάλιασε με θέρμη και τους ασπάστηκε όλους ένα προς ένα, έδειξε έτσι την αγάπη και την εκτίμηση της προς αυτούς. Ύστερα την παρέλαβαν οι προεστοί και με τον κόσμο να στέκει στα γύρω γεμίζοντας ασφυκτικά την μεγάλη πλατεία, κάθισαν στο καφενείο και ήπιαν τον καφέ τους.

Η φιλανθρωπική της δράση στη Χλώρακα ήταν τεράστια. Αγόρασε εκτάσεις γης που τις δώρισε στην κοινότητα, έκτισε και ανοικοδόμησε εκκλησίες και σχολεία, άνοιξε δρόμους, βοήθησε να κτιστούν σπίτια για φτωχά κοριτσόπουλα, ακόμα βάφτισε μωρά παιδιά που ύστερα τα σπούδασε και τα βοήθησε στην πρωσική τους ανέλιξη.

Όμως η φιλανθρωπική της δράση δεν σταμάτησε στη Χλώρακα. Συνέχισε και στην υπόλοιπη Κύπρο. Μεταξύ των έργων της περιλαμβάνονται η ανέγερση σχολείων, η οικονομική ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, Δήμων και κοινοτήτων, το κτίσιμο εκκλησιών. Δαπάνησε εκατομμύρια λίρες. Χορήγησε σπίτια σε φτωχές οικογένειες και ορφανά, άνοιξε και συντήρησε τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα νεαρών κοριτσιών, σπούδασε παιδιά, επιχορήγησε την κατασκευή αθλητικών σταδίων και σωματίων.

Δικαίως θεωρήθηκε η μεγαλύτερη ίσως ευεργέτιδα της Κύπρου. Η πρωτοφανής φιλανθρωπική της δράση τιμήθηκε κατά καιρούς με διάφορες διακρίσεις. Της έχουν επιδοθεί χρυσά κλειδιά πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει συναντηθεί με εξέχουσες πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες όπως τον Πάπα της Ρώμης και πολλους Πατριάρχες. Απέκτησε μεγάλη φιλία της με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γρίβα Διγενή αφού η δράση της στον απελευθερωτικό αγώνα του 1955 ηταν μεγάλη.
Ήταν μια θερμή καρδιά γεμάτη καλοσύνη για τον άνθρωπο. Γι αυτή της την καλωσυνη πολλοί την εκμεταλλευτηκαν, αλλα δεν την ενοιαζε. Όποιος ζητούσε βοήθεια την πρόσφερε απλόχερα χωρίς διακρίσεις.

Έλαμπε με μεγαλοπρέπεια, γινόντουσαν δεξιώσεις για χάρη της και μιλούσε όλη η Κύπρος για τις φιλανθρωπίες και την ανθρωπιά της. Ήθελε να σκορπίζει χαρά, γι αυτό εδινε απλοχερα. Ήθελε να σκορπίζει τη χαρά που η ίδια στερήθηκε.  
Η Ζήνα Κάνθερ απεβίωσε
 το 2012 σε ηλικία 85 ετών. Η κηδεία της ήταν μια σεμνή τελετή χωρίς την πρέπουσα παρουσία της πολιτείας ή όσων ευεργετηθήκαν από αυτήν.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Όταν η Ελλάς μπήκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, παραλήρημα ενθουσιασμού εξαπλώθη στην Κύπρο, και νέοι απ όλο το νησί έτρεξαν να στρατευθούν. Περισσότεροι από 30.000 Κύπριοι κατετάγησαν στο Κυπριακό σύνταγμα υπό την διοίκηση  Άγγλων ως εθελοντές για να πολεμήσουν τούς Γερμανούς. Εξ αυτών 30 ήσαν Χλωρακιώτες, και ένας, ο Μενέλαος Αριστείδης από το 1939 πρώτος απ όλους κατετάγει και μετεφέρθει πρώτα στην Αίγυπτο για εκπαίδευση και ύστερα στην Ελλάδα όπου έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Με αγάπη και ενθουσιασμό, μαζί με τους άλλους Έλληνες προσέτρεξε για να πράξει το καθήκον του απέναντι των ανθρώπων. 

Σε ατμόσφαιρα ηρωική και με αναβαπτισμένο το  πνεύμα, μέσα στο μεθύσι των μαχών, χωρίς να λογαριάζει τις ταλαιπωρίες του πολέμου έπραξε ακέραια το καθήκον του, πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στον Φασισμό πρώτα του Μουσολίνι, και ύστερα του Χίτλερ. 

Όταν η Ελλάς ηττήθει από τους Γερμανούς, όσοι Κύπριοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η Κύπρος έγινε εκείνη την εποχή καταφύγιο χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων και Άγγλων στρατιωτών. Ο Μενέλαος Αριστείδου τις τραγικές ήμερες του 1941 της παράδοσης της Ελλάδος στους Γερμανούς, υπηρετούσε στην Καλαμάτα. Μαζί με άλλους πατριώτες επιβιβάσθει σε Αγγλικό πολεμικό πλοίο και μετεφέρθησαν στην Αίγυπτο όπου εκεί εσυνέχισαν την αντίσταση τους ενάντια στον Χιτλερικό φασισμό. Το καλοκαίρι του 1942 ο Άξονας υπό την αρχηγία του Ρόμελ εισέβαλε στην Αίγυπτο με σκοπό την κατάληψη της διώρυγας του Σουέζ. Οι Βρετανοί στη προσπάθεια τους να σταματήσουν την επέλαση, ανεπτύχθησαν και οχύρωσαν τη περιοχή γύρω από το Ελ Αλαμέιν. Εκεί διεξήχθησαν δύο μεγάλες μάχες, η πρώτη τον Ιούλιο, και η δεύτερη τον Οκτώβριο του 1942. Στην πρώτη μάχη σταμάτησε προσωρινά η επέλαση των δυνάμεων του Άξονα στην Αίγυπτο, ωστόσο με μεγάλες απώλειες καθώς σκοτώθηκαν πάνω από 13.000 στρατιώτες των Συμμάχων και 17.000 στρατιώτες του Άξονα, Ιταλοί κυρίως.  Στη Δεύτερη μάχη μετά από πολλές συγκρούσεις και μεγάλες απώλειες, 13.500 για τους Συμμάχους, 30.000 για τον Άξονα, οι δυνάμεις του Άξονα υποχώρησαν στην Τυνησία

όπου και οι εναπομείναντες στρατιώτες παρεδόθησαν στους συμμάχους στις αρχές του 1943.

Οι μάχες της Ερήμου ήταν πολύ δύσκολες, περπατούσαν μέσα στην Έρημο τεράστιες αποστάσεις, οι μάχες αδυσώπητες, πολλοί ήσαν που άφησαν την ζωή τους μέσα στην καυτή έρημο ειτε γιατί είχαν χαθεί, ή σκοτωθεί. Ήταν πορείες αναγνώρισης και διείσδυσης στις περιοχές του εχθρού που διαρκούσαν πολλές ημέρες και εβδομάδες. Σε δυο πορείες αναγνώρισης, μια στην πρώτη μάχη και άλλη στην δεύτερη, η διμοιρία του Μελή Αριστείδου χάθηκε,  πέρασε ένας μήνας περίπου την κάθε φορά χωρίς σημεία αναφοράς, όλοι υπολόγισαν ότι σκοτώθηκαν ή πέθαναν χαμένοι στην αχανή έρημο. Κηρύχτηκαν ως απολεσθέντες, εστάλει δε επίσημος επιστολή στις οικογένειες τους ότι ήσαν αγνοούμενοι. Και τις δυο φορές η διμοιρία επέστρεψε στη βάση της και στο τάγμα όπου ανήκε, αλλά ήταν ένα τεράστιο βάσανο για τις οικογένειες αυτών των ανθρώπων όπου κατά την διάρκεια λίγων μηνών, πληροφορήθηκαν δύο φόρες ότι οι άνθρωποι τους ήσαν αγνοούμενοι πολέμου, κάτι που ήταν απολύτως σίγουρο για όλους ότι αυτό σήμαινε δεν ευρίσκονταν εν ζωή. Τέλειωσε ο πόλεμος, επέστρεψαν οι αγωνιστές ήρωες στα σπίτια τους με μονο κέρδος αμέτρητα παράσημα και μνείες γενναίου πολεμιστή, χωρίς άλλο κέρδος, είχαν μέσα τους όμως καμάρι ότι έλαβαν μέρος σε ένα Επικό αγώνα που όμοιος του δεν ξανάγινε στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός της φυλής η κινητήρια δύναμη που τους έκαμε να συντρέξουν στα πολεμικά μέτωπα της μητρόπολης πατρίδας, ήταν και ο πόθος μαζί με την ελπίδα να συμπορευθούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό.

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Σήμερα 21 Μαΐου εν έτει 2013 του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. 

Ακούγοντας με την καρδιά και γράφοντας με το μυαλό, συνήθως καταφέρνω ώστε το αποτέλεσμα και η ποιότητα των κειμένων μου να είναι σε μέτρο που με ικανοποιεί. Προσπαθώ στις μικρές μου ιστορίες με απλή πλοκή, να εκλαϊκεύω και να αναδεικνύω αφανείς ανθρώπους σε εξαίρετους πρωταγωνιστές, με τρόπο που οι ιστορίες μου να παρουσιάζονται στον αναγνώστη ή δυνατόν, ως λογοτεχνικά διηγήματα. Είναι μια μοναχική πορεία που με τη συγγραφική μου έμπνευση και τα ερεθίσματα από τον κόσμο που με περιτριγυρίζει, αντλώ και δημιουργώ κυρίως ηθογραφικά διηγήματα.

Έχω συνηθίσει ως τρόπο άντλησης υλικού για τις μικρές μου ιστορίες, να εμπνέομαι παρακολουθώντας άλλους ανθρώπους να διηγούνται ιστορίες,  εκ των οποίων όσες έχουν ενδιαφέρον καταχωνιάζω στο υποσυνείδητο μου, που εν καιρώ τις αναδύω στη σκέψη μου ως έμπνευση των όσων διηγημάτων γράφω.

Τους τελευταίους μήνες νιώθω ότι έχω στερέψει από συγγραφικές εκλάμψεις και οι σκέψεις μου για πολλές μέρες δεν θέλουν να με βοηθήσουν. Νιώθοντας να μην κατέχομαι από καινούργιες έννοιες και γνώμες αυτούς τους καιρούς, αποφάσισα να τρέξω την καθημερινότητα χωρίς να προσπαθώ για καινούργιες ιδέες, ώσπου από μόνος του ίσως ο οίστρος των λογισμών μου με επιφωτίσει ξανά και πάλιν.

Σήμερα λοιπόν, 21 Μαΐου εν έτει 2013 του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, ύστερα από όλους τους μήνες του έτους που πέρασαν χωρίς προσπάθεια μου για ένα καινούργιο διήγημα, μου ήρθε έμπνευση για μια ιστορία που μόλις την άκουσα ήξερα ότι είχα ένα ενδιαφέρον ερέθισμα, θα μπορούσα να την καταγράψω με τον τρόπο που ήξερα, αυτόν που θα άρεσε σε μένα, αλλά και στους αναγνώστες μου.

Ήταν το πρωινό αυτής της Τρίτης, που σεργιανώντας με τη μηχανή μου έξω από το καφενείο του χωριού, μου φώναξε ένας φίλος να με κεράσει καφέ. Ήταν ο Ανδρέας του Χαρή του Γιώρκα, που ήταν ξακουστός για τις φημισμένες διηγήσεις του, που με τον τρόπο που τις εξιστορούσε όλοι κρεμιόνταν από το στόμα του για να τις ακούσουν.

Ξεκίνησε η κουβέντα μας για τη σημερινή οικονομική κρίση που μαστίζει όλους τους κατοίκους, και μας πήγε στα παλιά, στην εποχή της Αγγλοκρατίας. Μια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι δεν είχαν τα στοιχειώδη προς το ζειν, που δούλευαν από χάραμα ως βούτημα για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους. Μια εποχή σκληρής κατάστασης που οι Άγγλοι κατακτητές τεχνηέντως κατασκεύασαν με πολλή μαεστρία έχοντας ως μέλημα το διαίρει και βασίλευε, δημιουργώντας ισχυρές κοινωνικές ανισότητες και δυσθεώρητα χάσματα,  

μαζική φτώχια και κοινωνική δυστυχία. Μια μελανή περίοδο της Κυπριακής ιστορίας που ανάγκαζε τους Έλληνες κατοίκους να γίνονται πολλές φορές κλέφτες από την αδήριτη ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τα παιδιά τους.

Πολλές είναι οι ιστορίες της εποχής εκείνης που εξιστορούν το πώς διαβίωναν οι κάτοικοι, ειδικά στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και τα επόμενα της Αγγλοκρατίας. Αυτήν την περίοδο ένεκα της μεγάλης δυσπραγίας των κατοίκων, άνθιζε το έγκλημα με αποτέλεσμα η Αγγλική δικαιοσύνη να είναι πολύ αυστηρή, και για μικροπαραβάσεις ακόμα, επιβαλλόταν μεγάλη ποινή προστίμου και φυλάκισης. Εκείνους τους καιρούς, η μεγαλύτερη εγκληματικότητα επικρατούσε στα χωριά της Πάφου, με αποτέλεσμα οι αστυνομικές Αρχές με την παραμικρή υποψία ή πληροφορία, δρούσαν και ερευνούσαν με σκληρό τρόπο σε όλα τα υποστατικά κυρίως των Χριστιανών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι - Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ

Στο δρόμο για την αρχαία εκκλησιά της Παναγίας της Χρυσελαιούσης λίγα μέτρα πριν την μικρή πλατεία, ήταν το μικρό καφενείο του Κωνστάντινου, μια μικρή ψηλοτάβανη κάμαρη που την σκέπαζε μια χωμάτινη ταράτσα με τα κανιά που συγκρατούσαν τα χώματα σαπισμένα, πέφτοντας κάθε τόσο από ανάμεσα τους με πάταγο στο χωμάτινο δάπεδο κάποιος χωμάτινος σβόλος, ενώ τα σφαλάγγια είχαν φτιάξει τις φωλιές τους στις γωνιές που σχημάτιζαν τα Βολίκια. Ήταν ένας μικρός καφενές, μια μακρουλλή κάμαρη με τους τοίχους παχιά ασβεστωμένους, που πάνω τους κρέμονταν μεγάλες φωτογραφίας ηρώων του ΄21. Είχε μέσα πέντε τραπέζια όλα κι όλα, ενώ έξω η αυλή ήταν κατάφυτη από μοσχομύριστες ψιντρές βασιλιτσιές.

Ο μισταρκός ο Χαρίλαος ήταν κοντά στην ηλικία των είκοσι, και ήταν διορισμένος από τον μάστρο του υπεύθυνος να ψήνει τους καφέδες και να διαχειρίζεται το καφενείο, αφού ο ίδιος ήταν χασάπης, ένα επάγγελμα που δεν του άφηνε χρόνο να κάνει τον καφετζιή. Σαν καφετζιής ο Χαρίλαος είχε πάρει το επάγγελμα πολύ στα σοβαρά, και όλη τη μέρα από το μπρόεμα ως ενωρίς το βράδυ, την άβγαζε μέσα στο καφενείο αραχτός και άνετος, μέ πελάτες ή μόνος του.

Στα χρόνια του ενώ όλοι οι συγχωριανοί του ήταν παντρεμένοι, αυτός δεν ήταν, γιατι εκείνους τους καιρούς ήταν πολύ δύσκολη απόφαση ποιόν θα έβαζαν σώγαμπρο στα σπίτια τους οι νοικοκυραίοι. Τους διάλεγαν έχοντας για κριτήριο την προκοπή και την εργατικότητα.

Ο Χαρίλαος ήταν άνθρωπος κεβεζές και χωρατατζής, είχε μια δόση ανεμελιάς και μερικοί νόμιζαν ότι είχε και κάποια δόση τρέλας, αλλά οι σοφότεροι καταλάβαιναν ότι ήταν πονηρός και η συμπεριφορά του ήταν προσποιητή γιατί έτσι τον αγαπούσαν οι άνθρωποι και κυρίως τα παιδιά που τον ακολουθούσαν. Εξορμούσαν μαζι του τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε πυροφάνια και παραγάδια. Όλοι σαν νεαροί ήθελαν την παρέα του, και όλοι είχαν ένα θάρρος να αστειεύονται μαζί του και να τον πειράζουν. Αυτός δεχόταν τα πειράγματα τους, και από πάνω τους παρότρυνε να συνεχίζουν.

Έκανε παρέα μαζί τους και τους έλεγε θαυμάσιες ιστορίες. Τους έξαπτε την φαντασία οδηγώντας τη σκέψη τους σε τόπους γεμάτους θαυμαστές περιπέτειες με τους ίδιους πρωταγωνιστές και νικητές .

Περνούσαν αμφότεροι καλά, αλλά αυτός πιο καλά, γιατι όλη την ευχαρίστηση τους την εξαργύρωνε προς όφελος του. Σε κάθε ραντεβού τους τα βράδια μετά που έκλειναν τα καφενεία από νωρίς, ροβολούσαν για τα περβόλια και τη θάλασσα όπου εκεί συναντιόνταν για να σπάσουν τη μονοτονία της βαριεστημένης καθημερινότητας τους με κουβέντα, χωραττά και αστεία και καταστρώνοντας σχέδια και δράσεις, αλλά πάντα όλοι έχοντας στη τσέπη τους ένα φίλεμα για τον Χαρίλαο. Ένας κάποιο αυγό, άλλος ένα κομμάτι χαλούμι, κάποιος ένα καρβέλι ψωμί, καθώς και άλλα «πάνω-κάτω» που έπαιρναν κρυφά από το σπίτι τους.

Ο Χαρίλαος όμως προτιμούσε τα τσιγάρα που του έφερναν παροτρύνοντας όσους οι γονείς τους είχαν χρήματα και αγόραζαν ολόκληρο πακέτο καθώς εκείνους τους φτωχούς καιρούς ο κάθε χωρικός αγόραζε ένα-ένα τα τσιγάρα τα απογεύματα στο καφενείο μαζί με τον καφέ τους.

Μ αυτό τον τρόπο η ζωή του κυλούσε ευχάριστα, η δουλειά του ως καφετζιής του εξασφάλιζε έστω με το ζόρι τον επιούσιο, που μαζι με τα καλούδια των μικρών του φίλων του επέτρεπαν να περνά ζωή χαρισάμενη, έχοντας τόσα καλά που εκείνες τις εποχές κάποιος μπορούσε να επιθυμήσει. 

Ο Χαρίλαος ήταν καλός αφηγητής ιστοριών, και φρόντιζε όσες άκουγε να τις πλάθει με προσοχή, προσθέτοντας δικά του λόγια παράδοξα και τρομακτικά όσα μπορούσε, που τις εξιστορούσε στους μικρούς του φίλους τα βράδια κάτω από τις ψηλές τρεμιθιές, ή στην άκρη της θάλασσας με το αεράκι να τους δροσίζει και τη βουή της θάλασσας να δίδει σασπένς στις συνήθεις ιστορίες τρόμου που κατασκεύαζε ως σπουδαίος ιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Πολλοί σήμερα ακόμα ενθυμούνται τις ιστορίες και λένε ότι από αυτές πολλά γνώρισαν και έμαθαν, αφού περιέκλειαν φαντασία και αλήθειες καλά δεμένες και ειπωμένες, με τα διδάγματα τους να είναι συμπεράσματα των παθημάτων των κακών και των καλών, των πλουσίων και των φτωχών, των αδυνάτων και των δυνατών πρωταγωνιστών των ιστοριών που κατέληγαν με λόγια παραδειγματικά και διδακτικά προς συμμόρφωση και αποφυγήν κακοτοπιών και ατοπημάτων.

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΠΑΧΗΣ

Ο Καλαπάχης καταγόταν από το χωριό της Τίμης αλλά παντρεύτηκε από νεαρή ηλικία στη Χλώρακα όπου δημιούργησε οικογένεια και έζησε μέχρι το θάνατο του. Εκείνα τα χρόνια η κοινότητα της Χλώρακας ήταν ένα μικρό χωριό που όλοι οι κάτοικοι μεταξύ τους είχαν συγγένεια, γι αυτό τα συνοικέσια και τα παντρολογήματα γίνονταν μεταξύ νέων από τα γειτονικά χωριά. Συνήθως ξενιτεύονταν από τα χωριά οι αρσενικοί, διότι συνηθιζόταν όπως και σήμερα σε μεγάλο βαθμό, την ακίνητη περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις κόρες. Έτσι και σ αυτή την περίπτωση, τον Καλαπάχη τον παντρολόγησαν στη Χλώρακα. Το παρατσούκλι του ήταν  σύνθετο και προερχόταν από τις λέξεις καλά και παχής. Ήταν καλοφαγάς και από τις καλοφαγίες που έτρωγε ήταν παχουλός, εξ και το όνομα του.

Συνήθιζε μετά τη σχόλη από τη σκληρή εργασία να επισκέπτεται το καφενείο που δούλευε ο Χαρίλαος που όλη μέρα καθόταν στον καφενέ μη έχοντας άλλη εργασία από το να ψήνει στο τσιάκκι τους λιγοστούς καφέδες για τους λιγοστούς πελάτες που σύχναζαν στο μικρό καφενεδάκι. Όντας και αυτός καλοφαγάς, κάθονταν παρέα κάποτε μόνοι, κάποτε με άλλους, και περνούσαν καλά τρώγοντας και πίνοντας τα δειλινά έξω στην αυλή, κάτω από μια θεόρατη τρεμιθιά ηλικίας πολλών εκατοντάδων χρονών, που μέχρι σήμερα στέκει ακόμα εκεί αγέρωχη και μεγαλόπρεπη, αγναντεύοντας τον ορίζοντα της θάλασσας στην κάτω μεριά του χωριού. 

Η φτώχεια όμως ήταν μεγάλη και αβάσταχτη, γι αυτό σαν καλοφαγάς που ήταν ο Χαρίλαος, δεν ανεχόταν να πινει ξεροσφύρι, γι αυτό απόχτησε μια συνήθεια, τις νύχτες να επισκέπτεται τους γουμάες των χωριανών και να αρπάζει κανένα κοτόπουλο που το καθάριζε και το μαγείρευε μόνος στα κρυφά στο καφενείο, για να μην τον πάρει κανένας χαπάρι. Ο μόνος που ήξερε το μυστικό του ήταν ο φίλος του που για να τον προστατεύσει, τον συμβούλευε συνέχεια να σταματήσει γιατι αν τον έπιαναν οι Εγγλέζοι θα τον τιμωρούσαν σκληρά, αφόσον εκείνους τους δύσκολους καιρούς ένεκα της μεγάλης φτώχειας, η κλεψιά θεωρείτο μεγάλο αδίκημα. Ο Χαρίλαος όμως τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.

Ο Καλαπάχης όμως ήταν παθών από παρόμοια περίπτωση και είχε τιμωρηθεί αυστηρά από την Αγγλική δικαιοσύνη, γι αυτό δεν ήθελε τα ίδια να πάθει ο φίλος του. Για να τον συνετίσει λοιπόν, του διηγήθηκε την μικρή δική του ιστορία ελπίζοντας να τον πείσει να σταματήσει πλέον να κλέβει τις όρνιθες του χωριού με κίνδυνο κάποια στιγμή να τιμωρηθεί.

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Ο Καλαπάχης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές όσες φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.

Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Καλαμπάχης σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν μεγάλη αμαρτία αν κάποτε άρπαζε καμιά όρνιθα από το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας. Είχε ένα τεράστιο τόπο ττελιασμενο, όπου μέσα υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες, οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο παπάς είχε υπέρ του δέοντος τροφή για να θρέψει τα παιδιά του, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό παιδί να πεινά, παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει απλά για να χορτάσει. Έτσι κάθε τόσο καιρό, βουτούσε μια όρνιθα, και την μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν. Από πάνω όμως, είχε πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, γιατι μέσα στην καρδιά του είχε τύψεις που έκλεβε τον άγιο άνθρωπο του Θεού.

Όταν πέρασαν τα χρόνια και ηρθε ο καιρός έφηβος πλέον να χαρτωθεί την όμορφη κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα, σκέφτηκε πριν να μετοικίσει στους ξένους τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία του. Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ του αμαρτωλού και του παπά, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε άλλον εξ όν από το Θεό. Πήγε λοιπόν και βρήκε τον ιερέα και ζήτησε να εξομολογηθεί πριν αναχωρήσει από το χωριό. Γονάτισε και μες την εκκλησιά ενώπιον μόνο του Θεού και του εξομολογητή, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες που έκαμε, και είπε στον σεβαστό παπά να μην ανησυχεί πλέον, ούτε να χολοσκά να ψάχνει να βρει τον κλέφτη των ορνίθων.

Ήταν η τελευταια δουλειά που έκαμε στο χωριό του, και ύστερα ευχαριστημένος κίνησε στα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους. Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι να κοιμάται, ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο σπιτικό με τη σύζυγο του.  

Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα τζιπ, και έφυγαν.

Τι είχε συμβεί;

Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Καλαμπάχη που έκλεβε τες όρνιθες, ο παπάς όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση κάθε ηθικής, τον κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.

Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο. Τον καταδίκασαν αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία, θέλοντας έτσι να δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.

Εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες, οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά, και μισούσε όλους τους παπάδες. Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία καταδέχτηκε να σταθεί ενώπιον του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό που αμάρτησε προδίδοντας το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης.

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

Ο Καλαμπάχης λέγοντας την πικρή  του ιστορία στο Χαρίλαο πρόσθεσε και αρκετές νουθεσίες, θέλοντας να τον πείσει να μην διακινδυνεύει την ελευθερία του και την υπόληψη του για λίγες όρνιθες, διότι στο τέλος αργά ή γρήγορα κανείς δεν γλίτωνε από το χέρι του νόμου, και κάποια μέρα θα πιανόταν στα πράσα. Ήξερε ότι ο Χαρίλαος είχε λοιμπίσει να επισκέπτεται ένα ξαπώλητο χωράφι όπου μέσα έβοσκαν όρνιθες της γειτονιάς, και να αρπάζει ένα δυο τη κάθε φορά. Ήταν ένα χωράφι που ο κάτοχος του ήταν ξενιτεμένος μακριά, και το είχε παρατημένο και παραμελημένο. Ήταν γεμάτο με άγρια βλάστηση και οι όρνιθες από το διπλανό γουμά πατάσσονταν από τα ττέλια για να βοσκήσουν.  Η γερόντισσα Ευτυχού αναγκαζόταν να πεϊκλώνει τα πόδια τους για να μην μπορούν να πετάσσονται και μερικές να χάνονται, αλλά μάταια. Αυτές συνέχιζαν να βρίσκουν τρόπο να πηγαίνουν στο διπλανό χωράφι να βόσκουν, με αποτέλεσμα κάποιες να εξαφανίζονται. Ήταν γριά και ανήμπορη να παραφυλάξει να πιάσει τον κλεφτή, εξάλλου ο Χαρίλαος ήταν πολύ καπάτσος επί του έργου του.

Όμως όπως ξέρουμε ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, η Ευτυχού πληροφορήθηκε από καλοθελητές γειτόνους ότι ο Χαρίλαος που κατοικούσε πιο παρέκει από το σπίτι της, κάθε Κυριακή απόγευμα για να πάει να ανοίξει το καφενείο στο οποίο δούλευε, περνούσε από το ξαπώλητο χωράφι και άρπαζε μια όρνιθα. Την έσφαζε, την καθάριζε, την μαγείρευε και έκανε ένα καλό τσιμπούσι κάθε φορά, της είχαν πεί.

Αποφασισμένη να τελειώσει αυτή την ιστορία, ειδοποίησε την αστυνομία μυνώντας τους ότι αν τον επισκέπτονταν Κυριακή απόγευμα στο καφενείο, θα τον συνελάμβαναν επ αυτοφώρω.

Ο Χαρίλαος μεσα στο τσιάκκι είχε τελειώσει το ξιφτέρισμα της τροφαντής όρνιθας και ετοιμαζόταν με το μυτερό του τσιακκί να τη σκίσει και να τη καθαρίσει από τα εντόσθια. Ήταν μόνος στο καφενείο και βιαστικά προσπαθούσε να τελειώσει το καθάρισμα και να τη βάλει να ψηθεί στη κατσαρόλα που μισογεμάτη με νερό, έβραζε στη φωτιά. Ήθελε να τελειώσει γιατι ήρθε το σούρουπο και οι πελάτες θα άρχιζαν σιγά να καταφθάνουν. Η φωτιά κάτω από την άμμο στο κουγιούμι έβραζε όσο έπρεπε, έτοιμη να δεχτεί το μπρίκι με τον καφέ.

Το νερό μέσα στον μισογεμάτο κάδο σιγόβραζε κι αυτό. Ειχε πάντα μισοάδειο το κουγιούμι για να μπορεί να το πιντώνει όταν ζεσταινόταν πολύ, γιατι ο καφές για να ψηθεί καλά, χρειαζόταν χλιαρό νερό. Είχε ένα μεγάλο στούπωμα στο πάνω μέρος που το άνοιγε και έριχνε μέσα το νερό.

Σχεδόν είχε τελειώσει, αλλά ο νους του ήταν πάντα έξω στο δρόμο παρακολουθώντας να μην πιαστεί στα πράσα να μαγειρεύει τη ξένη όρνιθα από κάποιον που δεν έπρεπε και τον μαρτυρήσει. Έτσι κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή και έριχνε μια ματιά στο βάθος του δρόμου παρακολουθώντας μην ερχόταν κάποιος ή κάποιο λαντρόβερ της αστυνομίας. Είχε πάντα το νου του, διότι ήξερε ότι στις πολλές φορές, σίγουρα κάποια φορά η αστυνομία θα τον επισκεπτόταν.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πριν τελειώσει με την όρνιθα, βγηκε έξω στη στράτα να ρίξει μια ματιά. Ήταν ερημος από κόσμο, κανεις δεν περπατούσε, αλλα μακριά στο βάθος του,  είδε να έρχεται ένα Αστυνομικό περιπολικό. Σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν για λόγου του, αλλά δεν θα το άφηνε στην τύχη. Μπήκε μέσα λοιπόν στο τσιάκκι, και παίρνοντας την όρνιθα την έβαλε με το ζόρι μέσα στο στενό λαιμό του κουγιουμιού και την έσπρωξε μέσα στο νερό για τους καφέδες. Έβαλε και το στούπωμα, και με το πάσο του έκανε να βγει στην αυλή.

Δεν πρόλαβε όμως, μπούκαραν οι αστυνομικοί και τον έστησαν στον τοίχο. Ένας τον πρόσεχε, και οι άλλοι έψαξαν με πολλή προσοχή να βρουν την όρνιθα που είχε κλέψει. Ήταν σίγουροι γι αυτό, οι πληροφορίες τους ήταν ασφαλείς. Με άγριο τρόπο τον είχαν ακινητοποιημένο και με μανία έψαχναν. Έψαχναν και όλο έψαχναν, αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Εκνευρισμένοι στο τέλος σταμάτησαν την έρευνα, και προσπάθησαν με φοβέρες να τον ανακρίνουν και να τον κάνουν να ομολογήσει.

Όμως ο Χαρίλαος δεν ανησυχούσε, γιατι ήξερε ότι κανείς ποτέ, δεν θα φανταζόταν ότι μέσα στο φουτσιάκκι θα σκεφτόταν να κρύψει μια όρνιθα.

ΟΙ ΜΙΛΛΩΜΕΝΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ

Ήταν ένα σχέδιο που κατέστρωσε και είχε κατά νου να εφαρμόσει σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας -καλή ώρα-, που το είχε σχεδιάσει ύστερα από πολλή σκέψη, γιατι όπως πίστευε κανείς μα κανείς δεν θα φανταζόταν μια τόσο έξυπνη κρυψώνα. Το κουγιούμι ήταν απλά ένα ντεποζιτάκι  γεμάτο νερό πάνω από την καυτή άμμο, με το οποίο ο καφετζής έψηνε τους καφέδες.

Ο καφές ψημένος στην άμμο έχει φήμη εκλεχτού ροφήματος, γιατι ψήνεται με τον παραδοσιακό τρόπο στο κουγιουμι. Αυτό επιτυγχάνεται γιατι ο καφές μέσα στο χάλκινο μπρίκι πάνω στη χόβολη με την άμμο που βράζει ψήνεται ομοιόμορφα και σε σταθερή θερμοκρασία, εξασφαλίζοντας έτσι μια ξεχωριστή ποιότητα.

Το κουγιούμι είναι ένα είδος νηστιάς κατασκευασμένο από γαλβανιζέ λαμαρίνα για να αποφεύγεται κατά το δυνατό το σκούριασμα της. Πάνω από τη φωτιά ενός ματιού που ανάβει με γκάζι, βρίσκεται η χόβολη με την άμμο όπου μέσα τοποθετείται το μπρίκι με τον καφέ. Πάνω από τη χόβολη υπάρχει ένα ντεποζιτάκι με νερό που ένεκα της καυτής άμμου σιγοβράζει. Από ένα μικρό κρουνό ο καφετζής γεμίζει το μπρίκι με νερό το οποίο πρεπει να είναι χλιαρό, γι αυτό υπάρχει ένα στούπωμα από το οποίο ο καφετζιής τροφοδοτεί με κρύο νερό, ώστε αυτό να παραμένει πάντα χλιαρό.     

Πριν μπουκάρουν οι Επικουρικοί αστυνομικοί στο καφενείο για έρευνα, ο Χαρίλαος πρόλαβε και έριξε μέσα στο κουγιούμι την όρνιθα που είχε έτοιμη να μαγειρέψει. Ήταν μια χώστρα που κανείς δεν θα σκεφτόταν, έτσι και οι Εγγλέζοι όσο κι αν έψαξαν δεν ανακάλυψαν τίποτα και έφυγαν άπραχτοι.

Ο λαιμός όμως στο κουγιουμι ήταν μικρός, και η όρνιθα δεν χωρούσε να βγει. Γι αυτό ο Χαρίλαος αποφάσισε να την αφήσει μέσα να βράσει ώσπου να καλοψηθεί για να ξιμασκαλίζεται, και ύστερα να την βγάλει κομμάτι με κομμάτι.

Τα νέα για την έρευνα από την αστυνομία διαδόθηκαν αμέσως σε όλο το χωριό, και οι κάτοικοι γεμάτοι περιέργεια κατέβηκαν στον καφενέ να μάθουν τι συμβαίνει. Ένας ένας κατέφθαναν και αφού κάθονταν, έδιναν την παραγγελιά τους. Οι καρέκλες όλες γέμισαν ασφυκτικά, και πολλοί έμειναν όρθιοι να πίνουν τον καφέ τους ακουμπισμένοι στους παραστατούς και στους τοίχους. Όλοι μιλούσαν και όλοι ρωτούσαν και έδειχναν μια μεγάλη ανυσηχία μήπως βρει τον μπελά του το καημένο το παραπαίδι, και έδειχναν όλοι να τον συμπονούν.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μαζεύτηκε όλο το χωριό και δεν προλάβαινε να φτιάχνει καφέδες. Παρόμοια κίνηση και τόσο μεγάλη είσπραξη μόνο κάθε Λαμπρή συνέβαινε, όταν όπως όριζε το έθιμο όλοι απο το χωριό και από μακριά, μαζεύονταν τα απογεύματα στην πλατέια για να παίξουν παραδοσιακά παιχνίδια και να ιδωθούν οι ξενιτεμένοι με τους ντόπιους.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι βλέποντας όλους να ανησυχούν για πάρτη του τάχατες, μέσα του γελούσε. Ηταν πενηνταήμερο και σε λίγες μέρες θα ερχόταν το Πάσχα. Ήξερε ότι όλοι οι χωριανοί νήστευαν για να μεταλάβουν, ενώ αυτός τους έφτιαχνε να πιούν καφέ μιλλωμένο, αφού μέσα στο κουγιούμι στο βραστό νερό σιγοψηνόταν η όρνιθα που έχωσε.

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μέσα του ένιωθε μια εφορία, είχαν τα πράγματα πάρει τη σειρά τους όπως αυτός τα είχε σχεδιάσει. Με το δίσκο στο χέρι μπαινοβγαίνοντας στο τσιάκι, περπατούσε και κάθε τόσο έριχνε μια ματιά στο φίλο του τον Καλαπάχη που καθόταν έξω στην αυλή, και στο συναπάντημα των βλεμμάτων τους και οι δυο μειδιούσαν ευχαριστημένοι. Ο Καλαπάχης έσουζε το κεφάλι του σε ένδειξη παραδοχής για το σιεϊττανίκκι του φίλου του. Έφερνε στο νου του τες πολλές νουθεσίες να είναι προσεχτικός που του έκανε, ενώ Χαρίλαος τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.

Ο παπάς του χωριού που καθόταν στην άλλη μεριά της αυλής τον ρώτησε πως μπορούσε να είναι ευδιάθετος ύστερα από την περιπέτεια που είχε, αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει, δέχτηκε μια φιλοφρόνηση από τον επίτροπο της εκκλησιάς τον ΧατζιηΕυστάθιο που καθόταν μαζί με τον παπά.

-Σήμερα Χαρίλαε ο καφές σου είναι θεσπέσιος, έβαλες τίποτα μέσα;

Ο Χαρίλαος προτιμώντας να απαντήσει πρώτα στη φιλοφρόνηση του ΧατζιηΕυστάθιου, είπε,

-Μα όχι ΧατζιηΕυτάθιε, δεν έβαλα τίποτα μέσα. Ο καφές σήμερα είναι δικής μας εισαγωγής από τη Μέκκα, είναι ολόφρεσκος και τον αλέθουμε επί τόπου, απάντησε ο Χαρίλαος κάνοντας όλους τους θαμώνες να μείνουν ευχαριστημένοι για τον ολόφρεσκο καφέ που μπορούσαν να απολαμβάνουν και τον οποίο με τόση μαεστρία έψηνε ο μισταρκός του καφενέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ II, ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΦΟΑΡΤΑΣ

Κάθε αυγή, μόλις ο πετεινός λαλούσε και πριν ο ήλιος χαράξει, ο Χαρίλαος έπαιρνε το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο καφενείο του, και πριν αρχίσει να σκουπίζει και να καθαρίζει, άναβε το κουγιουμι να βράσει το νερό. Αφού τέλειωνε το συγύρισμα, έφτιαχνε ένα τσάι και με ένα παξιμάδι στο δίσκο, καθόταν έξω στη βεράντα μασουλώντας το τραγανό καθώς ήταν, και μαλακό βουτώντας το στο βραστό τσάι από σφακομηλιά. Άφηνε τη σκέψη του να γυρίσει και το νου του να ταξινομήσει ότι προηγουμένως άκαμε, και ότι επομένως θα έκαμνε. Ήθελε οι κινήσεις του να είναι μελετημένες ώστε να του επιφέρουν ή δυνατόν επιθυμητά και ωφέλημα αποτελέσματα.

Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να μείνει αραχτός, χωρίς να εξορμήσει με τους μικρούς του φίλους. Είχε σκοπό να προσκαλέσει τους συνομήλικους φίλους του Καλαπάχη και Φοαρτά, μετά τη σχόλη να την αράξουν στην αυλή του καφενέ και να επιδοθούν σε μια ολονύχτια οινοποσία με υπέροχα μεζεδάκια από βραστές πατάτες και μια παχουλή όρνιθα που είχε σφαγμένη έτοιμη να την χογλάσει σε βραστό νερό. Θα έστρωναν ένα θαυμάσιο συμπόσιο, μια μικρή συνεστίαση με οινοποσία και ευχάριστη συζήτηση καθώς και με τραγούδια πατριωτικά και δίστιχα ερωτικά. 

Ήταν καλοί του φίλοι που μαζί είχαν αδυναμία στο καλό φαί και στο στερκό κόκκινο κρασί, γι αυτό συχνά τα τιμούσαν αμφότερα με περισσήν κατάνυξη και ατελείωτη όρεξη.

Κάτω από την ψηλή τρεμιθιά έξω στην αυλή, είχαν σκοπό εκείνο το βράδυ που θα ερχόταν, να έστρωναν το παλιό ετοιμόρροπο τραπέζι που ήταν επί του σκοπού αυτού φυλάμενο σε μια γωνιά, και πάνω εκεί ως το επόμενο πρωί, να τους εύρισκε η αυγή αποκαμωμένους να ακουμπούν αποκοιμισμένοι από το πολλή πιοτό.

Κάτι τέτοιες συναθροίσεις τις συνήθιζαν κατά καιρούς, ήταν η καλύτερη τους διασκέδαση μετά το σκληρό κάματο στα σκληρά πέτρινα χωράφια που προσπαθούσαν ολημερίς και καθημερινώς να οργώσουν και να σπείρουν ή να καλλιεργήσουν. Μετά τον μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι κάτοικοι στην ύπαιθρο είχαν για ασχολία μόνη την καλλιέργεια της γης, όπου εργαζόμενοι σκληρά, την φύτευαν με καννάβια και παντζάρια, προϊόντα που ευδοκιμούσαν στα άγονα χωράφια της Χλώρακας.  

Είναι πολύ μπρόεμα ακόμα, είπε ο Φοαρτας που καθόταν σ ένα τραπέζι μες το μικρό καφενεδάκι με παρέα τον Γιώρκο του Μαύρου, μετρώντας τον χρόνο της μέρας από τη σκιά της θεόρατης τρεμιθιάς μέσα στην αυλή.

Ο Φοαρτας ήταν ένας σπουδαίος μαστρος κτίστης της πέτρας που την πελεκούσε με περίσσια τεχνική κατασκευάζοντας πανέμορφα και μεγαλόπρεπα σπίτια για αυτούς που είχαν πολλά χρήματα. Τις μέρες εκείνες έχτιζε το κονάκι του τοκογλύφου της Χλώρακας του Χ΄Φίλιππου, ένα δίπατο μακρινάρι με μια τεράστια καμάρα Γοτθικού ρυθμού που είχε σκοπό ο ιδιοκτήτης να μετατρέψει σε μπακαλικο. Ήταν μια μεγάλη δουλειά, και ο Φοαρτας με περηφάνια εξηγούσε στο φίλο του και κατά πολύ νεότερο του Γιώρκο, την μεγάλη τέχνη που χρειαζόταν να εξασκήσει για να αποπερατώσει αυτό το μεγάλο σπίτι το οποίο θα ήταν η απαρχή της μεγάλης καριέρας του που θα ακολουθούσε. Έπιναν καφέ και παρατηρούσαν τον κόσμο που κέρναγε, και σχολίαζαν τον καθένα μη έχοντας τι άλλο να κάμουν.

Πρώτος πέρασε ο Γιώρκας ο Τελάλης με τον σιοιριάρη της επαρχίας, πηγαίνοντας να παζαρέψουν τα δεκατρία γουρούνια της λόττας της Ελεγγούς. Από την απέναντι στράτα φάνηκε ο Κρουζος να τραβά τον γάιδαρο του που ήταν ζεμένος με το στρατούρι και τη συρίζα, καθ οδόν για το χωράφι του κάτω στης ΑληΠατούς. Πέρασε μπροστά από την ταβέρνα του Φκωνη και έκλωσε τον δρόμο που οδηγούσε εκεί, ενώ μέσα στο βάθος του χωραφιού που ήταν χτισμένη η ταβέρνα, ο Φκωνης φαινόταν σκυφτός να περιποιείται ένα κατεβατί από κηπευτικά που είχε φυτέψει. Ήταν ζαρζαβατικά και οπωρικά που καλλιεργούσε μόνος του και τα πρόσφερε σαν μεζέδες στην ταβέρνα του τις νύχτες όταν οι καφενέδες σχόλναγαν και οι κρασοπότες μαζεύονταν στο δικό του μέρος για να φάνε και να πιούν.

Ο Γιώρκος του Μαύρου ήταν ένας νεαρός πολυ μικρότερος απο το Χαριλάο, που μάθαινε τέχνη στον μεγάλο πελεκάνο της κοινότητας, και περνώντας στο δρόμο για τη δουλειά του τον φώναξε ο μάστρε Φοαρτάς να τον κεράσει ένα ποτήρι γλυκό τριαντάφυλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε, αφού έτσι όριζαν οι κανόνες αβροφροσύνης, οι μικρότεροι να ακούνε στους μεγαλύτερους. Εξ άλλου ήταν θείος του, αφού παντρεύτηκε μια ξαδέρφη του πατέρα του την Γαλατού.

Καθόντουσαν λοιπόν και παρακολουθούσαν τον κόσμο που περνούσε, και ο Χαρίλαος με τον Φοαρτά, έκαναν σχόλια για τον καθένα γλυκά ή πικρά, ώσπου σε λίγο πέρασε η Γαλατού με την μάνα της Ερωφίλλη έχοντας ένα καναβάτσο παραμάσχαλα, και στο ερώτημα του άνδρα της για πού το έβαλαν, οι γυναίκες του απάντησαν πως πάνε στο κάτω Σκαλί να μαζέψουν τρεμίθια καλοτσάκκιστα για να τα αλαρμώσουν και να τα ξεράνουν στον ήλιο. Αυτός τους είπε να προσέχουν από τον κακό Τουρκόπουλο, και ακόμα, να μην ανεβούν πολύ ψηλά και πέσουν, και ύστερα γυρνώντας στον Χαρίλαο του βεβαίωσε πόσο καλός μεζές για το πιοτό είναι τα ξερά τρεμίθια.

Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, όταν από το βάθος του στενού δρόμου φάνηκε η ψηλή σιλουετα του Τιυρκακούλλη του αυστηρού τουρκόπουλου, που μόλις τον είχε στο στόμα του ο Φοαρτας. Η βράκα του ήταν μακριά και η ζώστρα του πλατιά, ενώ το ζιμπούνι του ήταν ξεθωριασμένο από την πολλή έκθεση του στον ήλιο και την βαρυχειμωνιά. Πάνω στο κεφάλι του το μαντήλι ήταν σφιχτά δεμένο για να μαζεύει τον ιδρώτα του, ενώ οι δερμάτινες ποδίνες του χρειάζονταν επειγόντως ένα καλό βούρτσησμα.

ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ

Ο τουρκοπουλος ήταν η αρχή του χωριού ύστερα από τον μουχτάρη, γι αυτό ο Φοαρτάς τον κάλεσε να τον κεράσει ένα δροσερό ποτό.

Χωρίς δεύτερη σκέψη ο τουρκοπουλος καθώς ήταν μαθημένος όλοι να το κερνούν και να τον καλοκρατούν, δρασκέλισε το ανώφλι και κάθισε σε μια καρέκλα απλώνοντας ανοιγμένα τα πόδια του και δίνοντας το μεγάλο του ραβδί στον νεαρό Γιώρκο να το βαστά. Αποτελούσε την εξουσία και το ένιωθε, και το έδειχνε με την συμπεριφορά του, και το θεωρούσε δεδομένο και φυσικό όλοι να τον υπολογίζουν θέλοντας να τον έχουν με το μέρος τους.

Ο Χαρίλαος που ήταν μέσα στο τσιάκκι και καθάριζε την όρνιθα που είχε αγοράσει καθώς τους είπε, αλλά ήταν γνωστό τοις πάσι από που την προμηθεύτηκε, βγάζοντας επιδεικτικά κάθε τόσο ένα επιφώνημα για τον ωραίο μεζέ που θα απολάμβαναν με το πέσιμο του ήλιου, ίσως θέλοντας να περιγελασει τον υψηλό πελάτη του, σταμάτησε το ξιφτέρισμα και βγήκε έξω να πάρει την καινούργια παραγγελιά.

Ο Τσιυρκακούλης παράγγειλε ένα βαρύ γλυκό καλοψημένο καφέ, και ο Χαρίλαος αφού τον έψησε και του τον σέρβιρε, έκατσε μαζί τους κι αρχίνησαν ψιλή κουβέντα.

Η ώρα πέρασε, ήρθε το μεσομέρι, αποφάνθηκε παρακολουθώντας τον ίσκιο της τρεμιθιάς ο νεαρός Γιώρκος που ακούωντας τους με πολλή ενδιαφέρον να συνομιλούν, θέλησε κι αυτός να μπει στην κουβέντα τους.

Είχε απόλυτο δίκαιο ο νεαρός αποφάνθηκε επίσης ο τουρκόπουλος, και αποφάσισε πως ήταν ώρα να φύγει, όταν άξαφνου από την άλλη μεριά του δρόμου ακούστηκαν φωνές και μεγάλη αναταραχή, ενώ ένα παιδί με κοντά παντελόνια τρεχάτο ήρθε στο καφενείο του Χαρίλαου αναστατωμένο και φοβιτσιασμένο, που με τρεμάμενη φωνή ανήγγειλε το κακό μαντάτο.

Ήταν ηλιόλουστη η μέρα, ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έκαιγε, ενώ από τη θάλασσα φαινόταν μια αραιή άχνη να αναδύεται και να γεμίζει τον ουρανό, ένα πούσι προερχόμενο από την καυτή αύρα που ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μέρα γεμάτη σκόνη, μια κακή μέρα που έμελλε να φέρει ένα μεγάλο κακό στο χωριό, να φέρει το θάνατο. Μια νέα νιόπαντρη γυναίκα η Γαλατού που ακόμα δεν είχε κλείσει τα είκοσι, και δεν είχε περιχαρεί τη νιότη της και τον άνδρα της, έμελλε να σκοτωθεί, να πέσει να πεθάνει και να φέρει μια μαυρίλα να σκεπάσει ολόκληρο το χωριό.

Πριν λίγη ώρα πέρασε με τη μάνα της από το καφενείο του Χαρίλαου, και ευγενικές από φυσικού τους καθώς ήταν, χαιρέτησαν τους θαμώνες, και ο Φοαρτάς που τις ρώτησε που πήγαιναν, ένιωσε περηφάνια για την όμορφη σύζυγο του την Γαλατού που του απάντησε ταπεινά με σκυφτό κεφάλι εις ένδειξη σεβασμού, πως πήγαιναν να συνάξουν τρεμίθια να του τα φτιάξουν ξερά στον ήλιο για το χειμώνα…

Και τώρα τι; Απύθμενο κενό στη ψυχή του, η χαρά μετατράπηκε σε λύπη και η ζωή σε θάνατο. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και το μυαλό αφήνιασε, μη θέλοντας να συνειδητοποιήσει τα μαύρα μαντάτα. Οι σκέψεις του γύριζαν ιλιγγιωδώς αρνούμενες το θάνατο, αρνούμενες να σταματήσουν στο κακό γεγονός, θέλοντας υποσυνείδητα να αρνηθούν το κακό χαπάρι.

Δεν είχε πού καιρό που την παντρεύτηκε, και εκείνη τη μέρα άμαθε πως ήταν εγκαστρωμένη. Του το φανέρωσε γεμάτη ευτυχία, και η ευτυχία τον πλυμμηρισε κι αυτόν, και ένιωσε τη ζωή του πλήρη, ένιωσε ότι κατείχε ότι είχε επιθυμήσει. Είχε όμορφη γυναίκα και προκομμένη που θα του γεννούσε ένα παιδί, έναν απόγονο που θα έφερνε το όνομα του και θα του διαιώνιζε το σόι. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά,  μόλις έκλεισε και μια μεγάλη δουλειά, να κτίσει το μεγάλο σπίτι του πλούσιου τοκογλύφου του χωριού, μια καλή εργασία που θα του επέφερε αρκετά χρήματα. Σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν, και έλεγε στο Χαρίλαο πόσο ικανοποιημένος ήταν. Του είπε ακόμα ότι το ζιαφέτι εκείνης της μέρας θα το πλήρωνε αυτός, θέλοντας να γιορτάσει μαζί με φίλους τα χαρμόσυνα γεγονότα που του είχαν συμβεί.

Ο Χαρίλαος έτριβε τα χέρια του και ήταν πολύ ευχαριστημένος ξέροντας ότι θα έτρωγε και θα έπινε δωρεάν, και από πάνω θα πληρωνόταν κιόλας, και ξάφνου στα καλά καθούμενα τα κάτω ήρθαν πάνω, όλα αναποδογύρισαν, μεγάλο κακό βρήκε το φίλο του, μεγάλη δυστυχία σκέπασε όλο το χωριό.

Μια νέα γυναίκα πέθανε πέφτοντας από ένα δένδρο τρεμιθιάς. Γλίστρησε είπαν, έπεσε χάμω από ψηλά και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα, και έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε μονομιάς. Μαζί της πάει, πέθανε και το μωρό που είχε στην κοιλιά της.

ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Πέρασαν πολλοί μήνες, η στεναχώρια στους χωριανούς από τον άξαφνο θάνατο της νέας ξεπεράστηκε και ξεχάστηκε, και η ζωή ξαναβρήκε τον καθημερινό της ρυθμό. Οι χωριανοί σηκώνονταν νωρίς, σχόλναγαν βραδύς και ο Χαρίλαος κάθε πρωί άνοιγε τον καφενέ μέχρι ενωρίς το βράδυ, και κάποτε καμιά φορά μαζί με τους νεαρούς φίλους του εξορμούσαν τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε πυροφάνια και παραγάδια. Όμως έπαψε για καιρό να τους λέει ιστορίες, μετά το μοιραίο εκείνο περιστατικό δεν ήταν πλέον το ίδιο χαρωπός. Διακρινόταν μια θλίψη στο πρόσωπο του και φαινόταν καθαρά πως δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τη στεναχώρια για το μεγάλο κακό που βρήκε τοφίλο του.

Κάποιο βράδυ όμως μετά από καιρό, καθισμένοι όλοι στην άκρη της θάλασσας τον παρακάλεσαν οι μικροί του φίλοι να τους πει μια ιστορία.

Και ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια ιστορία λυπητερή, όλη την ιστορία για το θάνατο της Γαλατούς της γυναίκας του φίλου του.

Η Γαλατού ήταν μοναχοκόρη και τα κάλλη της ήταν ξακουστά σε όλη την επαρχία. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών πολλοί την γύρεψαν σε γάμο, αλλά η Ερωφίλλη που τα παντρολογήματα τα είχε στο αίμα της καθώς ήταν η προξενήτρα του χωριού, είχε μεγάλα σχέδια για την κόρη της. Μήνυσε σε όλους να πάψουν να τη ζητούν σε γάμο, γιατι την κόρη της θα την πάντρευγε μόνο με πλούσιο και μορφωμένο νέο που θα καταγόταν από την πόλη.

Έτσι όλοι οι νέοι έπαψαν να της στέλλουν προξένια, και η Ερωφίλλη περίμενε τον γαμπρό από την πόλη.

Όμως τα χρόνια πέρασαν και αυτός δεν φάνηκε, ενώ η κόρη μεγάλωσε, κόντεψε τα είκοσι, οπότε ανησυχία άρχισε να κυριεύει την μάνα, ότι θα της έμενε στο ράφι. Οι σκάπουλοι χωριανοί έστειλαν αλλού τα προξένια όπου τους καταδέχτηκαν,  έτσι οι ανύπαντροι νέοι της ηλικίας που άρμοζαν στη νέα παντρεύτηκαν όλοι, και η κακόμοιρη έμεινε να μαραζώνει και να αιτιάται τη μάνα της που ήθελε σώνει και καλά να της βρεί γαμπρό από την πόλη.

Η Ερωφίλλη η προξενήτρα τηρώντας η ίδια τους νόμους και διαφωνώντας για γάμους που δεν γίνονταν με συνοικέσιο, νόμισε η άμυαλη ότι χάθηκαν οι ευκαιρίες για την κόρη της αφού πλέον μεγάλωσε, και θα της έμενε γεροντοκόρη. Μαράζωσε, και όλο παραμιλούσε καταριώντας τον εαυτό της και την αλαζονεία της που προξένησαν το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Με τέτοιο φόβο μέσα της ως μάνα, ολημερίς ήταν στεναχωρημένη και μεμψιμοιρούσε, δημιουργώντας μια καταθλιπτική και αφόρητη οικογενειακή κατάσταση γεμάτη ένταση και στεναχώρια.

Απο αυτή τη μιζέρια της μάνας της η Γαλατού επηρεάστηκε η ίδια, και πίστεψε ότι θα έμενε στο ράφι, θα έμενε μια γεροντοκόρη μέσα σε κείνους τους καιρούς  που τις γεροντοκόρες δεν τις είχαν σε σεβασμό και υπόληψη.

Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό της, και είχε μόνη έγνοια πώς να βρει γαμπρό. Την κυρίεψε η έμμονη ιδέα ότι για να βρει γαμπρό, έπρεπε να πάει στη μάγισσα του χωριού.

Στην μεγάλη απελπισία που μόνη της δημιούργησε επηρεασμένη από τη μάνα της, ποτέ της δεν σκέφτηκε ότι με τα νιάτα της και την ομορφιά της, έστω λίγο να κουνούσε το δαχτυλάκι της, σωρό οι άνδρες θα έπεφταν στην πόδια της. Βλέπετε εκείνους τους καιρούς, η αγάπη κι ο έρωτας ήταν καταπιεσμένα και απαγορευμένα αισθήματα, και ο σωστότερος τρόπος για παντρολόγημα ήταν μόνο το συνοικέσιο, και όσα παιδιά υπάκουαν στους γονείς τους, είχαν την αγάπη τους και τις ευχές τους, όσοι δεν υπάκουαν, δεν είχαν τίποτα από αυτά. Ήταν μια κατάσταση που δημιούργησαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής γιατί έτσι τους βόλευε, που στα χρόνια τα πολλά εμπεδώθηκε ως τρόπος ζωής και εθεωρείτο αυτονόητος και ηθικός νόμος, δηλαδή τα παιδιά να μην ξεφεύγουν από τις ρητσιές των γονιών τους.

Ένα κρύο χειμωνιάτικο σκοτεινό δείλις που ο κάτοικοι κλειστήκαν από ενωρίς στα σπίτια του, η Γαλατού λέγοντας στη μάνα της ότι θα πήγαινε για λίγο σε μια γειτόνισσα φίλη της, ξεπόρτισε και με το μαντήλι να της κρύβει το πρόσωπο, από καντούνι σε καντούνι προσέχοντας να μην τη δει κανείς χωριανός, βρέθηκε να χτυπά το ξωπόρτι της Ελεγγούς της αλαφροΐσκιωτης καθώς την ονόμαζαν.

Η Ελεγγού ήταν μια γριά ακαθορίστου ηλικίας γυναίκα για τη οποία οι χωριανοί έλεγαν κρυφά και φοβισμένα με χαμηλή φωνή, ότι ήταν αλαφροϊσκιώτισσα και αλλοπαρμένη, που είχε μια ικανότητα να αντιλαμβάνεται καταστάσεις συμβατές και υπερβατές της υλικής και άϋλης ζωής. Ότι γνώριζε πράγματα και θάματα που συμβαίνουν στον υπερβατικό κόσμο της αντίπερα όχθης από τη ζωή. Ότι ζούσε και συνυπήρχε με ζωή και θάνατο, μεταξύ υλικού και άϋλου, υπαρκτού και πνευματικού. Ότι είχε ίσκιο αλαφρό που δεν φαινόταν, ότι έβλεπε όσα άλλοι δεν βλέπουν και ότι κατείχε μυστικές δυνάμεις.

Με τα χρόνια και τα λόγια χτίστηκε ένας μύθος για την Ελεγγού που συντηρήθηκε στα βάθη των αμέτρητων δεκαετιών που έζησε μέσα στο χαμηλό σπιτάκι της που ήταν απομονωμένο στην άκρη του χωριού μοναχικό χωρίς γείτονες, καθώς όλοι από φόβο απέφευγαν την γειτονιά της.

Έλεγαν ότι η Ελεγγού στα χρόνια τα παλιά ήταν μια συνηθισμένη θαυμάσια και αγαπητή οικοκυρά, που απόχτησε υπερφυσικές δυνάμεις όταν ο Θεός τη λυπήθηκε δίνοντας της αυτό το χάρισμα για να μπορέσει να ξεφύγει από την δυστυχία της σαν νέα μητέρα και σύζυγος, που έχασε τον άνδρα της και το παιδί της στο μεγάλο σεισμό όταν το μεγάλο τους σπίτι γκρεμίστηκε θάβοντας και τους δυο στα ερείπια και στα χαλάσματα. Από τότες άκουγε καθώς έλεγε η κακόμοιρη, τον άνδρα της και το παιδί της να γυρνούν σαν φαντάσματα άϋλα τις νύχτες στο χωριό και να ουρλιάζουν. Τους ένιωθε να θέλουν να πηδήξουν από την αντίπερα όχθη για να γυρίσουν πίσω, αλλά να μην τα καταφέρνουν.

Άκουγε φωνές και έβλεπε σκιές που δεν υπήρχαν, φοβερά όνειρα και ερινύες επισκέπτονταν τον ύπνο της και ανείπωτη θλίψη πλάκωνε την καρδιά της. Τα κλάματα και οι οδυρμοί της ήταν ανυπέρβλητα φριχτά σαράκια που της έσκιαζαν το νου της, ώσπου ο Θεός τη λυπήθηκε, και την πόσπασε από το μαραζι δίνοντας της μια δύναμη ξεχωριστή, ταράσσοντας το νου της και δημιουργώντας ένα νέο άνθρωπο αλλοπαρμένο και αλαφροΐσκιωτο με ξεχωριστές μυστικές δυνάμεις, -είπαν οι χωριανοί-

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη απέχτησε ιδιότητες να διαισθάνεται απόκοσμες οντότητες, καθώς και ικανότητες να συνεννοάται μαζί τους. Μπορούσε να προειδοποιεί και να συμβουλεύει ανθρώπους, μπορούσε ακόμη να ξορκίζει και να διώχνει το κακό από τις καρδιές και τις σκέψεις των πονεμένων και των δυστηχισμένων.

Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη λοιπόν, που έβλεπε αυτά που δεν έβλεπαν άλλοι, εκείνη τη μέρα είδε τη μοίρα της Γαλατούς και σκιάστηκε. Είδε το θάνατο να την παραμονεύει, και το χάρο από την ίδια καλεσμένο έτοιμο να την πάρει. Είδε το μεγάλο κακό που παραμόνευε και δεν της άρεσε. Θυμήθηκε τον πόνο το δικό της τα παλιότερα χρόνια και δεν ήθελε άλλοι να νιώσουν το ίδιο.

Στεναχωρημένη και με αγάπη επιθυμώντας να τη βοηθήσει, άκουσε προσεχτικά τον πόνο της και την έκκληση της για επίκληση των κρυφών πνευμάτων, αλλά αφού ήδη προείδε το κακό που θα ερχόταν, προσπάθησε να της παρατζιείλει ότι δεν χρειάζονταν μαγικά και ξόρκια, απλά γιατι ο φόβος της ήταν μόνο έμμονη ιδέα. Της παράγγειλε να έχει υπομονή, να μην σκιάζεται και να μην βιάζεται, και η ώρα αυτηνής σαν τόσες άλλες κοπέλες, με το καλό θα ερχόταν.

Απ όσα όμως της είπε, είδε πως δεν την έπεισε, κατάλαβε ότι η νέα θα κατέφευγε σε άλλα μέσα για να επιτύχει το σκοπό της. Για να την μεταπείσει την προειδοποίησε αυστηρά να μην καταφύγει σε σκοτεινές δυνάμεις, και της είπε ξεκάθαρα αν το εκαμνε, θα προκαλούσε μεγάλο κακό στον εαυτό της και στους δικούς της.

Η Γαλατού έφυγε απελπισμένη και στεναχωρημένη, και για μέρες ήταν σκυθρωπή και σκεφτική. Καταριόταν το κακό της ριζικό, και στη μάνα της έριχνε το φταίξιμο γιατί θα έμενε γεροντοκόρη. Ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί, και ήταν αποφασισμένη να καταφύγει σε όλα τα μέσα για να το επιτύχει. Δεν νοιαζόταν τις συνέπειες, δεν έδωσε προσοχή στις προειδοποιήσεις της γριάς Ελεγγούς, ήταν πολύ αποφασισμένη αν μπορουσε να επιτύχει το σκοπο της, και την ψυχή της θα εδινε.

Μ αυτές τις σκέψεις καθόταν λυπημένη στο παραθύρι της καθημερινά σκεφτική και αφηρημένη κοιττάζοντας το βάθος του δρόμου ελπίζοντας μήπως φανεί κάποιο σημάδι για ελπίδα.

Και ο καιρός πέρασε, ώσπου μια μέρα από το βάθος του δρόμου φάνηκε το σημάδι που έλπιζε, είδε μια μελαχρινή τσιγγάνα Τουρκογύφτισσα με τα πλουμιστά της ρούχα και τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν, σέρνοντας ένα μωρό παιδί με το ένα της χέρι και με το άλλο να συγκρατεί ένα μπαξέ στον ώμο, να την πλησιαζει και να στέκει εμπρός στο παραθύρι της, και να την ρωτά αν θέλει να της πει τη μοίρα.

Η Γαλατού αμέσως της έδωσε το χέρι, αλλα η τσιγγάνα μόλις το κοίταξε συνοφρυώθηκε απότομα και πήγε να φύγει χωρίς να της πει τίποτε.

 Τη ρώτησε γιατί φεύγει και δεν της λέει, και αυτή απάντησε ότι αυτό που είδε δεν ήθελε να της το πει, και βιαστική συνέχισε το δρόμο της.

Μεμιάς η Γαλατού πετάχτηκε έξω και την πρόλαβε πριν χαθεί στο επόμενο καντούνι του δρόμου. Την άρπαξε από τη φούστα και δεν την άφηνε. Παρακαλεστή και τάσσοντας της χρήματα, την έπεισε να τη βοηθήσει. Η τσιγγάνα αποδείχτηκε σπουδαία μάντισσα και μάγισσα, αφού γνώριζε αλήθειες για τη ζωή της, γνώριζε το όνομα της, και πράγματα που μόνο αυτή γνώριζε.

Πεπεισμένη ολωσδιόλου για τις ικανότητες της, η νέα της ζήτησε βοήθεια για να λύσει το πρόβλημα της…

Το πρόβλημα της λύθηκε, παντρεύτηκε τον καλύτερο του χωριού και ήταν τρισευτυχισμένη. Σε κανέναν δεν είπε ότι η τσιγγάνα επικαλέστηκε άγνωστες δυνάμεις για βοήθεια, ούτε ότι για αντάλλαγμα της ζήτησε να μην τεκνοποιήσει, συμφωνία που η κακόμοιρη κόρη δέχτηκε.

Όμως ο καιρός περνούσε, ήταν καλοπαντρεμένη και καλοβολεμενη, ξέχασε όσα την έκαναν να μαραζώνει, και ζούσε με τον αγαπημένο της ευτυχισμένη. Οι χωριανές τη ζήλευαν για την καλή της τύχη, αφού βρήκε σύζυγο σπουδαίο, όμορφο και από καλό σόι.

Το θανατικό που είδε η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη και ότι άλλο είδε που την φόβισε η τσιγγάνα και δεν ομολόγησε, παραμόνευαν ως πεπρωμένο που δεν αλλάζει, και τελικά ήρθε το κακό ως η μοίρα τόχε γραμμένο, αφού είχε υπογράψει το ριζικό της η ίδια, και να ξεφύγει ασφαλώς δεν μπορούσε.

Τα κακά μαντάτα που έφερε το μικρό παιδί με τα κοντά παντελόνια στο καφενείο του Χαρίλαου εκείνη την κακή μέρα, έλεγαν πως η Γαλατού είχε ανεβεί στην ψηλή τρεμιθιά να βακλίσει τρεμίθια, όταν ξάφνου κάποιος φώναξε,

-προσοχή, έρχεται ο Τουρκόπουλος.

Η καημένη η κοπέλα ακούγοντας τη φωνή και γνωρίζοντας τον σκληρό και αυστηρό Τουρκόπουλο του χωριού που έκοβε πρόστιμο με το παραμικρό στον καθένα, ξιπάστηκε. Ήταν ένα στιγμιαίο ξάφνιασμα που όμως την έκανε και γλύστρισε και χτύπησε η αγκαστρωμένη κοιλιά της σε ένα χοντρό κλώνο. Από τον αφόρητο πόνο που ένιωσε, έχασε τον έλεγχο του κορμιού της και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε.

Το χωριό μαυροφόρεσε και όλοι την έκλαψαν, μα πιότερο οι συγγενείς της, και ακόμα πιο πολύ ο άνδρας της που έμεινε απαρηγόρητος να την θρηνεί για πολλή καιρό.

Ο Χαρίλαος τελειώνοντας την αφήγηση του αποφάνθηκε ότι η Γαλατού δεν ξιπάστηκε από τη φωνή που ακούστηκε προειδοποιητικά πως έρχεται ο Τουρκόπουλος και έπεσε και σκοτώθηκε, γιατί εκείνη την ώρα ο Τουρκοπουλος ο Τσιυρκακούλης καθόταν στο καφενείο του και έπινε καφέ, με κύριο μάρτυρα τον ίδιο το σύζυγο της άμοιρης κοπέλας.

Αποφάνθηκε ότι έπεσε και σκοτώθηκε γιατι ξιπάστηκε από έναν αφόρητο πόνο που ένιωσε στην αγκαστρωμένη κοιλιά της που προήρθε από ένα κλώτσημα του μωρού που κυοφορούσε. Ήταν ίσως το αποτέλεσμα της συμφωνίας της με την τσιγγάνα και τις σκοτεινές δυνάμεις που εκπροσωπούσε, για να τη βοηθήσει να αποκτήσει εκείνο που πολύ επιθυμούσε. 

Αποφάνθηκε τελεσίδικα πως ότι έχει γραφτεί από τη μοίρα γίνεται, και πως το πεπρωμένο να το διαφύγει κανείς, είναι αδύνατον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV, ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Το άκουσμα του θανάτου της όμορφης Γαλατούς συντάραξε όλο το χωριό και οι κάτοικοι είχαν τη κουβέντα του θανατικού ως συναφορά για πολύ καιρό και πολλά χρόνια υστερότερα, γιατι εκτός από τα κάλλη της τα ξακουστά,  προερχόταν και από μεγάλο σόι ξακουστό, το σόι των Αζίνιδων που διαφέντευαν το χωριό, με πρώτο πρόγονο τον Χριστόδουλο Αζίνα, μουχτάρη και άρχοντα του χωριού εκείνους τους καιρούς που ο κοινοτάρχης ήταν καθώς λέει η λέξη, η αρχή του χωριού. Οι Μουχτάρηδες είχαν πολλές εξουσίες όπως να τιμωρούν και να βάζουν προστίματα, ακόμα καμιά φορά όταν οι ίδιοι υπερέβαιναν τον νόμο, άτυπα είχαν το δικαίωμα, ενός δικαιώματος που ο  Αζίνας έκανε χρήση επιβάλλοντας ως νόμο τη χειροδικία ενάντια των ενόχων, χωρίς να λογαριάζει συνέπειες. Ήταν πολύ σκληρός στην επιβολή της τάξης, και γι αυτή του την αυστηρότητα του κόλλησαν το παρατσούκλι Αζίνας το οποίον συνέχισε την διαιώνιση του στους απογόνους του μέχρι τις σημερινές εποχές.

Απόγονος λοιπόν, από μεγάλο σόι η καημένη κόρη, ήταν φυσικό ο θάνατος της να επιφέρει πολλή θλίψη και μεγάλο πένθος κάνοντας σχεδόν όλους τους χωριανούς να ντυθούν στα μαύρα, και να συζητούν τις έφταιξε και πως. 

Βοηθός του μουχτάρη με εξ ίσου εξουσία στα χέρια, ήταν ο Τουρκόπουλος που με όπλο το ραβδί του που στο κάτω μέρος είχε σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος και την επιβολή προστίμων στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο χακί για να ξεχωρίζει πως κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε ένα μπρούτζινο περιβραχιόνιο, που ο κάθε διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και το οποίον αν και βαρύ ποτέ δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι.

Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τοπυρκόπουλλος είχε στα καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες από πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία. Σημείωνε ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ τους, ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του, ποιος παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ.

Ο Τσιυρκακούλης ήταν ψηλός και με τη μακριά βράκα που συνήθιζε να φορεί, φαινόταν πιο μακρύς και φάνταζε φοβερός με τη μεγάλη του μαγκούρα στο χέρι να απειλεί όποιον δεν υπάκουε στο νόμο. Με τη μεγάλη σωματική του ρώμη που διακρινόταν εύκολα προκαλούσε φόβο, επιβάλλοντας τοιουτοτρόπως την δημόσια τάξη εύκολα.

Εκείνη τη μέρα και ώρα που συνέβηκε το κακό, ο Τουρκόπουλλος ήταν στο καφενείο χωρίς αμφισβήτηση, γιατι το βεβαίωσε αργότερα ο καφετζής ο Χαρίλαος, που με μαρτυρία του επίσης, βεβαιώνει πως άκουσε ο ίδιος τον Τουρκόπουλο να συναφέρνει ότι θα κατέγραφε στο επίσημο Κυβερνητικό δευτέρι του ως εκ καθήκοντος είχε, το θλιβερό εκείνο συμβάν ώστε να μείνει γραμμένη για την ιστορία η πραγματική αλήθεια των γεγονότων. Αυτό το δήλωσε γιατι τις επόμενες ημέρες του τραγικού θανατικού της άμοιρης μάνας και του μωρού που είχε στην κοιλιά της,  με το κουτσομπολιό των κατοίκων παρουσιάστηκαν διάφορες εκδοχές και παραλλαγές για τί πραγματικώς συνέβη.

Ως πραγματική αλήθεια αυτός ήξερε ότι με το κλώτσημα του μωρού που κυοφορούσε πόνεσε τόσο πολύ, που ξαπόλησε το κλαδί που τη συγκρατούσε για να πιάσει την κοιλιά της, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί και να πεθάνει. Αυτό αποφάνθηκε ως Τουρκόπουλλος ότι συνέβηκε, και αυτό κατέγραψε στο δευτέρι για ενημέρωση των επισήμων αρχών του κράτους, και ώς επίσημη μαρτυρία.

Όμως επειδή εν πρώτοις αναμείχθηκε το όνομα του πώς αυτόν φοβήθηκε και ξιπάστηκε η Γαλατού και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε, και επειδή εν δευτέροις αυτός έγραψε την τελική εκδοχή, πολλοί κάτοικοι δεν τον αμφισβήτησαν, και ήταν πεπεισμένοι πως αυτός ήταν η αιτία του διπλού θανατικού.

Ο Τσιυρκακούλλης θύμωσε γιατι του φόρτωσαν το φταίξιμο, και δεν μπορούσε να ανεχτεί το κουτσομπολιό του κόσμου. Καθώς όμως τίποτα δεν μπορούσε να κάμει, όλο το θυμό του τον επόμενο καιρό, τον έβγαζε σε όσους παρανομούσαν. Με πολλή αυστηρότητα έκρινε όλες τις παρανομίες, και δεν χάριζε πρόστιμο σε κανένα, ούτε σε χήρα, ούτε σε ζωντοχήρα. Περιφερόταν στις στράτες και στους αγρούς, και όσα ξένα ζώα έβρισκε σε ξένα χωράφια, ή όσα κατσίκια και πρόβατα ξέκοβαν από τα κοπάδια, τα συνελάμβανε και τα οδηγούσε σε μια μάντρα φυλακή. Τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες αφού πρώτα πλήρωναν τα έξοδα σύλληψης και διατροφής, καθώς και ένα σελίνι πρόστιμο ανά κεφαλή.

Οι κάτοικοι ήσαν σε αναβρασμό και περίμεναν πως με τον καιρό θα του περνούσε ο θυμός. Ήταν μια ελπίδα όμως που δεν ευοδώθηκε, γιατι έμεινε σκληρός και αυστηρός στην εφαρμογή του νόμου μέχρι το τέλος της καριέρας του. Μια φορά βρήκε ένα ολόκληρο κοπάδι να περιπλανιέται σε ξένα χωράφια και να βόσκει χωρίς ποιμένα ο οποίος άμοιρος αποκοιμήθηκε ίσως στη σκιά κάποιου δένδρου, και έμεινε το κοπάδι αφύλαχτο.  Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Τουρκόπουλλος το οδήγησε στην μάντρα του και το κλείδωσε μέσα. Μόλις ο Νεόφυτος ο βοσκός χαπάρισε πως το κοπάδι του χάθηκε, ήξερε με σιγουριά πως τον βρήκε μεγάλο κακό. Έτρεξε στον Τουρκόπουλο, και εκεί βρήκε τα πρόβατα του. Ασφαλώς για να τα πάρει ξανά στην κατοχή του, έπρεπε να καταβάλει τα χρεολύσια του προστίμου. Το πρόστιμο προς ένα σελίνι ανερχόταν στα 50 σελίνια, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή, που ο καημένος βοσκός αδυνατούσε να πληρώσει. Το πρόβλημα που ενέκυπτε από την αδυναμία της αποπληρωμής μεγάλωνε περισσότερο, διότι ώσπου να έβρισκε τα χρήματα -αν τα έβρισκε ο καημένος-, το ποσό καθημερινά θα μεγάλωνε, γιατι θα χρεωνόταν επίσης τη διατροφή και τη φύλαξη των  προβάτων καθώς έλεγε ρητά ο νόμος. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να λυθεί, διότι από τη μια ο Τουρκόπουλλος επέμενε στην εφαρμογή του νόμου χωρίς παρέκκλιση, από την άλλη ο καημένος βοσκός ήταν πολύ πτωχός και αδυνατούσε να πληρώσει. Όμως πάλι δεν μπορούσε να επιτρέψει στον Τσιυρκακούλλη ένεκα του γαϊδουρινού του πείσματος να είναι η αιτία να χάσει την περιουσία του. Τι θα έκαμνε; Με την καρδιά σφιγμένη αναγνωρίζοντας  τη δυσκολία της κατάστασης, έκατσε να σκεφτεί. Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος και ήξερε ότι με το κοφτερό του μυαλό θα έβρισκε κάποια μεσαία λύση…   

ΤΟ ΡΟΥΣΦΕΤΙ

Ο Τσιυρκακούλλης ήταν εύσωμος και δυνάμενος, γι αυτό άφοβα επέβαλλε τις αυστηρές ποινές στους παρανομούντες. Τον μόνο που φοβόταν ήταν ο φίλος του Χαρίλαος, γιατι όταν θύμωνε αγρίευε και γινόταν ανήμερο και ανίκητο θηρίο. Ένα δυνάμενο θηρίο με απέραντη δύναμη, αφού στο άνθος της ηλικίας του είχε ένα τετράγωνο κορμί με σκληρούς μύες, δυνατό και πέτρινο από φυσικού του, κληρονομικό από τον πατέρα του Πιστέντη που στις εποχές του ήταν παλαιστής ξακουστός σε όλα τα περίχωρα χωριά.

Όμως με το Χαρίλαο ήσαν φίλοι, ήταν ταιριαστοί, είχαν μια γλυκιά αδυναμία και οι δύο, το πιοτό και το φαί. Πολλές βραδιές μες τη κρύα βαρυχειμωνιά, στο καφενείο πάνω από ένα μαγκάλι κάρβουνα έψηναν κάποιο μεζέ και έπιναν το στερκό κόκκινο κρασί που έμοιαζε μέλι και ήταν βάλσαμο στις παγερές και σκοτεινές νύχτες.

Μια τέτοια νύχτα με τον ουρανό γεμάτο σύννεφα μαύρα της βροχής και τον ίδιο κατακουρασμένο ύστερα από μια κοπιαστική μέρα, ο Τουρκόπουλος έφραξε καλά τη μάντρα που φυλάκιζε τα ζώα και κλείδωσε την πόρτα για να μην τα κλέψουν. Από ενωρίς το μεσημέρι είχε περιμαζέψει το αδέσποτο κοπάδι του Νεόφυτου και δεν του το έδωσε πίσω αφού δεν είχε να πληρώσει το πρόστιμο των πενήντα σελινιών. Τόσο μεγάλο αριθμό ζώων σε μια μέρα, δεν του είχε ξανασυμβεί να συλλάβει. Γι αυτό ένιωθε ευχαριστημένος και ικανοποιημένος, στην επόμενη του αναφορά στον

Έπαρχο, σίγουρα θα έπαιρνε συχαρίκια.

Χωρίς ίχνος ευσπλαχνίας για τον καημένο βοσκό, μπήκε μες το καφενείο έχοντας σκοπό να γιορτάσει το γεγονός με οινοποσία με κερασμένα τα ποτά από τον ίδιο, και παρέα το φίλο του το Χαρίλαο.  ‘Όταν μπήκε στο καφενείο η ώρα ήταν περασμένη και οι θαμώνες στο καφενείο μια χούφτα. Μπήκε μέσα και άνοιξε το στόμα του για να παραγγείλει, αλλά ξαφνιασμένος είδε τον Χαρίλαο να τον αντικρύζει με βλοσυρότητα και αγριάδα. Ένας κόμπος του στάλωσε τις φωνητικές του χορδές και του έπνιξε  την κουβέντα. Ήξερε αυτό το ύφος, κατάλαβε πως μεγάλη αντάρα τον περίμενε. Έμεινε να χάσκει, ενώ οι άλλοι πελάτες έμειναν το ίδιο, αφού και αυτοί γνώριζαν τον θυμό του Χαρίλαου. Μόνο από το ύφος του, ήξεραν από πριν τι θα ακολουθούσε.

Παρ όλα αυτά ο Χαρίλαος με ήπια φωνή του είπε να κάτσει να τον κεράσει ένα καφέ και να μην φύγει γιατι ήθελε να του μιλήσει, με ύφος όμως που δεν άφηνε αμφιβολία παρερμήνευσης, ήταν μια ήρεμη κουφόβραση πριν το τυφώνα.

Έκατσε ο Τσιυρκακούλλης και η αγωνία τον έζωνε. Σκεφτόταν τι να σκέφτηκε ο φίλος του, και τι να ήθελε απ αυτόν. Όμως ήταν αποφασισμένος να του κάμει κάθε χατίρι αν πέρναγε από το χέρι του, γιατι αυτή τη νύχτα δεν ήθελε στεναχώριες, ήθελε μόνο να διασκεδάσουν μαζί για να γιορτάσει την μεγάλη του επιτυχία της σύλληψης πενήντα ζώων μέσα σε μία μέρα.

Ο νους του δεν πήγε ότι ίσως να τον ήθελε περί αυτού του γεγονότος, γιατι όπως αυτός ήξερε το θυμό του φίλου του, έτσι και ο φίλος του ήξερε το δικό του πείσμα και θυμό ειδικά για την προσβολή που του έκαμαν οι χωριανοί, ως εκ τούτου, δεν ετίθετο θέμα χάρης ή χαρίσματος προστίματος σε κανέναν.

Άμα έφυγαν όλοι οι θαμώνες και ο Χαρίλαος καθάρισε το τελευταίο τραπέζι, τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε με το φίλο του. Του είπε πως αν και γνώριζε το γαϊδουρινό του πείσμα, εντούτοις σ αυτή την περίπτωση των πενήντα προβάτων, έπρεπε να κάμει πίσω και να τα δώσει στον ιδιοκτήτη τους γιατι ήταν συμπέθερος του πατέρα του, ο οποίος του ζήτησε να διευθετήσει το ζήτημα.

Ο καυγάς που ακολούθησε ήταν τρικούβερτος, οι φωνές τους ακούγονταν ως την άλλη άκρη του χωριού, ενώ ο Νεόφυτος ο βοσκός μαζί με τον Πιστέντη τον πατέρα του Χαρίλαου παραμόνευαν έξω μέσα στο κρύο για το αποτέλεσμα. Άκουγαν όλη τη θυμωμένη συζήτηση, τα βρισίδια που έσουρναν και τις γροθιές πάνω στο τραπέζι που στο τέλος από τα πολλά χτυπήματα έσπασε. Έτοιμοι να μπουν μέσα στο καφενείο να τους χωρίσουν αν τυχόν πιάνονταν στα χέρια, όλο περίμεναν και η ώρα περνούσε, πίστεψαν ότι ο Τουρκοπουλλος με τίποτα δεν θα έκανε πίσω.

Όμως ευτυχώς τελικά επικράτησε η φιλία και παρ όλο το θυμό που τους νευρίασε, σκέφτηκαν με τη λογική και κάνοντας και οι δυο πίσω, κατέληξαν σε μια μέση συμφωνία να πλερωθεί ως πρόστιμο μόνο κοσπέντε σελίνια. .

Βάζει μια φωνή λοιπόν ο Χαρίλαος στον πατέρα του και στο Νεόφυτο που ήξερε πως ήταν απ έξω κρυμμένοι, και τους έφερε μέσα. Όλοι μαζί έκατσαν να φαν και να πιούν, και στο κέφι του μεθυσιού τους απάνω, όλοι μαζί συμφώνησαν ο Τουρκόπουλλος να ρίξει το πρόστιμο στα είκοσι σελίνια και τα υπόλοιπα πέντε να τα πλήρωνε ο Νεόφυτος ο βοσκός στον Χαρίλαο τον καφετσιή για το ζιαφέττι που τους πρόσφερε και όλοι μαζί απόλαυσαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V, Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ

Οι αλιείς που χρησιμοποιούν δυναμίτιδα για να ψαρέψουν, δεν χρησιμοποιούν βάρκες και ρίχνουν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή γίνεται ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει, σκοτώνει όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Η έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρα και βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.

Πολλοί ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα. Από τη μια έβρισκαν ευκολότερα δυναμίτιδα, από την άλλη έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικοί, γιατι η Αποικιοκρατική κυβέρνηση πολλαπλασίασε τους ελέγχους στη θάλασσα για να μπορεί να συλλαμβάνει τους λαθροψαράδες φυλακίζοντας δι αυτού του τρόπου αγωνιστές της οργάνωσης που διεξήγαν αγώνα εναντίον της.

Ο Χαρίλαος δεν ήταν ενεργός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, αλλά είχε τον τρόπο του να εφοδιάζεται δυναμίτιδα, και κάθε φορά που πήγαινε για ψάρεμα έφερνε μια κοφίνα ψάρια. Καθώς δεν μπορούσε να τα πουλήσει αφού όλοι οι χωριανοί ψάρευαν μόνοι τους, ή είχαν κάποιο συγγενή που σαν καλή ώρα ο Χαρίλαος τους προμηθεύε μπόλικα, τα διένεμε δωρεάν σε φίλους και γειτόνους. Το χωριό ήταν παραθαλάσσιο και τις παλιές εποχές πρίν η βιοποικιλία της θάλασσας καταστραφεί από την έκχυση σε αυτήν των λυμάτων από τα  ξενοδοχεία που κτίστηκαν κατά μήκος των παραλιών ένεκα της απότομης ανάπτυξης και της προόδου της τουριστικής βιομηχανίας, ήταν γεμάτη ψάρια.

Ενώ όμως οι περισσότεροι ψάρευαν με το καλάμι ή με τις βάρκες και τα δίχτυα, ο Χαρίλαος δεν είχε τέτοια όρεξη. Ενώ ο πατέρας του ήταν λάτρης της θάλασσας και φημισμένος ψαράς με βάρκα δική του που ξανοιγόταν μέχρι τον Ακάμα και ύστερα ξεμπαρκάριζε στα χωριά της Λαόνας για να πουλήσει τις ψαριές του, αυτός προτιμούσε τον εύκολο τρόπο όταν κατά καιρούς ψάρευε, χρησιμοποιώντας δυναμίτιδα.

Το ψάρεμα με δυναμίτη για πολλά χρόνια πριν την απελευθέρωση και καμιά εικοσαριά μετά από αυτήν, για ορισμένους ριψοκίνδυνους ανθρώπους ήταν ένας εύκολος συνήθης τρόπος για εύκολο και γρήγορο πλούσιο ψάρεμα.

Οι επιτήδειοι ψαράδες δι αυτού του τρόπου προσπαθούσαν να έχουν καλές σχέσεις με τον αστυνόμο της περιοχής για να καμνει τα στραβά μάτια, καθώς και με τους πετροκόπους γιατι ήσαν οι μόνοι με άδεια της Κυβέρνησης που μπορούσαν να χρησιμοποιούν δυναμίτες για την εργασία τους και κατά συνέπεια εύκολα να τροφοδοτούν και αυτούς.

Ο Χαρίλαος είχε φίλο τον Τουρκόπουλο που είχε φίλο τον Αστυνόμο, είχε φίλους επίσης του πετροκόπους του χωριού, τον Άνοστο και τον Σιηπέττο. Από αυτούς προμηθευόταν όση δυναμίτιδα χρειαζόταν, γιατι κάποια βραδάκια που επισκέπτονταν στο καφενείο του και μες την πολλή τους φτώχεια δεν είχαν να πιούν ένα ποτηράκι, αυτός τους κέρναγε αφειδώλευτα. Με τη δυναμίτιδα εφοδιασμένος και με τους μικρούς του φίλους περιστοιχισμένος, κάθε τόσο καιρό εξορμούσε στον Κοτσιά έναν ψηλό θεόρατο βράχο στην άκρη της θάλασσας όπου από κάτω η θάλασσα βάθαινε απότομα και ήταν πέρασμα ψαριών, ένα ιδανικό σημείο για καρτέρι περάσματος ψαριών. Διασκόρπιζε τους νεαρούς φίλους του σε όλα τα σημεία του ορίζοντα πέραν της θάλασσας για να παρακολουθούν μήπως φανούν οι τελωνειακοί που ήταν υπεύθυνοι για την πάταξη αυτού του παράνομου ψαρέματος, και ο ίδιος στεκόταν πάνω στο βράχο παρακολουθώντας με πολλή προσοχή τη θάλασσα κάτω από τα πόδια του.  

Ο δυναμίτης που χρησιμοποιούσαν γι αυτό το είδος ψαρέματος ήταν ο λεγόμενος σιουσιούκκος, ένα μασούρι του ιδίου πάχους, σχήματος και χρώματος. Το έδεναν σε βαρίδια συνήθως μακρουλές πέτρες για να μπορεί να βυθίζεται στο νερό και ύστερα να εκρήγνυται, ώστε να σκοτώνει τα ψάρια. Για να εκραγεί χρειαζόταν καψούλι, το οποίο πυροδοτούσαν με ένα φυτίλι. Πάνω στο μασούρι του σιουσιούκκου σε μια τρύπα που έβγαζαν, τοποθετούσαν το καψούλι και το ένωναν με ένα κομμάτι φυτίλι μικρού μεγέθους, ώστε μόλις βούλιαζε στο κατάλληλο βάθος της θάλασσα να εκρήγνυται.

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ

Κάποια μέρα στο καφενείο του Χαρίλαου ευρέθησαν ο Κουρούσιης και ο Βέργας δυο ριψοκίνδυνοι νεαροί αγωνιστές μέλη σε ομάδες της ΕΟΚΑ λάτρεις του παράνομου ψαρέματος, με τον ξακουστό βετεράνο λαθροψαρά Χαμπή του Μαύρου. Ο Χαρίλαος όπως το έφερε η κουβέντα, τους ομολόγησε πως κατείχε μετρικούς ράβδους δυναμίτιδας που τους προμηθεύτηκε από τους πετροκόπους φίλους του, και καθώς άλλη κουβέντα δεν ήθελαν οι υπόλοιποι, ολοι μαζί οργάνωσαν να εκδράμουν για ψάρεμα με δυναμίτη. Αποφάσισαν να πανε μακριά στην περιοχή του Τσολιά, γιατι εκεί τους είπε ο Χαμπής που γνώριζε περισσότερα για τη θάλασσα, ήταν πέρασμα μεγάλων αλαγιών από ψάρια.

Εκείνη τη μέρα που όρισαν για να πάνε, αγκάζαραν τον Φίλιππο Λαούρη ιδιοκτήτη ταξί να τους μεταφέρει, και συμφώνησαν να τους περιμένει μέχρι να τελειώσουν για να τους πάρει πίσω.

Πρωί με τη δροσιά βρέθηκαν στου Τσολιά με τους δυναμίτες έτοιμους στα χέρια και τον Χαμπή που είχε αετίσιο μάτι πάνω στο ψηλό βράχο να παρακολουθά. Δίπλα του ο Χαρίλαος με στιβαρό χέρι βαστούσε τον δυναμίτη έτοιμος μόλις του παράγγελνε, με το δεξί του δυνατό χέρι θα τον έσειρνε μέχρι πολύ μακριά όσο χρειαζόταν. Ο Βέργας και ο Κουρούσιης γυμνοί με τα σώβρακα, ήταν έτοιμοι να βουτήξουν να βγάλουν τα ψάρια με το πρώτο παράγγελμα.

Δεν περίμεναν πολλή ώρα, σε λίγο φάνηκε ένα μεγάλο αλάγι από σορκούς, οπότε ο Χαμπής βγάζοντας μια δυνατή φωνή με πολλή ενθουσιασμό και χειρονομώντας χαρούμενα, έδειξε το ακριβές σημείο εκείνο που περνούσαν τα ψάρια και στο οποίο ο Χαρίλαος ανάβωντας το φυτίλι, έριξε το δυναμίτη με ακρίβεια.

Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και η θάλασσα από τη μεγάλη πίεση της δυνατής έκρηξης αναταράχτηκε και µανιασµένη ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Οι νεαροί βούτηξαν στην κρύα πρωινή θάλασσα και πριν τα ψάρια βουλιάξουν στον βαθύ πάτο της θάλασσας, άρπαξαν τα πρώτα και ύστερα ανεβαίνοντας στην επιφάνεια τα έριξαν έξω στα βράχια. Με κάθε βουτιά έφερναν δυο τρεις μεγάλους γκριζόμαυρους σορκούς. Σε κάποια στιγμή ο Χαμπής ο Μαύρος τους φώναξε να μαζέψουν μόνο τα μεγάλα και να αφήσουν τα μικρά, διότι η έκρηξη ήταν δυνατή και ακούστηκε μακριά, γι αυτό θα έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα.

Σε λίγη ώρα πάνω στα βράχια έξω στην παραλία σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός και ο Φίλιππος σκεφτόταν ότι δεν θα χωρούσαν όλα στο ταξί του. Ο Χαρίλαος κατέβασε από το αυτοκίνητο δυο μεγάλα κοφίνια και άρχισε να τα γεμίζει, συμφωνώντας και αυτός ότι δεν θα χωρούσαν όλα. Άρχισε να το καλοσκέφτεται, και στανεχωρημένος φώναξε στους βουτηχτές να σταματήσουν να βγάζουν άλλα, γιατι δεν θα μπορούσαν να τα κουβαλήσουν.

Ο Χαμπής από το ψηλό βράχο που στεκόταν έβλεπε τον πάτο της θάλασσας να είναι σπαρμένος από σκοτωμένα γκριζόμαυρα ψάρια που από την διάθλαση του ήλιου γιάλλιζαν, και σκέπαζαν τα κίτρινα φύκια και την άσπρη άμμο. Μαράζωνε κι αυτός με τη σειρά του, σκεπτόμενος ότι ήταν κρίμα κι άδικο τόσα ψάρια να μείνουν να τα φάν τα άλλα ψάρια. Παρ όλα αυτά χωρίς να χασομερά, έδινε οδηγίες στους άλλους να βιαστούν για να μην πιαστούν στα πράσα.  

Μάζεψαν και φόρτωσαν όσα χωρούσε το αμάξι, και ο Φίλιππος σταρτάρισε τη μηχανή περιμένοντας τους άλλους να επιβιβαστούν και να αναχωρήσουν. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι, θα είχαν να διηγούνται για την τόσο μεγάλη ψαριά που ψάρεψαν για πολλά χρόνια αργότερα. Ο Χαμπής παραδέχτηκε ότι σε όλη του τη ζωή δεν ματαείδε άλλη φορά τόσα πολλά ψάρια, ο Χαρίλαος ως χωρατατζής διερωτοταν τι θα τα έκαναν τόσα πολλά, ποιος θα τα έτρωγε, και οι νεαροί της παρέας κάθονταν στο πίσω κάθισμα κορτωτοί και περήφανοι χωρίς να μιλούν, με ένα χαρούμενο μικρό χαμόγελο που έσκαζε στα χείλη τους, ενώ τέλος ο Φίλιππος δήλωσε ότι τώρα που τελείωσαν και θα έφευγαν χωρίς να τους πάρουν χαπάρι, η καρδιά του πήγε στη θέση της που από την έγνοια όλη την ώρα χτυπούσε τρελλά.

Μπήκαν όλοι μέσα εκτός από τον Χαρίλαο που τους είπε να περιμένουν γιατι κατουρήθηκε. Πήγε πίσω από ένα μεγάλο πυκνό θάμνο, πριν σκιάσει όμως πίσω του, γύρισε κατά πάνω τους φωνάζοντας , -αστυνομία, μας έπιασε η αστυνομία.

Μεμιάς πίσω από την πυκνή βλάστηση πρόλαβαν αστυνομικοί οπλισμένοι και με τα όπλα προτεταμένα. Τους έπιασαν επ αυτοφώρω, ήταν όλοι καταδικασμένοι, το ήξεραν. Τα προστίματα θα πολύ μεγάλα, ακόμα γνώριζαν πως αν κάποιος είχε προηγούμενη καταδίκη, δεν θα γλύτωνε τη φυλακή.

Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο επικεφαλής της ένοπλης ομάδας ήταν ένας νεαρός τελώνης που με αυστηρό ύφος τους πέρασε τις χειροπέδες. Ο Φίλιππος προσπάθησε να μιλήσει στον επικεφαλής και να τους εξηγήσει ότι αυτός ήταν ο ταξιτζής τους και δεν ψάρευε μαζί τους, αλλά ο τελώνης αγριεμένα του είπε ότι είχε να πει, θα το έλεγε στον ανακριτή.

Και σπρόχνωντας τον βίαια πρώτα αυτόν και μετά τους άλλους, τους ανάγκασε να μπουν σε ένα αστυνομικό τζίπ που είχε εν τω μεταξύ πλησιάσει κοντά τους.

Τους μπουζούριασαν τον ένα πάνω στον άλλο, και τους οδήγησαν στα κρατητήρια για ανάκριση.

Ο ΤΕΛΩΝΗΣ

Τα τελωνεία υπάγονταν στη λιμενική αστυνομία και είχαν ως καθήκοντα κυρίως την επιτήρηση του νόμου και της τάξης και την ευθύνη για τον έλεγχο όλων των ακτών του νησιού. Τη δεκαετία του ΄50 η μάστιγα του παράνομου ψαρέματος με δυναμίτη ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που οι κίνδυνοι ατυχημάτων ελλόχευαν σε όλες τις παραλίες. Γι αυτό ένα από τα πρώτιστα μελήματα στα καθήκοντα τους οι τελώνες είχαν την πάταξη του φαινομένου αυτού.

Ο Νεόφυτος Χ΄Κυριάκος ήταν τελώνης πρωτοδιορισμένος υπεύθυνος στο λιμεναρχείο της Κάτω Πάφου. Νεαρός στην ηλικία είχε φιλοδοξίες να διαπρέψει και να προοδεύσει στο επάγγελμα του, γι αυτό ήταν πιστός στην εφαρμογή του νόμου προς άπαντες και χωρίς εξαιρέσεις. Μπορεί να ήταν υπάλληλος της Αγγλικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης, αλλά πίστευε ότι οι νόμοι έπρεπε να εφαρμόζονται για να υπάρχει κράτος δικαίου και ισονομίας για όλους τους πολίτες, τουλάχιστον στο βαθμό που εξαρτιόταν από τον ίδιο.

Παντρεύτηκε την κόρη του Κεφάλα από την Πέγεια που η σύζυγος του ήταν πρώτα ξαδέρφια μα τον Κώστα Λεωνίδα αργότερα Παπακώστα από τη Χλώρακα, ενός από τους καλύτερους και επιτήδειους στο ψάρεμα με δυναμίτη. Ένεκα αυτής της στενής συγγένειας γνώρισε τον Παπακώστα σε μια περίοδο που του συνέβηκε ένα μεγάλο ατύχημα, καθώς μια φορά στη θάλασσα που πήγε να ψαρέψει έπαιξε ο δυναμίτης στα χέρι του ακρωτηριάζοντας τα μισά του δάχτυλα. Επειδή ήταν πολύ αγαπητός στην οικογένεια των πεθερικών του που στεναχωρέθηκαν πολύ για το κακό που βρήκε τον αγαπητό συγγενή τους, επηρεάστηκε και ο ίδιος πολύ, σε σημείο που έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του να κυνηγήσει δια παντός μέσου του λαθροψαράδες ώστε να μην κινδυνεύσουν να πληγωθούν άλλοι άνθρωποι ξανά.

Επιδόθηκε σε μια ανελέητη καταδίωξη τους γυρνώντας σε όλες τις παραλίες σε ώρες ξαφνικές και ως δια μαγείας φανερωνόταν μπροστά τους από εκεί που δεν τον περίμενε κανείς. Είχε γίνει ο τρόμος της περιοχής και όσοι συλλαμβάνονταν οδηγούνταν στα δικαστήρια τα οποία τους καταδίκαζαν σε μεγάλες τιμωρίες και αποτρεπτικά πρόστιμα.

Εκείνη την περίοδο που ήταν αυτός υπεύθυνος επιτηρητής των παραλιών, είχε επέλθει η τάξη και σχεδόν το φαινόμενο εξαλείφθηκε. Σε όλα τα παράλια χωριά έβαλε ρουφιάνους που γυρνούσαν στα καφενεία και παρακολουθούσαν όσους ασχολούνταν μ αυτό το είδος ψαρέματος, έτσι δι αυτής της πληροφόρησης τους έστηνε καρτέρι και τους συνελάμβανε.

Μόνο ένας κατάφερνε να του διαφεύγει, ένας πονηρός και πανούργος που τον ξεγελούσε κάθε φορά. Ήταν ο Χαμπής ο Μαύρος που καταλαβαίνοντας τον τρόπο που ενεργούσε παραπλανούσε τους ρουφιάνους διασπείροντας πληροφορίες για άλλες τοποθεσίες από αυτές που θα εφορμούσε, με αποτέλεσμα να μην συλλαμβάνεται. Τη παραμονή κάθε εφόρμησης του, πήγαινε στον καφενέ του Χαρίλαου όπου τα έτσουζε, και μετά κάνοντας τον μεθυσμένο του ξέφευγε τάχα κάποια κουβέντα για την παραλία που θα πήγαινε την επόμενη μέρα να ψαρέψει. Οι ρουφιάνοι αμέσως μετέδιδαν την πληροφορία στον Νεόφυτο που την άλλη μέρα πήγαινε σε λάθος τόπο, ενώ ο Χαμπής πήγαινε σε άλλο τόπο πολύ μακριά οπου ψάρευε με δυναμίτη χωρίς να τον παιρνουν χαπάρι..

Η υπόθεση κατάντησε κρυφτούλι και σε όλη την επαρχία περιγελούσαν τον τελώνη, με αποτέλεσμα αυτός να πεισμώνει περισσότερο και περισσότερο να επιθυμεί να τον συλλάβει. Προσέλαβε περισσότερους ρουφιάνους τους οποίους κάθε φορά αντικαθιστούσε ώστε να μην κινούν υποψίες, και περίμενε, με τον καιρό ήξερε ότι η επιχείρηση θα τελεσφορούσε.

Ώσπου εκείνη τη μέρα είχε τις σωστές πληροφορίες που τον βοήθησαν και τους συνέλαβε επ αυτοφώρω. Ήξεραν όλοι ότι η καταδίκη ήταν σίγουρη, το πρόστιμο δια έκαστον θα υπερέβαινε τις είκοσι λίρες, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή, αφού με λιγότερα χρήματα κάποιος μπορούσε να αγοράσει ένα χωράφι. 

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Η κατηγορίες που βάραιναν τους πέντε κατηγορούμενους ήταν παράνομη αλιεία, κατοχή καψουλιών, φυτιλιού, δυναμίτιδας και χρησιμοποίηση τους με αποτέλεσμα την καταστροφή της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας, και την έκθεση σε κίνδυνο άλλων τυχόν διερχομένων ανθρώπων από την περιοχή. Αφού οι τελωνειακές αρχές τους έπιασαν επ αυτοφώρω, δεν υπήρχε λόγος μη παραδοχής τους, γι αυτό όλοι παραδέχτηκαν ενοχή και αφού κατηγορήθηκαν αφέθηκαν ελεύθεροι για να κλητευτούν αργότερα και να δικαστούν.

Από εκείνη τη μέρα όλοι τους έγιναν ταχτικοί θαμώνες στο καφενείο του Χαριλάου. Ήταν θυμωμένοι και για πολλές μέρες συζητούσαν το ίδιο θέμα. Τους έτρωγε το σαράκι κι το αλλοίμονο γιατι κάποιος δίπλα τους που δεν τον πήραν χαπάρι τους κάρφωσε και πιάστηκαν σαν ζώα στη φάκα. Το γνώριζαν ότι η επιχείρηση ήταν καρφωτή, γιατι αυτό δήλωνε το κατηγορητήριο ότι δηλαδή ο υπεύθυνος τελώνης έδρασε κατόπιν πληροφοριών. Δεν χωρούσε ο νους τους γιατι ο τελώνης που είχε ρίζες χωριανές  τους κυνήγησε αντί να τους προστατεύσει. Και όσο σκέφτονταν πόση σκληρή εργασία θα χρειάζονταν για την αποπληρωμή του προστίμου, ο νους τους δεν υσήχαζε και η σκέψη τους γύριζε ψάχνοντας τρόπους εκδίκησης.

Οι νεαρότεροι της παρέας Βέργας και Κουρούσιης είχαν πάρει το ζήτημα πατριωτικά και στο νεαρό της ηλικίας τους με τη φιλοπατρία βαθιά ριζωμένη μέσα τους, χωρίς φόβο στην καρδιά για την καταδίκη τους, αλλά γεμάτοι αγανάχτηση, δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως ένας Έλληνας Κύπριος τους συνέλαβε εν μέσω του αγώνα της ΕΟΚΑ και τους παρέδωσε στην Βρετανική δικαιοσύνη. Αυτοί αγνοί αγωνιστές της πατρίδας τους που δεν φοβούνταν να θυσιαστούν για να την ελευθερώσουν, δεν ανέχονταν τον Αγγλικό ζυγό και τον πολεμούσαν. Και αφού δεν μπορούσαν να ανεχτούν τους εχθρούς, πως θα μπορούσαν να μην αντιδράσουν για τη συνέργεια μαζί τους του συμπατριώτη τους τελώνη; Έφεραν στη σκέψη τους να τον εκτελέσουν σαν συνεργάτη του εχθρού, αλλά ο Χαμπής ο Μαύρος τους είπε ότι αυτό δεν γινόταν γιατι ήταν συγγενής του. Είχε παντρευτεί την εγγονη της θείας του Αρτομυσίας, και άσχετα αν αυτός δεν εκτίμησε συγγένεια, ο ίδιος ήταν υπόχρεος να προστατεύσει την ξαδέλφη του. Γι αυτό έπρεπε να ξεχάσουν τέτοια σκέψη και να εφεύρουν άλλο τρόπο εκδίκησης.

Ο Φίλιππος στεναχωριόταν περισσότερο απ όλους γιατι μόλις είχε αγοράσει το αυτοκίνητο με δόσεις, και γνωρίζοντας πόσο μεγάλο θα ήταν το πρόστιμο, ανησυχούσε πως δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το ταξί, και θα το έχανε.

Ο Χαρίλαος ήταν περισσότερο θυμωμένος απ όλους, γιατι καταλάβαινε ότι ο χαφιές τους κατασκόπευσε μέσα στο καφενείο του. Ήθελε να τον ανακαλύψει οπωσδήποτε, για να του δώσει ένα δημόσιο μάθημα προς παραδειγματισμό και όσων άλλων ρουφιάνων κατασκόπευαν το καφενείο του.

Όλοι συμφώνησαν πως έπρεπε να τιμωρήσουν τον τελώνη, και αποφάσισαν να σκεφτούν και να προτείνουν τρόπους παραδειγματικής εκδίκησης.

Ο Χαρίλαος ζυγίζοντας όλες τις πιθανότητες, βρήκε τον καταλληλότερο τρόπο, όπως ομολόγησαν όλοι μετά που τους εξήγησε τη σκέψη του. 

Πέρασαν αρκετές μέρες και ηρθε η μέρα της δίκης. Ο δικαστής που θα τους δίκαζε ήταν ο Χουλουσής, ένας Τουρκοκύπριος που είχε αρκετές φιλίες με τον Χαμπή, και παλαιότερα για παρόμοιες κατηγορίες τον απάλλαξε κάποιες φορές. Και σε αυτή την περίπτωση ήθελε να βοηθήσει, αλλά το θέμα ήταν λεπτό, ο τελώνης που τους συνέλαβε είχε δώσει στο ζήτημα διαστάσεις σχεδόν πολιτικές, γι αυτό έπρεπε να είναι προσεχτικός. Τους δίκασε επιεικώς λαμβάνοντας υπ όψιν όπως είπε το νεαρό της ηλικίας ορισμένων, και τους καταδίκασε σε πρόστιμα από δεκατέσσερις έως είκοσι λίρες. Οι νεαροί της παρέας Κουρούσιης, Βέργας και Φίλιππος καταδικάστηκαν ως νεαροί σε λιγότερο πρόστιμο, ενώ οι Χαμπης και Χαρίλαος σε μεγαλύτερο.

Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο καιρό για να μην συνδυαστεί το γεγονός, και μετά έβαλαν το σχέδιο εμπρός. Ο Χαρίλαος που ήταν φίλοι με τον Τουρκόπουλο, του ζήτησε να πει στον Αστυνόμο της Πάφου ότι με τον Τελώνη επειδή είχαν οικογενειακές και οικονομικές διαφορές, τον παρεμπόδιζε στο έργο του. Ο αστυνόμος  είχε τον Τουρκόπουλο υπό την προστασία του, γιατι ήταν το δεξί του χέρι και το δεξί του μάτι για όσα συνεβαίνανε στο χωριό. Δεν μπορούσε λοιπόν να προβλέψει την πιεστική του απαίτηση να μεταθέσει τον τελώνη. Χωρίς να γνωρίζει τους πραγματικούς λογους και πιστεύοντας όσα του είπε ο Τουρκόπουλλος, τον μετάθεσε στο Βαρώσι.

Η μετάθεση του στην άλλη άκρη της Κύπρου του ήρθε ταμπλάς, αφού ήταν κάτι που δεν συνηθιζόταν να μετατίθεται κάποιος τόσο πολύ μακριά από τη γενέτειρα του. Τον έστειλαν μακριά από το σπίτι του, τον ξεσήκωναν οικογενειακά και τον εξαπόστελλαν πολύ μακριά. Καταλάβαινε ότι ήταν μια εκδικητική μετάθεση, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί από ποιον. Σκέφτηκε σοβαρά να παραιτηθεί, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν εύκολο να βρεί άλλη δουλειά. Του κακοφάνηκε πολύ γιατί στη δουλειά του πίστευε πως ήταν άριστος και με προσήλωση εργαζόταν σε αυτήν. Ζήτησε ακρόαση για να αιτηθεί αναστολή της απόφασης, αλλά δεν τον έλαβαν υπ όψιν.

Έτσι μάζεψε τα μπαγκαζια του και με τη σύζυγο του απαρηγόρητη που θα έφευγαν μακριά στα ξένα, μετοίκισαν στο μακρινό Βαρωσι.

Ο πεθερός του ο Κεφάλας έψαξε το ζήτημα και έμαθε την αλήθεια. Δεν θύμωσε  για ότι του έκαμαν, αλλά έμεινε και ευχαριστημένος που ο ξάδερφος του ο Χαμπής προστάτευσε την οικογένεια του από το μαυροφόρεμα. Τα εξήγησε στον γαμπρό του τον τελώνη, που και αυτός κατάλαβε σε ποιούς δύσκολους καιρούς ζούσε, σε μια επαναστατική περίοδο στην οποία θα έπρεπε σε πρώτη μοίρα να έχει την πατρίδα, και το νόμο σε δεύτερη. Από εκείνο τον καιρό ήταν προσεχτικός στην εξάσκηση των καθηκόντων του και ελαστικός στην εφαρμογή του νόμου, και από πάνω βοηθούσε όσο μπορούσε τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. 

Οι καταδικασθέντες πλήρωσαν με δώσεις τα μεγάλα πρόστιμα, και παρηγοριά τους έμεινε μόνο η εκδίκηση που πήραν της οποίας το τίμημα ήταν πολύ βαρύτερο για τον τελώνη από το δικό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI, Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ

Περνούσε ο καιρός με τη ζωή στο χωριό να κυλάει δύσκολα στην ίδια πάντα καθημερινότητα με τους κατοίκους να πασκίζουν σκληρά για τον επιούσιο ξυπνώντας με το μπρόεμα, και σχολνώντας με  το βούτημα του ήλιου. Ο Χαρίλαος πάντα στην συνήθη του εργασία, κάθε μέρα χωρίς σχόλη άνοιγε το καφενείο από ενωρίς το πρωί έως ενωρίς το βράδυ, και καμιά φορά κάποτε μαζί με τους νεαρούς φίλους του αργά τα καλοκαιρινά βράδια εφορμούσαν στα μποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξορμούσαν σε πυροφάνια και παραγάδια, ενώ κάποτε καθισμένοι έλεγαν ιστορίες και παραμύθια.

Κάποιο βράδυ καθισμένοι κάτω από μια πλατύφυλλη συκαμινιά με το θαλασσινό αεράκι να τους δροσίζει τα πρόσωπα, ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια ιστορία αγάπης που όταν την άκουσαν οι νεαροί της παρέας έμειναν σκεφτικοί και σιωπηλοί αρκετή ώρα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν μια όμορφη ιστορία έρωτος που μέριασε τις δυσκολίες και τα εμπόδια ξεπερνώντας αντιλήψεις και παραδώσεις που ίσχυαν στην ύπαιθρο τους παλαιούς καιρούς. Ήταν μια ιστορία παρακοής του παιδιού προς το γονιό για το χατήρι μιας μεγάλης αγάπης που είχε στην καρδιά του, που εκείνους τους καιρούς δεν νοείτο να συμβεί. Όφειλαν τα παιδιά να υπακούν τυφλά και χωρίς αντιρρήσεις στους γονιούς, ήταν ένας άγραφος νόμος που επιβλήθηκε μέσα από τη μακραίωνη ιστορία που ως λαός οι Κύπριοι για αιώνες ήταν υπό σκλαβιά, έτσι με αυτό τον τρόπο οι οικογένειες κρατούνταν δεμένες, συστατικό που βοηθούσε στην επιβίωση των κατοίκων ως λαού με τα δικά του ήθη και έθιμα. Ιδιαίτερα για την παντρειά των παιδιών τους οι γονιοί έδιναν μεγάλη βαρύτητα μη λαμβάνοντας υπ όψιν έρωτες και αγάπες που στις δυσκολίες της ζωης στο χρόνο έσβηναν, παρά μόνο έδιναν μεγάλη σημασία στην προίκα και στο χαρακτήρα. Ο κάθε επιφανής κύρης φρόντιζε να βρεθεί η κατάλληλη σύζυγος με χωράφια και μάλι για το γιο του, αφού από τον ίδιο δεν λάμβανε τίποτα εκτός από συμβουλές, καθώς συνηθιζόταν την περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις κόρες.  

Συνηθιζόταν όπως το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αριθμός παιδιών έστω και ένα, να ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του. Στην ιστορία που διηγήθηκε ο Χαρίλαος, ο πρωταγωνιστής του έρωτα και της αγάπης ο Μιχαλής, ήταν μαθητευόμενος στον πατέρα του τον Μοίρο που είχε επάγγελμα τη ραφτική. Δουλειά του ράφτη ήταν να ράβει ρούχα χρησιμοποιώντας μόλες για να τα σχεδιάσει αφού πρώτα μετρούσε τον πελάτη. Σύμφωνα με τα μέτρα του σώματος κατασκεύαζε με τη βοήθεια της μόλας ένα πρότυπο σχέδιο στο χαρτί βάση του οποίου έκοβε το ύφασμα και το έραβε. Ένας φημισμένος ράφτης στην Πάφο εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν εργοστάσια ομαδικής παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων, είχε μέχρι οκτώ βοηθούς που ο καθένας ειδικευόταν και εκτελούσε από ένα είδος εργασίας που κατά καιρούς μεταλλάσσονταν ώστε με τον καιρό και με τη σειρά να μαθαίνουν πλήρως την τέχνη. Βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στη ραπτική, ήταν η ραπτομηχανή, το σίδερο που το ζέσταιναν με κάρβουνα, το ψαλίδι, οι καρφίτσες, οι βελόνες, οι κλωστές, και ο πάγκος κοπής, σχεδιασμού και σιδερώματος του υφάσματος.

Τον Μιχαλή τον έβαλε από νεαρή ηλικία στην τέχνη της ραφτικής μαθαίνοντας τον και ειδικεύοντας τον στο σχεδιασμό, στο κόψιμο, στη συναρμολόγηση των κομματιών, στο γάζωμα, και στο σιδέρωμα. Από μικρούλης είχε φιλομάθεια και αγάπη στη δουλειά και ήθελε να μάθει καλά την τέχνη.

Με προσήλωση βοηθούσε τον πατέρα του χωρίς πληρωμή για πολλά χρόνια, και άμαθε το ράψιμο πολύ καλά και έφτασε τον πατέρα του ο οποίος τον καμάρωνε και έλεγε σε όλους με περισσή περηφάνεια ότι του έμοιασε.

 

Και ο μικρός ραφτάκος καθόταν στην τόνενη καρέκλα με τη δαχτυλήθρα και τη βελόνα στο ένα χέρι και στο άλλο το κασμίρι σταυροβελωνιάζοντας το και δίνοντας στο σχήμα του τη δική του γραμμή και σφραγίδα.

Και ο καιρός πέρασε και το παιδί μεγάλωσε και έγινε άνδρας, νεαρός δεκαεπτά ετών. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά του και στις προσευχές του ζητούσε από το Θεό να τον φωτίσει να μάθει άριστα την τέχνη, να ανοίξει δικό του ραφείο και να γίνει σπουδαίος και φημισμένοςς ράφτης.

ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΓΕΝΙΕΤΑΙ

Ο μικρός ραφτάκος καθισμένος με τις ώρες σε μια τόνενη καρέκλα σκυφτός με το βελόνι και τη δαχτυλίθρα στο χέρι, έραβε και ξήλωνε. Και ενώ έραβε, ή όταν σχόλναγε και κουρασμένος έπεφτε να κοιμηθεί, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του, ο νους του ταξίδευε και πήγαινε σε μια γειτονιά, σε ένα σπίτι όπου μέσα κατοικούσε μια όμορφη κόρη που μόλις την αντίκρισε η καρδιά του σκίρτησε και σπαρτάρησε και ήθελε να σαλτάρει από το στήθος του να πάει στην καρδιά της δίπλα της να φωλιάσει και οι καρδιές τους να γίνουν μια. Ένα άγριο συναίσθημα και ένα  μαρτύριο, μια αθεράπευτη μελαγχολία και ένα τρελό καρδιοχτύπι τον κυρίευσαν, ήταν φανερά συμπτώματα ενός μεγάλου και αθεράπευτου έρωτος που φώλιασε στην καρδιά του. Ήταν η ομορφότερη κοπέλα που είδε στη ζωή του. Μια μικρούλα όλο χάρη και ομορφιά που μόλις την είδε αγάπησε τη ματιά της, το αγέρωχο ύφος, την πολίτικη εμφάνιση και την εκλεπτυσμένη Καλαμαρίστικη προφορά της. Χωρίς να την γνωρίζει, η καρδιά του άνοιξε διάπλατα και την καλωσόρισε με προσδοκία και ελπίδα. Ένιωθε τη δύναμη της αγάπης να τον παρακινεί να κατακτήσει την αιωνιότητα, να συμπορευτεί με το Θεό, ένιωθε τη σκέψη του να είναι σε παραλήρημα και μια θεία τρέλα να τον κυριαρχεί. Ναι, σίγουρα ήταν πολύ ερωτευμένος.

Ήθελε να γνωριστεί μαζί της, να της μιλήσει για την ομορφιά της, να την κάμει ταίρι του να τον περιμένει και να του ανοίγει την πόρτα στο σπίτι τους μετά τη σχόλη.

Ήξερε με σιγουριά πως τίποτα άλλο στον κόσμο ανώτερο σε αξία αγαθό δεν πλάστηκε άλλο για αυτόν, παρά μόνο αυτό.

 Ήταν η αγαπημένη του. Ήταν η Ειρήνη από τη Χίο που με τους γονείς της ήρθε διωγμένη και κατατρεγμένη μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς.

Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 παρά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων πέτυχε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια σκληρή κατοχή με τον Ελληνικό λαό να υποφέρει τα πάνδεινα. Η Χίος κ αυτή με τη σειρά της καταλήφθηκε το  Μάιο του 1941, και μέσα σε ένα μήνα που είχαν φτάσει οι Γερμανοί, τελείωσε το ψωμί. Η πόλη της Χίου δεινοπαθούσε κάτω από τη μπότα του κατακτητή και η μεγάλη πείνα που έπεσε στον πληθισμό, τον οδήγησαν σε μεγάλη φυγή. Χιλιάδες Χιώτες πρόσφυγες από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη επιβιβάζονταν σε βάρκες κατά τη διάρκεια της νύχτας και κατέφευγαν στην Τουρκία και στην Κυπρο, χώρες όπου δεν υπήρχε Γερμανική κατοχή. Στην Τουρκία ως σύμμαχος του άξονα, και στην Κυπρο ως Βρετανική αποικία. Στο νησί δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστοι κάτοικοι. Όλοι πήραν το δρόμο για άλλες πατρίδες ελπίζοντας να γλιτώσουν από την εξαθλίωση και την πείνα της κατοχής.

Όταν λοιπόν ο φασιστικός 

Ναζισμός ξεχύθηκε ενάντια σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και έθνη ισχυρά και μεγάλα υπέκυπταν χωρίς να πολεμήσουν ή συνετρίβοντο μέσα σε λίγες μέρες, όταν πολλοί Κύπριοι έσπευδαν με πολλή προθυμία εθελοντικά να πολεμήσουν εναντίον του φασισμού, η Κύπρος ταυτόχρονα κατακλυζόταν από Έλληνες πρόσφυγες που κατέφθαναν κατά εκατοντάδες για να γλυτώσουν από τη Ναζιστική κατοχή.

Ήταν κυρίως γυναίκες με τα παιδιά τους που κατέφθαναν στο νησί με την ελπίδα βοήθειας και συμπαράστασης από τους αδερφούς Κυπρίους που με πολλή προθυμία οπωσδήποτε και από το υστέρημα τους, συνέδραμαν στην στήριξη τους.

Την μικρούλα Ειρήνη, την όμορφη κοπελίτσα με τις μακριές μπούκλες και τα μπιρμπιλωτά μάτια, μόλις την είδε ο Μιχαλής μια Κυριακή μες την εκκλησιά, ένιωσε μονομιάς το χρόνο να σταματά και ώσπου να τελειώσει η λειτουργία το βλέμμα του επίμονο και επίπονο δεν ξεκόλλησε από πάνω της, χωρίς καθόλου να διαισθανθεί ότι διέπραττε αμαρτία στον οίκο του θεού.

Από την πολλή ώρα  έπιασε το βάρος της ματιάς του η Ειρήνη, και αναστατωμένη ένιωσε και αυτηνής την καρδιά να σκιρτά. Ήταν μικρή στην ηλικία και δεν γνώριζε από αγάπες, έτσι αθώα και άδολα φώλιασε μέσα της ένα παράξενο και άγνωστο συναίσθημα που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πρωτόγνωρα και τη ματιά της να εγλωβιστεί σταθερή στην ματιά του Μιχαλή.

Έτσι με την πρωτη ματιά, ξεκίνησε το ειδύλλιο μιας μεγάλης αγάπης, ενός έρωτα δυνατού που τους έφερε κοντά και  αναπτύχθηκε και θέριεψε στις καρδιές τους. Την πρώτη φορά όταν συναπαντήθηκαν τυχαία μες το δρόμο είπασιν ένα για, τη δεύτερη κοντοστάθηκαν και αντάλλαξαν λίγα λόγια τυπικά, και την τρίτη αποφάσισαν πως έπρεπε να συναντηθούν.

Έτσι κρυφά τα απόβραδα που έπεφτε το σκοτάδι συναντιούνταν και αντάλλασαν λόγια γλυκά αγάπης και πίστης, λόγια που ήταν βάλσαμο και γλυκό γιατρικό στις ερωτευμένες καρδιές τους. Λόγια του έρωτα που αισθάνονταν θα διαρκούσε για πάντα, λόγια της αγάπης που πίστευαν ότι θα έμενε και θα άντεχε παντοτινά στο χρόνο.

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΛΑΤΕΙΑ

Ο Χαρίλαος κάθε μέρα πρωί με τη δροσιά που άνοιγε το καφενείο πριν κάνει οτιδήποτε άλλο, έφτιαχνε ένα μερακλήτικο σκέτο καφέ και καθόταν σε μια καρέκλα που την έγερνε στον τοίχο και γερμένος πάνω της αναπαυτικά, απολάμβανε την πικράδα του που του εύφραινε τον ουρανίσκο πριν τον καταπιεί. Ώσπου να τον τελειώσει κάπνιζε δυο τρία τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο, και παρακολουθούσε τους πρωινούς διαβάτες στο δρόμο να περνούν από τη μικρή πλατεία για να πάνε στις δουλειές τους. Αυτές οι λίγες στιγμές ήταν μια ευχαρίστηση που την ένιωθε στα σωθικά του και την απολάμβανε ανέμελα κάθε μέρα ανελλιπώς, πριν αρχίσουν οι σκοτούρες της ημέρας να του σκοτίζουν το μυαλό. Καμιά φορά σκεφτόταν πως χωρίς αυτή την ευχαρίστηση, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ήταν μια τελετουργία ψυχολογικής προσαρμογής από τη νύχτα στη μέρα, από το καθήσι στη σκληρή δουλειά, και από την ξεκούραση στην κούραση. Διότι ο Χαρίλαος εκτός από παραγιός στο καφενείο, ήταν σπουδαίος λακκοτρύπης, ένα επάγγελμα σκληρό και επικίνδυνο αλλά ακριβοπληρωμένο. Ήταν γρήγορος στη δουλειά του και πάντα όσοι του ανέθεταν να τους σκάψει ένα πηγάδι, στο αλακάτι που τραβούσε τη χούβελη έβαζαν άνθρωπο γρήγορο για να τον προλαβαίνει ώστε να μην καθυστερεί στο σκάψιμο.

Κάθε πρωί λοιπόν αραχτός στην γερμένη στον τοίχο καρέκλα, απολάμβανε την ήρεμη πρωινή υσηχία πριν όλοι οι χωριανοί ξυπνήσουν, και τους παρακολουθούσε αγουροξυπνημένους να ρέσσουν για να πάνε στις δουλειές τους.

Ο Αντωνής του Αλεξάνδρου ήταν ο πιο πρωινός. Στα πολλά χρόνια κανείς δεν τον ξεπέρασε, ξυπνούσε πάντα πρώτος απ όλους, πριν ο πετεινός να λαλήσει. Καβαλικεμένος στο γάιδαρο του ή καμιά φορά περπατητός, ροβολούσε την κατηφόρα που τον έβγαζε πολύ μακριά στην άκρη του χωριού προς νότο, στο χωράφι του στα Πυρομάσια. Ήταν μια περιοχή με αμμώδη  έδαφος και λιγοστό νερό που την έκαιγε ο ήλιος, με αποτέλεσμα να είναι καψογή, γι αυτό την είχαν ονοματίσει με το συνώνυμο όνομα. Όμως ο έξυπνος Αντωνής κατάφερε να ανακαλύψει το κηπευτικό που ευδοκιμούσε στην καψογή αυτή, έτσι καλλιεργούσε μόνο κρεμμύδια. Για ολόκληρες δεκαετίες τίποτα άλλο δεν φύτευε, αφού από αυτά κάθε χρόνο είχε ένα καλό εισόδημα ένεκα της μεγάλης ποσότητας που κατάφερνε να παράγει.

Ο Κρούζος ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι που ζούσε μόνος του με τις αδερφές του. Πάντα έρεσσε περπατητός με ένα ραβδί στο χέρι για να σκοτώνει τις κουφές. Είχε μεγάλη περιουσία που ήταν φυτεμένη με αθασιές. Μόνος του μια ζωή, χωρίς να βιάζεται, περπατούσε αργά και δούλευε αργά, αργά αλλά σταθερά. Είχε καταφέρει να μαζέψει αρκετά πλούτη, που κανείς δεν ήξερε που φύλαγε. Ο Χαρίλαος σκεφτόταν τους τυχερούς συγγενείς που θα τον κληρονομούσαν, αφού τα χρόνια περάσαν και είχε μείνει πλέον γεροντοπαλίκαρο.

Ο Όμηρος ήταν γιος του Γιώρκα του τελάλη, και όσο ψηλός ήταν ο πατέρας, το ίδιο ήταν και ο γιός. Όση δυνατή φωνή που τελλάληζε είχε ο Γιώρκας, την ίδια είχε και ο Όμηρος, που άμα έβαζε τις φωνές στον γιο του Μιχαλή, όλη η γειτονιά που τον άκουγε στεναχωριόταν την δεινή θέση του μικρού παιδιού. Το σπίτι τους ήταν πίσω από το καφενείο δίπλα στην κεντρική πλατεία, και κάθε πρωί ξυπνώντας πρώτος ο Όμηρος, με ένα ψηλό σάλτο πηδούσε τον τοίχο που χώριζε τις αυλές, και με τη δυνατή φωνή του παράγγελνε τον καφέ του στο Χαρίλαο. Ύστερα ο Χαρίλαος έβλεπε τον Μιχαλή να περνά με το ποδήλατο του, που πρώτος πήγαινε στο Κτήμα στην οδό Φελάχογλου για να ανοίξει το ραφτάδικο, να το καθαρίσει και να το σιγυρήσει.

Ο Μιχαλής ήταν γιος και μαθητευόμενος του Όμηρου που ήταν φημισμένος ράφτης της Πάφου, και από μικρό παιδάκι δεν είχε ζήσει ούτε γνωρίσει άλλη ζωή πέραν της οικογενειακής, αφού μέρα νύχτα ήταν σπίτι και δουλειά. Γι αυτό όταν στη γειτονιά του μετακόμισε η όμορφη προσφυγοπούλα την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένα ειδύλλιο αγνό δύο νέων που όποτε συναντιόνταν αντάλλασσαν όρκους έρωτος και παντοτινής αγάπης που όσο ο καιρός περνούσε, αντί η αγάπη να μερεύει, θέριευε και γινόταν πιο δυνατή.

Ο Χαρίλαος τους παρακολουθούσε αυτή τη μεγάλη αγάπη να συμβαίνει, λυπόταν τα νεαρά παιδιά, γιατι ήξερε πως ο σκληρός Όμηρος δεν θα άφηνε το γιο του να παντρευτεί μια προσφυγοπούλα  φτωχή και άκληρη. Ήξερε πως είχε μεγάλα σχέδια για τον κανακάρη του, ήξερε ότι είχε είδη αποφασίσει με ποιαν χωριανή κόρη πλούσια θα τον πάντρευε. Για αυτό όταν ηρθε η ώρα που οι συγγενείς της όμορφης Ειρήνης θεώρησαν σωστό να τους αρραβωνιάσουν, ρώτησαν τον νεαρό Μιχαλή τι σκεφτόταν να κάμει. Βεβαίως ο Μιχαλής τους είπε για τους αγνούς σκοπούς του, και βεβαίως τους υποσχέθηκε πως θα έλεγε στον κύρη του να πάει να τους τη γυρέψει.

Με ένα μεγάλο φόβο απέναντι του που ήξερε την σκληρότητα του, αλλά με μια μεγάλη τόλμη στην καρδιά από τον μεγάλο έρωτα του, πήγε και του μίλησε.  

Και είπε στον κύρη του για την αγαπημένη του, του εξήγησε πόσο πολύ την αγαπούσε και ότι δίχα της δεν μπορούσε, και τον παρακάλεσε οπωσδήποτε να πάει να την γυρέψει για γυναίκα του.

Ο Όμηρος ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που ένεκα της φτώχειας που βίωνε από μικρό παιδί με τους γονείς του και με την οικογένεια που είχε δημιουργήσει ύστερα που μεγάλωσε, είχε καταντήσει μονόχνωτος και πεισματάρης, και όλα τα έβλεπε με τη σκοπιά του συμφέροντος τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια του που την διαφέντευε όπως το ίδιο γνώρισε από τον πατερά του. Δεν είχε συναισθηματισμούς, ούτε πίστευε σε αγάπες άλλες εκτός από τα χρήματα που ήταν απαραίτητα για τη διαβίωση τους.

Έτσι λοιπόν δεν λογάριασε τη θέληση του γιου του, ούτε ενδιαφέρθηκε για τον πόνο που του προκάλεσε. Αρνήθηκε με μια μόνο κουβέντα, λέγοντας του ότι τον είχε παντρολογήσει με άλλη, και σαν γιος έπρεπε να υπακούσει στον πατέρα. Δεν φώναξε, δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις, αλλά στον Μιχαλή ήταν καθαρή η άρνηση, μια άρνηση που δεν σήκωνε συζήτηση. Ήξερε καλά τον πατέρα του, δυστυχώς του είχε πάρει από μικρό παιδί τον αέρα. Ζούσε υπό  απόλυτη υπακοή γιου προς πατέρα, σε σημείο ψυχολογικής τρομοκρατίας και αυταρχικότητας. Ήταν μια αμετάκλητη προσταγή που όφειλε να υπακούσει, μια τελεσίδικη απόφαση. Ούτε του πέρασε στο νου να διαφωνήσει, να αρνηθεί, ή να διαμαρτυρηθεί. Έμεινε σαν χάνος σιωπηλός με μόνη σκέψη πως δεν θα άντεχε τόσο πόνο, πως δεν θα μπορούσε άλλο να ζήσει, ναι, ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε άλλο να ζήσει.

Πέρασαν μέρες και μήνες, ηρθε ο καιρός που ο πόλεμος στην Ελλάδα με τους Γερμανούς τέλειωσε και οι πρόσφυγες θα γύριζαν στην πατρίδα τους. Οι γονείς της όμορφης Χιώτισσας που με ευχαρίστηση δέχτηκαν την άρνηση για το παντρολόγημα της αφού τώρα θα την έπαιρναν μαζί τους πίσω στο νησί τους και δεν θα την αποχωρίζονταν, ετοίμασαν τα πράγματα τους, και ένα καλό πρωινό μπήκαν στο λεωφορείο της γραμμής και ξεκίνησαν για το λιμάνι του Βαρωσιού όπου από εκεί θα έπαιρναν το πλοίο του επαναπατρισμού.

Ο Χαρίλαος από την αυλή του καφενείου τους αποχαιρέτησε, και στεναχωρημένος σκέφτηκε την τόση απονιά του Όμηρου, σκέφτηκε και λυπήθηκε τον Μιχαλή που από εκείνη την ημέρα της άρνησης του πατέρα του, είχε μαράνει και το χαμόγελο του χάθηκε, ενώ το μαράζι ήταν καθημερινά αποτυπωμένο στην έκφραση του. Σκεφτόταν πως αν ήταν στη θέση του, χωρίς δισταγμό θα παντρευόταν αυτήν που αγαπούσε, και λογαριασμό στον άκαρδο πατέρα δεν θα έδινε. Σκεφτόταν όμως και καταλάβαινε και του έβρισκε κάποιο δίκιο, πως ο Μιχαλής νεαρό παιδί ακόμα, δεν γνώρισε τη ζωή, δεν γνώρισε τον ντουνιά, ήταν μόνο μαθημένος στις προσταγές του κυρού του.

Όταν το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή του δρόμου, από την απέναντι μεριά φάνηκε ο Μιχαλής να σπρώχνει το ποδήλατο του με κόπο, και έτοιμος να καταρρεύσει από τη στεναχώρια, στάθηκε εμπρός στον Χαρίλαο και με φωνή ξεψυχισμένη τον ρώτησε, -τι να κάνει τώρα.

Ο Χαρίλαος χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, αυθόρμητα του έβαλε μια φωνή δυνατή και του είπε προσταχτικά να τρέξει να προλάβει την αγαπημένη του, και να μην λογαριάσει κανένα. Ήταν μια συμβουλή που βγήκε μόνη της από εντός του, που ήξερε πως αν τον άκουγε ο Μοίροςθα του κακοφαινόταν πολύ, αλλά που γνώριζε ότι ήταν η αλήθεια της καρδιάς, η αληθινή και η σωστή που αν ο νεαρός την άκουγε τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη τροπή και η μοίρα του θα διαγραφόταν αλλιώς. 

Όπως να του συνέβη ηλεκτροσόκ, το μυαλό του νέου με μιας φωτίστηκε από μια αόρατη δύναμη, και ένιωσε μια επιφώτιση σαν από το Άγιο πνεύμα, να του καθαρίζει το μυαλό και να του εμφυτεύει αποφασιστικά καινούργιες ιδέες και αντιλήψεις, ένιωσε να αποχτά εσωτερική δύναμη, αυτήν της αγάπης που όλα τα υπερνικά, που του ξεκαθάρισε το μυαλό και του έδωσε αμετάκλητα την ιδέα πως έτσι έπρεπε να κάμει.

Μεμιάς η ψυχή του ξαλάφρωσε και μια ανακούφιση αισθάνθηκε να τον ημερεύει, ενώ απόλυτα γαλήνιο το μυαλό του άρχισε να καταστρώνει τα επόμενα του βήματα. Με μια έκφραση ανακούφισης που του φώτιζε πλέον το σκοτεινιασμένο πρόσωπο, ευχαρίστησε τον Χαρίλαο για την καλή συμβουλή, και με ένα δυνατό σάλτο καβαλίκεψε το ποδήλατο του και χάθηκε σαν καπνός στη στροφή του δρόμου.

Ο Χαρίλαος έμεινε σκεφτικός να ατενίζει την άδεια στροφή, αλλά είχε μια θετική σκέψη, ήξερε πως έδωσε μια σωστή συμβουλή που θα επηρέαζε και θα άλλαζε τη ζωή του νεαρού Μιχαλή ολόκληρη. Μια συμβουλή που του βγήκε αυθόρμητη, αλλά που με τα δικά του κριτήρια πίστευε πως ήταν σωστή, και γι αυτό ένιωθε ευχαριστημένος.

 ΣΤΑ ΒΑΡΩΣΙΑ

Ο Όμηρος φτάνοντας έξω από το ραφτάδικο το βρήκε  ερμητικά κλειστό και τους οκτώ βοηθούς να στέκουν να περιμένουν απ έξω. Ο Μιχαλής δεν είχε έρθει να ανοίξει όπως έκανε κάθε μέρα ανελλιπώς που ερχόταν πιο πρωινός απ όλους και ξεκλείδωνε το μαγαζί. Το συγύριζε και μετά ένας ένας που έρχονταν οι βοηθοί, τους ανέθετε μέρος της καθημερινής εργασίας. Τελευταίος ερχόταν ο πατέρας του με ένα ταξί που σταματούσε απ έξω και κατέβαινε καμαρωτός και ευθυτενής. Με ένα βαριεστημένο καλημέρα χαιρετούσε τους βοηθούς και αφού με ένα γρήγορο βλέμμα επιθεωρούσε το εσωτερικό περιβάλλον, καθόταν σε μια καρέκλα που ήταν αφημένη επί σκοπού γι αυτόν, έξω στην πόρτα στο στενό καλντερίμι και απολάμβανε έναν δεύτερο καφέ, τον πρώτο στο μαγαζί, που του έφτιαχνε ένα από τα παραπαίδια.

Βρήκε λοιπόν την πόρτα κλειστή, και το ύφος του άλλαξε. Ήταν μια κατάσταση που δεν έπρεπε να συμβεί, στα τόσα χρόνια που είχε το ραφτάδικο υπήρχε τάξη και σειρά, καμιά φορά δεν έμεινε κλειστό το μαγαζί πριν την ώρα του. Το είχε καμάρι γιατι πάντα άνοιγε πρώτος και οι άλλοι μαγαζάτορες είχαν αποδεχτεί την κατάσταση πως ήταν ο πρώτος νοικοκύρης της πόλης.

Αντί ο νους του να πάει στο κακό μήπως κάτι συνέβηκε στο γιο του, μέσα του νευριασμένος και φουρτουνιασμένος, σκεφτόταν πως αυτή η κατάσταση ήταν ανεπίτρεπτη και πως ο Μιχαλής αδικαιολόγητα άργησε στο καθήκον της εργασίας που του είχε ανατεθεί, και πως έπρεπε να τιμωρηθεί . Δεν έπρεπε να παραβλέψει το γεγονός άσχετα αν δεν ήταν σοβαρό, έπρεπε να πέσει πέλεκυς τιμωρίας για παραδειγματισμό και αποφυγήν επαναλήψεως αμέλειας προς το καθήκον. Έπρεπε όλοι οι εργαζόμενοι, προ πάντων ο γιος του, να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητα της αφοσίωσης στην εργασία τους, ώστε τοιουτοτρόπως να έχουν επιτυχία μελλοντικά στην εξάσκηση του επαγγέλματος τους.

Πολύ θυμωμένος καθώς ήταν, πρόσταξε έναν από τους βοηθούς να του φτιάξει ένα διπλό καφέ ελπίζοντας πίνοντας τον να του κάτσουν τα νεύρα, ώστε να μπορέσει αντί για θυμό στο γιο του, να του απαγγήλει πατρικό λόγο και να του εξηγήσει πόσο σημαντικό παράπτωμα είναι η παραμέληση καθήκοντος εργασίας. 

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στον αυστηρό και σκληρό πατέρα. Ενώ περίμενε το γιο του και είχε σχεδιάσει ολόκληρο λόγμετά παραινέσεων να του αναπτύξει, είδε με περιέργεια ένα ταξί να σταματά εμπρός του και από μέσα να κατεβαίνει ο Μιχαλής. Στην αρχή σκέφτηκε μήπως χάλασε το ποδήλατο του, αλλά κοιτάζοντας τον, είδε ξαφνιασμένος στο πρόσωπο του έναν άλλο άνθρωπο, δεν έμοιαζε στο γιο του, είχε μόνο η μορφή του. Δεν έμοιαζε με το υπάκουο παλικάρι που γνώριζε έως τώρα, ούτε έδειχνε να έχει τον καθιερωμένο σεβασμό στη στάση του προς αυτόν, παρά έβλεπε ένα νεαρό με σκληρή έκφραση αποτυπωμένη στο ύφος του που έδειχνε να προέρχεται από εντός του και να του σκιάζει το πρόσωπο, ενώ μια αποφασιστικότητα αναδυόταν από το σταθερό του βλέμμα που φέγγιζε το είναι του χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίρρησης. Ήταν η γενική του δείξη ένδειξη αποφασισμένου ανθρώπου που πριν ακόμα μιλήσει, άφηνε τη σφραγίδα μιας αμετάκλητης απόφασης.

Μη δυνάμενος από το σάστισμα να αρθρώσει λέξη, αντί να απαγγήλει το λογύδριο που είχε συντάξει στο μυαλό του, έμεινε αποσβωλομένος να ακούει το γιο του να του αποτείνει αυστηρό και τελεσίγραφο λόγο για τις προθέσεις του και τις αποφάσεις του.

Οσο αυταρχικός και σκληρός πατέρας κι αν ήταν, καταλάβε ότι τα όρια της αυστηρότητας του εξαντλήθηκαν, γι αυτό μεμιάς μαλάκωσε και ημέρεψε. Δεν ήθελε να χάσει το γιο του, μπορεί να ήταν πολύ σκληρός απέναντι του, αλλά τον αγαπούσε και τον είχε καμάρι. Θα ήταν ο συνεχιστής του ονόματος του και της επιχείρησης του. Τα σχέδια τα μεγάλα που είχε γι αυτόν, δεν ήταν μόνο ένα καλό παντρολόγημα με μια πλούσια νύφη, αλλά και η προώθηση του για να καταλήξει ο καλύτερος ράφτης με μεγάλη φήμη στην κοινωνία. Γνώριζε το χαρακτήρα του, και κατάλαβε ότι θα έφευγε και θα  τον έχανε αν δεν συναινούσε. Ήξερε πόσο του έμοιαζε, καταλάβαινε πως είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση που δεν θα την άλλαζε ούτε με θυμό, ούτε με απειλές, ούτε με καλοπιάσματα. Γι αυτό όταν τον άκουσε, δεν αντιμίλησε, ούτε μίλησε. Κοίταξε αν είχε χρήματα στο πορτοφόλι, άνοιξε την πίσω πόρτα του ταξικού την έγνεψε στο γιο του να περάσει μέσα, ακολούθως άνοιξε την μπροστινή και κάθισε κι αυτός, λέγοντας στον ταξιτζή να ξεκινήσει για το Βαρώσι.

Η πόλη των Βαρωσίων ήταν στην άλλη άκρη της Κύπρου, και χρειάζονταν πολλές ώρες να φτάσει εκεί το ταξί. Ο ταξιτζής τους χρέωσε πέντε λίρες, και τους άφησε έξω από την πύλη του Τράνσιτ. Το Τράνσιτ ήταν ένας κάμπος περιφραγμένος με συρματόπλεγμα ίδιο με στρατόπεδο που το χρησιμοποιούσε ο Αγγλικός Αποικιοκρατικός στρατός κατά καιρούς για να φιλοξενεί είτε πρόσφυγες, είτε αιχμαλώτους. Πριν λίγο καιρό φιλοξενούσε τους Εβραίους μέχρι την μεγάλη τους έξοδο προς την Παλαιστίνη, τώρα φιλοξενούσε τους πρόσφυγες εξ Ελλάδος ώσπου να ετοιμαστεί το βαπόρι στο λιμάνι για να τους μεταφέρει πίσω στην πατρίδα.

Εξήγησαν στο φρουρό το λογο της επίσκεψης τους, και αυτός τους παρέπεμψε στον αξιωματικό υπηρεσίας ο οποίος με περισσή ευγένεια τους βοήθησε ανάμεσα στις εκατοντάδες των προσφύγων να συναντησουν αυτούς που γύρευαν και επίσημα να ζητήσουν την κόρην τους σε γάμο.

Το μυστήριο του γάμου τελέστηκε στο εκκλησάκι του κάμπου με διακόσιους κουμπάρους και κουμέρες, αφού σύσσωμη η προσφυγική κοινότητα συμπαραστάθηκε στη μεγάλη χαρά των νεόνυμφων και ύστερα παραταγμένοι σε μια μεγάλη σειρά κουνώντας μαντήλια, τους ξεπροβόδισαν ως το λεωφορείο της γραμμής που θα τους οδηγούσε πίσω στην Πάφο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

Ο Χαρίλαος ήταν ένας συμπαθής και ύσηχος νεαρός που ο κύρης του τον έστειλε μισταρκό όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, με αντάλλαγμα για την εργασία του να έχει τροφή καθώς και μια πενιχρή αμοιβή. Έπιασε δουλειά ως παραπαίδι σε ένα καφενείο, και με τον καιρό έγινε καλός καφετσζιής, από την οποία θέση καθώς ερχόταν σε συναναστροφή με τους χωριανούςτου, έγινε κοινωνός των προβλημάτων τους και των χαρών τους. 

Όταν πέρασαν τα χρονιά και ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, του προξένεψαν μια νύφη από την Τρεμιθούσα, ένα χωριουδάκι βόρεια της πόλης του Κτημάτου, όπου εκεί μετανάστευσε Όταν παντρεύτηκε. Εκεί έζησε ως γεωργός καλλιεργώντας κάτι λίγα χωραφάκια που βρήκε σαν προίκα. Τον καιρό της επανάστασης της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, τη χρονιά του 1957, αποφάσισε να σκάψει ένα πηγάδι να ποτίζει πιότερο τα χωράφια του. Ήταν η περίοδος που οι Έλληνες αντάρτες έκαναν σαμποτάζ στους Βρετανούς με αυτοσχέδιες βόμβες τις οποίες συνήθως τοποθετούσαν σε δρόμους που περνούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα.

Μια μέρα λοιπόν που ο Χαρίλαος ήταν βαθιά στο πηγάδι και το έσκαφτε, ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και άκουσε τον βοηθό του που τραβούσε τα χώματα να φωνάζει,

-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,

και να τρέχει να φεύγει. Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός να φύγει μακριά, να μην τον συλλάβουν ως δράστη αφού ήταν κοντά εκεί που τοποθέτησαν οι αντάρτες την βόμβα. Για κακή του όμως τύχη τον πρόλαβαν οι Εγγλέζοι και του φώναξαν,

Άλτ τις εί,

αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή του από δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια -ένα παράνομο εύκολο τρόπο ψαρέματος-, και δεν τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος στην ηλικία και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ

Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους πάντες. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους γύρω από αυτό. Αναγνωρίζοντας από την αρχή  την ζωοδότρα δύναμη του, ορισμένοι πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες. Πίστευαν ακόμη ότι  το ανθρώπινο αίμα έχει περισσότερη αξία και δύναμη, γιατί οι άνθρωποι εχουν ψυχή και μέσω της, αυτή η δύναμη είναι η πιο μεγαλη απ όλες. Μια τέτοια δύναμη είναι η αθανασία της ψυχής η οποία περιτριγυρίζει και μπαινοβγαίνει σε ξένα σώματα ανθρώπων ανάλογα με τις περιστάσεις, ή ακόμη περιτριγυρίζει στον αέρα χωρίς να βρίσκει αμάντα (αναπαμό).

Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή  η δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να πετάξει και να παει στον ουρανό δίπλα στο Θεό ή στην κόλαση, ανάλογα που ανήκει.

Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι στη Χλώρακα πίστευαν στις δεισιδαιμονίες και εφάρμοζαν διάφορα ξόρκια για να αποφεύγουν το μάτιασμα και το στοίσιομα. Η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ, συνέβηκε σε έναν πρόγονο μου, την έμαθα απο τους συγγενείς μου, και την διασταύρωσα με τους γεροντότερους χωριανούς μου, και σας την μεταφέρω αυτούσια, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι αληθινή ή φανταστική. Ήταν μια μεγάλη οικογένεια, του Ττοουλή Χ" ΤσιυρΚακού, και αποτελείτο απο 9 παιδιά. Ένας από αυτους, ο Λεωνής, ήταν ο παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου. Τον καιρό εκείνο κοντά στο 1900, ο κόσμος είχε μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση της τροφής του. Γι αυτό όλοι, μικροί και μεγάλοι γύριζαν σ όλη την πλάση μαζεύοντας ότι χρήσιμο  υπήρχε, τρεμίθια, τεράτσια, αγριόχορτα, βελανίδια. Ο παππούς μου εκείνη την ημέρα που συνέβη το τραγικό γεγονός που θα σας διηγηθώ, ευρίσκετο στη βοσκή του κοπαδιού του πατέρα του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του εκείνη την ημέρα είχε  πάει στη περιοχή Μήλα να μαζέψει τρεμίθια Σκαρφάλωσε σε μια ψηλή τρεμιθιά και άρχισε να λουβά τα τρεμίθια. Στη προσπάθεια του όμως κάπου παράβλεψε, γλίστρησε και έπεσε από το δένδρο. Είχε μεγαλη ατυχία, έπεσε με την κοιλιά πανω σε ένα βράχο που ήταν πολύ μυτερός, σχεδόν σαν μαχαίρι.

Αχ",

φώναξε,  δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του είχε ανοίξει ένα μεγάλο κατακόκκινο αυλάκι που ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε απ' την πληγή και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε. Έμεινε εκεί ακίνητος όσπου ύστερα από λίγο πέρασε από εκεί ο αδελφός του ο Λεωνής να τον γυρέψει, και τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο του το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα του. Αλαφιασμένος του έδεσε τις πληγές χρησιμοποιώντας το κάποττο ρούχο από την βράκα που φορούσε, τον σήκωσε και σιγά τον μετέφερε στο σπίτι τους.

Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.

Η κατάσταση ήταν  πολύ άσχημη, τον είχαν όλοι για ξεγραμμένο. Είχε όμως δυνατή κράση και πάλεψε με τον χάρο πάνω από σαράντα μέρες. Ήταν ένας δυνατός νέος που η γερή του κράση τον βοήθησε να αντέξει τόσο πολύ. Ήταν όμως μια άνιση πάλη με τον ανελέητο Χάροντα, με τον θάνατο. Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, κατόρθωμα που για παρόμοια γεγονότα υπάρχουν αναφορές στα δημοτικά μας ποιήματα που λένε για καταστάσεις δεισιδαιμονικές και απόκοσμες.

Λένε οι παραδώσεις μας ότι όταν κάποιος χαροπαλεύει τόσο καιρό, η ψυχή του μετά δεν βρίσκει αναπαμό, τριγυρνά στον αέρα, φωνάζει και δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία. Βγάζει γοερές κραυγές και φοβούνται τα παιδιά, και αν δεν γίνουν τα κατάλληλα ξόρκια για να λυθεί η κατάρα, αυτός ο φόβος κυριεύει τα παιδιά που τον έχουν όσο ζουν. Γίνεται δαίμονας και πνεύμα που ενοχλεί όποιον περάσει από τον τόπο που άφησε το αίμα του. Οποιον τον ενοχλήση έστω μια φορά, αυτός φοβάται και αισθάνεται κατατρεγμένος για πάντα, για να γλυτώσει πρέπει λένε, να κάψει λαρδί χοίρου και να το ρίξει εκεί που χύθηκε το αίμα του σκοτωμένου, συνήθως έτσι ο δαίμονας φεύγει. Και αν αυτός ο τρόπος δεν πετύχει, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι, να βάλει ένα κομμάτι από την καρδιά και το συκώτι του χοίρου, και να τα αφήσει να βγάλουν καπνό. Όταν θα τα μυρίσει το στοισιό, θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει.

Ο νέος άφησε την πνοή του μετά τις σαράντα μέρες, και οι χωριανοί φοβισμένοι  από τις δεισιδαιμονίες ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει κατά πως λέγανε οι λαϊκές παραδόσεις.

Δυστυχώς συνέβηκε το κακό, μετά τον θάνατο του στοίσιοσε και όποιος περνούσε την ημέρα του θανάτου από τον τόπο που σκοτώθηκε, εκεί που πότισε τη γη με το αίμα του, άκουγε φωνές γοερές που έκοβαν την ανάσα και προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές και των πιο άφοβων ανθρώπων.

Όλοι στο χωριό τρομοκρατήθηκαν και απέφευγαν να περνούν από εκεί. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του, οι γοερές κραυγές κοντά στα μεσάνυχτα δυνάμωναν και έφταναν σε όλο το χωριό.

Ο παπάΓιωρκης άρχισε να κάνει ευχές και αγιασμούς μήπως φύγει το κακό. Άλλοι χωριανοί έκαναν μαγικά και ξόρκια, έφερναν ειδικούς από άλλους τόπους, αλλά η κατάρα δεν έφευγε.

Πέρασαν λίγα χρόνια, μια μέρα πέρασε από το χωριό ένας άγνωστος καλόγεροςς. Μαθαίνοντας τι συνεβαινε, γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι έπρεπε να κάμει.

-Σήμερα του Αϊ Γιανιού, αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου. Όταν γίνει 33 χρονών όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και να ρίξει μπόλικο καυτό λάδι από λαρδί και να ποτίσει τον τόπο που είναι θαμμένος καθώς και τον τόπο που χύθηκε το στοισιομένο αίμα.

Ονόμασε το γιο του Γιαννάτσιη (πρόκειται για τον πατέρα της Κατίνας, του Νεοκλή, της Μαρίας, και της Αναστασίας-Στασούς του Κανταρή απο την πρώτη του γυναίκα.), και ύστερα από πολλά χρόνια όταν έγινε 33 χρονών κάπνισε με το θυμιατήρι τον καταραμένο τόπο, έριξε μπόλικο λάδι από λαρδί και πότισε το χώμα όπως του είχαν ορμηνέψει.

Το θαύμα γίνηκε, το στοισιό έφυγε και η ψυχή του σκοτωμένου νέου βρήκε αναπαμό.

Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες και κατά την διάρκεια τους μια φορά το χρόνο την ημέρα που το αίμα του αδικοχαμένου νέου πότισε τη γη, στην Χλώρακα έπεφτε μια βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους για να μην τους αγγίσει η ψυχή του σκοτωμένου που περιπλανιόταν πάνω από το χωριό όπως πίστευαν.

Ύστερα που πέρασε το κακό, κάποιοι που  ήξεραν γράμματα έδωσαν μια λογική εξήγηση. Είπαν ότι την εποχή που συνέβηκε εκείνος ο θάνατος, ήταν που κάποιο είδος νυχτοπουλιού βγαίνει τις νύχτες και κλαίει, και φωνάζει  το ταίρι του.

Όμως αν και φαίνεται λογική η εξήγηση, δεν εξηγείται το γεγονός γιατί σταμάτησε το κόγκημα μετά το ξόρκισμα που άκαμε ο Γιαννάτσιης.

Η ΑΡΤΟΜΗΣΙΑ

Τον τόπο που γεννήθηκε κανείς δεν το ξεχνά ποτέ. Χαράσσεται στην ψυχή και είναι πόνος μεγάλος και γλυκόπικρος που άμα έρχεται στη σκέψη πονά σαν γλυκιά μαχαιριά. Τον θυμάται συνέχεια, κοιμάται και ξυπνά με αυτόν. Με τις καλές και τις δύσκολες στιγμές της ζωής, τη φτώχεια και τη μιζέρια, τις πίκρες και τους καημούς. Άλλοι τον αντέχουν εύκολα, άλλοι γιατι είναι αναγκασμένοι, και άλλοι γιατί είναι υποχρεωμένοι. Είναι όμως κάποιες φορές που ο πόνος δεν αντέχεται, κατατρώει τη σκέψη, δεν μετριέται, γίνεται αβάσταχτος, σκοτώνει τη λογική...

Όλοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά. Όπως να χε τις σκέψεις της δοσμένες σε συλλογισμούς καταδικούς της που δεν έβλεπε τριγύρω της κανέναν. Ή ίσως να είχε στενοχώριες και να μην νοιαζόταν για άλλο τίποτα, εξόν τα δικά της. Την στενοχώρια της, το μαράζι της και σίγουρα τον πόνο της που φαινόταν ζωγραφισμένος στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο.

Κοίταζε μηχανικά μια εκεί, μια αλλού, σαν να μην αναγνώριζε πού βρίσκεται. Σαν να έψαχνε κάτι, κάποιο σημείο συγκεκριμένο και έδειχνε ανήσυχη μήπως δεν το βρεί. Όταν κόντεψε στο καφενείο της πλατείας μπρός απο την μικρή εκκλησιά, ο Κωστής ο καφετσιής αναφώνησε έκπληκτος,

-Εν η Αρτομησία.

Όλοι έμειναν να κοιτούν βουβοί, και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Είδαν μια γυναίκα άλλη από αυτήν που ήξεραν, είδαν μια γκρίζα φιγούρα σκυφτή, αδύνατη και καμπουριασμένη να περπατά στη στενή στράτα. Την ήξεραν όμορφη και λεβέντισσα, όταν ήταν στο χωριό μια σπουδαία οικοκυρά που κουμάνταρε το σπίτι της και την μεγαλη περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Απόγονος απο το σπουδαίο σόι του Ττοουλή Σιαμμά, μιάς σπουδαίας πολυμελούς οικογένειας που όλοι δουλεύοντας σκληρά απέκτησαν χωράφια πολλά, και που της έδωσαν από 100 σκάλες σαν προίκα…

Τώρα έβλεπαν μια καημένη γυναίκα αγνώριστη, αλλαγμένη, ρυτιδιασμένη, αδυνατισμένη και μαραζωμένη. Πέρασε από εμπρός τους σαν να μην τους γνώριζε, σαν να τους ξέχασε, και τους προσπέρασε χωρίς να τους χαιρετήσει…

Τις παλιές εποχές, στις αρχές του αιώνα, ο πληθυσμός στο νησί της Κύπρου, και ιδιαίτερα στην επαρχία της Πάφου, ζούσε μέσα σε μεγάλες φτώχειες. Ήταν πολύ δυσκολο κάποιος να προκόψει, να κάμει περιουσία και να έχει χρήματα. Ο Ττοουλής γιός του Τσιυρκακού Σιαμμά, είχε χωράφια πολλά, κοπάδια και ριάλια κάμποσα. Ήταν από τις πρώτες φαμίλιες που κατοίκησαν στο χωριό, που από αυτους πλήθυναν οι κάτοικοι, και σχεδόν όλοι οι σημερινοί είναι απόγονοι τους…

Ο Ττοουλής παντρεύτηκε και έκαμε πολλά παιδιά. Ήσαν τρεις αρσενικοί, και τέσσερις κόρες που με πολλή όρεξη όλοι δούλευαν σκληρά νύχτα μέρα, καταφέρνοντας την ήδη μεγαλη περιουσία που είχε ο πατέρας τους κληρονομιά, να την μεγαλώσουν και να την πολλαπλασιάσουν. Την έφτιαξαν τόσο μεγαλη, που για προίκα στην μια κόρη την Αρτομισία όταν την πάντρεψαν, έδωκαν 100 σκάλες χωράφια.

Μεγάλωσε η Αρτομησία σ αυτή την μεγάλη οικογένεια που ήταν σεβαστή σ όλο το χωριό. Σαν η μικρότερη απ όλες τις αδερφές ήταν λίγο αππωμένη και εγωίστρια, ήταν όμως προπάντων υπερήφανη γιατί καταγόταν από πλούσιο και σπουδαίο σόι.

Πολλές φορές συνήθιζε να ακολουθεί τον αδελφό της τον Φυτό όταν έβγαζε το κοπάδι για βοσκή μέσα στους αγρούς και στα χωράφια. Της άρεσε να σεργιανίζει το χωριό που ήταν ένας απέραντος καταπράσινος τόπος γεμάτος βλάστηση με δένδρα, μυρσίνια και σχοίνα. Της άρεσε να κάθεται στον ίσκιο των δυσθεώρατων δρυών, να βλέπει στο χειμώνα τα καταπράσινα χωράφια και στο καλοκαίρι το κίτρινο χρώμα τους ύστερα από το θέρος.  

Ύστερα που μεγάλωσε και ήρθε ο καιρός, την πάντρεψαν. Της βρήκαν ένα καλό γαμπρό από μεγάλο σόι με καλό νάμι και περιουσία. Ήταν πράτης, δηλαδή αγόραζε από τους χωριανούς οπωρικά και χόρτα που τα  μεταπωλούσε στις διάφορες αγορές της Πάφου, κάποτε και της Λεμεσού. Σε εκείνες τις δύσκολες οικονομικές εποχές που οι άνθρωποι κατέφευγαν στους τοκογλύφους, ορισμένοι περβολάρηδες πελάτες του, του ζητούσαν να υπογράψει σαν εγγυητής τους. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια και οι καιροί δυσκόλεψαν, ήρθαν δυσκολότεροι γεμάτοι φτώχεια και μιζέρια, ο τόπος φτώχεινε ακόμα παραπάνω,  ο κόσμος δεν είχε να φάει, οι υποθήκες δεν πληρώνονταν και τα χρέη μεγάλωναν. Οι τοκογλύφοι έσερναν τους χρεώστες στα δικαστήρια. Σε μια δίκη κάποιου περβολάρη ως υπογραφή εγγυητή του χρέους δίπλα από του άντρα της, βρέθηκε και η δική της. Ο Δικαστής έβγαλε απόφαση υπέρ του Τοκογλύφου, και αφού ο χρεώστης δεν είχε να πληρώσει, έπρεπε να πληρώσουν οι εγγυητές. Έτσι μ αυτό τον τρόπο η Αρτομυσια έχασε όλη την περιουσία της, ακόμα της πήραν και το σπίτι. Δεν είχαν που να μείνουν, πήραν των ομματιών τους και χάθηκαν από το χωριό.

Αργότερα μαθεύτηκε ότι πήραν δανικά πέντε λίρες από έναν έμπορο στη Λεμεσό που τα έδωσαν προκαταβολή και αγόρασαν ένα κομμάτι χωράφι σε μια έρημη τοποθεσία στην Κατω Πάφο. Έστησαν μια πρόχειρη καλύβα και ασχοληθηκαν με την καλλιεργεια της γης…

Η Αρτομησία ήταν περήφανη γιατί τα είχε όλα. Καλή οικογένεια, καλά παιδιά, και πολλή σεβασμό σε όλο το χωριό. Είχε περίσσια αγάπη για τον τόπο της, και μεγάλο καμάρι για την μεγάλη περιουσία της.  Ήταν η ομορφότερη του χωριού, ήταν μια μεγάλη κυρία και τα βράδια στην βεράντα της όταν τα παιδιά ησύχαζαν και ο άντρας της έλειπε στη δουλειά, μοναχή καθόταν και συλλογιόταν. Ονειροπολώντας κοιτούσε το  ολόγιομο φεγγάρι φέρνοντας στο νου της  την όμοεφη ζήση της και ευχαριστούσε το Θεό για την ολόγιομη από καλά ζωή που της έδωκε…

Ήταν απόλυτα ευχαριστημένη ως εκείνη την κακιά μέρα που ο Δικαστής με ανέκφραστο πρόσωπο της πήρε τα υπάρχοντα και την άφησε φτωχή και άκληρη. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα πως ένιωσε. Δεν πίστευε, το πάτωμα έφευγε από τα πόδια της και ο τρόμος την κυρίευσε. Τα πάνω ήρθαν κατω, εχασε το βιος της, την ανεμελιά της, την υπερηφάνεια της, τον εγωισμό της. Σταμάτησε ο νους της,  ένιωθε την κεφαλή της να θελει να σπάσει και το μυαλό της να σαλεέει. Από εκείνη τη μέρα έπεσε σε μεγάλο μαράζι και έχασε την μιλιά της.

Υστερα που περασε κάμποσος καιρός, ξάφνου νάσου την, ανέφανε. Ολοι στο χωριό την είδαν να έρχεται από μακριά πεζή, μια αδύνατη φιγούρα, να περπατά σαν χαμένη και αφηρημένη, χωρίς να μιλά και χωρίς να χαιρετά κανέναν. Τους προσπέρασε και συνέχισε, όλοι έμειναν να την κοιτούν και να την παρακολουθούν.

Την είδαν σκυφτή με τα μάτια κατά γης να περπατά ως το παλιό της σπίτι, να στέκει απ έξω σκεφτική, ύστερα να σηκώνει τα μάτια της ψηλά και να μοιρολογεί,  την άκουσαν να λέει,

-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,

Κι ύστερα την είδαν να παίρνει σβάρνα τους αγρούς, να προσπερνά τα παλιά της χωράφια αμίλητη και μαραζωμένη, να σκύβει να κόβει κανένα καρπό, να τα προσπερνά και να φεύγει.

Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, με το ξημέρωμα την έβλεπαν να έρχεται και να επισκέπτεται τις παλιές της περιουσίες και μονολογόντας παραπονεμένα μοιρολογούσε κι έλεγε,

-γιατί με διώξαν από το χωριό, εμένα εμένα,

και υστερα έφευγε.

Από την ημέρα της δίκης και ύστερα για δυο χρόνια όπως λενε, πικραμένη δεν έτρωγε και δεν μιλούσε. Την κυριεύσε η στενοχώρια και έπεσε σε μαράζι. Ώσπου ο νους της που δεν άντεχε άλλο τον πόνο της ψυχής, αντέδρασε και της έβαλε σκέψη και επιθυμία να περπατά μίλια πολλά κάθε μέρα, να επισκέπτεται τους τόπους τους παλιούς τους αγαπημένους που ήταν κάποτε δικοί.

Πέρασαν χρόνια πολλά, ήταν ένα συνήθειο που την ανακούφιζε, την ευχαριστούσε. Κάθε ξημέρωμα κινούσε απόσταση μακρινή, πήγαινε στους τόπους της, και εκεί με το νου να πλανιέται στα παλιά, εύρισκε παρηγοριά. Ήταν σαν τάμα και προσκύνημα σε Άγιο, ήταν μια ιστορία που ίσως κράτησε παραπάνω από είκοσι χρόνια, κάθε πρωί, και κάθε μέρα…

Ένα πρωί όμως που ακόμη ήταν σκοτεινά, στο διάβα της για το προσκύνημα της, παρασύρθηκε από μια μοτόρα που οδηγούσε ένας μεθυσμένος. Την χτύπησε και την εγκατέλειψε με σπασμένο κορμί καταχαμέ στη γη να σπαρταρά από τους πόνους.

Δεν ξαναπερπάτησε, δεν μπορεσε να ξαναπαει στο χωριο της. Ξαναμαράζωσε, δεν έτρωγε,  δεν έπινε, είπαν οι γιατροί δεν είχε θεραπεία, το μαράζι θα την σκότωνε.

Μαθαίνοντας τα κακά μαντάτα οι συγγενείς της ήρθαν να την επισκεφτούν. ‘Ηρθε και μια κόρη της με τον άντρα της που ζούσαν στον μακρινό Καναδά. Ο γαμπρός της ήταν νοσοκόμος και ήξερε από καταστάσεις παρόμοιες, σκέφτηκε την έβαλε στο αυτοκίνητο και την επήρε στα μέρη τα παλιά της Χλώρακας, στους τόπους της. Η Αρτομισία όταν τους ξανάδε ζωντάνεψε, συνήρθε, ξαναβρήκε τη ζωή της.

Από εκείνη τη μέρα την έπαιρναν τακτικά, αλλά κάποτε, ήρθε η μέρα που ο γαμπρός με την κόρη της έπρεπε να φύγουν. Σε μια τελευταία εκδρομή στους παλιούς τόπους σε μια ρεματιά, η Αρτομισία είδε μια απόχρωση κοκκινωπή, ήταν κάτι θάμνα σε χρώμα κόκκινο. Ένιωσε αγαλλίαση στην καρδιά, ήξερε γι αυτά, ήταν θάμνα του θεού, ηρέμησε η ψυχή της. Ήταν φτέρες κόκκινες, κάτι αρχέγονα φυτά, που άμα βλαστήσουν, οι άνθρωποι λενε ότι τα έσπειρε ο Θεός και υπάρχουν για πάντα χωρίς να ξεραίνονται ή να εξαλείφονται, και ο τόπος εκείνος γίνεται ιερός. Από εκείνη την ημέρα δεν ένιωσε την ανάγκη άλλης επίσκεψης, γαλήνεψε, και σε ηρεμία έζησε ακόμα κάμποσα χρόνια, ώσπου πέθανε σε βαθιά γεράματα. 

Η ΚΑΤΑΡΑ

Τα παλιά χρόνια στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ήταν ένας παπάς που ήταν προσηλωμένος και πολύ αυστηρός σε ότι αφορούσε τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα ιερά και τα όσια. Ήταν ειδικότερα αυστηρότερος στη τήρηση των οικογενειακών καταβολών. Του είχαν γίνει βίωμα και έμμονη ιδέα που καμιά φορά θέλοντας να τηρούνται και να εφαρμόζονται, γινόταν άδικος.

Κατά αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρθηκε στην περίπτωση που ιστορώ, μια συμπεριφορά που σημάδεψε ανεξίτηλα την υπόλοιπη του ζωή, μια ζωή με τύψεις και στενοχώριες που του προκαλούσαν οι θύμησες κάνοντας τον να υποφέρει για το μεγάλο κακό που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά του κατά πως πίστευε. Ο πόνος του ήταν πολλαπλός γιατί ταυτόχρονα ήταν συνειδησιακός, αποτέλεσμα κατάρας δικής του ενάντια σε μια συγχωριανή του.

Ήταν γνωστός της πάσης ότι έπιαναν οι κατάρες του, άλλοι έλεγαν  ήταν του Θεού, και άλλοι του διαβόλου.

Καταράστηκε μια χωριανή του και την βρήκε ένα κακό, αλλά ήταν τόσο μεγάλο που δεν το άντεξε ούτε η Παναγία και του το αντιγύρισε για να τον τιμωρήσει ή και να τον συνετίσει.

Ήταν μια κατάρα που από το αποτέλεσμα της πλήρωσαν δυο αθώα παιδιά, ο γιός της χωριανής του, και ο γιός ο δικός του. Ο ένας γεννήθηκε κουτσός και παραμορφωμένος και έζησε όλη του τη ζωή σερνάμενος στα τέσσερα, ενώ ο άλλος μια μέρα στα καλά καθούμενα έπαθε επιληψία, που στο χρόνο που περνούσε χειροτέρευε, ώσπου τον έπνιξε και τον σκότωσε πάνω στο άνθος της νιότης του.

Έβλεπε αυτούς που καταράστηκε να υποφέρουν, παρακολουθούσε τη θλίψη τους, μαζι τους υπέφερε και αυτός στην ψυχή, στο μυαλό στην καρδιά και στη συνείδηση. Το είχε μετανιώσει, δεν περίμενε να έρθει τέτοιο κακό. Ήταν σίγουρος ότι η Παναγία του έστρεψε την κατάρα πίσω. Το ισχυριζόταν, το είδε στον ύπνο του, του φανερώθηκε η Αγία κατά πως έλεγε.

Ήταν ότι χειρότερο του συνέβαινε γιατί ήταν πιστός λάτρης του Θεού και της θρησκείας, ήταν ιερέας, είχε κάμει μεγάλο αμάρτημα. Σε όλη την υπόλοιπη του ζωή μέρα νύχτα μαράζωνε και παρακαλούσε την Παναγία να τον ελεήσει και να του δώσει συγχώρεση.

Ο παπάς είχε κάμποσα παιδιά, ανάμεσα τους ένας γιος που τον είχε καμάρι περισσότερο από τα άλλα. Ήταν όμορφος και έξυπνος, έπαιρνε και τα γράμματα εύκολα. Τού είχε μεγαλη αδυναμία, τον αγαπούσε περισσότερο. Είχε και μια μικρούλα κόρη, μια καθώς πρέπει τίμια κοπέλα που απο τα δεκάξι της χρόνια ήταν περιζήτητη νύφη. Είχε μπόλικο μάλι, ο γαμπρός που θα της λάχαινε θα ήταν τυχερός.

Ήθελε το καλύτερο για τα παιδιά του, σκέφτηκε να κάμει για γαμπρό του τον καλύτερο του χωριού, σκέφτηκε ένα νέο από πλούσιο και φημισμένο σόι που ήταν σεμνός και εργατικός.

Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να τελέψει.

Ώσπου στα ξάφνικά η νύφη φοβισμένη αλλά αναθαρυμμένη από αγάπη που είχε μέσα της για έναν άλλον νέο, αρνήθηκε το προξενιό.

Εκείνη την εποχή, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην αποφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μανας έπεφτε λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη.

Σαν έμαθε ο παπάς την άρνηση της, ποιος δεν τον εφοβήθη, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την κλείδωσε μες την κάμαρη και δεν την έβγαλε έξω ώσπου είπε το ναί και εγίνηκεν το προξενιό.

Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχε η κόρη στην καρδιά της για ένα νέο χωριανό της, ένα όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε η καρδιά της.

Ήταν ένα πρωτόγνωρο αίσθημα  που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά της λόγια μια χωριανή της γυναίκα θειά του παλληκαριού. Ήταν μια καταφερτζού και πολλοπάϊτη, που ήθελε την μικρη κοπέλλα μες το σόϊ της, να την παντρέψει με τον ανιψιό της, να την κάμει νύφη της.

Ξεκίνησε τα σούρτα φέρτα και τα φιλέματα στην μικρή κοπέλα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της…

Έτσι είχαν τα πράγματα, τα ομολόγησε όλα η κόρη. Που τα άκουσε ο παπάς, δεν τον χωρούσαν οι τόποι. Με μιάς, πήρε την ανηφόρα και πήγε έσσω της θειάς του παλικαριού. Όλο το χωριό ένιωσε την οργή του, άκουσε τον θυμό του και τις βαριές του κατάρες. Άσκεφτα, παρασυρμένος από τα πολλά του νεύρα, την καταράστηκε πολύ βαριά, μια κατάρα για το παιδί της, που θα το γεννούσε να είναι κουτσό και μουγγό…

Πέρασε ο καιρός, πάντρεψε την κόρη του με τον πλούσιο γαμπρό που ήθελε, τα υπόλοιπα ξεχάστηκαν…

Ώσπου ήρθε μια μέρα, γεννήθηκε το καταραμένο μωρό, και ήταν κουτσό και άλαλο.

Ήταν ένα μεγάλο κακό που έλαχε στην καημένη γυναίκα και έφερε μεγάλη οδύνη και λύπη στην οικογένεια της. Οι οδυρμοί, οι φηρμοί, οι στεναγμοί και τα κλάματα έγιναν καθημερινό συνήθειο της βλεποντας το παιδί της λειψό και διαφορετικό.

Ήθελε να πεθάνει, παρακαλούσε την Παναγία να το γιάνει, να το κάμει σαν τα αλλά καλά μωρά. Αλλά τίποτα δεν γινόταν, το παιδί όσο μεγάλωνε, περισσότερο σερνόταν. 

Τα ψιθυριστά λόγια αναμεταξύ των κατοίκων έπαιρναν και έφερναν, όλοι έλεγαν για τις κατάρες του παπά. Όμως ήταν λόγια σιγανά και κρυφά, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει δυνατά.

Πέρασε κι άλλος καιρός, μια μέρα στα καλά καθούμενα μέσα στην τάξη του σχολειού, ο καλός και αγαπημένος γιός του παπά φήρτηκε, έπεσε χαμαί και έβγαλε αφρούς από το στόμα του. Του έριξαν νερό, συνήρθε, πήγε σπίτι του.

Ήταν η απαρχή ενός κακού που έδωκε στην οικογένεια του παπά,  μια δυστυχία που έτυχε στον καλό γιο. Κυριεύτηκε από δαιμόνια, τον έπιανε κρίση, πάθαινε επιληψία και έβγαζε αφρούς από το στόμα του.

Ήταν μια αρρώστια που δεν γιατρευόταν και όλο χειροτέρευε.

Ο παπάς μαράζωσε, στενοχωριόταν πολύ, αλλά κάτω δεν τα έβαλε. Πήρε το γιό του σε όλους τους γιατρούς, έκαμε τάματα στους Αγίους, ακόμα επισκέφτηκε ψευτογιατρούς, μάγους και τσαρλατάνους.

Ξόδεψε όλη την περιουσία του, κανόνισε ακόμα να τον βάλει σε βαπόρι να τον πάρει στα ξένα, εκεί του είχαν πει πώς είχε καλύτερους γιατρούς. Τα χρήματα του τέλειωσαν, η περιουσία του όλη ξοδεύτηκε, αλλά αντί καλύτερα, ο γιος χειροτέρευε. Ήθελε να δανειστεί, κατέληξε στους τοκογλύφους, έπρεπε να βρει πολλά χρήματα, έπρεπε να πάρει το γιο του στο εξωτερικό να γιάνει…

Ο καιρός περνούσε, δυο παράλληλες δυστυχίες είχαν μαυρίσει δυο χωριανά σπίτια. Οι δυο οικογένειες καταλυπημένες, η κάθε μια στη στενοχώρια της, στον πόνο της και στην μιζέρια της δυστυχίας της…

Ένα δείλι μοιανού καλοκαιριού, στον καφενέ του χωριού έξω από την εκκλησία στην πλατεία που κάθονταν οι χωριανοί και έπιναν καφέ, ξάφνου άκουσαν φωνές. Γύρισαν και είδαν τον παπά που έτρεχε με τα χέρια ανοιγμένα και φώναζε. Ήταν αναμαλλιασμένος, οι τρίχες των μαλλιών του κορτωμένες και οι τρίχες των γενιών του τεντωμένες όπως τες σπόντες. Παραληρούσε κι έκλαιγε φωναχτά, κι έλεγε πώς η Παναγία του φανερώθηκε εκείνη την ώρα σαν κοιμόταν και του είπε να μην ξοδεύεται άλλο, να μην κοπιάζει άλλο, γιατί γιατρειά ο γιος του δεν θα έβρισκε και θα τον έπαιρνε κοντά της.

Πέρασε λίγος καιρός. Ήταν η μέρα μιας Λαμπρής. Σαν περπατούσε το νέο παλληκάρι και πήγαινε στην εκκλησιά, τον έπιασε η κρίση και γέμισαν τα πνεμόνια του αφρούς που τον έπνιξαν και τον πέθαναν. Ήταν κοντά είκοσι χρονών, έφυγε πρόωρα, δεν χάρηκε τη ζωή.

Ο παπάς ήξερε ότι ο γιός του ήταν δίκαιος και θα πήγαινε στον παράδεισο να ξεκουραστεί. Ήξερε ότι ο ίδιος που ήταν αμαρτωλός θα έμενε πάνω στη γη να βασανίζεται και να τιμωρείται από τις τύψεις του, ήταν σίγουρος ότι έτσι ήθελε η Παναγία.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ

Η ιστορία της Κύπρου είναι αρχαιοτάτη και λόγω της στρατηγικής της θέσης καθώς είναι σταυροδρόμι ανάμεσα σε τρείς ηπείρους της Αφρικής, της Ευρώπης και της Ασίας, έχει να επιδείξει πανάρχαιες καταβολές που εκτείνονται μέχρι και πριν 10 000 χρόνια. Στην ελληνιστική περίοδο άνθισαν οι τέχνες και έχουμε μαρτυρίες σε αμφορείς και πλάκες με γραφές. Ακολούθησε η Ρωμαϊκή περίοδος κατά την οποία συνεχίστηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, αλλά κυρίως η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε με την κάθοδο των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα που επισκέφθηκαν την Πάφο όπου και διέδωσαν τον Χριστιανισμό. Ακολούθησε η Βυζαντινή περίοδος κατά την οποία άνθισε περισσότερο ο Χριστιανισμός, ενώ ύστερα ήρθαν τα μαύρα χρόνια της υποδούλωσης της νήσου σε ξένους κατακτητές. Περιήλθε κατά σειράν στους Ναϊτες, στους Γάλλους Λουζινιανούς, στους Φράγκους και στους Οθωμανούς.

Λόγω της μακρόχρονης κατοίκησης της νήσου από ανθρώπους, είναι φυσικό η γη της να είναι κατάσπαρτη από αρχαιότητες.

Παλιοί θρύλοι αναφέρονται σε αμέτρητους θησαυρούς πού  παραμένουν θαμμένοι από την αρχαιότητα, κυρίως αρχαιολογικοί θησαυροί όπως κτερίσματα, τα οποία προέρχονται από τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να θάβουν τους νεκρούς με τα προσωπικά τους αντικείμενα. 

Καθ όλη την περίοδο της Ενετοκρατίας, διάφοροι Σαρακηνοί καθώς και Οθωμανοί Τούρκοι εισέβαλλαν στη Κύπρο και με επιδρομές τους λεηλατούσαν και άρπαζαν αιχμαλώτους τους οποίους πουλούσαν ως σκλάβους.

Κάτω από το φόβο των επιδρομών, οι Κύπριοι Χριστιανοί που κατοικούσαν στα παράλια έκτιζαν τα σπίτια τους σε υψώματα ώστε να παρακολουθούν τον ορίζοντα της θάλασσας. Όταν έβλεπαν κουρσάρικα καράβια, μάζευαν τα υπάρχοντα τους και τα έκρυβαν μέσα σε κρυψώνες και αρχαίους ταφικούς σπήλιους τους λεγομενους Ελληνοσπηλιους, για να γλιτώσουν από το πλιάτσικο. Μέσα έκρυβαν επίσης τους νέους και τις νέες για να γλυτώνουν την αιχμαλωσία.

Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν σκαμμένοι  σε βράχους και χρονολογούνται από τα Ελληνιστικά και τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι εκ των οποίων ο ένας είναι λαξευμένος μέσα σε θεόρατη σπηλιά καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Σήμερα αυτός ο αρχαίος τάφος ονομάζεται «η σπηλιά του Λεωνίδα», όνομα που προήλθε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της γης στην οποία ευρίσκεται η είσοδος του τάφου, καθώς υπόγεια επεκτείνεται σε πολύ μεγάλη απόσταση.

Μια ιστορία λέει,

Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας η σπηλιά του Λεωνίδα χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς. Μια φορά κάποιοι κυνηγημένοι χωριανοί κρύφτηκαν μέσα για να γλυτώσουν, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες που εξαπλώθηκαν σε όλο το χωριό και τους έψαχναν, περνούσαν από τη στράτα που ήταν πάνω από τη σπηλιά, χωρίς να υποπτεύονται ότι οι καταζητούμενοι τους βρίσκονταν κάτω από τα πόδια τους.

Εκείνη η μέρα ήταν Κυριακή και την ίδια ώρα με τους Τούρκους από εκείνη τη στράτα, περνούσε μια πομπή γάμου που οι συγγενείς και οι χωριανοί υπό την συνοδεία οργανοπαιχτών, συνόδευαν την νύφη να την πάρουν στην εκκλησιά να την παραδώσουν στον γαμπρό.

Ξαφνικά από τα βάθη της γης ακούστηκε κλάμα μωρού.

Με τους κυνηγημένους μέσα στη σπηλιά, κρυμμένη ήταν και μια γυναίκα με μικρό παιδί που άρχισε να κλαίει δυνατά με κίνδυνο να προδωθούν.

Ο βιολάρης που ήξερε για το σπήλαιο, μονομιάς άλλαξε σκοπό στο τραγούδι του και αρχίνησε τραγουδιστά με δυνατή φωνή να λέει,

-Για βούλωστο για βύζαστο για βάρτο κάτσε πάνω.

Τους άκουσαν από τη σπηλιά και έκαμαν το μωρό να σωπάσει, και δεν τους πήραν χαπάρι οι Τούρκοι. Από εκείνο το καιρό, η ιστορία του σπηλαίου της Χλώρακας, διαδόθηκε σε όλη την Κύπρο και την Ελλάδα, οπού την διηγούνται παραφράσσοντας της και προσαρμόζοντας την οι άνθρωποι ανάλογα με τον τόπο το δικό τους.

Μια άλλη ιστοία,

Στα χρόνια που πέρασαν οι κάτοικοι εξερεύνησαν πλήρως το σπήλαιο ανακαλύπτοντας όλους τους τάφους που ήταν σκαμμένοι στα πλευρικά τοιχώματα. Ανακάλυψαν πολλά αρχαία κτερίσματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, τα οποία όμως σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς που δεν υπήρχε γνώση για τη μεγάλη τους αξία, διασκορπίστηκαν και εξαφανίστηκαν χωρίς να ξέρει κανείς πλέον που ευρίσκονται καθώς αυτοί που τα ανακάλυψαν δεν ευρίσκονται εν ζωή.

Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του σπηλαίου ήταν ο Λεωνίδας Χ΄Αντώνης, εκ του οποίου έμεινε και η τωρινή του ονομασία.

Ήταν ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ στην οποίαν προσέφερε πολλά αυτός και η οικογένεια του.

Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πολλοί αντάρτες κρύβονταν κατά καιρούς μέσα στο σπήλαιο για να αποφύγουν τη σύλληψη τους από τον στρατό των Άγγλων αποικιοκρατών.

Μέσα στο σπίτι του ήταν κτισμένο ένα αποχωρητήριο Τουρκικού τύπου, που από την τρύπα του στο δάπεδο συγκοινωνούσε με το σπήλαιο. Απ εκεί έδιναν το φαγητό στους αγωνιστές, και κάθε τόσο έριχναν και λίγες αφοδεύσεις για να μην υποψιάζεται τίποτα ο εχθρός.

Όταν κάποια φορά μετά από πληροφορίες ήρθαν Άγγλοι στρατιώτες να βρουν τη σπηλιά, μια κόρη του Λεωνίδα βλέποντας τους Εγγλέζους να έρχονται με τα σκυλιά, σκόρπισε παντού σκόνη πιπέρι με αποτέλεσμα τα στρατιωτικά σκυλιά να χάσουν την οσμή τους και να μην μπορέσουν να μυρίσουν τους αντάρτες μέσα στο σπήλαιο.

Ο Χ΄ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

Ο Χ΄΄ Φίλιππος ήταν ο τοκογλύφος της Χλώρακας και γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν ήταν πλούσιος από γεννησιμιού του, αλλά ένας φτωχός βιοπαλαιστής που για να ζήσει μετα της οικογενείας του έκαμνε το γεωργό, ένα δύσκολο επάγγελμα σε κόπο και πενιχρά έσοδα. Οι άνθρωποι εκείνους τους καιρούς κυρίως καλλιεργούσαν καννάβια, σιτηρά και κρεμμύδια, αυτός συνήθιζε να φυτεύει μόνο κρεμμύδια.

Κάποια χρονιά στις αρχές του 20ου αιώνα που η παραγωγή των κρεμμυδιών ήταν μεγάλη και έμειναν απούλητα, την επόμενη εποχή οι περισσότεροι γεωργοί δεν τα φύτεψαν, με αποτέλεσμα η ζήτηση του προϊόντος να είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά. Όμως ο Χ΄Φίλιππος επειδή κυρίως μόνο κρεμμύδια συνήθιζε να καλλιεργεί, αλλά και γιατι μέσα του κάτι ίσως τον παρακινούσε, φύτεψε όλη τη γη του έναν απέραντο κάμπο, με αυτό το προϊόν.

Εκείνη τη χρονιά που κανείς άλλος δεν καλλιέργησε κρεμμύδια, έμεινε αυτός σχεδόν μονοπώλιο σε όλη την επαρχία, κατέχοντας τεράστιες ποσότητες τα οποία και επούλησε σε τιμές ψηλές που ο ίδιος καθόρισε. Μάζεψε πολλά χρήματα τα οποία επένδυσε κατ αρχας ανοίγοντας ένα παντοπωλείο γεμίζοντας το εμπορεύματα και τα οποια διέθετε στους φτωχους χωρικούς βερεσιέ, αλλά με ψηλό τόκο.

Σιγά με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο του μεγάλωσε, μπόρεσε και έδωσε απεριόριστο βερεσιέ σε όλους, αργότερα επεκτάθηκε  στο δανεισμό χρημάτων, στο τέλος κατάληξε από μπακάλης, ένας τοκογλύφος τραπεζίτης .

Τα χρόνια τα δύσκολα ήταν πολλά, η μια δεκαετία χειρότερη ακολουθούσε την άλλη και αυτός θησαύριζε κάθε χρόνο περισσότερο. Έγινε πολύ πλούσιος, απέκτησε τεράστια περιουσία από τις κατασχέσεις και έγινε ξακουστός σε όλη την Πάφο. Έκαμε πελάτες από άλλες κοινότητες, ακόμα Τούρκοι και Εγγλέζοι έρχονταν  σ αυτόν για δανικά.

Πολλοί χωριανοί τον κατηγόρησαν ότι τους εκμεταλλεύτηκε και τους πήρε τις περιουσίες, οι απόγονοι του όμως που σήμερα είναι οι μισοί χωριανοί, διηγούνται ότι ήταν ένας συνήθης άνθρωπος που είχε καλοσύνη, και δεν έπραττε όπως οι σημερινές τράπεζες, αλλά αυτός χαρίστηκε σε πολλούς, και σε πολλούς έδωσε βοήθεια. Υπήρξε ακόμα μεγάλος δωρητής και ευεργέτης για την ανοικοδόμηση μετά το χάλασμα της από τον μεγάλο σεισμό το 1953, της μεγάλης καθεδρικής εκκλησίας Παναγίας Χρυσοαιματούσης.

Τη χρονιά του 1958 λίγο πριν το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, μια μέρα όπως έκανε κάθε μέρα, καβαλίκεψε τον γάιδαρο του και κίνησε στην πόλη του Κτημάτου ένα ταχτικό δρομολόγιο που συνήθιζε. Συνήθιζε κάθε πρωί να πηγαίνει στην οδό Φελάχογλου την Τούρκικη συνοικία της πόλης όπου καθόταν σ ένα καφενείο και πίνοντας τον καφέ του και περνώντας την ώρα του, διεκπεραίωνε ταυτόχρονα τις χρηματικές συναλλαγές του με τους Τούρκους.

Την εποχή εκείνη ένεκα του αγώνα των Ελλήνων Χριστιανών εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών, μεταξύ Ρωμιών και Τούρκων υπήρχε διαμάχη, καθώς οι Τούρκοι θεωρούνταν σύμμαχοι του εχθρού. Όμως μερικοί και από τις δυο πλευρές χωρίς να λαμβάνουν αυτή τη διαμάχη υπόψιν, συναλλάττονταν αναμεταξύ τους.

Μέσα στο καφενείο εκείνο που σήμερα ονομάζεται «Κληματαριά»  και είναι σουβλιτζίδικο, σύχναζαν και ορισμένοι Ρωμιοί, το ίδιο σύχναζε και ο Χ΄ Φίλιππος.

Εκείνο το μοιραίο πρωινό καβαλικεμένος πάνω στον γάιδαρο του ενώ πήγαινε την ίδια στράτα, ένα Τουρκί του έστησε καρτέρι πίσω από το Τούρκικο νεκροταφείο. Παραφύλαξε πίσω από τον ψηλό τοίχο και σαν σίμωσε, πετάχτηκε και αρπάζοντας το ζώο από τα γκέμια, ανέσυρε πιστόλι, το ακούμπησε στο πρόσωπο του Χ΄ Φίλιππου και του έριξε μια πιστολιά, και ύστερα έτρεξε και χάθηκε στο αντιφέγγισμα του πρωινού που ξημέρωνε εκείνη την κακιά μέρα.

Ο Χ΄Φίλιππος βαριά λαβωμένος αλλά σκληροτράχηλος καθώς ήταν, κρατήθηκε από το στρατούρι και συνεχισε να πορεύεται στον άδειο δρόμο προς την οδό Φελλάχογλου όπου έλπιζε να βρει βοήθεια.

Με πολλή δυσκολία τα κατάφερε, και φτάνοντας στο καφενείο έγειρε  και έπεσε. Οι Τούρκοι φίλοι του τον μετέφεραν αμέσως στο μικρό νοσοκομείο της πόλης, όμως οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τον συνεφέρουν. Έχασε όλο του το αίμα κατά τη μεγάλη χρονική διάρκεια της μεταφοράς του, καθώς η αιμορραγία ήταν μεγάλη αφού είχε πυροβοληθεί στο στόμα και η σφαίρα τρύπησε το κεφάλι του από τη μια μεριά στην άλλη.

Μετά τον θάνατο του οι συγγενείς του μαρτυρούν ότι στο δεφτέρι που κατέγραφε τα δανικά, υπήρχε υπόλοιπο να παίρνει από τους Τούρκους δεκατρεισήμισι χιλιάδες λίρες, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη. Επομένως ήταν φανερά τα κίνητρα της δολοφονίας του.

Σκοτώθηκε από Τούρκους που εκείνους τους καιρούς λογαριάζονταν εχθροί της πατρίδας, γι αυτό θεωρήθηκε ήρωας και κηδεύτηκε με τιμές πεσοντος αγωνιστή υπέρ πίστεως πατρίδας και ελευθερίας.

Υ.Γ. Στην περιοχή της Βρύσης υπήρχε μια μεγάλη πέτρα που πάνω της ήταν μια σκαλιστή θύρα, δηλαδή μια θολωτή εισδοχή μέσα στην πέτρα, σαν σκαλιστό παράθυρο εκκλησίας. Ήταν μια μεγάλη πέτρα μέρος τοίχου μιας κάμαρης που βρισκόταν στο ύψωμα δεξιά της Βρύσης και ήταν το εργαστήρι κάποιου παλιού χρυσοχού. Η θύρα πάνω στην πέτρα αποτελούσε  σκαλιστή πόρτα  σφηνωμένη μέσα σε εισδοχή, καλύπτοντας κρύπτη που ήταν σκαμμένη μέσα στην πέτρα χωρίς να ξεχωρίζει.

Στο μεγάλο σεισμό που έγινε το 1443, η πέτρα κύλησε δίπλα στην Βρύση. Οι κάτοικοι τους επόμενους αιώνες δοξολόγησαν σ αυτή την πέτρα τον Άγιο Υπάτη, γιατι όσα μωρά δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τα έπαιρναν και τα γύριζαν λιτή γύρω της, και ο Άγιος τα βοηθούσε να περπατήσουν.

Λέγεται ότι πίσω από την θύρα μέσα στην κρύπτη φύλαγε τα χρυσαφικά του ο παλιός χρυσοχός. Λέγεται ότι ο Χ΄Φίλιππος ανακάλυψε την κρύπτη και βρήκε μέσα πλάκες χρυσού. Ορισμένοι παλιοί κάτοικοι ισχυρίζονται ότι με αυτό τον τρόπο απέχτησε τα πρώτα του λεφτά, και όχι πουλώντας κρεμμύδια.

ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Ύστερα από το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών στη Κύπρο, ακολούθησε  στις 20 Ιουλίου 1974 η τουρκική εισβολή η οποία προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ήταν χιλιάδες οι νεκροί και οι αγνοούμενοι και δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Η Πάφος βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια της εισβολής από τα τουρκικά αεροπλάνα αδιακρίτως. Έγιναν μάχες σε πολλές περιοχές της Πάφου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Οι κάτοικοι έντρομοι από τους φοβερούς βομβαρδισμούς των αεροπλάνων κλείδωναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στις γυρω περιοχές σε φυσικές κρυψώνες για να προφυλαχτούν. Ο στρατός όρισε περιπολίες σε όλα τα χωριά ώστε να φυλάσσονται τα άδεια σπίτια από λεηλασίες.

Εκείνες τις μέρες ένας δάσκαλος έφεδρος στρατιώτης από τη Χλώρακα ο Κώστας, υπηρετούσε στο στρατό. Ένα σκοτεινό βράδυ είχε περιπολία με σύντροφο έναν άλλο χωριανό του τον Κακή, στο χωριό Κονιά. Ήταν μια μαύρη νύχτα με πηχτό σκοτάδι, στεγνό, θαρρείς ξεραμένο χωρίς αέρα. Ο στρατός κοιμόταν στα τσαντίρια κάτω στο κάμπο με το κόκκινο χώμα, στα χωράφια του κάνω Κτημάτου. Οι δυο σύντροφοι στην ολονύχτια βάρδια τους ήταν ποσταμένοι και αποκαμωμένοι απο το αδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Από το πολύ περπάτημα και απο την κούραση εκείνο το βράδυ έσερναν τα πόδια τους και η δίψα τους στέγνωνε τα χείλη. Ο Κακής ήταν σκληρός, ήταν εργάτης στις οικοδομές, βάσταναν οι αντοχές του. Ο Κώστας ήταν δάσκαλος, ήταν καλομαθημένος, τα πόδια του δεν τον έσωναν και η μεγαλη δίψα τον σκότωνε, δεν άντεχε άλλο. Η μιλιά του δεν έβγαινε, είχε πισσώσει στο στόμα του. Ήταν ένα απάνθρωπο πράμα νάναι ολότελα διψασμένος και όμως να περπατά ολάκερες ώρες φορτωμένος με ντουφέκι και σφαίρες και ένα ασήκωτο γομάρι το γυλιό του  στην πονεμένη του ράχη. Και το παγούρι ήταν άδειο. Τα άρβυλλα τού έκοβαν τα πόδια που είχαν πρηστεί, δεν άντεχε άλλο. Όλη μέρα βάρδια στο στρατόπεδο να προσέχουν τους αιχμαλώτους, όλη νύχτα βάρδια να προσέχουν τα άδεια σπίτια στο χωριό. Και το νερό είχε τελειώσει. Έψαξαν σε όλο το χωριό, ήταν παντού κλειδωμένα, έψαξαν όλες τις βρύσες, ήταν όλες στερεμένες. Ο σύντροφος του τού έδινε θάρρος, αλλά αυτός δεν άντεχε. Ήθελε να ξαπλώσει στο χώμα και να παραδοθεί στη κούραση του και στη μεγαλη του δίψα. Να κλείσει τα μάτια κι ας πέθαινε, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο να γλυτώσει από το μαρτύριο της δίψας.

Το μυαλό του πάγωσε, δεν βοηθούσε στη σκέψη, έτσι ευκολότερα πήρε την αποφαση του, ήταν μια σκέψη που του άρεσε, ήταν μια σκέψη να πέσει να ξαπλώσει, να γύρει και να κοιμηθεί, κι ας μην ξημέρωνε ποτέ, ας του φεύγε η ψυχή, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μονο να ξεκουραστεί. Έπεσε στα γόνατα, ακούμπησε το χέρι στο χώμα και σιγομουρμουρίζοντας λόγια που δεν έβγαιναν από τα χείλη του, αποχαιρέτησε τον φίλο του. Έπεσε χάμω ξάπλωσε, θυμάται έγειρε το κεφάλι του σε μια πέτρα για μαξιλάρι. Έμεινε ακίνητος μη ακούοντας τις παραινέσεις του φίλου του να σηκωθεί να προχωρήσουν. Μισοαναίσθητος  και με τις αισθήσεις του να υπολειτουργούν, μόλις που πρόλαβε να κάμει μια προσευχή στον Άγιο Νικόλα τον γείτονα του που είχε το εκκλησάκι του κοντά στο σπίτι του, τον παρακάλεσε να κάμει ένα θαύμα, να του στείλει ένα σταμνί γεμάτο δροσερό νερό και αυτός θα του άναβε μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του..., και έχασε τις αισθήσεις του.

Ύστερα από λίγη ώρα ένιωσε να συνέρχεται, ήταν απο μια  δροσιά που ένιωθε στο σβέρκο του, νόμισε ήταν η δροσιά της πέτρας που είχε για μαξιλάρι. Άκουσε τον φίλο του δίπλα να ρωτά πως αισθάνεται, και του άπλωσε το χέρι. Ακούμπησε στην πέτρα που καθόταν και την ένιωσε ζεστή. Μέσα στην αποχαύνωση του κατάλαβε ότι δεν γίνεται η μια πέτρα να είναι ζεστή και η άλλη δροσερή. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ύστερα πασπάτεψε την πέτρα. Την ακούμπησε και την ένιωσε να είναι στρογγυλεμένη και υγρή. Σε απειροελάχιστα του δευτερολέπτου ο νους του στράφηκε στην προσευχή που έκαμε στον Αι Νικόλα, και μια χαρά τον πλημμύρισε, ήξερε ότι εγινε το θαύμα. Πασπάτεψε ξαλά, δεν ήταν πέτρα, ήταν ένα σταμνί γεμάτο νερό. 

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η υπάρχουσα ιστορία για την κοινότητα της Χλώρακας μέχρι πρότινος ήταν ελάχιστη, και αυτή τη μάθαμε κυρίως από γεροντότερους πού δυστυχώς δεν είχαν να πουν εκτός για την περίοδο που είχαν ζήσει, δηλαδή μόλις για τον περασμένο αιώνα. Από αρχαιολογικά ευρήματα γνωρίζουμε πως η περιοχή της Χλώρακας κατοικείται από την Ελληνιστική περίοδο, δηλαδή από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με το όνομα Χλώρακα όμως, και τις ρίζες των σημερινών κατοίκων, η υπάρχουσα ιστορία, μας πηγαίνει πίσω μόλις 150 με 200 χρόνια.

Επίσης την εβρίσκομεν διεσπαρμένην σε μικρές σημειώσεις και αναφορές σε παλιά περιοδικά, αλλά κυρίως στο πρόσφατο βιβλίο του συγχωριανού μας Χρίστου Μαυρέση «Χλώρακα ιστορική και λαογραφική μελέτη» που σε μια αξιόλογη του προσπάθεια κατάφερε να καταγράψει όσα μπόρεσε να πληροφορηθεί από τους γηραιοτέρους κατοίκους καθώς και από τα ελάχιστα αρχεία και συγγράμματα που υπάρχουν.

Ο λόγιος Ιερώνυμος Περιστιάνης (1870 έως το 1931), έγραψε κάποια έργα με ιστορικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο που συνέβαλαν στη μελέτη της ιστορίας της Κύπρου. Σε ένα από αυτά, με το γενικό τίτλο «Ιστορία των Ελληνικών γραμμάτων», το 1877 γράφει για τη Χλώρακα:

Προ της Αγγλικής Κατοχής δεν έλειτούργησε Κοινο­τικόν Σχολείον, άλλ' ούτε καί ιδιωτικόν κοινοτικόν τοιούτον, και ο λόγος είναι διότι ή κοινότης προ της Κατοχής ήτο πολύ μικρά.

Ό Σοφοκλής Χατζή Γεωργίου, έτών 65 ο δούς ημίν τας πληροφορίας, έμαθε τα Κοινά γράματα, ήτοι Παιδαγωγίαν, Οκτώηχον καί Απόστολον παρα τω αδελφω του Χριστοδούλω Χ' Γεωργίου φοιτών εν οικία του εν ηλικία 12 ετών, ήτοι τω 1877. Εν καιρώ γεωργικών εργασιών ηκολούθει τον διδάσκαλον εις τους αγρούς του και ο μαθητής καθήμενος εν τω μέσω του αγρού, ενω ό διδάσκαλος ησχολείτο, ανεγίγνωσκεν ή απεστήθιζε το μάθημα του και ό διδάσκαλος διώρθωνε τα λάθη του. Εφοίτησεν ούτω επί 4 - 5 έτη ότε και ηδύνατο να λέγη τον Απόστολον επ' εκκλησίας με το εκκλησιασηκον ύφος. Άλλοι μαθηταί δεν εφοίτησαν εις τον αδελφόν του. Δεν ενθυμείται άλλον να διδάξη εις σχολείον εν τω χωρίω του, αλλ' όσοι εγνώριζον τα Κοινά, έδίδασκον μόνον τους συγγενείς των.

Από αυτή τη μικρή αναφορά του Ιερώνυμου Περιστιάνη, καταλαβαίνουμε πως στις αρχές του 20ου αιώνα στη Χλώρακα όσο και στην υπόλοιπη επαρχία, τα πνευματικά και κοινωνικά πράγματα ήταν σε βαθμό ανυπαρξίας. Από αναφορές παλαιοτέρων γνωρίζουμε πώς οι μαθητές της Χλώρακας και της Έμπας φοιτούσαν σε ίδιο σχολείο, κάποτε στην Χλώρακα, κάποτε στην Έμπα. Στη Χλώρακα για αίθουσες τάξης οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κατ αρχάς το καφενείο του Κώστα Ταπακούδη, και του Χαρή του Γιώρκα, ακόμα και την προέκταση που χαλάστηκε πρόσφατα, της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσοελεούσης.

Σε δημοσίευμα της η εφημερίδας «Πάφος» με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1921 γράφει,

«Η αμάθεια είναι εξαπλωμένη εις βαθμόν απίστευτον. Το 84% του πληθυσμού αγνοούσιν ανάγνωσιν και γραφήν και κατά φυσικήν συνέπεια και το έγκλημα ολοέν αυξάνει, ενώ η οικονομική καχεξία του τόπου έφτασεν εις το απροχώρητον».

Μέσα σ αυτή την ανυπαρξία της πνευματικής καλλιέργειας όμως, βλέπουμε ότι ορισμένοι πνευματικοί άνθρωποι ανασυγκροτήθηκαν και συνέβαλαν ώστε να αφυπνίσουν τους κατοίκους πνευματικά. Οι ιερείς κατ αρχάς και ύστερα οι δάσκαλοι, ίδρυσαν κατηχητικά, συλλόγους και σχολεία που βοηθούσαν κυρίως τους νέους να αποκτήσουν παιδεία και γνώσεις του κόσμου που τους περιέβαλλε.

Σε αυτή τη πνευματική ανάπτυξη συνέβαλαν κάποιοι χαρισματικοί γράφοντας τοιουτοτρόπως τη δική τους ιστορία. Με το λογοτεχνικό τους έργο το οποίο δημοσιοποιούσαν στις τότε εφημερίδες, άφησαν το στίγμα της εποχής εκείνης. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ήταν ο Άντης Περνάρης που διετέλεσε δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Χλώρακας και άφησε πνευματικό έργο γράφοντας κυρίως ποίηση. Λένε κάποιοι παλιοί χωριανοί, πως έγραψε επίσης την ιστορία της Χλώρακας την οποία δ εξέδωσε σε βιβλίο, αλλά που δυστυχώς όσο και να ερευνήσαμε, δεν κατορθώσαμε να ανακαλύψουμε.

Άλλοι άνθρωποι του πνεύματος που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης στη Χλώρακα είναι ορισμένοι χωριανοί που με όρεξη και μεράκι μπήκαν μπροστάρηδες δημιουργώντας συλλόγους και σωματεία με μοναδικό σκοπό την προώθηση της πνευματικότητας και την δημιουργία κουλτούρας στη σκέψη των νέων της κοινότητας. Στις σημερινές ημέρες έχουμε δει πολλά, έχουμε συνηθίσει πλέον να βλέπουμε να συμβαίνουν πράγματα πρωτοποριακά και να είναι η κοινότητα σχεδόν πάντα στην επικαιρότητα λόγο ανθρώπων που με την σπουδαιότητα τους δημιουργούν το όλο κλίμα. Την τότε δύσκολη εποχή αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει στη Χλώρακα με τη δημιουργία του γυναικείου συλλόγου ΟΧΕΝ, και του «Επιμορφωτικού Συλλόγου» με σκοπό την προώθηση των γραμμάτων.

Ο Μιχάλης Μαχητής ήρθε από το Πολέμι και νυμφεύτηκε στη Χλώρακα. Κατοίκισε στη γνωστή γειτονιά της οδού Σταύρου Μιχαήλ 6, όπου εκεί άνοιξε καφενείο, και εκεί μεγάλωσε τα παιδιά του εκ των οποίων τρεις, οι Σταύρος, Γιώργος και Ευρύς, ξεχώρισαν. Σπούδασαν δάσκαλοι και ως μορφωμένοι πλέον άνθρωποι, σκέφτηκαν να ιδρύσουν ένα πολιτιστικό σύνδεσμο. Με τη βοήθεια ορισμένων άλλων προοδευτικών ανθρώπων και συγκεκριμένα τους Πετρή Γιωρκάτζη, Νίκολο Αδάμου, Αντώνη Μαυράντωνο, Ευστάθιο Ερωτοκρίτου και τα αδέλφια Νικόλα και Γεώργιο Λαππά, το 1938, ίδρυσαν τον Επιμορφωτικό σύλλογο Χλώρακας με σκοπό να επιμορφώσουν πνευματικά τους αγράμματους κατοίκους.

Πριν από την Αγγλική κατοχή (1878), στη Χλώρακα δεν υπήρχε σχολείο. Ξέρουμε πως τα λίγα γράμματα τα μάθαιναν από ιερείς μέσα σε αγρούς κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών, και αργότερα από δασκάλους μέσα σε καφενεία και εκκλησίες.

Έως το 1930 το σχολείο ήταν μονοδιδάσκαλο, ενώ αξιοσημείωτη είναι η λειτουργία παρθεναγωγείου από το1926 έως το 1934 και το οποίον στεγαζόταν στο σπίτι του δασκάλου Χαράλαμπου Αζίνα καταξιωμένου δάσκαλου που υπηρέτησε επίσης ως ο πρώτος γραμματέας της ΣΠΕ Χλώρακας.

Το 1931 αποφασίστηκε να κτιστεί το πρώτο δημοτικό σχολείο. Κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, αξιόλογοι μαστόροι που κατείχαν τη λαϊκή αρχιτεκτονική, έκτισαν ένα κτίριο υψηλής αρχιτεκτονικής τέχνης, με πελεκητή πέτρα και τσιμέντο, καθώς και κολώνες στην είσοδο, ενώ το δάπεδο το έφτιαξαν από στέρεο και ανθεκτικό σανίδι, το οποίον άντεξε στο χρόνο μέχρι και πρόσφατα. Είναι μέχρι σήμερα ένα κτίριο στολίδι, ένας ιερός χώρος μέσα στον οποίο διδαχτήκαν γράμματα και ακόμα συνεχίζουν να διδάσκονται, όλες οι γενεές εδώ και έναν αιώνα.

Ο πρωτομάστορας κτίστης της πέτρας και σχεδιαστής, ο λαϊκός τεχνίτης που διδάχτηκε την τέχνη της Αρχιτεκτονικής από φημισμένους άλλους μαστόρους στους οποίους μαθήτευσε από μικρό παιδί, ο Γεώργιος Χατζιούδης από τη Χλώρακα, ανέλαβε και περάτωσε το σχεδιασμό και το κτίσιμο του σημερινού σχολείου που στέκει ακόμα στερεό και λαμπερό στην είσοδο της κοινότητας.

Το παλιό σχολείο της Χλώρακας αποτελείται από 3 αίθουσες, ένα μικρό γραφείο δασκάλου και έναν ηλιακό που αποτελεί την είσοδο, και που εξωτερικά τον κοσμεί περιστύλιο με δωρικές κιονοστοιχίες, ενώ το εξωτερικό του δάπεδο είναι στρωμένο με περίτεχνα μάρμαρα, έχοντας για πρόσβαση επίσης μαρμάρινα σκαλοπάτια σε όλες τις μεριές του περιστυλίου. Αρχικά κτίστηκαν οι πρώτες δυο αίθουσες και ο ηλιακός με το μικρό γραφείο στη μέση τους, αλλά αργότερα κατά το 1952-΄53, προστέθηκε μια τρίτη αίθουσα, καθώς το χωριό μεγάλωσε και οι κάτοικοι πλήθυναν τόσο ώστε να χρειάζονται τρεις αίθουσες διδασκαλίας.

Το παλιό κτίριο του Δημοτικό σχολείου της Χλώρακας στη σημερινή του μορφή είναι ένα από τα λίγα δημόσια κτίρια του χωριού με μεγάλη σημασία στο πέρασμα των χρόνων, καθώς όμορφο που είναι, κουβαλά ιστορία δεκαετιών.

Σ αυτό μαθήτευσαν πολλές γενεές και ακόμα συνεχίζουν να φοιτούν τα μικρά παιδιά μας.

Πολλοί φημισμένοι δάσκαλοι επίσης από τη Χλώρακα φοίτησαν, αλλά και διδάξαν εδώ, όπως οι Σταύρος Μιχαήλ, Χαράλαμπος Αζίνας, Γεώργιος Ιωάννου, Γιώρκος Ταπακούδης, Χριστόδουλος Γ. Λαούρης, Ζαχαρίας Μιχαήλ, Χριστόδουλος Λεωνίδα, Ανδρέας Μαυρέσης, Αφρούλα Χ΄΄ Οικονόμου. Σταυρουλα Παύλου και ο λογοτέχνης ποιητής Νίκος Πενταράς.

Το παλιό δημοτικό σχολείο της Χλώρακας παραμένει ένα κτίριο στέρεο μέχρι τις μέρες μας, ένα ωραίο μνημείο του παρελθόντος, ομορφότερο από όλα τα άλλα, κτισμένο σ ένα ψηλό τόπο με απρόσκοπτη θέα τη θάλασσα που απλώνεται κάτω στο λόφο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΛΕΜΙΤΗΣ

Δημοσίευμα της εφημερίδας Ανεξάρτητος του 1938:

Παρ ολίγον να ελάμβανε χώραν το απόγευμα της προχθές Δευτέρας τραγικό δυστύχημα εις Χλώρακα με θύμα νεαρόν ποιμένα, υπο τάς ακολούθως περιστάσεις: Κατά το απόγευμα της προαναφερθήσας ημέρας, ενώ ο εκ του χωρίου μας δεκαεξαετής ποιμήν Νεόφυτος Λεωνίδα έβοσκε τα πρόβατα του εις την τοποθεσίαν Καμαρούδι, το έδαφος υπεχώρησεν αιφνηδίως και ο ατυχής ποιμήν ευρέθη εις υπόγειον γαλαρίαν πλήρη ύδατος και βάθους πέντε ποδών. Ο ατυχής Νεόφυτος ήρχισε αμέσως να κραυγάζη εις βοήθειαν, πλήν, όμως, λόγω του ερημικού του τόπου, ουδείς τον ήκουε, εκινδύνευε δε, τον έσχατον κίνδυνον. Ευτυχώς δι αυτόν τα πρόβατα του παραμείναντα ακυβέρνητα εισήλθον εις μέρος απηγορευμένον δια βοσκήν, επισύραντα ούτω την προσοχήν του επίσης εκ Χλώρακας Γεωργίου Νικόλα Πολεμίτη, ο οποίος εν τη προσπαθεία του όπως εκβάλει εκ της απηγορευμένης περιοχής τα προβατα, αντελήφθη τον Νεόφυτον εντός της γαλαρίας. Αμέσως ούτος εκάλεσε και άλλους συγχωρίους του, τη βοηθεία των οποίων ο ποιμήν ανεσύρθη.

Στη ποταμιά που κατεβαίνει από το Α΄ δημοτικό σχολείο της Χλώρακας και καταλήγει στη θάλασσα των Ροαφινιών, η περιοχή που ευρίσκεται η βρύση «Καμαρούϊν», ήταν καταπράσινη φυτεμένη από θεόρατα δένδρα δρύες και τρεμιθιές. Έτρεχε ένα ποταμάκι με άφθονο νερό που δεν είχε σταματημό, και η γη ήταν πολύ εύφορη ώστε ο ιδιοκτήτης της καλλιεργώντας την, ολόχρονα είχε πλούσιες σοδιές.

Το 1938 φάνηκε στον Νικόλα Νικολούι τον ιδιοκτήτη της γής, να φυτέψει λουβίν.

Όταν οι λουβιές μεγάλωσαν και αναπτήχθηκαν και φορτώθηκαν λουβιά, μια μέρα ο αναγιωτός του Νικολουθκιού ο Πολεμίτης, είδε από πάνω στις παρυφές του Χωριού, πρόβατα μέσα στο περβόλι να βόσκουν και να τρώνε τις λουβιές. Κατέβηκε μάνι μάνι τρέχοντας και με φωνές και κουνώντας τα χέρια άρχισε να τα διώχνει.

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να φωνάζει βοήθεια, αλλά ώ τι παράξενο, η φωνή ερχόταν από τα βάθη της γης. Στάθηκε σαστισμένος χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι εσυνέβαινε. Ήξερε πώς στην περιοχή δεν υπήρχε πηγάδι για να πέσει κάποιος μέσα, άρα από πού να έβγαινε η φωνή; Άρχισε ανήσυχα να ψάχνει και ακλουθώντας τη φωνή, σε κάποιο σημείο είδε μια τρύπα στη γη

και μέσα σφηνωμένο τον Φυτό το βοσκαρέτι να φωνάζει με αγωνία.

Ήταν μέσα στην τρύπα με το κορμί του να χάνεται μέσα στη γη, και έξω από αυτήν μόνο οι ώμοι και το κεφάλι του.

Τι είχε συμβεί; Κατάλαβε πώς είχε σκάσει το υπόγειο λαγούμι που τροφοδοτούσε με νερό το Καμαρούι τη βρύση του χωριού, και τον ρούφηξε μέσα στη γη χωρίς να μπορεί να ελευθερωθεί. Στην τύχη του σφηνώθηκε με το κεφάλι έξω, χωρίς να πέσει και να χαθεί στα βαθιά σκοτάδια του λαγουμιού. Σίγουρα είχε Άγιο μαζί του, γιατί το λαγούμι ήταν βαθύ, και αν έπεφτε μέσα, θα παρασυρόταν και θα πνιγόταν.

Έτσι από εκείνη την ημέρα ήταν υπόχρεος στον Πολεμίτη του Νικολουθκιού που στην προσπάθεια του να γλυτώσει τις λουβιές, γλύτωσε και τον ίδιο, καθώς από εκείνο το μέρος σπάνια περνούσαν άνθρωποι.

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Τούρκοι Οθωμανοί πούλησαν την Κύπρο στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Η Αγγλική διοίκηση είχε εξαρχής να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα όπως τον Κλήρο και την Ελληνική άρχουσα τάξη. Στην άρχουσα τάξη συμπεριλαμβάνονταν οι Λόγιοι μορφωμένοι κάτοικοι, καθώς και οι τοπικοί άρχοντες και παράγοντες.

Ένας στην άρχουσα τάξη της Χλώρακας συμπεριλαμβανόταν το Νικολούιν, ο οποίος ήταν ένας από τους προεστούς και άρχοντες του χωριού. Παντρεύτηκε την Χ΄΄ Ρεβέκκα ανιψιά του κοινοτάρχη της Χλώρακας Χριστόδουλου Αζίνα, ενώ ο ίδιος είχε αδερφόν το Γιωρκακούιν, ο οποίος και αυτός μουχτάρης πριν τον Αζίνα. Με τεράστια περιουσία καθώς και εκκλησιαστικός επιτροπικός πρόεδρος, ο λόγος και η γνώμη του, είχαν καταλυτική πέραση στα κοινά. Ήταν όμως άτεκνος, έτσι με τη γυναίκα του αποάσισαν και υιοθέτησαν δύο παιδιά, τον Πολεμίτη εκ Πολεμίου, και την Βικτωρούν από το γένος Αλέξη. Τους ανάγιωσαν σαν παιδιά τους, και στο τέλος για να μείνει η περιουσία στην οικογένεια, τους πάντρεψαν αναμεταξύ τους.

Ο Πολεμίτης ήταν άνθρωπος ανήσυχος και ολίγον τυχοδιώκτης που αγαπούσε την περιπέτεια, έτσι όταν την 28η Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα μπήκε στον Πόλεμο παρά το πλευρό των συμμάχων και ο Κυπριακός λαός διακήρυξε την προθυμία του να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας του κόσμου, και όταν  οι Άγγλοι αποικιοκράτες κάλεσαν τους Κύπριους νέους να καταταγούν και να πολεμήσουν, έσπευσε αμέσως να κάνει το καθήκον του προς την πατρίδα.

Όταν λοιπόν οι κατοχικές αρχές ανάρτησαν τεράστιες πινακίδες έξω από τα αγγλικά στρατολογικά γραφεία του νησιού και καλούσαν τους Κυπρίους «να πολεμήσουν διά την Ελλάδαν και την Ελευθερίαν» και εξηγώντας τους ότι «πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, πολεμάτε για την δική σας ελευθερία», περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι κατατάχθηκαν στο στρατό και πολέμησαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Η Χλώρακα δεν υστέρησε σε αυτό το κάλεσμα, και παρά το μικρό μέγεθος του πληθυσμιακού της μεγέθους των 800 κατοίκων, 30 νέα παλληκάρια προσέτρεξαν αμέσως στον πόλεμο για ανεξαρτησίαν και ελευθερίαν.

Ο Γεώργιος Πολεμίτης με τον φίλο του τον Θεωρή του Σοφόκλη αλλά και μερικούς άλλους, μετά την εκπαίδευση τους στα Πολεμίδια στάλθηκαν στο μέτωπο.

Μετά από τις εμπειρίες που αποκόμισαν από την Αίγυπτο στις ηρωικές μάχες του Ελ Αλαμέιν και γενικότερα στα μέτωπα της Β. Αφρικής, το 1944 βρήκε τους δύο φίλους να μεταφέρονται στην Ιταλία. Στις φονικές μάχες του Monte Cassino και την προέλαση στην ενδοχώρα της Ιταλίας, οι Κύπριοι για ακόμα μία φορά απέδειξαν ότι μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και τις κακουχίες όπως είχαν ήδη πράξει αρκετές φορές μέχρι τότε. Προχωρώντας αργά και σταθερά και υπό την κάλυψη του σκοταδιού της νύχτας, δημιούργησαν σημαντικές αποθήκες με εφόδια σε προωθημένες θέσεις και απόκρημνες πλαγιές όταν θα ξεκινούσε η τελική επίθεση.

Οι εθελοντές του Κυπριακού Συντάγματος έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, στις οποίες έδειξαν το θάρρος τους, ώστε με το τέλος του πολέμου περήφανα μποούσαν να δηλώσουν ότι πολέμησαν με ανδρεία, θάρρος και αυταπάρνηση και βγήκαν νικητές.

Κουβεντιάζοντας με τον Θεωρήν του Σοφόκλη τον οποίον πρόλαβα εν ζωή, μου διηγήθηκε ιστορίες για μάχες και για την ανδρείαν και αυταπάρνησην που με τον φίλο του τον Γεώργιον Πολεμίτη επέδειξαν στον πόλεμο. Ιστορίες τολμηρές και γενναίες, αλλά και για τις κακουχίες και τους θανάτους που έζησαν καθώς ταλαιπωρημένοι και διψασμένοι μέσα στις αχανείς ερήμους της Αφρικής σαν μύγες τους βομβάρδιζαν τα Γερμανικά αεροπλάνα.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ

Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες, εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.

Ήταν μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας της Χλώρακας, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μ’ολις μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο να παντρευτούν. Είχαν και οι δύο στις καρδιές τους πολλή καλοσύνη, ήσαν ενάρετοι και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους παίνευαν και τους καμάρωναν. Αγαπήθηκαν πολύ, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πάντα πιασμένοι από το χέρι, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν για να πάει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως όρίζαν τα έθιμα.

Αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει τα ωραία να μην διαρκούν, έτσι και στο ζευγάρι τούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, κουρέλιασε τα όνειρα, σκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε και πέθανε.

Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ μαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέο που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόση ήταν η ερημιά γύρω του που ένιωθε, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες και ακουγόταν το γοερό του κλάμα που ράϊζε τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.

Ίσως επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα όσο ζούσε του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ στο όνειρο του μόλις λαγοκοιμόταν, η οπτασία της τον επισκεπτόταν. Καθόταν στο προσκέφαλο και του χάιδευε τα μαλλιά και το μέτωπο, τούλεγε τραγούδια και λόγια παρηγοριτικά, καθώς και ψαλμούς της εκκλησιάς. Και κάθε που έρχονταν τα μεσάνυχτα έσκυβε και τον φιλούσε, εκείνη ήταν η ώρα που πέθανε. Ο νέος πεταγόταν από το κρεβάτι και την αναζητούσε, αλλά ξυπνητός πλέον, έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου.

Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να κάμει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.

Πέρασαν 40 μέρες, ήρθε η μέρα του μνημοσύνου. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε νιώθοντας μια περίεργη ανήσυχη ηρεμία. Μια αδιόρατη προσμονή ήταν φωλιασμένη μες στην καρδιά του και προαισθανόταν ότι κάτι θα άλλαζε. Πήγε στην εκκλησιά, λειτουργήθηκε και προσευχήθηκε, και ο παπάς έκαμε το μνημόσυνο.

Εκείνη ακριβώς την ωρα του μνημοσύνου αισθάνθηκε να συμβαίνει ένα θαύμα, ένιωσε μέσα του να δέχεται τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, ένιωσε να βλέπει την οπτασία της καλής του αγαπημένης πιασμένη χέρι με τους αγγέλους να φεύγει χαμογελώντας του προς τον ουρανό.

Κατάλαβε ότι τον επισκέφθηκε ο Θεός, τον αισθάνθηκε μέσα του και ένιωσε την γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν 40 ημέρες, τόσες όσες κατά την ορθόδοξη θρησκεία χρειάζεται η ψυχή όταν αποχωριστεί από το σώμα να παραμένει στη γη γυροφέρνοντας στους τόπους που αγάπησε, και ύστερα να φεύγει για τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήρθε η ώρα που η καλή του θα όδευε στον τόπο της ανάπαυσης, δίπλα στο θεό, εκεί που έπρεπε να είναι, μέσα στον παράδεισο.

Από εκείνη την ημέρα ο νέος, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε να δεί άλλη κοπέλα, αφιερώθηκε απόλυτα στο Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του και είναι ως σήμερα απόλυτα ευχαριστημένος για τις επιλογές του

Ο ΟΘΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ

Ο Οθωνής της Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το έβρεχε για να τον δροσίζει.

Η κάψα του καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε ένα αραιό πούσι.

Ετυχώς, σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…

Τέλειωσε το πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.

Εκείνη τη μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.

Δεν βρήκε τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν τον προλάβει το σκοτάδι.

Διασχίζοντας τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.

Τα θάμνα και τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση, αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.

Όταν κόντεψε εκεί, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει. Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα μεγάλο σωρό από χρυσάφι.

Μονομιάς κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.

Όμως, ήταν αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα, και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού του άρχισαν να παραλύουν.

Με φόβο κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά. Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.

Με δυσκολία έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.

Έπεσε στο κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε, γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.

Άντεξε μόνο τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.

Ο ΣΤΟΙΣΙΟΜΕΝΟΣ

Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο τοιούτου είδους Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε έως σήμερα, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.

Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην πατρίδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς την εποχή εκείνη. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους Έλληνες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την επιστροφή τους, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που μετέβηκε ως εθελοντής και πολέμησε τους Τούρκους στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον των τούρκων.

Μισούσε τους Τούρκους και τους πολέμησε βάναυσα, δεν τους λυπήθηκε, ούτε τους χαρίστηκε. Τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους. Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.

Στην Κύπρο όμως δεν υπήρξε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο αγριωπό, και λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν τη φήμη του και θέλοντας να έχουν την εύνοια του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.

Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει προς το ζειν. Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να του αρνηθούν.

Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη του ημέρεψε την καρδιά και έγινε ανθρώπινος και προσιτός. Άλλαξε και έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.

Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια. ¨Ενα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε ακόμα τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Όλοι γνώριζαν πως είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.

Πέθανε λοιπόν ο χασάπης μια μέρα, όταν στα καλά καθούμενα τον πρόδωσε η καρδιά του. Ήταν ένας θάνατος ξαφνικός χωρίς να αρρωστήσει και χωρίς να υποφέρει. Ανώδυνα έφυγε για τον άλλο κόσμο, και σε τούτον έμεινε μόνη η άμοιρη σύζυγος του να τον κλαίει.

Ένα απόγευμα που γυρνούσε στο σπίτι του από τη δουλειά, σαν περπατούσε σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.

Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, του εξομολογήθηκε φοβισμένη ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή της να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.

Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που αγαπούσε, γι αυτό να μην ανησυχεί, και μετά το σαρανταήμερο μνημόσυνο, η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό με τους Αγγέλους.

Όταν όμως πέρασαν σαράντα μέρες αλλα και κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πάλιν πώς ξανάδε τον πεθαμένο άντρα της ζωντανό, πάλι να τσαπίζει.

Άρχισε τότες ο παπάς Αγιασμούς και ξόρκια πάνω σ τον τάφο, αλλά μάταια. Η χήρα ισχυριζόταν ότι οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.

Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβηθήκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και ο τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους. Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.

Μαζί με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς ίχνος αποσύνθεσης, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, υποχείριο και υποταχτικό του Σατανά.

Έπρεπε να ξορκίσει το πτώμα και να κάμει αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια. Να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να ξεκουραστεί και να λιώσει καθώς ορίζουν οι φυσικοί νόμοι.

Τα έκαμε όλα αυτά, και ξανασκέπασαν το μνήμα με χώμα, και έφυγαν ελπίζοντας να πέτυχε ο σκοπό τους.

Πέρασε λίγος καιρός, και η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι ησυχασμένοι πίστεψαν πως πέτυχε ο εξορκισμός, και ο πεθαμένος αναπαύτηκε επιτέλους.

Ώ, κακή μοίρα όμως ενός χωριανού, κάποια μέρα βρέθηκε νεκρός σε μια ρεματιά με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό πως πέθανε από μεγάλο φόβο.

Το κακό όμως χειροτέρεψε, γιατί το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά τον επόμενο καιρό. Ήταν σε όλους φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί του Παπαγιάννη δεν έκαναν καλή δουλειά. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον πεθαμένο από τα πολλά κακά που είχε κάμει όταν ήταν εν ζωή.

Και σκέφτηκε ο Παπάγιαννης, πως άλλη επιλογή δεν είχε, πως έπρεπε να κάμει κάτι φοβερό, όμως απαραίτητο, ώστε και πάλιν να επικρατήσουν οι φυσικοί νόμοι του Θεού και των ανθρώπων.

Φώναξε ξανά τον νεκροθάφτη, και μια σκοτεινή νύχτα τα μεσάνυχτα χωρίς ανθρώπου μάτι να τους βλέπει, ξανά έσκαψαν τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.

Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, πολύ μακριά από το χωριό. Επήγαν σε ένα μέρος ερημικό πάνω σε απάτητα βουνά, και εκεί μάζεψαν πολλά ξύλα και άναψαν μια μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους. Δεν έμεινε ίχνος από το σώμα του, ώστε ήταν αδύνατο να συμμαζευτεί και να ξαναβρυκολακιάσει.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά στο χωριό, και οι άνθρωποι ημέρεψαν και ξαναβρήκαν τον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.

Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ

Παλιά τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ένας Έλληνας Κύπριος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.

Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό. Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.

Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.

Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά.

Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…

Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο.

Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος…

Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται με τρομαχτική ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα και μέσα στην ύλη. Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία του θανάτου του, ήταν ευχάριστη και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…

Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…

Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.

Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.

Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, η Αργυρή Τσιυπρή, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟΥ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ

12. Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς,

ο ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.

13. Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς,

τότες είνε φόβοι, τρομάρες φοβεραίς,

14. τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς,

που πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις

15. Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν,

ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς

16. καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα βαθιά νερά,

κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,

το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.

Τα άγρια κύματα της θάλασσας της Χλώρακας που για χιλιάδες χρόνια προσπαθούν να κατατρώουν τις πέτρινες ακτές της, εκείνη τη μέρα του 1800 και κάτι, θυμωμένα για την ανημποριά τους αυτή, έριξαν με βία το σιδερένιο πλοίο της γραμμής Κύπρου Ιεροσολύμων, πάνω στις ξέρες του Φερφουρή και το έκαμαν κομμάτια. Ήταν γεμάτο πλούσιους επιβάτες φορτωμένους με χρυσές λίρες, γι αυτό το είπαν χρυσοκάραβο

Από τον κόλπο της Μόρφου το επιβατικό πλοίο σαλπάρισε για τους Αγίους Τόπους. Σε μια εποχή Τουρκοκρατίας που ο Ελληνοκυπριακός πληθυσμός ζούσε εξαθλιωμένη ζωή από τη φτώχεια και την καταπίεση των κατακτητών, σχεδόν κανένας δεν είχε την πολυτέλεια για ταξίδια αναψυχής, εξόν των πλουσίων προεστών και μεγαλοαστών που είχαν την εύνοια των Οθωμανών.

Τα πλοία που ελλιμενίζονταν στα Κυπριακά λιμάνια, ήταν συνήθως φορτηγά που μετέφεραν προϊόντα αλλα και επιβάτες συνάμα. Όμως, ένα επιβατικό πλοίο της γραμμής του Χακή Αλεξανδρή, έκανε το δρομολόγιο Κύπρου Ιεροσολύμων μεταφέροντας προσκυνητές στους Αγίους τόπους, και καθώς με αυτό μόνο πλούσιοι ταξίδευαν, οι φτωχοί το ονόμαζαν χρυσοκάραβο. Ήταν ένα γερό σκαρί από σίδερο, που όμως τα κύματα το έριξαν στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα, και το βούλιαξαν.

Στη δεκαετία του 1800, φόρτωσε εχούμενους επιβάτες φορτωμένους με λίρες και χρυσαφικά, για ένα προσκηνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαρουθκιά με το μικρό παιδί της τον Νικολάκη, σύζυγος του Χατζή Γεωργάκη Κορνέσιου του δραγουμάνου της Κύπρου ο οποίος δέσποζε στη ζωή του νησιού.

Ο Δραγουμάνος ήταν ένας αξιωματούχος Χριστιανός που είχε εξουσία και δύναμη, καθώς οι Τούρκοι συνήθιζαν να ορίζουν αντιπροσώπους εκ των κατακτηθέντων λαών. Εκλεγόταν από τους επισκόπους και ήταν επίτροπος του λαού με διοικητική και οικονομική εξουσία.

Σημαντικότερος των Κυπρίων δραγουμάνων ανεδείχθη ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με επιρροή, και είχε ισχυρους φίλους στην Κ/Πόλη.

Εκτός από δραγομάνος, υπήρξε πλοιοκτήτης και μεγάλος γαιοκτήμονας, καθώς από τη θέση του απέκτησε πολλά χρήματα εκμεταλλευόμενος τους Χριστιανούς φορολογούμενους.

Ανάμεσα σ αυτές τις συγκυρίες, η Μαρουθκιά Παυλίδη, μαζί με άλλους πλούσιους επιβάτες, επιβιβάσθηκε στο πλοίο του Χακή Αλεξανδρή, για προσκύνημα στους Αγίους τόπους και για να παρακαλέσει τον Χριστό να γλυτώσει από τον κίνδυνο των Τούρκων τον της σύζυγο Δραγουμάνο Χατζή Γεωργακη Κορνέσιο και τον θείο της Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.

Ο καιρός έδειχνε ότι πήγαινε να χαλάσει, όμως ο καπετάνιος δεν σκέφτηκε να αναβάλει τον πλούν του πλοίου, έτσι ξεκίνησαν ελπίζοντας να μην τους πιάσει μεγάλη τρικυμία και να τους δυσκολέψει.

Όταν όμως το πλοίο περνούσε από τον Ακάμα, ξέσπασε θαλασσοταραχή που συνέχεια δυνάμωνε, ενώ δυνατοί άνεμοι τους χτυπούσαν κάνοντας την πορεία του πλοίου πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.

Φόβος άρχισε να ζώνει τους επιβάτες, που όσο δυνάμωνε η τρικυμία, ο φόβος γινόταν τρόμος που φώλιαζε στην καρδιά τους και τους γέμιζε αγωνία. Όλοι μαζί οι επιβάτες και το πλήρωμα, κατατρομαγμένοι πλέον παρακαλούσαν τον Χριστόν και την Παναγία να τους γλυτώσει.

Κατάφερε να προχωρήσει και να παρακάμψει τη χερσόνησο του Ακάμα. Όμως, περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα τους παρέσυραν έξω στη στερια και τους έριξαν πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, ένα νησί ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή Δήμμα. Το πλοίο τσακίστηκε πάνω τους και βούλιαξε. Πολλοί επιβάτες πνίγηκαν μέσα στις καμπίνες τους, ενώ άλλους τους άρπαξαν τα δυνατά ρεύματα και τα άγρια κύματα και τους βούλιαξαν στα βαθιά νερά και τους επνιξαν, ή με ορμή άλλους τους τσάκισε τα κορμιά πάνω στις ξέρες και τους σκότωσε.

Δεν έμεινε κανένας ζωντανός, ούτε κανένας μπορεσε να κολυμπήσει να βγει στην στεριά που ήταν πολύ κοντά από το ναυάγιο.

Οι ξέρες του Φουρφουρη έχουν απόσταση από τη στεριά λίγες εκατοντάδες μέτρα, και η αμέσως κοντινότερη ακτή, είναι ο κόλπος της Βρεξης, ένας μικρός όρμος στρωμένος με άμμο και περικλυσμένος από μεγάλους βράχους. Μετά από μεγάλες τρικυμίες όταν η θάλασσα ξεβράζει διάφορα αντικείμενα και ξύλα από ναυάγια, τα ρεύματα και οι άνεμοι, συνήθως τα σπρώχνουν και τα βγάζουν στην αμμουδιά του κόλπου αυτού.

Οι κάτοικοι της Χλώρακας μετά από κάθε τρικυμία επισκέπτονταν και έψαχναν τις παραλίες και τις χάστρες ανάμεσα στους βράχους, και ότι τα ρεύματα και οι άνεμοι ξέβραζαν, τα μάζευαν και τα μετέφερναν στα σπίτια τους.

Μόλις μαθεύτηκαν τα κακά μαντάτα για το ναυάγιο του Χρυσοκαραβου, οι κάτοικοι της Χλωρακας καθώς και των γειτονικών περιοχών, έτρεξαν με αγωνία κάτω στην παραλία.

Σε όλη την ακτή υπήρχαν ξεβρασμένα πτώματα πνιγμένων και άλλα αντικείμενα του βουλιαγμένου πλοίου, αλλά κυρίως στον ορμίσκο της Βρεξης, είχαν ξεβραστεί τα περισσότερα πτώματα δημιουργώντας ένα απερίγραπτο θέαμα που συγκλόνισε όσους το αντίκρισαν.

Οι Τούρκικες διοικητικές αρχές απεμάκρυναν τον κόσμο και απέκλεισαν την περιοχή. Περιμάζεψαν τα πτώματα και μάζεψαν ότι άλλο πολύτιμο ξεβράστηκε.

Ύστερα που τελείωσαν την μακάβρια αποστολή τους και αποχώρησαν, οι κάτοικοι έψαξαν και αυτοί με τη σειρά τους και μάζεψαν ότι απέμεινε, ξύλα, βαρέλια, σχοινιά ή ότι άλλο βρήκαν.

Αφού παρήλθαν λιγες μέρες, και η ζωή επανήρθε τον καθημερινό της ρυθμό, δυο αδέρφια από τη Χλώρακα πρόγονοι της οικογένειας Πενταράς, σε μια συνηθισμένη επίσκεψη τους στη θάλασσα ψάχνοντας να βρουν σανίδες, βρήκαν ένα πτώμα ενός πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί. Ήταν σε μια βαθιά χάστρα σφηνωμένος, μισοσκεπασμένος από το νερό και τα φύκια, ίσα που φαινόταν. 

Ήταν πρησμένος και τουμπανιασμένος, και στη μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη. Σκέφτηκαν αμέσως ότι η ζώνη ίσως να περιείχε χρυσά νομίσματα, αφού ήταν γνωστό το πλοίο ως το χρυσοκάραβο των πλουσίων.

Ο ένας με δυσκολία και πολλή προσπάθεια κατεβηκε στη σχισμή των βράχων. Έσκυψε να λύσει και να πάρει την ζώνη, αλλά μετακινώντας το πεθαμένο κορμί, ακούστηκε ένας απαίσιος ρόγχος να βγαίνει από τον πνιγμένο και η βρώμικη μυρωδιά της σήψης του πτώματος που βγήκε από το στόμα του και τον έλουσε, τον έκανε να αναριγίσει και να φοβηθεί. Κυριεύτηκε από μεγάλο τρόμο, και από τη σιχαμάρα που του προκάλεσε η μπόχα της νεκραϊλας, σάλεψε το λογικό. Αρρώστησε βαριά και έπεσε στο κρεβάτι. Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον γιατρέψει, ούτε ξορκιστής να τον ξεματιάσει. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο αδελφός του πήρε τις λίρες, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε, γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα. 

Από τότες έμειναν κρυμμένες και άφαντες για πολύ καιρό, ώσπου μετά πάροδο πολλών δεκαετιών, κάποιος που αγόρασε το σπίτι, ξαφνικά εγινε πλούσιος στα καλά καθούμενα. Λέγεται ότι ίσως βρήκε την κρυψώνα.

ΤΟ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Ποίημα λαϊκού τσιαττιστή

7 Ηλθαν να προσκυνήσουν σ ολες τες εκκλησιαίς άνδρες τε και γυναίκες και πέντε κορασιαίς

8 καί δέκα άρχοντόπουλλά και ξήντα φαμιλιαίς και σαν να έθαρήαν πώς παρπατούν στεριαίς

9 και αρχήνισαν να κάμνουν της γνώμης τους δουλιαίς και δεν παρακαλούσαν ημέραις και βραδιαίς

10 να μην κλαίσιν κατόπιν απαρηγόρηταις, μόνον είς την κακίαν πηγαίνυν τρεχανταίς

11 Κι ό Πλάστης μου δεν θέλει δουλείαις δολεραίς, προστάσσει και φυσούσι σ όλαις τες στεριαίς.

12 Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς, ο ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.

13 Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς, τότες είνε φόβοι, τρομάρες φοβεραίς,

14 τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς, που πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις

15 Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς

16 καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα βαθιά νερά, κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,

το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.

17 Είχεν κι έναν παιδάκιν του άρχοντος γαμπρός, αρχίνησεν και φώναζεν τον κόσμον τον κακόν

18 'Ανάθεμαν να έχη Αντώνης και Γιαννής, οπου ταν ή αιτία καί βγήκαν Κυριακήν.

19 Απόκρηαν το βράδυν μπαρκαριστήκαμεν, αντίκρυς πού την Λεύκαν συγχωρήθηκαμεν.

20 Απέξω πού τον Πύργον επεράσαμεν, κι έως τα νερά της Πάφου εκεί αράξαμεν.

21 Καλλίτερα τους ήτουν είς την Καραμανιάν, παρά και τσακκιστήμεν στης Πάφου τα νερά.

22 Καλλίτερα τους ήταν να αποθάνουσιν, παρά να φαν τα ψάρια και να χορτάσουσιν.

23 Καλλίτερα τους ήταν να μην βαρκαριστούν καί νάλθουν είς την Πάψουν και κεί να βυβιστούν.

24 Τότε ανακατώθην που μέοα ό καιρός, τότε να δής τα κλάματα κι ό αναστεναγμός.

25 Έκλαιαν οι ταλαίπωροι δάκρυον ελεεινόν, εκλαίασιν καί λέγασιν ετούτην την φωνήν:

26 γιαλέμ γιαλέμ, γιαλέλιμ, γιαλέλιμ γιαλελίμ, πού χάσαμεν την νιότην μας, ψυχήν καί το κορμίν.

27 Πανάγιε μου Τάφε, καί κόψε τον καιρόν, καί γλύτώσ' μας νά έλθωμεν στη Γιάφα με καλόν.

28 Άξιώσ' μας Χριστέ μου τον τάφον σου να δώ, καί να τον προσκυνήσω να τον ομολογώ.

29 Πού τρέμουν οί Προφήτες καί οι άγγελοι του, κι' οι δαίμονες σκορπίζουνται όποτε τον ιδούν.

30 Ό Κόσμος σε δοξάζει καί γώ σέ μαρτυρώ, πώς είσαι παντοκτίστης και σέναν καρτερώ.

31 Γλύτωοε μας, δώς μας μιαν χαράν, έναν κάτεργον να δώσω στην χάριν σου τωρά.

32 Γλύτωσε μας Χριστέ μου ακόμα μιαν φοράν, νά μας κατευοδώσης της Κύπρου τα βουνά.

33 Κυρία μου του Μαχααρά και να γλυτώσωμεν, καί όλοι μας οι χακίδες να σε χρυσώσωμεν.

34 Βασίλισσα του κόσμου με τον Μονογενή δύνασαι να γλυτώσεις ετούτον το παιδίν

35 Α γυιέ μου Νικολάκι κ' ευσπλαχνικόν παιδιν ετσι ήτουν το γραφτόν σου στην Πάφουν να πνιγής.

36 Που σε'(ει)χα κανακάριν κανακαρδωτόν χρυσάψιν μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεκτόν.

37 Και που πηγαίννεις τώρα και θα σε καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ.

38 Παρηορκάν, θεέ μου, δός μου διά να λαλώ πάλιν γιαλέμ, γιαλέμιν γιαλέλιμ γιαλελίμ

που χάσα την ζωήν μου δια τούτον το παιδίν.

39 Μήτε θεός ακούει μήτε οι άγγελοι μήτε ή Παναγία διατί μαι αμαρτωλή.

40 Μήτε πουπάνω παίρνει, μήτε στεργιάς φυσά ο σκυλλος ο Πουνέντες μας βάνει όμπροστά.

41 Άβάντε παλληκάρκα τρικέτα τα πανιά, διατί θέ νά μας φάσιν της Πάφου τα νερά.

42 Ταις τρείς ώραις της νύκτας εσκαπουλλάραμεν στον κάβο Αρναούτην εκεί αράξαμεν.

43 Μηνά ό καραβοκύρης του γραμματικού τον τσιράτζιν να αλλάξουν δια να κοιμηθούν

44 Γραμματικός φωνάζει του σιόρ Παυλή και τόν εδιατάσσει και τον καθοδηγεί

45 Απόκρισιν του δίδει, κάμνει τον να χαρή. Εγώ την στράταν ξέρω την Παφής ήμουν παιδίν

μπροστά μας είνε ξέρη στου Κάβου Φερφουρήν.

46 Γροικά καραβοκύρης αφιερώθηκεν καμπόσον παίρνει πομονήν κ' εποκοιμήθηκεν

σταίς έξη ώραις πάνω ετσακιστήκανε.

47 Κλαίομεν τά καυμένα παραπονετικά, και δέν εχει κανέναν να μας αδικά.

48 Και πώς βαστάχνης Πλάστη μου,τόσους πικρούς καμούς λυπήθου μας τούς ξένους και τους αμαρτωλούς

49 Χάννομεν την ζωήν μας τον ηλιον και το φως κανείς δεν μας λυπάται να ρθή να μπή ομπρός

50 Κλαίομεν τα καϋμένα τις να μας λυπηθή, μηνά τού άρχοντα της ν' άρτη να την ιδή.

51 Κυρία μου βασίλισσα και κόψε τον καιρόν και πέσαμεν στην θάλασσαν μεσ' ταρμυρόν (νερόν).

52 Ο Χάννας και ό Βασίλης εσηκωστήκανε με τον καραβοκύρην ττοκαριστήκανε

53 Λευτέρης ό καϋμένος στην πλώρην έρεεν μαζύν με τον Γεώργην συχωρηθήκανε.

54 Τότες ο Χακή Γεώργης φωνάζει δυνατά, αφέντη θα πνιγούμεν στης Πάφου τα γουνά.

55 Ηλθεν του Δραγομάνου η νοικοκυρά Κύριε και θεέ μου και πλάστη και κριτά

και γλύτωσε τον κόσμον σου και τούτα τα παιδιά.

56 Τί να μου συντυχάννεις και τι να μου μιλής να κλαύσω νά χορτάσω δια τούτον το παιδίν.

57 Θεέ και αν είμαι πλάσμαν σου, και δέχτου με τωρά και πάνω στον θυμόν σου άλλην μιαν φοράν.

58 Χριστέ μου τον απάντων δός μου παρηορκάν, και ναλθω εις την χάριν σου να γένω καλορκά,

59 σπλαχνίστου μας, Χριστέ μου, και χω λύπην φοβεράν μέσα στα σωτικά μου χωρίς παρηορκάν.

60 Πού είσαι αφέντη άρχοντα κι' αφέντη μου Χακή και αφέντη της Ατάλιας και της Καραμανιάς πούσαι τής βασιλείας απάρθενος ραγιάς.

61 Ελα να πάρης θάρρος της Κύρα Μαρουδιάς και χάθην που τα χέρια σου το ρόδιν της ροδιάς

62 Χάννεις το πειν και σπλάχνος καθ ον να δης πώς λαχταρίζομεν μέσ' τ αλμυρόν νερόν

63 να δείς τον Νικολάκην πως λαχταρίζεται γουνάριν είς το χώμαν χαμαί ταράσσεται και τούτον εν του Πλάστη μου δια να δοξάζεται.

64 Και πρέπει μου να κλαίω, να λέγω διαλελίμ, δέν εχω πιον έλπίδαν δια τούτον το παιδίν.

65 Άγιε μου Νικόλα, και να γλυτώσαμεν το μαρμαρένον τέμπλος να το χρυασώσωμεν

66 Και πάνω στο χρυσάφιν να γράψωμεν ψηφίν:μας έφαγεν ή θάλασσα της Πάφου οί καϋμοί,

67 απ έξω που τον Κάβον που λέγουν Φερφουρίν τσακίστην το Καράβιν του Χακή Αλεξανδρή

68 Και φτάννει το χαπάρι και κείνοι καρτερούν και πάσιν οι γραφάδες στου Δανικλή και κάμνουν το χαπάριν στου Χακή Δημητρή.

69 Αφέντη Δραγομάνε, ορίστε τι εγίνηκεν τα κακά χαπάρια της Κύπρου έτσι καϋμός.

70 Απλώννει ευθύς τα χέρια του πιάννει τα γράμματα και αρχίνησεν να κλαίη απαρηγόρητα.

71 Αλοίμονον άλοίμονον είς τόν αμαρτω\όν, ποττέ μου δεν το πάντεχα να έχω έτσι καμόν.

72 Ομως ή αμαρτία μου και ή κακία μου πνιγήκαν τά παιδιά μου και ή γυναίκα μου.

73 Έγώ 'χα ταίς ελπίδες να έλθουν υγιείς τούς εκοψεν ή θάλασσα της Πάφου οι καϋμοί,

74 Καλύτερα μας ήτον να άρωστήσωμεν παρά ετσι χαπάρια να ακούσωμεν.

75 Αχ, Μαρουδιά κυρά μου καλόν μου ριζικόν καί κάψες την καρδιάν μου το κακορίζικον,

76 Αχ Μαρουδιά κυρά μου νυναίκα διαλεχτή στόν κόσμον τούτον

όλον ησουν ή θαυμαστή

77 Α Μαρουδιά κυρά μου δεν ήλθες να μέ δης και να μου χωρατ

ψης δια να μου χαρής

78 Α Μαρουδιά κυρά μου ψυχή μου και καρδια καί καψες την καρ

διάν μου εσύ και τα παιδιά.

79 Καιτι να κάμω τώρα και τι να καρτερώ να δω το πρόσωπον σου να το γλυκοφιλώ

80 Και τι να κάμω τώρα, άλλον δεν μου περνά να ρίξω ταις όρπίδες μου εις την Βασίλισσαν

81 Να σώοη την ψυχήν της, της κύρα Μαρουδιάς κ' ύστερης του υιού μου του σιορ Νικολή πού είτανε το σπλάχνος μου, εκείνον το παιδίν.

82 Εγώ ποττέ δεν τ ώλπιζα εις τέτοιον καϋμόν όμως ή αμαρτία μου μ' άφηκεν μοναχόν, νώ κλαίω να στενάζω ο ταλαίπωρος εγώ.

83 Σέ έλεεινήν κατάστασιν ήλθα εγώ τωρά πνιήκαν τά παιθκιά μου στης Πάφου τα νερά.

84 Και τι να κάμω τώρα και τι να καρτερώ στα βάθη της θαλάσσης να ππέσω να πνιγώ.

85 Δεν έχω πιόν ελπίδαν μήτε παρηορκάν να κάτσω να προσμένω την κυρά Μαρουδιάν.

86 Δεν είνε τούτον πράγμαν πού θέλει να γενή να κάτσω να προσμένω τον Σιορ Νικολήν.

87 Α γιε μου Νικολάκη και σπλαχνικόν παιδίν, που σ είχα κανακάριν και κανακαρδωτόν χρυσάφιν μου ρουπίνιν διαμάντιν διαλεχτόν.

88 Α γιε μου Νικολάκη γλυκύτατον παιδίν πού πνίγης είς την θάλασσαν της Πάφου το Γουνίν.

89 Δεν κλαίω το καράβιν μήτε την σουρμαγιάν κλαίω τήν αγάπην την κυρά Μαρουδιάν,

90 και την βαπτιστικήν μου την κυρά Λενουδιάν βραχιόλια πού φορούσαν τριάμισυ πουγκιά.

91 Αφηστο πού τα ρούχα πού είχασιν μαζύ, το κάθε εναν είχεν ανάμισυ πουγκίν

92 Δεν κλαίω γώ τα ρούχα μηδέ την σουρμαγιάν μα κλαίω την άγάπην μου καί κείνα τα παιδιά,

93 πως επνίησαν αδίκωτα στης Πάφου τα νερά το σπλάχνος μου αφίννω είς την Βασίλισσαν,

94 να σώση την ψυχήν της κυρά Μαρουδιάς κ' ύστερης του υιού μου του σιορ Νικολή.

95 Θυμούμαι το τραγούδιν πάντα πού μου λαλεί πάντα γιαλέμ γιαλέλιμ γιαλέλιμ, γιαλελίμ πού χάσαμεν την νιότην μας, ψυχην και το κορμίν.

Αμήν, 1819, τέλος.

Δια την αντιγραφήν

Ο Ηγούμενος Μαχαιρά Γρηγόριος-Μονή Μαχαιρά 29 Απριλίου 1945


7. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ, ιστορίες της θάλασσας - ISBN 978-9963-2959-9-9

Ο Κυριάκος Ταπακούδης γράφει ναυτικές ιστορίες και διηγείται όσα θαυμαστά και εύμορφα είδε και γνώρισε ως ναυτικός σε μια νεαρή ηλικία που εμπαρκάρισε στα καράβια και έπλευσε μακριές θάλασσες και περιδιάβηκε λιμάνια σε μακρινές χώρες

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ
Φουρτούνες, αέρηδες, κυκλώνες και καταιγίδες, συνοδεύουν τους ναυτικούς στα ποντοπόρα τους ταξίδια με τα υπερωκεάνια πλοία καθώς πλέουν τους ωκεανούς από λιμάνι σε λιμάνι.

Πολλές φορές εν μέσω των άγριων φυσικών στοιχείων προσευχήθηκαν να μην είναι το τελευταίο τους ταξίδι. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν αν θα φτάσουν στο επόμενο λιμάνι.

Τόχει η μοίρα τους να ζουν στην αγωνία των υπερφυσικών δυνάμεων του υδάτινου στοιχείου, που με ισχύ κινεί δισεκατομμύρια όγκων νερού πότε απαλά, πότε δυνατά, μετακινώντας πολλές φορές στο διάβα  του στεριές και ακρογιάλια.

Τόχει η μοίρα τους να υπομένουν τον αφόρητο τρόμο κάθε φορά που τα μεγάλα κύματα ανασηκώνουν το πλοίο ψηλά στον ουρανό και το αφήνουν να κρεμιέται σε θεόρατα ύψη. Να ακούν το φοβερό τρίξιμο του όταν βαλαντώνει στον αέρα και να μετρούν τα δευτερόλεπτα ώσπου το κύμα να το εναποθέσει και πάλιν στα πλατιά νερά.  

Η ήρεμη θάλασσα ποτέ δεν έβγαλε επιδέξιους ναυτικούς, γι αυτό κανένας τους δεν μαραζώνει για ταξίδια μακρινά με ποντοπόρα πλοία, ούτε οι νησιώτες με τα καΐκια που ξανοίγονται σε πελάγη ανοιχτά με τις άσπρες κορφές των αγριεμένων κυμάτων να υψώνονται σε τρία και τέσσερα μέτρα.

Και όταν στους ωκεανούς τα δυσθεώρατα κύματα κρύβουν τον ουρανό, από τα μεγάλα παράθυρα της γέφυρας οι ναύτες κοιτάζουν το πλοίο να βυθίζεται κάτω από το νερό σε κάθε κύμα που ξεθυμαίνει, και ακολούθως το βλέπουν να στέκει στον αέρα σε ύψη δυσθεώρατα, όταν τα μεγάλα κύματα το φέρνουν στην κορφή τους.

Και πίσω από τις σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες, άλλοι στη μηχανή και άλλοι στη γέφυρα, κρατημένοι στα ακίνητα μέρη του πλοίου προσπαθούν να βρίσκουν ισορροπία από το μεγάλο μπότζι, ή περπατούν με ανοιχτά τα πόδια για να εξισορροπούν, γέρνοντας το σώμα τους στην αντίθετη φορά που γέρνει το πλοίο. Κανείς τους δεν μπορεί να κοιμηθεί, ούτε να κλείσει μάτι, καθώς όποιος το προσπαθήσει γκρεμίζεται από τη κουκέτα. Κάθονται σε στερεωμένους καναπέδες και καρέκλες στη τραπεζαρία, ή όρθιοι γέρνουν στον μπουλμέ πίσω από τα φινιστρίνια. Σιωπηλοί χωρίς να μιλούν, κοιτάζουν έξω την ταραγμένη θάλασσα και σκέφτονται σε πόσα μποφόρ μπορούν να αντέξουν. Η αγωνία σχηματίζεται στα πρόσωπα τους όταν το πλοίο ανεβαίνει ψηλά, γιατι με το κρέμασμα του στο ψηλό κύμα μπορεί να κοπεί στα δυό, ενώ η ανακούφιση έρχεται κάθε φορά που το πλοίο κάθεται κάτω στη βάση του κύματος που φεύγει, και χωρίς να φοβούνται όταν το νερό σκεπάζει ολόκληρο το σώμα του πλοίου, καθώς γνωρίζουν πως τα στεγανά του καλά το προστατεύουν να μη βουλιάξει. Και αναμένοντας το επόμενο κύμα, σκεφτικοί μένουν σιωπηλοί μέσα στις κρυφές τους μαύρες σκέψεις.

Είναι μια συνεχής επικίνδυνη ζωή που ζουν οι ναυτικοί, πολύ διαφορετική και ασυνήθιστη από τη στεριανή. Τη διέπουν άλλοι κανόνες και μια διαφορετική ηθική, μια ζωή προσαρμοσμένη στις δυσκολίες της απομόνωσης και της σκληρής εργασίας.

Και δεν λυπούνται ποτέ τους, ούτε μια σταλιά για το επάγγελμα τους. Δεν σκέφτονται καμιά φορά, πως μετάνιωσαν για την επιλογή τους. 

Στην οδύνη του φόβου όταν η θάλασσα θυμώνει και της αφόρητης νοσταλγίας για όσους στη στεριά τους περιμένουν, ταξιδεύουν χωρίς διακοπή ως μια νοσηρή έλξη να τους κυριεύει.

Όσοι είναι ναυτικοί έχουν την ψυχή στο διάβολο ταγμένη, λένε στα ποιήματα τους κάποιοι φωτισμένοι ποιητές… 

Μα όχι, λέω εγώ που έχω ταξιδεύσει και υπομείνει πολλά δεινά ως ναυτικός. Δεν είναι γιατί πούλησαν τη ψυχή τους, είναι που αγάπησαν τη θάλασσα, γιατι ναι είναι δύσκολη και αβάσταχτη, αλλά όποιος τη μάχεται τη συνηθίζει και την ερωτεύεται, του γίνεται συνήθεια και βίωμα. Όσους κινδύνους δίνει, τόσες χαρές προσφέρνει. Μεσήλικες ναύτες δεν μπορούν τη στεριά, προτιμούν τη μοναξιά των απέραντων ωκεανών και τη μουσική των φλοίσβων των απαλών κυμάτων και το βουητό των αέρηδων όταν ο καιρός γεμώνει και η θάλασσα φουσκώνει. 

Νιόμπαρκα παλικάρια βιώνουν εν πλω την απανθρωπιά και το θυμό των σκληροτράχηλων άλλων ναυτικών, και εν όρμω μαθαίνουν τις γλυκείες ηδονές και τα μυστικά του πληρωμένου έρωτος και  της απόλαυσης μέσα σε αγκαλιές πρόστυχων γυναικών.

Παθαίνουν από τροπικές αρρώστιες και γεμώνουν πληγές θανατερές, και μαθαίνουν απαγορευμένα βότανα και μεθυσμένους έρωτες μέσα στα λιμανίσια καταγώγια. 

Μέρες και μήνες, οι ναύτες στα τάνκερ περιμένουν με αδημονία τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο ντόκο, να τρέξουν στα μπαρς και να αφεθούν στη πλάνη του πιοτού και στην αγκαλιά γυναικών με βαμμένα κόκκινα χείλια που τονίζουν την αισχρή δουλειά τους, που θέλουν πρώτα την πλερωμή τους και ύστερα με χαρά προσφέρουν τη προσποιητή αγάπη τους.

Η ναυτική ζωή είναι σκληρή, αλλά και γλυκιά. Είναι ένας καημός και ένας έρωτας για τη θάλασσα. Και καθώς λέει το άσμα,

Καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, 

λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί

καθένας έχει και τον καημό του,

έτσι είμαστε εμείς οι ναυτικοί. 

ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΙΑ

Και είπεν ο θεός την Τρίτη μέρα να συγκεντρωθούν τα ύδατα από όλον τον ουρανό πάνω στη γη, και ύστερα είπε να ξεχωριστούν από τη ξηρά. Και ονόμασε τη γη ξηρά, και τα νερά θάλασσα.

Και δημιούργησε τη θάλασσα ανεξερεύνητη, ανυπέρβλητη και απρόβλεπτη, όμως όμορφη, απαράμιλλη, και ασύγκριτη.

Την έκαμε να αλλάζει και να μεταβάλλεται έως σήμερα, έκαμε τα βάθη και τη μορφολογία της να διαμορφώνονται ανάλογα με τα ρεύματα και τους σεισμούς, να παίρνουν διάφορες μορφές και να σχηματίζουν κοιλάδες και χαράδρες άλλοτε με πυκνή βλάστηση και άλλοτε έρημα τοπία σκεπασμένα παντοτινά με το αλμυρό νερό χωρίς το φως του ήλιου πολλές φορές να φτάνει στα απύθμενα βάθη της.

Ήδη αλμυρή εκ γενέσεως της, εντός της γεννήθηκε και εξελίχθητε η πρώτη ζωή που όσες θεολογικές καταβολές τη διέπουν, δεν μπόρεσε η τεκμηριωμένη γνώση των επιστημόνων να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Ίδια συμφωνούν όμως, πως η θάλασσα είναι το λίκνο της ζωής.

Πλούσιος ο φυτικός της κόσμος που ποικίλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Θαλάσσια φυτά και γιγάντια φύκη που οι επιστήμονες ακόμα δεν γνωρίζουν πως βλάστησαν και πως εξελίχθησαν. Μυριάδες ήδη ζωής, μικροσκοπικοί και αόρατοι οργανισμοί έως θεόρατα ψάρια και παράξενοι δράκοι των παραμυθιών την κατοικούν.

Μυριάδες τόνοι νερού δημιουργήθησαν και σκέπασαν τη γη όταν οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα πύκνωσαν και έπεσαν δημιουργώντας λίμνες και θάλασσες.

Θάλασσες μικρές και μεγάλες, κλειστές και ανοιχτές, πελάγη και ωκεανοί.

Θάλασσες φουρτουνιασμένες και γκριζωπές, θάλασσες  γαλάζιες και γαληνεμένες.

Στο μικρό μου το χωριό η θάλασσα της Μεσογείου έβρεχε ολόκληρη τη νοτιοδυτική μεριά. Συνήθως ήταν πολύ φουρτουνιασμένη, γιατί ήταν ένας τόπος ανοιχτός στους νοτιοδυτικούς ανέμους και κυρίως στον Πουνέντε που όποτε είχε κακοκαιρία στα Ελληνικά πελάγη, με ορμή τους μετέφερε στη περιοχή μας καθώς ο τόπος της Πάφου είναι στο διάβα του. Έβγαζε ορμητική τρικυμία που χτυπούσε τη στεριά από τις ακτές της χερσονήσου του Ακάμα, μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και βάλε.

Και το μικρό χωριό μου έστεκε στη μέση. Οι ακτές χειμώνα καλοκαίρι θαλασσοδαρμένες, από πάντα λούζονταν στους υδρατμούς των φοβερών κυμάτων που με μανία έσκαγαν στα άγρια βράχια που ακατάλυτα έστεκαν στην ακτή και σταματούσαν την ορμή τους.

Τα μεγάλα ρεύματα επικίνδυνα ανακάτευαν τα νερά. Σχημάτιζαν δίνες που τα έσπρωχναν και τα μετακινούσαν με ορμή. Μαζί με τα θεώρατα κύματα αποτελούσαν μια μεγάλη δύναμη, μια μεγάλη απειλή, που έκαναν τη θάλασσα της Χλώρακας πολύ επικίνδυνη. Από μικρός θυμάμαι, πολλοί έχασαν τη ζωή τους σ αυτήν, κυρίως  αυτοί που την αψηφούσαν ή που δεν την λογάριαζαν στα σοβαρά.

Είναι οι θάλασσες της Χλώρακας λοιπόν άγριες, και παρ όλο που είναι μικρό χωριό με λίγους κατοίκους, κάθε χρόνο δυστηχώς μέσα στις καλοκαιρινές καυτές μέρες χάνονται άνθρωποι, όταν βουτούν για να δροσιστούν. Οι πρωτινοί αλλά και οι σημερινοί λένε πως, καμιά φορά δεν προσπέρασε χρονιά χωρίς πνιγμένους.

Σ αυτόν τον άγρια όμορφο τόπο γεννήθηκα πολλά χρόνια πριν, που όμως θυμάμαι με πολλή νοσταλγία εκείνους τους καιρούς τους δύσκολους και πέτρινους που μέσα σε μια μίζερη και πολύ φτωχή διαβίωση αναγειώθηκα και ανδρώθηκα.

Θυμάμαι πως δεν είχαμε φαί, ούτε καν τον επιούσιο. Ήμουν αδύνατος και σκελετωμένος, αλλά παρ όλη τη δυσχέρεια της φτωχής μου διαβίωσης, ποτέ μου δεν έκλαψα ή παραπονέθηκα.

Με παρηγοριά την απέραντη και πανέμορφη θέα της θάλασσας, ξεχνιόμουν στις αναπολήσεις μου. Η βουή της και ο βρυχηθμός της έφταναν ως τα παραθύρια της μικρής παράγκας που κατοικούσα, και διαπερνόντας τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, γέμιζαν φόβο την παιδική μου καρδιά. Ένας φόβος όμως που ύστερα όσο μεγάλωνα, μου έγινε συνήθιο και η βουή του θαλασσινού ανέμου απαραίτητη σαν γλυκό νανούρισμα. Ένα φύσημα ανέμου που άλλοτε με δύναμη και θυμό βρυχοταν, και άλλοτε ήρεμα  και γαλήνια χάιδευε τα κύματα που απαλά έσκαγαν στις ακτές.

Και στη μεγάλη σχόλη της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα και έστεκα στις πέτρινες ακτές και  κοίταζα ώρες ατέλειωτες τα άπλετα νερά. Και ο νους μου έτρεχε σε μύριες σκέψεις, χωρίς όμως να μπορεί να εννοήσει τα μεγάλα μυστήρια που φανερά έκρυβε στην επιφάνεια και στο βυθό της. Με έκσταση την παρακολουθούσα να απλώνεται εμπρός μου μεγαλόπρεπη, και στο βάθος να ενώνεται με τον ουρανό και να σχηματίζει τον κύκλο της γης. Και εγώ ο  καημένος που σαν παιδί λίγα γράμματα ακόμα γνώριζα, δεν δινόμουν να εννοήσω όλα τούτα τα μυστήρια. Νόμιζα πως έβλεπα την άκρη, εκεί που τελειώνει ο κόσμος...

Και ήμουν ευχαριστημένος που έβλεπα την άκρια της γης.

Λένε οι άνθρωποι πως η φουρτουνιασμένη θάλασσα συμβολίζει προβλήματα και στενοχώριες. Λένε ακόμα πως, αν τα κύματα βγαίνουν στη στεριά, μέρες ευτυχίας και ευζωίας θα έρθουν στους ντόπιους κατοίκους. Στις παραλίες της Χλώρακας συνέβαιναν και τα δύο, ώστε επικρατούσε μια μέση κατάσταση, ούτε ανυπέρβλητη δυστυχία, ούτε όμως και ευτυχία. Τόπος ξερός από χώμα και νερό, οι κάτοικοι ησχολούντο σε χειρονακτικές εργασίες ως πετροκόποι, κτίστες και ξυλουργοί. Αυτά ήσαν τα συνήθη επαγγέλματα, και μόνο λίγοι γονείς μπόρεσαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο, αφού κάποιος για να φοιτήσει σε γυμνάσιο πλήρωνε δίδακτρα.

Σε αυτές τις καταστάσεις και τις δύσκολες συγκυρίες έζησα έως τα δεκαοκτώ μου, μια κακή εποχή που όλος ο πληθυσμός διαβιούσε δύσκολα, και εργασία για τους περισσότερους δεν υπήρχε.  Ούτε το φαγητό αρκούσε για να θρέψουν τα παιδιά τους καθώς η γη ήταν άγονη, ήταν σχεδόν ολόκληρη καυκάλα. Ένα τοπίο πέτρινο, αλλά καταπράσινο από σχοινιές και αρκόσσιηλλες που βλάσταιναν ανάμεσα στις άγριες ξερολιθιές. Και ανάμεσα τους πλούσια διάνθιζαν την πλάση κυκλάμινα και μαχαιράδες και άλλων λογιών άγρια όμορφα λουλούδια.

Ήταν ένας ωραίος τόπος που παρ όλα τα δύσκολα που πέρασα ένεκα των φτωχών καιρών, εντούτοις έμεινε στην καρδιά μου παντοτινά αγαπημένος.

Το μικρό σπιτάκι μας που άδειασε πολύ γρήγορα από τις παιδικές φωνές καθώς όλα τα μεγαλύτερα από μένα αδέρφια έφυγαν σε άλλες επαρχίας για αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, ήταν στην άκρη του χωριού μοναχικό και χωρίς καθόλου ανέσεις. Ούτε πόσιμο νερό, ούτε και ηλεκτρισμό. Πίναμε νερό από ένα βαθύ λάκκο εφτά οργιών που το βγάζαμε με ένα αλακάτι που είχαμε, και προσέχαμε να μην καταπιούμε τις βδέλλες που μπόλικες ήταν μέσα στο λάκκο. Και όταν η νύχτα ερχόταν, πέφταμε στα κρεβάτια ενωρίς, καθώς κάναμε οικονομία στο πετρέλαιο που άναβε τη λάμπα. Μια λάμπα φυτιλιού και μοναδική που μόλις φέγγιζε, και γι αυτό έπρεπε να διαβάζουμε τα μαθήματα μας από ενωρίς, πριν ο ήλιος δύσει.

Η μάνα μας φύτευε λίγα χορταρικά και πατάτες για να μας θρέψει. Και εμείς μετά το σχολείο, τη βοηθούσαμε μέσα στο μικρό χωραφάκι που ήταν στην αυλή. Βοτανίζαμε τα χόρτα και τσαπούσαμε τις τάβλες.

Και στην αρχή του καλοκαιριού όταν τα τρεμίθια ώριμα πλέον, τα μαζεύαμε και τα παίρναμε στο μήλο και τα αλέθαμε να βγάλουμε το λάδι τους. Ένα λάδι πικρό που μας έκαιε τον ουρανίσκο και τα σωθικά, και που χρησιμοποιούσαμε από ανάγκη αφού δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε από τον μπακάλη σπορέλαιο. Το ονομάζαμε τρεμιχόλαο και είχε μια σκληρή γεύση που μας πίκραινε κυριολεκτικά σαν φαρμάκι και δεν μας άρεσε, μα που τώρα μετά από τόσα χρόνια που έχουν παρέλθει, τη γεύση του πεθυμώ και νοσταλγώ.

Τις καλοκαιρινές ημέρες καθημερνώς περνούσε από το στενό δρομάκι έξω από την αυλή μας ένα μικρό φορτηγάκι με ανοιχτή την πίσω πόρτα, που αγκομαχώντας με πρώτη και δεύτερη ταχύτητα, κυλούσε σιγά στον κατήφορο.

Και όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχοντας σκαρφαλώναμε πάνω και μας έπαιρνε στη θάλασσα. Ο σοφέρ ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που έπασχε από ρευματισμούς, καθυμερινά πήγαινε να χωστεί στη ζεστή άμμο για να του περάσουν οι πόνοι. Και όλους μας άφηνε να σκαρφαλώνουμε στο όχημα του και μας κουβαλούσε με ευχαρίστηση, το μόνο που ζητούσε, ήταν λίγη βοήθεια, τον θάβαμε μέχρι το λαιμό στην άμμο, μέσα σε ένα λάκκο που σκάβαμε. Και όσο άντεχε τη κάψα από τον άμμο, εμείς κολυμπούσαμε και πλατσουρίζαμε μέσα στα ήσυχα και γαλανά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.

Και πριν τα χρόνια περάσουν ώστε να μάθω κολύμπι, έμπαινα στα ξέβαψα νερά,  χωρίς να τολμώ να πάω στα βαθιά. Αλλά όταν καμιά φορά κάποιος έφερνε μαζί του εσωτερικό λάστιχο αυτοκινήτου φουσκωμένο με αέρα, γεμάτοι χαρά κρεμιόμασταν πάνω όσοι χωρούσαμε, και ξανοιγόμασταν στα βαθιά.

Και από τα βαθιά έβλεπα έναν άλλο κόσμο, έβλεπα τη στεριά διαφορετική, ξερή και κίτρινη κάτω από τον ήλιο. Έβλεπα την καυτή αύρα να αιωρείται και να γεμίζει πούσι την ατμόσφαιρα, και εγώ μέσα στα δροσερά νερά της θάλασσας ένιωθα τη δροσιά της.

Καμιά φορά όμως δεν μου πέρασε τότες από το μυαλό πως ήθελα να γίνω ναυτικός, ή πως τη θάλασσα θα την αγαπούσα τόσο πολύ όπως τώρα αγαπώ. Γιατί σαν παιδί την αγάπησα καθώς έπαιζα μαζί της, μα τώρα την αγάπησα καθώς αυτή έπαιξε μαζί μου όταν η μοίρα με οδήγησε από πολύ ενωρίς να μπαρκάρω στα καράβια και να τη ζήσω και από την καλή και την κακή της.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Από μικρός ένιωθα, σκεφτόμουν και συμπεριφερόμουν σαν μεγάλος. Αναρωτιόμουν γιατί οι μεγαλύτεροι κάποιες φορές μούλεγαν όταν θα μεγαλώσω θα πήξει το μυαλό μου. Δεν σκεφτόμουν σαν μικρός παρά μόνο καταλάβαινα ότι ίσως οι μεγάλοι σκέφτονταν σαν μικροί.

Μεγάλωσα και έζησα όλα τα παιδικά μου χρόνια φτωχικά, χωρίς φαγητό τις παραπάνω μέρες. Θυμάμαι τους κρύους χειμώνες χωρίς θέρμανση, τα κρύα μπάνια, ακόμη και το μαγείρεμα πανω στη νηστιά από ξύλα αφού δεν υπήρχε αέριο στο γκάζι. 

Απο τον μπακάλη του χωριού αγοράζαμε μονο ψωμί, πάντα βερεσέ που το ξοφλούσαμε με πολλη δυσκολία.

Ήσαν χρόνια παιδικά δύσκολα και φτωχικά, θυμάμαι τη μάνα μου άρρωστη να υποφέρει στο κρεβάτι του πόνου και να πεθαίνει νέα χωρίς να προλάβει να γεράσει.

Όταν πέρασαν τα χρόνια οι θύμισες έμειναν ανεξίτηλες, αλλά άντλησα μεγαλη έμπνευση και εμπειρίες από όσα έζησα σαν παιδί, ήταν εμπειρίες που με σημάδεψαν και με βοήθησαν να γίνω καρτερικός και υπομονετικός, κυριότερα έμαθα να βασίζομαι στον εαυτό του. Με τις δυστυχίες και τις κακουχίες και χωρίς τα ελέη Θεού, ήταν φτωχά παιδικά χρόνια που θα με ακολουθούσαν για πάντα στην υπόλοιπη μου ζωή  και θα επιδρούσαν  καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και θα επηρέαζαν την μετέπειτα εξέλιξή και συμπεριφορά μου.

Τέλειωσα το σχολείο, έμαθα γράμματα και Εγγλέζικα, και αποφάσισα να ξενιτευτώ, να πάω στα καράβια. Ένιωθα πως δεν με χωρούσε ο τόπος, ένιωθα γυρω μου τοίχους που με φυλάκιζαν και περιόριζαν τους ορίζοντες μου, τοίχους που ήταν όμως μικροί να με κρατήσουν, έτσι μια μέρα τους προσπέρασα και έφυγα μακριά τους. Αποτίναξα τα στενά δεσμά του περιβάλλοντος μου, πλάτυνα τη  στράτα που περπατούσα και ανοίχτηκα στα πέρατα του κόσμου. Έγινα διαβάτης και περπάτησα τη γη, έγινα θαλασσινός και έπλευσα τη θάλασσα, είδα και γνώρισα πόλεις και χωριά, καινούργιους τόπους και ανθρώπους, νέα ήθη και έθιμα, άλλες κουλτούρες και νέα πραγματα αληθινά μυστήρια.

Θυμάμαι πολύ έντονα τους τελευταίους μήνες στο στρατό, υπηρετούσα σε ένα φυλάκιο στη βόρεια περιοχή της Πόλης. Έβρισκα δουλειά στα χωράφια με πέντε σελίνια μεροκάματο. Ήταν σκληροτράχηλα τα αφεντικά, δεν μπορούσα ούτε ανάσα να πάρω και δούλευα σκληρά. Το μεροκάματο πολύ μικρό, αλλά καθόλου δεν με πείραζε, φτάνει που κάθε τόσες μέρες έβρισκα δουλειά. Φύλαγα τα πέντε σελίνια με ευλάβεια, όταν απολύθηκα είχα φυλαγμένες τρεις λίρες. Κατάφερα και βρήκα δουλειά σε μια αποθήκη με είκοσι λίρες το μήνα. Ήταν όμως  πολύ προσωρινή, γιατί σε πολύ λίγο καιρό έφαγα πόρτα, μου έφαγε τη δουλειά κάποιος συγγενής του αφεντικού. Όμως εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί μέτρησα τις λίρες που με πολύ κόπο είχα μαζέψει και φυλάξει, και ήταν όσες αρκούσαν να αγοράσω ένα εισιτήριο στο πλοίο «Κνωσός».

Ανέβηκα στο βαπόρι και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε…

Και έστεκα στην πρύμνη και κοίταζα τους τόπους μου να μένουν πίσω. Το πλοίο που με έπαιρνε μακριά έμαθα πως έκανε το στερνό του ταξίδι και θα παροπλιζόταν. Ήταν γέρικο, το είχε φάει η θάλασσα. Το μόνο που έλπιζα ήταν το δικό μου ταξίδι να μην ήταν το τελευταίο από την πατρίδα μου, έλπιζα να με βοήθαγε ο Θεός και κάποτε να γύριζα πίσω με προκοπή.

Με ανήσυχες σκέψεις να μου γεμίζουν το μυαλό έστεκα και αποχαιρετούσα το νησί μου ώσπου η στεριά χάθηκε και έμεινε μονο η απέραντη θάλασσα.

Η ωρα πέρασε και το σούρουπο με βρήκε στην ίδια θέση ακουμπισμένο στα ρέλια. Το εισιτήριο που αγόρασα ήταν το φτηνό, θα την έβγαζα ξάγρυπνος στην κουβέρτα.

Στεκόμουν με τις σκέψεις να μου τριβελίζουν το νου κάνοντας σχέδια και σκέψεις για το άγνωστο μέλλον που με ανέμενε, με μια ελπίδα στην καρδιά να είναι καλύτερο από το μίζερο μου παρελθόν.

Ύστερα ήρθε το πρωί και το φως της ημέρας φανέρωσε το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που έσβηνε στις μακρινές αποστάσεις των οριζόντων. Ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν, έκατσα και έγειρα τη ράχη στον μπουλμέ του πλοίου και αποκοιμήθηκα με τον δροσερό αέρα της θάλασσας να μου σκάφτει δροσερά τα πρόσωπο.

Με τον παφλασμό του πλοίου στα κύματα για νανούρισμα, κοιμήθηκα κάμποση ωρα, ώσπου ο ήλιος με χτύπησε κατακούτελα και ξύπνησα. Έμεινα αγουροξυπνημένος να κοιτάζω τους επιβάτες να πηγαινοέρχονται μπροστά μου, ενώ στην ήρεμη  θάλασσα δελφίνια στα πλευρικά του πλοίου κολυμπούσαν και χοροπηδούσαν χαρούμενα.

Έμεινα ακουμπισμένος στα ρέλια να παρακολουθώ τα παιχνιδίσματα των κυμάτων, δεν είχα βιάση, όλος το χρόνος του θεού ήταν μαζί μου.

Πέρασε όλη η μέρα, ήρθε η νύχτα, ξανάρθε το πρωί και τότε άκουσα χαρούμενες φωνές που φώναζαν, «στεριά, στεριά». Σήκωσα το κεφάλι και αντίκρισα πέρα μακριά τη στεριά της Ελλάδας που σιγά οσο πλησέαζε, το λιμάνι του Πειραιά έπαιρνε τη μορφή του. Ένιωσα μια ανατριχίλα να με ριγά, σε λίγο θα πατούσα πανω στα ιερά χώματα της μάνας Πατρίδας, της Ελλάδας των Ελλήνων, της χώρας του πνεύματος και του φωτός.

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ DENIS

ΜΠΑΡΚΟ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ "SAN DENIS"

Κατέβηκα από το πλοίο «Κνωσός» και πάτησα τα χώματα της ιερής Ελλάδας, της μεγάλης πατρίδας της μάνας αιώνιας γης όλων των σοφών του κόσμου και των μεγάλων ηρώων. Της τιμημένης λεβεντομάνας που γέννησε τους προγόνους μου που έμαθα να αγαπώ από μικρό παιδί και να τιμώ, γι αυτήν που έδωσα όρκο στο στρατό να δώσω το αίμα μου άν μου το ζητούσε…

Αυτά σκεφτόμουν και αναρριγούσα από συγκίνηση καθώς έσκυβα και φιλούσα τα άγια χώματα της.

Έτσι έμαθα να σκέφτομαι, με αυτά τα νάματα αναγιώθηκα, ήταν το μεγάλο πιστεύω μου, ένα πιστεύω που στην πορεία θα ανακάλυπτα ότι ήταν κούφιες ιδέες που μου εμφύτευσαν στη ψυχή οι γονείς μου, οι χωριανοί μου και οι δάσκαλοι μου. Στη μεγάλη μου πορεία που άρχισα στα δεκαενιά μου χρόνια, θα ανακάλυπτα ότι την Ελλάδα του φωτός την κατάντησαν χώρα του σκότους, και από αγαπημένη μάνα πατρίδα, μια Μάνα που έτρωγε τα παιδιά της και που την έδεσαν χειροπόδαρα προδότες και απάτριδες, όρνια αρπακτικά, υπάλληλοι πολυεθνικών  και άβουλα ανθρωπάκια χειρότερα από κοράκια.

Στάθηκα στην προβλήτα του μεγάλου λιμανιού

την γεμάτη γερανούς που ξεφόρτωναν καλαμπόκι και σιτάρι απο τα φορτηγά πλοία που ήταν δεμένα στον ντόκο, και έριξα το βλέμμα μου ένα γυρω και είδα θεόρατες πολυκατοικίες να σκιάζουν όλο τον Πειραιά ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρωινές του ακτίνες ανάμεσα από τα πανύψηλα κτίρια.

Είχα ρωτήσει και ήξερα, εκεί που άραξε το πλοίο απέναντι ο μεγάλος δρόμος ήταν η ακτή Μιαούλη. Η χρυσή περιοχή του λιμανιού του Πειραιά που είχε ιστορία γραμμένη με χρυσό και πετρέλαιο. Που στα πολυώροφα κτίρια από γιαλί και τσιμέντο λειτουργούσαν χιλιάδες ναυτιλιακές εταιρείες με γραφεία πνιγμένα στην πολυτέλεια και

που απασχολούσαν χιλιάδες υπαλλήλους. Εκεί θα ρωτούσα, εκεί θα εύρισκα δουλειά στα πλοία, δεν ήταν δύσκολο μου είχαν πει. Ήμουν καθησυχασμένος με όσα ήξερα, γιατί άλλως πως, αλλοίμονο, ήμουν απένταρος, δεν θα ήξερα τι θα απογινόμουν μέσα στα άγνωστα μέρη και στους άγνωστους ανθρώπους.

Παρ όλα αυτά σκεφτόμουν, ότι και να συνέβαινε, αφου η γλώσσα ήταν κοινή, η Ελληνική εδώ στα ξένα, θα το πάλιωνα, ήμουν αποφασισμένος…

Έστεκα και κοίταζα τον ήλιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ, να καταλάβω σε ποια μεριά έπεφτε η Αθήνα και ο Παρθενώνας, όταν ξάφνου άκουσα παραδίπλα μου κουβέντες με Κυπριακή λαλιά. Ήταν ένας νέος που κουβέντιαζε με ένα παπά. Με είδε που έστεκα και τον κοίταζα, με ρώτησε, γνωριστήκαμε, βρεθήκαμε κοντοχωριανοί. Ήταν ένας φοιτητής από την Κάτω Πάφο, ο Ανδρέας Παπάζωσιμας που σπούδαζε Οικονομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήρθε στο λιμάνι για να παραλάβει έναν δικό του άνθρωπο. Με προσκάλεσε για καφέ σε ένα καφενείο δίπλα στην ακτή Μιαούλη. Ήταν ένα μέρος που είχα ακούσει από την Κύπρο ότι σύχναζαν ναυτικοί, κυρίως Κύπριοι. Όταν είπαμε πολλά και γνωριστήκαμε καλά, ο Ανδρέας αποδείχτηκε ένας νέος με πολλή ευγένεια που με προσκάλεσε για οτιδήποτε δύσκολο να μην διστάσω να του γυρέψω βοήθεια. Ήταν μια πρόσκληση που εκ των υστέρων αποδείχτηκε πολύ βοηθητική και σωτήρια για μένα, διότι η εξεύρεση εργασίας στα καράβια δεν ήταν όπως περίμενα. Όταν άρχισα να ρωτώ για δουλειά απο γραφείο σε γραφείο, με απογοήτευση διαπίστωσα ότι υπήρχε μεγαλη κρίση στο επάγγελμα του ναυτικού. Ξεποδαριάστηκα ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες από πολυκατοικία σε πολυκατοικία προσπαθώντας να βρω μπάρκο. Η μέρα πέρασε όλη, ήρθε το δείλι, δεν είχα καταφέρει τίποτα. Έλπιζα ότι θα έβρισκα αμέσως δουλειά γιατί ήμουν απένταρος, δεν είχα χρήματα ούτε για φαγητό, ούτε για ξενοδοχείο.

Απελπισία με κυρίευσε, άλλως πως μου τα είπαν, άλλως πως τα βρήκα. Όμως μες την απελπισία μου, δόξασα το Θεό που βοήθησε και γνώρισα τον Ανδρέα, ήταν μια παρηγοριά μες τη πολλή σκοτούρα μου, έλπιζα να με φιλοξενούσε, εξ άλλου ο ίδιος από μόνος του είχε την καλοσύνη να μου προτείνει τη βοήθεια του. Μπήκα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και του τηλεφώνησα. Με ανακούφιση τον άκουσα στην άλλη γραμμή να λέει εμπρός. Του εξήγησα την δύσκολη κατάσταση στην οποία ευρισκόμουν, και αμέσως πρόθυμα, μου απάντησε να τον περιμένω στο καφενείο της Βοσκοπούλας, και σε μια ώρα περίπου, θα ερχόταν να με βρεί.

Πράγματι ήρθε, με είδε κατσουφιασμένο και στενοχωρημένο, και με ένα πλατύ χαμόγελο μου είπε να μην στενοχωριέμαι και όλα θα πάνε καλά.

Μπήκαμε στο ηλεκτρικό τρένο και ανεβήκαμε στην πλατεία Ομόνοιας. Περπατήσαμε κάμποση απόσταση ως την πλατεία Συντάγματος και μπήκαμε σε ένα λεωφορείο με κατεύθυνση του Ζωγράφου που ήταν το σπίτι του καινούργιου μου φίλου του Ανδρέα Παπάζωσιμα.

Με φιλοξένησε, με βοήθησε, με ταΐσε, με ξενάγησε, αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω τι θα απογινόμουν. Κάθε μέρα κατέβαινα στον Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά, όμως χωρίς αποτελεσμα. Στις πολλές μέρες, με μεγάλη δυσκολία και ένα φτηνό μεροκάματο σαράντα πέντε λιρών της Αγγλίας, κατάφερα να βρω μπάρκο. Ήταν ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων, ήταν το "San Denis" της εταιρείας Φραγκίστας. Ήταν Παρασκευή 16 Νοεμβρίου σούρουπο, υπόγραψα συμβόλαιο εργασίας με τη πλοιοκτήτρια εταιρεία και πήρα το ηλεκτρικό να επιστρέψω στην Αθήνα.

Βγαίνοντας από τον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας έπεσα πανω σε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου που φώναζε και διαδήλωνε για ελευθερία. Ήταν ουρές φοιτητών που είχαν συναχτεί έξω από το Πολυτεχνείο, που μεγάλωσαν και κατέκλυσαν όλη την κεντρική Αθήνα. Μαζί τους εργάτες τραγούδαγαν «πότε θα κάνει ξαστεριά».

Ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της χουντικής τυραννίας. Εκείνη τη μέρα παραμονή του Σαββάτου 17 Νοέμβρη, άρχισαν οι συγκρούσεις με την αστυνομία. Όταν η μεγαλη διαδήλωση που σχηματίστηκε κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο, η αστυνομία άρχισε να κτυπά. Τεθωρακισμένα εμφανίστηκαν και ένα τανκ έριξε κάτω την πύλη παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο και καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο. Πυροβολισμοί έπεφταν και μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Τα δακρυγόνα γέμισαν την ατμόσφαιρα κάνοντας τα πλήθη να τρέχουν να γλυτώσουν.

Εγκλωβισμένος μέσα στο ανώνυμο πλήθος που επαναστατούσε και πολεμούσε για την Ελευθερία του, βρέθηκα εκείνο το βράδυ να παρακολουθώ τη βαναυσότητα των αστυνομικών και των στρατιωτών ενάντια στον Ελληνικό λαό που ζητούσε μόνο Δημοκρατία.

Με τίμημα μόνο την εισπνοή δακρυγόνων, κατάφερα απο τοίχο σε τοίχο και ξέφυγα από το πλήθος πρώτα τρέχοντας και ύστερα περπατώντας με γοργό βάδισμα στις σκιές των κτιρίων. Διάνυσα περπατητός την μακρινή απόσταση ως του Ζωγράφου ξεφεύγοντας από τον κίνδυνο της επανάστασης στην οποία όπως μάθαμε την άλλη μέρα από φοιτητές, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν στα τυφλά στο ανώνυμο πλήθος που διαδήλωνε.

Εκείνη τη μέρα αποχαιρέτησα το φίλο μου, πήρα το λεωφορείο για την Ελευσίνα που στο λιμάνι της ήταν αγκυροβολημένο το φορτηγό πλοίο "San Denis". Θα ήταν το σπίτι μου για ολόκληρο σχεδόν τον επόμενο χρόνο. Ήταν ένα μικρό πλοίο που όταν σαλπάραμε το ένιωσα έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα κάνοντας τα σωθικά να βγαίνουν από το ανάποδο του ταρακούνημα, που όμως εκ των υστέρων είδα ότι όλη η ταλαιπωρία ήταν άξια κόπου, καθώς διαπίστωσα πως να είναι κάποιος ταξιδευτής και να βλέπει καινούργιες χώρες και μέρη εξωτικά, μα και ωραία πραγματα παράξενα, είναι μεγάλο ζήτημα. 

Η ΠΟΡΝΗ

Ήμουν δεκαεννιά χρονών και έφυγα από τον τόπο μου,πήγα σε ξένα μέρη. Εγκατέλειψα τη χιλιοβασανισένη μικρή μου πατρίδα που ο θεός της έταξε από τα βάθη των αιώνων να έχει πάντα την ίδια ιστορία, σκλαβιά και κατατρεγμό. Έφυγα λίγους μήνες πριν το Χουντικό πραξικόπημα και την Τούρκικη εισβολή, γλυτώνοντας από τον εμφύλιο σπαραγμό και τη βία του Αττίλα. 

Ξεκίνησα για μια καλύτερη μοίρα, για μια δουλειά και για ένα κομμάτι ψωμί. Το ταξίδι μου με το πλοίο ΚΝΩΣΟΣ, ήταν ένα ήρεμο ταξίδι σε μια γαλήνια θάλασσα, αλλά με φουρτούνα στην καρδιά μου, καθώς πρώτη φορά έφευγα για άγνωστους τόπους και μέρη μακρινά που γνώριζα μόνο από γεωγραφικούς χάρτες.

Με μύριες σκέψεις βασανιστικές που έκαναν το μυαλό μου ανήσυχο, την πρώτη μέρα έστεκα όλη μέρα στη πρύμη παρακολουθώντας το νησί μου να μένει πίσω μακριά μου, να χάνεται και να σβήνει στην άκρη εκεί που έγερνε η θάλασσα σχηματίζοντας έναν άλλο ορίζοντα.

Νύχτωσε και ξημέρωσε, και η αυγή με βρήκε στο πλαϊνό του πλοίου, γερμένο στα ρέλια να παρακολουθώ τις μακρινές ακτές της Ρόδου που φάνηκαν στον ορίζοντα να ζυγώνουν, και σιγά να ξεχωρίζουν τα κάστρα της περίκλειστης πόλεως με τα εντυπωσιακά μεσαιωνικά τείχη που κατά τους αρχαίους καιρούς πριν το μεσαίωνα, αποτελούσαν την οχύρωση της.

Ήταν σπουδαία οχυρωματικά έργα της περιόδου των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου, και σπουδαία αξιοθέατα περίσσιας αίγλης και ομορφιάς στους σημερινούς καιρούς. Το πλοίο της γραμμής έδεσε στο μακρύ βραχίονα του λιμανιού, και τα μεγάφωνα από τη γέφυρα μας ενημέρωσαν πως είχαμε λίγες ώρες στη διάθεση μας για να περιδιαβουμε την πόλη της Ρόδου.

Η κεντρική πλατεία της πόλεως δίπλα στο λιμάνι ήταν κτισμένη κυριολεχτικά με αρχαία ή και ελάχιστα καινούργια κτίσματα που έδεναν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα θαυμαστό θέαμα χάρμα οφθαλμών και αισθήσεων. Μικροπωλητές με καροτσάκια, και μικρομαγαζάτορες τουριστικών ειδών, ταβερνάκια κτισμένα μέσα στα χοντρά τείχη της πόλεως, και στενά ανηφορικά δρομάκια και σκαλοπάτια που οδηγούσαν στις πολεμίστρες, ένα συνονθύλευμα όλα μαζί, έφτιαχναν τη ξεχωριστή και ξακουστή Ελληνική μεσαιωνική  τουριστική πόλη της Ρόδου.

Εκείνη η ημερομηνία θυμάμαι, ήταν περίπου η δωδεκάτη μέρα του μηνός Νοεμβρίου 1973.

Τη δεύτερη φορά που επισκέφθηκα τη Ρόδο το ημερολόγιο έδειχνε 19 του Νοέμβρη, μια εβδομάδα αργότερα από την πρώτη. Θυμάμαι καλά την ημερομηνία γιατι είχα κλείσει συμβόλαιο για ναμπαρκάρω με την εφοπλιστική εταιρεία Φραγκίστας στις 17 Νοέμβρη 1973, ημέρα των μεγάλων γεγονότων που αρχίνησε η αντίστροφη πτώση της Χουντικής κυβέρνησης στην Ελλάδα μετά την εξέγερση των φοιτητών και την κατάληψη του πολυτεχνείου. Εκείνη τη μέρα επέστρεψα από τον Πειραιά με το ηλεκτρικό τρένο, και βγαίνοντας από την υπόγεια στάση στην πλατεία Ομονοίας,  βρέθηκα ανάμεσα σε πλήθος διαδηλωτών που φώναζαν για ελευθερία, ενώ στρατιές αστυνομικών και στρατιωτών με τη συνοδεία τεθωρακισμένων αρμάτων, τους χτυπούσαν στο ψαχνό με πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα.

Την επόμενη εκείνης της μέρας αναχώρησα με λεωφορείο για την Ελευσίνα, όπου στο λιμάνι ένα φορτηγό πλοίο ξεφόρτωνε. Ήταν το πλοίο ‘‘San Denis” που κουβαλούσε ξυλεία από τα λιμάνια της Οδησσού και του Νοβοροσίσκ, με συνήθη προορισμό την Ελλάδα. Παρουσιάστηκα στον καπετάνιο ο οποίος με ναυτολόγησε ως πλήρωμα του πλοίου, και ακολούθως με παρέπεμψε να παρουσιαστώ στον πρώτο μηχανικό για να μου αναθέσει καθήκοντα.

Στο λιμάνι της Ελευσίνας παραμείναμε λίγες ώρες ακόμη όσο χρειάστηκε για να ξεφορτώσουμε, και αποπλεύσαμε για το Ναύπλιο και ακολούθως για τη Ρόδο, όπου και στους δυο προορισμούς, διανέμαμε φορτίο.

Φτάσαμε ενωρίς το βράδυ, και μόλις δέσαμε αμέσως οι γερανοί άρχισαν ξεφόρτωμα. Ήταν οκτώ η ώρα, και μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου στη μηχανή που ήταν από τις τέσσερις ως τις οκτώ. Βγήκα στη κουβέρτα κα είδα το λιμάνι με την πόλη φαντασμαγορική από τα φώτα, με λάμπες νέον που έκαναν την νύχτα μέρα. Αντίκρυσα ξανά τα μεσαιωνικά τείχη με τους ψηλούς πύργους, και για δεύτερη φορά η αίγλη και το μυστήριο που ανάδιδαν εκ της όψεως τους, με ταξίδευσαν σε καιρούς παλαιούς και ιστορικούς.

Χρειαζόμασταν λίγες ώρες για το ξεφόρτωμα, και ακολούθως θα αναχωρούσαμε για άλλο κοντινό νησιωτικό λιμάνι του Αιγαίου. Ήξερα πως είχα στη διάθεση μου λίγες ώρες για να σεργιανήσω στην πόλη, αλλά καθώς δεν είχα χρήματα αφού ήταν η δεύτερη μου μέρα στο πλοίο, αποφάσισα περπατητός να την περιδιαβώ και να περιηγηθώ τη μεσαιωνική πόλη με τα αρχαία τείχη και τους πύργους που την περιέκλειαν.

Από την είσοδο του λιμανιού πέρασα την ψηλή πόρτα και εισηλθα εντός των τειχών, όπου αντίκρυσα το εσωτερικό της πόλεως που σχεδόν ολόκληρη ήταν πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά σε ίδια κατάσταση όπως τον καιρό που κτίστηκε πριν πολλούς αιώνες. Τουρίστες πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω, και εγώ ανάμεσα τους χάζευα τις βιτρινες στα καταστήματα τα βαρυφορτωμένα με σουβενίρ από κεραμικά τέλεια αντίτυπα αρχαίων Ελληνικών αμφορέων και άλλων αντικειμένων, καθώς και τουριστικών οδηγών και περιοδικών.

Στην άκρια μιας βιτρινας εκεί που τέλειωνε το κτίριο, μια γυναίκα εστεκε, και από μακριά την παρακολούθησα να σταματά κάποιους περαστικούς και κάτι να τους λέει, αλλά αυτοί έφευγαν μακριά της. Στάθηκα λίγο και κοίταζα, καθώς πρόσεξα πως απευθυνόταν σε περαστικούς μοναχικούς άνδρες. Υποψιάστηκα πως ήταν κάποια πόρνη εν ώρα επαγγέλματος.

Με είδε που την παρακολουθούσα, και με νωχελικό λικνιστό βήμα προχώρησε προς το μέρος μου. Με κάρφωσε στα μάτια με κάτι μάτια πανέμορφα και κατάμαυρα σχηματισμένα γύρω με μαύρο μολύβι σε σχήμα ψαριού, μεγάλα και μπιρμπιλωτά που πιο όμορφα δεν είχα αντικρύσει και με έκαναν να λαχταρίσω. Ήταν λυγερόκορμη με μικρό κορμί, αλλα μεγάλη στην ηλικία. Την λογάριασα κοντά στα πενήντα, καθώς είδα το πρόσωπο της σκαμμένο με ρυτίδες και πρόωρα γερασμένο. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν μικρότερη, αλλά το επάγγελμα της ήταν πολύ σκληρό για να μπορέσει να διατηρηθεί νέα και όμορφη. Τα ρούχα της δεν ήταν επιτηδευμένα, και εκτός από τα μάτια της με το έντονο σκιάδι, ήταν ατημέλητη, άβαφη κι αστόλιστη. Ποτέ μου δεν θα φανταζόμουν πως ήταν μια κοινή γυναίκα αν δεν έβλεπα την συμπεριφορά της. Έμοιαζε με μια καημένη γυναίκα συνηθισμένη και απλοϊκή που μέσα στο πλήθος περνάει απαρατήρητη, ώσπου κάποιος να πρόσεχε τα πανέμορφα μάτια της. Δυο όμορφα μάτια φεγγοβόλα, που ανέδιναν λάμψη και φως.

Σκέφτηκα πως δεν είχα χρήματα να την αγοράσω, εξ άλλου δεν με τραβούσε σαν γυναίκα. Είχε δυόμισι φορές τα χρόνια μου, και δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να έχω οποιοδήποτε Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Εξ άλλου σε λίγες μέρες θα πιάναμε Ρωσία όπου οι γυναίκες εκεί, αγαπούσαν πολύ τους ναυτικούς και ήσαν άφθονες, εξ όσων κάποιος ναύτης μου είχε πει.

-Για σου παλικάρι, είσαι για παρέα;

μου είπε, με μια προφορά που έμοιαζε Κυπριακή.

Πιάσαμε ψιλή κουβέντα και της είπα πως ήμουν πρωτόμπαρκος και δεν είχα χρήματα. Πως ήρθα από την Κυπρο απένταρος, και στο πλοίο είχα μόλις μιάμιση μέρα. Αυτή όμως κοιτάζοντας με σταθερά κατάματα με τα ωραία της μάτια που σίγουρα ήξερε την ομορφιά τους και τη δύναμη τους, με έπεισε πως την ήθελα. Μου είπε πως ήταν Τουρκοκρητηκιά, και πως στον έρωτα ήταν δασκάλα. Μου είπε πως με γούσταρε πολύ, και πως με τραβούσε η όρεξη της.

Αν και καταλάβαινα πως με δούλευε για να με πείσει, εντούτοις μια στεναχώρια με κυρίεψε καθώς σκέφτηκα πως πράγματι την επιθυμούσα, και πως έτσι μεγάλη και επαγγελματίας θα με μάθαινε καλά τον έρωτα.

Ήμουν δεκανιά χρονών, και ήμουν άβγαλτος με τις γυναίκες. Όλη μου τη ζωή την έζησα στην ύπαιθρο σε μια κοινωνία που κάποιος για να κάνει σεξ, έπρεπε να αρραβωνιαστεί, ή να πάει στα λιγοστά πορνεία. Πράγματα και τα δυο απαγορευμένα για μένα καθώς ήμουν φτωχός και απένταρος. Έτσι την έβγαζα με τον εαυτό μου, αλλά κάθε φορά σκεφτόμουν πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η ηδονή και η ευχαρίστηση όταν θα έκανα έρωτα πραγματικό. Είχα πάντα μεγάλες προσδοκίες για την πρώτη φορά, γι αυτό τώρα που μου την έπεσε πρώτη φορά στη ζωή μια γυναίκα, έστω και πόρνη, στεναχωρεθηκα που δεν είχα χρήματα να την αγοράσω.

Είχε ένα γλυκό τρόπο συμπεριφοράς και μιλούσε με μια αθωότητα παιδική, που ενώ έλεγε λόγια για σεξ και ηδονή, για σαρκικό έρωτα και για απολαύσεις επί πληρωμή, εντούτοις δεν έμοιαζε με τις εταίρες εκείνες τις συνηθισμένες των πεζοδρομίων και των κόκκινων φαναριών με το σκληρό ύφος και τη χυδαία εμφάνιση και συμπεριφορά. Έδειχνε μια ευγενική μορφή με θλιμμένο πρόσωπο που κοιτάζοντας με κατάματα με τα θεόρατα της μάτια, με έκανε να σκέφτομαι πως έμοιαζε ίδια με άγια γυναίκα.

Της είπα ότι δεν έμοιαζε πουτάνα, και αντίκρισα στο πρόσωπο της μια ικανοποίηση. Δεν μου απάντησε, παρά μόνο συνέχισε να με ψαρεύει. Μου είπε πως μπορούσα να δανειστώ χρήματα από συναδέλφους μου, πως μπορούσα να ζητήσω έναντι από τον καπετάνιο, πως ακόμα μπορούσα να την πληρώσω σε είδος. Σκέφτηκα πως ήταν πλήρως καταρτισμένη για τους ναυτικούς, πως ήξερε πολλά γι αυτούς και τον τρόπο διαβίωσης τους. Ήταν φυσικό όμως αυτό, κατέληξα με τη σκέψη μου, αν το επάγγελμα της το εξασκούσε στο λιμάνι, σίγουρα έμαθε πολλά από τους ναυτικούς.  

Κουβέντα στη κουβέντα, με έπεισε και συμφωνήσαμε αντί πληρωμής, να της δώσω δυο κούτες τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ. Ήταν ακριβά τσιγάρα πολυτελείας της εποχής με ελαφρύ χαρμάνι, που τα προτιμούσαν οι αριστοκράτισσες γυναίκες ή όσες ήθελαν να τις παριστάνουν.

Καθώς μου έδωσε να καταλάβω πως όλα τα ήξερε, τη ρώτησα αν μπορούσα να την πάρω πάνω στο πλοίο, στην καμπίνα μου. Μου απάντησε πως βεβαίως μπορούσα, η Ρόδος ήταν free transit νησί.

Η καμπίνα μου ήταν στο δεύτερο deck του καταστρώματος δίπλα από τη τσιμινιέρα. Ήταν ευρύχωρη και άνετη. Είχε στις δυο μεριές από ένα φινιστρίνι, αλλά τα είχα πάντα κλειστά γιατί από το φουγάρο πολλές φορές έπεφτε καπνιά και σταχτιά. Δούλευα στη μηχανή στα έγκατα του πλοίου, και αναπαυόμουν στο ψηλότερο του σημείο, ελάχιστα χαμηλώτερα από το πιλοτήριο της γέφυρας. Οι υπόλοιπες καμπίνες του πληρώματος ήταν στο εσωτερικό του πλοίου. Για να πάω στη δική μου, έβγαινα στην κουβέρτα και ανέβαινα μια σιδερένια σκάλα που ήταν στην άκρη της κουβέρτας. Όταν είχε τρικυμία τα κύματα την έλουζαν, και όταν είχε μπότζι χρειαζόταν πολλή προσοχή να την ανέβει κάποιος. Ήταν επικίνδυνη, και όταν έβρεχε και όταν η θάλασσα ήταν ταραγμένη, δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ εκεί, παρά περίμενα να κοπάσει η βροχή και η θάλασσα. Ήταν λοιπόν γι αυτούς τους λόγους που έδωσαν σε μένα ένα πρωτόμπαρκο, μια τόσο ευρύχωρη καμπίνα και όχι σε κάποιον παλιό ή κάποιον αξιωματικό.

Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και οδήγησα την Τουρκάλα στη καμπίνα μου. Περάσαμε από τη μια μεριά του πλοίου στην άλλη χωρίς να συναπαντήσουμε κάποιον του πληρώματος, και μέσα στο μισοσκόταδο τη βοήθησα ν ανεβεί τη σκάλα. Μπήκαμε μέσα, και χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να γδύνεται.

Έβγαλε τα παπούτσια, το φουστάνι, έμεινε με το μεσοφόρι. Ήταν διάφανο και φαίνονταν τα εσώρουχα της μεταξωτά, λεπτά και όμορφα. Έσκυψε να βγάλει τις νάιλον κάλτσες που ανέβαιναν ψηλά πάνω στους μηρούς της, και με κοίταξε ενθαρρυντικά, καθώς αμήχανος εστεκα ακίνητος και την παρακολουθούσα. Σηκώθηκε και με πλησίασε. Σταθηκε μπροστά μου και αγγίζοντας ελαφριά το κορμί μου με το κορμί της, άρχισε να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο αργά και νωχελικά.

Όταν κατάλαβε την αναστάτωση μου από το άγγιγμα της, με ναζιάρικο τρόπο μου ζήτησε να της δώσω τα τσιγάρα που συμφωνήσαμε.

Πολύ μου κακοφάνηκε η συμπεριφορά της, και ένιωσα τη λίμπιντο μου να πέφτει καθώς πλήγωσε τον αντρικό εγωισμό μου, αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι δεν ήρθε μαζί μου επειδή με αγάπησε ή με γουστάρισε, αλλά γιατι ήταν πουτάνα επί πληρωμή, γιατί είχαμε συμφωνήσει να την πληρώσω με δυο κούτες τσιγάρα μάρκας ΚΕΝΤ.

Άνοιξα το συρτάρι στην κουκέτα μου, και της έδωσα τις δυο κουτες. Τις πήρε και γυρνώντας από την άλλη, τις έβαλε σε μια άκρη. Άπλωσε ύστερα τα δυο της χέρια, και πιάνοντας το μεσοφόρι της σταυρωτά, το τράβηξε και το έβγαλε. Έμεινε ημίγυμνη με τα εσώρουχα της.

Ήταν μια γλυκιά πρωτόγνωρη εμπειρία η πρώτη μου φορά, μια ευχάριστη σεξουαλική πράξη που τελείωσε με επιτυχία, και όχι με προβλήματα όπως συνήθως ένεκα φοβίας συμβαίνει στους περισσότερους αρσενικούς στην πρώτη τους φορά κατά πως λέγουν οι σεξολόγοι επιστήμονες.

Γύραμε ανάσκελα και κοίταξα το χαμηλό ταβάνι της καμπίνας, με ένα αίσθημα ευφορίας  να με διακατέχει. Ήταν καλή δασκάλα, και με τον γλυκό της τρόπο, δεν μου άφησε περιθώρια να σκεφτώ φοβικά ή αρνητικά σ αυτό το λεπτό ζήτημα της πρώτης μου φοράς. Ευχαριστημένος, τη ρώτησα αν ήθελε τσιγάρο. Αυτή μου έγνεψε καταφατικά, και εγώ γυρνώντας στο πλάι άπλωσα το χέρι μου στο κομοδίνο να πάρω το πακέτο. Με το γύρισμα μου στο πλευρό, μου φάνηκε πως το βλέμμα μου πήρε μια κίνηση από το φινιστρίνι, μέσα στο μισοσκόταδο της νύχτας που απλωνόταν έξω.

Αλαφιασμένος και αναστατωμένος, σκέφτηκα πως μας πιάσανε επ αυτοφώρω. Στα γρήγορα έβαλα το παντελόνι, και στα γρήγορα άνοιξα την πόρτα για να πιάσω στα πράσα τους ανάγωγους που κρυφοκοίταζαν από ξένα παραθύρια.

Ανοίγοντας την πόρτα δεν το έβαλαν στα πόδια οι ένοχοι ματάκιδες, παρά εν χωρώ άρχισαν να με ζητωκραυγάζουν. Σαστισμένος άκουγα τα πειράγματα τους και τα συγχαρητήρια τους για το ωραίο θέαμα που τους πρόσφερα. Κοίταξα ανήσυχα μέσα στην καμπίνα μου για να δω αν ενοχλήθηκε η σύντροφος μου, και είδα την γυναίκα με ένα τσιγάρο στο στόμα να κάθεται στο κρεβάτι με το σεντόνι να της μισοσκεπάζει τα πόδια και τη λεκάνη, ενώ τα στήθη της κρέμμονταν χαλαρά καθώς ήταν προς τα κάτω, χωρίς τσίπα ντροπής να υπάρχει στο πρόσωπο της.

Πιέζοντας τη ντροπή μέσα μου, έκανα και εγώ ότι και οι άλλοι, με μια στωική φιλοσοφία άφησα να παρασυρθώ στην ίδια χυδαία συμπεριφορά με τη δική τους. Ήταν μαζεμένοι σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι μου, δηλαδή όλοι κι όλοι λιγότεροι από δέκα, αφού το πλοίο ήταν μικρό, το ίδιο μικρό ήταν και το πλήρωμα.

Όλη την ιστορία μετά που πέρασαν πολλά χρόνια όταν την θυμάμαι, σκέφτομαι μέσα μου πόσο τυχερή ήταν εκείνη τη βραδιά η φτωχή γριά πουτάνα με τα μεγάλα και ωραία μαύρα μάτια. Εκείνη τη φορά έκανε βίζιτες στη σειρά με όλο το πλήρωμα, αφού μετά το ωραίο θέαμα όλοι ήθελαν να κάνουν μια σεξουαλική πράξη μαζί της, πληρώνοντας φυσικά το αντίτιμο.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Οι Νηρηίδες ήταν θεϊκές μορφές εγγονές του Ωκεανού που ζούσαν στο βυθό της θάλασσας έχοντας μια δύναμη όποτε ήθελαν να την αγριεύουν αλλά και να την ημερεύουν. Μπορούσαν να μεταμορφώνονται και να γίνονται θυμωμένα θεριά και να αναταράσσουν τα άπλετα νερά της, μπορούσαν όμως και να γίνονται ωραιότατες νύμφες και γοργόνες που αφήνονταν να πλέουν στα γαληνεμένα ύδατα τραγουδώντας σαν τις σειρήνες του Οδυσσεα. Ήταν ανεράδες που στις παραδόσεις των Ελλήνων υπάρχουν μέχρι και σήμερα με παραφθορά του ονόματος ως νύμφες Νεράιδες.

Περιχαρείς λοιπόν, για τη θεϊκότητα, την αθανασία και την ομορφιά που ως χάρισμα είχαν, περνούσαν το καιρό τους άλλοτε αγριεύοντας την, άλλοτε ημερεύοντας την και άλλοτε χορεύοντας και κολυμπώντας παρέα με δελφίνια. Έπλεαν παράλληλα ή και ακολουθώντας τα πλοία που μοναχικά μέσα στις μεγάλες θάλασσες ταξίδευαν για μέρες πολλές, συντρόφευαν έτσι με την παρουσία τους όσους μοναξιασμένους ναυτικούς ταξίδευαν νοσταλγώντας τους άλλους ανθρώπους πέρα στη στεριά.

Πολλές φορές στα γαλανά νερά της Μεσογείου μας συντρόφεψαν. Πολλές φορές νιώσαμε την αόρατη παρουσία τους παρέα με δελφίνια που μας ακολουθούσαν. Αναπηδώντας στον αέρα και τραγουδώντας με φωνές χαρούμενες σαν μικρά παιδιά σε παιδική χαρά, μετέδιδαν τη χαρούμενη διάθεση τους και σε μας όταν η αποθυμιά μας κυρίευε και οι στεναχώριες μας έθλιβαν.

Άλλοτε πάλι όμως όταν είχαν τις κακίες τους, μας παίδευαν και μας ταλαιπωρούσαν. Σε ένα ταξίδι μας από την Οδησσό που γι αυτό σήμερα γράφω, πρεπει να ήταν πολύ θυμωμένες γιατι πολύ αγρίεψαν και πολύ φουρτούνιασαν τη θάλασσα μετατρέποντας το μικρό μας πλοίο ίδιο καρυδότσουφλο, που κάθε όταν ανέβαινε στη κορφή των κυμάτων έγερνε έτοιμο να καταποντιστεί στα βαθιά και σκοτεινά νερά της Μαύρης θάλασσας. Τα κύματα ατελείωτα και δυσθεώρητα όμοια με ψηλά βουνά, μας χτυπούσαν ανελέητα. Ο κίνδυνος να βυθιστούμε ήταν μεγάλος, και ανησυχία φώλιαζε στις καρδιές μας και μαύρες σκέψεις μας κατέθλιβαν. Όμως τρικυμίες μεγάλες είχαμε πολλές φορές συναντήσει και παλιώσει μαζί τους εμείς οι ναυτικοί, γι αυτό με υπομονή και καρτερία και αυτή τη φορά, με πίστη στο Θεό και ελπίδα στη σκέψη αντέχαμε το φόβο που τον είχαμε πλέον κάνει βίωμα και σύντροφο μας.

Η Μαύρη Θάλασσα αντιπροσώπευε το σταυροδρόμι του αρχαίου κόσμου, και αυτό φαίνεται από πρόσφατες καταδύσεις οι οποίες απεκάλυψαν πολλά ναυάγια αρχαίων Ελληνικών κυρίως πλοίων σε μια περιοχή που συνδέεται με τα χρόνια δόξας της αρχαίας Ελλάδας.

Τα περισσότερα ναυάγια γενικά σε τούτη τα νερά, οφείλονται μόνο στην βιαιότητα των υπόγειων ρευμάτων και των μεγάλων κυμάτων που με μεγάλη ευκολία βουλιάζουν τα πλοία.

Η Μαύρη θάλασσα στο όνομα και στο χρώμα είναι πολύ επικίνδυνη και οι περισσότεροι που ναυάγησαν δεν ξαναβρέθηκαν, γιατι λένε πως οι νηρηίδες τους παίρνουν στα απύθμενα σκοτεινά βάθη που ζουν για να τους έχουν συντροφιά. Και όταν τους βαριούνται υσηχάζουν τη θάλασσα και βγαίνουν στην επιφάνεια για να κολυμπήσουν και να παιχνιδίσουν μαζί με τα δελφίνια. Και στο παιχνίδι τους δημιουργούν αφρούς που σκεπάζουν τη θάλασσα, και είναι οι μόνες φορές που φωτίζεται το σκοτεινό της χρώμα και από μαύρη γίνεται ασπρόμαυρη.

Το μπότσι ήταν δυνατό και εγώ κάτω στο μηχανοστάσιο με τα πόδια ανοιχτά ξέπλενα με πετρέλαιο τους δίσκους του ντελαβαλ από τα καμένα λάδια. Είχα τα πόδια ανοιχτά για να ισορροπώ, και τη ράχη δυνατά ακουμπισμένη στο φίλτρο του λαδιού για να έχω κόντρα στο μποτσάρισμα. Όμως δύσκολα τα κατάφερνα, και ο τρίτος από την άλλη άκρη με παρακολουθούσε χαμογελαστός. Ήταν παλιά καραβάνα και άντεχε τις φουρτούνες. Ήταν μαθημένος και σκληραγωγημένος. Καταγόταν από το Σουφλί μια μικρή πολιτεία του Έβρου φημισμένη για τα μετάξια της. Ονομάζετουν Θόδωρας Δαουτίδης και σήμερα ενώ πέρασαν  δεκαετίες, το όνομα του μου έμεινε χαραγμένο αξέχαστο στο νου, γιατι πραγματικά ήταν ένας καλός άνθρωπος, ο μόνος που μου συμπαραστάθηκε, με βοήθησε, με συμβούλευσε και με δίδαξε τις πρώτες γνώσεις περί μηχανικής των πλοίων. Ίσως γιατί καταγόταν από ακριτική περιοχή και γνώριζε τον πόνο της απομόνωσης και επειδή και η Κύπρος ήταν νησί απομακρυσμένο από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, ίσως αυτό να του μετέδωσε κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης προς εμένα ως Κύπριος. Ίσως όμως απλά να έπιανε εύκολα φιλίες, και καθώς βγάζαμε την ίδια βάρδια αυτός ως τρίτος και εγώ ως δόκιμος, να ήταν αιτία μόνο αυτός ο λόγος. Μου είπε για τα δύσκολα και πως να τα αντιπαρέρχομαι, μου ορμήνεψε για τους καλούς και τους κακούς εκ του πληρώματος, και πως με εγκράτεια και πονηρία να τους διαχειρίζομαι.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ

Εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα ήταν δικτατορία και ο καθένας που ήταν υποστηριχτής του καθεστώτος συμπεριφερόταν φασιστικά, ενώ όποιος ήταν αντίθετος ή κομμουνιστής, συμπεριφερόταν επαναστατικά. Οι γειτονιές και τα στενά του Πειραιά ήταν γεμάτα παράνομους μετανάστες και το έγκλημα ανθούσε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ η χούντα με σκληρότητα εναντίον του λαού αγωνιζόταν υπέρ των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, υπόγεια και αφανέρωτα οι ίδιοι φασίστες και οι υποστηριχτές τους χωρίς να είναι υπόλογοι σε νόμους, κυριαρχούσαν επί των φατριών των κλεπτών και των παρανόμων.

Η ανομία λοιπόν στη στεριά κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό, το ίδιο και στα καράβια, αλλά σε χειρότερο βαθμό. Οι ναυτικοί δεν είχαν αγάπη και σεβασμό πραγματικό ο ένας στον άλλο, παρά η υποκρισία ήταν συνήθηςσυμπεριφορά τους. Πίσω από από κλειστές πόρτες τα λόγια ήταν βαριά και υποσκαπτικά, και με παραφρασμένες κουβέντες προσπαθούσαν να δημιουργούν προβλήματα και ίντριγκες. Και ανάμεσα τους οι χαφιέδες. Είχαν συνήθειο οι καπετάνιοι και οι δεύτεροι, να έχουν εναν δικό τους άνθρωπο που τους ενημέρωνε για το καθετί και για τον καθένα, που με φιλικές διαθέσεις τάχατες πλησίαζαν τους συναδέλφους τους στην προσπάθεια τους να εκμαιεύσουν πληροφορίες.

Ο νους μου δύσκολα χωρούσε αυτή την κατάσταση και αναρωτιόμουν γιατί να μην συμβαίνει το αντίθετο και τοιουτοτρόπως όλοι αγαπημένοι να διαβιούν ευκολότερα τις δυσκολίες των αμέτρητων ημερών της μεγάλης τους μοναξιάς και της σκληρής θαλασσινής εργασίας εν μέσω των αντίξοων καιρικών συνθηκών που συνήθως αντιμετώπιζαν. Έφερνα στο νου μου για σύγκριση άλλους χώρους αναγκαστικής συγκέντρωσης ανθρώπων, και έβρισκα πως το ίδιο συμβαίνει. Στο στρατό, στις φυλακές, στα καράβια, σε τόπους όπου άνθρωποι ξένοι χωρίς από πριν κάτι να τους συνδέει όπως συγγένεια ή φιλία, πάντα υπάρχουν κακές συμπεριφορές. Η κακία είναι ενδόμυχη στις φλέβες των περισσοτέρων, και αυθόρμητα βγαίνει προς τους άλλους. Είναι δηλαδή στο χαρακτήρα και στη φύση των ανθρώπων που αν αφεθούν χωρίς έλεγχο από αρχές και νόμους στη δίνη του υποσυνείδητου ζωώδους ενστίκτου τους, χωρίς λόγο ή αφορμή, διαχέουν τη κακία τους και προκαλούν τη καταστροφή.

Ίδια τα ανθρώπινα ένστικτα με του ζώου λοιπόν, που το καθοδηγούν στην ανεύρεση της τροφής και της αναπαραγωγής, με μόνη διαφορά να τους ξεχωρίζει η βάσανος της λογικής. 

Αυτά τα ζωώδη ένστικτα οδηγούσαν ορισμένους κακούς ναυτικούς κάποτε σε χυδαίες συμπεριφορές και επέσχηντες πράξεις. Για να ικανοποιήσουν την υποσυνείδητη κακία τους αλλά και τη σεξουαλική τους ανώμαλη επιθυμία, κολλούσαν στους νεαρούς του πληρώματος και ιδιαίτερα στους πρωτόμπαρκους. Όπως και στο στρατό το κόλλημα από τους παλιούς στους νέους που τους ονόμαζαν «ψάρια», το ίδιο συνέβαινε και στα πλοία, αλλά σε υπέρμετρο βαθμό τόσο, που οι περισσότεροι νέοι δεν άντεχαν και εγκατέλειπαν το επάγγελμα του ναυτικού. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης η λέξη «ψάρια», με την οποία χαρακτήριζαν τους νέους στρατιώτες, θέλοντας να τους παρομοιάσουν με τους πρωτόμπαρκους που έως να παλιώσουν έμοιαζαν ψάρια έξω από τη θάλασσα καθώς ήταν πολύ δύσκολη η ομαλή επιβίωση τους.

Κάποιοι εκ των παλαιοτέρων ναυτικών του πληρώματος, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και αναστολές, με θρασύτητα και χυδαιότητα, κολλούσαν πιεστικά στους νέους, ειδικά όταν ήσαν εύμορφοι και ευπαρουσίαστοι. Μερικοί υπέκυπταν στις ορέξεις τους από φόβο, ή και για να έχουν την προστασία τους, ενώ όσοι άντεχαν και δεν ενέδιδαν, το πετύχαιναν με σκληρό τρόπο πολεμώντας παντοιοτρόπως και υπερνικόντας την αφόρητη πίεση τους εξασκούσαν. Όσοι δεν άντεχαν ούτε το σκληρό τρόπο, στο επόμενο λιμάνι εγκατέλειπαν το πλοίο φεύγοντας αγαναχτισμένοι και αηδιασμένοι με τη ζωή πάνω στα καράβια.

Αυτή η σκληρή διαβίωση των πρωτόμπαρκων με ανθρώπους στερημένους της συναναστροφής με το αντίθετο φύλο αφού πολλές φορές τα ταξίδια διαρκούσαν πολλές μέρες, τους έκανε ευάλωτους στις σεξουαλικές τους ορέξεις καθώς η στέρηση τους οδηγούσε στην αναζήτηση ομόφυλων σχέσεων. Πολλές φορές ακόμη, ορισμένοι που είχαν τη διαστροφή μέσα τους, όταν είχαν τη δυνατότητα προέβαιναν σε άνομες και αποτρόπαιες πράξεις που προκαλούσαν στα θύματα τους αφόρητη δυστυχία καταστρέφοντας τον ψυχισμό και την προσωπικότητα τους.

Αυτές οι καταστάσεις μαζί και η επικινδυνότητα του επαγγέλματος, ανάγκασαν πολλούς να εγκαταλείψουν τη θάλασσα. Και ένεκα όλων αυτών των πανταχόθεν κινδύνων, υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων η λαϊκή ρήση πως όποιος ναυτικός καταφέρει να την αντέξει έως τρία χρόνια,μετα του γίνεται βίμα, μάν μοία κι΄ αγαπητικιά.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ

Ήμουν πρωτόμπαρκος και οι παλαιοί με θεωρούσαν ψαρωμένο. Όπως συνήθιζαν με όλους τους πρωτάρηδες στη προσπάθεια τους να επιβάλουν την ανωτερότητα τους ως παλαιότεροι που είχαν ένα τέτοιο άγραφο δικαίωμα, με αντίκριζαν και μου συμπεριφέρονταν σαν στραβάδι. Με αρνητική διάθεση μου συμπεριφέρονταν με τσαμπουκά και μαγγιλίκι. Ήταν ένας άγραφος νόμος των ναυτικών, πως έπρεπε οι καινούργιοι να περάσουν τη βάσανο του καψονιού της αγγαρείας και της διαπόμπευσης, για να αποχτήσουν το δικαίωμα της ισοτιμίας με τους αρχαιότερους. 

Ήταν μια κατάσταση όμως που δεν θα μπορούσα να ανεχτώ, και ήμουν αποφασισμένος να την αντιμετωπίσω δυναμικά έως εσχάτων. Ήξερα τις αντιστάσεις και τις αντοχές μου, αλλά περισσότερο το πείσμα μου σε ότι δεν επιθυμούσα. Από πολύ νεαρής ηλικίας ήμουν υπερήφανος και δεν ανεχόμουν τις προσβολές. Αυτού του είδους άτομα που έτειναν να ειρωνεύονται ή να επιβάλλονται, τους αντιγύριζα την ίδια συμπεριφορά.

Ανάμεσα τους ήταν ένας ναύτης ψηλός ξανθός όμοιος εκ σποράς Γερμανικής, ισχυριζόταν πως ήταν Πόντιος πρόσφυγας. Τσαμπουκάς και ξινός, με δέρμα άσπρο σαν γυναίκας και μαλλιά σχεδόν ίδια άσπρα, είχε ένα λεπτό και λιγοστό μουστάκι, είχε και μια αντιπαθητική όξινη φάτσα. Το κορμί του χοντροκόκκαλο, μονοκόμματο και τεράστιο, τον έκαναν να δείχνει σαν οδοστρωτήρας. Ήταν δυνατός και χρησιμοποιούσε αυτή την ισχύ για να επιβάλλεται . Ενώ οι καμπίνες του πληρώματος ήσαν στο πρυμναίο ντεκ, αυτουνού ήταν στο μεσαίο ψηλό της γέφυρας όπου διέμεναν μόνο οι αξιωματικοί της κουβέρτας. Φανερά δήλωνε πως ήταν το πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου, και ολοφάνερη ήταν η αλαζονεία του. Ήταν απλός ναύτης, αλλά διέδιδε πως σύντομα θα προαγόταν σε ανθυποπλοίαρχο. Ήταν μοναχικός αφού όλοι τον απέφευγαν ένεκα του κακού ποιού του. Εργαζόταν σκληρά από μόνος του, χωρίς ο δεύτερος και ο λοστρόμος να τον διατάσσουν. Απέναντι του η συμπεριφορά τους έδειχνε χαλαρή και ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελαν να έρθουν κόντρα μαζί του.

Δεν ήθελαν λοιπόν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον ρουφιάνο του καπετάνιου, οι οποίοι ρουφιανοι δεν έχουν μπέσα ως κακοήθη ανθρωπάκια που αρέσκονται να καρφώνουν τους συνανθρώπους τους στις αρχές και οι οποίες τους έχουν καλά γιατι τους χρειάζονται, γιατι από αυτή τους τη δράση επωφελούνται και διευκολύνονται στην άσκηση της εξουσίας τους.

Η ψυχολογία των ρουφιάνων συναρτάται ως απόρροια των καταπιεσμένων επιθυμιών τους οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο τους εκ της μικροψυχίας τους. Έχοντας αποθυμένα οδηγούνται στην τακτική της ρουφιανιάς για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της περιθωριοποίησης τους, και με την οποία αισθάνονται ανώτεροι από τη μίζερη λειψή τους προσωπικότητα και νιώθουν μια ικανοποίηση που αργά τους οδηγά στο ρουφιάνεμα από αδικαιολόγητη εκδίκηση κατά παντός διπλανού τους.

Αυτός κατά τη γνώμη μου ήταν ο ψηλός ναύτης, ένας τιποτένιος καταδότης που όλο το πλήρωμα τον αντιπαθούσε, αλλά από το φόβο των Ιουδαίων, όλοι με προσποίηση καλόπιαναν. Ήταν μια φανερή κατάσταση που ο ίδιος καταλάβαινε και απολάμβανε από τη θέση ισχύος που κατείχε ως πληροφοριοδότης του καπετάνιου.

Με αυτόν θα είχα την κορυφαία μου σύγκρουση ως πρωτόμπαρκος αλλά και για άλλους λόγους που εν τω μεταξύ επεσυνέβησαν κατά τη διάρκεια του πρώτου καιρού της διαβίωσης μου σε τούτο το πλοίο.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΦΟΡΤΙΟ

Σκυφτός με προσοχή να μην παρασυρθώ από το δυνατό μποτσι, έτριβα τους λεπτούς δίσκους του ντελαβάλ με στουπί για να καθαρίσουν. Ο βρυχηθμός της μηχανής ντίζελ άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγγωνε, ανάλογα με το σκαμπανέβασμα του πλοίου καθώς τα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα γύριζε χωρίς αντίσταση, και ύστερα τανα πάλαι στα βαθιά. Ο τρίτος σε έτοιμη κατάσταση standby είχε το νου του μετα μεγάλης προσοχής σε όποια διαταγή από τη γέφυρα, καθώς ήταν απαραίτητος ο κατάλληλος χειρισμός της μηχανής και η κατάλληλη ρότα στα θεόρατα κύματα και τα δυνατά ρεύματα που μπορούσαν να κρατήσουν το πλοίο να μην βουλιάξει. Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή επίσης το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχια έβγαζε και αυτός βάρδια μαζί μας. Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από δώδεκα μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το πλοίο έγερνε επικίνδυνα και το φορτίο από ξυλεία που μεταφέραμε πολύ μεγαλύτερο από συνήθως. Αφού είχαν γεμίσει τα αμπάρια, πάνω από αυτά τοποθέτησαν μεγάλους σωρούς που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα έδεσαν σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα αν μας έπιανε τρικυμία, αλλά με αυτό το επιπρόσθετο ύψος που προστέθηκε στο κατάστρωμα, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.

Ο καπετάνιος δυστηχώς ρισκάροντας την ασφάλεια του πλοίου κατόπιν διαταγής της εφοπλιστικής ιδιοκτήτριας εταιρείας, υπερφόρτωσε το πλοίο με την ελπιδα πως δεν θα συναντούσαμε μεγάλη τρικυμία. Παίζοντας σε ρουλέτα την ασφάλεια των ναυτικών για περισσότερο κέρδος, τοποθέτησαν παράνομα σε ύψους πολύ μεγαλύτερο φορτίο ώστε η εταιρεία να κερδίσει περισσότερα και ο καπετάνιος ίσως κάποιο μπόνους ή και περισσότερη εύνοια από τους εργοδότες του.

Αναβρασμός και δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε στο πλήρωμα με το υπέρβαρο και ψηλό φορτίο από της αρχής, αφού συχνά τρικύμιαζε η Μαύρη θάλασσα και εύκολα μπορούσε να μας βουλιάξει. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατι η πειθαρχία στα πλοία είναι απόλυτη και οι διαταγές του καπετάνιου νόμος.   

Αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Οδησσού με τη θάλασσα ήσυχη και με ελπίδα πως ίδια θα παρέμενε ώστε νά μην κινδυνεύσουμε. Το δρομολόγιο ήταν μικρό, το πολύ σε πέντε μέρες θα φτάναμε στον προορισμό μας, στην Πρέβεζα της Ελλάδας.

Όμως οι Νηρηίδες της θάλασσας είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία και την υσηχια της θάλασσας, στα καλά καθούμενα άνοιξαν το στόμα τους, φύσηξαν βοριάδες και τα κύματα δυσθεορατα ψήλωσαν ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή και άρπαξαν το πλοίο μας, το σήκωσαν πολύ ψηλά και αρχίνησαν ένα πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλωντας ίσως να το βουλιάξουν.

Είδαμε το χάρο τέσσερα, τον νιώσαμε πολύ κοντά μας καθώς βλέπαμε τη φουρτούνα να δυναμώνει και ώρα με την ώρα όλο να μεγαλώνει. Ο καπετάνιος μετά που πληροφορήθηκε από το Μαρκόνη ότι ο καιρός θα επιδεινωνόταν περισσότερο, κάλεσε σύσκεψη τους αξιωματικούς για να σκεφτούν πώς να τη γλυτώσουμε αφού καλά γνώριζαν την επικινδυνότητα του ψηλού φορτίου ένεκα του τρόπου που ήταν στοιβαγμένο. Ήταν Σουηδική ξυλεία απλωμένη σε όλο το κατάστρωμα σχηματίζοντας πυραμίδα ξεκινώντας από χαμηλά και στοιβαγμένη έως πολύ ψηλά. Η διέλευση από την πρύμνη στην πλώρη ήταν αδύνατη, και όποιος θα τολμούσε να περάσει πάνω από το φορτίο, σίγουρα θα παρασερνόταν από τα κύματα.

Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν μπορούσαν να στείλουν τους ναύτες στο κατάστρωμα για να ξεδέσουν τα ξύλα ώστε να πέσουν στη θάλασσα απελευθερώνοντας το πλοίο από το επικίνδυνο φορτίο. Αποφάσισαν πως ήταν εντελώς αδύνατο, γιατι η θαλασσοταραχή ήταν μεγάλη και θα πνίγονταν. Αποφάσισαν πως μόνο με τύχη θα γλυτώναμε και κατάλληλους χειρισμούς στη πλεύση του πλοίου. Έλαβε διαταγή ο ασυρματιστής να στείλει μήνυμα πως το πλοίο κινδυνεύει, και εμείς σαν πλήρωμα λάβαμε διαταγή να είμαστε  standby και τα σωσίβια έτοιμα.   

Στη πολλή ώρα ο τρίτος με έστειλε πάνω στο ντεκ να φτιάξω καφέ. Μπορεί να κινδυνεύαμε, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε έρθει το τέλος. Εξ άλλου ένας δυνατός πικρός καφές θα μας τόνωνε τον οργανισμό, ίσως και το ηθικό.

Με ανοιχτά τα πόδια για να δίνω το βάρος του κορμιού μου στην άλλη μεριά που έγερνε το πλοίο και βαστώντας γερά από τα ρέλια της σκάλας και ύστερα του διαδρόμου, ξεκίνησα για το κουζινάκι.  Βρήκα το πλήρωμα ναύτες και μηχανικούς να κάθονται όλοι εκεί βουβοί και σκυθρωποί με ανήσυχο βλέμμα, αλλά όλοι έτοιμοι για ότι αν χρειαζόταν. Η βουβαμάρα ήταν βαριά, και το κλίμα πιο βαρύ.

Τα μπρίκια, τα φλιτζάνια και τα ποτήρια πεσμένα χάμω σπασμένα, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στα ράφια όσο καλά στερεωμένα και αν ήταν. Τους ρώτησα αν υπάρχει κάποιο νεότερο, και ο λοστρόμος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Βλέποντας πως δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ, και μη θέλοντας να βλέπω τα φοβισμένα τους πρόσωπα, γύρισα να φύγω να πάω πίσω στη δουλειά μου στο μηχανοστάσιο.

Εκείνη την ώρα ένα μεγαλύτερο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ και μη μπορώντας εγώ να σταθώ στα πόδια μου, με φόρα και δύναμη με άρπαξε η βαρύτητα και με έριξε για καλή μου τύχη πάνω σε ένα συνάδελφο που καλά κρατιόταν καθισμένος στην καρέκλα του την καλά βιδωμένη στο πάτωμα. Ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε, και ένας δυνατός θόρυβος ακολούθησε όπως μετεωρίτες να έπεφταν και να χτυπούσαν τη σκεπή του πρυμναίου ντεκ που μέσα ήμασταν εμείς. Ο θόρυβος ήταν ανατριχιαστικός και υπόκωφος, προς στιγμή σκέφτηκα μήπως βουλιάζαμε, μήπως πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες και αυτές μας συνέθλιβαν, ή μήπως το φορτίο των ξύλων λύθηκε και μας κατέκλυζαν πέφτοντας στο νερό.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΔΟΑΞΑΣΙ Ο ΘΕΟΣ

Ήμασταν στο ντεκ πάνω από το μηχανοστάσιο, στο κομοθέσιο του πληρώματος. Στα δεξιά και αριστερά ήταν οι καμπίνες, και στο κέντρο η κουζίνα και η τραπεζαρία με δυο διαδρομους δεξια και αριστερα. Έξω στην η πρύμη κάτω από τη χοντρή λαμαρίνα του καταστρώματος, ήταν το μικρό τιμονάκι που κρατούσε σταθερή την πορεία μας. Όποτε η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, ο συριχτός ήχος που δημιουργούσε στη πάλη του με τα ρεύματα και τα φουρτουνιασμένα κύματα για να κρατήσει τη πορεία σταθερή, ακουγόταν οξύς και διαπεραστικός. Ήταν η συμπίεση των λαδιών που με τη τεράστια δύναμη του μηχανισμού της υδραυλικής πίεσης, υπερνικούσε την αντίσταση της θάλασσας και κρατούσε σταθερή την πορεία.

Τα κομοθέσια, δηλαδή οι στεγασμένοι χώροι που διαμένουν τα πληρώματα, είναι κατασκευασμένα από χοντρή λαμαρίνα ώστε να αντέχουν στις υγρασίες και τα οξειδωματα της θαλασσινής αλμύρας. Στα μεγάλα πλοία αποτελούνται από τρεις ορόφους κάποτε και περισσότερους, το δικό μας πλοίο όμως ήταν μικρό και το δικό μας κομοθέσιο ήταν μόνο ένας όροφος. Ήταν ένα σφραγισμένο κουτί από χοντρούς μπουλμέδες με στρογγυλά φινιστρίνια από διπλό γυαλί και με σιδερένιες πόρτες που έκλειναν στεγανά, ώστε τις δύσκολες ώρες στις μεγάλες τρικυμίες μας προστάτευε από τη μανία της θάλασσας. Μέσα κλεισμένοι στις καμπίνες μας νιώθαμε το ταρακούνημα από τα κύματα που πολλές φορές μας έριχνε από τις κουκέτες μας, και ακούγαμε το θυμό της θάλασσας που σαν υποχθόνιος βρυχηθμός ήθελε να μας φοβερίσει.

Εμείς όμως πίσω από τις χοντρές λαμαρίνες νιώθαμε ασφαλισμένοι, γιατι πλέον είχαμε συνηθίσει τους κινδύνους από τις μεγάλες θαλασσοταραχές καθώς προηγουμένως πολλές φορές τις είχαμε συναντήσει.      

Αυτή τη φορά όμως τα τεράστια κύματα που έγερναν το πλοίο επικίνδυνα ζερβά και δεξιά κάνοντας τα νεύρα να τεντώνουν από αγωνία, σε μια στιγμή μας έγειραν τόσο πολύ ίσα με τη θάλασσα. Η ανάσα μας κόπηκε, το στομάχι μας δέθηκε κόμπος και ο πανικός μας κυρίευσε. Ήταν πολύ μεγάλη η κλίση που πήρε το πλοίο, σχεδόν έγειρε ενενήντα μοίρες. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του, κανένας που δεν βασταζόταν από κάπου δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Πως ήταν δυνατό να μπορέσει να ισιώσει το πλοίο; Αν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, σίγουρα θα λέγαμε πως όχι, δεν ήταν δυνατό.

Μα πριν κατανοήσουμε πως βουλιάζαμε, πως σίγουρα ήρθε το τέλος μας, ακούσαμε δυνατούς ήχους υπόκωφους από χτυπήματα και νιώσαμε το πλοίο να ισιώνει. Το μεγάλο ταρακούνημα ημέρεψε και έγινε ομαλότερο. Τα δυνατά χτυπήματα σταμάτησαν και έγινε ένα βουητό σιωπής. Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις του ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση του Θεού. Ήταν στιγμές απερίγραπτες που όμως δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε φόβο, γιατι έγιναν όλα σε απειροελάχιστο χρόνο χωρίς η σκέψη μας να προφτάσει να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να εμπεδώσει στις καρδιές μας τον τρόμο.

Όμως τι είχε συμβεί;

Ευτυχώς δεν πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες που κατά τη μυθολογία στέκουν σαν διαχωριστική πύλη ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και τα στενά του Βοσπόρου χτυπώντας και κόβοντας στα δύο τα καράβια στο ανοιγόκλημα τους, ούτε κόπηκε το πλοίο στα δυο από τη μεγάλη θαλασσοταραχή, αλλά ούτε και μας έγειρε μέσα στα νερά το ψηλό και επικίνδυνο φορτίο που μεταφέραμε. Εκείνη τη μέρα οι Άγγελοι του ουρανού μας πρόσεχαν και μας φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να μας τραβήξουν και να μας πνίξουν.

Εκείνη τη μέρα ο  Άγιος Νικόλαος ο προστάτης όλων εμάς των ναυτικών, μας γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Είχαμε την εικόνα του κρεμασμένη στη γέφυρα και όπως εμείς, όλα τα Χριστιανικά πλεούμενα μικρά ή μεγάλα  έχουν την εικόνα του για να τους προστατεύει.

Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστευουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.

Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή αυτό που θέλησε εξ αρχής ο καπετάνιος να κάμει, αλλά ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής ήταν αδύνατο. Στην απόφαση του για τη σωτηρία του πλοίου να ξεδέσει το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα, δεν κατέστη δυνατή η υλοποίηση της, γιατί όποιοι ναύτες το επιχειρούσαν, μόλις βγαίνοντας στο κατάστρωμα τα κύματα αμέσως θα τους έπαιρναν και θα τους έπνιγαν.

Από το δυνατό μπότσι λοιπόν, και το ψηλό φορτίο που έγειρε το πλοίο ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας, τα δεσίματα έσπασαν, τα σχοινιά κόπηκαν και το φορτίο των ξύλων που υπερείχε πάνω από τα αμπάρια παρασύρθηκε στη θάλασσα πολλά εκ των οποίων πέφτοντας με δύναμη χτύπησαν στην οροφή του ακκομοθεσίου προκαλώντας τα υπόκωφα χτυπήματα που είχαμε ακούσει τις ύστατες εκείνες στιγμές του μεγάλου κινδύνου που διατρέξαμε να βυθιστούμε.

Έτσι μ αυτό τον τρόπο σωθήκαμε, η ανακούφιση μας πλημμύρισε τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαριστήσαμε και δοξάσαμε το θεό.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ

Η τρικυμία καταλάγιασε και ο άνεμος σταμάτησε το απαίσιο σφύριγμα του. Όλοι αποκαμωμένοι από τη μεγάλη τρικυμία και το δυνατό μπότζι που μας ταλαιπώρησε ώρες, αλλά περισσότερο από την αγωνία για εκείνες τις δύσκολες στιγμές που παρ ολίγο η θάλασσα να μας επνιγε μες τα βαθιά νερά της, ανακουφισμένοι τώρα και με  ευχαρίστηση στην καρδιά πως τη σκαπουλάραμε, όσοι τελειώσαμε τις βάρδιες μας πήγαμε για ύπνο. Ξάπλωσα ντυμένος με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς, και με τις σκέψεις σε κείνες τις τραγικές στιγμές, αποκοιμήθηκα κουρασμένος και καταπονημένος καθώς ήμουν.

Η άλλη μέρα αργά πριν το μεσημέρι, με βρήκε ακόμα ξαπλωμένο, με τις αχτίδες του ήλιου να περνούν από το φινιστρίνι και να με χτυπούν στα μάτια. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές και έξω ο ουρανός γαλάζιος και ασυννέφιαστος. Γλάροι πετούσαν σημάδι πως ήμασταν κοντά σε στεριά, ενώ το μποτσαρισμα του πλοίου είχε παύσει εντελώς. Σκέφτηκα πως μπήκαμε στα στενά, και πως αφήσαμε πίσω μας την φουρτουνιασμένη μαύρη θάλασσα που ήθελε να μας πνίξει.

Τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων είναι δύο στενοί και επιμήκεις πορθμοί μέσω των οποίων επικοινωνεί ο Εύξεινος Πόντος με τη Μεσόγειο, την Ευρώπη και την Ασία.

Είναι δυο ονομαστά στενά που αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου και ενώνουν τη Μαύρη θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, και ακολούθως με το Αιγαίο Πέλαγος. Είναι από τα πιο επικίνδυνα στενά για τη ναυσιπλοΐα, γι αυτό πάντα τα πλοία που τα διαπλεουν, δια νόμου πρεπει να τα κατευθύνει πιλότος της περιοχής.

Πιλότοι εκ του Αγγλικού όρου ή Πλοηγοί εκ του Ελληνικού, είναι υπάλληλοι με  γνώσεις της θαλάσσιας περιοχής, των συνήθων καιρικών συνθηκών, των ρευμάτων, της παλίρροιας, των βαθών και του είδους βυθού, και τυχόν ναυτικών κινδύνων τηε συγκεκριμένης περιοχής στην οποία αναλαμβάνουν την πλοήγηση των πλοίων. Κάθε φορά που περνούσαμε τα στενά, οι Τουρκικές Ναυτικές υπηρεσίες με την άδεια για τη διέλευση μας, μας παραχωρούσαν και πλοηγό πιλότο.

Μαστουρωμένος από τον ύπνο πριν πάω στο κουζινάκι για καφέ,  δρασκέλισα τη ψηλή πόρτα και βγήκα στο κατάστρωμα να ανασάνω την γεμάτη ιώδιο αλμυρή ατμόσφαιρα. Σαλπάραμε πριν δυο μέρες με το δείλι να γεμίζει πορφυρά χρώματα τον ουρανό, και τώρα εδώ, κοντά μεσημέρι είχαμε τον ήλιο ολόλαμπρο από πάνω να αντανακλάται στα υσηχασμένα νερά δημιουργώντας φωτεινές ίριδες. Εδώ στην τέλειωση της Μαύρης θάλασσας, στήθηκα πρύμα κι αγνάντεψα τις στεριές δεξιά και αριστερά μου. Ένα θέαμα πανέμορφο που όποτε περνούσαμε τα στενά, στεκόμουν κι αποθαύμαζα όσα όμορφα χωρεί ο νους, όλα αραγμένα εμπρός μου εύμορφα και θαυμαστά. Με τις βάρδιες και τα ξενύχτια μέσα στις λαμαρίνες, και στην αφόρητη μοναξιά μας, αυτή η θεα ήταν η μεγάλη πληρωμή μας, γιατι τέτοιες ομορφιές σπάνια συναντά ανθρώπου μάτι. Οι ακτές πυκνοκατοικημένες με υπέροχα αρχοντικά και παλιά κτίρια, πύργους, παλάτια και μικρά νησάκια με πανέμορφα κτίσματα πάνω στημένα αθάνατα στο χρόνο, και ένα ατελείωτο πράσινο βλαστημένο στη μεριά της Ασίας πυκνόφυτο που φιλούσε τη θάλασσα.

Η κουβέρτα ήταν ξεπλυμένη και πεντακάθαρη από τα μεγάλα κύματα της χτεσινής τρικυμίας και οι μπουκαπόρτες ερμητικά έκλειναν τα αμπάρια. Το φορτίο από σανίδια μέσα καλά προφυλαγμένο, ενώ όσο φορτίο είχε πάνω στο κατάστρωμα προηγουμένως στιβαστεί, τώρα παρασυρμένο και χαμένο στη θάλασσα.

Ο δεύτερος καπετάνιος με το λοστρόμο επιθεωρούσαν της ζημιές από την τρικυμία, ενώ η γυναίκα του καπετάνιου που ταξίδευε μαζί μας, ακουμπισμένη στα ρέλια αγνάντευε κι αυτή τις όμορφες ακτές της στεριάς. Ήταν κοντούλα, αλλά αυτό περνούσε απαρατήρητο γιατι είχε ένα τέλειο σώμα που τονιζόταν περισσότερο καθώς ήταν ντυμένη με μπλουτζίν και εφαρμοστή φανέλλα που τόνιζε δυο στητά υπέροχα στήθη που αντανακλούσαν θυλικότητα και ερωτισμό.

Η θυλικότητα είναι η αληθινή μορφή του σώματος και δεν υπάρχει κόσμημα σπανιοτερο από αυτήν. Ίσως γνωρίζοντας το η όμορφη καπετάνισσα και καταλαβαίνοντας την πεθυμιά που εξέπεμπε στους αρσενικούς, ντυνόταν με ρούχα εφαρμοστά που τόνιζαν τις όμορφες καμπύλες της. Σπάνια έφευγε από το πλωριό ντεκ της γέφυρας, αλλά όταν αυτό συνέβαινε, αναστατωμένο το πλήρωμα σύσσωμο προσπαθούσε να την αντικρύσει και να την αποθαυμάσει.

Και αυτή γνωρίζοντας την αναστάτωση που προκαλούσε, κάθε φορά όταν έβγαινε περίπατο στην κουβέρτα, ντυνόταν με ρούχα που επιδύκνειαν το σφριγηλό της στήθος το οποίον της προσέδιδε υπέρτατο αισθησιασμό και σεξουαλισμό.

Γύρισε προς εμένα και βάδισε προς το μέρος μου. Έμεινα εκστατικός να παρακολουθώ το λικνιστό της βήμα και τα μηνίγγια μου ήθελαν να σπάσουν από ταραχή. Μια φορά την είχα δεί από μακριά προηγουμένως, και ξανά τώρα εδώ, δίπλα μου ακριβώς, όπου στάθηκε και με χαιρέτησε.

-Για σου Κύπριε, σε λένε Κυριάκο;

Και πλησιάζοντας με σχεδόν εξ επαφής, άπλωσε το ένα της χέρι και ακούμπησε το δείχτη του χεριού της πάνω στο γυμνό μου στήθος καθώς είχα ξεκούμπωτο το πουκάμισο και με μια αργή κίνηση όπως ένα γλυκό χάϊδεμα το έσυρε αργά προς τα κάτω. Είδε την αναστάτωση που μου προκάλεσε, και μάλλον ευχαριστημένη συνέχισε να με αγγίζει με το δείχτη του χεριού της. Ήταν ένα άγγιγμα φαινομενικά αθώο, μπορεί χάϊδεμα απαλό ή άγγιγμα φιλικό, μπορεί και προσποιητό. Και εγώ ο άμοιρος με σκέψεις οργιαστικές και το σώμα μου να αναριγά, σκέφτηκα πως αν με ένα απλό άγγιγμα του χεριού της μου προκαλούσε τόση αναστάτωση, με το άγγιγμα του κορμιού της μπορεί να με σκότωνε.

Όμως μέσα μου δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις. Πίστευα πως έπαιζε μαζί μου όπως η γάτα με το ποντίκι. Ίσως γνωρίζοντας την σεξουαλική αύρα που εξέπεμπε με την αισθησιακή της έκφραση, της άρεσε να παιδεύει τους αρσενικούς. Διότι δεν ήταν δυνατό, μια καπετάνισσα να έδινε σημασία σε μένα, ένα παιδαρέλι άσημο και πρωτόμπαρκο που κανείς δεν λογάριαζε, εκτός αν είχε βίτσιο, ή καπρίτσιο από υπέρμετρη αυταρέσκεια.

Μετά από χρόνια πολλά που πέρασαν, όταν τη φέρνω στο νου μου θυμάμαι την γλυκιά  αντίθεση ανάμεσα στο αγγελικό της πρόσωπο και στο κολασμένο καλλίγραμμο κορμί της. Θυμάμαι τα μάτια της που όταν με κοίταξαν, αναγνώρισα μέσα τους προστυχιά και ερωτισμό.

Πολλές ήταν οι φορές αργότερα στα διάφορα λιμάνια που όταν αγκάλιαζα γυναίκες, έσβηνα το φως και φανταζόμουν πως αγκάλιαζα αυτήν. Τη φέρω ακόμα στο νου μου ως γλυκεία ανάμνηση κάθε τόσο καιρό, όποτε νοσταλγικά θυμάμαι εκείνους τους καλούς καιρούς στα άλμπουρα της νεότης μου ως ναυτικός και ταξιδευτής της γης και της θαλάσσης.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ 

Τα κουτσομπολιά στο πλοίο έπαιρναν και έφερναν. Στα μουλωχτά και στα κρυφά μεταξύ του πληρώματος τάχατες εμπιστευτικά για να μην τους ακούσει κάποιος χαφιές, κυριαρχούσε η κουβέντα για τη καπετάνισσα.

Ήταν έλεγαν, μια γυναίκα με ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις που χωρίς αναστολές έριχνε τα δίχτυα της σε όποιον γουστάριζε υπό την ανοχή του συζύγου της που έκλεινε τα μάτια μη θέλοντας ίσως να δει κατάματα την οδυνηρή πραγματικότητα, αποφεύγοντας τοιουτοτρόπως συνέπειες που δεν επιθυμούσε.

Ίσως υπέθεταν, να τα είχε με το χαφιέ του καπετάνιου εκείνον τον ξανθό ναύτη με τους πολλούς μύες ίδιον με ντουβάρι, ίσως γι’ αυτό του επέτρεπαν να διαμένει στο πλωριό κομμοθέσιο μαζί τους. Ίσως ακόμα, να είχαν δημιουργήσει ερωτικό τρίγωνο, ένα φαινόμενο αρχέτυπο από καταβολής κόσμου, ανεξαρτήτως κοινωνικών και μορφωτικών στάτους, μιας σεξουαλικής διαστροφής πορωμένων και ζωώδων ενσίκτων χωρίς ηθικές αναστολές.

Της καταλογούσαν ακόλαστες ορέξεις που για να τις ικανοποιήσει δεν δίσταζε να προβαίνει σε πράξεις που πίσω άφηναν στάχτες και αποκαΐδια. Συμπεριφορές χωρίς ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες, μια στάση ζωής πολύ απελευθερωμένης από οποιαδήποτε σεξουαλική κουλτούρα.

Οι φήμες μεταξύ του πληρώματος οργίαζαν, ο καθένας πρόσθετε κάτι δικό του, και πόσα ήταν αληθινά μόνο ο θεός ήξερε. Ακόλαστους τους έλεγαν, και ανάλγητους βιτσιόζους της προστυχιάς τους κατονόμαζαν.

Βαριές κουβέντες, συνηθισμένες μεταξύ των αθκιασερών. Κουβέντες αληθινές και ψεύτικες, μια αγαπημένη ενασχόληση και ένα θλιβερό χόμπι των υποκριτών ανθρώπων που αγαπώντας τις ίντριγκες και τις δόλιες  μηχανορραφίες, χωρίς άλλο λόγο εκτός της προσωπικής ευχαρίστησης, προσπαθούσαν από ζηλοφθονία, με μανία να προκαλέσουν βλάβη στους άλλους.

Η απιστία είναι ένα οδυνηρό γεγονός που κλονίζει τη σχέση του αντρογύνου.  Οι λόγοι είναι διαφορετικοί, κάποτε αυστηρά προσωπικοί και μοναδικοί καθώς άλλο είναι το σεξ, άλλο η αγάπη. Συνήθως ότι μένει κρυφό δεν πληγώνει, αλλά αν αυτό φανερωθεί, τότε προκύπτουν οι συνέπειες. Πολλές φορές όμως, σε κάποια ζευγάρια μοντέρνα και προχωρημένα, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις, ώστε να μπορούν να μειώνουν τις ενοχές. Κάποιοι μεταξύ τους συμβιβάζονται και συνεργάζονται σε σχέσεις καθαρά απόλαυσης και ηδονής, χωρίς δεσμεύσεις ή οικείες σχέσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν διασάλευση και ρήξη αναμεταξύ του αντρογύνου. Τοιουτοτρόπως δεν χρειάζεται από καμιά πλευρά να ειπωθούν ψέματα και δικαιολογίες, καθώς υπάρχει η συνενοχή ή και η συμμετοχή. Ενεργώντας δι αυτού του τρόπου οι άνθρωποι, δεν υπόκεινται στη βάσανο ενός οδυνηρού χωρισμού, ούτε διακατέχονται από συναισθήματα που φθείρουν τη ψυχή, όπως ζήλεια, θυμό και θλίψη. 

Αυτά αποφάνθηκε ο δεύτερος μηχανικός που θέλοντας να παραστήσει τον φιλόσοφο, έδωσε μια λογική εξήγηση και βρήκε ένα δίκαιο στους ανθρώπους που έπρατταν ομοίως. Όμως σε όλους μας ήταν γνωστή και η δική του ιστορία, πως και αυτουνού η μοίρα τον ήθελε ένα δυστυχή άνθρωπο που η σύζυγος του μια χοντρή και καθόλου συμπαθητική γυναίκα, του είχε κάνει το βίο δύσκολο. Μπροστά στα μάτια του φλερτάριζε με τον καθένα, στην προσπάθεια της επί σκοπού να τον μειώσει και να τον ρεζιλέψει. Ήταν φανερό πως ήταν μοχθηρή και του είχε επιβληθεί με φανερά τα αποτελέσματα. Αυτή ευτραφής και στρουμπουλή, αυτός ισχνός,  πετσί και κόκαλο, τον είχε ρέψει με την κακία της. Ερχόταν και έμενε μαζί του κατά καιρούς όποτε βαριόταν τη στεριανή ζωή και επιθυμούσε μια αλλαγή. Ήταν φανερό πως θέλοντας να δικαιολογήσει τη δική του ανοχή έναντι της, και νιώθοντας ενοχή για τη χαλαρή συμπεριφορά του, προσπαθούσε μέσα από φιλοσοφικές σοφιστείες να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα των άλλων.

Έτσι λοιπόν τα λόγια έπαιρναν και έφερναν, είχε δι αυτού του τρόπου το πλήρωμα κουβέντες να λέει και να συζητά περνώντας έτσι ευχάριστα τις ατελείωτες ώρες πάνω στο πλοίο.

Πολλές ιστορίες πραγματικές υπάρχουν που όπλισαν χέρια και τα έκαμαν δολοφονικά αδίκως, μόνο και μόνο από λόγια συκοφαντών, ψεύτικα και παραπλανητικά που έκαμαν κάποιους να πιστέψουν πως συνομωσίες υφαίνονταν εναντίον τους στα σκοτεινά.

Θέλω να πω πως όλα έμοιαζαν λόγια αληθινά, αλλά ήταν λόγια που κακοί ναυτικοί τα χρησιμοποίησαν για να βλάψουν ανθρώπους. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν προβλήματα σε μένα και να με εκφοβίσουν παίρνοντας και φέρνοντας κουβέντες και κουτσομπολιά.

Άρχισαν τις διαβολές πως έτσι είπε αυτός, ή πως έτσι είπα εγώ. Ξεκίνησε την κουβέντα ο λοστρόμος λέγοντας μου πως βλέποντας τη καπετάνισσα να έχει γούστο σε μένα, ο ξανθός ναύτης ζήλεψε και θύμωσε, γι αυτό έπρεπε εγώ να προσέχω γιατι ήταν μοχθηρός και για να με κάνει να τον πιστέψω, μου εξιστόρησε ένα παλαιότερο γεγονός, πως σε μια ίδια ιστορία πριν λίγο καιρό με την ίδια υποψία, κάθε μέρα έδερνε ένα καημένο νέο ώσπου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το πλοίο στο επόμενο λιμάνι.

Δεν έδωσα πολλή σημασία, γιατί σκέφτηκα πως δεν θα έδινα λόγο για δημιουργία παρεξηγήσεων, ούτε θα αφηνόμουν να παρασυρθώ σε ερωτικά παιχνίδια επικίνδυνα εν μέσω πελάγου όπου κάποιον εύκολα μπορούσε να τον παρασύρει και να τον πνίξει κάποιο τρικυμισμένο κύμα, άρα τοιουτοτρόπως θα καταλάγιαζαν οι τυχόν υποψίες και ζήλειες του υποτιθέμενου αγαπητικού των καπεταναίων.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, Η ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ 

Καθημερινά στις 12 η ώρα μαζευόμασταν στη μικρή τραπεζαρία για το μεσημεριανό φαγητό. Ο μάγειρας ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος που όσο μπόι του έλειπε τόση μαεστρία είχε στην τέχνη του, έφτιαχνε καταπληχτικά φαγητά που όλοι περιμέναμε με αδημονία να γευτούμε. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο που ότι άγγιζε το μαγείρευε εξαιρετικά, φαγητά και λιχουδιές που προσμέναμε όχι μόνο για να θρεψουμε την πείνα μας, αλλά και να απολαύσουμε γεύσεις εξαιρετικές που πολύ καλά ήξερε να δημιουργεί.

Παρ’ όλη όμως την ευχαρίστηση των σπουδαίων γεύσεων που με αγαλλίαση πρόσμενα, εκείνες τις ώρες  πάντα ένιωθα μια ανησυχία. Ήταν οι μοναδικές στιγμές που συναπαντιόμασταν με τον μαντράχαλο σπιούνο του καπετάνιου. Ερχόταν από τους πρώτους και αφού έτρωγε βιαστικά, κουβαλούσε στο πλωριό ντεκ ένα δίσκο με φαγητό που ετοίμαζε ο μάγειρας για τον καπετάνιο και την καπετάνισσα οι οποίοι συνήθως έτρωγαν στην καμπίνα τους.   

Ανάμεσα μας είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη ένταση, και ένιωθα το βλέμμα του πάντα απειλητικό στραμμένο σε μένα, καταλαβαίνοντας πως η στιγμή της σύγκρουσης μας ήταν αναπόφευκτη. Κάποιοι ναύτες από το πλήρωμα σπιούνοι κυρίως μαέστροι του κουτσομπολιού, έπαιρναν και έφερναν κουβέντες που όξυναν τα πνεύματα ανάμεσα μας. Εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη του προσκόλληση και την ιδιαίτερη Ιψενική σχέση που ίσως είχε με τον καπετάνιο και τη καπετάνισσα, και μετά το θλιβερό όπως αποδείχτηκε επεισόδιο της φιλάρεσκης συμπεριφοράς της καπετάνισσας προς  εμένα, κουτσομπολεύοντας κατασκεύασαν σενάρια και δημιούργησαν ίντριγκες, δολοπλοκίες και ραδιουργίες εκ του μηδενός. Έφτιαξαν μια τεχνητή κατάσταση αντιπαράθεσης με αιτία την υποθετική αισθηματική προτίμηση της καπετάνισσας που έκανε τον δυστηχή νάυτη να πιστεύει πως ήμασταν μεγάλοι αντίζηλοι και αδυσώπητοι εχθροί. Απύθμενο μίσος μέσα του μαζεύτηκε με τον καιρό, έτοιμο να ξεχειλίσει και να ξεκινήσει ίσως ένα καυγά μέχρι εσχάτων εκεί στα άγνωστα μέρη, μέσα σε θάλασσες αχανείς και έρημες που πολλούς ναυτικούς είχε καταπιεί το μαύρο της σκοτάδι μέσα σε νύχτες σκοτεινές και ασέληνες.

Έσπειραν και καλλιέργησαν στη ψυχή του μεγάλη ζήλια και υποψία πως ήμουν αντίζηλος του, ενώ στη δική μου αντίληψη μια βεβαιότητα με τον καιρό επικράτησε, πως το απλό αθώο επεισόδιο με την καπετάνισσα, μόνο αυτό, αρκούσε για να τον στρέψει σφόδρα εναντίον μου σαν ένα θηρίο άγριο και αιμοβόρο.

Και γω ο άμοιρος γνωρίζοντας την ανεπάρκεια μου απέναντι του καθώς ήταν πολύ μεγαλόσωμος, φρόντιζα να πηγαίνω καθυστερημένος για φαγητό όταν όλο το πλήρωμα ήταν μαζεμένο, ένας τρόπος που αποδείχτηκε αποτρεπτικός παράγοντας και για αρκετό καιρό τον κράτησε μακριά μου.

Ο φόβος όμως φώλιασε στη ψυχή μου, ένας τρόμος που όσο με κουτσομπολιά και λόγια συντηρείτο από τους καλούς μου συναδέλφους, με τον καιρό μεγάλωνε και γινόταν πανικός και εφιάλτης, ένα αδυσώπητο βάσανο στη σκέψη και στο είναι μου που όσο ο καιρός περνούσε, ένιωθα την αντιπαράθεση υπόγεια να υποβόσκει, και έβλεπα το μίσος ξεκάθαρα ζωγραφισμένο την όψη του να μεγαλώνει.

Όλοι μας καταλαβαίναμε πως το κακό πολύ σύντομα θα ξεσπούσε. Οι περισσότεροι με αδημονία και χαιρεκακία περίμεναν να παρακολουθήσουν ένα τρικούβερτο καυγά να συμβαίνει ώστε σαν θεατές καλά να απολαύσουν και ύστερα τις επόμενες μέρες να έχουν τροφή για συζήτηση σπάζοντας τοιουτοτρόπως τη μονότονη και απέραντη μοναξιά τους πάνω στο πλοίο.

Και εγώ στις μαύρες σκέψεις μου πίστεψα τελικά πως δεν υπήρχε άλλη λύση, ή θα με σακάτευε αυτός, ή πρώτος εγώ έπρεπε κάποια νύχτα σκοτεινή να τον σκότωνα στον ύπνο του και ύστερα κρυφά να τον έριχνα να τον φαν τα ψάρια. Όσο οι μέρες περνούσαν πιο πολύ σκεφτόμουν αυτή τη λυση, ώσπου με τον καιρό μου έγινε βίωμα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Με τις ώρες στις βάρδιες μου σκεφτόμουν τρόπους πως θα ενεργούσα, παρακολουθούσα τις κινήσεις του και κατασκεύαζα σενάρια. Κατέστρωσα ένα σχέδιο, αλλά μια μεγάλη δυσκολία υπήρχε που με κατέτρωγε, αν θα έβρισκα το θάρρος να προβώ στην αποτρόπαιη πράξη, καθώς δεν είχα στο αίμα μου δολοφονικές τάσεις. Αυτή η τρομερή αμφιβολία δεν με άφηνε να προχωρήσω στο σχέδιο μου που θα με απάλλασσε από τον καθημερινό μου εφιάλτη που βασανιστικά μέσα μου φωλιασμένος ο τρόμος ταλαιπωρούσε το νου μου.

Ήταν μια μέρα δεν είχε τρικυμία, αλλά είχε μεγάλα υπόγεια ρεύματα που έκαναν το πλοίο να μποτσάρει ενοχλητικά. Είχαμε ξεπλύνει και καθαρίσει τη μηχανή και το πετρέλαιο που χρησιμοποιήσαμε γέμισε στις σεντίνες. Σεντίνες είναι το κάτω μέρος του μηχανοστασίου όπου συγκεντρώνονται τα απόνερα. Από το μεγάλο μπατάρισμα όμως τα απόνερα κινδύνευαν να υπερχειλίσουν καθώς πολύ έγερνε το πλοίο, και να λερώσουν το πάτωμα. Είχα λάβει λοιπόν ειδοποίηση από τον δεύτερο μηχανικό να βιαστώ να φάω για μεσημέρι και γρήγορα να κατεβώ στη μηχανή να ξεκινήσω την αντλία να αδειάσω τα απόνερα.

Έβαλα τις φόρμες εργασίας και πήγα στην κουζίνα όπου εξήγησα στον καλό μας μάγειρα τα πράγματα. Αυτός, άνθρωπος πάντα με ένα χαμόγελο και ένα αστείο στα χείλη, με πολλή ευχαρίστηση μου είπε να πάω στην τραπεζαρία να καθίσω, και αυτός ο ίδιος χωρίς να περιμένει τον καμαρότο, θα μου έφερνε το φαγητό μου.

Ευχαριστημένος γιατί θα έτρωγα πριν την κανονική ώρα και τοιουτοτρόπως θα γλύτωνα το κακό συναπαντημα με τον κακό ναύτη, κάθισα σε μια καρέκλα που ήταν βιδωμένη στο πάτωμα για να μην κουνιέται καθώς κουνιόταν το πλοίο, και ακούμπησα τα χέρια στο τραπέζι προσμένοντας με λαχτάρα τα καλούδια φαγητά του καλού μας μάγειρα. Έγειρα τη ράχη πίσω, και η ματιά μου έμεινε να κοιτάζει την πόρτα προσμένιντας το μάγειρα με τα καλύτερα φαγητά…

Είδα πρώτα τη σκιά του να μπαίνει στην πόρτα, και κάτι δεν μου άρεσε καθώς μου φάνηκε διαφορετική. Αμέσως συνειδητοποίησα πως δεν ήταν ο μάγειρας, αλλά ο αδυσώπητος εχθρός μου, ο ιδαίτερος ναύτης του καπετάνιου.

Μεγάλος φόβος με έζωσε, αλλά μηχανικά όπως πολλές φορές είχα σκεφτεί πως θα αντιδρούσα στην περίπτωση όταν θα προέκυπτε, σηκώθηκα και αμέσως όρμησα σκυφτός και τον άρπαξα από τα μεγάλα πόδια. Με όλη μου τη δύναμη τον σήκωσα, μια δύναμη που είχε πολλαπλασιαστεί από το φόβο που είχα μέσα μου, και το σώμα του έγειρε και έπεσε κάτω και εγώ πάνω του. Ένας βαρύς γδούπος ακούστηκε, καθώς το κεφάλι του με περισσή δύναμη από τη φόρα που τον έσπρωξα, χτύπησε στον μπουλμέ του τοίχου. Μονομιάς σηκώθηκα έτοιμος να τον κλωτσήσω, αλλά ξαφνιασμένος τον είδα να μένει χάμω καθιστός με απλανές βλέμμα.

Έμεινε κάτω λίγη ώρα, και ύστερα σηκώθηκε ζαλισμένος και έσυρε τα βήματα του στο διάδρομο που οδηγούσε έξω στην κουβέρτα, στη μεριά της πλώρης.

Πιο πέρα ο μάγειρας  έστεκε ξαφνιασμένος παρακολουθώντας και  μη πιστεύοντας πως όσα συνέβηκαν ήταν πραγματικά, πως ο μεγαλόσωμος ναύτης έφευγε με την ουρά στα σκέλια.

Πολύ θα ήθελα ο άμοιρος να είχα ξεμπερδέψει και το θηρίο να ημερέψει, να του περάσει το άχτι. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως φοβήθηκε, πως έτσι απλά τα παράτησε. Δεν πίστευα πως έστω λίγο φοβήθηκε.

Ήταν γεγονός πως εγώ έδειξα μεγάλη αφοβιά, πως κατάφερα να τον ρίξω κάτω, όμως δεν πίστεψα πως φοβήθηκε, πώς η μάχη είχε τελειώσει. Ήταν η πρώτη μας σύγκρουση και είχα την πρώτη ρεβάνς. Αλλά δέν μπορούσα στη σύγκριση να μου δώσω υπεροχή, καθώς τα μεγέθη μας ήταν ανυπέρβλητα. Εγώ νεαρός, αδύνατος και κοντός, αυτός τριαντάρης ψηλός ίσα με δύο μέτρα, και ένα κορμί ντουβάρι μόνο μύες και χοντρά μούσκουλα. 

Πραγματικώς την ώρα του φευγιού του ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, είχα γλυτώσει έστω προσωρινά από μια δύσκολη κατάσταση. Ήξερα πως δεν είχε τελειώσει η ιστορία, σκέφτηκα πως απλά είχε πονέσει πολύ, και υποχώρησε προσωρινά.

 Όλοι με θαύμασαν, όλοι με παίνεψαν, και όλοι κατηγόρησαν τον ψηλό ναύτη πώς ήταν δειλός.

Χαιρόμουν ιδιαίτερα που εύκολα γλύτωσα από τα χέρια του, και το μυαλό μου ημέρεψε λίγο που για μέρες πολλές τώρα ήταν σε ένταση από την αγωνιώδη προσμονή της σύγκρουσης μας.

Σκέφτηκα πως από τώρα και εξής, η ζωή μου ως πρωτόμπαρκου ναυτικού τουλάχιζτον είχε μπει σε μια καλύτερη διάσταση, και δεν θα είχα πλέον εχθρικές συμπεριφορές από τους παλιότερους που υποτιμητικά συνήθιζαν να συμπεριφέρονται στους καινούργιους…

Και πραγματικώς η συμπεριφορά τους άλλαξε, μου φέρονταν με σεβασμό και εκτίμηση, και με έβλεπαν από άλλη σκοπιά καθώς στη σύγκρουση μου, έδειξα πρωτόγνωρη τόλμη.

Οι μέρες περνούσαν και ήταν όλα καλά, εξόν από την παράξενη απουσία του ναύτη που έπαψε να κυκλοφορεί στο επίστεγο κομοθέσιο του πληρώματος. Έμενε στο πρόστεγο της γέφυρας με τον Καπετάνιο και τη καπετάνισσα. Ούτε στο κατάστρωμα για εργασία δεν παρουσιαζόταν. Σταμάτησε να μεταφέρει όπως πριν το φαγητό στον καπετάνιο, και τη μεταφορά ανέλαβε ο καμαρότος. Ήταν μια παράξενη συμπεριφορά που κανείς στο πλήρωμα δεν μπορούσε να εννοήσει, έτσι και πάλιν άρχισαν οι υποθέσεις και τα κουτσομπολιά να παίρνουν και να φέρνουν. Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό, δημιουργήθηκε μια παραφιλολογία που με ευχαρίστηση συζητούσαν στ σχόλη τους, σπάζοντας δι αυτού του τρόπου τη μονοτονία της καθημερινότητας τους.

Και συνέχιζαν να συζητούν, και με συμπόνοια αναφέρονταν σε μένα τον καημένο πρωτόμπαρκο Κύπριο που για ένα καρβέλι ψωμί ήμουν στα ξένα μέρη μέσα στα βαθιά πελάγη και στους ωκεανούς. Που έφυγα από την πατρίδα μου εκείνους τους καιρούς του πολέμου, που γλύτωσα από τους Τούρκους, αλλά που κινδύνευα να με φαν τα σκυλόψαρα κάποια σκοτεινή βραδυά ένεκα μιας αδικαιολόγητης παράλογης ζήλειας που καρφώθηκε μέσα στο ξερό κεφάλι κάποιο τρελλού ναυτικού.

Περνούσαν οι μλερες, περνούσαν οι εβδομάδες, και η ζωή στο πλοίο κυλούσε τον συνηθισμένο ρυθμό της. Σκληρή εργασία και απέραντη μοναξιά, η Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο πάντα πανέμορφες θάλασσες,  πότε αγριεμένες και πότε γαλήνιες, μας περιέκλειαν με τα μυστήρια τους. Και την ώρα της σχόλης μας εμείς οι ναυτικοί, λέγαμε ιστορίες θαλασσινές για να περνά η ώρα.

Τα κουτσομπολιά αραίωσαν σιγά, και με τον καιρό σταμάτησαν. Που και που ο κακός ναύτης κυκλοφορούσε ανάμεσα στο άλλο πλήρωμα, όμως ήταν απόμακρος και σιωπηλός. Είχε αλλάξει συμπεριφορά, κοίταγε όλους με βλέμμα μοιαστό επικίνδυνου φοβισμένου θηρίου, ενώ όταν συναντούσε έμενα με προσπερνούσε χωρίς να με κοιτάσει στα ίσια.

Κάποιοι είπαν πως σαλτάρισε, και άλλοι πως του έμεινε ζημιά από το δυνατό χτύπημα πάνω στον μπουλμέ.

Μα στο δικό μου μυαλό υπήρχε η έγνοια, γι αυτό ήμουν πάντα προσεκτικό. Το ένστικτο μου με προειδοποιούσε πως κάτι κακό εν τελει θα συνέβαινε. Καταλάβαινα πως καθώς ήταν νοητικά διαφορετικός, ίσως κάποια στιγμή το θολωμένο του μυαλό να αντιδρούσε επίσης διαφορετικα, καθώς οι σκέψεις των τρελλών πολύ από την κοινή λογική απέχουν.

Πολλές φορές στις ατελείωτες βάρδιες μου κάτω στη μηχανή είχα σκεφτεί την κατάσταση, και για ώρες προσπαθούσα να την αναλύσω. Καταλάβαινα πως η συμπεριφορά του έκρυβε ένα σιωπηλό κίνδυνο, και αλλοίμονο την ώρα που η οργή του θα ξεσπούσε. Πάντα προσεκτικός χωρίς να επαναπαυτώ επειδή πέρασε καιρός, απέφευγα όσο μπορούσα να συναπαντηθώ μαζί του, και όταν σπάνια συνέβαινε, ήμουν standby και σε εγρήγορση.

Στο εργαστήριο του μηχανοστασίου έφτιαξα ένα γατζόκλειδο σε διαστάσεις μετρημένες ώστε να είναι ευκολόχρηστο στα χέρια μου, όχι ως εργαλείο για τα βάλβς, αλλά ως όπλο για να αντισταθώ  αν χρειαζόταν.

Σαν δόκιμος μηχανικός λοιπόν,  κυκλοφορούσα με το γατζοκλειδο ανά χείρας ως μέρος της δουλειάς μου, αλλά  θέλοντας ταυτοχρονως να επιδείξω και μια δύναμη αντίστασης. Ίσως να είχε αποτέλεσμα η πράξη μου, καθώς πέρασαν πολλές μέρες, εβδομάδες και μήνες, χωρίς τίποτα να συμβεί. Άρχισα να αναθεωρώ τις σκέψεις μου, και με ανακούφιση στο τέλος συμπαίρανα πώς όλα ήταν της σκέψης μου, και πως είχα είχαν τελέψει.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΜΠΑΡΚΟΙ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Πέρασαν έξι μήνες και όλα ήταν καλά. Ένα δυο φορές δοκίμασα να σπάσω τον πάγο απευθύνοντας του το λόγο, αλλά έμενε σιωπηλός. Δεν το θεώρησα παράλογο, γιατί την ίδια συμπεριφορά είχε και με το υπόλοιπο πλήρωμα. Πίστεψα πως του έφυγε η κακία, και πως δεν ήταν  τόσο άγριος και επικίνδυνος όσο φαινόταν. Πως η προηγούμενη επιθετικότητα  έναντι μου ήταν της στιγμής, γιατί ίσως τον έβαλαν επιτήδειοι και συκοφάντες εκ του πληρώματος. Έτσι ενώ είχε περάσει στη σκέψη μου να ξεμπαρκάρω ένεκα της προκληθείσης κατάστασης, τώρα αναθεώρησα και ήθελα να παραμείνω στο πλοίο περισσότερο καιρό. Ήταν μικρό και καλοτάξιδο σκαρί που έκανε κοντινά δρομολόγια στη Μεσόγειο και που κάθε τόσες μέρες έπιανε Ελληνικό λιμάνι. Σε τέτοια  πλοία σπάνια αδειάζουν θέσεις, γιατί οι ναυτικοί πολύ τις επιθυμούν, καθώς τοιουτοτρόπως δεν ευρίσκονται επί μακρόν μακριά από την πατρίδα και την οικογένεια τους.

Η καμπίνα μου ήταν μοναχική ξέχωρη από τις άλλες, πάνω στο πρυμναίο ντεκ, δίπλα στη τσιμινιέρα του πλοίου. Η καπνιά από το φουγάρο άφηνε πίσω μια μακριά ουρά, ενώ όταν ο άνεμος φυσούσε ανακατωμένα, τη διασκόρπιζε και την έριχνε στο κατάστρωμα και ιδιαιτέρα έλουζε την καμπίνα μου που το άστρο χρώμα της έγινε γκριζωπό, όσο και άν τα ψηλά κύματα πολύ τακτικά την ξέπλεναν. Πολλές φορές τούφες άκαης καπνιάς έπεφταν πάνω μου σαν αραιή βροχή, όταν μπαινόβγαινα στην καμπίνα μου.

Όμως, στο φουγάρο δίπλα πολλές ώρες του ελεύθερου μου χρόνου άραζα ρεμβάζοντας και παρακολουθώντας τα τερτίπια της θάλασσας. Μετρούσα τα κύματα και παρακολουθούσα τα δελφίνια χαρούμενα να πλέουν πάνω από το νερό, ενώ ο βαθύς ορίζοντας μας έγνεφε να τον ακολουθήσουμε στα πέρατα του κόσμου. Μου άρεσε ιδιαίτερα να κάθομαι και να αποθαυμάζω τις πανέμορφες στεριές του Βοσπόρου. Πολλές φορές διασχίσαμε τον Ελλήσποντο, και όλες τις φορές, πάνω ψηλά στη τσιμινιέρα στεκόμουν και αγνάντευα τα πανέμορφα παράλια που απλώνονταν γύρω μου.

Τη καμπίνα μου από τη μηχανή χώριζαν δυο σκάλες. Η πρώτη μικρή ισα με δυο μέτρα οδηγούσε στο κατάστρωμα, και η δεύτερη αρκετά μεγάλη, οδηγούσε στο μηχανοστάσιο. Ενδιάμεσα τους ήσαν οι καμπίνες του πληρώματος και η κουζίνα με την τραπεζαρία. Στην αρχή μετρούσα τα σκαλοπάτια κάθε φορά που τα ανεβοκατέβαινα, αλλά σιγά με τον καιρό ξεπέρασα τη συνηθεια. Όλο μου το δρομολόγιο ήταν αυτό, και όσο καιρό ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο, μόνο ελάχιστες φορές είχα περπατήσει ως την πλώρη. Ήταν ένας τρόπος να αποφεύγω τις κακές συναπαντήσεις.

Καθώς ο καιρός όμως πέρασε χωρίς να συμβεί τίποτα, έγινα απρόσεκτος. Άρχισα ελεύθερα να κυκλοφορώ πάνω στο πλοίο ή έξω στα λιμάνια, χωρίς ιδιαίτερα να προσέχω.

Εκεί λοιπόν που όλα ξεχάστηκαν, κάποια μέρα ένα δείλη που άρχισε να σκοτεινιάζει, βγαίνοντας από την ζέστη του μηχανοστασίου, δεν ανέβηκα τα σκαλοπάτια που με οδηγούσαν στην καμπίνα μου, παρά τα βήματα μου με οδήγησαν προς την πλώρη θέλοντας να απολαύσω το θαλασσινό αεράκι που ήρεμα φυσούσε και τον ήλιο που έγερνε και χανόταν πέρα στον ορίζοντα της θάλασσας. Δεν είχα σκοπό να πάω ως πέρα, είχα σκοπό μόνο να περπατήσω λίγο.

Σε λίγα μέτρα πίσω από το υπερυψωμένο πρώτο αμπάρι, πετάχτηκε άξαφνα εμπρός μου και απρόσμενα σαν τον Φάντη μπαστούνι ο ναύτης. Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο. 

Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.

Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου το κυριεύτηκε από τρόμο.

Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…

Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.

Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;

Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα.  Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…

Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και ο έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας που έκλεινε το αμπάρι. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω  πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.

Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα.

 Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.

Η ΓΑΜΗΛΙΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

Μόλις το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Νοβορωσίσκ, ο Κατσιβάκης ένας ναύτης με τα καλά του ντυμένος έτοιμος, πήδηξε στο μόλο και με βιαστικό βήμα προχώρησε προς την έξοδο του λιμανιού γνέφοντας με δυνατές κινήσεις του σε ένα ταξί που ήταν σταματημένο σε μια άκρη.

Το Νοβορωσίσκ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μαύρη θάλασσα. Δεν είναι τουριστική αλλα βιομηχανική πόλη παραγωγής μετάλλων και τροφίμων. Παλαιότερα έως την Οκτωβριανή επανάσταση, στην πόλη υπήρχε πανίσχυρη ελληνική ομογένεια.

Αυτό που τώρα έκανε την πόλη πανέμορφη, ήταν το απέραντο πράσινο που με τον καιρό τώρα της Άνοιξης και τα χιόνια που σχεδόν είχαν λιώσει, η βλάστηση οργίαζε και τα χαμηλά τριόροφα κτίρια ομοιόμορφα κτισμένα, ήταν χωσμένα πίσω από φραγμούς και δένδρα. Όπου το μάτι πλανιώταν, υπήρχε παντού πράσινο. Ήταν ένα ωραιότατο θέαμα, χάρμα οφθαλμών.

Το ίδιο ωραίος και ο ναύτης ντυμένος με την καλή του φορεσιά, σε εκείνο το ταξίδι θα νυμφευόταν την αγαπημένη του Ρωσίδα που για πολύ καιρό τώρα, τον είχε μαγέψει με την ομορφιά της. Την γνώρισε από την πρώτη μέρα στο πρώτο του ταξίδι πριν καιρό, και την έκαμε αγαπητικιά του για μια νύχτα, προσφέροντας της μια μπλούζα της τελευταίας μόδας που έφερε από την Ελλάδα. Από εκείνη τη φορά του έμεινε καταδική του, και κάθε φορά τον περίμενε στην άκρη του μόλου, και αυτός πάντα σε κάθε επίσκεψη της έφερνε δώρα, κυρίως φορέματα και λεπτά εσώρουχα της μόδας που στην πάλαι Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ ακριβά και δυσέβρετα, καθώς δεν ήταν είδη πρώτης ανάγκης και το καθεστώς απέτρεπε την εισαγωγή τους επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς.

Είχαν ξεκινήσει μια απλή σεξουαλική σχέση όταν την ψώνισε στο ντόκο που έκανε τσάρκα, που στο χρόνο όμως φούντωσε σε σχέση έρωτος και αγάπης, που να τώρα, κατέληγε σε γάμο. Εκείνους τους καιρούς που οι πολίτες  ένιωθαν την καταπίεση του Κομμουνιστικού καθεστώτος, σίγουρα τέτοια καλή ευκαιρία πολλές κοπέλες την γύρευαν. Γι αυτό, αν τον αγαπούσε ή όχι εκείνη μόνο ήξερε, πάντως η απάντηση της ήταν ότι δεχόταν να τον παντρευτεί και να φύγει μαζί του στην Ελλάδα.

Ήταν μια κούκλα αληθινή, πολύ επιθυμητή, με ένα κορμί θεσπέσιο που ανάσταινε πεθαμένους. Ήταν ψηλή και καλλίγραμμη, είχε πρόσωπο τέλειο, άσπρο, αφράτο και ττορφαντό. Είχε μια άγρια ομορφιά και ένα ύφος ατίθασο, που μας έκανε να διερωτόμαστε αν θα μπορούσε να την τιθασεύσει. Τα είχε όλα για να επιτύχει στο Αμερικάνικο σινεμά. Είχε όμως την κακή τύχη να ζει στη Ρωσία αντί στην Αμερική. Δεν γνωρίζαμε λοιπόν, ποιος έκανε χάρη σε ποιον. Ο Κατσιβάκης που έπαιρνε μια λιμανίσια γυναίκα να την κάνει κυρά προκομμένη, ή η όμορφη Ρωσίδα Λιούπα  την έλεγαν, που του χάριζε τον θεσπέσιο εαυτό της με το καλλίγραμμο κορμί και τη σπάνια ομορφιά.

Πιστεύω πως και οι δυο ήταν κερδισμένοι. Αυτός θα παντρευόταν μια κουκλάρα που ούτε στο όνειρο του ίσως θα μπορούσε να φανταστεί, και αυτή θα μπορούσε να ξεφύγει από τη μιζέρια και το στενό περιορισμό στην ίδια της τη χώρα.

Θα μπορούσε να πάρει χαρτί εξόδου μόνο με αυτό τον τρόπο. Οι κανονισμοί ήσαν αυστηροί και δεν επέτρεπαν εύκολα σε πολίτες να εγκαταλείψουν τη χώρα, γιατί ήταν γνωστό, όσοι έφευγαν, δεν ξαναγύριζαν. Προτιμούσαν τις χώρες της Δύσης που η ελευθερία ήταν κεκτημένο αγαθό σε σχέση με τον τόπο τους που τα πάντα ήταν υπό τη σκέπη του κράτους.

Πόσο θα άντεχε ένας τέτοιος γάμος κανείς μας στο πλήρωμα δεν ήξερε, αλλά  οι περισσότεροι του δίναμε ημερομηνία λήξης. Ήταν εξόφθαλμο πως δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει το εκρηχτικό της ταπεραμέντο, ήταν φανερό πως στην Ελλάδα, στη χώρα της ελευθερίας, κάποιος επιτήδειος με πολλά χρήματα θα του την έπαιρνε. Η γυναίκα έμοιαζε με Θεά, και είχε όλα τα φόντα να γίνει σταρ. Στο κάτω κάτω, από λιμάνι την ψώνισε, τι άλλο να περίμενε;

Όλοι μας από ζήλεια ίσως, αυτά σκεφτόμασταν, αλλα ο ίδιος τυφλός στον έρωτα του, έλαμπε ολόκληρος και είχε τον κόσμο δικό του.

Με μεγάλες δρασκελιές έφευγε λοιπόν βιαστικός, ανυπομονώντας να πάει στην καλή του, και εμείς από το κατάστρωμα τον κατευοδώναμε, αλλα ναι, μέσα μας βαθιά τον ζηλεύαμε για την όμορφη γυναίκα που είχε.

Η Λιούπα ήταν γυναίκα πολύ όμορφη, σε σημείο που μας έκανε να φθονούμε τον τυχερό μας συνάδελφο που του έλαχε η καλή τύχη, που την όριζε όλως δική του. Στο πλοίο υπηρετούσε συνέχεια δυο χρόνια χωρίς να ξεμπαρκάρει, μόνο για τη χάρη της. Κάθε μήνα τουλάχιστον μια φορά, το πλοίο έπιανε στο λιμάνι του Νωβοροσίσκ για να ξεφορτώσει κυρίως δημητριακά, και να φορτώσει ξυλεία. Και αυτή πάντα τον καρτερούσε έξω στο μόλο με αγωνία και με χαρά, καθώς κάθε φορά της έφερνε μαζί με την πολλή αγάπη του και πολλά δώρα.

Έτσι αφού ο ένας αγαπούσε πολύ τον άλλο, αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο γάμος θα γινόταν σήμερα, εδώ στη μακρινή χώρα. Ήταν όλα κανονισμένα, ο παπάς στην εκκλησία περίμενε, το σόι της νύφης έτοιμοι ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα. Σίγουρα η νύφη θα ήταν πανέμορφη.

Ήμασταν όλοι καλεσμένοι, όμως εγώ δεν θα έβλεπα τη νύφη με το νυφικό, καθώς είχα βάρδια απογευματινή και δεν θα παρευρισκόμουν στη θρησκευτική τελετή. Όμως το βράδυ στο πάρτι θα ήμουν οπωσδήποτε.

Δεν είχα μπει ακόμα στα είκοσι, και οι εμπειρίες μου περί έρωτος ήταν λιγοστές. Στα λιμάνια που πιάναμε στα μπαρς και στους δρόμους οι γυναίκες όμορφες και άσχημες μπόλικες μας ανέμεναν όταν δέναμε, γι αυτό και πίστευα πως γρήγορα καλά θα μάθαινα ώστε με υπερηφάνια αργότερα στις επίσημες αγαπημένες με εμπειρία να ξέρω να συμπεριφερθώ. Ήταν το πρώτο μου πλοίο και καθώς ήταν φορτηγό, μέναμε αρκετές μέρες σε λιμάνια, οπότε είχαμε καιρό στη διάθεση μας να περάσουμε -πώς αλοιώς-, παρέα με πόρνες, ποτό και διασκέδαση. Σιγά με τον καιρό λοιπόν, πολλές εμπειρίες θα αποκτούσα.

Στο πλοίο αυτό όμως που ήταν το πρώτο μου μπάρκο και έχοντας ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες, η ιστορία που μου συνέβηκε σ αυτό το ταξίδι, δεν κατάλαβα αν ήταν όμορφη εμπειρία, γιατί ήμουν μεθυσμένος και δεν κατάλαβα καλά πως συνέβηκε ακριβώς.

Είχαμε συναχτεί πυκνωμένοι και στριμωγμένοι μέσα στο μικρό Χωλ όπου το κασετόφωνο έπαιζε μουσική στη διαπασών, και εμείς πίναμε και χορεύαμε. Παρών σχεδόν όλο το πλήρωμα εκτός από τους βαρδιάνους, καθώς γιορτάζαμε τη χαρά του συναδέλφου μας που σήμερα νωρίς το απόγευμα παντρεύτηκε την καλή του.

Εμείς και οι συγγενείς της νύφης στο μικρό Χωλ που δεν μας χωρούσε, στριμωχτά στεκόμασταν και σφιγγόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο. Ακούγαμε ρώσικη μουσική, και όλοι έπιναν αβέρτα ρώσικη βότκα, και χόρευαν στους μουσικούς ρυθμούς. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος στο ποτό, καθώς προηγουμένως στη ζωή μου ποτέ δεν είχα πιει. Γιατί αφενός στο φτωχό μας σπίτι ποτέ δεν υπήρχε έστω ένα μπουκάλι ποτό αφού ούτε κάν ψωμί δεν είχαμε από την μεγάλη φτώχεια που μάστιζε τον περισσότερο πληθυσμό στην Κύπρο εκείνη την εποχή, αφετέρου δεν μου άρεσε η γεύση γενικά του ποτού. Εκείνη τη μέρα όμως στη χαρά του συναδέλφου και με την παρότρυνση της άλλης ομήγυρης, ήπια λίγα ποτηράκια. Σταμάτησα όμως έγκαιρα, γιατί ένιωθα πως το ποτό θα με πείραζε.

Και τότε η καλή πεθερά που νοιαζόταν για όλους τους καλεσμένους, ήρθε κοντά μου για να φροντίσει οπωσδήποτε να συνεχίσω και εγώ με τους άλλους να πίνω και να γιορτάζω τη χαρά της κόρης της.

Ήταν πενηντάρα στην τρίχα βαμμένη και στολισμένη, και φαινόταν πολύ όμορφη. Δεν χρειαζόταν σκέφτηκα από μέσα μου τα λούσα που στολίστηκε για να είναι όμορφη. Η φύση της χάρισε ένα τέλειο σώμα καλλίγραμμο και συμμετρικό, από αυτήν οπωσδήποτε είχε πάρει και η κόρη της. Το πρόσωπο της ήταν λίγο ρυτιδιασμένο ίσως από τα βάσανα της σκληρής διαβίωσης στην τότε Σοβιετική Ένωση που ο περισσότερος λαός διαβιούσε φτωχικά, ίσως όμως και λογω της ηλικίας της.

Με σπασμένα Ελληνικά με έπιασε κουβέντα και βάζοντας στο ποτήρι μου βότκα και χυμό πορτοκαλιού, αρχίσαμε να πίνουμε εις υγείαν. Μαζί με το χυμό η βότκα κυλούσε όμορφα στο λαρύγγι μου, αφήνοντας στο στόμα μου μια ευχάριστη γεύση. Πόσο ήπια εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσα την άλλη μέρα να θυμηθώ όσο και αν προσπάθησα.

Στο πρώτο ποτό την βρήκα θελκτική, στο δεύτερο μου έφυγαν οι αναστολές, και πρόσεξα το μεγάλο στήθος και τα ατελείωτα πόδια που είχε.

Στο τρίτο πρόσεξα την γυμνή της πλάτη και μέσα στο τεράστιο ντεκολτέ της τα μεγάλα βυζιά της.

Και αποχαυνωμένος από το ποτό την κοίταγα με λαχτάρα, χωρίς όμως καθόλου να τολμήσω οτιδήποτε, καθώς από ντροπή και σεβασμό στο ξένο σπίτι, οπωσδήποτε δεν θα επιχειρούσα έστω ένα ευγενικό φλερτ.

Έτσι συνεχίσαμε παρέα να πίνουμε. Σε κάποια στιγμή με θυμάμαι μαζί χορεύαμε ένα κολλητό μπλουζ, και μετά μόνο θύμισες σε αναλαμπές μου έρχονταν. .Ημουν ανάσκελα ξαπλωμένος πάνω στο ντιβάνι, και αυτή πάνω μου καθόταν και με χάιδευε. Θυμάμαι πως μια ξυπνούσα και μια χανόμουν στο λήθαργο του μεθυσιού.

Ναι, είχα μεθύσει για καλά. Ίσως κι αυτή να είχε μεθύσει δεν ξέρω, θυμάμαι μόνο πως όταν συνερχόμουν, την ένιωθα πάνω μου να κουνιέται, και από ντροπή κοίταγα γύρω μου και έβλεπα τους άλλους να μιλούν, να χορεύουν και να πίνουν, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία σε μας, όπως να μην υπήρχαμε, ή όπως να κάναμε κάτι φυσικό.

ΤΟ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ,  Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ
Υπάρχουν ορισμένες θάλασσες επικίνδυνες στις οποίες συμβαίνουν ανεξήγητα φαινόμενα και αρκετά πλοία που έπλευσαν τα νερά τους, ποτέ τους δεν κατάφεραν να φτάσουν σε λιμάνι.

Η Μαύρη Θάλασσα μια από αυτές, αποτελεί ανεξιχνίαστη περιοχή με ιστορίες και μύθους παγωμένες στο χρόνο, που οι άνθρωποι αδυνατούν να ανακαλύψουν το μεγάλο μυστήριο που κρύβεται στα θανατηφόρα νερά της.

Γράφουν κάποιες γραφές πως εκεί προσάραξε η κιβωτός του Νώε, λένε κάποιοι άνθρωποι πως στα βάθη της δεν υπάρχει οξυγόνο γι αυτό υπάρχουν ναυάγια και ναυτικοί πνιγμένοι στην ίδια μορφή πριν βουλιάξουν, δηλαδή ανέπαφα σκαριά πλοίων και ανέπαφα σώματα νεκρών πνιγμένων ναυτικών.

Η Μαύρη θάλασσα ονομάζεται και Εύξεινος Πόντος μια σύνθετη λέξη από το εύ και ξένος, που σε παραφθορά υπονοεί αφιλόξενη θάλασσα. Στις γραφές υπάρχουν αναφορές πως ο απύθμενος βυθός της καθώς και τα παράλια της, αποτελούν νεκρή φύση χωρίς ζωή κατά το πλείστον. Οι επιστήμονες εξηγούν το φαινόμενο επιστημονικά, αλλά κάποιοι είπαν πως οφείλεται σε πυρηνική έκρηξη που συνέβηκε κατά την αρχαιότητα, διότι καθώς υποστηρίζουν, στο άγνωστο παρελθόν η επιστήμη ήταν πολύ ενεπτυγμένη περισσότερο από σήμερα, και εξ υπαιτιότητας της η γη καταστράφηκε ολοσχερώς.

Κάποιοι άλλοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως πριν χιλιάδες χρόνια τα νερά της Μεσογείου στο Μαρμαρά

ανυψώθηκαν ένεκα μεγάλου κατακλυσμού και υπερχείλισαν σε λίμνη γλυκού νερού απέναντι, σχηματίζοντας τη Μαύρη θάλασσα.

Κατά τη μυθολογία τις δυο θάλασσες που δημιουργήθηκαν, χώριζαν οι συμπληγάδες πέτρες που ήσαν τεράστιοι κινούμενοι βράχοι και συνέθλιβαν κάθε πλοίο που περνούσε το Βόσπορο, μέχρι που ο ήρωας Ιάσωνας κατάφερε να περάσει, οπότε οι βράχοι σταθεροποιήθηκαν και ανοίχτηκε η πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. 

Το αρχαιοελληνικό όνομα Βόσπορος αναλύεται ως βους και πόρος, καθώς από το πέρασμα (πόρος) των στενών διέφυγε η Ιώ μεταμορφωμένη σε αγελάδα (βους). 

Η Ιώ ήταν ιέρεια της Ήρας και ερωμένη του Δία ο οποίος θέλωντας να την προστατεύσει από το μένος της συζήγου του όταν ανάκαλυψε την παράνομη σχέση, την μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Αλλά η Ήρα για να την τιμωρήσει της έστειλε έναν οίστρο μυγών των βοδιών να την κατατρέχει και η Ιώ βασανισμένη από το μαρτύριο, άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα ώσπου διήλθε τον Βόσπορο και διέφυγε.

Στη πρόσφατη ιστορία μετά το Χριστό, Βυζαντινοί ονόμαζαν το Βόσπορο Στενόν, και ένεκα της στρατηγικής σημασίας του πορθμού, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έκτισε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους, την Κωνσταντινούπολη.

Οι ακτές των στενών είναι πυκνοκατοικημένες από πανέμορφα κτίρια της πόλεως, ενώ τους λόφους γυρω κοσμούν Οθωμανικά ανάκτορα όπως το Τοπ Καπί, καθώς και αξιοθέατα μνημεία και κτίρια, όπως η Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί.

Την θαυμαστή αυτή θάλασσα την πιο όμορφη που αρμενίστηκε μυριάδες φορές, αυτήν που γέννησε ήρωες και στα νερά της γράφτηκε η ιστορία του κόσμου, έπλευσα και εγώ ο τυχερός μερικές φορές, όταν πρωτόμπαρκος εργάστηκα στα καράβια. Από νεαρής ηλικίας μου έλαχε η τύχη να την ταξιδεύσω και να γνωρίσω την ομορφιά της, να γευτώ την αλμύρα της, και να νανουριστώ στα κύματα της.

Ήμουν μπαρκαρισμένος στο “San Denis”  ένα μικρό φορτηγό πλοίο δυόμισι χιλιάδων τόνων, που δεν έκανε ταξίδια μακρινά, καθώς ήταν πολύ μικρό για τους μεγάλους ωκεανούς. Έπλεε τη Μαύρη θάλασσα μεταφέροντας από τη Ρωσία φορτία ξυλείας προς τα Ελληνικά νησιά, και εσπεριδοειδή φρούτα από την ελλάδα στη Ρωσία.

Ήταν  κοντινά δρομολόγια, γι αυτό πολλοί ναυτικοί προτιμούσαν να ναυτολογηθουν σ αυτό ώστε να είναι κοντά στις οικογένειες τους, αφού το ταξίδι διαρκούσε μόλις πέντες μέρες πηγαιμό, και πέντε μέρες γυρισμό.

Ένεκα της μεγάλης ζήτησης για εργασία οι μισθολογικές απολαβές ήταν χαμηλές, και ένεκα αυτού, πολλοί εξ ημών του πληρώματος απο την ανάγκη μεγαλύτερου εισοδήματος, ασχολούμασταν με την εμπορία ορισμένων προϊόντων που αγοράζαμε από την Ελλάδα και τα πωλούσαμε στη Ρωσία. Ήταν προϊόντα υψηλής ραπτικής γυναικείας ενδύσεως και τσίχλες Χίου, προϊόντα δυσεύρετα στη Σοβιετική Ένωση, καθώς οι εισαγωγές ήταν πολύ αυστηρές στην αχανή Κουμμουνιστική χώρα. Ως εκ τούτου, αυτή η εμπορία ήταν λαθρεμπόριο και αδίκημα που ετιμωρείτο αυστηρώς εάν κάποιος συλλαμβανόταν να το διαπράττει. Τοποθετούσαμε τα προϊόντα σε καλές κρυψώνες που πολύ δύσκολα μπορούσαν οι τελωνειακοί να ανακαλύψουν, και στις εξόδους μας τα βγάζαμε στη στεριά με τη βοήθεια των φρουρών τους οποίους λαδώναμε της μετρητοίς με λίγα ρούβλια. Ρούβλια ήταν το Εθνικό νόμισμα της χώρας, και τα κέρδη που αποκομίζαμε από το μικρό μας εμπόριο ήταν πολλαπλάσιο απ’ όσο αγοράζαμε. Ήταν χρήματα όμως που δεν είχαν πέραση σε άλλη χώρα, έτσι όσα κερδίζαμε τα ξοδεύαμε σε ψώνια και διασκέδαση.

Σε εκείνο το ταξίδι, ένας απρόσεχτος ναύτης δοκίμασε να πουλήσει λαθραία προϊόντα σε μυστικό αστυνομικό. Αμέσως συνεληφθηκε, αλλά ευτυχώς ύστερα από διαμεσολαβηση του καπετάνιου αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα του έγινε αυστηρή παρατήρηση. Ήταν ένα από τα προνόμια που είχαμε ως Έλληνες ναυτικοί, σχεδόν σε όλες τις χώρες, οι πολίτες αλλά και οι τελωνειακοί, ήταν φίλα προσκείμενοι σε εμάς.

Εκείνη τη φορά από το φόβο μας όπως ήταν φυσικό εξάλλου, κανείς μας δεν τόλμησε να κάνει με τους μικροεμπόρους πλασιέ της πιάτσας κοντραπάτζα με λαθραία προϊόντα.

Ανοιχτή θάλασσα ονομάζεται η θάλασσα που κανένα κράτος δεν μπορεί να θέση κυριαρχία σε αυτή, και είναι ελεύθερη για όλους. Σε αυτές τις θάλασσες που καλούνται διεθνή ύδατα, το μόνο κράτος που μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε ένα πλοίο είναι αυτό του οποίου τη σημαία φέρει και στο οποίο εν πλω, αντιπρόσωπος και απόλυτος διοικητής, είναι ο καπετάνιος.

Ο καπετάνιος του πλοίου ως ο επικεφαλής, έχει τεράστιες νομικές δυνάμεις και εξουσίες επί του πληρώματος σε κάθε πρόσωπο που επιβαίνει σ’ αυτό. Είναι επίσης υπεύθυνος για την ασφάλεια και την ευταξία με απεριόριστες εξουσίες τέτοιες, που σε σκάφος εν πλω  εις διεθνή ύδατα, δικαιούται να χρησιμοποιήσει μέχρι θανάσιμη δύναμη εάν παρασιτεί ανάγκη.

Αναχωρώντας λοιπόν, από το λιμάνι του Νοβοροσίσκ και πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα, μια μεγάλη έκπληξη μας περίμενε. Ο καπετάνιος ασκώντας την εξουσία του, μας διέταξε και παραδώσαμε όλα τα μικροεμπορεύματα που είχαμε στην κατοχή μας και τα οποία εμπορευόμασταν στη Σοβιετική Ένωση διενεργώντας ένα μικρό λαθρεμπόριο ειδών πολυτελείας όπως τσιχλών και  κομψών ενδυμάτων, καθώς η εισαγωγή από άλλες χώρες απαγορευόταν, και ως εκ τούτου, είχαν μεγάλη ζήτηση.

Ήταν θυμωμένος ένεκα της συλλήψεως από τελωνειακο στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, ο ναύτης που παράνομα πουλούσε τσίχλες σε Ρώσους πολίτες.. Δεν είχε κατηγορηθεί, παρά μόνο του έγινε αυστηρή προειδοποίηση. Ήταν ένα έιδος μικρολαθρεμπορίου που όλοι διενεργούσαμε ακόμα και ο ίδιος ο καπετάνιος σε συνεργασία με τους τελωνειακούς. Γι αυτό, όλοι παραξενευτήκαμε με την απόφαση του, και την θεωρήσαμε παράλογη, καθώς είχαμε το δικαίωμα να αγοράζουμε νόμιμα προϊόντα απ όλες τις χώρες, το μόνο που χρειαζόταν ήταν σε κάθε λιμάνι να κάνουμε δήλωση κατοχής ώστε να μην μπορούμε παράνομα να τα εμπορευτούμε.

Τα παραδώσαμε λοιπόν, και κανένας μας δεν τόλμησε να κρύψει έστω μέρος τους, γιατι όλοι μεταξύ μας ξέραμε τις κρυψώνες του καθενός, ξέραμε επίσης πως ο καπετάνιος είχε το ρουφιάνο του ανάμεσα μας, και όσοι αποκρύβαμε το παραμικρό, σίγουρα θα το μάθαινε.

Στιβάστηκαν λοιπόν όλα τα λαθραία πάνω στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας των αξιωματικών δημιουργώντας ένα μεγάλο γουνάρι. Ήταν μια ποικιλία προϊόντων από μικρά πακέτα τσιχλών, άλλα μεγαλύτερα με είδη ρουχισμού, και άλλα πολλά με νάιλον κάλτσες, καθώς είχαν πολλή ζήτηση στη Ρωσία.

Όλοι με περιέργεια αναρωτιόμασταν γιατι προέβηκε σ αυτή την πράξη έστω και αν ήταν θυμωμένος. Η αξία τους σε τιμές άλλων χωρών δεν ήταν μεγάλη, έτσι καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως μόνη αιτία θα ήταν η κακή ψυχολογία του. Το αφήσαμε να περάσει, πιστεύοντας πως στις επόμενες μέρες πριν φτάσουμε στον επόμενο προορισμό μας θα μαθαίναμε τις προθέσεις του.

ΤΟ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ,  ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Επόμενος προορισμός μας ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η πόλη που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, τα παλιό λίκνο του Ελληνικού πνεύματος. Το σπουδαιότερο λιμάνι και η πρωτεύουσα της χώρας κατά την αρχαιότητα, που στην ακμή της αποτέλεσε μια από τις επιφανέστερες εστίες πολιτισμού, διαθέτωντας τη μεγαλύτερη και διασημότερη βιβλιοθήκη του κόσμου πριν τη καταστροφή της από πυρκαγιά, και που συγκέντρωνε τους αξιότερους πνευματικούς και σοφούς του κόσμου.

Είναι η πόλη επίσης ταυτισμένη ιστορικά με τον μεγαλύτερο φάρο που εθεωρείτο ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν πύργος ύψους εκατόν σαράντα μέτρων, και αποτελούσε το πιο ψηλό κτίριο εκείνης της εποχής. Κατασκευασμένο περίτεχνα, επί της κορυφής του ήταν στημένο το άγαλμα του Ποσειδώνα. Σχεδιάστηκε επί Πτολεμαίου Α΄ κατά τον τρίτο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε εν λειτουργία έως τον δέκατο τέταρτο μ.Χ. αιώνα που χάλασε από σεισμό. Ήταν κτισμένος στη νησίδα Φάρος, και από αυτήν πήρε το όνομα, το οποίον και χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως ονοματολογία εις ολόκληρο τον κόσμο.

Περάσαμε δίπλα από τα χαλάσματα του φάρου και πλεύσαμε παράλληλα στην προέκταση του βραχίονα που ένωνε τη νησίδα με τη στεριά, δημιουργώντας έτσι το σπουδαίο απάνεμο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Μπήκαμε σιγά στο βαθύ λιμάνι με τη βοήθεια του Άραβα πιλότου που μας εστάλη από τα λιμεναρχείο για να μας οδηγήσει, και δέσαμε στο ντόκο δίπλα από ένα Ρωσικό υποβρύχιο που στάθμευε αναδυόμενο για ανεφοδιασμό υπό τη φρούρηση πολεμικών πλοίων γύρω του.

Μόλις αράξαμε, μπήκαν με μιας τελωνειακοί για το νενομισμένο έλεγχο, και κάμποσοι μικροπωλητές που προσπαθούσαν να μας πουλήσουν σουβενίρ και ψεύτικα χρυσαφικά σε μια προσπάθεια τους ντε και σώνει να μας ξεγελάσουν. Εγώ ως φαίνεται φαινόμουν πως ήμουν νιόμπαρκος, γιατί μου την πέσανε πρώτα, προσπαθώντας με γλώσσα μισοαγγλιστί και μισοελληνιστί, να με πείσουν να αγοράσω κάλπικα χρυσαφικά.

Τα κοντραμπάζα διακόπηκαν από αυξημένη κίνηση τελωνειακών που παρατηρήσαμε να ανεβαίνουν βιαστικοί στο πλοίο. Καταλάβαμε πως κάτι συνεβαινε, αλλά ο νους μας δεν μπορούσε να μαντέψει. Τους είδαμε να κατευθύνονται στο μεσαίο Deck της γέφυρας, όπου εκεί ήταν το γραφείο του καπετάνιου…

Έως την ώρα που αναχωρήσαμε την επόμενη μέρα, δεν μάθαμε τι είχε συμβεί, κανένας εκ των αξιωματικών της γέφυρας δεν μας ενημέρωσε. Ή δεν ήταν κάτι σοβαρό, η αν ήταν, ίσως έλαβαν διαταγή από τον καπετάνιο να μην μας ενημερώσουν.

Δεν κάτσαμε πολύ στο λιμάνι. Ξεφορτώσαμε όλη μέρα και νύχτα, και την επόμενη αναχωρήσαμε. Μόλις προλάβαμε να κάνουμε ένα γύρο στη μεγάλη πόλη και να επισκεφτούμε τα κυριότερα αξιοθέατα. Μπαρς με γυναίκες δεν υπήρχαν καθώς εκείνους τους καιρούς η Αίγυπος ήταν αυστηρή Μουσουλμανική χώρα, γι αυτό υπό συνοδεία οδηγού επί πληρωμή, επισκεφθήκαμε κρυφές γυναίκες ανοχής, που κατοικούσαν πολύ μακριά από το λιμάνι για να μην δίνουν στόχο στις διωκτικές αρχές.

Εντύπωση μεγάλη κατά το σεριάνημα μας στην Αλεξάνδρεια απ όσα είδαμε, ήταν η ίδια η πόλη ολόκληρη και ο σχεδιασμός της που έμοιαζε Ελληνική, με αρχαϊστικά στοιχεία, με Ορθόδοξες εκκλησίες και Ελληνικές επιγραφές σε πολλά κτίρια. Ήταν η Αλεξάνδρεια των παλιών Ελλήνων που δυστυχώς επί διακυβερνήσεως Νάσερ λίγα χρόνια πρωτύτερα, οι αρχές κατάσχεσαν τις περιουσίες τους και τους εκδίωξαν από τη χώρα, διαμοιράζοντας τον Ελληνικό πλούτο σε πτωχούς Αλεξανδρινούς Αιγυπτίους. Ήταν η γνωστή μοίρα των Ελλήνων, ο αιώνιος κατατρεγμός τους.

Την επόμενη μέρα αποπλεύσαμε με θλιμμένη την καρδιά, έχοντας μέσα μας μια πίκρα για τη μοίρα των Ελλήνων προσφύγων που από τον καιρό των Τουρκοαιγυπτίων μέχρι των Νεοτούρκων και των Αιγυπτίων πρόσφατα, πολλά δεινά γνώρισαν και μεγάλο κατατρεγμό δέχτηκαν…

Μόλις ανοιχτήκαμε στα βαθιά, ηρθε το μήνυμα, τα κακά χαμπάρια. Μάθαμε τι συνέβηκε με τις τελωνειακες αρχές στην Αλεξάνδρεια. Ο καπετάνιος ξέχασε να δηλώσει τα εμπορεύματα που είχε κατασχέσει από εμάς. Ενώ ήταν απλωμένα στο μεγάλο τραπέζι φανερά μπροστά στα μάτια των τελωνειακών, αυτοί  δεν τα βρήκαν στη λίστα εμπορευμάτων που τους δήλωσε ο καπετάνιος καθώς είχε ξεχάσει να τα συμπεριλάβει ως αφορολόγητα. Όπως όριζε ο νόμος, κατάσχεσαν τα προϊόντα και επέβαλαν στο πλοίο ένα τεράστιο πρόστιμο μερικών χιλάδων λιρών Αγγλίας για αδήλωτα προϊόντα, ποσό το οποίο η Ναυτιλιακή εταιρεία το πλήρωσε δια του ατζέντη της, αλλά θα το απέκοπτε από το μισθολόγιο του καπετάνιου ως του κύριου υπαίτιου για ότι συνέβηκε εκ της αμελείας του.

Είναι παραδεχτό από πολλούς πως η καλοσύνη αμείβεται και η κακία τιμωρείται. Ο καπετάνιος που χωρίς ιδιαίτερο λογο μας πήρε όσα προϊόντα είχαμε θέλοντας άδικα να μας τιμωρήσει για το μικρό μας λαθρεμπόριο στη Σοβιετική Ένωση, ένα εμπόριο λαθραίο που και ο ίδιος διενεργούσε, τώρα ο ίδιος τιμωρήθηκε, ίσως από το χέρι του Θεού που δεν άντεξε την κακία του. Καθώς ήταν υπόχρεος να πληρώσει, σε μια προσπάθεια του να το αποφύγει, μας κάλεσε και μας ζήτησε να μοιραστούμε το χρέος, γιατί όπως ισχυρίστηκε, όλοι είχαμε μερίδιο στα λαθραία προϊόντα.

Όταν όμως περί χρημάτων και προστίμων καλείται τις να πληρώσει, και όταν εξ υπαιτιότητας άλλου συμβαίνει, δεν είναι δυνατόν να το αποδεχτεί. Εκ μέρους όλων μας λοιπόν, ο λοστρόμος εξήγησε στον καπετάνιο πως δεν αποδεχόμαστε τον διακανονισμό, καθώς αυτός πήρε τα προϊόντα μας παράνομα, και σωστότερο θα ήταν να μας αποζημίωνε για την απώλεια, παρά να ζητά να επωμιστούμε μαζί του το πρόστιμο που επιβλήθηκε για καταδικό του και μόνον λάθος.

Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΟΔΗΣΣΟ

Ο πάγος δημιουργείται όταν η θερμοκρασία υπό το μηδέν επιβραδύνει τη κίνηση των μορίων του νερού με αποτέλεσμα ένεκα αυτής της ακινησίας να δένουν μεταξύ τους και το νερό να γίνεται στερεός πάγος. Το αλμυρό νερό της θάλασσας όμως δύσκολα παγώνει κάτω από τους μηδέν βαθμούς, γιατι το αλάτι που εμπεριέχει συντελεί ώστε δια των δικών του κρυστάλλων, να μην επιτρέπει την πολύ αργή κίνηση των μορίων του νερού σε τόσο μεγάλο βαθμό που να επιτρέπει στο δέσιμο μεταξύ τους και να δημιουργείται εύκολα ο πάγος.

Όταν το νερό παγώνει ο όγκος του αυξάνεται, γιατι διαστέλλεται σε αντίθεση με άλλα υλικά που στην ίδια περίπτωση συστέλλονται. Αυτό συμβαίνει γιατι όταν το νερό βρίσκεται σε υγρή κατάσταση τα µόρια του γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο, και οι ελκτικές τους δυνάμεις χαλαρώνουν και όταν το νερό γίνεται πάγος, μένει κενό μεταξύ των παγωμένων μορίων με αποτέλεσμα να αραιώνει η πυκνότητα του. Με αυτό τον τρόπο ο πάγος γίνεται ελαφρύτερος από το νερό,  με αποτέλεσμα να επιπλέει επί αυτού. Όμως το θαλασσινό νερό παγώνει αν υποπέσει σε θερμοκρασία πέραν των είκοσι βαθμών Κελσίου υπό το μηδέν. Στις βόρειες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας όταν οι θερμοκρασίες χαμηλώνουν επικίνδυνα, το νερό κοντά στις ακτές μετατρέπεται σε πάγο με αποτέλεσμα τα λιμάνια πολλές φορές να κλείνουν. Τέτοια καιρικά φαινόμενα είχαν συμβεί το 1974 όταν η Μαύρη Θάλασσα κοντά στις ακτές της Οδησσού είχε παγώσει τελείως, και ήταν ένα φαινόμενο που σπάνια θα μπορούσε να συμβεί, ένα φαινόμενο που ξανασυνέβηκε το 2012.

Εκείνη τη χρονιά του 1974, δούλευα ως δόκιμος μηχανικός στο πλοίο “SAN DANIS”, ένα μικρό φορτηγό που συνήθως ταξίδευε από Ελλάδα- Ρωσία. Εκείνη τη φορά φορτώσαμε πορτοκάλια από το Κιάτο της Πελοποννήσου με προορισμό το λιμάνι της Οδησσού. Όταν μπήκαμε στη Μαύρη θάλασσα και φτάσαμε κοντά στο λιμάνι της Ουκρανίας, στη πορεία μας συναντήσαμε τη θάλασσα αργά να μετατρέπεται σε πάγο, που όσο πλέαμε προς τη στεριά πάγωνε περισσότερο. Στην αρχή πάγος υπήρχε στην επιφάνεια, αλλά σιγά, αυξανόταν και βάθαινε.

Κάποτε αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε, καθώς η θάλασσα πάγωσε πολύ και η πλώρη του πλοίου δεν μπορούσε να σπάσει άλλο τον πάγο. Βάλαμε τη μηχανή στο ρελαντί περιμένοντας τον πιλότο και το παγοθραυστικό για να μας οδηγήσουν να δέσουμε στο λιμάνι.

Από τα φινιστρίνια όσοι δεν άντεχαν το κρύο, και από την κουβέρτα οι πιο σκληραγωγημένοι, βλέπαμε τη θάλασσα παγωμένη με τα κύματα ανασηκωμένα στον αέρα ήσαν και αυτά παγωμένα. Ήταν ένα θέαμα καταπληκτικό που δεν μπορούσε κάποιου ο νους να χωρέσει, όσα και αν γνώριζε προηγουμένως από βιβλία, εφημερίδες και τηλεοράσεις. Μπορεί πολλοί να έχουν δει στη ζωή τους παγωμένες λίμνες, παγόβουνα και παγετώνες, αλλά όταν παγώνει η θάλασσα με τα κύματα της εν δράσει, γίνεται πρωτοφανές και ασύλληπτης ομορφιάς θέαμα.

Ο χειμώνας στη Μαύρη θάλασσα είναι μια δύσκολη εποχή αλλά πολύ εντυπωσιακή, καθώς η παγωνιά και οι χαμηλές θερμοκρασίες αλλάζουν τη φύση δημιουργώντας φαινόμενα σπάνια και εκπληκτικά συνάμα. Το νερό δημιουργούσε καταπληχτικούς σχεδιασμούς καθώς ανασηκωνόταν από την κίνηση των κυμάτων, και στην ώρα τη δράσης του πάγωνε. Η θάλασσα έδειχνε στη φυσιολογική της μορφή, αλλά  σε χρώμα άσπρο και ολόλευκο στο χρώμα του χιονιού, και έμοιαζε ακίνητη σαν ζωγραφισμένη από σπουδαίο ζωγράφο στον καμβά, ή από σπουδαίο φωτογράφο αποτυπωμένη στο χαρτί. 

Έφτασε ο πιλότος με τη λάντζα, ήρθε το παγοθραυστικό, και μπροστά αυτό και πίσω εμείς, βάλαμε πλώρη να μπούμε στο λιμάνι να δέσουμε.

Το Παγοθραυστικό είναι πλοίο ιδιαιτέρου τύπου με οξεία πλώρη πολύ ενισχυμένη και οδοντωτή, ώστε υπό την ισχυρή πρόωση του πλοίου το παγόστρωμα να σπάζει και στη συνέχεια από το βάρος του πλοίου να διανοίγεται πλατυτέρα οδός στην οποία πλέει ελεύθερα το πλοίο που ακολουθεί.

Η πόλη της Οδησσού ξεχώριζε λίγο πιο πέρα από το λιμάνι και αυτή κάτασπρη από τα χιόνια και τον παγετό, ενώ τα νεοκλασικά Ελληνικά κτίρια που γέμιζαν ολόκληρη την πόλη έδιναν μια νότα ομορφιάς στη κρύα παγωμενη ατμόσφαιρα της παλιάς πόλης των Ελλήνων μεταναστών. Η ιστορία της Οδησσού ως ένα σπουδαιότατο λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο, αρχίζει από τα αρχαία χρόνια που ως αποικία των Μιλησίων είχε στενές επαφές με την Ελλάδα. Εδώ, επί Τουρκοκρατίας είχε καταφύγει τεράστιος αριθμός Ελλήνων κυνηγημένων πολλοί από τους οποίους ασχολήθηκαν με το εμπόριο και έκαναν μεγάλες περιουσίες, βοηθώντας έτσι οικονομικά τον απελευθερωτικό αγώνα που είχε αποτέλεσμα την μεγάλη απελευθέρωση.

Είναι μια πόλη πλημμυρισμένη από ιστορικές μνήμες και νοσταλγικές εικόνες ενός Ελληνικού παρελθόντος με μεγάλη πολιτισμική και πνευματική παράδοση, που οφείλει την ίδρυσή της στους αρχαίους Έλληνες, κάτι το οποίο μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και η μετέπειτα ιστορία της που είναι στενά συνδεδεμένη με τους Έλληνες μετανάστες που οραματίστηκαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους Τούρκους, ιδρύοντας εδώ την Φιλική Εταιρεία.

Ξέροντας πολλά για την ιστορία αυτής της πόλεως, χωρίς να νοιαστώ για το κρύο, είχα σκοπό οπωσδήποτε να την περιδιαβώ και να την γνωρίσω από κοντά αφού είχα την ευκαιρία να ταξιδεύσω ώς εκεί. Μόλις δέσαμε λοιπόν, και αφού οι Τελωνειακοί επιθεώρησαν τα χαρτιά μας, μαζί με άλλους κατεβήκαμε τη σκάλα και περπατητοί ξεκινήσαμε για την πόλη που απείχε μόνο λίγες εκατοντάδες μέτρα από εμάς.

Σίγουρα οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να φανταστούν πως μοιάζει το κρύο σε μεγάλους βαθμούς υπό το μηδέν. Αυτό συναντήσαμε, μόλις πατήσαμε στεριά νιώσαμε το τσουχτερό κρύο να περονιάζει τα κόκαλα μας και μόλις διανύσαμε λίγα μέτρα, τα μέλη μας πάγωσαν και έγιναν δύσκαμπτα. Ήταν τόσο αφόρητο το κρύο που το νιώθαμε να μας γρατσουνίζει δυνατά τα πρόσωπα ίδιο με μαστίγιο που μας χτυπούσε κατάμουτρα ανελέητα.

Εκείνη την ημέρα ολόκληρη η πόλη της Οδησσού ήταν ένας καταψύκτης και όλοι οι κάτοικοι έμειναν περιορισμένοι στα σπίτια τους, με αποτέλεσμα όλες οι εργασίες να έχουν ανασταλεί, να έχουν παγώσει και αυτές, αφού όλη η χώρα τη χρονιά εκείνη του ΄74 είχε πληγεί  από ένα πρωτοφανές κύμα πολικού ψύχους τόσο μεγάλο που πάγωσε ακόμα και τη θάλασσα.

Με τις σκέψεις αυτές, και νιώθοντας τα άκρα μου να παγώνουν σε σημείο που να μου προκαλούν δυνατό πόνο, αποφάσισα να γυρίσω πίσω στη ζεστασιά του πλοίου. Με γοργό βήμα πήρα το δρόμο του γυρισμού που δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά ήδη από το κρύο όσο προχωρούσα ένιωθα τα πόδια μου τόσο παγωμένα που δυσκολευόμουν να κουνήσω. Προσπάθησα να τρέξω για να ζεσταθώ αλλά και να φτάσω νωρίτερα και να ξεφύγω από την απόλυτη παγωνιά, όμως ήταν δύσκολο καθώς όλο και περισσότερο ένιωθα να κρυώνει και να παγώνει ολόκληρο το κορμί μου.

Ήμουν ντυμένος πολύ βαριά θέλοντας να προστατευθώ από το κρύο, αλλά παρ όλα αυτά ένιωθα το κορμί μου κατεψυγμένο και τον πόνο αφόρητο κυρίως στα άκρα των ποδιών και των χεριών, καθώς το αίμα πάγωνε από το κρύο.

Ήταν τόσο οδυνηρός και ανυπόφορος ο πόνος καθώς είχε παγώσει το κορμί του, ώστε δεν μπορούσα να τον ανεχτώ, ούτε να τον αντέξω.

Με πολλή δυσκολία κατάφερα και ανέβηκα στο πλοίο νιώθοντας τον πόνο να έχει γίνει τόσο οξύς που ήθελα να φωνάξω δυνατά, αλλά χωρίς να τα καταφέρνω αφού είχε παγώσει το πρόσωπο μου, είχαν παγώσει και οι φωνητικές μου χορδές.

Όταν ανέβηκα στο πλοίο, χωρίς χρονοτριβή κατέβηκα στο μηχανοστάσιο και πλησίασα την ηλοκτρογενήτρια. Ήταν η μόνη μηχανή που δούλευε για την παραγωγή ρεύματος, και την αγκάλιασα όσο μπορούσα, μεταδίδοντας με αυτό τον τρόπο τη θερμοκρασία της στο ξυλιασμένο κορμί μου. Έμεινα ώρα πολλή, δεν ξέρω πόσο, όσο να νιώσω πάλι το αίμα μου να κυκλοφορά, το σώμα μου να ξεπαγώνει και τα μέλη του κορμιού μου να μπορούν να κινούνται και πάλιν, και σιγα-σιγά, να απαλήνει ο αφόρητος πόνος.

Την επόμενη μέρα από το ζεστό κρεβάτι κοίταξα από το φινιστρίνι, και είδα τη θάλασσα να έχει ξεπαγώσει. Ο καιρός ήταν καλύτερος, η πολική κακοκαιρία είχε υποχωρήσει. Σηκώθηκα νιώθοντας ακόμα πόνους και μούδιασμα στο κορμί μου. Είδα κίνηση ανθρώπων στο ντοκ του λιμανιού και εργάτες στο κατάστρωμα του πλοίου να ξεφορτώνουν το εμπόρευμα. Η ζωή στην ξένη χώρα ξαναβρήκε το ρυθμό της και η ατμόσφαιρα γέμισε από τον πολύβουο συνήθη ρυθμό της μεγάλης πόλης.

Λαμβάνοντας καλά υπ’ όψη τη προηγούμενη τσουχτερή μέρα, για την επόμενη μου έξοδο, έλαβα τα μέτρα μου. Κανόνισα με ένα συνάδελφο ώστε να έρθει ένα ταξί ακριβώς κάτω από τη σκάλα του πλοίου. Μας γύρισε όλη την πόλη, σε όλα τα αξιοθέατα, στα μνημεία, στα μουσεία, στα μεγάλα καταστήματα και στα ωραία εστιατόρια. Μέσα από την ασφάλεια της ζεστασιάς, περιοδεύσαμε την όμορφη πόλη και γνωρίσαμε από κοντά την μεγάλη της ιστορία, αλλά και την μεγάλη της σύνδεση από αμνημονεύτων χρόνων με τη χώρα της Ελλάδας.  

Η ΟΠΤΑΣΙΑ

Το Νοβοροσσίσκ μεγαλη πόλη της Ρωσίας, ανηκει στην επαρχια Νοβορώσια και διαθέτει το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι βιομηχανική πόλη σπουδαία στην παραγωγή χάλυβα και μεταλλικών προϊόντων.

Πριν την Οκτωβριανή επανάσταση, η ελληνική ομογένεια ήταν πανίσχυρη, καθώς εκεί ήταν συγκεντρωμένοι σπουδαίοι Έλληνες έμποροι της εποχής που ακολούθως διέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1942, όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, μια μικρή μονάδα Σοβιετικών ναυτών υπερασπίστηκε ένα τμήμα της για 225 μέρες εμποδίζοντας τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν το λιμάνι για πλοία ανεφοδιασμού, μέχρι που απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο στρατό. Γι αυτό το μεγαλούργημα, η πόλη τιμήθηκε με τον τίτλο της Ηρωικής Πόλης το 1973, τη χρονιά εκείνη κατά την οποία είχα πραγματοποιήσει το πρώτο μου ταξίδι με το πλοίο «Άγιος Διονύσης». Για τη δόξα της πόλεως, ο συγγραφεύς Ντμίτρι Σοστακόβιτς τη μνημόνευσε με το έργο του «Καμπάνες του Νοβορωσίσκ, η Φλόγα της Αιώνιας Δόξας».

Έφευγε ο Χειμώνας εκείνο τον καιρό, και η Ανοιξιάτικη βλάστηση οργίαζε, ενώ ολόκληρη η πλάση που ήταν φυτεμένη και πράσινη, ήταν κάλλος περίσσιο που ομόρφαινε την πόλη. Με λύπη αποχαιρετήσαμε τους εύμορφους τόπους και τις όμορφες γυναίκες, με περισσότερη λύπη αποχαιρέτησαν αυτές εμάς. Δεν είχαμε γι αυτές μεγάλη στεναχώρια, γιατι σε όλα τα λιμάνια γυναίκες πολλές περίμεναν τα πλοία να γυρίσουν με ανοιχτές αγκάλες. Είναι συνηθισμένοι οι περισσότεροι ναυτικοί να θεωρουν τις λιμενίσιες αγάπες ως πρόσκαιρα παιχνίδια έρωτος και φλέρτ, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς να πιάνονται σε παγίδες αγάπης ή σε σχέσεις εφήμερες και επικίνδυνες.

Είχαμε ξεφορτώσει το φορτίο πορτοκαλιών που είχαμε στα αμπάρια, και φορτώσαμε ξυλεία. Γεμίσαμε τα αμπάρια, και πάνω από αυτά, επίσης τοποθετήσαμε τεράστιους σωρούς μέχρι τρία μέτρα ύψους. Το πλοίο από το περισσό βάρος κάθισε στη θάλασσα και η κουβέρτα ήταν ίσα με την επιφάνεια της. Όλοι ελπίζαμε να μην συναντήσουμε μεγάλες τρικυμίες, γιατι υπήρχε κίνδυνος να βυθιστούμε καθώς ήμασταν υπερφορτωμένοι κατά πολύ περισσότερο από το κανονικό.

Με προορισμό την Αίγυπτο τη χώρα των Φαραώ και την Αλεξάνδρεια την πόλη των Ελληνικών γραμμάτων, αφήσαμε πίσω το Νοβοροσίσκ και βάλαμε πλώρη για την ξακουστή πόλη που ο Μεγας Αλέξανδρος ίδρυσε κατά το πέρασμα του για να κατακτήσει τον κόσμο.

Όλα τα παράλια από το Αιγαίο έως τον Εύξεινο ήταν απείρου κάλλους τοπία σπαρμένα στις ακτές, που έκαναν το νου μας να χασκιάζει από την ωραιότητα και την ομορφιά τους. Είναι έως σήμερα τόποι εύμορφοι και ξακουστοί με μεγάλη ιστορία να τους συνοδεύει. Ιστορία γραμμένη από πραγματικά γεγονότα, από μύθους και από παραμύθια που συνθέτουν λαϊκούς θρύλους αλλόκοτους και παράδοξους, ιστορίες που έχουν συνθέσει με τη φαντασία τους οι άνθρωποι από αφηγήσεις άλλων, και από εικασίες δικές τους.

Ιστορίες που και εγώ γνώριζα, γι αυτό κάθε φορά που διαπλέαμε το Βόσπορο οι σκέψεις μου ταξίδευαν δίνοντας υπόσταση στις φανταστικές άϋλες δοξασίες σαν να ήταν πραγματικές, σαν να συμβαίνανε εμπρός μου. Ειδικά τις νύχτες τις πανσέληνες που λένε ότι βγαίνουν οι σειρήνες από τα νερά, κοίταζα με προσοχή στα βάθη των οριζόντων μήπως βλέψω κάποιαν ανεράδα να αναδύεται μέσα στο φως του φεγγαριού.

Λέγανε πως από τη μαύρη θάλασσα βγαίνανε γοργόνες μαύρες με μαύρη καρδιά, και τραβούσαν τους ναύτες κάτω στο βυθό για να χαριεντιστούν μαζί τους.

Λέγανε πως έβγαιναν στοιχειά και νεράιδες καλές που τραγουδούσαν στους ναύτες για παρηγοριά, βάλσαμο στην καρδιά καθώς ήσαν στα ξένα μέρη, και όποιος τυχερός τις έβλεπε η τύχη τον συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή του.

Με αυτή την ελπίδα μέσα στην ονειροπόληση μου μια νύχτα που είχα τελειώσει την νυχτερινή βάρδια στη μηχανή και στεκόμουν στη πρύμνη, από μακριά στο βάθος του ορίζοντα, μου φάνηκε να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα μια μεγάλη μάζα νερού και να σχηματίζει μια οπτασία γιγαντιαίου ανθρώπινου προσώπου που με ορμή ερχόταν προς εμάς…

Ήταν ο καιρός που γέμωνε και σήκωνε αέρα και φουρτούνα. Ήταν ο Ποσειδώνας από τα βαθιά νερά που αναδύθηκε θυμωμένος και  όρμησε με άγριες διαθέσεις. Αγρίεψε τη θάλασσα και πρόσταξε τα κύματά να μας χτυπήσουν με μανία. Να μας ταρακουνήσουν ανελέητα και να μας βασανίσουν. Να μας παιδέψουν και να μας φοβερίσουν.

Το πλοίο έγερνε σε κάθε κύμα επικίνδυνα, και ο φόβος απερίγραπτος πως ίσως βουλιάζαμε, κυρίευε τις καρδιές μας. Ξέραμε πως ήταν η θάλασσα επικίνδυνη και πως ο μύθος για τις μαύρες γοργόνες ήταν αληθινός. Λέγανε οι παλιοί ναυτικοί, πως ήταν κόρες του Πωσειδωνα που βγαίνανε από το σκοτεινό νερό κατά διαταγην του και παρέσερναν τα πλοία στο βυθό.

Με μόνη ελπίδα το Θεό, στρέψαμε τα πρόσωπα και προσευχηθήκαμε να μας γλυτώσει. Τέτοιες ώρες κινδύνου που έχει ο άνθρωπος ανάγκη ενός θαύματος, όλοι πιστοί και άπιστοι, παρακαλούν τον ίδιο Θεο να τους προστατεύσει.

Παλέψαμε με τη μεγάλη τρικυμία για πολλές ώρες. Αμπαρωμένοι πίσω από πόρτες σφραγισμένες για να μην μπαίνει μέσα το νερό που σκέπαζε το πλοίο, με τα πρόσωπα σκυθρωπά από την αγωνία, νιώθαμε τις στιγμές ατελείωτες ώρες, και τις ώρες ολόκληρους αιώνες.

Ώσπου με τη βοήθεια του Θεού επιτέλους, μπήκαμε στα στενά και ήρεμα νερά της θάλασσας του Βοσπόρου. Με τους χτύπους της καρδιάς μου σιγά να ημερεύουν, σκέφτηκα πως φτηνά τη γλυτώσαμε τούτη τη φορά. Σκέφτηκα πόσο πραγματικά επικίνδυνο είναι το επάγγελμα του ναυτικού, και διερωτήθηκα αν θα μπορούσα να το αντέξω. Όμως έφερα στο νου μου όσα λέγανε οι παλιότεροι ναυτικοί, πως αν και δεν υπάρχει τρικυμία ή καταιγίδα που να φοβάται ένας ναυτικός περισσότερο από τα στοιχειά της Μαύρης θάλασσας, εν τέλει αν κάποιος τυχερός δει ένα από αυτά, η υπόλοιπη του ζωή ακολουθείται από καλοτυχία.

Μ’ αυτό το σκεπτικό πως εγώ συναντήθηκα με το στοιχειό του Ποσειδώνια έστω στη μορφή μιας μεγάλης καταιγίδας, ίσως έλαχε σε μένα η μοίρα τούτης της τύχης, κατά πως έλεγε ο θαλασσινός θρύλος.

Υ.Γ. Από εκείνο τον καιρό, πρόσεξα ότι στα δύσκολα της ζωής μου, συνήθως είχα το Θεό μαζί μου που με βοηθούσε, είχα μια τύχη καλή που με ακολούθησε ως την τωρινή ζωή μου.

ΣΤΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΙΖΜΙΤ

Το 1920 αμέτρητοι Τούρκοι κάτοικοι των περιχώρων επιτέθηκαν στους Έλληνες κάτοικους των γύρω χωριών της Νικομήδειας. Λεηλάτησαν τα σπίτια τους και έσφαξαν τα γυναικόπαιδα. Παράδωσαν τα Ελληνικά σπίτια στις φλόγες, και ύστερα οδήγησαν τους γέρους και τα μικρά παιδιά άνω των 14 χρόνων, στην εκκλησία τού χωριού. Εκεί, ο Τούρκος διοικητής βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα. Τού πέρασε καπίστρι με χαλινάρι στο λαιμό, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα μάτι, τον έσυρε στο ιερό, κι εκεί τον κατακρεούργησε σαν αρνί πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και στη συνέχεια το πέταξαν σε μια χαράδρα. Τούς άλλους μέσα στο ναό τούς έκαψαν εκεί μέσα. Όσοι σπάζοντας την πόρτα βγήκαν από την πύρινη κόλαση, βρήκαν οικτρό θάνατο στο προαύλιο από πυροβολισμούς και μαχαιρώματα. Όσοι γλίτωσαν έτρεχαν τρομαγμένοι στα βουνά γυμνοί, ξυπόλητοι και πεινασμένοι. Νέες γυναίκες πέταγαν τα μωρά τους στις γύρω χαράδρες και αλλόφρονες σαν αγρίμια έτρεχαν στα δάση για να γλιτώσουν το κυνηγητό του Τούρκικου όχλου και των ατάκτων, ενώ άλλες, ωσάν Σουλιώτισσες, πήδηξαν με τα μωρά τους στο γκρεμό κι ελευθερώθηκαν με τον τίμιο θάνατό τους. Έτσι μ αυτό τον τρόπο ως συνήθως με το μένος και το μίσος που εχουν οι βάρβαροι εναντίον των Ρωμιών, ξεκλήρισαν άλλη μια περιοχή Ελλήνων για να την εποικίσουν Τούρκοι.

Το Ιζμίτ ήταν ένα από τα πρώτα λιμάνια που γνώρισα και όπως όλα, είχε και αυτό τις ιδιαιτερότητες του που προκαλούσαν το ενδιαφέρον και κέντριζαν τη φαντασία. Η πάλε ποτέ Νικομήδεια της Βιθυνίας, το σημερινό Ιζμίτ, βρίσκεται επί των ακτών του Βοσπόρου, στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και σε απόσταση πολύ μικρή από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τις μεγαλύτερες Ρωμαϊκές και ύστερα Βυζαντινές πόλεις παγκοσμίως μετά την Ρώμη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια. Ήταν κτισμένη στο δρόμο που ένωνε την Ευρώπη με την Ανατολή, πράγμα που την κατέστησε σπουδαίο εμπορικό κέντρο. 

Στα χρόνια τους Ρωμαίους ο  Έπαρχος της Νικομήδειας διέταξε τον αποκεφαλισμό της Αγίας Βαρβάρας, και όρισε την ποινή να εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της που ήταν και επιθυμία του γιατί η πανέμορφη κόρη του αγάπησε και ασπάστηκε το Χριστιανισμό, οπότε αυτός την αποκεφάλισε ως "πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται". Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.

Ήμουν μπαρκαρισμένος σ ένα μικρό καράβι που ταξίδευε Ελλάδα-Ρωσία, αλλά ανάμεσα σ αυτά τα δρομολόγια, μια και μοναδική φορά πιάσαμε τούτο το λιμάνι το Τούρκικο να φορτώσουμε παλιοσίδερα να τα μεταφέρουμε στην πάλε ποτέ Γιουγκοσλαβία του Τίτο.

Ήταν το πρώτο μου μπάρκο, το πλοίο ένα μικρό καράβι δυόμιση χιλιάδων τόνων που ηταν βαφτισμένο "San Denis" και ήταν τόσο μικρό που καταντούσε έρμαιο σε κάθε τρικυμία και κύμα. Σε όλους στο πλήρωμα μας έβγαιναν τα σωθικά απο το μεγάλο ταρακούνημα, αλλά άξιζε τον κόπο της μεγάλης ταλαιπωρίας, γιατί ήμασταν ταξιδευτές του κόσμου, και αυτό μονο, ήταν μεγάλο ζήτημα που αναπλήρωνε όσα υποφέραμε.

Όλος ο Βόσπορος είναι ονομαστός για την ομορφιά του. Υπάρχουν μεγαλόπρεπα κάστρα και παλάτια κτισμένα πανω και μέσα στην θάλασσα. Είναι περιοχή που από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι από τα σημαντικότερα θαλάσσια περάσματα. Τον πέρασαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, από την Αργοναυτική Εκστρατεία, μέχρι στα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το χειμώνα ο καιρός είναι ομιχλώδης και έχει πολλη κρυώτη, έχει και αντίθετα ρεύματα τα οποία συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα ο πλούς των πλοίων να είναι δύσκολος και γι αυτό να χρειάζεται Πλοηγός να τα κατευθύνει.

Στα παράλια του Βοσπόρου κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί, λιμάνια και σύγχρονες πόλεις. Είναι η Κωνσταντινούπολη η όμορφη και απ όλες η πιο ωραία, η πόλη που ανέδειξε βασιλείς και λόγιους και ανέπτυξε τα γράμματα και τον πολιτισμό, που έχει την σκεπαστή αγορά, την ξεχασμένη συνοικία των Φαναριωτών, αλλά κυρίως την Αγιά Σοφιά που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον και αναγκάζει τον Έλληνα επισκέπτη  να μαραζώνει βλέποντας την ενθυμούμενος τα "περασμένα της μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίει".

Δίπλα της Βασιλεύουσας βρισκεται το Ιζμίτ ίσως το πιο μεγάλο φυσικό απάνεμο λιμάνι με τους μαχαλάδες αραδιασμένους στους απέναντι χαμηλούς λόφους, λίγο πίσω από την κάτω πολιτεία, αφου οι Τούρκοι συνήθιζαν να κατοικούν στα ψηλώματα για να εχουν θέαμα, αλλά και δροσιά του αέρα. Ήταν το Ισμίτ η ξακουστή αρχαία Βυζαντινή Νικομήδεια που τώρα της αλλάξαν όνομα, με την ήρεμη θάλασσα να ακουμπά σχεδόν πάνω στα αραδιασμένα σπίτια γύρω της ακτής, ένα θέαμα πανέμορφο που θύμιζε Ελληνικά μέρη όπου η θάλασσα ήταν των Θεών και των ανθρώπων, όπως σε αρχαία Ελληνική τέχνη.

Και έξω απο τα χαμηλά κτίρια οπως σε παράταξη οι στρατιώτες, να κάθονται σε σειρά πάνω στα καλντερίμια δεκάδες μεσόκοποι άνδρες. Με τα κομπολόγια, τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, να ρεμβάζουν ως αργόσχολοι και να παρατηρούν την θάλασσα και εμάς. Να μιλούν τη γλώσσα την Ελληνική και να ρωτούν τι γίνεται στα μέρη της Ελλάς.

Έμεινα άφωνος, έβλεπα ανθρώπους με χαρακτηριστικά απαράλλαχτα σαν εμάς, να μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς, καλύτερα από εμάς, απταίστως όπως τα Κυπριακά. Βρισκόμουν σε Τούρκικο έδαφος, μόλις είχαν περάσει λίγοι μήνες από την Τούρκικη εισβολή στην Κύπρο,  είχα έγνοια να μην συλλάβουν και εμένα οι άπιστοι, αφου τόσους άλλους πολλούς είχαν συλλάβει και μεταφέρει στην Τουρκία. Μετά την επιστροφή των αιχμαλώτων, παρέμεναν 1619 Έλληνες που συνελήφθησαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, ήταν εξαφανισμένοι, θεωρούνταν αγνοούμενοι. Αλλά υπήρχαν φήμες ότι ορισμένους τούς είχαν απομονωμένους σε διάφορα Τουρκικά μέρη για να τους εξισλαμίσουν, να τους κάμουν να προσχωρήσουν στη θρησκεία του Ισλάμ με αποκήρυξη της χριστιανικής τους πίστης είτε με την πειθώ ή με τη βία.  Μονομιάς ο νους μου πήγε στους Κύπριους αγνοούμενους, και η καρδιά μου λαχτάρησε και είπα μέσα μου,

 -Θεέ μου, ίσως συνάντησα τους αγνοούμενους μας που ψάχναμε αγωνιωδώς οι Κύπριοι… Από την άλλη, ήξερα, δεν ταίριαζε να εχουν όλοι μεσόκοπη ηλικία, και βλέποντας τη φιλικότητα τους απέναντι μας, αναθάρρεψα, τους κόντεψα και τους ρώτησα.

Μου είπαν την ιστορία τους, ήσαν Τούρκοι Κρήτες που μετεφέρθησαν στην πολιτεία του Ιζμίτ ύστερα απο την ανταλλαγή των πληθυσμών εξ αιτίας της συμφωνίας της Λωζάνης το 1924. Μου ομολόγησαν πως ένιωθαν Έλληνες, γιατί ήσαν Έλληνες που τους εξισλάμισαν, και που μέσα τους προσκυνούσαν μαζί με τον Μωάμεθ το Χριστό και την Παναγία. Ήταν μια λυπητερή ιστορία μεταναστών που τους σήκωσαν βίαια από τον τόπο τους και τους έκαμαν πρόσφυγες. Που ύστερα  από την ήττα της Ελλάδας, οι Τούρκοι επέβαλαν τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών, που με πρόσχημα την ανταλλαγή, έδιωξαν σχεδόν όλους τους Έλληνες κατοίκους από τη Μικρά Ασία.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΜΟΝΗ

Το μικρό μας πλοίο ο Άγιος Διονύσης που κατά γράμμα είχε στην πλώρη ”SUN DENIS”, ήταν βαρυφορτωμένο με μπάζα από παλιοσίδερα.

Ξεκινήσαμε από την Νικομήδεια της Τουρκίας το σημερινό Ιζμίτ ένα απάνεμο λιμάνι δίπλα στην Κωνσταντινούπολη απ όπου φορτώσαμε για ένα κοντινό ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία. Βγαίνοντας από την περίκλειστη θάλασσα του Μαρμαρά περάσαμε τα Δαρδανέλια την πόλη που βρίσκεται κοντά στην αρχαία Τροία και τα περιβόητα στενά των Δαρδανελιών που μερικές φορές ονομάζονται Τσανάκαλέ.

Μπήκαμε στο Ανατολικό Αιγαίο εκεί που τελειώνει η Ασία κι αρχίζει η Ευρώπη. Περάσαμε το Αρχιπέλαγος  και πλέοντας στα ύσηχα καταγάλανα νερά των Κυκλάδων, μπήκαμε στα πανέμορφα στενά του ισθμού της Κορίνθου. Στέκοντας στην πρύμη όσοι δεν είχαμε βάρδια και παρακολουθώντας  τις παράκτιες όμορφες Ελληνικές ακρογιαλιές, περάσαμε την τεχνητή στενή λωρίδα της θάλασσας που ενώνει το Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο. Προσπεράσαμε τα Επτάνησα και το Ιόνιον πέλαγος, περάσαμε δίπλα από την Κέρκυρα και την Αλβανία και μπήκαμε στην Αδριατική θάλασσα.

Βάλαμε πλώρη για την Γιουγκοσλαβία την νότια χώρα των Σλάβων, μια χώρα που δημιουργήθηκε ως κράτος βασίλειο το 1918 μετά την ήττα των δυνάμεων του άξονα και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο τον καιρό που εμείς πηγαίναμε στο λιμάνι του Μπάρ να ξεφορτώσουμε, η Γιουγκοσλαβία ήταν μια μεγάλη ανεξάρτητη χώρα που την επανύδρησε ο στρατάρχης Τίτο μετά την διάλυση της από τις δυνάμεις του άξονα κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Το λιμάνι του Μπάρ που είναι η μοναδική διέξοδος της χώρας προς τη θάλασσα, βρίσκεται στο νότιο μέρος της Αδριατικής, σε μια περιοχή που η θάλασσα και η εσωτερική κυκλοφορία ενώνονται ώστε δια μέσου αυτού του κυκλοφοριακού διχτύου να ταξιδεύουν τα προϊόντα προς τις μεταλλαχτικές μεταλλουργίες της χώρας.

Ύστερα από ένα ύσηχο ταξίδι μέσα στην ήρεμη Αδριατική θάλασσα, φτάσαμε στο λιμάνι και όσο οι εργάτες ξεφόρτωναν το εμπόρευμα, βγήκαμε βόλτα στην πόλη. Χωριζόταν από τη θάλασσα από ένα δρόμο. Ήταν μακρύς και ευθύς, γεμάτος στις δυό του μεριές με μαγαζιά και καφετέριες σε μονώροφα κτίρια. Από όλους αυτούς τους χώρους έβγαινε μια γλυκιά Ελληνική μουσική που την τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσος, ενώ στις πόρτες έστεκαν φιλόξενοι οι μαγαζάτορες που μας χαμογελούσαν και μας καλούσαν να κοπιάσουμε στα μαγαζιά τους.

Σκέφτηκα ότι ήταν φιλέλληνες που αγαπούσαν την Ελληνική μουσική και εμάς τους Έλληνες, σκέφτηκα ακόμα ότι ίσως να ήταν ένα σχέδιο τους να μας καλοπιάσουν για να μας πιάσουν πελάτες ώστε να αγοράσουμε από τα προϊόντα τους.

Όπως και νάτανε, περάσαμε λίγες ευχάριστες ώρες σ αυτό το λιμάνι, αφού το ξεφόρτωμα δεν κράτησε πολύ. Ένα άλλο φορτίο τσιμέντο σε σακιά έτοιμο σε παλάγκα που μας περίμενε στο ντόκο, φορτώθηκε γρήγορα στ αμπάρια του πλοίου από τους μεγάλους γερανούς του λιμανιού. Ήταν ένα χαμηλό φορτίο πολύ βαρύ, τοποθετημένο στον πυθμένα. Ήταν ένα επικίνδυνο φορτίο γιατι είχε μεγάλο βάρος στον πάτο, και άφηνε το υπόλοιπο μέρος του πλοίου ελαφρύ και έρμαιο σε τυχών τρικυμία ή ρεύματα. Ήταν ότι χειρότερο φορτίο θα ήθελε ένας καπετάνιος να φορτώσει το πλοίο του…

Βάλαμε Ρότα για τη χώρα της Λιβύης με τις μηχανές να γυρίζουν εύκολα την προπέλα χωρίς να αναταράσσει τα γαλήνια νερά και χωρίς να δημιουργεί κυματισμούς. Έμοιαζε η θάλασσα ακίνητη όπως να κοιμόταν, έμοιαζε γαληνεμένη όπως να ξεκουραζόταν.

Πηγαίναμε με οικονομική ταχύτητα και υπολογίζαμε να είναι ένα εύκολο σύντομο ταξίδι που θα διαρκούσε λίγες μέρες.

Κάτω στο μηχανοστάσιο την ώρα της βάρδιας μου, ένιωθα τη μηχανή να δουλεύει χωρίς να δυσκολεύεται από αντίθετα ρεύματα και κύματα. Η πρόωση του πλοίου ήταν εύκολη, σκέφτηκα, σίγουρα θα είχαμε ένα εύκολο ταξίδι. Τσεκάρισα τα λάδια του υδραυλικού της λαγουδέρας και το διάκι -το κοντάρι με το οποίο στρίβει το πτερύγιο του τιμονιού-, και ύστερα ξεκίνησα την αντλία για να αδειάσουν οι σεντίνες από τα απόνερα και τα λάδια.

Κοίταξα το ρολόι στο ταμπλώ της μηχανής, ήταν τέσσερις. Τέλειωσε η βάρδια μου και παρέδωσα στον αντικαταστάτη μου που κατέβηκε ακριβώς στην ώρα της σκάντζας. Αφού του εξήγησα να έχει την προσοχή του στο πέκο του όγδοου πιστονιού γιατί έχανε πετρέλαιο, ανέβηκα προσεχτικά τις γλιστερές λαδωμένες σκάλες βγαίνοντας στην κουβέρτα. Ανάπνευσα με αυχαρίστηση τον φρέσκο θαλασσινό αέρα αφήνοντας πίσω μου την καταχνιά της ατμόσφαιρας του μηχανοστασίου που δημιουργούσε το ασταμάτητο δούλεμα της μηχανής. Μπήκα στο μικρό κουζινάκι και έφτιαξα ένα σκέτο δυνατό και πικρό ανατολίτικο καφέ ακριβώς όπως μου άρεσε, και ύστερα βγήκα και κάθισα στην πρύμη, χάμω στη χοντρή λαμαρίνα της κουβέρτας και γέρνοντας τη ράχη μου στην κουπαστή, η σκέψη μου έτρεξε στα βάθη της ιστορίας προσπαθώντας να φρεσκάρω στο νου μου το παρελθόν της χώρας που είχαμε  για προορισμό…

Της χώρας που κατά την μυθολογία είχε το όνομα μιας κόρης, της Λιβύης εγγονής του Νείλου και του Δία που προς τιμήν της έδωκαν το όνομα της στην περιοχή που γειτνίαζε δυτικά με την χώρα της Αιγύπτου.

Μιας χώρας της Βορείου Αφρικής που τη βόρεια πλευρά της βρέχει η Μεσόγειος, ενώ την υπόλοιπη σκεπάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου άμμος καυτερή και άνεδρη. Μια απέραντη στεγνή και άγονη έρημος που σμίγει με την ήρεμη θολή και κίτρινη στο χρώμα της άμμου θάλασσα, ίδιο με το χρώμα της ερημικής ξηράς. Ένα χρώμα που στην άχνα της ζεστής ατμόσφαιρας δείχνει ένα θέαμα γης και θάλασσας να σμίγουν και να μην ξεχωρίζουν, να φαίνονται να είναι μια συνέχεια, η στεριά και η θάλασσα.

Πέρασαν οι μέρες, και φτάνοντας στον προορισμό μας μείναμε ράδα περιμένοντας το τελωνείο για τον τυπικό έλεγχο.

Ήρθαν και έφυγαν, αφήνοντας μας διαταχτικό να περιμένουμε φουνταρισμένοι μέχρι νεωτέρων οδηγιών.

Ρίξαμε λοιπόν τις άγκυρες στα θολά νερά, και τις είδαμε να κατεβαίνουν και τελειωμό να μην έχουν. Έμοιαζε το βάθος της θάλασσας χωρίς τελειωμό, ο νους μου πήγε στη μυθολογία που κατά αρχαίες θεωρίες και μεταφυσικές δοξασίες αναφέρεται σε θάλασσες άπατες που κάτω τους υπάρχει άβυσσος, σκοτάδι και μυστήριο. ΄΄Οπου υπάρχουν κουφάρια από πετρωμένα καράβια γεμάτα θησαυρούς και απολιθωμένες γοργόνες με χρυσά στεφάνια στα πέτρινα μαλια τους, αλλά και δράκοι τέρατα της θάλασσας που τις φυλάνε.

Η θάλασσα γύρω μας ήταν λάδι, αλλά μόλις βράδιασε νιώσαμε το πλοίο να κουνιέται σαν εκκρεμές μέσα στο νερό, αισθανόμασταν το κέντρο βάρους του κάτω στο αμπάρι ακίνητο από το βάρος του φορτίου των τσιμέντων, ενώ το υπόλοιπο μέρος του σκαριού τάρασσε και κουνιόταν μποτσάροντας δυνατά και απότομα. Ήταν ένα ταρακούνημα άγριο που μας σκότωνε, βαστάζαμε όλοι τα ρέλια ή όπου βρίσκαμε για να μην μας παρασύρει η φορά από το δυνατό μπότζι. Ήταν ένα παράξενο φαινόμενο αυτό που συνεβαινε, η επιφάνεια της θάλασσας παρέμενε τελείως ακίνητη χωρίς να επηρεάζεται από τα δυνατά ρεύματα που πάλιωναν κάτω στα έγκατα της.

Οι μέρες περνούσαν, τα στόρια μας τέλειωσαν, το νερό από τα τάγκια έβγαινε θολό και σκουριασμένο σημάδι ότι τελείωνε κι αυτό, τα ρεύματα δεν κόπαζαν παρά μόνο ανελέητα μας ταρακουνούσαν κάνοντας τη ζωή μας δύσκολη και ανυπόφορη.

Οι αρχές της Λυβύης δεν έδειχναν διάθεση να μας ελλιμενίσουν, μας άφησαν να παραδέρνουμε στα δυνατά ρεύματα της Λιβυκής θάλασσας. Ήμασταν σε μια χώρα άναρχη και δικτατορική, οι Λίβυοι δεν υπολόγιζαν ούτε λογάριαζαν τους ξένους. Ηγέτης της χώρας ήταν ο Συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι, ένας πραξικοπηματίας και επαναστάτης που κατέστησε τον εαυτό του ντε φάκτο ηγέτη της χώρας από το 1969. Ήταν ένας σκληρός δικτάτορας που βρισκόταν συχνά σε αντιπαράθεση με τις άλλες χώρες και κυρίως τη Δύση, ήταν ίσως γι αυτό που μας άφησαν στη ράδα πολλές μέρες χωρίς να μας εφοδιάσουν  στόρια και νερό. Ήταν ένας ισόβιος δικτάτορας που το χλιδάτο παλάτι του δέσποζε επιβλητικό στην πόλη της Τρίπολης, μιας πολιτισμικής αρχαίας πόλης που στο έμπα της φάνταζε η γραφική  παλιά αγορά περικλυσμένη από τα τείχη της Μεντίνας, ενώ  παραδίπλα της ξάνοιγε η μεγάλη κεντρική πλατεία, η λεγόμενη Πράσινη πλατεία που συνέχιζε μέχρι τη θάλασσα που τα νερά της στην επιφάνεια ήταν ήσυχα και ακίνητα, ενώ στα βάθη της τα μεγάλα και ανακυκλωμένα ρεύματα ανατάρασσαν τον πυθμένα  της κάνοντας την άμμο να διασκορπίζεται στο νερό και να το χρωματίζει με ένα θολό κίτρινο χρώμα ίδιο με την έρημο που σκέπαζε όλη τη χώρα…

Οι μέρες περνούσαν, έδειχνε να μας ξέχασαν. Ήταν ίδιο να μην υπήρχαμε, μάταια περιμέναμε κάποια ειδοποίηση από το τελωνείο του λιμανιού. Τα τρόφιμα μας τέλειωναν, αναγκαστήκαμε κατόπιν διαταγής του καπετάνιου, όλο το πλήρωμα να ψαρεύουμε για την εξασφάλιση της τροφής μας. Κουτσά στραβά τα καταφέρναμε, το πρόβλημα ήταν ότι και το πόσιμο νερό μας τελείωνε. Όσο κατέβαινε η στάθμη στα παμπάλαια τάνκγια που ήταν αποθηκεμένο, τόσο θόλωνε από τη σκουριά, και κάθε που πίναμε μας παίδευε το στομάχι. Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός, δεν είχαμε ελπίδα για βροχή, οι Λιβυκές αρχές μας ξέχασαν, ώστε οι οιωνοί ήταν κακοί.

Από την εφοπλιστική εταιρεία είχαμε διαταγή να μην ζητήσουμε βοήθεια από της αρχές, αλλά να περιμένουμε πότε αυτές θα απεφάσιζαν. Ήταν ρητή η διαταγή, γιατι οι δικτατορικές αρχές της Λιβυης συμπεριφέρονταν με απάνθρωπο τρόπο, χωρίς λόγο  συνελάμβαναν τους ξένους και τους φυλάκιζαν σε φυλακές που μέσα χάνονταν και δεν ξαναφαίνονταν. Είχαν μια εχθρότητα που την επιδείκνυαν στην πράξη χωρίς να λογαριάζουν κανένα.

Απο φόβο να τούς παρενοχλήσουμε και να θυμώσουν, να μην τους δώσουμε λόγο κι  αφορμή να κάνουν επίδειξη της δύναμης τους και της σκληρότητας τους, σιωπούσαμε χωρίς να ζητούμε τη βοήθεια τους. Η ζωή μας κατάντησε ανυπόφορη με μόνη τροφή μας τα ψάρια που ψαρεύαμε, και που τα ποκάρουμε. Ήταν ψάρια μεγάλα και άγευστα που ζούσαν μέσα σε θάλασσα χωρίς  βλάστηση και χλωρίδα, μέσα σε θολά νερά από την άμμο που ήταν απλωμένη σε όλο το βυθό, ψάρια χωρίς γευστική ουσία και που χρησιμοποιούσαμε ως τροφή μόνο από ανάγκη.

Μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, ήταν το νερό. Για την καθαριότητα μας χρησιμοποιούσαμε το θαλασσινό, ενώ για πόσιμο ανέλαβε ο καπετάνιος να μας το προμηθεύει λιγοστό και μετρημένο, ώστε να μας αρκέσει περισσότερο καιρό. Το βράζαμε για να το πιούμε, είχε καταντήσει επικίνδυνο για την υγεία μας καθ ότι ήταν όσο απέμεινε στον πάτο γεμάτο ιζήματα, πέτρα, λάσπη και σκουριά.

Όσο και να προσέχαμε δυστηχώς, ο Γραμματικός και ένας δόκιμος της μηχανής, αρρώστησαν βαριά, είχαν ρίγη, ψηλό πυρετό και πόνους αφόρητους σε όλο το σώμα τους. Ήμασταν σίγουροι ότι κόλλησαν τη νόσο της λαγιονέλλας. Παρακαλούσαμε το Θεό να αντέξουν και ελπίζαμε για τον εαυτό μας να μην πάθουμε το ίδιο.

Με μεγάλη ανησυχία, διψασμένοι, φοβισμένοι και καταπονημένοι, εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στο Θεό.

Βλέπαμε τη στεριά λίγα χιλιόμετρα μακριά μας, αλλά μας ήταν αδύνατο να βγούμε έξω να αναζητήσουμε νερό που το είχαμε απόλυτη ανάγκη. Η απανθρωπιά του δικτατορικού καθεστώτος ήταν δεδομένη, αναμέναμε και ελπίζαμε σε ένα θαύμα, ελπίζαμε να δεήσει ο θεός τους να τους φωτίσει να μας ελλιμενίσουν γρήγορα ώστε να πάψουν τα βάσανα μας.

Αλλά ο Θεός τους ίσως να μην ήταν τόσο καλός όσο ο δικός μας που αποδείχτηκε συμπονετικός και φιλεύσπλαχνος. Ίσως στο πλήρωμα ανάμεσα μας, να υπήρχαν άνθρωποι δίκαιοι που εισακούστηκαν οι προσευχές τους. Όταν σχεδόν δεν είχαμε ελπίδα, ξαφνικά είδαμε τον καιρό μέσα στο κατακαλόκαιρο να σκοτεινιάζει. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν γρήγορα και πύκνωσαν ώσπου σκέπασαν τον ήλιο που κρύφτηκε και άφησε τη μέρα με πενιχρό το φως και εμάς μέσα στο μισοσκόταδο.

Ταυτόχρονα άρχισε να πνέει ένας αγέρας που δυνάμωνε, ενώ αστραπές έσκισαν τον ουρανό. Από μακριά η θάλασσα έδειχνε να υδρατμοποιείται και να ανεβαίνει στον ουρανό γεμίζοντας τον με γκρίζα σύννεφα, ενώ νιώθαμε την ατμόσφαιρα να βαραίνει. Ήταν ένα απότομο μπουρίνι, μια απότομη μεταβολή του καιρού που μας ήρθε απρόσμενα.

Χαρούμενοι με τις ελπίδες μας δικαιωμένες και αναπτερωμένες, όλοι μαζί υπό τις διαταγές του καπετάνιου και του πρώτου μηχανικού, στρώσαμε πανιά έτοιμοι να μαζέψουμε το νερό της βροχής. Τα απλώσαμε με τρόπο να σχηματίζουν αυλάκια, και από κάτω βάλαμε άδεια δοχεία να το περισυλλέξουμε.

Σκοτείνιασε κι άλλο ο ουρανός, ενώ μια βροχή ασταμάτητη που άρχισε να πέφτει, όλο δυνάμωνε ώσπου πύκνωσε πολύ και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Στην αρχή ήταν κίτρινη από τη λερωμένη ατμόσφαιρα, αλλά ύστερα καθάρισε και έπεφτε καθαρή και καταρρακτώδης.

Μας χτυπούσε αλύπητα, μα εμείς, όλοι μας, στεκομασταν κάτω από αυτήν με τα πρόσωπα στραμμένα ψηλά, και με ένα αίσθημα μαζοχιστικό θα έλεγε κανείς, και με πολλή ευχαρίστηση δεχόμασταν το μαστίγωμα της, ενώ ανοίγαμε τις χούφτες μας και πίναμε το βρόχινο νερό με απόλυτη ευχαρίστηση.  

Όπως απότομα άρχισε, το ίδιο σταμάτησε. Ο ουρανός καταγάλανος φανερώθηκε, ενώ η ατμόσφαιρα καθάρια από τη σκόνη μύριζε φρεσκάδα, θάλασσα και ιώδιο.

Ο ήλιος φάνηκε  ολοκάθαρος πίσω από τη βροχή ξεπλυμένος κι αυτός από τη σκόνη της ερήμου, λαμπερός και καυτός άρχισε να ξαναζεσταίνει τον καιρό που δρόσισε ύστερα που ξεπλύθηκε από τη βροχή.

Μέσα μου ένιωθα ευχαρίστηση και ανακούφιση, ήμουν σίγουρος ότι ο Θεός έκαμε το θαύμα του και μας βοήθησε. Φώλιασε μέσα μου ακόμα μια σιγουριά, ότι γρήγορα θα φαινόταν να έρχεται από το λιμάνι η λάντζα με τον πιλότο για να μας οδηγήσει στο ντοκ.

Περπατώντας με τα πόδια ανοιχτά για να ισορροπώ από το μπότζι που κουνούσε ασταμάτητα το πλοίο, προχώρησα στο μικρό κουζινάκι του πληρώματος για να φτιάξω ένα καφέ τώρα που είχαμε επιτέλους νερό, φρέσκο και δροσερό. Τον άφησα να ψηθεί καλά αναπνέοντας τη μυρωδιά του αχόρταγα, αφού είχε μέρες πολλές να έχω την πολυτέλεια ενός καλοψημένου Τούρκικου καφέ. Γέμισα ένα ποτήρι ξέχειλα κρατώντας το με το ένα χέρι για να μην πέσει χάμω από το μποτσάρισμα του πλοίου, αφού ότι αφηνώταν απροστάτευτο στο τραπέζι, έπεφτε και έσπαγε. Ήταν ένα πολύ ενοχλητικό ταρακούνημα που δεν μας άφηνε σε ησυχία, παρά μόνο μας ταλαιπωρούσε αφάνταστα.  Ήταν ένα συνεχές ανώμαλο μποτσάρισμα που δεν σταμάτησε κάθ όλη τη διάρκεια που ήμασταν φουνταρισμένοι, ενώ τα ρεύματα στα υπόγεια της θάλασσας συνέχιζαν χωρίς αναπαμό την ανώμαλη ροή τους, ταρακουνώντας το ίδιο και εμάς, ανώμαλα. Τα έπιπλα ήταν στερεωμένα βιδωμένα ή κολλημένα για να μην έχουν φόβο από τις τρικυμίες. Κάθισα στον καναπέ βάζοντας τα πόδια μου σφήνα στα πόδια του τραπεζιού για να μην πέσω χάμω, και με πολλή ευχαρίστηση ήπια γουλιά γουλιά τον δυνατό καφέ.

Ξεδιψασμένος ύστερα από πολλές μέρες και με την πικρή γεύση του καφέ στο στόμα μου, άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει, αλλά αυτή με  οδήγησε στους τελωνειακούς της χώρας και με έκανε να διερωτώμαι γιατι οι άνθρωποι να είναι σκληροί όταν δεν χρειαζόταν. Το λιμάνι ήταν άδειο από πλοία, αλλά για άγνωστους τους λόγους, δεν μας επέτρεπαν να δέσουμε στο λιμάνι, ούτε καν νερό δεν μας έδωσαν. Μας άφησαν να υποφέρουμε από δίψα και πείνα, μας άφησαν να πίνουμε ακάθαρτο νερό με αποτέλεσμα δυο από το πλήρωμα να υποφέρουν από λοιμώδη νόσο, ίσως από τύφο και να κινδυνεύουν οι ζωές τους.

Βυθισμένος στις σκέψεις μου, δεν είδα τον ναύτη της βάρδιας που μπήκε μέσα και στήθηκε δίπλα μου. Με σκούντησε να του κάμω τόπο να κάτσει, και φλύαρα άρχισε να μου λέγει ότι τα βάσανα μας τέλειωσαν, η γέφυρα επικοινώνησε με το τελωνείο, και μας ειδοποίησαν να είμαστε έτοιμοι να μπούμε στο λιμάνι να δέσουμε και να ξεφορτώσουμε. Σε λίγη ώρα, όχι πολλή, θα ερχόταν η λάντζα μαζί με τον πιλότο που θα οδηγούσε το πλοίο, μαζί θα είχε και ένα γιατρό να εξετάσει τον Γραμματικό και τον δόκιμο μηχανικό που ήταν βαριά άρρωστοι.

ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, ΤΟ ΑΓΡΙΟ ΦΟΝΙΚΟ

Η Λιβύη με τις αρχαίες Ελληνικές πόλεις, μια χαμένη Ελλάδα με αρχαία απομειναρια που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλη την οικουμένη ακόμα και σ αυτή την παντέρμη από το Θεό χώρα, έχει πρωτεύουσα τη Τρίπολη, μια πόλη κέντρο αρχαίου πολιτισμού που ιδρύθηκε από τους αρχαίους Καρχηδόνιους με το όνομα Οία και που οι αρχαίοι Έλληνες 600 χρόνια πριν το Χριστό μετονόμασαν με το όνομα που φέρει έως σήμερα.

Στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω, η χώρα φάνταζε μια ξερή γη με αερόσπαρτα κίτρινα κάστρα από πλιθάρια και κίτρινο κατάστεγνο χώμα της ερήμου που χάρη στη γεωγραφική της θέση και τον υπόγειο ορυκτό πλούτο της, κατοικείτο καί από ανθρώπους, όχι μόνο από φίδια και άλλα ερπετά της ερήμου.

Διάβαζα ότι διοικείτο με σιδηρά πυγμή από τον Καντάφι και ότι ήταν από τις πλέον ασφαλείς χώρες χωρίς κλοπές, ληστείες και τρομοκράτες. Ότι μπορούσε κάποιος να κυκλοφορά ελεύθερα στους δρόμους, στα σοκάκια και στις αγορές χωρίς να διατρέχει το παραμικρό κίνδυνο και ότι οι Λίβυοι ως λαός ήταν περήφανος και φιλόξενος.

Κατεβαίνοντας από το πλοίο, απέναντι μου κολλημένη στο λιμάνι προεκτεινόταν η Τρίπολη μια συνέχεια του λιμανιού που χωριζόταν μόνο από ένα πλατύ δρόμο. Διασχίζοντας τον, κινδύνεψα από τα τροχοφόρα τα οποία άλλα ήταν αριστεροτίμονα και άλλα δεξιοτίμονα, και οι άνθρωποι μέσα οδηγούσαν και από τες δυο πλευρές του δρόμου, δεν σταματούσαν στα φανάρια και έτρεχαν χωρίς να προσέχουν τον δίπλα τους. Ήταν φρενήρεις οδηγοί που χρησιμοποιούσαν το δρόμο χωρίς κανονισμούς και κάθε λιγάκι ακουγόταν ένα μεγάλο γκρατς από τρακάρισμα.

Η Λιβύη ήταν τελικά όπως την είχα στη σκέψη μου πριν την γνωρίσω, μια χώρα με ξερή γη γεμάτη κίτρινα χαμηλοώροφα κτίρια και κίτρινο κατάστεγνο χώμα από άμμο. Δεν υπήρχαν κέντρα διασκεδάσεως παρά μόνο καφενεία ή εστιατόρια που έμεναν ανοικτά έως τα μεσάνυχτα, ενώ οι λίγοι άνθρωποι -μόνο άνδρες- που πηγαινοέρχονταν στους δρόμους ήταν ντυμένοι με άσπρες λερωμένες κελεμπίες. Ήταν Λίβυοι Μουσουλμάνοι Σουνίτες που γίνονταν εχθρικοί -είχα διαβάσει σε κάποιο έντυπο-, και επικίνδυνοι αν κάποιος ξένος έδειχνε να μην σέβεται τις τοπικές παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμα τους και αν δεν φρόντιζε να δείχνει σεβασμό με τις πράξεις του ιδιαίτερα την περίοδο του Ραμαζανιού που θα έπρεπε να μην προκαλεί π.χ. πίνοντας αλκοόλ  σε δημόσιους χώρους αφού το ποτό απαγορεύεται αυστηρά για τους Μουσουλμάνους, και οι γυναίκες επισκέπτριες θα έπρεπε να ντύνονται σεμνά.

Μια τεράστια πλατεία που ανοιγόταν προς τη θάλασσα με μια σειρά φοινικόδεντρων να την στολίζουν, απλωνόταν μπροστά μου μετά τη λεωφόρο που χώριζε την πόλη από το λιμάνι, ενώ στο βάθος της έστεκαν μεγαλόπρεπα τα τείχη της Μεντίνας και το κάστρο της Τρίπολης που μέσα στεγαζόταν ένα μουσείο με εκθέματα από το ιστορικό πέρασμα των αρχαίων καιρών μέχρι τις τωρινές εποχές.

Η αγοράς της Μεντίνας ήταν σε ένα μικρό δρομάκι και ήταν μια μικρή παράπλευρη πλατεία που την έλεγαν σκεπαστή αγορά, γιατι ήταν καλυμμένη με στέγες που έστεκαν σε μεγαλόπρεπες κολώνες, παλιά κτίσματα με περίσσια μαστοριά και τεχνοτροπία. Χτύποι από μέταλλα ακούγονταν, μαρτυρώντας την έντονη δραστηριότητα των χαλκομανών και των μεταλλουργών που έφτιαχναν κυρίως τουριστικά είδη που κρέμαγαν στους τοίχους για να τα πουλήσουν. Την ονόμαζαν αγορά του χαλκού, αν και υπήρχαν σιδερένια και άλλα μεταλλικά και ασημικά αντικείμενα που σφυρηλατούσαν εκεί.

Μπήκα στη σκεπαστή αγορά, όπου μέσα δεκάδες μικρέμποροι ήταν στιβαγμένοι έχοντας τις πραμάτειες τους απλωμένες στο χώμα ή σε μικρούς πάγκους. Οι μυρωδιές από τους χουρμάδες έσμιγε με τα ψάρια πάνω στους χαμηλούς πάγκους και οι μύγες σαν σύννεφα πετούσαν σε όλη την ατμόσφαιρα, ενώ οι έμποροι χαλιών ανέμιζαν ρούχα και τις έδιωχναν.

Μέσα σε αυτή την ανυπόφορη μπόχα σεργιάνισα όλο το παζάρι της Τρίπολης χωρίς να βρώ κάτι να με ενδιαφέρει για να ψωνίσω, έστω ένα μικρό σουβενίρ. Αγόρασα μόνο μια βεντάλια για να διώχνω τις ανεπιθύμητες μύγες και την καυτή λαύρα της ατμόσφαιρα των 45 βαθμών Κελσίου που έψηνε κυριολεκτικά τη χώρα και τους ανθρώπους της. Απομακρύνθηκα από τους πάγκους με τα ψάρια και τις έντονες μυρωδιές, και κάθισα σε ένα μικρό τραπεζάκι πίσω από ένα ξύλινο πάγκο που πάνω του ένας αεικίνητος ανθρωπάκος με τα μανίκια της κελεμπίας του ανεβασμένα, έστεκε πάνω απο ένα μαγκάλι γεμάτο φωτιά και  έψηνε κρέας μέσα σε ένα τηγάνι. Κάθισα και έτρεξε αμέσως κοντά μου. Μιλούσε σπαστά Ελληνικά και έτσι συνεννοηθήκαμε χωρίς δυσκολία. Του είπα ότι θέλω να δοκιμάσω κάποιο αράπικο φαγητό, και αυτός μου είπε ότι θα μου τηγάνιζε κρέας που σίγουρα θα μου άρεσε. Σε λίγο μου έφερε ένα πιάτο που μέσα είχε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας, μια τεράστια μπριζόλα. Δοκιμάζοντας την πρώτα, μου άρεσε καταπληχτικά. Την έφαγα λαίμαργα και την ευχαριστήθηκα. Ήταν γεύσεις για μένα πρωτόγνωρες που τις γεύτηκα και τις ευφράνθηκα με ικανοποίηση. Τον ρώτησα και μου είπε ότι ήταν κρέας καμήλας. Μου εξήγησε ότι οι νομάδες στις ερήμους πίνουν το γάλα της καμήλας γιατί είναι πολύ θρεπτικό και αρέσκονται σε βρώση των μεριών της, των παϊδων της, και κυρίως της καμπούρας της που θεωρείται εξαιρετική λιχουδιά.

Ότι όσο πιο ηλικιωμένη η καμήλα, τόσο πιο πολύ μαγείρεμα χρειάζεται το κρέας της γιατί είναι σκληρό. Ότι είναι κρέας που προτιμάται στις χώρες της Ανατολής, αλλά τα τελευταια χρόνια προτιμάται και στη δύση όπου εκεί εξάγονται  μεγάλες ποσότητες διαφόρων σαλαμιών και παστουρμάδων που κατασκευασμένα από το κρέας της, έχει ως αποτέλεσμα να έχουν απίθανες γεύσεις. Το δικό μου φιλέτο ήταν ένα παϊδίσιο κομμάτι το οποίο μου άρεσε καταπληχτικά, και από εκείνο τον καιρό από όσες Αραβικές χώρες τύχαινε να περάσω, ζητούσα πάντα το ίδιο φαγητό, ζητούσα καμηλίσιο κρέας.

Τελειώνοντας την διήγηση του, μου προσέφερε ένα αράπικο καφέ πικρό και βαρύ που και αυτόν τον ευχαρίστησα, που πίνοντας τον γερμένος στην αναπαυτική παλιά τόνενη καρέκλα και ρεμβάζοντας, παρατηρούσα τους μικροεμπόρους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.

Ο αρχαίος ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι οι γοργόνες ήταν Ελληνικό μυθικό έθνος γυναικών, που κατοικούσε στη Λιβύη κοντά στη λίμνη Τριπωνίδα και πολεμούσαν συνεχώς με τις γειτονικές φυλές των Αμαζόνων.

Η Ελληνική ιστορία λέει ότι στην αρχαιότητα ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών,  ώθησε αποίκους από τη Σαντορίνη να μεταναστεύσουν στην βόρεια Αφρική, ιδρύοντας το 631 π.Χ., την πόλη Κυρήνη.

Κοντα στο λιμάνι της Κυρήνης είναι η Απολλώνια, όπου το 1897, την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη, μια από τις ομάδες μουσουλμάνων Κρητικών που εγκατέλειψαν το νησί, βρήκε καταφύγιο δίπλα από τα ερείπια της αρχαίας πόλης και έκτισε το χωριό Σούσα.

Ακόμα και σήμερα, οι μεγαλύτεροι μιλούν σχεδόν απταίστως την ελληνική γλώσσα και μάλιστα με κρητικό ιδίωμα και ονειρεύονται την Κρήτη που άκουσαν α πό τους παππούδες τους.

Ακόμα κατά την οθωμανική περίοδο αρκετοί Έλληνες είχαν καταφύγει στη Λιβύη, κυρίως στην Τρίπολη την οποία και ανέπτυξαν , καθώς οι περισσότεροι Έλληνες ασχολούνταν με το εμπόριο, τη ναυτιλία, και την σπογγαλιεία. 

Στην Μεντίνα το ομορφότερο αρχιτεκτονικά κομμάτι της παλιάς πόλης της Τρίπολης δίπλα από την Πράσινη Πλατεία σε ένα τμήμα της, υπάρχει ελληνική συνοικία με σπίτια και ένα κομμάτι της αγοράς γύρω από τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου.

Όλη την παλιά αγορά της Τρίπολης την περικλυσμένη στα τείχη της Μεντίνας, αποτελούσαν στενά δρομάκια και στοές, μικρές πλατείες γεμάτες με υπαίθρια και στεγασμένα μικρά μαγαζάκια με τους μικροπωλητές αλλά και τους μεγαλέμπορους που προσπαθώντας να επισκιάζουν με τις φωνές τους ο ένας τον άλλο, διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους.

Πολλά μαγαζιά με χρυσά και ασημένια κοσμήματα,  χάλκινα και κεραμικά αντικείμενα, δερμάτινα, χαλιά και υφάσματα, αποτελούσαν τη σκεπαστή αγορά της Τρίπολης, ενώ στη δυτική είσοδο της, κάτω από ένα πύργο που πάνω του ένα παλιό ρολόι έδειχνε την ώρα, ήταν το μικρό καφενεδάκι που καθόμουν.

Ο εξυπηρετικός αεικίνητος ανθρωπάκος ο μαγαζάτορας, με ρώτησε αν επιθυμούσα για την απόλαυση μου ένα ναργιλέ, καθώς όπως μου είπε, σπάνια περνούσε Ευρωπαίος και να μην καπνίσει ναργιλέ.

Μόλις είχα αρχίσει το κάπνισμα, ήταν ένα κακό συνήθειο που το ξεκίνησα για να σπάζω τις μονότονες ώρες της βάρδιας μου στο μηχανοστάσιο του πλοίου και να έχω συντροφιά και απασχόληση τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς μου που μόνη παρέα είχα το ντούκου-ντούκου της μηχανής Ντίζελ που καθώς γυρίζοντας την προπέλα με πολλή δύναμη, με άλλη τόση δύναμη βρυχόταν και αγκομαχούσε νικώντας την αντίσταση της θάλασσας σπρώχνοντας το πλοίο να ταξιδεύει.

Δέχτηκα με ευχαρίστηση, και γερμένος στην αναπαυτική παλιά τόνενη καρέκλα άρχισα να τραβώ ρουφηξιές ενώ απολαμβάνοντας τον, παρακολουθούσα τον συρφετό του ετερόκλητου πλήθους από εμπόρους και πελάτες κάθε λογής που γέμιζε το χώρο της σκεπαστής αγοράς.

Ο αεικίνητος ανθρωπάκος, αρχίνησε με σπαστά Ελληνικά να μου εξηγά την ιστορία του ναργιλέ.

Ο Ναργιλές, μου είπε,  είναι Περσική επινόηση για απαλό και ευχάριστο κάπνισμα, και η ονομασία του προέρχεται από την επίσης Περσική λέξη ναργκιούλ που σημαίνει καρύδα, την οποία χρησιμοποιούσαν αντί της σημερινής γυάλινης σφαίρας. Στη γυάλινη αυτή φιάλη που περιέχει καθαρό νερό μέχρι τη μέση, πάνω της  με  αεροστεγή σύνδεση υπάρχει ένας κατακόρυφος σωλήνας που ονομάζεται λουλάς, και πάνω του τοποθετείται χαρμάνι, ενώ πάνω σε εαυτό τοποθετούνται κομματάκια από αναμμένο κάρβουνο. Μόλις ο καπνιστής αρχίζει να ρουφά, αραιώνεται ο αέρας μέσα στη φιάλη, δημιουργείται υποπίεση και ο καπνός από τον καιόμενο καπνό μαζί με αέρα εισέρχεται δια του κατακόρυφου σωλήνα στη φιάλη προκαλώντας φυσαλίδες και αναταραχή στο νερό με υπόκωφο θόρυβο. Το πέρασμα αυτό του καπνού μέσα από το νερό που τον φιλτράρει, τον ψύχει και αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο διαφοροποιεί τον ναργιλέ από άλλα είδη καπνίσματος.

Ρουφώντας τον ελαφρύ καπνό και γεμίζοντας τα πνεμόνια μου, ασυναίσθητα άρχισα να σιγοτραγουδώ «όταν καπνίζει ο Λουλάς». Αναλύοντας στη σκέψη μου πως μου ηρθε αυτό το τραγούδι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν επειδή το κάπνισμα του ναργιλέ έχει περάσει στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια που καθημερινά ακούγαμε τα ράδια να παίζουν.

Τελειώνοντας και πληρώνοντας τον, του άφησα ένα δηνάριο για μπακσίσι, και αυτος θέλοντας να με ευχαριστήσει, μου ευχήθηκε να με έχει καλά ο Αλλάχ.

Κατάλαβα ότι οι Λιβυοι πρέπει να αγαπούσαν την Ελλάδα και τους Έλληνες όπως είχα ακούσει, αφού στη συμπεριφορά του καλού ανθρωπάκου είδα μια θερμή εκτίμηση και φιλοξενία απέναντι μου, πρώτο σημάδι και ένδειξη κατά τη γνώμη μου περί του λόγου του αληθές.

Η πόλη εκτεινόταν άπλετη πέρα από την πλατιά πλατεία, ενώ στα δεξιά της ήταν κτισμένα χαμηλόροφα μοντέρνα κτίρια απλωμένα κατά μήκος του παράλληλου δρόμου που ήταν κολλημένος πάνω της.

 Ήταν κτίρια κτισμένα με Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, που στέγαζαν καταστήματα με βιτρίνες  γεμάτες Ευρωπαϊκά προϊόντα.

Πήρα εκείνη τη στράτα, και περπατώντας νωχελικά, περιεργαζόμουν τις βιτρίνες με τα Ιαπωνικά ρολόγια μάρκας Σέϊκο, που όπως μου είχαν πει συνάδελφοι μου ναυτικοί, εδώ σ αυτή τη χώρα ήταν πολύ φτηνά. Είχα σκοπό να αγοράσω ένα Σέϊκο, θα ήταν το πρώτο ρολόι που θα αποχτούσα στη ζωή μου, γι αυτό το ήθελα και φτηνό, και καλό.

Περπατώντας και χαζεύοντας τις βιτρίνες, ο ήλιος με χτυπούσε κατακούτελα και αλύπητα, ενώ οι κάθετες αχτίνες του με έκαναν να ιδρώνω  και μου έφερναν φοβερό πονοκέφαλο. Η ξερή και αραιή ατμόσφαιρα συνέπεια της αφόρητης ζέστης έκανε τον ορίζοντα στο  βάθος να τρεμουλιάζει και να δημιουργεί κυματιστές πολύχρωμες γραμμές δημιουργώντας ένα πούσι που σκέπαζε την ορατότητα. Κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια που κρατούσα στο χέρι, προσπαθούσα να δροσιστώ, μάταια όμως, αφού το ρεύμα αέρα που δημιουργούσα ήταν και αυτό ζεστή αύρα ένεκα της καυτερής ατμόσφαιρας που ερχόταν από τα βάθη της ερήμου.

Στο νου μου έφερα τους συναδέλφους μου, τον Γραμματικό και τον δόκιμο της μηχανής που αρρώστησαν βαριά, ίσως από λαγιονέλλα και κινδύνευε άμεσα η ζωή τους. Τους είχαμε άρρωστους μέρες πολλές πάνω στο πλοίο χωρίς περίθαλψη, αλλά τώρα ευτυχώς ευρίσκονταν στο νοσοκομείο της Τρίπολης όπου τους είχαν μεταφέρει οι Λιβυκές Τελωνειακές αρχές. Έλπιζα τουλάχιστον εκεί να υπήρχε κλιματισμός και οι καλοί συνάδελφοι να ήταν μέσα σε δροσερό περιβάλλον ώστε να μπορέσουν να αντέξουν, να γιάνουν, να επιζήσουν.

 Όλο το πλήρωμα στο πλοίο είχαμε φόβο για την τύχη τους, αφού ξέραμε τις κακές προθέσεις του ηγέτη της Λιβύης και το μίσος που είχε διασπείρει στους φανατικούς οπαδούς του για όσους προερχόμασταν από χώρες με δυτικό πολιτισμό. Με καταγωγή απο Βεδουίνους νομάδες, ο Καντάφι ήταν ένας σκληρός και απάνθρωπος δικτάτορας που συνέδεσε το όνομά του με τη νεότερη ιστορία της Λιβύης . Το 1969 ηγήθηκε μιας επανάστασης και ανέβηκε στην εξουσία εκδιώκοντας τον βασιλιά Ίντρις, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς απολυταρχικό και στρατοκρατικό. Στην Αμερική τον ονόμαζαν λυσσασμένο σκυλί της Μέσης Ανατολής, αφού ήταν μέγας πολέμιος της Δύσης. Είχε συνδέσει το όνομά του με αεροπειρατείες, και με φλογερούς λόγους που με αυτούς πάντα στοχοποιούσε τον δυτικό ιμπεριαλισμό ο οποίος καταλήστευε τις πλουτοπαραγωγικές πρώτες ύλες του Τρίτου Κόσμου, καθώς έλεγε.

Οι πληροφορίες γι αυτό τον άνθρωπο ήταν διφορούμενες, στην Ελλάδα οι αριστεροί τον επαινούσαν ενώ οι δεξιοί τον κατηγορούσαν. Γεγονός όμως, ήταν ότι στη δεκαετία του΄70 ενώ στον υπόλοιπο κόσμο η ζωή ακρίβαινε και μεγάλο μέρος των πληθυσμών ακόμα και σε ανεπτυγμένες χώρες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στο κυριότερο αγαθό την τροφή, η κυβέρνηση στη Λιβυη είχε καταργήσει όλους τους φόρους στα τρόφιμα. Αποτέλεσμα επίσης της διακυβέρνησης του, ήταν ότι η χώρα είχε το μεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδημα στην Αφρική και οι Λίβυοι ήσαν πλουσιότεροι από τους άλλους γειτονικούς λαούς. Αυτό συνεβαινε γιατι ο Κανταφι δεν επέτρεψε την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου από ξένες εταιρείες και χώρες.

Μπορεί να υπέφερε ο λαός από μια στυγνή δικτατορία, αυτό όμως συνεβαινε για όσους δεν υμνούσαν τον ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι, τουλάχιστον όμως, αυτός ο δικτάτορας είχε θεσπίσει νόμους, με τους οποίους πολλά από τα έσοδα από το πετρέλαιο διανέμονταν στο λαό.

Οι ΗΠΑ ήταν εναντίον του γιατί ήταν η κύρια απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ στην Αφρική, αφού είχε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις ενάντιες στα συμφέροντα τους, και γιατι προσπαθούσε να ενώσει τις Αραβικές χώρες και να τις φέρει σε αντίθεση μαζι τους.

 Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ που δεν είχαν κανένα συμφέρον για την δημιουργία ενός ισχυρού αραβικού κόσμου, προσπαθούσαν να εξαναγκάσουν την Λιβύη με την αναρχία και το χάος να γονατίσει. Γι αυτούς τους λόγους η διαμάχη μεταξύ Κανταφι και Δύσης ήταν στο αποκορύφωμα της εκείνους τους καιρούς, και οι φανατικοί υποστηριχτές του έβλεπαν όσους προέρχονταν εκ δυσμών, σαν εχθρούς του ηγέτη τους και τους συμπεριφέρονταν εχθρικά. Αυτό συνέβαινε  και για όσους Λιβυους δεν δήλωναν αγάπη, σεβασμό και υποταγή στον εθνικό ηγέτη.

Υπό αυτές τις συνθήκες που γνωρίζαμε όλοι στο πλοίο ότι επικρατούσαν και κυριαρχούσαν σ αυτή τη χώρα, είχαμε λάβει διαταγές από τον καπετάνιο να είμαστε προσεχτικοί στη συμπεριφορά μας, ενώ μεγάλη ανησυχία μας βασάνιζε για την τύχη των συναδέλφων μας φοβούμενοι για την τύχη τους. Θα τους περιέθαλπαν και θα τους φρόντιζαν, ή θα τους άφηναν αβοήθητους σαν σκυλιά στην αρρώστια τους και στο ψυχορράγημα τους.

Με αυτές τις ανυσηχες σκέψεις και κουνώντας αδιάκοπα την βεντάλια μου κάνοντας αέρα στο πρόσωπο μου, στάθηκα σε μια βιτρίνα που πουλούσε ωρολόγια μάρκας Ρόλλεξ και άρχισα να περιεργάζομαι τις μικρές ταπελλίτσες που πάνω αναγράφονταν οι τιμές πώλησης, προσπαθώντας και καταφέρνοντας έτσι να διώξω τις δυσάρεστες σκέψεις που είχαν φωλιάσει στο μυαλό μου. Οι τιμές ήταν αστρονομικές, αλλά δεν ήταν άδικες, αφού ήταν χρυσά ρολόγια και μάρκα πολυτελείας περιζήτητα σε όλο τον κόσμο.

Ήταν νέος, λεπτός, ψηλός και όμορφος. Φορούσε μια άσπρη κάτασπρη από καθαριότητα κελεμπία και οι κινήσεις του είχαν αέρα εξουσίας. Φάνηκε από απέναντι και περπατούσε αγέρωχα εκπέμποντας αυταρχικότητα και ανωτερότητα, ενώ το γενικό του παρουσιαστικό δημιουργούσε δέος και θύμιζε πρίγκιπα ανατολίτικου παραμυθιού.

Οι λίγοι διαβάτες στο δρόμο καθώς και εγώ, τον κοιτάξαμε με περιέργεια, αφού η δείξη του προκαλούσε ενδιαφέρον. Προχώρησε και στάθηκε στην διπλανή μου βιτρινα και γνέφοντας μου με μιαν σχεδόν αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό.

Του αντιγύρισα το χαιρετισμό κουνώντας και εγώ το κεφάλι μου, και τη στιγμή που το βλέμμα μου έφευγε από αυτόν, η ματιά μου έπιασε λίγο μακρύτερα στον πεζόδρομο έναν Άραβα με μικρό κορμί που φορούσε μια ξεθωριασμένη κελεμπία και είχε το πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα τουρμπάνι που είχε  πάνω στην κεφαλή, ενώ βάδιζε γρήγορα προς τη μεριά μου με ένα τρόπο που μου κίνησε την περιέργεια. Ίσως μου παρακίνησε το ενδιαφέρον το σκληρό του βλέμμα που κοίταζε έντονα τον διπλανό μου άνθρωπο στη διπλανή μου βοτρίνα, ή ήταν κάποιο κακό προαίσθημα μου.

Έδειχνε να κατευθύνεται ίσια πάνω του, και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά και μόνο από τη σκληρή ματιά του μάλλον, διαισθάνθηκα το κακό που προμηνυώταν.

Είχε στο δεξί του χέρι μια τεράστια τσοπάνικη μαγκούρα που κρατούσε σφικτά και που η άκρη της σχημάτιζε ένα θεόρατο ρόπαλο από σκληρό ρόζο. Ήταν ολοφάνερη η αντίθεση στα μεγέθη, μια τεράστια σε μέγεθος μαγκούρα, και μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε μια άσπρη λερωμένη κελεμπία σαν άδειο σακί με  ξυπόλυτα πόδια και μάτια που πετούσαν σπίθες. Ήταν μάτια ίδια αγριμιού αγριεμένου γεμάτα αποφασιστικότητα και σκληράδα, που όσο πλησίαζε τα έβλεπα καθαρότερα, μάτια σκοτεινά κόκκινα και αιμοβόρα ίδια δαιμονικά, γεμάτα μίσος και ήταν στραμμένα κολλημένα στον άνθρωπο που έδειχνε να στέκει μεγαλόπρεπος και φανταχτερός μπροστά στη βιτρινα με τα ρόλλεξ.

Ήμουν σίγουρος ότι ο νεαρός μπροστά μου, κάτι θα πάθαινε. Σκέφτηκα να του βάλω μια φωνή να τον προειδοποιήσω, μου ηρθαν όμως στο νου οι οδηγίες του καπετάνιου να μην μπλέκουμε σε ξένες υποθέσεις και να μην προκαλούμε σ αυτή τη χώρα.

Με γοργό περπάτημα έφτασε στα ίσα που στεκόταν και σταματώντας απότομα από πίσω του, με μια γρήγορη κίνηση σήκωσε ψηλά τη μαγκούρα. Με την απότομη κίνηση, του έφυγε το τσεμπέρι και φανερώθηκε το πρόσωπο του, ένα νεανικό αμούστακο αλλά καθόλου αθώο πρόσωπο, αφού η σκληράδα, του ρυτίδιαζε την όψη κάνοντας τον να φαίνεται αδυσώπητο σκυλί έτοιμο να ορμήσει.

Πριν ο άλλος προλάβει να διαισθανθεί την παρουσία του ώστε να αντιδράσει, με περισσή δύναμη κατέβασε το χοντρό ραβδί ίσα στη κεφαλή του, που σαν να τον χτύπησε κεραυνός, σωριάστηκε κατάχαμα άψυχος, χωρίς να προλάβει να σπαρταρήσει. Το κεφάλι του έγινε λιώμα, μυαλά και αίματα γέμισαν τον τόπο, και εγώ ένιωσα πολύ τυχερός, που δεν έπεσαν πάνω μου.

Ύστερα παίρνοντας το ραβδί στο ένα του χέρι, με το άλλο πήρε το τσεμπέρι και με τα μάτια του γυρισμένα πάνω μου, το τύλιξε γύρω στο πρόσωπο και με προσπέρασε με γρήγορο βάδισμα και χάθηκε κατά τη μεριά του λιμανιού.

Οι άλλοι άνθρωποι που περιδιάβαιναν στον ίδιο δρόμο και πήγαιναν πάνω κάτω, δεν εδειξαν να εχουν δωσει σημασία στο όλο συμβάν. Κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται, κανείς δεν έσκυψε πάνω στο άψυχο κορμί να δει αν είχε ζωή ή αν χρειαζόταν βοήθεια. Όπως που να μην συνέβηκε τίποτα, ή όπως να ήταν κάτι συνηθισμένο και καθημερινό, όπως κάποιος να πέταγε μια σακούλα σκουπίδια και δεν ήθελε να τη μαζέψει κανείς, αφού σε λίγο ίσως να περνούσε το σκουπιδιάρικο να καθαρίσει.

Σαστισμένος στάθηκα λίγη ώρα να κοιτάζω την άσπρη κελεμπία του πεθαμένου που με γρήγορο ρυθμό κοκκίνιζε από το χυμένο αίμα κάτω στο δρόμο, και δεν ήξερα αν περισσότερο φοβήθηκα ή ξαφνιάστηκα από το όλο περιστατικό. Θυμάμαι μόνο ότι αποφάσισα να γυρίσω στο πλοίο, να κρυφτώ στο καβούκι μου και στην ασφάλεια μου, γιατί έβλεπα ότι η χώρα της Λιβύης δεν ήταν μια χώρα φιλική και ασφαλής όπως είχα διαβάσει σε ένα περιοδικό.

Με γοργό βήμα σχεδόν τροχάδην, πήρα το γυρισμό κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά έτοιμος να αμυνθώ αν μου ορμούσε ο δολοφόνος, αφού ήξερε ότι είδα το πρόσωπο του. Με σκέψεις ανήσυχες και τη φαντασία μου να οργιάζει και να πλάθει σενάρια για κάποια τυχών επίθεση του, ήμουν έτοιμος αν χρειαζόταν να παλέψω για τη ζωή μου με γυμνά χέρια.

Τελείωσα τη διαδρομή σε λίγη ώρα που μου φάνηκε αιώνας, και φτάνοντας στο μώλο που ήταν δεμένο το πλοίο, ανέβηκα τη σκάλα πατώντας δυο δυο τα σκαλιά, και αφού πάτησα στην κουβέρτα, γύρισα και κατόπτευσα όλο το λιμάνι και τον παραπέρα δρόμο. Δεν είδα τίποτα, ο νεαρός ανθρωπάκος δεν φαινόταν πουθενά.

Ένιωσα ανακούφιση, και είπα μέσα μου ότι αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα δικτατορική όπου οι νόμοι δεν ισχύουν το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Σκέφτηκα ότι ίσως το θύμα να ήταν κάποιος αντιστασιακός, και ο θύτης κάποιος μυστικός αστυνομικός του καθεστώτος που κυβερνούσε τη χώρα. Δεν παραξενεύτηκα, σχεδόν ήμουν σίγουρος ότι έτσι είχαν τα πράγματα, αφού πριν λίγους μήνες είδα παρόμοια περιστατικά να συμβαίνουν και στην Ελλάδα που κυβερνιόταν από τη Χούντα του Ιωαννίδη ένα δικτατορικό καθεστώς το οποίο στις 25 Νοεμβρίου 1973 με επίσης πραξικοπηματικό τρόπο, διαδέχθηκε τη Χούντα των Συνταγματαρχών η οποία κυβερνούσε την Ελλάδα από το 1967. Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση του πολυτεχνείου ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη, και με πρόσχημα ότι ο δικτάτορας Παπαδόπουλος παρεξέκλινε από τις Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου, οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση στις 25 Νοεμβρίου 1973.

Έτσι ξέροντας από πρώτο χέρι, αφού την παραμονή πριν μπαρκάρω στο πλοίο, έτυχε να εγκλωβιστώ στην Ομόνοια την κεντρική πλατεία των Αθηνών την αποφράδα εκείνη μέρα της εξέγερσης του πολυτεχνείου, και είδα σε αυτή την πλατεία τους εν ψυχρώ πολυβολισμούς του πλήθους των φοιτητών που διαδήλωναν για ελευθερία και δημοκρατία, είδα σε όλες τις διαστάσεις την άγρια συμπεριφορά των χουντικών στρατιωτικών ενάντια στον ελληνικό λαό.

Ίσως αυτή μου η πρόσφατη εμπειρία να ήταν η αιτία που θεώρησα σαν φυσικό γεγονός το επεισόδιο, αφού και σ αυτή τη χώρα κυβερνούσε μια επίσης στρατιωτική χούντα. Και εδώ, ενας Λίβυος στρατιωτικός, ο Μουαμάρ Καντάφι ένας πραξικοπηματίας και επαναστάτης, το 1969 με μια μικρή ομάδα από αξιωματικούς του στρατού υπό την ηγεσία του έκανε πραξικόπημα και ανέτρεψε τον βασιλιά Ίντρις  ενώ παραθέριζε στην Ελλάδα.

Σκέφτηκα ότι τις μη δημοκρατικές χώρες, κάποιος θα έπρεπε να τις αποφεύγει.

Με αυτές τις σκέψεις γύρισα και προχώρησα προς το μικρό κουζινακι του πλοίου να φτιάξω ένα καφέ πικρό, το ίδιο πικρό με το προ ολίγων λεπτών περιστατικό που συνέβηκε και ήμουν αυτόπτης μάρτυς, ένα επεισόδιο τραγικό κατά το οποίο ένας ανύποπτος άνθρωπος έπεσε νεκρός, σκοτωμένος, δολοφονημένος, μάλλον για πολιτικούς λόγους.

ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ,

Ο ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ

Κόντευε η ώρα της βάρδιας μου και καθόμουν στο μικρό κουζινακι του πλοίου περιμένοντας τα λίγα λεπτά που απέμειναν να σηκωθώ και να κατεβώ τις σκάλες του μηχανοστασίου. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Α΄ Μηχανικός,

-Ετοιμάσου Κυριάκο, είμαστε STAND -BΥ σε λίγο ξεκινάμε, φεύγουμε απ αυτό τον καταραμένο τόπο, μου είπε.

Τον ρώτησα με αγωνία τι θα γίνει με τον Δεύτερο και το Δόκιμο που ήσαν άρρωστοι στο νοσοκομείο της Τρίπολης, και αυτός μου απάντησε με έκφραση στεναχώριας στο πρόσωπο, ότι δυστυχώς καμία ενημέρωση δεν είχαμε από τις Λιβυκές τελωνειακός αρχές. Θα ξεκινούσαμε για την πατρίδα, με ελπίδα όταν θα γιατρεύονταν να τους έστελναν με αεροπλάνο στην Αθήνα.

Στεναχωρημένος και εγώ για τα κακά μαντάτα αφού γνώριζα την κακοπιστία και την κακοδαιμονία που διέκρινε τη συμπεριφορά των Λιβυκών αρχών εναντίον εμάς των Δυτικών Χριστιανών, σκέφτηκα ότι μπορούσε να συνέβαινε το χειρότερο, ίσως οι συνάδελφοι μου να εξαφανίζονταν και να χάνονταν για πάντα όπως και τόσοι άλλοι σ αυτή τη χώρα.

Σηκώθηκα με σφιγμένη την καρδιά και κατεβηκα στο μηχανοστάσιο. Εκεί βρήκα τον τρίτο μηχανικό, και μαζί κάναμε ένα τελευταίο έλεγχο στη μηχανή καθώς και στα βοηθητικά μηχανήματα.

Ξεκινήσαμε την αντλία για να φορτώσουμε θαλάσσερμα, δηλαδή να γεμίσουμε τις δεξαμενές έρματος σαβούρα θαλασσινού νερού με σκοπό να αυξήσουμε το βάρος του πλοίου για να βυθιστεί και να πατήσει περισσότερο στο νερό. Ο ερματισμος ή σαβούρωμα γίνεται όταν το πλοίο ταξιδεύει χωρίς φορτίο με σκοπό να βαρύνει ώστε η έλικα και το πηδάλιο να αποδίδουν καλύτερα.

Σαβουρώσαμε λοιπόν, δηλαδή γεμίσαμε με θαλασσινό νερό τα βοηθητικά τάνγκια ώστε το πλοίο ταυτόχρονα με την καλύτερη πλεύση να μπορεί να έχει το απαιτούμενο βύθισμα στη θάλασσα για να μην παλαντζάρει όταν θα αποπλέαμε, καθώς πλέον είχε ξεφορτώσει και αδειάσει από φορτίο.

Σε λίγο κατέβητε και ο Α΄ Μηχανικός, και την ίδια στιγμή λάβαμε διαταγή από τον καπετανιο να ετοιμαστούμε. Ξεκινήσαμε τη μηχανή, και σε λίγο όταν η λάντζα που τραβούσε το πλοίο το ξεκόλλησε από το ντόκο, με οδηγίες από τη Γέφυρα δώσαμε στροφές και σιγά – σιγά μια μπρος, μια πίσω, βγήκαμε στα ανοιχτά. Σταματήσαμε για να φύγει ο πιλότος από το πλοίο, και συνεχίσαμε με full speed με πρόσω την πατρίδα.

Η μηχανή δούλευε σαν ρολόι, η θάλασσα είχε ημερέψει και τα ρεύματα είχαν καταλαγιάσει, έτσι το πλοίο έσχιζε τα γαλήνια νερά χωρίς κόπο και δυσκολία.

Ο Α΄ μηχανικός έμεινε για λίγο κάτω στη μηχανή και αφού μας ορμήνεψε όπως πάντα να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, πιάσαμε για λίγο την κουβέντα και μάθαμε ότι πηγαίναμε στο Νοβορωσίσκι της Ρωσίας να φορτώσουμε ξυλεία. Από εκεί θα επιστρέφαμε στη Ελλάδα για να παραδώσουμε το φορτίο σε διάφορα νησιά.

Σκέφτηκα αμέσως ότι θα ήταν ένα από τα ωραιότερα μου ταξίδια καθώς θα περνούσαμε το Βόσπορο τον στενό πορθμό που χωρίζει την Ευρωπαϊκή Τουρκία από την Ασιατική  συνδέοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με τον Εύξεινο Πόντο. Εύξεινος Πόντος είναι όνομα που προήρθε κατ ευφημισμό αντικαθιστώντας τον πρότερο όρο Άξεινος Πόντος που δηλεί αφιλόξενη θάλασσα, μια λαϊκή ετυμολογία παραφθορά της Φρυγικής λέξης αξαίνας που σημαίνει σκοτεινός, μαύρος, εξ ού και η ύστερη επωνυμία «Μαύρη Θάλασσα» καθώς τα νερά εκεί είναι σε χρώμα ασυνήθιστα σκοτεινότερα και μαύρα σε σύγκριση με αυτά της Μεσογείου.

Το όνομα Βόσπορος σημαίνει πέρασμα βοδιού, δηλαδή βούς και πόρος, και προέρχεται από τον Ελληνικό μύθο της Ιούς και του ταξιδιού της μετά τη μετατροπή της σε βόδι από το Δία για την προστασία της. Λέγεται ακόμα στη μυθολογία ότι εκεί ευρίσκονταν οι συμπληγάδες πέτρες που συνέτριβαν κάθε πλοίο που προσπαθούσε να διαβεί το Βόσπορο, έως ότου ο Ιάσωνας τις πέρασε και από τότες οι βράχοι σταθεροποιήθηκαν. Η ομορφιά και η στρατηγική σπουδαιότητα των στενών αυτών, οδήγησαν τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να ιδρύσει εκεί τη Κωνσταντινούπολη. Για πάντα η περιοχή του Βοσπόρου ήταν και είναι ονομαστή για την ομορφιά της, με τα ατελείωτα όμορφα παράλια που στον κόσμο ομορφότερα δεν υπάρχουν.

Θα περνούσαμε λοιπόν την μυθική Μαύρη θάλασσα που κανείς Αρχαίος θεός δεν μπόρεσε να ημερέψει, και θα καταλήγαμε στο Νοβορωσίσκ, όπου εκεί μας περίμεναν κοπέλες στημένες στο λιμάνι με μαντήλια και δώρα στα χέρια να μας καλωσορίσουν. Και ύστερα τανά πάλι το πέρασμα από τον Ευξεινο πόντο, τη θάλασσα και τα στενά του Μαρμαρά. Και κατώπιν μπροστά μας θα απλωνόταν το Αρχιπέλαγος ή Αιγαίο πέλαγος, δηλαδή το πρώτο πέλαγος κοιτίδα αρχαίου Αιγαιακού πολιτισμού που σύμφωνα με τη μυθολογία το όνομά του προήρθε από τον Αιγαία βασιλιά της Αθήνας και πατέρα του Θησέα ο οποίος έπεσε και πνίγηκε στα νερά του πελάγους όταν ο πολυαγαπημένος γιός του στην επιστροφή μετά που σκότωσε τον Μινώταυρο, ξέχασε να κατεβάσει τα μαύρα πανιά και να ανεβάσει τα άσπρα εις ένδειξη της νίκης του καθώς είχαν συμφωνήσει πριν την αναχώρηση του για τη δύσκολη αποστολή.

Και τέλος τα νησιά σπαρμένα μέσα στα καταγάλανα νερά των Κυκλάδων ένα κυκλικό σύμπλεγμα, δύο παράλληλες ευθείες που το όνομα τους δόθηκε εξαιτίας της κυκλικής τους διάταξης γύρω από την ιερή νήσο γενέτειρα της θεάς Άρτεμης Δήλο. Ένα σύμπλεγμα βράχων και νησίδων με μακραίωνη ιστορία,  ένα δημιούργημα του Ποσειδώνα που καθώς λέει ο μύθος, ο Θεός της θάλασσας μεταμόρφωσε τις Νύμφες Κυκλάδες σε νησίδες όταν αυτές προκάλεσαν την οργή του.Ένα σύμπλεγμα με λιτή και απέριττη ομορφιά των τοπίων που με τα απόλυτα ελληνικά χρώματα, το λευκό των οικισμών και το γαλάζιο του Αιγαίου να κυριαρχούν και να δημιουργούν πανέμορφα τοπία της φύσης, καθώς οι θεοί αποφάσισαν και τα έντυσαν με αξεπέραστη γοητεία δίνοντας τους μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία και παγκόσμια φήμη.

Οι μηχανικοί στα βαπόρια είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση και την καλή λειτουργία των μηχανών του πλοίου.

Εργάζονται κυρίως στο μηχανοστάσιο και ελέγχουν την καλή λειτουργία της μηχανής και των άλλων μηχανημάτων όπως ηλεκτρογεννήτριες και άλλα βοηθητικά μηχανήματα. Ο γενικός έλεγχος γίνεται κυρίως μέσω της κονσόλας ελέγχου, και με την βοήθεια του προσωπικού της μηχανής εκτελούνται οι εργασίες συντήρησης και επιδιόρθωσης ώστε το πλοίο να συνεχίζει τη λειτουργία του χωρίς προβλήματα.

Το επάγγελμα του μηχανικού πλοίων, είναι δύσκολο και σκληρό. Συνοδεύεται από πολλές ευθύνες και απαιτεί χειρωνακτικές εργασίες, ορθοστασία και νυχτερινές βάρδιες. Η εργασία γίνεται σε συνεργασία με άλλους εργαζόμενους διαφόρων εθνικοτήτων με διαφορετικές συνήθειες και έθιμα καθώς οι πλοιοκτήτες τους προτιμούν ένεκα χαμηλού κόστους εργασίας, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στη καθημερινή διαβίωση, καθώς η συνεργασία και η ομαδική δουλειά είναι απαραίτητη στον περιορισμένο χώρο του πλοίου. Οι συνθήκες εργασίας της δουλειάς είναι ιδιαίτερα δύσκολες και ανθυγιεινές, περιλαμβάνει επίσης όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνεπάγεται η ζωή του ναυτικού και τους επιπλέον κινδύνους ατυχήματος που εγκυμονεί η απασχόλησή του στο χώρο του μηχανοστασίου. Είναι ένα επάγγελμα που αφορά ανθρώπους που αγαπούν τη θάλασσα και τα ταξίδια, και διαθέτουν ιδιαίτερες δεξιότητες στις μηχανές, απαιτεί υπευθυνότητα και ιδιαίτερη προσοχή καθώς από τις ενέργειες του μηχανικού εξασφαλίζεται ο σωστός και ασφαλής πλους του πλοίου μέσα στη θάλασσα.
Η εξυπνάδα και οι μεγάλες ικανότητες που πρεπει να έχουν οι μηχανικοί είναι απαραίτητες ώστε να εκτελούν με ακρίβεια υπολογισμούς κατανάλωσης και προμήθειας καυσίμων, λιπαντικών και άλλων ανταλλακτικών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της δουλειάς τους οι τρίτοι και οι δόκιμοι μηχανικοί κάθε τέσσερις ώρες που διαρκεί η βάρδια τους, προβαίνουν σε έλεγχο και ακριβή καταμέτρηση της ποσότητας που περιέχουν οι δεξαμενές αποθήκευσης αυτών των υλών. Τσεκάρουν τους μετρητές αν λειτουργούν σωστά, πόσο δείχνουν, ελέγχουν τις αντλίες υγιεινής και υδροδότησης, τους συμπιεστές αέρος και τις μπουκαλες αποθήκευσης με τους αυτόματους μηχανισμούς τους, ελέγχουν δηλαδή όλα τα μηχανήματα ώστε να αποδίδουν πλήρεις υπηρεσίες για να υπάρχουν οι απαραίτητες διευκολύνσεις για καλή διαβίωση του πληρώματος.

Η βάρδια μου ήταν 12-4 το μεσημέρι και 12-4 τα μεσάνυχτα. Είχε νυχτώσει, δεν είχα πάει για ύπνο, καθόμουν στη καμπίνα μου με το κασετόφωνο να παίζει μουσική περιμένοντας να έρθει η ώρα να σκαντζάρω τον συνάδελφο μου. Άκουγα θυμάμαι, από το δίσκο του Μητροπάνου «Τα Κίθυρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», ένα τραγούδι που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ήταν πολύ ωραίο τραγούδι, αλλά εκείνη τη νύχτα η πρώτη αφού είχαμε αποπλευσει από τη Λιβύη, δεν έδιδα προσοχή στη μουσική, γιατι η σκέψη μου ήταν δοσμένη στο περιστατικό που συνέβηκε μπροστά μου στην αγορά της Τρίπολης, της δολοφονίας ενός ανύποπτου Λίβυου από έναν άλλο ομόθρησκο του. Όσο και να ήθελα να ξεχάσω το άσχημο συμβάν, μου ήταν αδύνατο αφού ήταν πολύ πρόσφατο το γεγονός.

Έβαλα τη φόρμα της δουλειάς και ξεκίνησα για το μηχανοστάσιο ενώ στο νου μου ήταν χαραγμένο όπως να ήταν μπροστά μου το σκοτεινό και αποφασιστικό σκληρό βλέμμα του δολοφόνου με το μίσος που του αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά δίνοντας στη μορφή του όψη τρομακτική και άγρια. Ήταν εικόνες που δεν τις ήθελα στη σκέψη μου, γι αυτό θέλοντας να τις διώξω, κούνησα με δύναμη το κεφάλι δεξιά και αριστερά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήξερα με τον καιρό αυτές τις σκέψεις θα τις είχα μόνο σαν ανάμνηση, τώρα όμως μου τριβέλιζαν το νου και δεν έφευγαν από το μυαλό μου.

Κατεβηκα τις ψηλές σκάλες και σταθηκα μπροστά στο ταμπλώ, στην κονσόλα ελέγχου και λειτουργίας του μηχανοστασίου, που πάνω ήταν όλα τα όργανα ένδειξης και καταμέτρησης όπως πιεσόμετρα, θερμόμετρα, στάθμης νερού, καυσίμων, παρατηρώντας τα ένα ένα, θέλοντας να δω αν όλα ήταν καλά. Τα βρήκα όλα καλά, ενώ ταυτόχρονα άκουσα πίσω μου τον τρίτο μηχανικό να μου λέει,

-όλα καλά.

Γύρισα και είδα να ανεβαίνουν από τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω DECK τον τρίτο με το δόκιμο μηχανικό της βάρδιας που τέλειωνε. Αφού είπαμε λίγες κουβέντες, κατέβηκε δίπλα μας και ο άλλος τρίτος, αυτός με τον οποίο θα έβγαζα παρέα την επόμενη βάρδια.

Παραλάβαμε υπογράφοντας στο ημερολόγιο μηχανής, και μείναμε μόνοι μας. Ο τρίτος ήταν ένας συμπαθής άνθρωπος που του άρεσε να λέει πολλά ανέκδοτα. Είχαμε ένα καυγά γιατι γινόταν βαρετός, αλλά αυτός απτόητος δεν σταματούσε, πολλές φορές γινόταν ενοχλητικός, και εγώ με πρόσχημα ότι πήγαινα για έλεγχο των βοηθητικών μηχανημάτων στο κάτω DECK, μ αυτό τον τρόπο εύρισκα την υσηχια μου.

Και αυτή τη φορά πριν του δοθεί η ευκαιρία και αρχινήσει, ενώ έλεγχε την κονσόλα του κοντρόλ, εγώ πήρα ένα γαντζόκλειδο και κατέβηκα κάτω να τσεκάρω τις σεντίνες.

Ξεκίνησα να ελέγχω τα πάντα χωρίς βιασύνη, είχα μπροστά μου τέσσερις ολόκληρες ώρες βάρδιας να σκοτώσω, έτσι με προσοχή προέβαινα σε εξονυχιστικό έλεγχο, μετρώντας τα λεπτά που τα είχα εκατοντάδες φορές μετρημένα, για κάθε έλεγχο που έκανα.

Ήξερα ότι για να κάνω ένα πλήρη έλεγχο, χρειαζόμουν, σαρανταπέντε λεπτά. Χρειαζόμουν ακόμη δεκαπέντε λεπτά για να αδειάσω τις σεντινες, δηλαδή να ξεκινήσω την αντλία και να ρίξω τα απονερα στη θάλασσα, μετά ανέβαινα και έφτιαχνα δυο καφέδες ένα για μένα και ένα για τον τρίτο, εκείνη ήταν η ώρα που θέλοντας και μη, άκουγα το μονόλογο του που αρχή είχε, αλλά τελειωμό δεν είχε. Μπορεί να βαριόμουνα τα ανέκδοτα του, αλλά παραδέχομαι ότι ήταν έξυπνα και με χιούμορ. Πέρασαν από τότες τριανταπεντε χρόνια περίπου, ακόμα θυμάμαι το όνομα του τον έλεγαν Μιχάλη, θυμάμαι ακόμα μια φορά που δεν τον άντεχα, μου είπε το εξής τάχα σύντομο αστείο που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου μέχρι σήμερα,

-Μια φορά ήταν ένας, έφυγε και αυτός, και δεν έμεινε κανένας.

Ήταν ένα ανεκδιείητο πνευματώδες σύντομο αστείο που το χιούμορ του κάποιος για να το συλλάβει θα έπρεπε να διαθέτει επίσης λεπτό χιούμορ.

Ήταν χαράματα κοντά στις τέσσερις, σχεδόν οι τέσσερις ώρες της βάρδιας μου τελείωναν, και όπως κάθε φορά ξεκίνησα για ένα τελευταίο έλεγχο.

Κατεβηκα στο κάτω ντεκ το κάτω μέρος της μηχανής, και ξεκινώντας τον έλεγχο μου από τις σεντίνες, πλησίασα στην άκρια εκεί που τέλειωναν αφήνοντας ένα στενό κενό ανάμεσα σ αυτές και στο μπουλμε του πλοίου, ώστε να κοιτάξω κάτω στον πάτο, στα ύφαλα, για να δω αν είχε μαζέψει νερά.  Με αυτό τον έλεγχο βλέπαμε αν ανέβαινε πολύ η στάθμη χωρίς λογο, τότε θα σήμαινε ότι υπήρχε κάποια διαρροή.

Με τον όρο σεντίνες στην ναυτική ορολογία εννοούμε το μέρος εκείνο στο κατώτατο εσωτερικό τμήμα των υφάλων στο μηχανοστάσιο ενός πλοίου, όπου εκεί μαζεύονται όλα τα απόνερα, είναι δηλαδή ο υδροσυλλέκτης ή στην καθομιλουμένη ο υπόνομος τού πλοίου. Άναψα το φανάρι μου και έριξα τη δέσμη στο σκοτεινό άνοιγμα. Παρατήρησα τα απόνερα να αναταράσσουν, ενώ το πλοίο έπλεε σε μια απόλυτα γαληνεμένη θάλασσα χωρίς υπόγεια ρεύματα, κάτι που σήμαινε ότι μάλλον κάποια διαρροή ίσως να υπήρχε. Γεμάτος ανησυχία έσκυψα και σήκωσα το διπλανό καπάκι της σεντίνας για να ελέγξω τι συνέβαινε.

Αυτό που αντίκρισα ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ, που με ξάφνιασε, με ανησύχησε, με φόβισε, με έπιασε εξ απροόπτου.

Κάτω στα ύφανα, ανάμεσα στις σωληνώσεις του πλοίου και βουτηγμένη στα απονερα και στα λάδια ήταν κουρνιασμένη μια μικρή σκούρα ανθρώπινη φιγούρα που πέφτοντας η δέσμη του φωτός του φαναριού, αντίκρισα ένα πρόσωπο φοβισμένο με μάτια διεσταλμένα γεμάτα τρόμο, που αντικρίζοντας τα, ο στιγμιαίος φόβος μου εξανεμίστηκε, αφού κατάλαβα ότι ήταν κάποιος ακίνδυνος λαθρεπιβάτης.

Με το χέρι που βαστούσα το γαντζοκλειδο σηκωμένο και έτοιμο να το χρησιμοποιήσω αν χρειαζόταν, έσκυψα και τον παρατήρησα από πιο κοντά. Η έκπληξη μου μεγάλωσε όταν στο πρόσωπο του αναγνώρισα τον φονιά που σκότωσε εκείνον τον ανύποπτο πολίτη που έστεκε μπροστά στη βιτρίνα με τα ρόλλεξ στην πόλη της Τρίπολης.

-Γιατι είσαι εκεί,

του είπα με απειλητική φωνή, και αυτός με φόβο άνοιξε το στόμα και με σιγανή ξεψυχισμένη φωνή και επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη, μου έλεγε ‘please help’.

Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχα φόβο από αυτόν, και βλέποντας ότι μιλούσε αγγλικά, έκατσα στα γόνατα μου και έχοντας αυτόν από κάτω μου άρχισα να τον ανακρίνω και να τον ρωτώ.

Η μικρή ιστορία που μου είπε ήταν συγκλονιστική, με συγκίνησε και με έφερε σε δίλημμα τι να έκανα. Να τον παρέδιδα στον καπετάνιο ως είχα υποχρέωση και αυτός ως όριζε ο νόμος να ειδοποιήσει όλα τα κοντινά λιμεναρχεία των χωρών περί του γεγονότος οπότε σίγουρα, εφ όσον είμαστε ακόμα στα Λιβυκά ύδατα θα έσπευδαν οι αρχές να τον παραλάβουν με όλες τες συνέπειες, ή να σώπαινα και να γινόμουν ένοχος απόκρυψης λαθρεπιβάτη.

Και μου διηγήθηκε την ιστορία του…

Η αδερφή του ήταν δώδεκα ετών και φοιτούσε στο γειτονικό σχολείο της γειτονιάς τους. Μια μέρα επισκέφτηκε το σχολείο ένας δήθεν επιθεωρητής της εκπαίδευσης, στην πραγματικότητα όμως, ένας μυστικός του Κανταφι. Τέτοιες περιπτώσεις όπως τη δική του υπήρχαν πολλές, όταν ο ηγέτης ήθελε μικρά κοριτσάκια για το κρεβάτι του, έστελνε τον άνθρωπο του και του τα έφερνε.

Πήρε την αδερφή του με το ζόρι ενώ αυτή έκλαιγε και χτυπιωταν, και έφυγαν μακριά. Τα ίχνη της χάθηκαν, όσο κι αν πάσκισε ο αδερφός και οι γονείς της, δεν κατάφεραν να την βρουν.

Όταν πέρασε καιρός, σταμάτησε ένα τζιπ έξω από το σπίτι τους, και κατέβασε την μικρή του αδερφή. Όλοι με χαρά έτρεξαν κοντά της, αλλά την είδαν αλλαγμένη, ήταν αγέλαστη, μαραζωμένη, θλιμμένη και αμίλητη.

Όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί, ήταν ένα άλγος, υπέστηκε μια ατίμωση της πρωσοπικ’οτητας της που της άφησε μια βαθιά ψυχική πληγή και που θα κουβαλούσε βάρος σε όλη την υπόλοιπη  ζωή της. Όμως αυτοί ήταν η οικογένεια της, ήλπιζαν με τον καιρό και με την αγάπη τους να την βοηθήσουν να το ξεπεράσει και να συνέλθει.

Όπως τους είπε τα γεγονότα, υπέστη πολλούς βιασμούς, εξευτελισμούς και ξυλοδαρμούς από τον Καντάφι, ο οποίος ήταν βιτσιόζος και σαδιστής, που απολάμβανε τις αποτρόπαιες του πράξεις σε κορίτσια και αγόρια που είχε στο προσωπικό του χαρέμι. Και όταν την βαρέθηκε, την έδωσε στον υπασπιστή του, αυτόν που την είχε πάρει από το σχολείο, που και αυτός όταν τη βαρέθηκε την έστειλε στο σπίτι της…

Ύστερα από λίγες μέρες ο καλός αδερφός την βρήκε κρεμασμένη από ένα βολίκι του σπιτιού τους. Δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε. Μαυρίλα πλάκωσε το σπίτι τους, μαυρίλα και τις καρδιές τους. Ο αδερφός που την είχε μονάκριβη αδερφή, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση, και αφού την έθαψε σκέφτηκε τον τρόπο δράσης που θα ενεργούσε. Ήξερε ότι τον δικτάτορα Καντάφι και πρώτο υπαίτιο δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, έτσι πήρε απόφαση να σκοτώσει το τσιράκι του, τον εξ ίσου άρπαγμα, κλέφτη και βιαστή μικρών κοριτσιών.

Του έστησε καρτέρι πολλές μέρες, ώσπου βρήκε την ευκαιρία όταν στεκόταν μόνος του έξω από τη βιτρινα με τα ρόλλεξ και τον σκότωσε…

Όλα αυτά που μου μου διηγήθηκε με έπεισαν και με έκαναν να τον συμπαθήσω, γιατι σκέφτηκα αν το αυτό συνέβαινε και σε μένα, το ίδιο θα έκανα ή και περισσότερα. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισα να μην τον μαρτυρήσω, να τον αφήσω στην κρυψώνα του ώσπου να πιάσουμε λιμάνι και να μπορέσει να διαφύγει.  Ακόμα θα τον βοηθούσα, θα του έδιδα φαγητό και χρήματα αν χρειαζόταν.

Του είπα όλα αυτά, και τον άφησα καθησυχασμένο στην κρυψώνα του και ανέβηκα στο ντέκ όπου παρέδωσα βάρδια στον συνάδελφο μου και σχόλασα…

Στην επόμενη μου βάρδια κατεβηκα στις σεντινες και του φώναξα. Δεν πήρα όμως απάντηση, έσκυψα κάτω στις σεντινες, αλλά είχε εξαφανιστεί. Δεν παραξενεύτηκα, σίγουρα άλλαξε κρυψώνα για να προφυλαχτεί αν τυχών άλλαζα γνώμη και τον μαρτυρούσα. Ήξερα το πλοίο είχε καλές κρύπτες, μπορούσε να κρυφτεί και να μην τον αντιληφθει κανεις. Φαγητό μπορούσε να βρει στο μικρό κουζινακι που πάντα μέσα στο ψυγείο υπήρχαν διάφορες τροφές, φτάνει να κινιόταν με προσοχή και σε ώρες αργές όταν το πλήρωμα κοιμόταν.

ΣΤΗ ΛΙΒΥΗ, ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ

Η οδός Τρούμπας στον Πειραιά ήταν μια κακόφημη συνοικία όπου εκεί καθώς και στις παρόδους της ήταν συγκεντρωμένοι οίκοι ανοχής και καμπαρέ.

Τα χρόνια από το 1950 έως το 1967 υπήρχαν περισσότερα από 100 σπίτια με κόκκινα φώτα και πολλά καμπαρέ με όλων των ειδών υπηρεσίες, καθώς και καφενεία τεκέδες, ενώ οι άνθρωποι που συνήθιζαν να κυκλοφορούν εκεί οι περισσότεροι ήσαν επικίνδυνοι. Η ζωή στην περιοχή επίσης ήταν επικίνδυνη καθώς συμμορίες και ληστές παραφύλαγαν σε στενά δρομάκια και καιροφυλακτούσαν, ενώ το ξεκαθάρισμα λογαριασμών και οι φόνοι ανάμεσα στις φατρίες, στους προστάτες και στους προαγωγούς ήταν καθημερινό φαινόμενο. Το 1967 η στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τη χώρα έκλεισε τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και καταγώγια, άλλαξε ακόμα το όνομα της οδού από Τρούμπα σε Νοταρά θέλοντας να δώσει ανάπτυξη στην περιοχή του λιμανιού, αφού αυτή η κακόφημη οδός ήταν η επόμενη παράλληλη της ακτής Μιαούλη όπου στα κτίρια της άρχισαν να εγκαθίστανται διάφορες ναυτιλιακές εταιρείες.

Όμως και στην περίοδο της δεκαετίας του 1970 έως 1980, η οδός Νοταρά και τα γύρω στενά είχαν αναβιώσει ξανά, με τα καμπαρέ να διαλαλούν την πραμάτεια τους μέσω γυμνών φωτογραφιών κοριτσιών που ήταν αναρτημένες στες βιτρίνες, ενώ στα στενά σοκάκια και στές πλατέες ενέδρευαν πάλιν κλέφτες, ενώ ομοφυλόφιλοι και τραβεστί έστησαν στέκια δικά τους ψάχνοντας και ψωνίζοντας πελάτες.

Στην κάθετη οδό επί της παλιάς Τρούμπας και της ακτής Μιαούλη υπήρχαν δυο κινηματογράφοι που από τις πρωινές ώρες και μέχρι τις αργές νυχτερινές, έπαιζαν παραστάσεις ταινιών έργων πορνό. Ήταν τα πρώτα χρόνια που επετράπηκε ελεύθερα η προβολή τους μετά την πτώση της Χούντας, και όλοι οι χασομέρηδες του λιμανιού και των γύρω περιοχών από το Χατζηκυριάκο και τη Δραπετσώνα μέχρι το Πασαλιμάνι, συνωστίζονταν μέσα σ αυτούς τους κινηματογράφους, ενώ οι καθώς πρεπει ομοφυλόφιλοι ντυμένοι με ρεπούμπλικες ήταν ταχτικοί θαμώνες ελπίζοντας μέσα στο σκοτάδι κατά τη διάρκεια των παραστάσεων όταν η λίμπιντος των θεατών ήταν ανεβασμένη, να ψώνιζαν ευκολότερα πελάτες.

Δίπλα από τους κινηματογράφους ήταν το καφενείο «η Βοσκοπούλλα», ένα μέρος που σύχναζαν Κύπριοι ναυτικοί. Σ αυτό το μέρος όποτε ξεμπαρκάριζα συνήθισα να πηγαίνω, εκεί πάντα εύρισκα κάποιο γνωστό από την Κυπρο, επίσης εκεί μάθαινα τα νέα της χιλιοτυραννησμένης μου πατρίδας που μετά τον πόλεμο και την εισβολή της Τουρκίας το 1974, πολλοί γνωστοί μου καταγράφηκαν ως θύματα, αγνοούμενοι και αιχμάλωτοι του πολέμου.

Μια μέρα που ευρισκόμουν στην ακτή Μιαούλη πέρασε η ώρα και σουρούπωσε, όταν αποφάσισα να φύγω. Είχα ξεμπαρκάρει από το πλοίο “SAN DENIS” και κατέβηκα στα ναυτιλιακά γραφεία της ιδιοκτήτριας εταιρείας Fraggistas για να εξοφληθώ. Εκείνη τη μέρα στη τσέπη μου είχα αρκετά λεφτά, αφού ήταν η πληρωμή μου σχεδόν ολόκληρη για εφτά μήνες κατά τους οποίους δούλεψα ως δόκιμος μηχανικός στο πλοίο.

Εκείνη τη μέρα μπήκα πρώτα στο καφενείο της Βοσκοπούλλας, και ύστερα σ έναν από τους δυο κινηματογράφους και παρακολούθησα δυο συνεχόμενες ταινίες, η μια ήταν πορνό και η άλλη καράτε, ήταν εκείνη μια εποχή που οι κινηματογραφικές ταινίες καράτε και πορνό  ήταν πολύ της μόδας.

Έτσι πέρασε η ώρα, όταν βγήκα στο δρόμο είχε σουρουπώσει για καλά. Πεζός προχώρησα για να ανεβώ στη στάση του ηλεκτρικού ώστε να πάρω το τρένο να ανεβώ στα Πετράλωνα. Η απόσταση ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο, και με την υσηχία μου διένυσα την απόσταση κωλυσιεργώντας και χαζεύοντας τις βιτρΊνες των καταστημάτων. Λίγο πριν το σταθμό υπήρχε η πλατεία Θεμιστοκλεους όπου εκεί τον τελευταίο καιρό έστησαν ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα του Θεμιστοκλή, και έκατσα να το περιεργασθώ. Έπιασα κουβέντα με δυο γυναίκες μάνα και κόρη που ήταν ιδιοκτήτριες του περιπτέρου της πλατείας και η ώρα πέρασε, νύχτωσε για καλά και το σκοτάδι έπεσε βαθύ. Σκέφτηκα αντί με το ηλεκτρικό να ταξιδεύσω με λεωφορείο, έτσι λοξοδρομώντας, διέσχισα την πλατεία και προσπερνώντας την εκκλησία της Αγίας Τριάδας που ήταν δίπλα, έχοντας σκοπό να πάω στη στάση του λεωφορείου στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου Α΄ που ήταν κάθετη της οδού Ακτής Μιαούλη.

Πίσω από την εκκλησία ο τόπος ήταν σκοτεινός χωρίς να φωτίζεται από ηλεκτρικά φανάρια, και ήταν έρημος από κόσμο. Άνοιξα το βήμα μου θέλοντας να προσπεράσω το σκοτάδι και να μπω σε φωτεινό μέρος, φέρνοντας στο νου μου κακές σκέψεις για αδέσποτες συμμορίες κακοποιών που καιροφυλακτούσαν για ξεμοναχιασμένα θύματα σε σκοταδιασμένα μέρη.

Λίγα μέτρα πριν μπω σε φωτεινό μέρος, ξαφνικά τέσσερις σιουλέτες ανθρώπων εμφανίστηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκλεισαν το δρόμο. Στο σκοτάδι τους είδα να έχουν απλωμένα τα χέρια και να τα κραδαίνουν προς εμένα. Φαίνονταν στο πυκνό σκοτάδι ότι κρατούσαν φονικά όπλα από πιστόλια ίσως και μαχαίρια, ή σιδερολοστούς και ρόπαλα. Γύρισα προς τα πίσω έτοιμος να το βάλω στα πόδια, και διαπίστωσα ότι άλλες τρεις ανθρώπινες φιγούρες μου είχαν κλείσει κάθε διαφυγή. Κατάλαβα ότι θα με λήστευαν, και αποφάσισα να μην αντιδράσω παρά μόνο να τους δώσω όσα χρήματα είχα χωρίς αντίσταση, μήπως έτσι γλύτωνα τη ζωή μου.

Και ενώ βάδιζαν απειλητικά, σιγά και σταθερά προς το μέρος μου, ένας από αυτούς με μια ξαφνική σιγανή κοφτή φωνή όπως διαταγή σε μια ξένη γλώσσα που έμοιαζε Αραβική, τους έκανε όλους να σταματήσουν. Τους είπε ακόμα κάτι λίγα λόγια στη γλώσσα τους, και όλοι γύρισαν και έφυγαν και τους κατάπιε το σκοτάδι.

Ήταν ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι, μια καχεκτική φιγούρα που πλησίασε προς το μέρος μου και τον είδα να μου απλώνει το χέρι θέλοντας να σφίξει το δικό μου. Του έδωσα το χέρι και τον ένιωσα να μου το σφίγγει με θέρμη. Χωρίς να καταλαβαίνω κατ αρχάς τίποτα, έστεκα και προσπαθούσα να δω το σκοτεινό του πρόσωπο που ήταν ένα με τη νύχτα. Αυτός μιλώντας μου στα Αγγλικά, τον άκουσα να με αποκαλεί my friend, και τραβώντας με ελαφρά από το χέρι με τράβηξε στο φωτεινό μέρος της πλατείας. Γεμάτος περιέργεια, αλλά με μια υποψία, προσπαθούσα να τρυπήσω με το βλέμμα μου το σκοτάδι και να δω το πρόσωπο του. Φτάνοντας στο φως, ξεχώρισα τον απρόσμενο σωτήρα μου.

Ήταν η μικρή ανθρώπινη φιγούρα με τα μάτια που πετούσαν σπίθες, μάτια ίδια αγριμιού αγριεμένου γεμάτα αποφασιστικότητα και σκληράδα, μάτια σκοτεινά κόκκινα και αιμοβόρα ίδια δαιμονικά γεμάτα μίσος, που μια φορά πριν λίγους μήνες στην πρωτεύουσα της Λιβυης είχα συναντήσει και παραστεί αυτόπτης μάρτυρας σε ένα άγριο φονικό που είχε διαπράξει μπροστά μου. Ήταν ο ίδιος που κατέφυγε στο πλοίο που εργαζόμουν και κρύφτηκε θέλοντας να αποδράσει σε μια ξένη χώρα. Αυτός που όταν εγώ τον ανακάλυψα, δεν τον μαρτύρησα στον καπετάνιο ως είχα υποχρέωση ύστερα που μου εξήγησε γιατι φόνευσε τον άνθρωπο εκείνο που έστεκε μπροστά στη βιτρίνα με τα Rollex.

Τώρα τον συνάντησα στην πλατεία θεμιστοκλέους να είναι αρχηγός συμμορίας που λήστευαν ίσως και σκότωναν ανύποπτους περαστούς και αθώους ανθρώπους.

Σκέφτηκα ότι ήμουν τυχερός που ήταν αυτός ο αρχηγός και έτσι εγώ γλύτωσα, αλλά ύστερα που αποχαιρετιστήκαμε και μπήκα στο λεωφορείο να φύγω από τον Πειραιά, σκέφτηκα ότι αν τον μαρτυρούσα, ίσως χωρίς να είναι ο αρχηγός τους η συμμορία του να μην εμφανιζόταν μπροστά μου, ίσως ακόμα να μην υπήρχε καθόλου συμμορία…

Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ο Πειραιάς της νύχτας με τα τα καταγώγια, τα καμπαρέ, τους οίκους ανοχής, τα καφενεία,τα χασισοποτεία, τους νταήδες, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Όλα μαζί συγκεντωμένα σε μια γειτονια πλησίον του λιμανιού, στην οδό Τρούμπας και στα πέριξ αυτής.

Το 1832 με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, το λιμάνι αναστήθηκε και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Για την εξυπηρέτηση των πλοίων και τον ανεφοδιασμό τους με νερό, το 1860 έσκαψαν πανω στο ντόκο ένα πηγάδι και τοποθέτησαν μια τρόμπα με την οποία τροφοδοτούσαν τα πλοία με νερό. Από αυτήν τη τρόμπα ονομάστηκε η περιοχή Τρούμπας. 

Ήταν λοιπόν η Τρούμπα, η κακόφημη περιοχή του Πειραιά που παλιότερα την εποχή των Αμερικάνων γνώρισε μεγάλες δόξες εξ αιτίας της προστυχιάς και της ανομίας αφου ήταν γεμάτη καμπαρέ πουτάνες και μαστρωπούς. Κάθε που Αμερικάνικο πλοίο του έκτου στόλου έπλεε στο λιμάνι, οι κάτοικοι και οι περίοικοι της Τρούμπας συσκέφτονταν πως να τα πάρουν από τους Αμερικάνους. 

Έτσι κατάντησε τόπος παράνομος με δικούς του άγραφους κανόνες σε εποχές φτώχειας, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Όταν ήμουν παιδί κάθε Τετάρτη, θυμάμαι στο σινεμά του Λεωνίδα στο χωριό μου, πλήρωνα μισό σελίνι και έβλεπα Ελληνικές ταινίες που έπαιζε. Μέσα από αυτές έμαθα για αυτή την κακόφημη περιοχή και την σκληρή ζωή της . Γνώρισα τον σκληρό χαρακτήρα των ανθρώπων μέσα από τη μορφή του Γιώργου Φούντα που ήταν ο τίμιος αλλά σκληρός των ταινιών, από τη μορφή του Στέφανου Στρατηγού του ύπουλου και αδίστακτου χαφιέ, και από το πρωτότυπο υποκριτικό ταλέντο της αθάνατης Έφης Οικονόμου για τις κακές πουτάνες και τις τίμιες γυναίκες που αναγκάζονταν να πέσουν χαμηλά παρασυρμένες ή αναγκασμένες από τη φτώχεια και τους νταήδες. Ήταν σκηνές που επηρέαζαν τους θεατές και τους παράσερναν να ζουν τις περιπέτειες οι ιδιοι με τη φαντασία τους. Ήταν ιστορίες αλλόκοτες για έναν περασμένο κόσμο που το Ελληνικό σινεμά τον πρόβαλε με μεγαλη επιτυχία. Που φανέρωσε την μεγαλη φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Που οι φτωχές όμορφες γυναίκες κατέβαιναν στον Πειραιά με πρόσχημα να βρουν δουλειά, που ακόμα και οι παντρεμένες κατέφευγαν να πουλούν το κορμί τους. Ένας υπόγειος παράνομος κόσμος γεμάτος μυστήριο και φόβο που τρόμαζε τους νομοταγείς ήσυχους πολίτες.

Αφου ήμουν στην Ελλάδα, ήταν φυσικό να σκεφτώ να επισκεφτώ τη κακόφημη συνοικία. Της είχαν αλλάξει όνομα, προσπαθούσαν να της αλλάξουν και ιστορία. Ήταν το 1973-78, μα τίποτα δεν κατάφεραν. Ήταν ακόμα περιοχή γεμάτη νταβατζήδες, ομοφυλόφιλους, πορνεία και σινεμά ερωτικών ταινιών. Ένας κόσμος ηδονικός, που οι ναυτικοί και οι θαμώνες διασκέδαζαν παρέα με γυναικεία συντροφιά μέσα στα σινεμά, στα φαγάδικα και στα καφενεια όλη μέρα, ενώ όλη νύχτα μέσα στα καμπαρέ παρακολουθούσαν στριπτήζ με παρεα τους νταήδες και τους προαγωγούς που έστεκαν παράμερα και έλεγχαν διακριτικά έτοιμοι να επέμβουν όταν χρειαζόταν.

Στην αρχή δεν έμπαινα στα καμπαρέ επηρεασμένος από τις ταινίες που είδα στον κινηματογράφο και εξιστορούσαν την επικινδυνότητα που υπήρχε μέσα στο ημίθαμπο και τη σκοτεινιά των καταγωγίων. Την έβγαζα αραχτός στο καφενείον η Ελλάς, ή στο καφενείο της Βοσκοπούλας που ήταν στέκια ναυτικών, αλλά κυρίως όλων των Κυπρίων που περιδιάβαιναν την ακτή του Πειραιά ψάχνοντας για δουλειά να πάνε στα καράβια. Καλύτερα όμως την έβγαζα στα δυο σινεμά της παραλίας που έπαιζαν χωρίς διακοπή ακατάλληλες ταινίες. Ήταν μια εποχή που μόλις επετράπη η δημόσια προβολή πορνό, και είχε αποτέλεσμα μέρα νύχτα οι κινηματογράφοι να είναι ασφυκτικά γεμάτοι διψασμένους θεατές, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην Ελλάδα ύστερα από την πτώση της στρατιωτικής Χούντας που κυβέρνησε την Ελλάδα για εφτά χρόνια. 

Μόλις είχα ξεμπαρκάρει. Κατέβηκα στον Πειραιά θυμάμαι, όπου τυχαία στο καφενείον της Ελλάς, συνάντησα έναν παλιό μου φίλο χωριανό, που σπούδαζε σε μια αεροπορική σχολή μηχανικών.Ήταν ο κολλητός μου φίλος ο Ανδρέας που μαζί μεγαλώσαμε όλα τα χρόνια κάνοντας παρέα, μαζί σε όλα, σε καλά και σε κακά.

Παρέα τον φίλο μου και άλλους δυο φίλους του Καλαματιανούς, εκείνη τη μέρα αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε. Και καθώς έρμοι και μόνοι μες στη ξενιτειά, αποφασίσαμε να αναζητήσουμε γυναικεία συντροφιά, γι αυτό μπήκαμε σε ένα καμπαρέ. Ήταν νωρίς το βράδυ, οι πελάτες λίγοι, αλλά οι πουτάνες πολλές. Στο μισοσκότεινο χώρο που μύριζε λιβάνι, είχε γυναίκες ημίγυμνες που φαίνονταν ωραίες και επιθυμητές. Μας υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν σε μια άκρη, σε μια γωνιά πίσω στο τέλος της αίθουσας, ένας χώρος απομονωμένος και λίγο υπερυψωμένος από το άλλο πάτωμα. Κάτσαμε σε ευρύχωρους καναπέδες και μέσα σε μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε τις όμορφες κοπέλες να χορεύουν μόνο για μας. Παραγγείλαμε ποτά για μας και γι αυτές. Δεν μου άρεσε να πίνω ποτό, πάντα την έβγαζα με ένα δυο ποτηράκια. Εκείνη τη νύχτα ήθελα να έχω τον έλεγχο, δεν ήθελα να ζαλιστώ, αποφάσισα  θα έπινα μονο μια μπύρα. Είχα μέσα μου μια ανησυχία, φοβούμουνα για κακά ξεμπερδέματα με τους μαστροπούς, τους παράνομους κλέφτες και ληστές, ίσως να ήταν που επηρεάστηκα από τις ταινίες του Φούντα και του Κούρκουλου.

Εκείνη τη νύχτα δεν θυμάμαι να παρήγγειλα δεύτερο ποτό ή τρίτο, δεν θυμάμαι πολλά πραγματα, παρά μόνο ότι πέρασα καλά, θυμόμουν στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τις πανέμορφες κοπέλες να με αγγίζουν, να με χαϊδεύουν, να με γλυκοφιλούν.

Ύστερα χωρίς άλλη θύμηση ως την άλλη μέρα, ξύπνησα στο παλιό κρεβάτι στο παλιό ξενοδοχείο, μόνος. Πεσμένος ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι με ένα τσιγάρο στο χέρι προσπαθούσα να σκεφτώ τι συνέβη το περασμένο βράδυ. Θυμόμουν μονο στιγμές σε αναλαμπές ευχάριστες και ηδονικές με τα κορίτσια του μπάρ να εχουν τα στήθη έξω να με πασπατεύουν και να με χαϊδολογούν.

Άπλωσα το χέρι και τράβηξα τα ρούχα μου με ένα κακό προαίσθημα σίγουρος για το αποτέλεσμα, και έψαξα στις τσέπες. Ένα μεγάλο ποσό χρημάτων ανάληψης απο την προηγούμενη μέρα είχε ξοδευτεί, δεν έμεινε μία. Μου τα φάγαν όλα οι πουτάνες. Έπρεπε λοιπόν, να σηκωθώ νωρίς να πάω στην εταιρεία να πάρω προκαταβολή για το επόμενο μπάρκο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω στη στεριά άλλες μέρες, είχα ξόδεψα όλα μου τα χρήματα σε ένα βράδυ. Είχαν τον τρόπο τους ως φαίνεται τα γκαρσόνια, οι γυναίκες και οι μαγαζάτορες, να χρησιμοποιούν λιβάνια και ουσίες, να χαλαρώνουν τους πελάτες, ώστε με ευκολία να σπαταλούν όλα τα λεφτά τους. Αυτό μάλλον συνέβηκε σε εμάς, δεν στεναχωρήθηκα πολύ όμως, ήταν για μένα μια πρωτόγνωρη χαλαρωτική εμπειρία.  

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ SOUTHERN UNION

ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΒΙΔΕΟ

Η Ουραγουάη είναι μια μικρη χώρα του Ισημερινού που βρίσκεται στα νότια της Νοτίου Αμερικής μεταξύ της Βραζιλίας και της Αργεντινής και η λέξη σημαίνει ποταμός των χρωματιστών πουλιών. Οι αυτόχθονες κάτοικοι όλης της χώρας εξοντώθηκαν κατά την περίοδο του αποικισμού και σχεδόν δεν υπάρχουν απόγονοί τους σήμερα. Οι σημερινοί κάτοικοι είναι όλοι Ευρωπαίοι μετανάστες.

Το Μοντεβίδεο είναι η πρωτεύουσα και βρίσκεται στα νότια της χώρας προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, Αποτελείται από 1,5 εκατομμύριο κατοίκους και διατηρεί την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική της, και είναι γεμάτη πράσινο, κατάφυτη από εντυπωσιακά πλατάνια.

Η πόλη τα βράδια γεμίζει ήχους από τυμπανιστές που γυρνούν την πόλη ή κάθονται γύρω από φωτιές και εν χορώ παίζουν τον λεγόμενο ρυθμό της Ουραγουάης που γεννήθηκε από τους Αφρικανούς σκλάβους του αποικισμού λίγο πριν το 1800 και μαρτυρεί τη νοσταλγία για ελευθερία των σκλαβωμένων νέγρων.

Πρόκειται για ρυθμούς και ήχους εντυπωσιακούς που επηρέασαν τους λευκούς αποικιστές οι όποιοι και τους κατέταξαν στον σημερινό πολιτισμό τους. Συνήθως τις Κυριακές οι κάτοικοι ξεχύνονται και παρελαύνουν στους δρόμους με τα Αφρικάνικα τύμπανα τους από ξύλο και δέρμα. Παραταγμένοι προχωρούν παίζοντας δυνατά και συγχρονισμένα, ενώ άντρες και γυναίκες κυρίως νεαρής ηλικίας, τους ακολουθούν χορεύοντας με ζωηρές κινήσεις. Στις συνοικίες αυτές γεννήθηκε από τους χορευτές των δρόμων το ξακουστό ταγκό, ένας συνδυασμός των προϋπαρχόντων χορών, και επίσης στους ίδιους δρόμους γράφτηκε και πρωτοτραγουδήθηκε το γνωστό παγκόσμια τραγούδι «Κομπαρσίτα».

Η μέρα που δέσαμε στο λιμάνι της πόλης του Μοντεβίδεο ήταν ζεστή και υγρή από την πολλή σιγανή και συνεχή βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα, ενώ η ζέστη με την υγρασία μούλιαζαν τα ρούχα μας πανω στα ιδρωμένα κορμιά μας. Παρ όλα αυτά βάλαμε τα καλά μας και κατεβήκαμε τις σκάλες του πλοίου να πάμε στην πόλη ενώ η βροχή που έπεφτε μας μούσκευε ως το μεδούλι. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να περιμένει να κοπάσει η βροχή, είχαμε βία όπως ο πεινασμένος ζητεί τροφή κι ο διψασμένος νερό, να μπούμε στα μπάρς του λιμανιού, να συναντήσουμε γυναίκες και να διασκεδάσουμε, και μαζί να μεθύσουμε, να τις αγγίξουμε και να μας αγγίξουν.

Σε ένα παρ΄μερο δρομάκι ήταν ένα μπαρ σκοτεινό και άδειο από πελάτες, εγώ και ο παρέας μου ένας θερμαστής, μπήκαμε μέσα. Ήταν τελείως άδειο, χωρίς μπάρμαν ή κάποιο υπεύθυνο, και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε όταν άνοιξε μια εσωτερική πόρτα και παρουσιάστηκε μια καταπληκτική σε κορμί και ομορφιά γυναίκα. Μας μίλησε Ελληνικά και ο φίλος μου ο θερμαστής τηε την έπεσε αμέσως.

Έκατσα στην άκρη του μπαρ και παρήγγειλα κόκα μπράντι και πίνοντας το σιγά, τους παρακολουθούσα να χαμουρεύονται. Τα ρούχα μου κολλούσαν πανω μου και κάθε τόσο κοιτούσα έξω τον καιρό για να πάω να αλλάξω μόλις θα σταματούσε η βροχή. Την ωρα που κόπασε και ήμουν έτοιμος να πω στο φίλο μου ότι φεύγω, νάσου ανοίγει ξανά η πόρτα και μπαίνει άλλη μια κοπέλα, λεπτή με αδύνατα πόδια και στενή λεκάνη. Σε χρόνια θα την έβαζα οσο ήμουν εγώ και αλλά τόσα, ενώ το πρόσωπο της ήταν συμπαθητικό και πονεμένο. Έδειχνε να έχει βάσανα, ψυχικά φαινόταν κουρασμένη, είχε ακόμα ένα βλέμμα γλυκό και θλιμμένο. Με είδε που σηκώθηκα, με πλησίασε και μου πιασε το χέρι.

-Που πας, με ρώτησε με σπασμένα Ελληνικά, κάτσε να σε δούμε, εμεις εδώ σας αγαπαμε εσας τους Ελληνες και θαυμαζουμε τον αρχαίο σας πολιτισμό.

Δεν μου άφηνε το χέρι, μου το κρατούσε με τρυφερότητα που με έφερνε σε δύσκολη θέση.

Στα πολλά που μου έλεγε ίσως κατάλαβε τη δυσκολία μου, από μόνη της πήγε πίσω από το μπαρ, έβαλε δυο ποτά και μούδωσε το ένα. Παρήγγειλα ύστερα εγώ άλλα δυο και αλλά δυο, μετά από λίγη ωρα χωρίς να καταλάβω αν την ψώνισα ή αν με ψώνισε, φύγαμε πιασμένοι χέρι με χέρι.

Είναι εμπειρίες συνηθισμένες και ανθρώπινες που όμως δεν φεύγουν από τις μνήμες όσα χρόνια να περάσουν, ειδικά στις περιπτώσεις των ναυτικών που μακριά από την πατρίδα στη μαύρη ξενιτιά, βρίσκουν παρηγοριά σε γυναικείες αγκαλιές με ψεύτικες τρυφερότητες και προσποιητές αγάπες προσπαθώντας να δημιουργήσουν τεχνητά αισθήματα, που τα πρόσωπα τους ξεχνιούνται στο επόμενο λιμάνι, αλλά οι θύμισες τους μένουν χαραγμένες και αποτυπωμένες στο νου τους ενόσω ζουν.

Ξημέρωνε η επόμενη μέρα, στις τέσσερις χαράματα ξεκινούσε η βάρδια μου. Νυσταγμένος καθώς ήμουν σηκώθηκα με το ζόρι, ντύθηκα, πλήρωσα τη γυναίκα, την αποχαιρέτησα και έφυγα. Γύρισα με τα πόδια στο πλοίο που το βρήκα άδειο από φορτίο καθώς είχε ξεφορτώσει, και η σκάλα ήταν πολύ ψηλά για να την φτάσω. Έβαλα μια φωνή στον ναύτη της βάρδιας που στεκόταν ακουμπισμένος στα ρέλια, και αυτός μου έγνεψε να περιμένω. Κάλεσε με τον ασύρματο που είχε στο χέρι τον λοστρόμο, και αυτός με ακόμα ένα ναύτη ήρθαν στο παλάγκο και κατέβασαν ένα τεράστιο κλουβί σαν καλάθι κάτω στο μόλο. Μπήκα μέσα, και με ανέβασαν πανω.

Κατευθύνθηκα στη καμπίνα μου για να βάλω τη φόρμα της δουλειάς να κατεβώ στο μηχανοστάσιο για τη βάρδια μου.

Και κάτω στη μηχανή στη βάρδια μου, περπατώντας πάνω κάτω για να περάσει η ώρα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει ξεχάσει το όνομα της. Σκεφτόμουν πως ήταν μια απλή ερωτική συνεύρεση με προσποιητικά αισθήματα τρυφερότητας, μια πράξη ανθρώπινης ανάγκης και εξυπηρέτησης που δια αμοιβής έλαβα από την καχεκτική γυναίκα μέσα στο φτηνό ξενοδοχείο.

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Άδειο το πλοίο από φορτίο έπλεε με αργή οικονομική ταχύτητα προς τη Σαουδική Αραβία. Στη μηχανή όπως συνήθως, η θερμοκρασία άγγιζε τους 50 βαθμούς Κελσίου και η ζέστη ήταν αφόρητη καθώς το πλοίο ήταν παλιό, απεριποίητο και καταπωνεμένο. Από πολλές ενώσεις και τσόντες των σωληνώσεων εκχυόταν καυτός ατμός που ζέσταινε επικίνδυνα την ατμόσφαιρα και την έκανε θολή. Οι εξαεριστήρες δούλευαν με δύναμη απορροφώντας τη ζέστα, καθώς και οι ανεμιστήρες που έβαζαν φρέσκο αέρα και στους οποίους την περισσότερη ώρα της βάρδιας μας στεκόμασταν από κάτω για λίγη δροσιά.

Η θάλασσα τρικυμισμένη και το πλοιο χωρίς φορτίο με τη σαβούρα λιγότερη από το κανονικό, το πλοίο ταρασσόταν από τα ρεύματα και τα κύματα, δυσχεραίνοντας περισσότερο την κακή μας κατάσταση.

Ήταν μια μέρα καλοκαιρινή και εκτελούσα την απογευματινή μου βάρδια. Ήμουν πάνω στο λέβητα αλλάζοντας μια σπασμένη τσόντα με τη ζέστα αφόρητη να με τσουρουφλίζει, και εγώ γυμνός με ένα κοντό παντελόνι και με χοντρά αμιαντέτινα γάντια στα χέρια, προσπαθούσα να λασκάρω τις σφιχτές βίδες που είχαν στρεβλώσει από τις ψηλές θερμοκρασίες του ατμού.

Με μεγάλο κόπο μέσα στις αφόρητες θερμοκρασίες που επικρατούσαν, αντικατέστησα τη σπασμένη τσόντα και μάζευα τα εργαλεία να κατεβώ, όταν άκουσα από κάτω τον τρίτο μηχανικό να μου φωνάζει να κατεβώ γρήγορα. Μάζεψα τη σίκλα με τα εργαλεία, και σβέλτα πήδηξα κάτω. Ο τρίτος με λαχανιασμένη φωνή μου εξήγησε πως είχαμε επείγον περιστατικό. Είχε έρθει σήμα από τη γέφυρα να επιταχύνουμε τις μηχανές στο μέγιστο βαθμό και να σαβουρώσουμε πλήρως τα αμπάρια ώστε το πλοίο να αναπτύξει όλη την ταχύτητα που διέθετε.

Γεμάτοι περιέργεια αλλά χωρίς διαμαρτυρία, πιάσαμε δουλειά. Ο θερμαστής άλλαξε τα πεκα στα καζάνια και τροφοδότησε περισσότερο πετρέλαιο ώστε να δυναμώσει τη φωτιά για να παραξει τον ατμό που χρειαζόμασταν. Εγώ άνοιξα τις βαλβίδες και ξεκίνησα τις μεγάλες αντλίες για το σαβούρωμα του πλοίου, και ο τρίτος στάθηκε μπρος από τον πίνακα ελέγχου παρακολουθώντας την ομαλή λειτουργία του μηχανοστασίου και ανάλογα μας έδινε τις κατάλληλες διαταγές. Όλα έγιναν σε διάρκεια λεπτών, αλλά πριν ακόμα τελειώσουμε κατέβησαν στο μηχανοστάσιο ο πρώτος και ο δεύτερος. Ευχαριστημένοι που σ αυτό το επείγον περιστατικό που προέκυψε όλα στη μηχανή εξελίχτηκαν χωρίς καθυστέρηση, μας εξήγησε ο πρώτος μηχανικός πως λάβαμε σήμα για πλοίο που κινδύνευε και πλέαμε ολοταχώς να δώσουμε βοήθεια.

Τέλειωσα τη βάρδια μου και ανέβηκα στην πρύμνη. Κάθισα χάμω πάνω στη λαμαρίνα νιώθοντας την κάψα της παρ’ όλο που σκιαζόταν  από την πρυμναία τέντα, και άφησα το μάτι μου να σεργιανίσει στον μακρινό ορίζοντα που μόλις διακρινόταν πίσω από την ζοφερή ατμόσφαιρα που ήταν θολη από τον καυτό ήλιο.

Έγειρα τη ράχη μου στον μπουλμέ και άφησα το κορμί μου να ξεκουραστεί και τη σκέψη μου να προσπεράσει τον αχανή ορίζοντα, να πάει πέρα πολύ μακριά, να φτάσει ως τον τόπο μου. Σκέφτηκα πίσω από πόσες χώρες ευρισκόταν η πατρίδα μου, και πόσα αμέτρητα μίλια ήμουν μακριά της. Είχα μπαρκάρει για ένα καλύτερο μεροκάματο καθώς στην Κυπρο το 1973 υπήρχαν αναδουλειές και φτώχειες μεγάλες. Επέλεξα να εργαστώ σε πλοίο τάνκερ γιατί πιάναμε στεριά κάθε πολλές μέρες, έτσι στα λιμάνια δεν ξόδευα πολλά λεφτά και φύλαγα τα περισσότερα. Ήταν χαμηλός ο μισθός μου, και την κάθε λίρα που κατάφερνα να εξοικονομώ, ήταν καλό κέρδος. Άν προλαβαίναμε λοιπόν πρώτοι να φτάσουμε στο πλοίο που έστειλε σήμα κινδύνου και σώζαμε τους ναυαγούς, θα παίρναμε μπακσίσι ένα μηνιάτικο, καθώς έτσι όριζε ο νόμος του ναυτικού δικαίου. Θα ήταν ένα έξτρα εισόδημα που πολύ θα με ικανοποιούσε σκέφτηκα, αλλά μονομιάς με αυτή τη σκέψη μου ένιωσα θυμωμένος γιατί αντί να ανησυχώ για τους άλλους ναυτικούς που κινδύνευαν, σκεφτόμουν το προσωπικό μου όφελος που προερχόταν από τη δική τους δυσχέρεια.  

Σηκώθηκα από χάμω και όρθιος έγειρα κι’ ακούμπησα στα ρέλια παρακολουθώντας την άσπρη αφρισμένη μακριά γραμμή που δημιουργούσε ο έλικας, ενώ όποτε το πλοίο ανασηκωνόταν από τα κύματα, ο θόρυβος της μηχανής που γύριζε την προπέλα άλλαζε. Παρακολουθούσα με τις σκέψεις μου να τρέχουν, και ξαφνικά σε μια στιγμή, κατάλαβα πως το πλοίο έπαυσε να ανεβοκατεβαίνει, και πως η θάλασσα ημέρεψε και γαλήνεψε σαν λάδι. Το χρώμα της έγινε άσπρο στο χρώμα του φωσφόρου, ενώ η μέρα σκοτείνιασε πριν ακόμα ο ήλιος γύρει στη δύση του. Σκεφτικός κοίταζα τα όσα παράξενα και σκεφτόμουν αν συνεβαιναν στη φαντασία μου ή στην πραγματικότητα.

Και είδα πέρα στον ορίζοντα σε μακρινή απόσταση, ένα πλοίο με πανιά σε χρώμα κατάλευκο και το σκαρί του ξύλινο θεόρατο σε μονοχρώσεις καφέ, να ξεχωρίζουν πεντακάθαρα όπως να ήταν εμπρός μας, μια φωτεινή εικόνα μέσα στο σκοτεινό δειλινό. Δεν φαινόταν ανθρώπινη δραστηριότητα στο κατάστρωμα, και έπλεε με μεγάλη ταχύτητα παράλληλα με εμάς. Μου φάνηκε ακόμα πως έβλεπα λευκές σκιαγραφήσεις να κινούνται στο κατάστρωμα. Έδειχνε έρημο να πηγαίνει μόνο του, και εγώ εκστατικός το έβλεπα γρήγορα να μας φτάνει, γρήγορα να μας προσπερνά και γρήγορα να χάνεται από εμπρός μας. Έμοιαζε θέαμα ίδιο με ταινία σινεμά που έπαιζε σε γρήγορη ταχύτητα. Ήταν εικόνα ξαφνική και ανεξήγητη έξω από τα φυσιολογικά όρια, γι αυτό αμέσως ο νους μου πήγε σε ιστορίες που διηγούνται οι ναυτικοί όταν στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας τους δεν έχουν τι άλλο να κάμουν.

Και μου ήρθε στο νου η πολύ γνωστή ιστορία που ευρέως συζητιέται μεταξύ των ναυτικών για το πλοίο φάντασμα, πως εμφανίζεται σε περιοχές όπου θα συμβεί κάποιο μεγάλο κακό όπως ένα ναυάγιο, ή κάποιο ναυτικό ατύχημα που θα επιφέρει θάνατο.

Λένε πως είναι ένα όμορφο σκαρί χωρίς πλήρωμα και μέσα μεταφέρει τα πνεύματα όσων έχουν πνιγεί και είναι τόσοι πολλοί που τα αμπάρια ξεχειλίζουν και ρέουν οι ψυχές προς τη θάλασσα σχηματίζοντας πολύχρωμους καταρράκτες που τρέχουν πάνω στα νερά της θάλασσας σαν φωτεινές σκιές σε πολύχρωμους χρωματισμούς.

Λένε ακομα πως εμφανίζεται απότομα, αλλά και απότομα εξαφανίζεται. Λένε πως οι ψυχές και τα πνεύματα των πνιγμένων μένουν πίσω να πετούν στον αέρα καλώντας από ψηλά τα πληρώματα των άλλων πλοίων να τους ακολουθήσουν. Και όπως οι αρχαίες σειρήνες του Οδυσσέα και αυτές το ίδιο, μαγεύουν όσους έχουν αδύνατη καρδιά και θέληση, να τους ακολουθήσουν.

Μια ανησυχία με έπιασε, ο νους μου πήγε στο κακό, σκέφτηκα μήπως το πλοίο του θανάτου ηρθε για μας. Μήπως τα παλιά καζάνια του ατμού δεν θα άντεχαν την πίεση για μέγιστη απόδοση και κάποιος λέβητας εκρηγνυόταν. Ήξερα, οι πιέσεις ήταν τεράστιες και μια έκρηξη θα ήταν όπως μια μεγάλη βόμβα που εκρήγνυται με απεριόριστες απώλειες υλικές και ανθρώπινες.

Ο νους μου γεμάτος κακές σκέψεις πάλιωνε με τη λογική πως όλα ήταν του μυαλού και πως τέτοια δεν συμβαίνουν, είναι μόνο παραισθήσεις προερχόμενες από δεισιδαιμονίες. Ακόμα σκέφτηκα πως ήταν μόνο της φαντασίας μου και πως στον ξύπνιο μου έβλεπα ονείρατα.

Και ξαφνικά μέσα στην αβεβαιότητα που με κυρίευσε, ένιωσα το πλοίο να έχει ελαττώσει ταχύτητα. Ξαφνιασμένος και γεμάτος περιέργεια, κατέβηκα στη μηχανή να δω τι συμβαίνει. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι καινούργιο θα είχε προκύψει σε σχέση με την αποστολή διάσωσης που είχαμε διαταχτεί.

Πράγματι, όπως ενημερώθηκα από τον τρίτο, ηρθε διαταγή να συνεχίσουμε την πορεία μας όπως και πριν εγκαταλείποντας τη διάσωση, γιατι κοντά στο πλοίο που κινδύνευε έφτασαν άλλοι πρώτοι και έδωσαν τη βοήθεια τους.

Η σκέψη μου δεν πήγε στο μηνιάτικο που έχασα αφού δεν βοηθήσαμε το άλλο πλοίο, αλλά έμεινε κολλημένη στο πλοίο φάντασμα που νόμισα πως είχα δει. Λέω πως νόμισα πως είχα δει, γιατι όταν ρώτησα άλλους συναδέλφους, κανένας δεν είδε ότι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, ο νους μου έμεινε προσκολλημένος στο περιστατικό, πιστεύοντας πως ήταν κάποιο προμήνυμα, ή αν ήμουν επηρεασμένος από τα πολλά βιβλία που διάβαζα.

Ώσπου αργά το βράδυ μας ενημέρωσε ο μαρκόνης ότι έπιασε μήνυμα στον ασύρματο που έλεγε πως στο πλοίο που χρειάστηκε βοήθεια και εμείς δεν προλάβαμε να δώσουμε, συνέβηκε μια έκρηξη σε ένα στεγανό που μέσα εργάζονταν οξυγονοκολλητές, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει και να πνιγούν τρείς ναυτικοί.

Και μου ξανάρθε στο νου πως το πλοίο φάντασμα εμφανίζεται σε περιοχές όπου πρόκειται να συμβεί κάποιο κακό, για να πάρει τις ψυχές των πνιγμένων και να τις ταξιδεύσει μαζί του καθώς λέει ο μύθος.

Ήμουν πλέον πεπεισμένος ότι είδα πράγματι το πλοίο φάντασμα, το οποίον όμως δεν ήρθε για μας, αλλά για τους τρεις πνιγμένους στο άλλο πλοίο.

ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΚΥΜΑ-ΤΑ ΓΚΑΖΑΔΙΚΑ

Τα πετρελαιοφόρα πλοία αποτελούνται από δεξαμενές μέσα στα αμπάρια τους που μέσα αποθηκεύεται το πετρέλαιο για να μεταφερθεί από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο διύλισης.

Το μέγεθος τους είναι πολύ μεγάλο και χωρούν έως 500.000 τόνους. Τα υγρά φορτία που μεταφέρουν είναι επικίνδυνα γιατί παλαντζάρουν και εύκολα βουλιάζουν και ευκολότερα  κόβονται στα δύο. Είναι καράβια υψηλού κινδύνου καθώς μεταφέρουν επικίνδυνο φορτίο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και εχουν κότσια και υπομονή και μπορούν να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση, διότι η ζωή στα γκαζάδικα χρειάζεται μεγάλες αντοχές, αφου τον περισσότερο καιρό ταξιδεύουν και ελάχιστα πατούν στεριά. Είναι επιλογή εργασίας που απαιτεί θάρρος, διότι είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση για πολλή καιρό.

Γνωρίζοντας όλα αυτά, ύστερα από το πρηγούμρνο μου μπάρκο στο πλοίο «Άγιος Διονύσης» αποφάσισα να δουλέψω σε γκαζάδικο γιατί το μεροκάματο ήταν μεγαλύτερο, ήταν τριπλάσιο. Τα φορτηγά πλοία επανδρώνονταν από Ναυτικούς ευκολότερα γιατί έκαναν κοντινά ταξίδια, έπιαναν λιμάνια κάθε λίγες μέρες και έμεναν δεμένα ώσπου να ξεφορτώσουν ή να φορτώσουν κάμποσες μέρες. Η ζωή ήταν καλύτερη, ήταν ευχάριστη, και πολλοί Ναυτικοί προτιμούσαν να δουλεύουν σ αυτά. Ήταν αυτός λόγος που με μεγαλύτερη ευκολία βρήκα δουλειά σε γκαζάδικο, γιατί τα πλοία αυτά τα επάνδρωναν κυρίως Ναυτικοί που συνειδητά παραμέριζαν στο βάθος του συνειδητού τους την απόλυτη επικινδυνότητα τους, απλά και μόνον γιατί είχαν την απόλυτη ανάγκη μεγαλύτερου μεροκαμάτου.

Πήρα σβάρνα την ακτή Μιαούλη και μπήκα από γραφείο σε γραφείο ψάχνοντας και ρωτώντας. Υπέγραψα σύμβαση εργασίας με την εταιρεία “S. Niarchos”. Μπαρκάρισα Δόκιμος μηχανικός με 140 Εγγλέζικες λίρες κάθε μήνα σε ένα τάνκερ 45.000 τόνων το «Southern union» που κατασκευάστηκε πριν το 1960. Ήταν από τα πρώτα πλοία που αγόρασε ίσως σε τιμή ευκαιρίας ο εφοπλιστής, και ήταν τόσο καταπονεμένο που σε κάθε φουρτούνα κινδύνευε να μας πνίξει, αλλά χωρίς να σκέφτεται τόσο μικρά πράγματα, συνέχιζε να το ταξιδεύει.

Ήταν η χρυσή δεκαετία των τάνκερς. Ο Σταύρος Νιάρχος ήταν αυτοδημιούργητος που από υπάλληλος σε αλευρόμυλο κατέληξε μεγάλος εκατομμυριούχος. Έπεισε τους θείους του και εργοδότες του να αγοράσουν έξι φορτηγά πλοία για την μεταφορά του σιταριού, και ο ίδιος δανειζόμενος κατάφερε ν' αγοράσει ένα από τα πλοία αυτά. Κατά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το εκμίσθωσε στους Συμμάχους αλλά καταστράφηκε στον πόλεμο και χρησιμοποίησε τα χρήματα που προήλθαν από την ασφάλεια ως κεφάλαιο για να επεκτείνει τον στόλο του. Αγόρασε κυρίως δεξαμενόπλοια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η παρουσία του Σταύρου Νιάρχου ως σημαντικού παράγοντα  στο χώρο του διεθνούς εμπορίου.

Από τα πρώτα πλοία, το «Southern union» ήταν ένα γκαζάδικο με γέρικο σκαρί κατασκευασμένο με περσίνια που έδιναν δύναμη αντοχής στις μεγάλες φουρτούνες, αλλά χωρίς συστήματα κλιματισμού με αποτέλεσμα η ζέστη που προερχόταν από τους ατμολέβητες και τη φυσική αφόρητη ζέστη του καιρού στον Περσικό κόλπο, έκαναν τη ζωή των Ναυτικών αφόρητη. Η θερμοκρασία στο μηχανοστάσιο ήταν 50°C. Πάνω στις καυτές λαμαρίνες του καταστρώματος, από τον καυτό ήλιο, κάποτε για πλάκα σπάζαμε αυγά και τα παρακολουθούσαμε να ψήνονται σε δευτερόλεπτα.

Η πρόωση του πλοίου γινόταν με την προπέλα που ήταν συνδεδεμένη με άξονα που την γύριζε και που αυτός έπαιρνε τις στροφές του από τον ατμοστρόβιλο που η τροφοδοσία του με ατμό γινόταν από τους ατμολέβητες. Το μηχανοστάσιο στα έγκατα της πρύμνης του πλοίου χωριζόταν στο λεβητοστάσιο όπου ήταν τοποθετημένοι οι λέβητες που λειτουργούσαν με καύση πετρελαίου και στο μηχανοστάσιο που ήταν εγκατεστημένος ο στρόβιλος που γύριζε τον έλικα. Οι σωληνώσεις μεταφοράς ατμού ήταν παλιές και καταπονεμένες, δεν άντεχαν την μεγαλη πίεση του ατμού και συνέχεια διέφευγε αρκετός ατμός που δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ομιχλώδη. Ώσπου να φτιάξουμε τη μια φαγωμένη φλάντζα, έσπαγε η άλλη. Ήταν μια επίπονη προσπάθεια επιδιόρθωσης ώστε να περιορίζονται οι απώλειες και να είναι επαρκής ο ατμός να κινεί τον στρόβιλο και να γυρίζει τον άξονα της προπέλας. Ήταν μια επικίνδυνη και σκληρή εργασία που στην ιστορία των πλοίων με ατμολέβητες δεν υπάρχει έστω ένας μηχανικός χωρίς να έπαθε σοβαρό έγκαυμα.

Παρ όλα αυτά σφίγγαμε τα δόντια και αναμέναμε να περάσουν οι μέρες να πιάσουμε στεριά, να μπορέσουμε να χορτάσουμε ύπνο έξω από το πλοίο, στο επόμενο λιμάνι. Ευτυχώς το γέρικο στραπατσαρισμένο πλοίο δεν έκανε μακρινά ταξίδια, υπήρχε συμβόλαιο για ναύλο στην νήσο Κεϋλάνη.

Η Σρι Λάνκα που το όνομά της σημαίνει Ευλογημένο Νησί και παλιότερα ονομαζόταν Κεϋλάνη, βρίσκεται νοτιοανατολικά των Ινδιών. Έχει κλίμα θερμό και υγρό γιατί βρίσκεται κοντά στον Ισημερινό. Είναι νησί με πλούσια βλάστηση και ζούγκλες, απέραντες φυτείες τσαγιού, τεράστια αγάλματα του Βούδα λαξευμένα σε βράχους, καθώς και Εθνικά Πάρκα με άγρια ζώα και επικίνδυνα φίδια με κέρατα και άλλες αποκρουστικές διαβολικές μορφές με παράξενα χρώματα. Για όλες τις παράξενες ομορφιές της, την Κεϋλάνη την είπαν δάκρυ της Ινδίας και Ταϊτή της Ανατολής. Το Κολόμπο είναι λιμάνι και πρωτεύουσα. Την εποχή πριν το 1980, τα κτίρια ήταν χαμηλά, κυριως παράγκες από πρόχειρα υλικά και λίγα πέτρινα μεγαλόπρεπα, κατάλοιπα της Βρετανικής Αποικιοκρατίας.

Ο καιρός στο τελευταίο μας ταξίδι για την Κεϋλάνη ήταν κακός, το ίδιο και η θάλασσα. Όταν ένα γκαζάδικο είναι φορτωμένο μέσα σε μεγαλη τρικυμία, ο πλους είναι συγκλονιστικά επικίνδυνος διότι ένεκα του μεγάλου φορτίου είναι βυθισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στη θάλασσα και ελάχιστο μέρος της κουβέρτας μένει έξω από το νερό. Οπότε στις μεγάλες φουρτούνες τα κύματα σκεπάζουν την κουβέρτα με θάλασσα, και μόνο το κομοθέσιο και τα άλμπουρα μένουν έξω από το νερό.

Ήταν μια μέρα με τέτοιο καιρό που κοντεύαμε να πιάσουμε λιμάνι στο Κολόμπο και όπως πάντα λίγες ώρες πριν, έπρεπε να ελέγξουμε τους σωλήνες που έδιναν ατμό στην άγκυρα και στα μηχανήματα της κουβέρτας. Ανοίξαμε σιγά τα βαλβς και αφήσαμε τον ατμό να κυλήσει αργά στο σωλήνα ώστε να μην σπάσει από την απότομη διαστολή. Παρ όλα αυτά μια φλάντζα έσπασε, έπρεπε να την επιδιορθώσουμε. Δεν ήταν δύσκολη δουλειά και ο Τρίτος την ανάθεσε σε μένα. Η σπασμένη φλάντζα ήταν περιπου ανάμεσα της πρύμνης και της πλώρης. Μεγάλα κύματα έλουζαν την κουβέρτα, χρειαζόταν μεγαλη προσοχή διότι με τέτοιους καιρούς, πολλές φορές η θάλασσα άρπαξε ανθρώπους από το κατάστρωμα των γκαζάδικων και τους έριξε στη θάλασσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως κανείς δεν γλυτώνει, τον παίρνει η δύνη της φοράς του πλοίου και τον εξαφανίζει.

Φόρεσα τα αμιαντέτινα γάντια απαραίτητα για να με προστατεύσουν από τον καυτό ατμό, και βαστώντας για ισορροπία την σωλήνα του ατμού, ξεκίνησα να πάω να επιδιορθώσω την σπασμένη φλάντζα. Έφτασα στο μεσιακό κατάρτι εκεί που ήταν η βλάβη, και πολύ προσεκτικά ισορροπώντας τη μια στο ένα πόδι και την άλλη στο άλλο ανάλογα με το παλαντζάρισμα του πλοίου, ξεβίδωσα τις βίδες για να αλλάξω την ελαστική φλάντζα. Τα κύματα ανέβαιναν πανω στο κατάστρωμα και κάθε φορά μου έβρεχαν τα πόδια. Προσεκτικά και μεθοδικά δούλευα, προσέχοντας μην με παρασύρει κάποιο μεγάλο κύμα, ενώ μέσα μου καλούσα την Παναγία να με προσέχει. Βίδα με βίδα άλλες ξεβιδώνοντας τες και άλλες κόβοντας τες με το κοπίδι, κόντευα να τελειώσω, ώσπου ξάφνου ήρθε ένα θεόρατο κύμα και σάρωσε την κουβέρτα και άρπαξε και μένα, με δύναμη καταπληκτική με παρέσυρε, χωρίς να δύναμαι να αντισταθώ.

Πανω στη γέφυρα ο Καπετάνιος με τον ανθυποπλοίαρχο και τον ναύτη της βάρδιας βλέποντας το πελώριο κύμα να με αρπάζει και να με σκεπάζει, έμειναν εμβρόντητοινα χάσκουν με το στόμα ανοιχτό χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν κραυγή αγωνίας. Πίστεψαν ότι χάθηκα, ότι έπεσα στη θάλασσα.

Όταν το κύμα κύλησε και έφυγε, εγώ ήμουν πεσμένος στο κατάστρωμα του πλοίου και όχι στα βαθιά του πελάγου. Είχα προνοήσει και πέρασα θηλιά σχοινιού στη μεση μου που το έδεσα στη σωλήνα του ατμού. Ο Καπετάνιος και οι άλλοι αναστέναξαν με ανακούφιση, δεν ήξεραν πως γλύτωσα από τέτοιο μεγάλο κύμα αφού από μακριά δεν μπορούσαν να δουν ότι ήμουν δεμένος με σχοινί. Άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να δοξάζουν τον Θεό, γιατί πίστεψαν πως ήταν θαύμα που δεν με παρεσυρε ένα τόσο δυνατό κύμα.

Όμως για μένα της Παναγίας ήταν μεγαλη η χάρη  που με βοήθησε και σκέφτηκα και δέθηκα, και τοιουτοτρόπως με είχε γλυτώσει από έναν βέβαιο πνιγμό.

ΣΤΗ ΚΕΫΛΑΝΗ

Η Κεϋλάνη ως νησιώτικη χώρα κοντά στον Ισημερινό, είναι κατάφυτη από δάση και ζούγκλες με πολλή υγρασία και θερμό κλίμα. Είναι μια γοητευτική χώρα που οι διάφοροι κατακτητές κατοικώντας την κατά καιρούς, άφησαν δυτικές και ανατολικές επιρροές, καθώς και ένα συνονθύλευμα θρησκειών και κουλτούρων.

Το Κολόμπο είναι η πρωτεύουσα της χώρας, και είναι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο της Ασίας. Λόγω του μεγάλου φυσικού λιμανιού και της στρατηγικής του θέσης πάνω στους εμπορικούς δρόμους που ένωναν Ανατολή με Δύση, ήταν γνωστό στους εμπόρους της αρχαιότητας.

Στο Κολόμπο ταξιδεύαμε τακτικά σχεδόν για ένα ολόκληρο χρόνο. Η εταιρεία του Σταύρου Νιάρχου είχε συμβόλαιο μεταφοράς few oil  στη χώρα, και το πλοίο μας είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση του ναύλου για τον επόμενο καιρό. Φορτώναμε από τη Λιβύη και διασχίζοντας τη διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά και την Αραβική θάλασσα, μπαίναμε στον Ινδικό ωκεανό και καταλήγαμε στο μεγάλο λιμάνι της πόλεως.

Ήταν μια πανέμορφη Μεσημβρινή πόλη με οργιώδη βλάστηση και πολλά κουνούπια, καθώς δυστυχώς και την ασθένεια της ελονοσίας που πλανιόταν φοβερή απειλή στην υγρή και θερμή ατμόσφαιρα πάνω από τα ακίνητα νερά που λίμναζαν σε πολλά μέρη των εδαφών της.

Σε κάθε ταξίδι με ανυπομονησία πρόσμενα την έξοδο μου στη στεριά που απλωνόταν καταπράσινη πέρα από το λιμάνι, ένας τόπος πανέμορφος και κατάφυτος από τροπική βλάστηση. Μου άρεσε να σεργιανώ τους δρόμους και να παρακολουθώ την κίνηση των ανθρώπων με τη λιτή τους ενδυμασία, ένα κομμάτι ρούχο όλο κι όλο ριγμένο στους ώμους καλύπτοντας μερικώς το κορμί τους, ενώ πηγαινοέρχονταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Και ανάμεσα τους αμέτρητοι μικροπωλητές διαλαλούσαν δυνατά τις πραμάτειας τους, ενώ δίκυκλα και τρίκυκλα, μηχανάκια και ποδήλατα, αλλά και αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής, κατέκλυζαν τους δρόμους. Μια πόλη διαφορετική από τις πόλεις των Δυτικών χωρών, ένας πολιτισμός διαφορετικός με ανύπαρκτη την πρόοδο και την ανάπτυξη που έμοιαζαν να σταμάτησαν στο χρόνο.

Το λιμάνι του Κολόμπο ήταν βαθύ και τα πλοία έδεναν σχεδόν στη στεριά πάνω σε μακριές αποβάθρες που εκτίνονταν σε απόσταση μέσα στη θάλασσα. Ήταν στενές και ξύλινες αλλά καλά στερεωμένες, αφού μπορούσαν να δένουν πάνω τους δεξαμενόπλοια μεγάλης χωρητικότητας. Η απόσταση ως την πύλη του λιμανιού ήταν διακόσια-τριακόσια  μέτρα και εκεί συναντούσαμε κάθε φορά, ένα πλήθος ταξιτζήδων και ξεναγών να μας περιμένουν για να μας μεταφέρουν αλλά και για να μας ξεναγήσουν στην πόλη και στη χώρα.

Αν και η πόλη ήταν προέκταση του λιμανιού απλωμένη σε κοντινή απόσταση, εμείς συνηθίζαμε να παίρνουμε ταξί επειδή τα κόμιστρα ήταν φτηνά, αλλά και γιατί οι ταξιτζήδες μας ξεναγούσαν στα αξιοθέατα και στα μέρη εκείνα που αυτοί καλά γνώριζαν, και ήταν χρήσιμα σε εμάς τους ναυτικούς που πρώτη έγνοια είχαμε την ευχαρίστηση και τη διασκέδαση καθώς το κάθε μας ταξίδι πήγαινε-έλα, φόρτωμα και ξεφόρτωμα, διαρκούσε μέχρι ένα μήνα.

Με πενιχρή αμοιβή, μας ξεναγούσαν από ενωρίς έως βραδύς, έως την ώρα που άνοιγαν τα μπάρς ως τελικός μας προορισμός.

Όλα κι όλα τα μπαρς στην πόλη ήταν δύο, παρ όλο που ως πρωτεύουσα μιας χώρας δεκαοκτώ εκατομμυρίων, θα έπρεπε να έχει πολύ περισσότερα. Ήταν και τα δύο τεράστια, και μέσα μαζεύονταν πόρνες που έψαχναν πελάτες. Καμιά δεν εξασκούσε το επάγγελμα δημόσια, καθώς ο θεσμός της οικογενείας ήταν αυστηρός, και ακόμα περισσότερο τα θρησκευτικά ήθη δεν το επέτρεπαν. Παρ όλα αυτά, σ όλο τον κόσμο υπάρχουν πόρνες, άλλες κρυφές και άλλες φανερές. Θυμάμαι την εντύπωση που μου δημιουργήθηκε όταν στο πρώτο μου ταξίδι και στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί, είδα ένα απέραντο μαγαζί, μια τεράστια αίθουσα εστιάσεως γεμάτη γυναίκες που προσπαθούσαν να ψωνιστούν από τους λίγους θαμώνες. Δεν είχε ντόπιους πελάτες, ντόπιοι ήταν μόνο τα γκαρσόνια. Ήταν φανερό ότι ήταν χώρος που φτιάχτηκε για τους ξένους επισκέπτες, κυρίως για τους ναυτικούς που μετά από τα μεγάλα ταξίδια στους ωκεανούς, έψαχναν γυναικεία συντροφιά. Γι αυτό λοιπόν φτιάχτηκε μεγάλος ο χώρος, για να χωρεί όλες τις πόρνες της μεγάλης πρωτεύουσας.

Όμως τα ποτά ήταν φθηνα, το ίδιο και οι γυναίκες, έτσι αβέρτα τις κερνούσαμε όλες, χορεύαμε με όλες, ώσπου να κατασταλάξουμε με οποίαν μαζί θα αναχωρούσαμε για κάποιο φτηνό ξενοδοχείο που οι ίδιες θα μας οδηγούσαν.

Το Εθνικό τους νόμισμα η ρουπία είχε μικρή αξία έναντι των διεθνών νομισμάτων, γι αυτό συνήθιζαν οι οδηγοί να ζητούν από εμάς δολάρια και Εγγλέζικες λίρες. Ακόμα και η Κυπριακή λίρα είχε αξία. Και εμείς που το γνωρίζαμε, ανταλλάζαμε τα δολάρια με τις ρουπίες κάνοντας κοντραπάζα μαζί τους κερδοσκοπώντας αρκετά, ώστε τοιουτοτρόπως τα έξοδα μας στη χώρα να κερδίζονται με τις χρηματικές αυτές συναλλαγές.

Εκείνη τη φορά που πιάσαμε λιμάνι η πόλη ήταν ακίνητη χωρίς ζωή και κίνηση. Έμοιαζε να κοιμάται και στα σπίτια μέσα οι άνθρωποι κλεισμένοι, δεν βγήκαν στις δουλειές τους και στην καθημερινότητα τους, δίνοντας μια εντύπωση όπως η πόλη ήταν κέρφιου. Οι εργάτες και οι μηχανικοί στην αποβάθρα που ήταν επιφορτισμένοι για το ξεφόρτωμα του πλοίου, ήταν και αυτοί λιγοστοί. Και παραέξω στο ντόκο μας περίμεναν μόνο ένας δυό ταξιτζήδες.

Οι οδηγοί των ταξί γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα και μπορούσαμε εύκολα να συνεννοηθούμε. Το ίδιο εξ άλλου συνέβαινε σε όλα τα λιμάνια, καθώς η Ελληνική ναυτιλία ήταν πρώτη στον κόσμο.

Από αυτούς μάθαμε λοιπόν, πως εκείνη η μέρα ήταν η μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Βουδιστών, γι αυτό όλα ήταν κλειστά, για όλους ήταν σχόλη. Ακόμα και τα μπαρς που με αδημονία οι ιδιοκτήτες τους περίμεναν κάποιο πλοίο να δέσει οπότε οι ναυτικοί θα έτρεχαν να ξοδέψουν τα λεφτά τους, κι αυτά ήταν κλειστά. Όσοι λίγοι διακινούνταν στην πολη εκείνη τη μέρα δεν ήταν Βουδιστές, είχαν άλλη θρησκεία και δεν γιόρταζαν. Στη Κεϋλάνη το μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι Βουδιστές, αλλά υπάρχουν και άλλες θρησκείες όπως Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι, ακόμα και Χριστιανοί.

Εγώ μόλις είχα τελειώσει τη βάρδια μου στη μηχανή, και παρέα με ένα πρωτόμπαρκο δόκιμο μηχανικό, βάλαμε τα καλά μας και βγήκαμε έξοδο. Η ώρα ήταν εννέα το βράδυ, και λογαριάζαμε να πάμε απ ευθείας σ ένα από τα δυο μπαρς, ήταν ώρα που άνοιγαν. Μαθαίνοντας όμως πως όλα ήταν κλειστά, πολύ στεναχωρηθήκαμε αφού μετά από τόσες μέρες ταξίδι στη θάλασσα, προσμέναμε με αδημονία να βγούμε στη στεριά να ξεδώσουμε, και να διασκεδάσουμε. Περπατήσαμε λίγο με την ελπίδα να βρίσκαμε μαγαζιά ανοιχτα, αλλά ήσαν όλα ερμητικά κλειστά και οι δρόμοι αδειανοί από κίνηση. Πού και που κάποιο παλιό αυτοκίνητο διέσχιζε τους δρόμους και με μεγάλη ταχύτητα χανόταν στο βάθος της πόλης. Ακόμα και η υπαίθρια αγορά φρούτων που καθημερινά έσφυζε από ζωή, ήταν κι αυτή έρημη. Ήταν φανερό λοιπόν, πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν Βουδιστές και γιόρταζαν την μεγάλη τους γιορτή. Έτσι λοιπόν μη έχοντας τι να κάνουμε, αφού περπατήσαμε αρκετά, ετοιμαζόμασταν με απογοήτευση να επιστρέψουμε.

Πήραμε το δρόμο του γυρισμού κατσουφιασμένοι, αφού πως πιάσαμε λιμάνι σε μια έρημη πολη, δεν είχε αξία για μας. Που δεν ψωνίσαμε πράγματα δεν ήταν σοβαρό ζήτημα, που δεν ψωνίσαμε όμως γυναίκες, ήταν σοβαρό το ζήτημα. Μέσα στο πέλαγος στην ατελείωτη μας μοναξιά που για παρηγοριά είχαμε μόνο τη σκληρή δουλειά, με μεγάλη πεθυμιά προσμέναμε να πιάσουμε λιμάνι για να χαρούμε λίγη διασκέδαση, να πιούμε, να μεθύσουμε να ικανοποιήσουμε τη λίμπιντο μας. Το ταξίδι ήταν μεγάλο, και η προσμονή το ίδιο. Και να τώρα, πιάσαμε στεριά. Ξυρίστηκα καλά, και λούστηκα ακριβή κολόνια. Έβαλα τα καλά μου και με το φίλο μου το δόκιμο βγήκαμε τσάρκα στη στεριά. Και να τώρα, γυρίζαμε άπρακτοι και στενοχωρημένοι στο πλοίο. Θα πέφταμε για ύπνο, και ως ότου σκατζάρουμε βάρδια, το πλοίο θα είχε ξεφορτώσει και θα είμασταν έτοιμοι να αποπλεύσουμε. 

Με τη λύπη λοιπόν να μας θλίβει την καρδιά, περπατούσαμε με βήμα αργό χωρίς βιάση στο δρόμο για το γυρισμό. Από μακριά φάνηκε το πλοίο στο λιμάνι θεόρατο και πανύψηλο καθώς είχε ήδη ξεφορτώσει μεγάλο μέρος του φορτίου.

Σκεφτικοί και αμίλητοι στο δρόμο που πηγαίναμε, ένα παλιό ταξί σταμάτησε και από το ανοιχτό παράθυρο ο ταξιτζής σε γλώσσα Ελληνοαγγλιστί, μας έπιασε κουβέντα.

Δεν θα ξεχάσω την μορφή του όσα ακόμα χρόνια να περάσουν, την έχω αποτυπωμένη στο νου μου όπως να ήταν χτες. Είχε ένα χρώμα μαύρο με καφέ, μια μίξη χρωμάτων αταίριαστη που με τα ασύμμετρα χαρακτηρίστηκα του προσώπου του, έμοιαζε πολύ άσχημος. Όμως αυτό που δεν ξεχνώ, είναι η αντιπάθεια που εξέπεμπε, με τις σκληρές γραμμές που αυλάκωναν τα χαρακτηριστικά του, και κάτι μάτια σε χρώμα που δεν μπορώ να περιγράψω, αλλά που έμοιαζαν μάτια δηλητηριώδους ερπετού έτοιμο να ορμήξει και απροειδοποίητα να ρίξει το θανατερό δηλητήριο. Μου θύμισε ένα παράξενο φίδι που είχα δει στον μεγάλο ζωολογικό κήπο της χώρας στο προηγούμενο μου ταξίδι. Ένα φίδι με τεράστια κεφαλή που πάνω της βλάσταιναν κέρατα, στηριγμένη σε ένα λεπτό κορμό πολύ δυσανάλογο. Ένα φίδι τρομερό στη θέα, που ως τώρα δεν συνάντησα όσο κι αν έψαξα σε εγκυκλοπαίδεις, αλλά που ακόμα το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Εν πάση περιπτώσει δεν έμοιαζε με φυσικό άνθρωπο, και που τον αντίκρυσα τον αντιπάθησα.

Στην κουβέντα  μας ρώτησε αν θέλαμε διασκέδαση και αν ναι, είχε δικες του γυναίκες είπε, να μας πάρει. Άλλο δεν θέλαμε, και βεβαίως του είπαμε ναι. Μα χρέωσε περισσότερο από το κανονικό, καθώς βρήκε την ευκαιρία. Μας εξήγησε πως όλα απαγορεύονταν αυτή τη μέρα, και αυτός διακινδύνευε διπλά, και γι αυτό ζητούσε περισσότερα χρήματα.

Τον ρωτήσαμε ποιος ήταν ο δεύτερος κίνδυνος, και μας εξήγησε πως αυτή τη μέρα οι πόρνες δεν εργάζονταν, γι αυτό θα μας έπαιρνε στη γυναίκα του και στην κόρη του, και αυτό ήταν ρίσκο,  διότι αν άλλοι το μάθαιναν, θα τον διαπόμπευαν.

Μονομιάς μέσα μου θύμωσα για όσα είπε, γιατί στην πατρίδα μου η οικογένεια ήταν πολύ ιερός θεσμός. Ήμουν έτοιμος να τον διαολοστειλω, αλλά μου λέει ο δόκιμος,

-Εμάς τι μας νοιάζει, δική του οικογένεια είναι, εξ άλλου μπορεί να λέει ψέματα για να δικαιολογήσει τα περισσότερα χρήματα που ζητά.

Και εγώ επιθυμώντας να κάμω το κέφι μου, ασυνείδητα στη σκέψη δέχτηκα την εξήγηση του φίλου μου.

Μπήκαμε στο ταξί και μας πήρε λίγα χιλιόμετρα. Ήταν μια γειτονιά με μικρά σπιτάκια σαν κουτιά φτιαγμένα από λεπτό χαρτόνι, όπως τις παραγκουπολεις που δείχνουν ακόμα οι τηλεοράσεις στις ειδήσεις σε κάποιες υπανάπτυκτες χώρες. Ο άσφαλτος είχε τελειώσει, και οδηγούσε το αυτοκίνητο σε ένα χωμάτινο δρόμο. Ήταν φανερό πως

ήταν μια συνοικία φτωχών κατοίκων. Υπήρχαν στύλοι με ηλεκτρισμό, και από τους μικρούς λαμπτήρες νυκτός που ήταν πάνω καρφωμένοι, βλέπαμε στο θαμπό φως τη φτώχεια και τη μιζέρια της περιοχής. Δρόμοι χωρίς πεζοδρόμια και άσφαλτο, γεμάτοι λακκούβες με στάσιμα νερά. Τα σπίτια ήταν όλα μικρά ενός ή δυο δωματίων, χαμηλά και στραβά, έχοντας μια κλίση στη μια μεριά από τους αέρηδες, καθώς ήταν φτιαγμένα από λεπτά και πρόχειρα υλικά.

Σταματήσαμε σε μια αυλή έξω από ένα χάρτινο σπιτάκι λίγο μεγαλύτερο από τα άλλα, και μας κάλεσε να μπούμε μέσα. Άνοιξε την πρόχειρη πόρτα, και στο χαμηλό φως είδαμε μια γυναίκα να κάθεται σε μια παλιά καρέκλα και με μια κούπα στην ποδιά, έκοβε κάποια χορταρικά. Της μίλησε στη γλώσσα τους, και την είδαμε να τον κοιτάζει σαστισμένη.

Ανησυχία έζωσε εμένα και το φίλο μου, αλλά ο ταξιτζής γύρισε σε μας και μας καθησύχασε. Η γυναίκα μπήκε στην άλλη κάμαρα, και βγήκε βαστάζοντας από το χέρι μια μικρούλα κοπελίτσα ως τα δεκαέξι. Και εμείς μικροί στην ηλικία τότες, δεν δώσαμε σημασία μην τυχών να ήταν ανήλικη. Εξ άλλου την διάλεξε για πάρτη του ο φίλος μου, που κι αυτός είχε ή δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαοκτώ.

Αλλά δώσαμε πολλή σημασία, γιατί οι δυο γυναίκες φαίνονταν φοβισμένες. Σκέφτηκα πως ήταν τρομοκρατημένες και δεν μπορούσαν να αρνηθούν τις προσταγές του αφέντη τους.

Κάτι ακόμα είπε ο σιχαμερός στις δυο γυναίκες, και αυτές μας έγνεψαν να τις ακολουθήσουμε. Βγήκαμε έξω στην αυλή, και μας οδήγησαν σε μια παράμερη κάμαρη. Ήταν ένα μοναδικό δωμάτιο χωρισμένο με μια χαμηλή ψάθα, και στο κάθε μέρος βρισκόταν ένα κρεβάτι. Εγώ και ο φίλος μου σκεφτικοί πλέον, το ίδιο και οι δυο γυναίκες, βρισκόμασταν όλοι σε αμηχανία.

Σε λίγο η μεγαλύτερη γυναίκα έβγαλε τα ρούχα της και τσίτσιδη ξάπλωσε ανάσκελα στο χαμηλό κρεβάτι γνέφοντας μου να πάω κοντά της. Όμως εγώ, δεν ήθελα πλέον σεξ, το θεωρούσα υπό τις συνθήκες μια ευτελή πράξη. Ταυτόχρονα άκουσα από την άλλη μεριά το κοριτσάκι να κλαίει μουγγά.

Είχαμε ακριβώς καταλάβει τι συνέβαινε. Ο αχρείος ταξιτζής τις πουλούσε με το ζόρι και τις υποχρέωνε σε συνουσία με τους πελάτες. Και αυτές τρομοκρατημένες, φοβόντουσαν να αρνηθούν. Κατάλαβα πως η μεγαλύτερη γυναίκα είχε δεχτεί τη μοίρα της, αλλά η μικρούλα ίσως να ήταν η πρώτη της φορά και ήταν τρομοκρατημένη. Τελικά αυτό εξήγησε στον φίλο μου πως συνέβαινε και έκλαιγε από φόβο, και μας παρακάλεσε να την λυπηθούμε και να μην πούμε στον πατριό της πως έκλαιγε.

Ο φίλος μου ο δόκιμος μηχανικός ήταν ένα καλό και ευαίσθητο παιδί, έτσι εύκολα συμφωνήσαμε να μην τις αγγίξουμε, και ούτε να ζητήσουμε πίσω τα χρήματα μας ώστε έτσι να τις προδώσουμε. Τους εξηγήσαμε κουτσά στραβά την πρόθεση μας, και αυτές ανακουφισμένες μας φιλούσαν τα χέρια.

Δεν μετάνιωσα για αυτή μου την πράξη, και ένιωσα ανακούφιση για την απόφαση μας. Ύστερα όμως στο δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμουν πως το καημένο κοριτσάκι γλύτωσε αυτή τη φορά , την επόμενη όμως, ή την μεθεπόμενη τι θα γινόταν;

Ύστερα με τον καιρό όποτε φέρνω στο νου μου το επεισόδιο, είμαι ευχαριστημένος που έτσι συμπεριφέρθηκα. Ήξερα μέσα μου απόλυτα πως έκανα το σωστό, και έλπιζα στην υπόλοιπη μου ζωή μου να συνεχίζα το ίδιο. 

ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Τα λιμάνια παντού στον κόσμο συνήθως  αποτελούν αγορές έρωτος και ναρκοτικών ουσιών, καθώς εκεί ξέμπαρκοι ναύτες μοναχικοί διαβάτες που ψάχνουν καράβι να  μπαρκάρουν, ή πληρώματα πλοίων που δένουν για να ξεφορτώσουν, γυρεύουν θαλπωρή σε μια αγκαλιά σαρκικής απόλαυσης ύστερα από πολυήμερα ταξίδια σε θάλασσες και ωκεανούς. Άλλοτε οι πόρνες μόνες σουλατσάρουν προσπαθώντας να πουλήσουν το κορμί τους, και άλλοτε οι νταβατζήδες πρόθυμοι να ξεναγήσουν τα πληρώματα σε ναούς διασκέδασης και λαγνείας. Λαγνείας και απόλαυσης σαρκικής συνήθως συμβατής και κλασσικής, αλλά και αιρετικής και ανορθόδοξης πέραν των παραδεδομένων αξιών. Παζάρια ναρκωτικών ουσιών και αγοραίου έρωτος σε συχνότητες διασυρμού της αξιοπρέπειας, βαποράκια χωρίς αναστολές, γυναίκες  πόρνες και άνδρες προαγωγοί άθλιοι εκμεταλλευτές χωρίς αιδώ, που έχοντας μόνη έγνοια το κέρδος, ξεπερνούν τα όρια της ηθικής, τη αξιοπρέπειας και της ευτέλειας.

Σε λιμάνια νέες γυναίκες και μικρά κοριτσάκια σε παράταξη περιμένουν πελάτες, ενώ όσοι ναυτικοί δεν γνωρίζουν τα συνήθει ή αναζητούν κάτι περισσότερο, αποτείνονται στους νταβατζήδες και τους εμπόρους για να τους εξυπηρετήσουν.

Ανάλογα με τη αυστηρότητα του νόμου, σε κάθε χώρα και λιμάνι, τα πράγματα είναι διαφορετικά.  

Θυμάμαι μια φορά στο Μπάρι, πριν ακόμα τελειώσει το δέσιμο του πλοίου στο μόλο, κάποιοι ντόπιοι δρασκέλησαν τα ρέλια και εισήλθαν στο πλοίο.

Ότι στην Ιταλία απλοί πολίτες είχαν δικαίωμα να επιβιβάζονται σε ελλιμενισμένα υπό ξένη σημαία πλοία δεν με παραξένεψε, καθώς σε προηγούμενα λιμάνια σε πολλές χώρες το αυτό συνέβαινε, γι αυτό χωρίς να σκεφτώ πονηρά, υπέθεσα πως ήταν τελωνειακοί ή εργάτες του λιμανιού. Με τα λαδωμένα ρούχα της δουλειάς στεκόμουν στην πόρτα που οδηγούσε στο μηχανοστάσιο και έβλεπα το σουλατσάρισμα τους.

Παρακολουθούσα όσα συνέβαιναν μη έχοντας τι να κάνω έως ότου τελειώσει η βάρδια μου. Στέκοντας λίγο μακρύτερα από τα συμβαινούμενα και όλα βλέποντας τα, εύκολα κατάλαβα τα παιχνίδια και τα κοντραπαζα που διαμείβονταν και παίζονταν μεταξύ πληρώματος και επισκεπτών. Συναλλαγές με εμπορεύματα  από άλλες χώρες που συνηθίζαμε να αγοράζουμε και να εμπορευόμαστε εμείς οι ναυτικοί όπως ρολόγια  και υπολογιστές Seiko από την Ιαπωνία, φωτογραφικές ζενίθ από τη Σοβιετική ένωση, και ουσίες από χώρες φθηνές κυρίως της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Θυμάμαι μια φορά στη Νιγηρία, φουντάραμε έξω από το λιμάνι για να ανεφοδιαστούμε καύσιμη υλη για τη μηχανή, οπότε από λάντζες που μας πλεύρισαν, τελωνειακοί αξιωματικοί και απλοί εργάτες μας πρόσφερναν πολύ φτηνά όλων των ειδών τέτοιες ουσίες, με αντάλλαγμα τσιγάρα πολυτελείας, κυρίως Rothmans.

Μέσα σ αυτή την έξαρση της συναλλαγής, έπιασε το μάτι μου έναν ντόπιο νεαρό να συζητά με το καμαροτάκι του πλοίου και ύστερα μαζί να περπατούν και να μπαίνουν  στην καμπίνα του καμαρότου στο βάθος του διαδρόμου. Σκέφτηκα πως θα του έδειχνε κάτι να του πουλήσει, ή ακόμα να τα είχαν βρει μεταξύ τους, γιατί κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του ο διπλανός του, αν είναι ετερόφυλος, ή κάτι άλλο. Το καμαροτάκι έδειχνε ένας νέος σοβαρός και ανδροπρεπής, που δυσκολα ο νους κάποιου θα πήγαινε σε σκέψεις άλλες. Όμως τα μάτια μου είδαν πολλά, τόσα πολλά, που τίποτα δεν θα με ξάφνιαζε. 

Στο χρόνο που ακολούθησε, φάνηκε καθαρά πως άλλα πράγματα έκαναν εντός της καμπίνας, και όχι κοντραπάζα. Δεν ήταν μόνο γιατί έκαναν ώρα πολλή μέσα, ήταν και γιατί μετά τον απόπλου μας ο καμαρότος είχε κολλήσει αρρώστια βαριά από αφροδίσιο νόσημα και μόλις προλάβαμε να τον παραδώσουμε πριν μας πεθάνει στη θάλασσα καθώς πολύ γοργά η ασθένεια άρχισε να τον κατατρώγει και αφόρητα να τον βασανίζει.  

Η ομοφυλοφιλία συνήθως έχει γενετικό υπόβαθρο, που σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές επιρροές κάνει έναν άνθρωπο ομοφυλόφιλο. Δηλαδή οι περισσότεροι τοιούτοι γεννιούνται με προδιάθεση, και δεν πρόκειται για θέμα επιλογής τους αργότερα στη ζωή. Στο απλό κοινό των ανθρώπων αυτό θεωρείται κακό έως και έγκλημα, ενώ για ανοιχτόμυαλους και μορφωμένους, θεωρείται απλά διαφορετική σεξουαλική προτίμηση.

Όμως μελέτες επιστημόνων τονίζουν, πως στις σεξουαλικές αυτές πράξεις χρειάζεται ιδιαίτερη προφύλαξη, καθώς ένεκα της κοινωνικής κατακραυγής που τυγχάνουν οι ομοφυλόφιλοι και στη μυστικότητα που αναγκάζονται να ενεργούν, υποχρεώνονται να αλλάζουν συντρόφους με αποτέλεσμα οι ασθένειες να μεταδίδονται ευκολότερα.

Η ίδια απειλή από μολυσματικές και λοιμώδεις νόσους εγγυμονεί και για τους  ναυτικούς ένεκα του ασυνήθιστου περιβάλλοντος που διαβιούν και των συνθηκών εργασίας που απασχολούνται. Από μελέτες έχει αποδεδειχθεί πως όσοι εξ αυτών ασθενούν και αποβιώνουν, οι περισσότεροι θάνατοι δεν οφείλονται σε ατυχήματα και πνιγμούς όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στις λοιμωδεις ασθένειες και κυρίως τις αφροδίσιες, ιδιαίτερα την παλιά εποχή που δεν ήσαν ιάσιμες Είναι λοιπόν γεγονός αναμφισβήτητο πως οι ναυτικοί κινδυνεύουν από ευρύ φάσμα ασθενειών κυριότερες οι οποίες είναι όσες προέρχονται από το σεξ, καθώς πολλοί δεν παίρνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Πολύ τακτικές ασθένειες που ταλαιπώρησαν κατά τη γνώμη μου όλους τους ναυτικούς είναι οι έρπητες, οι κόντυλοι,  οι ψείρες, η βλεννόρροια. Σίγουρα πολλοί κόλλησαν πιο επικίνδυνες ασθένειες, αλλά επειδή είναι βαριάς μορφής κανείς δεν τις αναφέρει, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες που πολλοί τις συναφέρνουν και τις θεωρούν απλές όπως μια γρίπη ή ένα κρυολόγημα.

Το μικρό καμαροτάκι λοιπόν, κόλλησε σκουλαμέττο. Για μερικές στιγμές σεξουαλικής ηδονής που μάλλον δεν μερήμνησε να λάβει προφυλάξεις, η κακή στιγμή του επέφερε πολλά δεινά, αφόρητο πόνο και ταλαιπωρία. Στη βιά του ίσως, ή στην ανημποριά της πλήρους απόλαυσης, βιάστηκε να παραδοθεί σε σεξουαλικές ορέξεις χωρίς προφύλαξη. Για λίγες στιγμές λάγνες που γρήγορα τέλειωσαν, δεν ενέργησε σωστά, δεν προφύλαξε τον εαυτό του.

Και να τώρα, ύστερα από λίγες μέρες μέσα στον Ινδικό ωκεανό που ταξιδεύαμε, φανερώθηκε η άσχημη αρρώστια. Στην αρχή έκρυψε το πρόβλημα και μας σερβίριζε το φαγητό στην τραπεζαρία κρύβοντας τον πόνο του, χωρίς να δείχνει πώς υπέφερε.

Αλλά όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, η αρρώστια τον κατέτρωγε και τον έφθινε. Φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο του και στις κινήσεις του πως πολύ πονούσε. Στις ερωτήσεις μας απαντούσε πως τον πείραξε ο σπόνδυλος του, γι αυτό και εμείς κατ αρχάς τον συμπονέσαμε και τον βοηθήσαμε με το να σερβιριζόμαστε μόνοι μας.

Ώσπου μια μέρα τον είδα να βγαίνει από την καμπίνα του με ανοιχτά πόδια όπως τον συγκαμμένο και χωρίς να δύναται καθόλου να περπατήσει, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, και σπασμοί στο πρόσωπο του φανέρωναν τον ανείπωτο πόνο του. Τον ρώτησα τι έχει, και αυτός κλαίγοντας μου απάντησε πως κόλλησε νόσημα, πως τον έφαγε και τον τέλειωσε, πως δεν άντεχε άλλο τους αφόρητους πόνους, πως ήθελε να πεθάνει, να γλυτώσει.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο λοστρόμος απέναντι στη άκρη του διαδρόμου, και βλέποντας τη σκηνή, ήρθε κοντά μας. Έμπειρος ναυτικός και παλιά καραβάνα, αμέσως κατάλαβε, και του είπε,

-ρε πούστη, κόλλησες βλεννόρροια στον ποπό;

Και γυρίζοντας σε μένα μου είπε,

-Κύπριε η κατάσταση είναι δύσκολη, τρέχα να φωνάξεις το Γραμματικό. 

Ο δεύτερος πλοίαρχος ή γραμματικός όπως συνήθως τον καλούσαμε ήταν υπεύθυνος για όλα όσα συνέβαιναν στο πλοίο, και έπρεπε να μεριμνά ώστε όλα να γίνονται με το σωστό τρόπο. Φυσικά ήταν υπόλογος στον καπετάνιο που τον ενημέρωνε για όλα και έπαιρνε διαταγές μόνο από αυτόν.  

Στην περίπτωση του καμαρότου αποφάνθηκε πως έπρεπε να περιοριστεί στη καμπίνα του έως ότου πιάσουμε λιμάνι για να πάει στο γιατρό. Η ασθένεια του ήταν κολλητική και δεν έπρεπε καθόλου να κυκλοφορεί ή να εργάζεται, πόσον μάλλον να σερβίρει φαγητό στο πλήρωμα.

Του έδωσε κάποια παυσίπονα λοιπόν, και τον κλείδωσε στην καμπίνα του δίνοντας διαταγή, κανείς να μην του ανοίξει, ούτε να τον επισκεφτεί.

Και ενώ οι μέρες περνούσαν, ο καμαρότος μέσα στην καμπίνα του περιορισμένος σπάραζε από τους πόνους και οι κραυγές του μέρα νύχτα ακούγονταν γοερές, και μας τριβέλιζαν τα αυτια. Ήταν μια κατάσταση που μας τρόμαζε καθώς το κλάμα του ήταν πολύ σπαραχτικό. Ήταν φαίνεται οι πόνοι του αφόρητοι και κάθε ώρα που περνούσε γίνονταν χειρότεροι.

Σκέφτηκα πόσο απάνθρωπο ήταν αυτό που συνέβαινε, και γιατί ο καπετάνιος δεν ειδοποιούσε να έλθει κάποιο ελικόπτερο να τον παραλάβει. Σκέφτηκα μήπως επί σκοπού δεν ειδοποιούσαν γιατί τα κόστα σε τέτοια περίπτωση για την εταιρεία θα ήταν μεγάλα. Σκέφτηκα ακόμα πως ίσως ο Γραμματικός να μην νοιαζόταν για τις ανθρώπινες ζωές και να άφησε τον καημένο ασθενή στο έλεος του και στη μαύρη του μοίρα. Οι σκέψεις μου αυτές ήταν βάσιμες, γιατί σε ένα προηγούμενο μας ταξίδι είδα σε αυτόν κακία και απανθρωπιά να τον κυριαρχεί. Ήταν θυμάμαι καλά όπως να ήταν χτες, ένα περιστατικό που πολύ με στενοχώρησε και με έκανε να τον απαξιώσω ως άνθρωπο. Είχαμε αποπλεύσει από ένα λιμάνι, και ο βοηθός λοστρόμος (Σάκη τον φωνάζαμε καλά θυμάμαι ακόμα) είχε αγοράσει ένα μικρό πιθηκάκι μια σταλιά και όλο χάρη, ένα πολύ ήρεμο, εκπαιδευμένο και συμπαθητικό ζωάκι. Όλοι το αγαπήσαμε, και όλοι παίζαμε μαζί του. Ώσπου μια μέρα ο Γραμματικός, ένας άνθρωπος πετσί και κόκκαλο που το φαγητό δεν το έπιανε ίσως από την μοχθηρία που τον διακατείχε, μόλις ήρθε εις γνώση του το γεγονός, άρπαξε το μικρό ζωάκι, και με δύναμη το έριξε φούντο στη θάλασσα. Ήταν ένα θλιβερό περαστικό που έμεινε ανεξίτηλο γραμμένο στη μνήμη μου καθώς έβλεπα το μικρό ζωάκι να κολυμπά προσπαθώντας να μην πνιγεί. Και το πλοίο έφευγε μακριά αφήνοντας πίσω το καημένο πιθηκάκι, με προδιαγραμμένη την μοίρα του να πνιγεί και να το φαν τα ψάρια. Γνώριζα πως απαγορεύονταν τα ζώα στα πλοία γιατί υπήρχε κίνδυνος να μεταδώσουν ασθένειες μολυσματικές στο πλήρωμα και πως ο γραμματικός ενέργησε βάση των κανονισμών, παρ όλα αυτά, θεώρησα την πράξη του απάνθρωπη.

Οι κραυγές του πόνου και οι κλαυθμοί της απόγνωσης του ασθενούς μας πίκραιναν την καρδιά και μας έθλιβαν, ώσπου ξαφνικά κάποια μέρα σταμάτησαν να ακούονται. Όλοι σκεφτήκαμε το χειρότερο, και με πολλή αγωνία ζητήσαμε ενημέρωση από τον δεύτερο πλοίαρχο. Μας έδωσε μια εξήγηση αληθοφανή, πως τον μετέφερε στο αναρρωτήριο στο πλωριό ντεκ, ώστε να μην επηρεαζόμαστε εμείς το υπόλοιπο πλήρωμα από τις κραυγές του στην απόδοση της εργασίας μας. Δεν πίστεψα πολύ αυτή την εξήγηση, και ακόμα έως τώρα διερωτώμαι αν έτσι είχαν τα πράγματα, ή αν το άμοιρο καμαροτάκι δεν άντεξε τους πόνους και την καταραμένη αρρώστια, αν μέσα σε εκείνο το πλοίο άφησε την τελευταία του πνοή και άν ο γραμματικός με τον στιούαρτ μετέφεραν στο ψυγείο το άψυχο του σώμα μέχρι να πιάσουμε λιμάνι, καθώς όριζαν οι κανονισμοί.

Σε όλους μας πέρασε αυτή η κακή σκέψη, όμως ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχτούμε όσα ο υποπλοίαρχος μας εξήγησε. 

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Τρομακτικές θερμοκρασίες άνω των 50 βαθμών Κελσίου καταγράφονται πολλές φορές σε χώρες της Μέσης Ανατολής, χώρες που τα εδάφη τους σκεπάζονται από την ζεστή άμμο της Ερήμου.Ο καυτός ήλιος και η ασφυκτική ζέστη το καλοκαίρι, κάνουν τη ζωή των κατοίκων αφόρητη και πολύ δύσκολη. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού καλύπτει με ρούχα το σώμα του καθόλη τη διάρκεια της μέρας φορώντας λευκές κελεμπίες, καθώς το άσπρο χρώμα διώχνει τη θερμότητα.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χωρών καλύπτεται από την έρημο Σαχάρα και είναι περιοχές αραιοκατοικημένες από ανθρώπους. Συχνά μόνο λίγα άγρια ζώα αλλά και μερικά φυτά που αντέχουν στην ξηρασία αποτελούν τους μόνους κατοίκους.

Παλιότερα στα Αρχαία χρόνια, στην έρημο της Σαχάρα υπήρχε αρκετό νερό που σχημάτιζε μεγάλα ποτάμια που κατά μήκος τους υπήρχε πολλή βλάστηση και ζωή, αλλά στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν, οι κλιματικές αλλαγές και οι μεγάλοι σεισμοί τα άλλαξαν όλα.

Σήμερα, λένε οι επιστήμονες, πως όλα τα ποτάμια που κυλούσαν  πάνω σ’ αυτή τη γη, πήραν καθίζηση και τώρα κυλούν υπόγεια, κάτω στα έγκατα της χωρίς να μπορεί ο άνθρωπος να τα εκμεταλλευτεί, καθώς είναι πολύ βαθιά και ασύμφορη η εκμετάλλευση τους.

Ως μέρος αυτής της περιοχής, η Σαουδική Αραβία είναι χώρα που μόλις φτάσει κάποιος νιώθει αμέσως μια αίσθηση άλλη. Μια αίσθηση διαφορετική, επικίνδυνη και θανατερή όπως την επικίνδυνη έρημο που την περιβάλει, καθώς σ αυτή τη χώρα πολύ εύκολα εφαρμόζεται η θανατική ποινή επί των ανθρώπων ντόπιων και ξένων.

Στις πλατείες τις καθημερινές μέρες περπατά ο κόσμος αμέριμνος και τα παιδιά παίζουν μπάλα και άλλα παιχνίδια, αλλά τις Παρασκευές γίνονται εκτελέσεις ανθρώπων δια αποκεφαλισμού, για εγκλήματα κατοχής ναρκωτικών ή ληστειών, αλλά κυριότερα για περιφρόνηση της θρησκείας, αφού έχουν πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα καθώς η χώρα είναι το λίκνο του Μουσουλμανισμού και η πατρίδα του προφήτη Μωάμεθ. Είναι αδικήματα που επισύρουν την ποινή του θανάτου δια αποκεφαλισμού σε δημόσιους χώρους για παραδειγματισμό.

Εκείνους τους καιρούς πριν το 1980, η ζωή για τους ντόπιους κατοίκους και τους ξένους επισκέπτες ήταν πολύ δύσκολη και καταπιεστική από τις Αρχές της χώρας, με εξαίρεση τους  ναυτικούς που εργάζονταν σε Ελληνικά βαπόρια καθώς οι Σαουδάραβες είχαν σε πολλή εκτίμηση τους Έλληνες. Υπήρχε βαθιά εκτίμηση σε ότι Ελληνικό, και ένας απεριόριστος σεβασμός για τη φυλή των Ελλήνων. Αυτό πρόσεξα και εισέπραξα από τους ντόπιους κατοίκους από το πρώτο μου κιόλας ταξίδι, αυτό μου εξήγησαν επίσης πως συνέβαινε οι παλαιότεροι ναυτικοί που ήξεραν καλύτερα. Σκέφτηκα πως ίσως μας θαύμασαν και μας εκτίμησαν ως Ελληνικό λαό, ένεκα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που κατέκτησε τη χώρα τους και τους εμφύτευσε το Ελληνικό πνεύμα.

Στη Σαουδική Αραβία οι κάτοικοι ασχολούνται με την παραγωγή και καλλιέργεια μαργαριταριών, καθώς και με την επεγεργασία φοινίκων, αφού ως έρημος χώρα, στο έδαφος της ευδοκιμούν πολύ τα φοινικόδεντρα. Ασχολούνται όμως, κυρίως με την εξόρυξη πετρελαίου που υπάρχει απεριόριστο και το οποίο εξάγουν στον υπόλοιπο κόσμο. Στο μεγάλο λιμάνι της πόλεως Νταμάμ που ευρίσκεται στο κέντρο του Περσικού κόλπου, υπάρχουν  εγκατεστημένα μεγάλα Τέρμιναλς εξαγωγής πετρελαίου. Τεράστιες

σιδερένιες κατασκευές που εισχωρούν σε βάθος στη θάλασσα, αποτελούν μεγάλους τεχνητούς βραχίονες, όπου δένουν τα πλοία για να φορτώσουν το πολύτιμο υγρό. Σε ένα από αυτά τα ντοκ έδεσε το πλοίο μας για να φορτώσουμε μαζούτ.

Ερχόμασταν από την Ιαπωνία. Ταξιδεύσαμε στο Ναγκασάκι ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια στο νησί Κιουσού, της παλιάς πόλης των Σογκούν και των Σαμουράι.

Μεταφέραμε εκεί ένα φορτίου μαζούτ, και αφού γρήγορα ξεφορτώσαμε, γρήγορα αναχωρήσαμε για τον Περσικό κόλπο. Πλέοντας τον Ινδικό ωκεανό φτάσαμε στον κόλπο του Ομμάν, το βορειοδυτικό τμήμα της Αραβικής χερσονήσου που ενώνεται μαζί του μέσω των στενών Ορμούζ.

Ο Περσικός ή Αραβικός Κόλπος, είναι σημαντικός για την παγκόσμια οικονομία καθώς τεράστια φορτία πετρελαίου μεταφέρονται από εκεί. Ενώνει την Αραβία με τον Ινδικό ωκεανό, και γεωγραφεί τα παράλια των ακτών του δυτικού Ομάν, του Κατάρ, του Μπαχρέιν, της Σαουδικής Αραβίας, των Αραβικών εμιράτων, και μέρους του Ιράκ και της Περσίας.

Η κίνηση των πλοίων στα στενά ήταν αυξημένη εκείνο τον καιρό, γι αυτό πλέαμε με προσοχή και αργή ταχύτητα.

Η θάλασσα ήταν γαλήνια και ακίνητη, σε ένα χρώμα θολό και άσπρo, ίδιο με της ερήμου. Ο καιρός είχε αλλάξει, η πελαγίσια δροσιά σιγά χανόταν, και μια ζεστή αύρα στεριανή φυσούσε στον αέρα που όσο πλέαμε γινόταν εντονότερη. Ο αέρας που φυσούσε αργά, κουβαλούσε μαζί του τις ψηλές θερμοκρασίες από τα βάθη της ερήμου της Σαχάρας, δημιουργώντας μια θολή άχνα στην ατμόσφαιρα.

Σε λίγη ώρα νιώσαμε τον καιρό να εχει αλλάξει τελείως και να έχει γίνει αφόρητα θερμός και ανυπόφορος.

Ήταν ένας ξηρός και καυτός αέρας που ερχόταν από τη μεγάλη έρημο που στο πέρασμα του γέμιζε την ατμόσφαιρα άμμο και σκόνη.

Ήταν ένας σιρόκος καυτερός και επικίνδυνος όπως το Λίβα που καίει τα σπαρτά, ίδιος και αυτός που όταν φυσά, προκαλεί καταστροφές.

Ήταν ο Σορόκος ένας άνεμος που πνέει από νοτιοανατολικές διευθύνσεις, που ξεκινώντας συνήθως από τη Σαχάρα διασχίζει τη  Βόρεια Αφρική, διέρχεται της Μεσογείου όπου γίνεται υγρός, και τοιουτοτορόπως προκαλεί βροχές και ομίχλες. Κινείται με ταχύτητα 55 κόμβων, και το φύσημα του διαρκεί από μισή μέρα έως και αρκετές.

Από το φινιστρίνι παρακολουθούσα τους ναύτες να καλάρουν τους κάβους φορώντας χοντρά γάντια στα χέρια για να μην καίγονται αφού όλο το κατάστρωμα είχε θερμανθεί σε μέγιστο βαθμό από τον καυτό σορόκο. Η καμπίνα μου ήταν ψηλά τοποθετημένη, και έχοντας πανοραμική θέα, παρακολούθησα το πλοίο υπό την καθοδήγηση του πιλότου να πλευρίζει και να δένει στην προκυμαία. Έβλεπα τους εργάτες να περνούν τα λασκαρισμένα παλαμάρια στις δέστρες, και τους ναύτες στο βαρούλκο να τα καργάρουν ώσπου σιγά και σταθερά, το πλοίο να κολλά στο ντόκο δεμένο σφικτά και ασφαλισμένο.

Αφού δέσαμε στο μεγάλο βραχίονα, η ματιά μου γύρισε προς τη στεριά και είδα λίγο μακρύτερα μια έρημη γη χωρίς σπίτια και υποδομές, εκτός από ένα ίσιο και πλατύ δρόμο μαύρο σαν φίδι που άρχιζε από την ακτή και χανόταν στο βάθος της ερήμου.

Κοιτώνες, αποθήκες, γραφεία, και εγκαταστάσεις μηχανημάτων και αντλιών για το πετρέλαιο, ήσαν κατασκευασμένες πάνω στις τεχνητές μεγάλες εξέδρες και στους βραχίονες που τις πλαισίωναν και μαζί αποτελούσαν ένα τεράστιο πλωτό τεχνητό λιμάνι που το συγκρατούσαν βαρίδια και άγκυρες ακίνητο πάνω στη θάλασσα. Ήταν μια τεράστια πλωτή εξέδρα με όλες τις υποδομές και εγκαταστάσεις μιας λιλιπούτειας πόλεως, με ελικοδρόμιο και τεράστια μηχανήματα εξόρυξης και άντλησης πετρελαίου.

Στη συνέχεια του βραχίονα που είχαμε δέσει, λίγο μακρύτερα μερικές εκατοντάδες μέτρα, είδα δεμένο ένα πλοίο τάνκερ με μεγάλη βύθιση στο νερό, σημάδι πως σχεδόν είχε φορτώσει. Πάνω στη τσιμινιέρα ήταν το σήμα της ιδιοκτήτριας εταιρείας κάποιου Έλληνα εφοπλιστή, σημάδι πως το περισσότερο πλήρωμα αποτελείτω από Έλληνες. Σκέφτηκα αμέσως μήπως υπήρχε και κάποιος Κύπριος. Απουσίαζα πολύ καιρό από την Κυπρο, και είχα επιθυμήσει να μάθω νέα και ειδήσεις για τον τόπο μου. Ήταν μια περίοδος μετά το 1974 και την Τούρκικη εισβολή, και είχα ανησυχία πώς να περνούσε ο κόσμος στη μοιρασμένη μου πατρίδα. Σκέφτηκα ακόμα, μήπως συναντήσω κάποιο χωριανό μου. Από τη Χλώρακα το μικρό χωριό μου, λίγο καιρό νωρίτερα από μένα, είχαν φύγει για τα καράβια δυο νεαροί χωριανοί μου. Έφυγε πρώτα ο Πασχαλάκης ο Φουαρτάς, και λίγο αργότερα ο Γιαννάκης ο Πολεμίτης που πήγε να τον συναντήσει. Ήταν και οι δυο

μεγαλύτεροι μου και σκέφτηκα πως, εφόσον αυτοί δεν φοβήθηκαν τη ξενιτιά, εγώ γιατι να τη φοβηθώ; Έτσι με αυτούς ως παράδειγμα, πήρα τη μεγάλη απόφαση και μπαρκάρησα. Έφυγα από τον τόπο μου, και τώρα νάμαι εδώ, στη μακρινή γη να στέκω στο ψηλό κατάστρωμα του πλοίου και να φαντάζομαι μήπως στο άλλο πλοίο συναντήσω τους χωριανούς μου.

Κούνησα το κεφάλι πέρα δώθε για να ξεφύγω από τους νοσταλγικούς μου στοχασμούς. Αν ήταν δυνατό… ξανασκέφτηκα, μέσα σ’ ολόκληρο τον κόσμο μόνο γιατι το είχα επιθυμήσει, να συναντούσα κάποιον από το χωριό μου. Στη γη ζουν περίπου επτά δισεκατομμύρία άνθρωποι, και εγώ καταγόμουν από ένα μικρό χωριό μόλις χιλίων πεντακοσίων κατοίκων. Ένα πολύ φτωχό μέρος για να μπορέσει εκείνους τους δύσκολους καιρούς κάποιος εύκολα να βρει εργασία, ότι εργασία. Γι αυτό καποιοι νέοι που τολμούσαν, ξενιτεύονταν, πήγαιναν πολύ μακριά από τον τόπο τους με μια ελπίδα, για ένα καλύτερο αύριο. Ο Πασχαλάκης και ο Γιαννάκης σκέφτηκαν να φύγουν στα καράβια, και όταν με το καλό θάπιαναν Αμερικάνικο λιμάνι, να το έσκαγαν εκεί. Σε κείνη την πλούσια χώρα της δύσης που όπως έγραφαν οι εφημερίδες και έδειχναν οι ταινίες στα σινεμά, ήταν χώρα της επαγγελίας, πλούσια και με πολλές ευκαιρίες.

Με αυτό το όνειρο ο Πασχαλάκης αποφάσισε να ξενιτευτεί, με αυτές τις σκέψεις τον ακολούθησε ο φίλος του. Το ίδιο μετά από καιρό, ίσως δυο χρόνια και περισσότερο, έκαμα και εγώ.

Έφυγαν λοιπόν, και κανείς δεν είχε νέα τους. Ούτε φίλοι, ούτε συγγενείς γνώριζαν για τη τύχη τους. Σκέφτηκα πως ήδη θα είχαν εγκατασταθεί στη ξένη χώρα, σίγουρα ύστερα από τόσο καιρό θα είχαν βρει κάποιο τρόπο να τα καταφέρουν. Κάπου θα ήσαν βολεμένοι και θα έπλεναν πιάτα σε κάποιο εστιατόριο. Μια δουλειά δύσκολη που κανείς δεν αγαπούσε, αλλά που είχε ζήτηση καθώς ήταν εξευτελιστική για άντρες, και γι αυτό το λόγο ήταν για όλους πάντα προσωρινή, ένα ξεκίνημα, ώσπου να τους δινόταν κάποια ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Όσοι ξενιτεύονταν σε ξένους τόπους για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον, η Αμερική ήταν ελκυστικός προορισμός και μεγάλης προτίμησης, καθώς ήταν πλούσια χώρα. Γι αυτό οι δυο φίλοι σκέφτηκαν ότι εκεί θα πήγαιναν, και εκεί ίσως εύρισκαν μια ευκαιρία να πιάσουν την καλή, έτσι είχαν σκεφτεί και ονειρευτεί.    

Ο νόστος γεννήθηκε στους ταξιδευτές του κόσμου που έφυγαν από τις φτωχές πατρίδες τους για μια καλύτερη μοίρα. Ποτίστηκε και θέριεψε με τον ιδρώτα και το αίμα τους ως αντιστάθμισμα για λίγη ελπίδα στη ζωή, για ψωμί και εργασία.

Σε μένα γεννήθηκε και ρίζωσε όταν ξεκίνησα το μεγάλο μου θαλασσινό ταξίδι και το σεριάσνιμα στον κόσμο, έχοντας ελπίδα στην καρδιά για ένα καλύτερο μέλλον.

Έτρεχαν οι σκέψεις μου, οι θύμισες με πήγαιναν στο χωριό μου, και μια θλίψη με κυρίευσε καθώς είχα πολύ καιρό να επικοινωνήσω με τους δικούς μου ανθρώπους. Είχα ξενιτευτεί με μόνο λόγο την εξεύρεση εργασίας, και τώρα μέσα στην ερημιά της Αραβίας με έπιασε μια αφόρητη επιθυμία για ότι είχα αφήσει πίσω μου. Μια μεγάλη νοσταλγία που πονούσε σαν κοφτερή μαχαιριά, που μόνο όσοι έχουν ξενιτευτεί γνωρίζουν. Μια νοσταλγία για τους αγαπημένους τόπους και ανθρώπους, φίλους, αδέρφια και συγγενείς, ένας νόστος πικρός και οδυνηρός.

Με θολωμένο το μυαλό από τις μνήμες, κατέβηκα στο κατάστρωμα και τα βήματα μου με οδήγησαν στην πλώρη του πλοίου, στο ακρινό μέρος που γειτόνευε κοντύτερα με το πλοίο που ήταν δεμένο μπροστά, λίγο πιο πέρα.

Σήκωσα το χέρι αντήλιο κι’ αγνάντεψα με προσοχή παρατηρώντας στην κουβέρτα, προσπαθώντας να διακρίνω ανθρώπους να κινούνται. Η άχνη στην ατμόσφαιρα κυμάτιζε από τις ψηλές θερμοκρασίες και μου περιόριζε την όραση. Προσεχτικά κοιτώντας, σε λίγο ξεχώρισα ένα ναύτη σκυφτό δίπλα στο κατάρτι με τον καυτό ήλιο να τον χτυπα ανελεητα, να ματσακονίζει με δύναμη τη σκουριά, ενώ ταυτόχρονα στα αφτιά μου έφτανε δυνατός ο ήχος του χάλκινου ματσακονιού που χτυπούσε πάνω στις χοντρές λαμαρίνες του καταστρώματος. Κάθε λίγο σταματούσε και με ένα κομμάτι ρούχο που κρατούσε στο άλλο χέρι, σκούπιζε τον ιδρώτα που κυλούσε ασταμάτητα στο γυμνό κορμί του. Ήταν μεγάλη η ζέστη, και ο σιρόκος που φυσούσε ελαφριά, έκανε την θερμοκρασία ανυπόφορη και αβάσταχτη. Όμως ο ναύτης συνέχιζε να χτυπά, ήταν σκληροτράχηλος και είχε μεγάλες αντοχές, καθώς οι ναυτικοί για μήνες και χρόνια κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες σε ζέστη και σε κρύο, σκληραγωγούνται και μαθαίνουν να υπομένουν και να επιμένουν στα δύσκολα, έχοντας εκ της φύσεως του επαγγέλματος τους να αντιπαλέψουν με τα άγρια στοιχεία της φύσης και της θάλασσας.…

Η πλώρη κάτω από τα πόδια μου ήταν απέραντα ψηλή, πολλά μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί το πλοίο είχε ξεσαβουρώσει και ήταν έτοιμο να φορτώσει αργό πετρέλαιο. Η θάλασσα ακίνητη σαν καθρέφτης γιάλλιζε και αντανακλούσε τον ήλιο προς τα πάνω, ενώ μέσα στα νερά της, τα ψάρια φαίνονταν ολοκάθαρα να πλέουν γύρω στις λαμαρίνες του πλοίου ψάχνοντας τροφή.

Γύρισα προς την πρύμη, και περπάτησα ως τη μέση του πλοίου όπου εκεί οι ναύτες είχαν κρεμάσει μια ανεμόσκαλα. Έβαλα το πόδι μου στο πρώτο σκαλοπάτι και κρεμάστηκα πάνω της. Με πολλή προσοχή κατέβηκα από το πλοίο. Η ζέστη ήταν αφόρητη και λογικά θα έπρεπε να έμενα στην καμπίνα μου ή στην καφετερία, αλλά αποφάσισα να πάω ως πέρα στο άλλο πλοίο, να πω ένα για στον ναύτη που ματσαγγόνιζε με μανία τις λαμαρίνες.

Χωρίς ιδιαίτερο λογο, ένα συναίσθημα ανεξήγητο με παρότρυνε να πάω να τον χαιρετήσω. Ήταν ένα προαίσθημα ασυνήθιστο που με ωθούσε και με έσπρωχνε να το κάμω. Έτσι ασυναίσθητα τα βήματα μου με οδήγηύσαν εκεί, όπως μέσα μου κάτι μου φώναζε να πάω εκεί.

Πήγα λοιπόν εκεί που δούλευε ο ναύτης, και δρασκελίζοντας τα χαμηλά ρέλια, ανέβηκα στην κουβέρτα. Προχώρησα προς το μέρος του και τον χαιρέτησα με δυνατή φωνή για να επισκιάσω το θόρυβο του ματσκονιού, και να με ακούσει. Ξαφνιασμένος από τη δύναμη της φωνής μου γύρισε απότομα προς το μέρος μου. Αυτό που είδα με ξάφνιασε, δεν ήθελα να το πιστέψω. Το ίδιο ξαφνιάστηκε κι’ αυτός που με είδε…, ήταν ο Πασχαλάκης…

Είναι λοιπόν η ζωή του ναυτικού όλο εκπλήξεις, αφόρητη και αδυσώπητη, είναι ακόμα σκληρή, γεμάτη κινδύνους και νοσταλγία για τον τόπο του και τους ανθρώπους που άφησε πίσω του.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΜΑ

Εκείνη τη μέρα ήταν ξημερώματα και στεκόμουν στη πρύμνη ύστερα από τη νυχτερινή μου βάρδια. Συνήθιζα αυτές τις ώρες που ξημέρωνε και όλο το πλοίο κοιμόταν εξόν από τους βαρδιάνους, να βγαίνω στην πρύμη. Έστεκα κάτω από τα αστέρια που έσβηναν και μες το χάραμα που ερχόταν, ένιωθα στα πόδια μου το πλοίο να τρέμει και να τρίζει από την αντίσταση που εύρισκε ο έλικας μέσα στα νερά. Άκουα το τιμονάκι κάτω στα ύφαλα του πλοίου στην ίσαλη γραμμή να αγκομαχά και χωρίς αναπαμό να επαναφέρνει το πλοίο στη σωστή πορεία. Ένιωθα και αισθανόμουν κάτω από τα πόδια μου τη μεγαλη δύναμη του πλοίου και την πάλη που έδινε με τη θάλασσα για να την σπρώχνει και να μπορεί να πλέει. Ακουμπώντας στα ρέλια και παρακολουθώντας τα άσπρα αναταραγμένα νερά από τον έλικα του πλοίου, άφηνα το μυαλό μου να ημερεύει με τα στοιχεία της φύσης και να ταξιδεύει στο γκρίζο μισοσκόταδο και να με πηγαίνει όπου ήθελε. Εκείνη τη μέρα, εκείνη την ωρα, -ίσως από σύμπτωση-, σκεφτόμουν τη μεγάλη δύναμη της θάλασσας και όσα ανεξήγητα έκρυβε στα σκοτεινά άγνωστα βαθιά νερά της, ώσπου ξάφνου, χωρίς να είμαι σίγουρος για ότι άρχισε να συμβαίνει, μου φάνηκε ότι ένιωσα την βαρύτητα της ατμόσφαιρας να αλλάζει και το πλοίο με τη θάλασσα να παίρνει καθίζηση και να πηγαίνει προς τα κάτω, όπως τη στάθμη μιας λίμνης που κατεβαίνει απότομα χωρίς όμως να σχηματίζει δύνη. Κοίταξα ξαφνιασμένος αλαφιασμένα ένα γύρο τη θάλασσα και μου φάνηκε ότι το πλοίο ήταν στον πάτο της βάσης ενός τεράστιου κύματος, ενώ η κορφή του πέρα μακριά ήταν απέραντα ψηλή, όπως ένα λαγκάδι ανάμεσα σε βουνά, όλα υδάτινα και το πλοίο να πλέει στη χαμηλότερη επιφάνεια των νερών.

Ήταν ένας κίνδυνος πρωτοφανής και τόσο ασύλληπτα αληθινός, που το μυαλό μου αρνήθηκε να τον πιστέψει στην αρχή, και σαν σε ονειρική κατάσταση παρακολούθησα το φαινόμενο να εξελίσσεται σαν θεατής. Έβλεπα την κορφή του κύματος να αγγίζει τον ουρανό έτοιμο να γύρει και να μας σκεπάσει, και το πλοίο να είναι παιχνιδάκι μικρό στη σκιά του. Και ύστερα έμοιαζε η θάλασσα βουνό θεόρατο, και εμείς πλέαμε στην ανηφορική πλαγιά του ώσπου φτάσαμε στην κορφή, και ύστερα πήραμε την κατηφόρα και κατεβήκαμε και βρεθήκαμε σε μια γαλήνια θάλασσα ενώ το μεγάλο κύμα έφευγε μακριά μας.

Ήταν ένα κύμα θεόρατο, κάτι που δεν είχα συναντήσει πριν στα ταξίδια μου. Ένα τεράστιο τείχος από νερό, ένα γιγάντιο κύμα με ύψος περισσότερο απο τριάντα μέτρα, μπορεί και εκατό, που εμφανίστηκε από το πουθενά.

Και όταν όλα τέλειωσαν, δεν ήμουν σίγουρος αν ότι συνέβη ήταν αληθινό. Τσίμπησα το χέρι μου ώσπου πόνεσα, αλλά το τεράστιο κύμα πέρα μακριά που έφευγε ήταν πραγματικό, το έβλεπα που συνέχιζε την πορεία του τεράστιο σε μέγεθος και φοβερό. Ήταν πραγματικότητα, ήταν ένα γιγαντιαίο κύμα που μας συνάντησε και προσπέρασε χωρίς να μας βουλιάξει.

Στις απέραντες ώρες της βάρδιας κάτω στη μηχανή, εμείς οι ναυτικοί λέγαμε ιστορίες κυρίως θαλασσινές. Κάποτε ένας γέρο θερμαστής μου είπε ότι άκουσε για ένα γιγάντιο κύμα  που χτύπησε ένα πλοίο στη Μοζαμβίκη, το ανύψωσε σε ένα υδάτινο βουνό και ύστερα το βύθισε στο θαλάσσιο βάραθρο που ακολούθησε. Όμως μου εξήγησε ότι σίγουρα ήταν μύθος, τέτοια κύματα δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει η Γοργόνα η αδερφή του Μέγα Αλέξανδρου. Προσπάθησα να μάθω ρωτώντας παλιούς ναυτικούς και ψάχνοντας σε βιβλιογραφία γι αυτό το γιγάντιο κύμα, αλλά ότι έμαθα ήταν θεωρίες που δεν έπειθαν, γιατί από συνηθισμένο σεισμό δεν μπορούσε να προκληθεί αναταραχή στα νερά της θάλασσας σε τόση μεγαλη εκταση, ούτε τσουνάμι ήταν, διότι πουθενά στον κοσμο εκείνη την ημέρα δεν είχε καταγραφεί σεισμική δόνηση.

Στεκόμουν στην άκρη του πλοίου και έβλεπα το κύμα να φεύγει ενώ κανένας πανικός δεν με είχε κυριέψει ακόμα, γιατί ο νους μου δεν είχε συνειδητοποιήσει τον μεγάλο κίνδυνο που μας συνάντησε και μας προσπέρασε. Ο ήλιος ψήλωνε και σιγά σιγά ανέβαινε στον ουρανό, ενώ σε όλο τον ορίζοντα δεν υπήρχε άλλο πλεούμενο, ίσως να τα κάταπιε όλα το μεγάλο κύμα, μου πέρασε από το νου. Ο ελαφρύς και δροσερός άνεμος της νυχτερινής αύρας σταμάτησε, τον πήρε μαζί του το κύμα και άφησε στην ατμόσφαιρα μια νεκρή απανεμιά που στη βαθιά σιωπή της στεκόμουν ακίνητος αρχίζοντας να συνειδητοποιώ σιγά σιγά το παράξενο παρα φυσικό φαινόμενο που είχε συμβεί. 

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ EUGENIE

ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ ΣΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ

Τα ένστικτα είναι τάσεις και ορμές των ανθρώπων για συγκεκριμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Προϋπάρχουν της μνήμης και της μάθησης, και είναι εγγενή χαρακτηριστικά του βιολογικού είδους. Είναι εκ γενέσεως υποσυνείδητες διαταραχές του εγκεφάλου, που μέσω των νευρώνων κυριαρχούν και καθορίζουν τις διάφορες ανθρώπινες συμπεριφορές για την αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων.

Όσα πάθη λοιπόν καλά ή κακά, είναι αποτέλεσμα των αρχέγονων ενστίκτων που κυριαρχούν στους βιολογικούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα να μετατρέπουν την αντίδραση σε δράση.

Δυστυχώς πολλές φορές πολλοί άνθρωποι ορμώμενοι και καθοδηγούμενοι κυρίως από τα ζωώδη ένστικτα τους, συμπεριφέρονται με βλαπτικό τρόπο στους άλλους όχι μόνο χωρίς να αισχύνονται, αλλά με πλήρη επίγνωση ότι θα προκαλέσουν πόνο και βλάβη. Απλά γιατί νιώθουν μια αρρωστημένη ευχαρίστηση την οποίαν με αγαλλίαση απολαμβάνουν. Είναι άνθρωποι κακοί και βαριεστημένοι που δεν έχουν κάτι ενδιαφέρον να κάμουν, είναι ακόμα που θέλουν να σπάζουν πλάκα με τον ανθρώπινο πόνο. Για τους δικούς τους ιδιαίτερους λόγους, όλοι ορμώμενοι από τα κακά ένστικτα που τους διακατέχουν, αρέσκονται να απολαμβάνουν την ανθρώπινη δυστυχία.

Τέτοια δυσάρεστα γεγονότα συνάντησα κατ’ αρχάς στο στρατό, όπου οι παλαιότεροι στρατιώτες καταπίεζαν τους νεότερους εξασκώντας τους τεράστιο bulling, το ίδιο ακριβώς συνάντησα πάνω σε ποντοπόρα πλοία που ήμουν ναυτολογημένος στην εποχή της νεότης μου. Άνθρωποι μονάχοι στη μοναξιά των ατέλειωτων ταξιδιών τους στους απέραντους ωκεανούς που θέλοντας να την ξεπεράσουν, σκαρφίζονταν και δημιουργούσαν καταστάσεις, υπόσκαπταν τους πρωτόμπαρκους, ακόμα και όσους αδύνατοι φάνταζαν εκ της όψεως και της συμπεριφοράς τους με τρόπο που ανάγκαζαν κάποιες ομάδες αλλοδαπών ναυτικών, μετά την εργασία τους να απομονώνονται και να κλείνονται ερμητικά στις καμπίνες τους.

Ήμουν μπαρκαρισμένος στο πλοίο «Ευγενία» κάποιους μήνες. Φορτώναμε από τη Ραστανούρα της Σαουδικής Αραβίας και ταξιδεύαμε κυρίως προς Ευρωπαϊκές χώρες. Το ταξίδι διαρκούσε πολύ καιρό, καθώς η διώρυγα του Σουέζ ήταν κλειστή, και κάναμε το γύρο ολόκληρης της Αφρικής για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Θυμάμαι, χρειαζόμασταν περίπου ένα μήνα για να διαπλεύσουμε τον ινδικό και τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.

Δεν ήταν μόνο το καθεαυτό ταξίδι που μας ανάγκαζε για αρκετό καιρό να έχουμε μόνη συντροφιά τη θάλασσα και τον ουρανό, αλλά και το ταξίδι προς τη Ραστανούρα και τανά πάλε, καθώς στο λιμάνι φορτώσεως μέναμε ράδα μέχρι και πολλές μέρες, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στη στεριά.

Ήταν ατελείωτες οι ώρες λοιπόν της ναυτικής μας μοναξιάς, γι αυτό ο κάθε ναυτικός έψαχνε τρόπους να την διασκεδάσει, τρόπους να αισθανθεί ευχαρίστηση, οποιουσδήποτε τρόπους καμιά φορά. Άλλοι δουλεύοντας υπερωρίες, άλλοι διαβάζοντας και άλλοι γράφοντας. Πολλοί ακόμα ξεχνιόντουσαν στη παραζάλη και στη μέθη του ποτού, και άλλοι χρησιμοποιούσαν ουσίες που τους έκαναν να αισθάνονται κοντά στο Θεό, ουσίες ναρκωτικές ακόμα και χημικές που διατάρασσαν τη δομή του εγκεφάλου τους, νιώθοντας τοιουτοτρόπως  υπερδιέγερση και ευχαρίστηση. 

Δυστυχώς όμως καμιά φορά κάποιοι για αυτή τους την ευχαρίστηση, με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο καθώς ίσως έχοντας κάποια αρρωστημένη ψυχική διαταραχή, σκέφτονταν και δημιουργούσαν ίντριγκες και συνωμοσίες. Σχεδίαζαν πλάνα εξαπάτησης και δημιουργούσαν εις βάρος συναδέλφων τους καταστάσεις επικίνδυνες, με μόνο λόγο να παρακολουθούν τις συνέπειες και να διασκεδάζουν τη βαρετή μοναξιά τους. 

Υπό αυτές τις συνθήκες να συμβαίνουν στο συγκεκριμένο πλοίο, μια φορά σε ένα μακρινό ταξίδι δύο και πλέον μηνών, ο Πόμαν του πλοίου που δεν είχε δουλειά να κάμει καθώς η εργασία του ήταν κυρίως όταν πιάναμε λιμάνι, οργάνωσε ένα ολόκληρο σχέδιο ύπουλης δράσης εις βάρος μου, και με πονηρές ενέργειες προσπάθησε να το θέσει σε εφαρμογή.

Πόμαν ή Pumpman σε ναυτικούς όρους, καλείται ο Αντλιωρός, δηλαδή ο υπεύθυνος της αντλήσεως του πετρελαίου από τις δεξαμενές του πλοίου προς άλλους αποθηκευτικούς ή μεταφορικούς χώρους.

Επιβλέπει στη καλή λειτουργία του συστήματος, και είναι μόνος υπεύθυνος για την καλή λειτουργία των σωληνώσεων, των φίλτρων, και των βάλβς τα οποία επιτρέπουν την άντληση από τις ανάλογες δεξαμενές, καθώς επίσης υπεύθυνος για εξαρτήματα και μηχανήματα καταστρώματος που συνδέονται άμεσα με τη μεταφορά του υγρού φορτίου. Καθ΄ολη τη διάρκεια του ταξιδιού, η μόνη του απασχόληση είναι η παρακολούθηση των δεξαμενών και η διατήρηση κανονικής θερμοκρασίας του υγρού φορτίου ώστε να μη πήζει, για να είναι έτοιμο προς άντληση στο επόμενο λιμάνι. Σε τέτοια περίπτωση ζητά από το μηχανοστάσιο τη διοχέτευση ατμού τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί για διάφορες άλλες εργασίες και μηχανήματα που αφορούν τις δεξαμενές του πλοίου. Όταν όμως το πλοίο πιάσει λιμάνι, είναι επί ποδός όλες όσες ώρες ή και μερόνυχτα χρειαστούν για την ολοκλήρωση της ομαλής εκφόρτωσης και ακολούθως του σαβουρώματος των δεξαμενών.

Απαιτεί μεγάλες αντοχές τις ώρες φορτώσεως καιν εκφορτώσεως, αλλά επίσης απαιτεί μεγάλες αντοχές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού καθώς άπραγος υπομένει τη μεγάλη μοναξιά της μή πλήρους απασχόλησης καθώς δεν έχει σπουδαίες εργασίες να διεκπεραιώσει.

Ο Πόμαν είχε διπλάσια ηλικία από εμένα, και έδειχνε σοβαρός και βαρύς, λιγόλογος και μετριοπαθής. Όλο το πλήρωμα του έδειχνε σεβασμό, ακόμη και οι ανώτεροι καπετάνιος και δεύτερος, κατά τις προσταγές σ’ αυτόν, ήσαν ευγενικοί. Μιλούσε σεπτά, μεστά, τεκμηριωμένα, και με μια ευγένεια άξια τιμής. Ήταν με λίγα λόγια άνθρωπος με κύρος και προσωπικότητα.

Τον σεβόμουν και τον θαύμαζα, αλλά και αυτός έδειχνε το ίδιο απέναντι μου. Μέσα σε ένα συνονθύλευμα ανθρώπων στο πλήρωμα διαφόρων εθνικοτήτων και σκληροτράχηλων ναυτικών που οι περισσότεροι είχαν άξεστους και σκληρούς τρόπους συμπεριφοράς, ή και αδιαφορίας, ο Πώμαν έμοιαζε με ένα καλό δάσκαλο που τον αγαπούν οι μαθητές του.

Καθημερινά συναντιόμασταν στη καφετέρια και κουβεντιάζαμε. Ήταν απλοϊκός και προσιτός, και άνθρωπος που μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Στον καιρό που πέρασε, είπαμε πολλά, περισσότερα έλεγα εγώ για την κατάσταση στην Κύπρο καθώς μόλις είχε περάσει λίγος καιρός από την εισβολή των Τούρκων στο νησί, και καθώς ήταν νωπή η τραγωδία, ενδιέφερε τον καθένα.

Του είπα για την πρότερη κατάσταση πριν την εισβολή, για την ΕΟΚΑ Β΄ και τους Μακαριακούς, τους τραμπουκισμούς και τις δολοφονίες αμφοτέρων των πλευρών, για τα τόσα τραγικά που συνέβησαν στο πολύπαθο νησί, και πώς ολόκληρος ο Ελληνικός πληθυσμός είχε εμπλακεί στη διαμάχη των δύο ανδρών. Είπαμε ακόμα και για την προηγούμενη κατάσταση και τον επικό αγώνα της πρώτης ΕΟΚΑ όπου σύσσωμος ο πληθυσμός με εξάρχοντες τη νεολαία και τα αμούστακα παιδιά έκαμαν ένα τεράστιο αγώνα και χωρίς να φοβούνται τα βασανιστήρια, κατάφεραν και έδιωξαν τους αποικιοκράτες Βρετανούς.

Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει για τη Κύπρο, και εγώ πολύ ευχαρίστως του εξιστόρησα όλη την περί Κύπρου ιστορία και προϊστορία.

Όταν δύο άνθρωποι είναι σε επαφή επί μακρού καιρού, και όταν στις ατελείωτες συνομιλίες μεταξύ τους λέγονται πολλά πράγματα, κάποια από αυτά είναι ενδότερα κρυφά μυστικά, που δεν θα ειπωνονταν υπό άλλες συνθήκες. Έτσι και εγώ του εκμυστηρεύτηκα μερικά πράγματα στα οποία είχα ανάμειξη εκείνους τους πρόσφατους δύσκολους καιρούς στην Κύπρο, όπου ο αδελφός στρεφόταν εναντίον αδελφού, όταν η διχόνοια είχε καρπώσει στις ψυχές και φωλιάσει στις καρδιές των ανθρώπων ένεκα της προπαγάνδας για τη διαμάχη των δύο ανδρών, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Γρίβα Διγενή.

Όντας πολύ νεαρός, έδειξα εμπιστοσύνη και θεώρησα τον Πόμαν φίλο μου και άνθρωπο που νοιαζόταν για μένα. Διότι, όταν κάποιος είναι στα ξένα, και ειδικά σε ένα πλοίο τάνκερ όπου η διαβίωση είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, και που η μοίρα των ναυτικών είναι να κάνουν κουφοφιλίες καθώς μια κατάρα τους δέρνει να μην αγαπιούνται μεταξύ τους παρά να αγαπιούνται μόνο με τη θάλασσα, με ανακούφιση και χαρά θεώρησα τον Πόμαν ως φίλο, αδελφό, πατέρα. Ήταν μεγάλη χαρά να αισθάνομαι έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να του εκμυστηρευτώ τη μοναξιά μου, την νοσταλγία μου, τις ανησυχίες μου, να τον νιώθω αποκούμπι για τις χαρές και τις λύπες.

Στα πολλά που λέγαμε και αναλύαμε, μου έδινε συμβουλές, αλλά με έκανε επίσης να διερωτώμαι για διάφορα πράγματα, συμπεριφορές, και κυρίως για τις συνέπειες εκ των ενεργειών μας. Κυρίως οι συζητήσεις του περιστρέφονταν στη δική μου δράση κατά την περίοδο της διχόνοιας στη Κύπρο, συζητήσεις που εκ των υστέρων όταν έφερνα στο νου μου, κατάλαβα ότι τεχνηέντως, κυρίως μου υπόβαλλε στο νου ότι οι Εγγλέζοι ήταν ανακατωμένοι σ΄ αυτή τη διχόνοια, και πολύ επιτυχημένα κατόρθωναν το διαίρει και βασίλευε, πώς ήσαν αισχροί κατακτητές και καταπιεστές των αδύναμων λαών, και τοιουτοτρόπως σιγά σιγά καθώς πολύ νέος εγώ, μου γέμισε την ψυχή μίσος γι αυτούς.

Στο πλοίο ο Μαρκόνης ήταν Βρετανός. Ήταν μεγαλόσωμος, γαλανομάτης και ξανθός με κοντά κατσαρά μαλλιά. Ήταν ασχημομούρης και αντιπαθής, μου θύμιζε αξιωματικούς Εγγλέζους πίσω από γραφεία που με ψυχρότητα έδιναν σκληρές διαταγές, μου θύμιζε τους κακάσχημους βασανιστές των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που χωρίς μάσκες και με πρόσωπα απαθή στον πόνο των θυμάτων τους, βασάνιζαν μέχρι θανάτου πολλές φορές, τα νεαρά παλληκάρια. Με λίγη παρότρυνση από τον φίλο μου τον Πόμαν, σιγα σιγα η ψυχή μου γέμιζε αντιπάθεια και μισος για τον «σιχαμερό» μαρκόνη.

Ο μαρκόνης δεν είχε πάρε δώσε με κανένα, ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και στο στενάχωρο καμαράκι συντροφιά με τα μηχανήματα παρακολουθώντας όλο το εικοσιτετράωρο διάφορα μηνύματα, άγνωστες φωνές, άγνωστες γλώσσες, μηνύματα από άλλα βαπόρια και παράκτιους σταθμούς, χωρίς να τον σκαντζάρει κανείς καθώς δεν υπήρχε δεύτερος ασυρματιστής. Κατέβαινε στην τραπεζαρία και έπαιρνε το φαγητό του στην καμπίνα του. Σπάνια χαιρετούσε κάποιον, όταν συναπαντιόμασταν καμιά φορά στους στενούς διαδρόμους του πλοίου, νιώθαμε και οι δύο μια αποστροφή ο ένας έναντι του άλλου. Αυτό συνεχιζόταν για πολλές μέρες, και καταλάβαινα ότι κάθε που περνούσε ο καιρός, το αμοιβαίο μίσος μας μεγάλωνε και γινόταν επικίνδυνο.

Αυτή η κατάσταση βεβαίως με ανησυχούσε, και όπως ήταν φυσικό, την κουβέντιαζα με το φίλο μου τον Πόμαν. Αυτός με καθησύχασε και μου είπε πώς ήταν φυσικό να συμβαίνει αυτό, καθώς οι Βρετανοί ποτέ δεν ανέχτηκαν την ήττα τους από τους Κύπριους, αλλά με διαβεβαίωσε να μην ανησυχώ, διότι είχε φιλίες μαζί του, και θα του μιλούσε.

Ο καιρός περνούσε, αλλά κάθε που συναντιόμασταν, καταλάβαινα πως με αντίκριζε με ένα ύφος αλαφιασμένο, ύφος που εγώ το εξηγούσα ως επιθυμία του να μου ορμήσει.

Ο φίλος μου ο Πόμαν με συμβούλευσε να ειμαι προσεχτικός γιατί όσο και να μίλησε στον Μαρκόνη, αυτός ήταν ανένδοτος, ήταν κακός, είχε έμμονη ιδέα όπως ένας ψυχοπαθής, είχε πάρει το ζήτημα πατριωτικά, και ήταν αποφασισμένος να με βλάψει.

Αυτή η ιστορία διήρκησε αρκετό καιρό. Όπως αργότερα ανέλυσα τα πράγματα, με καθημερινά σούρτα φέρτα ο κακός Πόμαν που παρίστανε και στους δυο μας το φίλο, δημιούργησε ανάμεσα μας μίσος και αντιπάθεια, αλλά και ένα απέραντο φόβο πώς ο ένας θα έβλαπτε τον άλλο.

Μια μέρα μου φώναξε και μου είπε να είμαι διπλά προσεχτικός, γιατί καταλάβαινε πώς ο ασυρματιστής ήταν σχιζοφρενής και είχε τρελαθεί από το μίσος που έτρεφε για μένα, και από τα λεγόμενα του συμπέραινε πώς σχεδίαζε να μου παρακάτσει εντός των επόμενων σκοτεινών νυχτών, και να με ρίξει στη θάλασσα. Τον ρώτησα τι να έκανα, μήπως να πάω στον καπετάνιο, και αυτός μου απάντησε πώς στο πλοίο δεν υπάρχουν νόμοι της στεριά να με προστατεύσουν, και σίγουρα ο καπετάνιος θα το εκλάμβανε μάλλον ως αστείο. Και εγώ ο αφελής τον πίστεψα, γιατί ήταν παλαίμαχος στα καράβια, και τον θεωρούσα φίλο μου. 

Τα πράματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Σκέφτηκα να πάω στον καπετάνιο, αλλά έως ότου διέταζε έρευνα, ίσως το κακό να γινόταν. Πήρα την απόφαση πώς έπρεπε να ενεργήσω πρώτος. Έπρεπε το σχέδιο που είχε καταστρώσει για μένα, να το εφαρμόσω εγώ σε αυτόν. Ήξερα πώς κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, συνήθιζε να κατεβαίνει στο μικρό κουζινάκι όπου γέμιζε ένα πιάτο με σαλάμια, τυριά και ψωμί, και τα έπαιρνε στην καμπίνα του να φάει καθώς μέρα και βράδυ, πολύ λίγο κοιμόταν. Για να πάει στο μικρό κουζινάκι, κατέβαινε από ένα ψηλότερο deck που ήταν η καμπίνα του, από μια εξωτερική σκάλα.

Θα παραφύλαγα λοιπόν κάτω από τις σκάλες εκείνη τη νύχτα, και με ένα μεγάλο γαντζόκλειδο που θα έπαιρνα από τη μηχανή, θα τον χτυπούσα στο κεφάλι, και ταυτόχρονα θα τον έσπρωχνα στη θάλασσα όπου θα χανόταν δια παντός.

Δεν είχα περιθώρια, με τρόμαζε η σκέψη αυτή, αλλά ο φόβος μέσα μου για τη ζωή μου ήταν τεράστιος, ήταν μια κόλαση, ήταν τόσος που με απέλπιζε και με έκανε αποφασισμένο οπωσδήποτε να υλοποιήσω την απόφαση μου, καθώς πίστευα πλέον ακράδαντα, πώς ήταν αυτός, ή εγώ.

Είχα σχολάσει από την βάρδια μου στη μηχανή 16:00-20:00, και αφού έκανα ένα ντους, έφτιαξα ένα φραπέ νεσκαφέ. Όπως κάθε μέρα στα μακρινά και ατελείωτα ταξίδια, μετά τη βάρδια άραζα στο καναπέ της καμπίνας μου και έχοντας ένα βίπερ μυθιστόρημα στο χέρι, ή την κιθάρα μου αγκαλιά, διασκέδαζα λίγο τη μοναξιά μου.

Εκείνη τη μέρα με το φραπέ στο χέρι καθιστός στον καναπέ, σκεφτόμουν τη δύσκολη απόφαση που πήρα και έπρεπε να υλοποιήσω. Γεμάτος δύσκολες σκέψεις, αφηρημένα πότε κοιτάζοντας στο πάτωμα πότε στο ταβάνι, ένιωθα το νου μου να τριβελίζει και να θέλει να σπάσει, σε μια προσπάθεια να εμπεδώσει στον εγκέφαλο μου τη μεγάλη απόφαση που πήρα. Περνούσε η ώρα, αλλά δεν ηρεμούσα, παρα μάλλον περισσότερο δυσανασχετούσα. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση, και μεγάλος  ο προβληματισμός μου. Σκεφτόμουν, ξανασκεφτόμουν μήπως βρω άλλη λύση, αλλά το μυαλό μου κολλούσε και με πονούσε.

Σε μια στιγμή άκουσα θόρυβο και σηκώνοντας το κεφάλι είδα να στέκεται στην πόρτα που την είχα ανοιχτή, ο Μαρκόνης. Ξαφνιάστηκα και φοβήθηκα, αλλά μονομιάς από ένστικτο, πετάχτηκα ορθός και άρπαξα ένα γατζόκλειδο που το είχα κρεμασμένο στον τοίχο για προληπτικούς λόγους εδώ και μέρες, έτοιμος να του ορμήσω.

Αλλά εκεί που περίμενα να μου ορμήσει και αυτός, τον είδα να γονατίζει και κλαίγοντας γοερά να με ρωτά γιατί ήθελα να τον σκοτώσω. Αποσβολωμένος από την τροπή των γεγονότων, κατάλαβα αμέσως πώς ήταν όλα ένα άσχημο παιχνίδι στημένο από τον Πόμαν για να σπάσει πλάκα, και να διασκεδάσει τοιουτοτρόπως την μιζέρια και τα πωρωμένα του ένστικτα.

-Κύπριε

μου είπε ο Μαρκώνης γεμάτος φόβο και με τρεμάμενη φωνή,

-εγώ είμαι Ιρλανδός, αγαπώ τους Κύπριους γιατί έχουμε τον ίδιο αγώνα εναντίον των Βρεττανών. Δεν σου έφταιξα σε τίποτα, γιατί θέλεις να μου κάμεις κακό;

Αμέσως κατάλαβα. Ήταν μια παρεξήγηση που μας δημιούργησε ο Πώμαν, που μεταφέροντας ψέματα στον έναν και στον άλλο, κατάφερε να μας κάμει να πιστέψουμε πώς υπήρχε μέγα θέμα αναμεταξύ μας, και καθώς νομίζαμε πώς ήταν φίλος μας, δώσαμε βάση και πίστη στα λεγόμενα του.

Συνειδητοποιώντας λοιπόν, το άσχημο και ποταπό παιχνίδι στο οποίο μας ενέπλεξε χωρίς να έχουμε ιδέα, τώρα που όλα ξεκαθάρισαν, ένιωσα μια ανακούφιση και μια μεγάλη χαρά, αλλά και ένα μεγάλο θυμό εναντίον του.

Προσκάλεσα λοιπόν τον Μαρκόνη να καθίσει, και πιάσαμε κουβέντα και φιλία, και αρχίσαμε να δίνουμε εξηγήσεις και να σκεφτόμαστε πώς θα τιμωρούσαμε τον Πόμαν που μας έκαμε για μέρες να ζούμε μέσα σε φόβο και ανησυχία.

Ναι, οπωσδήποτε θα του το ανταποδίδαμε. Οφθαλμό αντί οφθαλμού, πόσον μάλλον τώρα που ήμασταν δύο και αυτός ένας. Θα τον αφήναμε κάμποσο καιρό να βράζει στο ζουμί του και στο φόβο του γνωρίζοντας οπωσδήποτε ότι θα τον τιμωρούσαμε. Ήταν καιρός να ζήσει και αυτός παρόμοιο φόβο όπως αυτόν που κατάφερε να ενσπείρει στις καρδιές τις δικές μας. Και σε ανύποπτο χρόνο όταν εμείς θα κρίναμε, θα του ανταποδίδαμε.

ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΔΥΝΑΜΗΣ

Οι έλξεις σε μονόζυγο είναι από τις λίγες ασκήσεις που μετράνε την καθαρή δύναμη του αθλουμένου. Είναι μια άσκηση ενταγμένη στην εκπαίδευση των γυμναστικών ακαδημιών, στρατιωτικών σχολών και σωμάτων ασφαλείας. Για να επιτύχει κάποιος να καταφέρνει τις ασκήσεις μονόζυγου, πρέπει να ξέρει ότι είναι σκληρός ο δρόμος, επίπονος και επίμονος, και χρειάζεται μεγάλο μόχθο και υπομονή.

Μια πολύ δύσκολή άσκηση που μπορεί ο ασκούμενος να καταφέρει μετά από πολλή εξάσκηση, είναι η ανύψωση του σώματος του πάνω από το μονόζυγο σε στάση όρθια με τα χέρια τεντωμένα προς τα κάτω ως στήριγμα. Είναι πολύ δύσκολη η άσκηση, και εκτός από την πολλή εξάσκηση, ο αθλητής χρειάζεται και τεράστια φυσική δύναμη. Αυτή την άσκηση παρακολούθησα πάνω στο πλοίο να την κάνει ένας νεοφερμένος δόκιμος μηχανικός ο Μάκης, ακόμα θυμάμαι καλά το όνομα του, και είδα πολλούς να τον μιμούνται, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Ενώ εκ πρώτης όψεως, φαινόταν εύκολη καθώς έμοιαζε με άσκηση απλής ταλάντευσης και τεχνικής, εντούτοις χρειαζόταν τεράστια μυϊκή δύναμη και πολλή εξάσκηση για να την καταφέρει κάποιος.

Ο νέος δόκιμος μηχανικός ήταν περίπου 35 ετών με σκληρά χαρακτηριστικά και με σώμα καλογυμνασμένο, όμως με συμπεριφορές πράες και μειλίχιες. Έπιασε παρέα κυρίως με ναύτες της κουβέρτας, και σχεδόν καθημερινά, έξω από την καμπίνα του στο διάδρομο έπιναν ουίσκι μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν η διασκέδαση τους και η διέξοδος τους από την απόλυτη μοναξιά του πλοίου. Περισσότερη παρέα έκανε με ένα γεροδεμένο ναύτη που έλεγε πώς ήταν επαγγελματίας αρσιβαρίστας.

Έδειχνε λίγο ηλίθιος, αλλά το κορμί του ήταν τόσο γεροδεμένο, έτσι που τον φωνάζαμε Ντουβάρι. Όπως οι Χιώτες επί Τουρκοκρατίας πήγαιναν δυο - δυο, έτσι και αυτοί μυώδης και γεροδεμένοι, ήσαν πάντα μαζί. Μαζί και οι δύο, αποτελούσαν ένα σύνολο δύναμης, που με πρόσχημα τη θερμή και ξηρή ατμόσφαιρα του περιβάλλοντα χώρου στα deck πάνω από το μηχανοστάσιο ένεκα των καζανιών που παρήγαγαν ατμό, κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι εκθέτοντας τα μυώδη μούσμουλα τους, σε μια φανερή συμπεριφορά επίδειξης δύναμης.

Με τον νέο δόκιμο καθώς ήμασταν συνάδελφοι, οι καμπίνες μας ήταν κοντινές. Παρ όλα αυτά δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, και μου κρατούσε αποστάσεις. Όταν συχνά στο μηχανοστάσιο συναντιόμασταν, πήγαινε και κρεμιόταν σε ένα χοντρό ρέλι και έκανε δύσκολες ασκήσεις μονόζυγου, θέλοντας τοιουτοτρόπως να μου κάνει επίδειξη δύναμης και ισχύος. Εκλάμβανα ότι με αυτές τις κινήσεις του ήθελε να μου δώσει μήνυμα πώς ήταν φίλος με το ναύτη και εναντίον μου, και εάν καμιά φορά θα είχα ξανά προστριβές μαζί του καθώς λίγες εβδομάδες πρωτύτερα όταν είχαμε διαπληχτιστεί και του είπα βαρετές κουβέντες προσβάλλοντας τον, έτσι που μου κρατούσε άχτι.

Στο μηχανοστάσιο του πλοίου, δίπλα από την κονσόλα με τα idicators ελέγχου, υπήρχε ένα ρέλι ¾ της ίντζας σε σχήμα Γ, που ξεκινούσε από το πάτωμα του deck και τέλειωνε στη βάση

του evaporator (βραστήρα), σχηματίζοντας ένα τέλειο μονόζυγο. Εκεί, και εγώ ειδικά στις βραδινές μου βάρδιες που όλοι κοιμόντουσαν, από την πρώτη μέρα του μπάρκου μου εξασκούμουν με τις ώρες, και κατάφερα να γίνω πολύ καλός στις έλξεις, αλλά την καινούργια άσκηση που είδα, εν πρώτης δεν την κατάφερα. Όμως ένεκα της σιωπηλής διαμάχης που είχαμε, έπρεπε να την καταφέρω και εγώ. Ευτυχώς, δεν την επιχείρησα μπροστά σε άλλους, έτσι μόνο εγώ γνώριζα αυτή την αδυναμία μου. Σκέφτηκα λοιπόν, πώς έπρεπε οπωσδήποτε να την καταφέρω γιατί γνώριζα πώς μεταξύ αντιπάλων υπάρχει σεβασμός όταν αναγνωρίζουν την αξία ο ένας του άλλου. Με αυτό τον τρόπο πίστευα πώς αν κατάφερνα την δύσκολη άσκηση, θα τους απέτρεπα μελλοντικά να επιχειρήσουν οτιδήποτε εναντίον μου καθώς με τον νάυτη είχα παλαιότερη αντιπαράθεση.

Η επίδειξη δύναμης κάποτε αποτελεί στάση άμυνας ώστε να αποτρέπει οποιονδήποτε bullying, τις περισσότερες φορές όμως αποτελεί ένα νοσηρό φαινόμενο των νταήδων, λέξης που αρχικά ήταν συνώνυμος του δυναμικού άνδρα που θαύμαζαν όλοι, αλλά που στη συνέχεια ξέπεσε συμβολίζοντας τον υπερόπτη και τον παλικαρά που στερείτο παντός είδους σεβασμού. Οι νταήδες είναι συγκεκριμένοι τύποι ανθρώπων πρωταγωνιστές καταστάσεων που δεν αρκούνται μόνο στην επίδειξη δύναμης, αλλά γίνονται πρωταγωνιστές κυρίως ψυχολογικής και φοβικής τυραννίας, που με συστηματική και απρόκλητη καταπίεση ή και χρήση βίας οδηγούν τα θύματα τους που αδυνατούν να αντιδράσουν, σε μια αγχωτική κατάσταση φόβου που τους φθείρει ψυχολογικά. Και όλα αυτά γίνονται με απώτερο σκοπό ο θύτης να ανακτήσει τον έλεγχο, ακόμα κάποιες φορές απλά και μόνο για να νιώσει ισχυρός, να αυτοεπιβεβαιωθεί. Θέλοντας οι περισσότεροι άνθρωποι να υπερέχουν των άλλων, αλλά μη έχοντας τον τρόπο ή τα μέσα να το επιτύχουν, και θέλοντας να ξεχωρίζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσπαθούν τοιουτοτρόπως να επιδείξουν την αξία, τη δύναμη και την ικανότητα τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που αρέσκονται στην επίδειξη, αλλά ως ευγενείς και κοινωνικά μορφωμένοι, μέσα από ευγενή άμιλλα αγωνίζονται και ξεχωρίζουν, και ως εκ του αποτελέσματος των πράξεων τους, αναδεικνύονται και αποδεικνύονται πρώτοι. Αυτοί είναι άνθρωποι υπερήφανοι που δεν καταδέχονται να υπερτερούν εις βάρος άλλων ασθενέστερων και αδύναμων. Είναι όσοι έχουν ξεπεράσει τα ένστικτα της βουλιμίας για δύναμη και εξουσία, είναι όσοι με την αξία τους και όχι την εξουσία τους, προκαλούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό.

Τις επόμενες εβδομάδες κάθε βράδυ στη βάρδια μου εκτός της ώρας για τους τυπικούς ελέγχους της μηχανής και των βοηθητικών μηχανημάτων που δεν διαρκούσαν περισσότερο από 30 λεπτά, ασκούμουν σκληρά στο μονόζυγο θέλοντας να καταφέρω την άσκηση. Από την πολλή προσπάθεια, στην αρχή πιάστηκαν οι μύες μου και πονούσα αφόρητα, αλλά με πείσμα συνέχιζα να αθλούμαι εντατικά χωρίς αναπαμό.

Θέλοντας να αποκομίσω τα μέγιστα από την εξάσκηση μου, ασκούμουν σκληρά και συνεχώς πιέζοντας τον εαυτό μου θεωρώντας προφανές ότι όσο πιο σκληρά εξασκούμουν, τόσο καλύτερος θα γινόμουν. Δεν με ενδιέφερε να ασκηθώ κανονικά, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να επιτύχω την δύσκολη άσκηση. Μετά από λίγες μέρες θυμάμαι σήμερα σαν να ήταν χτές, κατάφερα με δυσκολία να κάνω την πρώτη έλξη. Χάρηκα πάρα πολύ, αλλά στις επόμενες μέρες, μια τα κατάφερνα και άλλες όχι. Απτόητος συνέχιζα χωρίς να λογαριάζω τον τρίτο μηχανικό που βγάζαμε μαζί τις βάρδιες. Ο άνθρωπος ήθελε παρέα να περάσουν οι δύσκολες ώρες της νυχτερινής βάρδιας και συνεχώς μου άνοιγε κουβέντες, αλλά εγώ χωρίς να τον λογαριάζω και με πείσμα, συνέχιζα την εξάσκηση μου.

Πέρασαν κάποιες εβδομάδες, θυμάμαι κοντεύαμε να πιάσουμε Ρόττερνταμ, και πλέον σχεδόν ήμουν έτοιμος. Μπορούσα με πολλή προσπάθεια να κάνω μερικές έλξεις, αποδεικνύοντας έτσι ότι ήμουν πλέον ένας πολύ καλός αθλητής του μονόζυγου..

Εκείνη τη μέρα έβγαζα πρωινή βάρδια οκτώ – δώδεκα, και όλοι του πληρώματος μηχανής και κουβέρτας, ήσαν standby καθώς πιάναμε λιμάνι. Οι κινήσεις μας στη μηχανή τυπικές, απλά ο Πρώτος μηχανικός επέβλεπε τους χειρισμούς της μηχανής και ο θερμαστής δυνάμωνε ή λιγόστευε τη φωτιά στα καζάνια ανάλογα με τους ελιγμούς του πλοίου.

Είχαμε όλοι καλή διάθεση, γιατί μετά από ένα μήνα στη θάλασσα πιάναμε στεριά. Το Ρότερνταμ, μία από τις πλέον πολυπολιτισμικές ευρωπαϊκές πόλεις, εκτός από το λιμάνι που ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, ήταν παγκοσμίως γνωστό για τους ναρκοτουρίστες και τους σεξοτουρίστες που επισκέπτονταν την πόλη, καθώς και τα δύο ήταν νόμιμα. Μέσα στους δρόμους της συνοικίας του Κάτεντρακ έβλεπες τους διαβάτες αμέριμνους να περπατούν με το τσιγαριλίκι στο χέρι, και μέσα σε βιτρίνες όπου οι άλλοι Ευρωπαίοι διαφήμιζαν τα προϊόντα τους, στην Ολλανδία διαφήμιζαν τις πουτάνες. Τις είχαν μέσα να φαίνονται και οι περαστοί να διαλέγουν και να αγοράζουν τις υπηρεσίες τους τις οποίες πρόσφερναν πίσω από τις βιτρίνες σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους.

Μέσα σε αυτή τη χαρά της αναμονής λοιπόν, σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα ευφορίας όλοι μας οι μηχανικοί καθαριστής, λαδάδες - δόκιμοι, ηλεκτρολόγος, τρίτοι, δεύτερος και πρώτος, αστειευόμενοι πειράζαμε ο ένας τον άλλο. Ένας κοντούτσικος νεαρός λαδάς ο Μήτσος, που μπάρκαρε στο προηγούμενο λιμάνι, περίμενε με αδημονία να βγει στη στεριά να αγοράσει από τα sexshop μια πλαστική κούκλα, κάποιοι άλλοι να αγοράσουν ουσίες, και ίσως κάποιοι απλά να σεργιανίσουν στα Ελληνικά ρεμπετάδικα που υπήρχαν στη πόλη και ήταν ξακουστά στους ναυτικούς.

Διάλεξα λοιπόν αυτή τη μέρα που ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στο engine room, ένας χώρος ανοιχτός από όπου γινόταν ο χειρισμός της μηχανής, και με ένα σάλτο αρπάχτηκα στο μονόζυγο και αρχίνησα τις έλξεις. Μέσα σε λίγα λεπτά έκανα την επίδειξη μου, και με την άκρη του ματιού μου είδα τον συνάδελφο μου να με παρακολουθεί με ένα ξάφνιασμα στο πρόσωπο. Άλλοι με χειροκρότησαν, άλλοι με αστίεψαν χωρίς όμως να καταλαβαίνουν την αξία της δυσκολίας της άσκησης, σε αντίθεση με τον Μάκη που πολύ καλά κατάλαβε και με ξαφνιασμένο πρόσωπο με παρακολουθούσε. 

Ευχαριστημένος και με ελπίδα να πήρε το μήνυμα μου, ακούμπησα στα ρέλια και βάλθηκα να παρακολουθώ στο κάτω deck  την τουρμπίνα που σφύριζε στο δυνατό στροβίλισμα της μια δυνατά, μια αδύναμα, ανάλογα με τον ατμό που ο δεύτερος διοχέτευε στο στρόβιλο.

Δέσαμε στο λιμάνι και όσοι εκ του πληρώματος δεν είχαμε βάρδιες κατεβήκαμε από ο πλοίο, περπατήσαμε το μακρινό ντόκο, και μπήκαμε στη πολύβουη πόλη. Ήταν δειλινό και όσο να νυχτώσει ώστε να τριγυρίσουμε στα καταγώγια, γυρίσαμε την πόλη χαζεύοντας ή ψωνίζοντας, ή και βάζοντας σημάδια διαλέγοντας τα ύποπτα μέρη που θα επισκεπτόμασταν το βράδυ για να ξεδώσουμε και να ξεσκάσουμε.

Την επόμενη μέρα απόγευμα όταν είχαμε πλέον σαλπάρει, καθόμουν στη καμπίνα με ανοιχτή την πόρτα και άκουα την τρελλοπαρέα έξω από την καμπίνα του Μάκη να τσουγγρίζουν ποτήρια και να γελούν με αστεία πούλεγαν.

Είχα εν τω μεταξύ παρατηρήσει μια αλλαγή στη συμπεριφορά του προς εμένα. Δεν με απόφυγε προηγουμένως όταν συναντηθήκαμε, ακόμα έξω στη στεριά που καθίσαμε σε μια μπυραρία, αλλάξαμε και δυο κουβέντες. Με λίγα λόγια αυτό που ήθελα να επιτύχω με την επίδειξη δύναμης εκτελώντας τη δύσκολη άσκηση στο μονόζυγο, το πέτυχα διάνα.

Μου φώναξε να πάω στην παρέα τους να πιούμε κανένα ποτηράκι, αλλά αρνήθηκα καθώς δεν ήμουν πότης όπως του εξήγησα. Με κάλεσε αν ήθελα, αργότερα κατά τις οκτώ που θα τέλειωνε τη βάρδια του ο Μήτσος, να παραφυλάξουμε στην πόρτα του να σπάσουμε πλάκα όταν θα φούσκωνε τη κούκλα που αγόρασε για να τη χρησιμοποιήσει σαν σεξουαλικό αντικείμενο.

Μου άρεσε ιδέα, εξ άλλου με τον Μήτσο ήμασταν φίλοι και σπάγαμε χοντρές πλάκες, οπότε ήμουν σίγουρος πώς δεν θα του κακοφαινόταν.

Σχόλασε λοιπόν ο Μήτσος, και μπήκε στην καμπίνα του που ήταν ανάμεσα στη δική μου και στου Μάκη. Τον αφήσαμε λίγη ώρα όση υπολογίζαμε για να αρχίσει το έργο, και όλοι μαζί έξω από την πόρτα, παραφυλάγαμε κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα με τη σειρά, κρυφακούοντας τους θορύβους από μέσα. Τον ακούσαμε να φυσά δυνατά και να φουσκώνει την κούκλα. Ύστερα επικράτησε ησυχία ώσπου να πάρει μια αναπνοή, και  σε λίγο ένα δυνατό μπάμ διέκοψε την απόλυτη σιωπή μας. Στην αρχή ξαφνιαστήκαμε, μη μπορώντας να καταλάβουμε τι συνέβηκε, και μείναμε όλοι σιωπηλοί, ώσπου ένας ναύτης φώναξε δυνατά,

-Έσπασε η κούκλα,

και όλοι ξεσπάσαμε στα γέλια.

Μέσα ο Μήτσος άρχισε να βρίζει και να φωνάζει, όχι γιατί έμεινε στη μέση της σεξουαλικής πράξης, αλλά γιατί τον ξεγέλασαν και του πούλησαν μια χαλασμένη κούκλα.

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Το πλοίο της εταιρείας Σταύρου Νιάρχου «ΕΥΓΕΝΕΙΑ» ένα γερό καλοτάξιδο τάνκερ 70,000 τόνων, έπλεε τα τρικυμιώδη νερά του Ατλαντικού χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς καθώς το σαβούρωμα ήταν πλήρες και το πλοίο καθόταν βαθιά στα νερά χωρίς να είναι έρμαιο στα κύματα και στα ρεύματα. Θυμάμαι ήταν ένας χειμώνας βαρύς, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ταξιδεύαμε από το Βόρειο Ατλαντικό προς το Νότιο και ακολούθως για τον Ινδικό με προορισμό τον Περσικό κόλπο για να φορτώσουμε, κάνοντας το γύρο της Αφρικής καθώς η διώρυγα του Σουέζ ακόμα δεν είχε ανοίξει, όταν ξαφνικά λάβαμε διαταγή να πλεύσουμε προς τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά για κάποιες μικροδιορθώσεις κυρίως βάψιμο στα ύφαλα μέρη, καθώς η εταιρεία δεν είχε προς το παρόν ναύλο κλεισμένο.

Το πλήρωμα αποτελείτο από διάφορες φυλές, αλλά τα περισσότερα μέλη ήσαν Έλληνες εξ Ελλάδος. Ακούοντας λοιπόν την είδηση ότι πάμε Ελλάδα και θα μπορούσαν να περάσουν τις εορτές των Χριστουγέννων παρέα τις οικογένειες τους, η ευτυχία τους ήταν μεγάλη και η χαρά τους μεγαλύτερη. Με χαρούμενες φωνές και ζητωκραυγές δέχτηκαν την είδηση και τα πρόσωπα τους έλαμψαν και τα χαμόγελα απλώθηκαν στα πρόσωπα τους. Το απόγευμα μετά τη σχόλη, έστησαν γιορτή στη μεγάλη τραπεζαρία του πληρώματος, και με διαταγή του Καπετάνιου ο δεύτερος έβγαλε δωρεάν ποτά από το τράνζιτ, και ο στούαρτ ξηρούς καρπούς και ένα σωρό καλοφαγίες, δώρα χαράς και γιορτής. Το ποτό έρεε άφθονο, αλλά από την πολλή χαρά κανείς δεν μεθούσε, μόνο περισσότερο νοσταλγούσε την πατρίδα. Όλο το πλήρωμα αξιωματικοί και απλοί ένα συνονθύλευμα διασκέδασης, χαιρόντουσαν και γιόρταζαν την ευχάριστη είδηση του γυρισμού.

-Εις υγείαν,

έλεγε ο καπετάνιος,

-εις υγείαν,

απαντούσε ο μούτσος, και τσούγκριζαν τα ποτήρια.

Σε μια στιγμή ένας τρίτος μηχανικός Κρητικός, ο Μηνάς καθώς ακόμα θυμάμαι το όνομα του, ευγενής και διανοούμενος, σηκώθηκε και έκανε μια μακροσκελή πρόποση, που εν μέσω πολλών είπε,

-Ο Άγιος Βασίλης τα Χριστούγεννα φέρνει δώρα στα παιδιά, αλλά εφέτος έφερε και σε εμάς.

Ναι, σκέφτηκα εγώ, ήταν ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο θαύμα, που το ζούσαμε όλοι. Νοιώθαμε όμορφα, και όλα γύρω τα βλέπαμε λαμπερά, γιατί είναι μεγάλο πράγμα και πολύ υπέροχο, ο ναυτικός να ξυπνά Χριστούγεννα στο σπίτι του με την οικογένεια του. Είναι μια αφόρητη χαρά που την βιώνουν ιδιαίτερα όσοι είναι αναγκασμένοι να ζουν μακριά από τις οικογένειες τους, ειδικά οι Ναυτικοί που τους έταξε το επάγγελμα να διαβιούν πολλές γιορτές μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Πλέαμε έχοντας δεξιά μας τον απέραντο Ατλαντικό ωκεανό, και αριστερά μας τα στενά του Γιβραλτάρ όταν λάβαμε το μήνυμα για τον νέο μας προορισμό. Κλώσαμε αριστερά και μπήκαμε στη Μεσόγειο, την μεγαλύτερη κλειστή θάλασσα του κόσμου που περιβάλλεται από τις τρεις ηπείρους της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διασχίσαμε όλη τη μακρόστενη λωρίδα με τα καταγάλανα νερά, με δελφίνια να μας συνοδεύουν και γλάρους να μας συντροφεύουν. Προσπερνώντας και αφήνοντας πίσω μας τις χώρες του Μαρόκου, της Αλγερίας, της Λιβύης, της Τυνησίας και τέλος τη Μάλτας που πλέαμε σε απόσταση ορατότητας, μπήκαμε στο Ιόνιο Πέλαγος.

Τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά ήταν οι μεγαλύτερες και παλαιότερες σύγχρονες ναυπηγικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και ιδρύθηκαν το 1958 από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο δηλαδή τον μάστρο μας, για την κατασκευή και συντήρηση των πλοίων του, αλλά και τις μετασκευές των μεταχειρισμένων σκαφών που η ναυτιλιακή του εταιρία αγόραζε. Ήταν κοντά σε Αθήνα και Πειραιά, έτσι η πρόσβαση μας στις δύο μεγαλουπόλεις ήσαν πολύ εύκολες.

Μπήκαμε στο λιμάνι του Σκαραμαγκά και δέσαμε στο μόλο ώσπου να αδειάσει κάποια δεξαμενή για να εισέλθουμε εντός.  Οι δεξαμενές είναι μεγάλες στενές λίμνες που μόλις χωρούν μέσα τα μεγάλα πλοία, και υποστηρίζονται από μεγάλους γερανούς. Όταν το πλεούμενο μπει μέσα, κλείνουν στεγανά και αδειάζουν από νερό. Έτσι το πλοίο μένει μετέωρο και στερεωμένο, ώστε οι μηχανικοί να μπορούν να δουλέψουν στα εξωτερικά του μέρη χωρίς να εμποδίζονται από το νερό.

Όλο το πλήρωμα με πολλή βιάση έβαλε τα καλά του και βιαστικά έσπευσαν όλοι να βγουν στη στεριά. Να τρέξουν να πάνε στις οικογένειες τους, άλλοι μακριά και άλλοι κοντά. Είχε κανονίσει ο Καπετάνιος την επόμενη μέρα να ερχόντουσαν πίσω μόνο όσοι ήσαν απαραίτητοι για να οδηγήσουμε το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά θα κάναμε blackout, και θα εγκαταλείπαμε το πλοίο.

Εφ όσον χρειαζόταν ακόμη να κάνουμε κάποιες κινήσεις την επομένη για να ελλιμενίσουμε το πλοίο στη δεξαμενή, το μηχανοστάσιο έμεινε σε λειτουργία. Εγώ ως Κύπριος που το σπίτι μου ήταν μακριά, επιλέγηκα να κάνω τη νυχτερινή βάρδια χωρίς να διαμαρτυρηθώ, με ένα θερμαστή. Με τον ίδιο τρόπο επιλέγηκε και ένας ναύτης για να προσέχει στην κουβέρτα και στη γέφυρα. Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω με συγγενείς κάποιων εξ αυτών να τους περιμένουν κάτω από την ψηλή σκάλα καθώς είχαν ειδοποιηθεί και είχαν προστρέξει να υποδεχτούν τους αγαπημένους τους.

Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθε πίσω ο καπετάνιος, ο ύπαρχος, ο λοστρόμος, ο πρώτος και ο δεύτερος μηχανικός. Υπό την καθοδήγηση του πιλότου των ναυπηγείων και με τη βοήθεια λάντζας καθώς και κάποιων μικρών κινήσεων της μηχανής, βάλαμε το πλοίο στη δεξαμενή. Μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε black out, δηλαδή σβήσαμε όλα τα μηχανήματα και την ηλεκτρογεννήτρια. Αφήσαμε το πλοίο ένα κουφάρι σκοτεινό χωρίς λειτουργία, και το εγκαταλείψαμε. Θα πηγαίναμε στα γραφεία της εταιρίας κάτω στην ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, όπου θα εξοφλούμασταν, και όσοι από εμάς θα επιθυμούσαν να συνέχιζαν τη σύμβαση τους, θα στέλλονταν σε άλλα πλοία, ή μπορούσε να περιμένει το πέρας των εργασιών στο «ΕΥΓΕΝΕΙΑ» και να συνεχίσει το μπάρκο του.

Εφ’ όσον κανείς δεν με περίμενε, δεν βιάστηκα να εγκαταλείψω το μέρος. Ήθελα να παρακολουθήσω τη διαδικασία αδειάσματος του νερού από τη δεξαμενή, ήθελα το πλοίο που έζησα σε αυτό σχεδόν ένα χρόνο, να το δω έξω από το νερό, στις πραγματικές του διαστάσεις και σε όλο του το μεγαλείο.

Όταν το νερό άδειασε και φάνηκε ολόκληρο, το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και λίγο φοβερό, αφού στέκοντας σχεδόν στη βάση και κοιτάζοντας προς τα πάνω το δυσθεώρατο του ύψος, το θέαμα προκαλούσε δέος. Ένα μεγαθήριο που άγγιζε τα όρια της μεγαλειότητας καθώς είχε μήκος περισσότερο από 300 μέτρα και ύψος περίπου10 έως τη κουβέρτα, και άλλα πολλά έως τη γέφυρα.

Έμεινα πολλή ώρα να το αποθαυμάζω, και παρακολούθησα τους εργάτες που άρχισαν με τα τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα να αρχίζουν να επιθεωρούν και να εργάζονται στις χοντρές λαμαρίνες που για χρόνια μέσα στο αλμυρό νερό, είχαν αρχίσει να σκουριάζουν και χρειάζονταν ματσαγκόνισμα και καινούργιο μπογιάτισα.

Στην πολλή ώρα κουράστηκα, και πετάχτηκα απέναντι σε ένα υψωματάκι σε μια καντίνα του ναυπηγείου, και κάθισα σε ένα τραπεζάκι έξω στη βεράντα, παρακολουθώντας τα απέραντα ναυπηγεία κάτω από τα πόδια μου να σφύζουν από ζωή και οι εργάτες και οι μηχανικοί, να εργάζονται σαν μέλισσες.

Το μεσημέρι περασε, είχε φτάσει απόγευμα, και εγώ ακόμα μόνος εκεί καθήμενος έχοντας ένα ωραίο αίσθημα νιώθοντας το στέρεο έδαφος χωρίς να ταρακουνιέμαι από τη θάλασσα, έπινα την τέταρτη μου μπύρα με το μυαλό μου να είναι λίγο ζαλισμένο από τον ζύθο, και χαλαρά να ταξιδεύει κάνοντας σκέψεις για το μέλλον του τι θα ήθελε γίνει.

Ζήτησα από τον μαγαζάτορα να μου καλέσει ένα ταξί, και κίνησα για τον Πειραιά. Σε μια πάροδο της Ακτής Μιαούλη, σε λίγα μέτρα, υπήρχε η «Βοσκοπούλα» μια καφετέρια που σύχναζαν μόνο ναυτικοί, και ήταν στέκι όλων των Κύπριων που εργάζονταν στα βαπόρια. Πάντα με την ελπίδα να συναντήσω ένα γνωστό, ή έστω να μάθω νέα για την Κύπρο καθώς τα πράγματα στο δύσμοιρο νησί ήταν δύσκολα μετά τον πόλεμο με τους Τούρκους, όταν ήμουν ξέμπαρκος καθημερινά την άραζα εκεί.

Το σκοτάδι είχε πέσει και ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, θέλοντας οι απλοί πολίτες να εγκαταλείψουν το μέρος γιατί πέφτοντας το βράδυ, η περιοχή γέμιζε μαυριδερούς αλλοδαπούς και νυχτόβιους ανθρώπους του υποκόσμου, καθώς παράλληλη της Μιαούλη ήταν η οδός Τρούμπας, η πάλαι ποτέ ξακουστή περιοχή η γεμάτη με καμπαρέ και ύποπτους μαστροπούς που στημένοι στις γωνιές έψαχναν τη λεία τους.

Μπήκα στη «Βοσκοπούλα» και κοίταξα ένα γύρο, αλλά δεν είδα κάποιον γνωστό μου. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι και παρήγγειλα ένα μεγάλο δροσερό μουχαλλεπί γλυκό με ζάχαρη και τριαντάφυλλο, και μπόλικο ροδόστεμμα με μεθυστικό άρωμα.

Απολαμβάνοντας το γευστικό Κυπριακό έδεσμα, παρακολουθούσα τους γύρω μου να κουβεντιάζουν. Μετά από καιρό άκουα ξανά την Κυπριακή λαλιά να ηχεί ευχάριστα στα αυτιά μου, μια μελωδική γλώσσα με ποιητικές ομοιοκαταληξίες, μια γλώσσα που οι ιστορικοί ισχυρίζονται ως μια μοναδική Αρχαία ζωντανή διάλεκτο.

Ο κόσμος μπαινόβγαινε, και εγώ τούς παρακολουθούσα. Είχα όλο τον καιρό του Θεού μαζί μου, δεν βιαζόμουν. Έβλεπα πολλούς να μπαινοβγαίνουν, όλων των ειδών, αμούστακοι νεαροί και μεσήλικες, καλοντυμένοι και κακοντυμένοι, χαμογελαστοί και θλιμμένοι. Με ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων ο καθένας τα δικά του, άλλοι χαρούμενοι γιατί έπιασαν στεριά και άλλοι λυπημένοι γιατί θα έφευγαν σε μακρινά μπάρκα. Πρόσωπα σκληροτράχηλα μα και μαλθακά, πρόσωπα σκαμμένα από τον Ήλιο και την αλμύρα, ή χλωμά από την καταχνιά της μηχανής. Ήμουν παρατηρητικός και μου άρεσε να παρακολουθώ τα πλήθη.

Έκατσα έτσι αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά και αναπάντεχα είδα στην είσοδο να μπαίνει ο θείος μου ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, ο Νικολής. Ξαφνιασμένος του έβαλα φωνή και αυτός βλέποντας με, χωρίς να ξαφνιαστεί καθώς ήξερε πως δούλευα στα καράβια σε αντίθεση με μένα που δεν γνώρα τι γύρευε αυτός στα ξένα, ήρθε κοντά μου.

Κάτσαμε πολλή ώρα και τα είπαμε . Οι κουβέντες ατελείωτες, τα ερωτήματα πολλά. Του είπα για μένα και μου είπε γι αυτόν.

Ένεκα του πολέμου οι δουλειές στο νησί ήσαν λίγες. Ήταν καλός κτίστης και στο επάγγελμα του υπήρχε ζήτηση ένεκα των συνοικισμών που έκτιζε η κυβέρνηση για τους πρόσφυγες, αλλά οι απολαβές ήσαν πενιχρές. Έτσι αποφάσισε και μπαρκάρισε στα καράβια ως μούτσος, σε ένα μικρό πλοίο που έκανε λαθρεμπόριο τσιγάρων στη Μεσόγειο. Επικίνδυνη δουλειά καθώς άμα πιάνονταν θα κατέληγαν σε φυλακές για ατελείωτα χρόνια, αλλά ριψοκίνδυνος όντας, δεν δίστασε το ρίσκο. Ψηλός και λοκατζής στο στρατό όπου υπηρέτησε, είχε απόλυτη εκπαίδευση για μάχες σώμα με σώμα, ή και με όπλα. Σε ένα επεισόδιο στο πλοίο όπου ένας αράπης δοκίμασε να μαχαιρώσει τον καπετάνιο, μπήκε στη μέση και αρπάζοντας τη λεπίδα με τη χούφτα του, ακινητοποίησε και συνέλαβε τον επικίνδυνο δράστη.

Στα πλοία αυτού του είδους, μπαρκάριζε κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε εγκληματίας και παράνομος. Ήταν επικίνδυνη η ζωή, και πολλοί εξαφανίστηκαν μέσα στα βαθιά νερά της θάλασσας χωρίς να βρεθούν ξανά.

Ο καπετάνιος ήταν σκληρός και απάνθρωπος με σκληρές συμπεριφορές, έτσι που έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο, ώστε αμέσως πρόσλαβε τον θείο μου ως σωματοφύλακα του, και τον προήγαγε σε ανθυποπλοίαρχο με έναν παχουλό μισθό.

Ζήλεψα την τύχη του, γιατί εγώ με υπηρεσία περισσότερο από δύο χρόνια στα καράβια του Σταύρου Νιάρχου, ήμουν ακόμα δόκιμος. Σ’ αυτή την εταιρεία συνήθιζαν να μην δίνουν προαγωγές σε πρακτικούς ναυτικούς, γιατί είχαν τη δική τους Ναυτική σχολή που έβγαζε όλων των ειδών ειδικότητες. Έτσι ακούοντας το Νικολή με πόση ευκολία προήχθη σε αξιωματικό, αποφάσισα να ζητήσω από τον υπεύθυνο προσωπικού της εταιρείας προαγωγή, ειδάλλως θα άλλαζα εταιρία.

Ο ουρανός στον Πειραιά ήταν συννεφιασμένος και σκοτεινός χωρίς άστρα ίσως έτοιμος να βρέξει, αλλά η Ακτή Μιαούλη και οι πάροδοι ήσαν ολοφώτεινοι από τις ταμπέλλες νέον των αμέτρητων καταστημάτων και τους μεγάλους λαμπτήρες στους στύλους του ηλεκτρικού διχτύου, που φώτιζαν φαντασμαγορικά όλους τους δρόμους.

Μέσα από τους πολύβουους δρόμους, από το καφενείο της Βοσκοπούλας, με το Νικολή ξεκινήσαμε να πάμε στο Πασαλιμάνι να δούμε ένα φίλο του που δούλευε εκεί. Θα τον συναντούσαμε, και μετά το πέρας της δουλειάς του θα μας οδηγούσε σε ένα σκυλάδικο στην Ιερά οδό όπου ήταν ταχτικός θαμώνας, και θα περνούσαμε καλά, όπως χουμίστηκε.

Το Πασαλιμάνι ή αλλιώς λιμάνι της Ζέας είναι ένα κοσμοπολίτικο μέρος του Πειραιά. Η θέα προς την ανοιχτή θάλασσα ταξιδεύει ευχάριστα τη ματιά του επισκέπτη. Σε όλη την παραλιακή ζώνη του Πασαλιμανιού, υπάρχουν εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες και όλων των ειδών μαγαζιά όπου ο καθένας μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τις ελληνικές και μεσογειακές γεύσεις με εκλεκτό Ελληνικό κρασί και ούζο, απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα χαζεύοντας τα σκάφη, τα γιοτ και τα ιστιοπλοϊκά που δένουν στις μαρίνες ή ταξιδεύουν στα γαλήνια νερά.

Όταν φτάσαμε ήταν αργά νύχτα, αλλά το μικρό λιμανάκι ήταν ολόφωτο και έσφυζε από ζωή. Ο φίλος του θείου μου δούλευε σε ένα φαστφουντάδικο, το οποίο κυρίως πουλούσε ψητά κοτόπουλα, και αυτός με ένα μηχανάκι έκανε delivery. Ήταν ένα μικρούτσικο μαγαζάκι πάνω στο μόλο που μόλις χωρούσε μια ψησταριά, και που μόλις προλάβαινε να ψήνει και να πουλά, είχε επίσης δυο μικρά τραπεζάκια πάνω στο πεζοδρόμιο με δυο καρέκλες το καθένα. Το πεζοδρόμιο το χώριζε ένα στενό δρομάκι μονόδρομος, και αμέσως από κάτω, απλωνόταν η θάλασσα. Σε αυτό το ειδυλλιακό τόπο, όσο να περάσει η ώρα να σχολάσει ο φίλος μας, καθίσαμε στο ένα τραπεζάκι και παραγγείλαμε ένα σωστό κοτόπουλο σκέτο νέτο χωρίς άλλα συνοδευτικά, παραγγείλαμε και ένα μπουκάλι ρετσίνα. Τρωγοπίνοντας και κουβεντιάζοντας ρεμβάζαμε το ωραιότατο τοπίο της Ζέας το λιμάνι, το ξακουστό Πασαλιμάνι. Η ώρα πέρασε πολύ ευχάριστα, ήμουν και εγώ πολύ ευχαριστημένος γιατί συνάντησα μετά από καιρό έναν άνθρωπο δικό μου, ένα συγγενή μου. 
Η Ιερά Οδός είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Ελλάδας, ο εθνικός δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα΄καιτην Ήπειρο. Σήμερα ακόμα υπάρχει και είναι πολύ ξακουστός, κυρίως για τις αρχαιότητες που τον περιβάλλουν, καθώς επίσης και για τα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας, που ευρίσκονται επ’ αυτού. Εκείνη την εποχή τη δεκαετίας του ’70, μέσα σε λυόμενες παράγκες και πρόχειρα υποστατικά, υπήρχαν πολλά καταγώγια και σκυλάδικα, και η οδός ήταν ξακουστή ένεκα αυτών.

Σκυλάδικα με την αυστηρή έννοια του όρου όπως αυτός διαμορφώθηκε στις δεκαετίες εκείνες, δεν υπάρχουν πλέον. Οι χρυσές εποχές του είδους έχουν παρέλθει, γεγονός που κάνει τους νεότερους να μην γνωρίζουν εξ ιδίοις από πρώτο χέρι τι ήταν σκυλάδικο τις παλιές εποχές. Ότι δηλαδή με τη λέξη εννοούσαν οι άνθρωποι καταγώγιο όπου μέσα ο πελάτης εύρισκε ότι ζητούσε σε σχέση με τη διασκέδαση, από γυναικεία συντροφιά έως μαστούρα, ηδονή, τέρψη, ευχαρίστηση.

Πήγε αργά η ώρα, ο καινούργιος μου φίλος σχόλασε. Πλύθηκε λίγο, έβρεξε τα μαλλιά του με λάδι και τα έκανε γυαλιστερά. Το μουσάκι του ήταν λεπτό μόλις μια γραμμή πάνω από το χείλη, έμοιαζε ίδιος με τον Κλάρκ Γκέιμπλ.

Το ταξί μας σταμάτησε έξω από μια πόρτα σκοτεινή χωρίς καμιά φωτεινή επιγραφή, σημάδι πως στο μαγαζί έρχονταν μόνο όσοι το γνώριζαν. Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα, και ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισα ένα μακρινάρι με τοίχους άδειους , χωρίς καμιά διακόσμηση ο χώρος, σχεδόν ένα εγκαταλειμμένο μέρος. Στο βάθος έπαιζε μια μπάντα ένα μαστούρικο τραγούδι, και σε ένα τραπέζι κάθονταν τα αφεντικά με το προσωπικό. Μόλις μπήκαμε, ήρθε ένας εξ αυτών συνοδευόμενος από έναν παλληκαρά, και μας χαιρέτισε εγκάρδια, όπως να μας γνώριζε και χτες. Όμως τον καινούργιο φίλο μας, τον γνώριζε και τον χαιρέτησε με το όνομα του. Μας έβαλαν να καθίσουμε σε μια άκρη λίγο σκοτεινιασμένη, και μας σέρβιραν με πολλή ευγένεια. Την παρέα μας ήρθε να χαιρετίσει η καλή τραγουδίστρια του μαγαζιού, την οποία καλέσαμε και κάθισε μαζί μας. Παραγγείλαμε μια μεγάλη μπουκάλα ουίσκι Jony Walker και γεμίσαμε τα ποτήρια μας. Είχαμε όρεξη να μεθύσουμε, είχαμε όρεξη να ξεπεράσουμε τα εσκεμμένα.

Παρατήρησα τον φίλο του θείου μου να σηκώνεται και να πηγαίνει στον αντικρινό τοίχο, και να σπρώχνει μια πόρτα που δεν φαινόταν στο μισοσκόταδο, ούτε είχε κάποια επιγραφή όπως τουαλέτα π.χ. Παρ’ όλα αυτά, υπολόγισα ότι μάλλον πήγε ανάγκη του. Η ώρα περνούσε όμως, και αυτός δεν φαινόταν, οπότε κατάλαβα πώς πήγε για μαστούρα.

Ο θείος μου έπιασε ψιλή κουβέντα και στενή επαφή με την τραγουδίστρια, οπότε μόνος με τον εαυτό μου βάλθηκα να ακούω τη μουσική και να παρατηρώ το μέρος.

Πέρασε η ώρα, η τραγουδίστρια κάποια τραγούδια τα είπε από το τραπέζι χωρίς να σηκωθεί, ενώ ο θείος μου ο Νικολής παρήγγειλε δεύτερο μπουκάλι, μπόλικα λουλούδια και μερικές σαμπάνιες..

Σε μια στιγμή από την πόρτα της εισόδου μπήκε μια κοπέλα με ωραιότατο σώμα, αλλά με κουτσό βήμα καθώς το ένα της πόδι ήταν πιο κοντό. Με γρήγορο βάδισμα κατευθύνθηκε στο τραπέζι που καθόταν το αφεντικό του μαγαζιού, και αλλάξανε κάποιες κουβέντες. Ύστερα γύρισε, και με γοργό περπάτημα ήρθε στο τραπέζι μας. Δεν παραξενεύτηκα γιατί κατάλαβα πως ήταν κοπέλα του μαγαζιού για κονσομασιόν. Αυτό με το οποίο εκπλάγηκα όμως, ήταν η ξετσίπωτη κίνηση της μόλις κάθισε κοντά μου.

Ήταν μια χειρονομία που πάντα έως τώρα την θυμάμαι ακριβώς όπως έγινε, σαν νάταν χτες. Την ώρα που λύγιζε το κορμί της να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου, ταυτόχρονα έγειρε προς το μέρος μου, και με μια απότομη κίνηση ξεγύμνωσε το στήθος της και μου έβαλε το ένα βυζί στο στόμα. Ξαφνιασμένος έμεινα ακίνητος μη ξέροντας τι να κάμω. Θυμάμαι όμως το απαλό δέρμα του βυζιού της, ένα βυζί αφράτο από τα πιο όμορφα που φίλησα στη ζωή μου. Όπως να ήταν κάτι μαγικό, με γεύση γλυκιά, μαλακή. Σαγηνεύτηκα, μαγεύτηκα, αποχαυνώθηκα, δεν ξέρω, ξέρω ότι έμεινα ακίνητος με το πρόσωπο μου ανάμεσα στα στήθη της.

Μου άρεσε και ανταποκρίθηκα στα χάδια της, σκέφτηκα ότι θα περνούσα μια πολύ ωραία βραδιά. Με τη πονεμένη μελωδία του μπουζουκιού και τα πικρά μουσικά λόγια της τραγουδίστριας, με το ποτό να ρέει εύκολα, και με την κοπέλα δίπλα μου να χαϊδολογούμαστε, δεν με ένοιαζε πόσα θα ξοδεύαμε. Ούτε έμενα, ούτε και τον θείο μου που και αυτός δίπλα μου περνούσε εξ ίσου καλά όπως εγώ. Την βρήκαμε, ας μας τα έπαιρναν όλα.

Η ώρα περνούσε, περνούσαμε και εμείς καλά. Ο λογαριασμός ανέβαινε, ούτε δώσαμε σημασία στο φίλο μας που έλειπε.

-Άστον,

μου είπε ο θείος μου,

-κάπου θα είναι μέσα γερμένος και μαστουρωμένος.

Όσο περνούσε η ώρα, οι γκόμενες, μας κατάφερναν και όλο ξοδευόμασταν.

-Αυτό σημαίνει σκυλάδικο,

σκέφτηκα.

-με ελάχιστους θαμώνες, να γίνονται μεγάλοι λογαριασμοί.

Άρχισα να σκέφτομαι όμως ταυτόχρονα, μήπως δεν φτάσουν τα λεφτά μας, και τι θα γίνει μέσα στα ξένα μέρη μέσα σε ένα σκυλάδικο;

Από τη δύσκολη θέση όμως μας έβγαλε η αστυνομία. Τις πολύ αργές ώρες, μπούκαραν μέσα άνδρες της ασφάλειας, και μας έστησαν όλους στον τοίχο. Δια το φόβο των Ιουδαών, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε πελάτες, ούτε μουσικοί, ούτε αφεντικό, ούτε και εμείς. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα τα σώματα ασφαλείας έκαναν ότι ήθελαν χωρίς να λογοδοτούν ούτε να εξηγούν για τις πράξεις τους. Συνελάμβαναν κατά το δοκούν απλούς καθημερινούς ανθρώπους και τους στοίβαζαν στα κρατητήρια για ανάκριση, απλώς με μικρές υποψίες, θέλοντας όπως ισχυρίζονταν να καταστήλουν το έγκλημα που ήταν στο φόρτε του. Πολλοί συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, ή και χάθηκαν τα ίχνη τους. Ήταν μια χαώδης κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, ήταν η εποχή λίγο πριν η χούντα παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.

Αφού μας ερεύνησαν, μας οδήγησαν στην αυλή και μας διέταξαν να μπούμε στην κλούβα που ήταν έξω σταθμευμένη.

Μαζί μας έσυραν και τον φίλο μας που ήταν τελέιως ντοπαρισμένος και τον άφησαν κάτω στις πλάκες του πεζοδρομίου αναίσθητο.

-Αλίμονο μας, θα υποφέρουμε,

σκέφτηκα.

Είχα ακούσει ιστορίες για την συμπεριφορά των αστυνομικών στους κρατουμένους, που η ανησυχία με κυρίευσε.

Όμως ο θείος ο Νικολής πιο ψύχραιμος, ζήτησε να μιλήσει με τον υπεύθυνο.

-Έχω αδερφό αξιωματικό του Κυπριακού στρατού,

του είπε,

-είμαστε μαζί σας αδέρφια και υποστηρίζουμε εσάς και την κυβέρνηση σας.

Με ευχαρίστηση είδα τον αξιωματικό να του δίνει σημασία και να του ζητά το όνομα του αδερφού του.

-Κόκος Ταπακούδης, είναι μόνιμος ανθυπολοχαγός, του απάντησε.

Ο υπεύθυνος αξιωματικός πήγε λίγο πιο πέρα με ένα ασύρματο στο αυτί. Σε λίγο επέστρεψε και μας είπε ενταξει, μπορούμε να φύγουμε εμείς και ο φίλος μας.

Μάζεψαν όλους τους υπόλοιπους μέσα στην κλούβα, και μείναμε εμείς με τον αναίσθητο φίλο μας μέσα στη νύχτα μόνοι και ελέυθεροι.

Την άλλη μέρα πήγα στα γραφεία της εταιρείας και ζήτησα προαγωγή, ειδάλλως τους εξήγησα θα άλλαζα εταιρία. Ο υπεύθυνος έψαξε το φάκελο μου, και αφού διάβασε τις πληροφορίες για μένα, με κοίταξε ικανοποιημένος.

-Έχεις καλό φάκελλο

μου λέει,

-αλλά όπως ξέρεις έχουμε τη ναυτική σχολή μας και πολιτική μας είναι να προάγουμε μόνο τους μαθητές μας. Με σένα θα κάνω μια εξαίρεση. Εάν μπορείς να μπαρκάρεις αμέσως στο ίδιο πλοίο που φεύγει σε δυο τρεις μέρες, θα σε στείλω με τον βαθμό του Junior Engineer.

Junior Engineer σημαίνει μικρός μηχανικός, και ήταν τίτλος υπαξιωματικού που εκτελούσε χρέη τρίτου Μηχανικού. Βεβαίως δέχτηκα με ευχαρίστηση, γιατί ο μισθός και τα overtimes θα ήσαν κατά πολύ περισσότερον  από πριν, αλλά επίσης γιατί ήταν κάτι που πολύ κολάκευε τον εγωισμό μου, καθώς η εταιρία είχε δική της σχολή, και ήταν ένα κατόρθωμα η δική μου προαγωγή.

ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ, ΣΤΟ ΚΑΤΕΝΤΡΑΚ

Κατέβηκα από το λεωφορείο και ροβόλησα για τα τα ναυπηγεία, όπου δεμένο στον ντόκο το πλοίο «ΕΥΓΕΝΙΑ» φαινόταν σαν καινούργιο μετά το φρέσκο μπογιάτισμα. Ήταν έτοιμο και πάλι να σαλπάρει, και καθώς η εταιρεία μου είχε προτίνει νέο συμβόλαιο στο ίδιο πλοίο, εγώ δεν αρνήθηκα. Ανέβηκα τις ψηλές σκάλες λοιπόν, και παρουσιάστηκα στον καπετάνιο και ακολούθως στον πρώτο μηχανικό. Μετά τις διατυπώσεις έβαλα τα πράγματα μου στην παλιά μου καμπίνα, και ανέβηκα στο κατάστρωμα και στη μεριά του μόλου, ακούμπησα στα ρέλια και βάλθηκα να χαζεύω τους καινούργιους ναυτικούς που κατάφθαναν ένας ένας, για την επάνδρωση του πλοίου. Όλο το πλήρωμα ήταν καινούργιο, έκτος από εμένα και έναν ναύτη. Ήταν ο μπρατσάς αρσιβαρίστας με το τετράγωνο κορμί, που τον αποκαλούσαμε Ντουβάρι καθώς ο κορμί του ήταν ίδιο χοντρό κούτσουρο,

σαν χοντρό ντουβάρι.

Το πλοίο ήταν έτοιμο για σαλπάρισμα, χρειαζόταν ακόμα μερικά στόρια τα οποία θα λαμβάναμε στο δρόμο μας από το λιμάνι του Άη Νικόλα στην Κρήτη.

Από βραδύς, όλοι οι μηχανικοί στη μηχανή με επικεφαλής τον πρώτο, ξεκινήσαμε τη διαδικασία να θέσουμε σε πλήρη λειτουργία το μηχανοστάσιο. Ξεκινήσαμε την ηλεκτρογεννήτρια, τα βοηθητικά μηχανήματα, τα καζάνια, τα evaporators, και ούτω καθεξής. Σε λίγες ώρες ήταν όλο το μηχανοστάσιο σε πλήρη λειτουργία τροφοδοτώντας όλο το πλοίο με ενέργεια, νερό, ψυγεία, κλιματισμό. Όλα διπλοελεγμένα, και σε ετοιμότητα η μηχανή.  

Χαράματα ξημερώνοντας η μέρα, με slow τις μηχανές, ξεκινήσαμε για το επόμενο μεγάλο maw ταξίδι.

Περνώντας από τον Αη Νικόλα πιάσαμε ράδα για να παραλάβουμε τα επιπλέον στόρια.

Η μέρα ξημέρωνε με συννεφιά και βροχή. Περιμένοντας τη λάντζα, ο πόμαν, ο λοστρόμος και λίγοι ναύτες πάνω στο κατάστρωμα ετοίμαζαν το παλάγκο για το φόρτωμα, ενώ κουβεντιάζοντας και συζητώντας έλεγαν για τη βροχή που έπεφτε σιγανή και ξέπλενε την κουβέρτα. Δίπλα τους ο γραμματικός τους άκουε έχοντας το νου του στη λάντζα.

Αυτό το όμορφο πρωινό από τη ράδα, εμείς οι άλλοι στο σκεπαστό της πρύμης, παρατηρούσαμε την κίνηση στο λιμάνι και στην πόλη του Άη Νικόλα. Όσοι δεν είχαμε βάρδια ήμασταν εκεί και χαζεύαμε τον πανέμορφο μικρό κόλπο της Κρήτης, τον Άγιο Νικόλαο το μικρό αλλά ξακουστό ψαροχώρι.

-Όμορφα είναι το σημερινό πρωινό,

άκουσα τον γραμματικό να λέει,

-θα πάρουμε τα στόρια και ολόισια για το νησί Καρκάϊλαντ να φορτώσουμε για Ολλανδία, αυτές είναι οι εντολές για το επόμενο ναύλο, πηρε τηλεγραφημα ο μαρκόνης.

Συνήθως φορτώναμε χωρίς να έχουμε συγκεκριμένο προορισμό, και παίρναμε οδηγίες από τα γραφεία μετά που σαλπάριζε το πλοίο φορτωμένο και έτοιμο για οποιοδήποτε μεγάλο ποντοπόρο ταξίδι. Αυτή τη φορά ξέραμε τον προορισμό μας πριν ακόμα ξεκινήσουμε το ταξίδι για τον Περσικό Κόλπο.

-Να η λάντζα, έρχεται, άκουσα τον καθαριστή της μηχανής δίπλα μου να λέει και να δείχνει τη μεγαλη βάρκα που κατευθυνόταν στη μεριά μας. Μας κόντεψε και ελαττώνοντας ταχύτητα, κόλλησε δίπλα μας ένα με το πλοίο και άφησε τη μηχανή στο ρελαντί.

Στη πρύμη της λάντζας, κάποιος έστεκε και κοίταζε έντονα προς εμάς.

-Αυτός, λέω μέσα μου, μοιάζει του φίλου μου του Αντωνέσκου.

Έμεινα να τον παρατηρώ με έκπληξη για την μεγαλη ομοιότητα, φυσικά ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν ο ίδιος, αφού ο φίλος μου ο παιδικός που για είκοσι χρόνια, όλα τα χρόνια της ηλικίας μας, είμασταν μαζί στο ίδιο χωριό και στις ίδιες γειτονιές, δεν έπρεπε να είναι εδώ, ήξερα ότι σπούδαζε στον Πειραιά. Μου φάνηκε ότι και αυτός με κοίταζε, αλλά δεν έδειξε να με γνωρίζει, γι αυτό όταν επιβιβάστηκε και στάθηκε δίπλα μου, με πολλή έκπληξη, ναι, αναγνώρισα τον παιδικό μου φίλο τον Αντωνέσκο. Ήταν αυτός, είχε ζητήσει και βρήκε εργασία στην ίδια εταιρεία και στο ίδιο πλοίο με μένα. Ήθελε να μου κάνει έκπληξη και ήρθε απροειδοποίητα. Μεγαλη η έκπληξη μου, μεγαλύτερη η χαρά μου, τον καλωσόρισα με ευχαρίστηση. Τον βοήθησα με με τις αποσκευές του, και ακολούθως τον οδήγησα στο γραφείο του Καπετάνιου για να δηλώσει την παρουσία του.

Στη ξενιτιά λοιπόν και μέσα στα πελάγη, συνάντησα το φίλο μου και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Θα είχα σύντροφο και φίλο ανάμεσα στους άγνωστους του πληρώματος που συνήθως οι καρδιές τους γίνονταν σκληρές και σκυθρωπές, καθώς πάνω στα γκαζάδικα από τη μεγάλη τους μοναξιά γίνονταν οι άνθρωποι ψυχροί και απόμακροι. Ανάμεσα σε τέτοιο περιβάλλον και συνθήκες, να έχει κάποιος αληθινό φίλο είναι μεγάλη υπόθεση, γιατί μια φιλία αληθινή είναι βοηθητική στις τρικυμίες του περιβάλλοντος, και είναι πολλές οι φορές που μοιράζονται χαρές και λύπες, και στα δύσκολα ο ένας γίνεται αποκούμπι του άλλου. Έτσι τώρα, ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους ναυτικούς από άλλες χώρες άλλων φυλών όπου μεταξύ τους κοιτάζονταν με αμφιβολία, εγώ και ο φίλος μου νιώθαμε σύντροφοι δεμένοι και συμπαραστάτες ο ένας του άλλο.

Από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης πλεύσαμε τα γαλήνια νερά της Μεσογείου και περάσαμε από το Γιβραλτάρ στα θυμωμένα νερά του Ατλαντικού. Κάναμε το γύρο της Αφρικής, και μετά από πολλές, πάρα πολλές μέρες, φτάσαμε στο Καρκάιλαντ όπου δέσαμε σε μια πλατφόρμα για να φορτώσουμε. Το ταξίδι της επιστροφής δεν θα ήταν το ίδιο, θα ήταν πιο σύντομο. Θα περνούσαμε από την ερυθρά Θάλασσα και θα διασχίζαμε τη διώρυγα του Σουέζ η οποία επιτέλους είχε καθαριστεί από τις νάρκες και επιτρεπόταν ο πλους της.

Σε λίγες μέρες περνούσαμε τη διώρυγα και όσοι δεν είχαμε βάρδια, βγήκαμε στην κουβέρτα και παρακολουθούσαμε την διαδρομή.

Η διώρυγα του Σουέζ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες θαλάσσιες οδούς του πλανήτη. Είναι μία τεχνιτή διόδος,η μεγαλύτερη του κόσμου, και διατρέχει τον ισθμό του Σουέζ, ενώνοντας τη Μεσόγειο θάλασσα με την Ερυθρά. Αρχίζει από το Πορτ Σάιντ λιμάνι της Αιγύπτου στη Μεσόγειο, συναντά περίπου τη μέση την πόλη Ισμαηλία που είναι γνωστή ως η πόλη της ομορφιάς και της Γοητείας, και καταλήγει στον λιμάνι του Σουέζ που βρίσκεται στο κόλπο της Ερυθράς θάλασσας.

Πέυσαμε τη Μεσόγειο και περάσαμε στα στενά του Γιβραλτάρ.

Ακολούθως πλεύσαμε πλησίον των ακτών της Πορτογαλίας, περάσαμε τον Βισκαϊκό κόλπο και τις ακτές της Γαλλίας και μπήκαμε στη Μάγχη, όπου κάπου κοντά στο Ντόβερ του Ηνωμένου Βασιλείου φουντάραμε ράδα και από θαλάσσης με αγωγό, ξεφορτώσαμε μέρος του φορτίου. Από εκεί, το Ρόττερνταμ ήταν πολύ κοντά. Σε λίγες ώρες είχαμε φτάσει και δέσει στο μεγάλο λιμάνι της Ολλανδίας.

Η Ολλανδία ήταν μια χώρα που εκείνο τον καιρό ήταν στο επίκεντρο των ειδήσεων όλου του κόσμου, γιατί δοκίμαζε ένα πρωτοποριακό σύστημα σε σχέση με τη χρήση των ναρκωτικών. Η κυβέρνηση εφάρμοσε μια πολιτική που δέχθηκε πολλές κριτικές και που συζητήθηκε ευρέως. Είχαμε και εμείς διαβάσει στις εφημερίδες για το μέτρο αυτό, και στα στενά αυστηρά πλαίσια της Ελληνικής και Κυπριακής κουλτούρας, μας φάνηκε πολύ προχωρημένο και πρωτάκουστο.

Επειδή όμως στο μεγάλο λιμάνι του Ρότερνταμ που εκατομμύρια άνθρωποι και εμπορευματοκιβώτια από ολόκληρο τον κόσμο διακινούνται και που μεταπολεμικά έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η Ολλανδία μια χώρα ανεκτική και ανοιχτή σε όλες τις ιδέες, εφάρμοσε  μια τολμηρή πολιτική για τα ναρκωτικά. Με τη σκέψη να καταπολεμηθεί η παρανομία που προέρχεται από το λαθρεμπόριο των ναρκωτικών ουσιών, η κυβέρνηση επέτρεψε  την πώληση μικρών ποσοτήτων του χασίς στα περίφημα «καφενεία» του Ρότερνταμ και των άλλων Ολλανδικών πόλεων υπό αυστηρούς όρους. Η πολιτική αυτή οδήγησε στην αύξηση της εγκληματικότητας γύρω από αυτά τα καφενεία και ο δρόμος του Κάτε Ντράκ κατακλύστηκε από ναρκομανείς και ότι συνεπάγεται από αυτούς, αποκτώντας όνομα παγκόσμια ως κακόφημη συνοικία. Άνοιξαν μπαρς και καφετέριες που γέμιζαν με κάθε καρυδιάς καρύδι. Τα ύποπτα κοντραπάζα έδιναν και έπαιρναν, ενώ οι μαστροποί από μια άκρη παρακολουθούσαν τις πόρνες τους και οι έμποροι τα τσιράκια τους, ενώ σε κάποιες άλλες μεριές μικρές ομάδες συναθροίζονταν ίσως εξυφαίνοντας μικρές ή μεγάλες παράνομες δουλειές ή και ληστείες.

Ήταν απόγευμα, τέλειωσε η βάρδια στη μηχανή και με τον κουμπάρο τον Αντωνέσκο, κατεβήκαμε τις ψηλές σκάλες του πλοίου και πήραμε τον δρόμο της πόλης του Ρότερνταμ που ήταν πέρα από το λιμάνι, με πρώτη έγνοια μας να βρούμε πουτάνες.

Ήταν εκείνη την ημέρα η πόλη έρημη από ανθρώπους, τα αυτοκίνητα στους δρόμους λίγα, και οι επιγραφές στα μαγαζιά γραμμένες στα Ελληνικά πολλές. Εστιατόρια, μπάρς, ρεμπετάδικα και άλλα καταστήματα. Ήταν όπως σχεδόν σε όλα τα λιμάνια, η Ελλάδα κατοικούσε παντού. Οι Έλληνες μετανάστες με την παρουσία τους να ξεχωρίζει, ήσαν ιδιοκτήτες πολλών καταστημάτων που ψώνιζαν οι ναυτικοί, αφου ο Ελληνικός εμπορικός στόλος ως ο μεγαλύτερος του κόσμου εκείνη την εποχή, κατέκλυζε όλα τα λιμάνια.

Ήταν η δεκαετία του ΄70 και πουθενά σχεδόν αλλού εκτός από την Αμερική και τη Γερμανία  ίσως, δεν είχε βιτρίνες που μέσα διαφήμιζαν ζωντανά τις πόρνες. Ήταν αράδα στη γραμμή, έδειχναν τα κάλλη τους και καλούσαν τους περαστικούς να εισέρθουν εις τα  ενδότερα για απολαύσεις ιδιαίτερες. Έξω από τα μαγαζιά στέκονταν κράχτες που καλούσαν τους περαστούς και τους εξηγούσαν τα πονηρά τους εμπορευματα. Αλλά εμείς μαθημένοι από προηγούμενα λιμάνια, τους ακούγαμε, περπατούσαμε και ψάχναμε για κάτι να μας ενδιαφέρει.

Μπήκαμε σε ένα κινηματογράφο που έξω διαφήμιζε ταινίες πορνό και μέσα αντί για καθίσματα υπήρχαν ατομικές κερκίδες στρωμένες με σκληρό χαλί, όπου οι θεατές μπορούσαν να καθίσουν ή να ξαπλώσουν και να παρακολουθήσουν τις ακατάλληλες ταινίες. Είχε άριστη εξυπηρέτηση, είχε όμορφες κοπέλες να προσέχουν ώστε ο κάθε πελάτης να περνά καλά, είχε ακόμα και σωματώδεις άνδρες με σταυρωμένα τα χέρια να στέκονται διακριτικά σε σκοτεινές γωνιές και να παρακολουθούν. Ήταν οι μπράβοι που πρόσεχαν να είναι όλα στην τάξη χωρίς να γίνονται παρεκτροπές από το προκαθορισμένο παιχνίδι που ήταν ορισμένο να επιτρέπεται.

Μέσα στο μισοσκότεινο σινεμά με τις ταινίες πορνό να παίζουν, οι θεατές δεν έπρεπε να αγγίζουν τις ημίγυμνες κοπέλες. Μονο αυτές άγγιζαν όπου ήθελαν, είχαν μόνες τους την πρωτοβουλία. Έτσι παιζόταν το παιχνίδι, όλα εξαρτώνταν από τα πουρμπουάρ και τις αντοχές των θεατών.

Έτσι πέρασε η μέρα και ήρθε η βραδιά που μάς βρήκε να σουλατσάρουμε στο Κάτε Ντράκ την κακόφημη συνοικία με τα ξακουστά «καφενεία» και τους συνήθεις υπόπτους. Ήταν ένα πανηγύρι με πολύβουο κόσμο και χίπηδες με μεγάλες καμπάνες στα μπατζάκια ραμμένες όπως πρόσταζε η μόδα, να περπατούν νωχελικά πανω ή κάτω σκουπίζοντας τα πεζοδρόμια στο πέρασμα τους. Στο βάθος εκεί που τέλειωνε ο μεγάλος δρόμος του Κάτε Ντράκ, πανω από την πόρτα σε μια ταπέλλα έγραφε «Ελλάς Μπαρ». Μπήκαμε μέσα όπου μας δέχτηκαν με χαρά οι Έλληνες θαμώνες και ιδιοκτήτες και που με λαχτάρα μας ρωτούσαν τα νέα της πατρίδας.

Καλά περάσαμε μέσα εκεί, με κρύα ποτά, δυνατή μουσική και όμορφα κορίτσια να μας συντροφεύουν και να μας προσέχουν. Βγάλαμε την υπόλοιπη μας νύχτα ώσπου κόντεψε η ώρα της βάρδιας και έπρεπε να γυρίσουμε στο πλοίο. Ευχαριστημένοι πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Θα είχαμε να λέμε και να συζητούμε για μέρες πολλές τις εμπειρίες μας στο Κάτε Ντράκ, όταν στο ελεύθερο της βάρδιας μας στις μακριές βραδιές, καθισμένοι στο σκεπαστό της πρύμνης θα πλέαμε για μακρινά ταξίδια στα πελάγη, και στους Ωκεανούς.

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ 

Τη σύνθεση του προσωπικού πάνω σε ένα πλοίο τάνκερ αποτελούν τα πληρώματα κουβέρτας, μηχανής και γενικών υπηρεσιών.

Στη κατηγορία προσωπικού καταστρώματος περιλαμβάνονται ο Πλοίαρχος, οι αξιωματικοί, οι υπαξιωματικοί (ναύκληροι και αντλιωροί) οι ναύτες και οι ναυτόπαιδες. Στη κατηγορία προσωπικού μηχανής συμπεριλαμβάνονται οι αξιωματικοί, λιπαντές, οι θερμαστές και καθαριστές. Και τέλος στο προσωπικό γενικών υπηρεσιών ανήκουν ο ασυρματιστής, ο στούαρτ, ο μάγειρας, οι θαλαμηπόλοι, και τα γκαρσόνια.

Στο πλοίο «EUGENIE» οι καμπίνες των απλών μηχανικών και ναυτών ήταν στο πρώτο deck μετά τη μηχανή. Στο ισόγειο deck στο ύψος του καταστρώματος ήταν η κουζίνα και οι τραπεζαρίες, στο επόμενο των αξιωματικών, και στο μεθεπόμενο του Καπετάνιου, του Πρώτου, και του Μαρκόνη.

Εγώ καταρχάς ως δόκιμος μηχανικός έμενα στον όροφο των απλών μελών του πληρώματος, αλλά μετά την προαγωγή μου μετακόμισα στον όροφο των αξιωματικών.

Για το φαγητό υπήρχαν δύο τραπεζαρίες μια στην κάθε πλευρά του πλοίου, μεγάλες και ευρύχωρες ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται από το πλήρωμα στις ελεύθερες ώρες της σχόλης τους ως καφετέριες. Τη δεξιά τραπεζαρία χρησιμοποιούσαν οι αξιωματικοί, και την αριστερή οι υπόλοιποι. Εγώ από συνήθεια από πριν ως δόκιμος μηχανικός και τώρα

ως junior engineer, χρησιμοποιούσα και τις δύο τραπεζαρίες, αλλά περισσότερο την δεύτερη, καθώς σ’ αυτό το μπάρκο ως δόκιμος μηχανικός, ήταν μαζί μου και ο παιδικός μου φίλος, ο Αντωνέσκος.

Ήταν μια ευρύχωρη κάμαρη με air condition και ένα τεράστιο ραδιόφωνο που μεσοπέλαγα έπιανε αρκετές συχνότητες, έτσι που το είχαμε πάντα εν λειτουργία να μας συντροφεύει την ώρα της σχόλης μας.

Ο Λοστρόμος, ο Πόμαν και ο βοηθός του ένας ναύτης, ένας θεόρατος τύπος με τετράγωνο μυώδες κορμί και σπασμένη μύτη καθώς και ηλίθια φάτσα που μαζί ήμασταν στο προηγούμενο μπάρκο, ήταν κολλητοί και στην τραπεζαρία παίζανε τάβλι με τις ώρες.

Ο λοστρόμος ήταν κοντός και κοκκινόπετσος με γαλάζια μάτια συνεχώς συνοφρυωμένος, διερωτήθηκα με ποια κριτήρια πήρε τη θέση. Ο Πόμαν έμοιαζε με καλοκάγαθο χωριάτη λίγο άξεστος, αλλά καλοκάγαθος.

Ο ναύτης τέλος, έμοιαζε με σύγχρονο Μασίστα. Το φαινόμενο της υπεράνθρωπης δύναμης, ως συνώνυμο του χειροδύναμου με πρωτοφανείς μυϊκές ικανότητες, ήταν αυτούσιο πάνω του. Ως νεαρός που εργαζόταν στις οικοδομές, έμαθε την άρση βαρών στα γυμναστήρια όπου όλες τις βραδιές μετά που σχολνούσε, γυμναζόταν ως αρσιβαρίστας κατα τα χρόνια της ανάπτυξης του, έτσι που με τη συνεχή εξάσκηση και γυμναστική, το σώμα του σχηματίστηκε ίδιο με του Μασίστα.

Έπαιζαν όλοι καλά, καθώς από τις αμέτρητες ώρες που αφιέρωναν στο παιχνίδι, έμαθαν να παίζουν στερεότυπα. Ο τετράγωνος ναύτης έπαιζε καλούτσικα, όχι όμως όπως τους συντρόφους του που είχαν περισσότερη τέχνη. Έτσι όλοι εμείς οι άλλοι, με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθούσαμε τα παιχνίδια τους.

Τον τετράγωνο ναύτη εγώ, καθώς πιστεύω και οι περισσότεροι, τον κατέτασσα ως προσωπικότητα ανάμεσα σε αγαθό και ηλίθιο, ή και εξυπνόβλακα. Το τετράγωνο κορμί του όμως και η σωματική του ρώμη, έκανε όλους να του συμπεριφέρονται φιλικά, και καθώς γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στην δύναμη και στην εξουσία, έτσι και στην περίπτωση του, τα περισσότερα μέλη του πληρώματος, συμπεριφέρονταν τοιουτοτρόπως, κάτι που τον ικανοποιούσε και τον ευχαριστούσε.

Κανείς ηλίθιος δεν θεωρεί τον εαυτό του βλάκα, και ενώ οι έξυπνοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τα λάθη τους και προσπαθούν να τα διορθώσουν, οι ηλίθιοι δεν μπορούν να τα αντιληφθούν, με αποτέλεσμα να σκέπτονται και να πράττουν βλακωδώς. Όταν δε τα πράγματα δεν τους βγαίνουν καλά, θυμώνουν και αντιδρούν επιθετικά. Κάποιος επιτήδειος έξυπνος, μπορεί με τρόπο να τους συμβουλεύσει και να τους συνετίσει και να τους πάρει με τα νερά του. Φυσικά ένας πραγματικά έξυπνος που αντιλαμβάνεται την απύθμενη βλακεία τους, προσπαθεί να τους αποφεύγει, διότι εν τέλει, οι ηλίθιοι μόνο ζημιά προκαλούν στους γύρω τους, χωρίς μάλιστα έστω ελάχιστα να στεναχωριούνται. Εγώ ένεκα της ηλιθιότητας του δεν τον γούσταρα, αλλά εντούτοις κρατούσα μια ουδέτερη απόσταση έτσι να μην τον τσαντίζω, αλλά και χωρίς να έχω μαζί του φιλικά σούρτα φέρτα.

Ο φίλος μου ο Ανδρέας μια φορά στο παιχνίδι επάνω του είπε κάποια λόγια για λάθος παίξιμο, και αυτός τα πήρε στραβά, και λογόφεραν άγρια με αποτέλεσμα να δυσκολευτούμε οι υπόλοιποι να τον αποτρέψουμε ώστε να του κάμει κακό. Δεν ήταν λόγια του καυγά που είπε ο φίλος μου, αλλά ως φαίνεται η ηλιθιότητα του ναύτη, τον ώθησε να δημιουργήσει μέγα θέμα εκ του μη όντος.

Ένας θεωρείται ηλίθιος κατά τη γνώμη μου, αν με τη λογική που τον διέπει, προκαλεί προβλήματα εκ του μηδενός, έτσι που να γίνεται επικίνδυνος κάποιες φορές. Ο μόνος τρόπος για να αποφεύγουμε αυτές τις συνέπειες, είναι να αποφεύγουμε τους ίδιους, αυτό δηλαδή που έκανα εγώ μαζί του.

Η βλακεία λοιπόν, και η αλαζονεία, δεν του επέτρεψαν να λήξει εκεί το γεγονός, παρά ξεκίνησε εναντίον του φίλου μου ένα bulling, και έναν εκφοβισμό. Τον κοιτούσε επίμονα προκλητικά, και έλεγε κουβέντες με υπονοούμενα. Αυτό συνέβαινε επί καθημερινής βάσεως. Και όσο οι μέρες περνούσαν, αντί τα πράγματα να εξομαλύνονται, η κατάσταση γινόταν περισσότερο εκρηχτική, έτσι που προμηνούσε κακά αποτελέσματα. Η ένταση αυξανόταν και ο φίλος μου καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, ενώ ο ναύτης από θέση ισχύος ως εκ της σωματικής του ρώμης, απολάμβανε το

απαίσιο bulling που εξασκούσε σε έναν ασθενέστερο του σε μυϊκή δύναμη..

Ήταν μια κατάσταση που έπρεπε να την τελειώσουμε. Αν και πιστεύαμε πως οι δυο μας εναντίον του τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, εντούτοις έπρεπε να δράσουμε καθώς όσο περνούσαν οι μέρες η κατάσταση χειροτέρευε.

Όταν εγώ ήμουν παρών, απέφευγε να προκαλεί ίσως σκεφτόμενος ότι δεν θα ήταν εύκολο να τα βάλει με δύο, έτσι αποφασίσαμε να τον προκαλέσουμε και να δράσουμε αστραπιαία πριν προλάβει να αντιδράσει. Έπρεπε να δράσουμε με τρόπο που να φανεί πώς έφταιγε αυτός ώστε να μην υποστούμε συνέπειες, διότι είχαμε σκοπό να του προκαλέσουμε μεγάλη ζημιά, ώστε να καταλάβει την αποφασιστικότητα μας και να πάψει να κάνει τον σπουδαίο. 

Έτσι μια μέρα με φουρτούνα που το πλήρωμα ήταν κλεισμένο στις καμπίνες, μέσα στην καφετέρια τον μονοκόψαμε, και μπαίνοντας πρώτος ο Ανδρέας, μόλις αντίκρυσε το ειρωνικό του μειδίαμα, του το αντιγύρισε με μια βρισιά για τη μάνα του. Ο ναύτης προ στιγμής σαστισμένος καθώς δεν πίστευε στα αυτιά του, την επόμενη στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα και με άνεση εκ της σιγουριάς που αισθανόταν έναντι του φίλου μου, προχώρησε απειλητικά εναντίον του.

Μονομιάς όρμηξα από έξω μέσα εγώ, και από πίσω του άρπαξα τα χέρια με δυνατή λαβή.

Ο Ανδρέας καθώς έτοιμος με δυο σιδερογροθιές στα χέρια που είχαμε φτιάξει γι αυτό το σκοπό στο μηχανοστάσιο, άρχισε με μανία να τον γρονθοκοπά. Τον χτυπούσε με ένα μίσος πρωτοφανές, και δεν σταματούσε. Όλη η καταπίεση που ένιωθε και η οποία είχε με τον καιρό μετατραπεί σε μίσος, έβγαινε τώρα αμείλικτα και του όπλιζε με πολλή δύναμη τα χέρια. Τον χτυπούσε ασταμάτητα, με ταχύτητα όπως έμβολα μηχανής.

Ο ναύτης δεν άντεξε, κρεμάστηκε στα χέρια μου λιπόθυμος. Μα ο φίλος μου δεν σταματούσε καθώς είχε τόσο πολύ υποφέρει από την καταπίεση που δεχόταν καθημερινά, ώστε ο θυμός μέσα του είχε συσσωρευτεί τα μέγιστα, και τώρα ξεχείλιζε.

Άφησα τον ναύτη, και προσπάθησα να συγκρατήσω τον φίλο μου, αλλά αυτός με μίσος ακόμα μέσα του, άρπαξε μια βαριά καρέκλα και την έσπασε πάνω στο σωριασμένο κορμί του. Όταν βλέποντας τον χάμω ξαπλωμένο να μην αντιδρά ούτε να σπαρταρά, σταμάτησε και έμεινε ακίνητος να τον κοιτά με την ευχαρίστηση απλωμένη στο πρόσωπο του.

Σταθήκαμε λίγες στιγμές να τον κοιτάζουμε, ώσπου σιγά άρχισε να κουνιέται και να βογκά. Κοιτάξαμε έξω στο διάδρομο και δεν είδαμε κανένα. Εν μας είδε κανείς, δεν μας χαμπάρησε κανείς. Έτσι αποφασίσαμε να τον αφήσουμε εκεί χάμω και να φύγουμε, σκεφτόμενοι ότι ίσως ένεκα ντροπής, να μην μας μαρτυρούσε.

Πήγαμε στην καμπίνα μου, και νιώθοντας ικανοποίηση από το αποτέλεσμα, αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε και να καταστρώνουμε πλάνα τι θα λέγαμε σε περίπτωση που μας κατάγγελλε. Δεν είχαμε και πολλή έγνοια, διότι απλά ο Καπετάνιος στη χειρότερη περίπτωση θα μας έβαζε ένα πρόστιμο, ή και να μας έδιωχνε από το πλοίο.

Πέρασαν οι ώρες, πέρασε η νύχτα, ήρθε το άλλο πρωί. Το μεσημέρι ανεβήκαμε στην τραπεζαρία για φαγητό, αλλά χασιμιός ο ναύτης. Μόλις μπήκαμε μέσα, όλοι κάρφωσαν τα βλέμματα πάνω μας, σίγουρα γιατί είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί, χωρίς να πιστεύουν το ναύτη ο οποίος είχε ισχυριστεί πως έπεσε από τη σκάλα.

Στο επόμενο λιμάνι, ο ναύτης ξεμπαρκάρισε από το πλοίο. 

ΜΙΣΙΣΣΙΠΗΣ, ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ 

Επισκέφτηκα αρκετές φορές τη Νέα Ορλεάνη τη χρονιάτου 1977. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά ελληνικά μαγαζιά ακόμη και μπουζουκτσίδικο, χάρη στους Έλληνες ναυτικούς που επισκέπτονταν το μεγάλο λιμάνι της.

Είναι μια όμορφη περιοχή με ήπιο κλίμα, πολύ πράσινο, και πολλά αξιοθέατα. Μια πόλη που ο επισκέπτης αμέσως αγαπά και από την πρώτη επαφή, επιθυμεί να κατοικήσει εκεί.

Απλώνεται στις όχθες του Μισσσιπή του μεγάλου ποταμού της χώρας, εκεί όπου για αμέτρητα χιλιόμετρα έως να εκβάλει στη θάλασσα, η άγρια φύση με τα αιωνόβια δέντρα, τα πολύχρωμα πουλιά, τους κάστορες, και τους απέραντους βάλτους, αποτελούν ένα τεράστιο υδροβιότοπο με εκατοντάδες διαφορετικά είδη ζωής, από αλιγάτορες, ερπετά, και άλλα αμφίβια.

Ο χειμώνας είναι γλυκός και δεν διαρκεί πολύ, ενώ τα καλοκαίρια είναι ζεστά και βροχερά.

Κατοικείται από κατοίκους πολλών φυλών, με τον περισσότερο πληθυσμό να αποτελείται από Αφρικανούς. Ιδρύθηκε ως αποικία της Γαλλίας κατά τον δέκατο έκτο αιώνα και το όνομα της συνδέθηκε απόλυτα με το δουλεμπόριο, τα ατμόπλοια, και την τζαζ. Στην πόλη της Νέας Ορλεανης βρίσκεται η πολύβουη Γαλλική αγορά, το μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα σπουδαίων προσωπικοτήτων της Ιστορίας και η συνοικία Τρεμέ όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η μουσική τσαζ, καθώς και οι ξακουστοί δρόμοι Κουόρτερ και Μπούρμπους όπου ο πρώτος πλημμυρίζει από την κουλτούρα αυτής της μουσικής, και στο δεύτερο τα κακόφημα μαγαζιά και η εγκληματικότητα που επικρατεί παντού έξω στο δρόμο και πίσω από τα δυνατά φώτα, συνυπάρχουν αναπόσπαστα στοιχεία της ύποπτης νυχτερινής δράσης με τις σαρκικές ηδονές και άλλες απολαύσεις.

Μπούρμπους στρήτ, όνομα συνυφασμένο με την πορνεία και τα ναρκωτικά. Ο δρόμος με τα αμέτρητα μαγαζιά που φιλοξενούν πίσω από κλειστές πόρτες την κόλαση και τον παράδεισο, τη προστυχιά και την εκμετάλλευση, τις ύποπτες συναλλαγές και τα μεγάλα κοντραπαζα των παρανόμων.

Ένας πολύβουος δρόμος με τα χρώματα στις βιτρίνες των μαγαζιών έντονα και δυνατά, κίτρινα, πράσινα, μώβ.

Οι περαστικοί οι περισσότεροι μιγάδες, περπατούσαν χορεύοντας στο ρυθμό της τσαζ. Οι γυναίκες μεγαλόσωμες, ζουμερές, και καμαρωτές, επιδείκνυαν τα μεγάλα τους στήθια και τα προκλητικά τους οπίσθια. Ήσαν νέγρες, μιγάδες και κρεολές, όλες κούκλες και επιθυμητές με ένα δυνατό περπάτημα που έκανε τους σφιχτούς γλουτούς τους να τρεμουλιάζουν. Σκέφτηκα πως ο Παράδεισος ίσως είναι εδώ, σ αυτή την οδό, την ξακουστή και κακόφημη, Μπούρμπους στρήτ.

Το τάνκερ που μας ταξίδευε στην Νέα Ορλεάνη, ο ιδιοκτήτης εφοπλιστής Σταύρος Νιάρχος το ονόμασε «Eugenie»  χάριν της συζύγου του Ευγενίας. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας πλεύσαμε τον ποταμό Μισισσιπή, τον μεγαλύτερο της Βορείου Αμερικής που κατά το παρελθόν θεωρείτο ως το σύνορο της «Άγριας Δύσης», και που διασχίζοντας τη χώρα διανύει απόσταση πέραν των έξι  χιλιάδων χιλιομέτρων, και εκβάλλει στον κόλπο του Μεξικού τη μεγαλύτερη Ωκεάνια λεκάνη στο κόσμο. Τον ονομάζουν «ο μεγάλος ποταμός» και αποτελεί σημαντική κυκλοφοριακή αρτηρία καθώς είναι πλωτός σχεδόν μέχρι τις πηγές του. Είναι άγριος ποταμός που ποτέ δεν κατάφεραν να δαμάσουν οι άνθρωποι. Οι πλημμύρες του σκεπάζουν πάντα μεγάλες εκτάσεις, ενώ τα διάφορα έργα που έχουν σκοπό να τον τιθασεύσουν, αποτυγχάνουν πάντα μπροστά στη δύναμη του.

Στο πλοίο εργαζόμουν ως Junior Engineer, και εκτελούσα χρέη τρίτου μηχανικού. Ήταν καθήκοντα που μου ανάθεσε ο πρώτος μηχανικός, καθώς στο πλοίο ο υπεύθυνος τρίτος μηχανικός δεν είχε ιδέα από μηχανική, γι αυτό έβγαζα βάρδια μαζί του ως ισότιμος του. Ήμουν καλός μηχανικός, και άξιζα την προαγωγή. Τρίτος μηχανικός ήταν ένας Χιώτης τον οποίο ναυτολόγησαν χωρίς να έχει δίπλωμα ή γνώσεις μηχανικής, απλά ήταν συγγενής του υπεύθυνου αρχιμηχανικού του ναυτικού στόλου της εταιρείας.

Ήταν Χιώτης και μας ήρθε παρέα με έναν ξάδερφο του Θερμαστή. Ήταν κολλητοί, μαζί μένανε στην ίδια καμπίνα, μαζί τρώγανε, μαζί έκαναν βάρδια, μαζί σε όλα ακριβώς όπως όλοι οι Χιώτες κατά πως λέει μια ιστορία, ότι «οι Χιώτες πηγαίνουν δυο-δυο», και όλα αυτά κατά παράβαση των κανονισμών γιατι στα πλοία υπάρχει διαχωρισμός των αξιωματικών με το απλό πλήρωμα. Ο τρίτος ήταν αξιωματικός, ενώ ο θερμαστής ανήκε στο απλό πλήρωμα. Στα πλοία υπάρχουν διαφορετικοί χώροι τραπεζαριών και συνεστίασης ανάμεσα στο κατώτερο και ανώτερο πλήρωμα, ώστε να υπάρχουν μ’ αυτό τον τρόπο οι δέουσες αποστάσεις που είναι βοηθητικές για την πειθαρχία. Στην περίπτωση τους όμως, υπήρχε εξαίρεση κατά διαταγών από τα ανώτατα δώματα της εταιρείας.

Στη Χίο οι νησιώτες κάτοικοι απασχολούνται κυρίως ως ψαράδες ένα επάγγελμα φτωχό, καθώς οικονομικά δεν εξαρτάται μόνο από την σκληρή και επικίνδυνη εργασία, αλλά και από τον καιρό που συνήθως έχει τη θάλασσα αγριεμένη και φουρτουνιασμένη. Γι αυτό έβλεπαν τους ναυτικούς ως πλούσιους και αριστοκράτες αφού είχαν σταθερό μισθό, και όλοι επιθυμούσαν να γίνουν ναυτικοί, και όσοι απ αυτούς μπορούσαν, μπαρκάριζαν στα καράβια.

Χιώτες λοιπόν ευρίσκονται σε πολλά καράβια, και κατά πως λέει η γνωστή ιστορία πάντα «οι Χιώτες πάνε δυο-δυο». Αυτό συμβαίνει για να συμπαραστέκεται ο ένας στον άλλο, μια ιστορία που για άλλους έχει δυστυχώς παρεξηγηθεί, ενώ για άλλους καταδεικνύει την εξυπνάδα τους. Αυτή η συμπαράσταση αναμεταξύ τους έμεινε ονομαστή, γιατι τον καιρό της Τουρκοκρατίας στην Χίο όταν ένας Τούρκος έβλεπε ένα Χιώτη στον δρόμο τον υποχρέωνε να τον σηκώνει στην πλάτη του, αλλά αυτοί γιατι δεν το ανέχονταν, φορτωνόντουσαν έναν συμπατριώτη τους, ώστε  έτσι δεν ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλάνε τον Τούρκο.

Οι δύο Χιώτες ήσαν ευγενεις και πολύ συμπαθείς. Τους διέκρινε μια υπέρτατη καλοσύνη που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους και κακός λόγος από το στόμα τους δεν έβγαινε. Για μέρες και νύχτες πολλές βγάζαμε ατελείωτες ώρες βάρδιας μαζί, και πραγματικά τα πηγαίναμε πολύ καλά. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά είναι από τους λιγοστούς που ακόμα θυμάμαι τα ονόματα τους. Ήταν ο Μικές και ο Σταμάτης. Ο Μικές ήταν καλοκάγαθος και χοντροκομμένος σαν ένας γερός και χοντρός κορμός βελανιδιάς που τα δυνατά του μπράτσα ακόμα και σίδερο μπορούσαν να λυγίσουν.

Ο Σταμάτης ήταν μικροκαμωμένος και παρίστανε τον πονηρό χωρίς πραγματικά να είναι πολύ ξύπνιος, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν καθώς όλοι τον έβλεπαν από την αγαθή πλευρά, εξ άλλου κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει αφού πάντα δίπλα του έστεκε σαν ντουβάρι ο ξάδερφος του.

Αφού λοιπόν ταίριαζαν οι βάρδιες μας, κατά συνέπειαν ταίριαζαν και οι εξόδοι μας. Πριν από την πρώτη μας έξοδο στη Νέα Ορλεάνη, κουβεντιάσαμε κυρίως για την κακόφημη οδό της Μπούρμπους στρήτ που θα επισκεπτόμασταν, εκεί όπου υπήρχαν μαζεμένα όλα τα είδη μαγαζιών που ασχολούνταν με την πορνογραφία, τον αγοραίο έρωτα και τα παντός είδους παιχνίδια που τον αφορούσαν όπως βοηθιτικές ουσίες και κάθε είδους μυστικά σχετικά  για το σαρκικό ομαλό και ανώμαλο σεξ.  Εκεί όπου υπήρχαν τα κλάμπς με τα κόκγκο γκέρλς τα περήφημα γυμνά κορίτσια, που επί πληρωμή χόρευαν αισθησιακά και ηδονικά, ανεβάζοντας τη λίμπιντο των θεατών.

Την εποχή εκείνη ήταν η μόδα στα μπαρς να εμφανίζονται  αυτά τα περίφημα go go girls. Ήταν όμορφα νεαρά κορίτσια που χόρευαν με αδαμιαία περιβολή, λικνιστικά πάνω σε μπάρες και πίστες λίγο ψηλότερα από τους πελάτες προς τέρψην τους, αλλά χωρίς να επιτρέπεται να τις αγγίζουν. Χόρευαν σόλο αργούς χορούς που σαγήνευαν τον αντρικό πληθυσμό. Φορώντας ένα μικρό στριγγάκι το μόνο σημείο που οι πελάτες μπορούσαν να αγγίξουν, τους επέτρεπαν μόνο εκεί να αγγίζουν, για να κρεμάζουν δολάρια ως πληρωμή για το θαυμάσιο θέαμα που πρόσφερναν. Απαγορευόταν αυστηρά οποιοδήποτε άλλο άγγιγμα, γι αυτό διακριτικά αόρατα βλέμματα από μπράβους παρακολουθούσαν την κάθε κίνηση των πελατών, ώστε να μην επιτρέπουν σε κανένα να τις αγγίζει. Αλλοίμονο σε οποίον τολμούσε να αψηφήσει τους νόμους των μπαρς. Αμέτρητοι σωματοφύλακες μονομιάς εμφανίζονταν από το πουθενά και ξυλοκοπούσαν αγρίως όσους παράκουγαν τους νόμους τους.

Φτάσαμε στην κακόφημη οδό, και σε ένα από τα πολλά καλέσματα των κραχτών έξω από τα μαγαζιά, μπήκαμε σε ένα μικρό μπαρ αδειανό από πελάτες. Μια πανέμορφη μικρούλα χορεύτρια λικνιζόταν πάνω στην πίστα και μας έγνεφε κι αυτή να μπούμε μέσα. Το μάτι της μόλις έκοψε τον  θερμαστή, σταθηκε πάνω του, ίσως τον νόμισε για εύκολο θύμα έτσι μικρόσωμος και καλοκάγαθος που ήταν.

Ο Σταμάτης φορούσε ένα ολοκαίνουργιο κοστούμι που πήγαινε ασορτί με την γραβάτα του. Ήταν καλοξυρισμένος και φρεσκοπλυμένος φορτωμένος μυρωδάτες κολόνιες. Έμοιαζε να είναι ένας καλοπληρωμένος ναυτικός αξιωματικός, και εμείς δίπλα του με τα απλά μας ρούχα, μοιάζαμε κατώτεροι του.

Αυτόν λοιπόν τον καλοπληρωμένο αξιωματούχο κατά τη γνώμη της, κέντραρε για καλό πελάτη. Από αυτόν μάλλον πίστεψε πως θα έπαιρνε μπόλικο πουρμπουάρ.

Καθίσαμε κοντά στην πίστα και απολαμβάναμε το θέαμα που μας πρόσφερε με το χορό της, αλλά αυτή λικνιζόταν πάνω από τον θερμαστή όπως εμείς να μην υπήρχαμε, και δεν του ξεκολλούσε.

Τα λεπτά περνούσαν, μα ο θερμαστής δεν έδιδε μπουρμπουάρ. Η κοπέλα εκνευρισμένη του κολλούσε περισσότερο, ακουμπούσε τη λεκάνη της στο πρόσωπο του κάνοντας τον να ξεφυσά από πόθο. Εμείς νομίζαμε, το ίδιο ίσως και η στριπτηζέζ, πως ίσως το έκανε για να παραστησει το σκληρό αντράκι, και στο τέλος θα πλήρωνε. Είχε ακουμπήσει τα τσιγάρα του με το χρυσό αναπτήρα πάνω στην πίστα, και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην όμορφη γκόμενα. Αυτή χορεύοντας νευρικά πλέον, του έγνεφε πως έπρεπε να της κρεμάσει λεφτά στη λεπτή κλωστή που κρατούσε το μικροσκοπικό εσώρουχο της. Στο τέλος αφού δεν έβρισκε ανταπόκριση, σταμάτησε το χορό και με θυμωμένη φωνή του ζήτησε την πληρωμή της. Ο αφιλότιμος όμως θερμαστής, αποδείχτηκε σπαγγοραμένος και αρνιόταν, οπότε η μικρή άρπαξε τον ακριβό του αναπτήρα και έφυγε μακριά μας. Αυτός ήταν έτοιμος να της ορμήξει, αλλά εγώ που κατάλαβα πως θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα τον άρπαξα από το χέρι και τον συγκράτησα. Του εξήγησα πως αν κάναμε φασαρία στα ξένα αυτά κακόφημα μέρη, θα μας εξαφάνιζαν χωρίς να αφήσουν ίχνος μας. Ο θερμαστής ήταν πολύ στεναχωρημένος γιατι ήταν ακριβός ο αναπτήρας του καθώς ήταν χρυσός, και μου είπε πως θα έκανε φασαρία να τον πάρει πίσω, και ας τον έδερναν.

Καταλαβαίνοντας πως δεν τη γλυτώναμε, του είπα να περιμένει έως ότου κάτι να σκεφτώ. Σκέφτηκα λοιπόν, πως έπρεπε να της αρπάξουμε τον αναπτήρα ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε αφού στη μικρή κάμαρα ήταν μονάχη, και αμέσως να το βάζαμε στα πόδια με γρήγορο τροχάδην να φύγουμε ώστε να μην μας φτάσουν οι μπράβοι του μαγαζιού που ήσαν πίσω στα παραβάν.

Ήταν μια δύσκολη στιγμή, μια μεγάλη απόφαση αυτό που κάναμε, αλλά ήμασταν αναγκασμένοι, γιατι ο θερμαστής θα δημιουργούσε φασαρία έτσι και αλοιώς. Ήξερα πως ήμασταν σε μέρος επικίνδυνο που προστατευόταν από σκληρούς και επικίνδυνους ανθρώπους του υποκόσμου που σίγουρα θα μας ορμούσαν με τη παραμικρή φασαρία.

Εφαρμόσαμε λοιπόν το σχέδιο, ο θερμαστής άρπαξε τον αναπτήρα από τα χέρια της κοπέλας και το βάλαμε στα πόδια. Ακόμα μου έρχονται στο νου οι φοβερές φωνές τους που κυνηγώντας μας μας έβριζαν.

Δεν ξέρω πόσοι ήταν, κανείς μας δεν κοίταξε πίσω, αλλά τρέχαμε με μεγάλη ορμή, πιστεύω πως αν τρέχαμε εκατό μέτρα θα ερχόμασταν πρώτοι.

Το τρέξιμο μας οδήγησε σε ένα δρομάκι, και είδαμε σε μια φωτεινή πόρτα να στέκει ο λοστρόμος του πλοίου με κάποιους ναύτες. Σταματήσαμε εκεί, νιώθοντας πως κοντά σε δικούς μας ανθρώπους δεν κινδυνεύαμε. Πραγματικά, δεν είδαμε άλλο να μας κυνηγούν, και η καρδιά μας πήγε στη θέση της.

Η φωτεινή πόρτα ήταν είσοδος νυχτερινού Ελληνικού κέντρου. Πάνω ψηλά έγραφε "ΑΘΗΝΑΙ, Ελληνικά μπουζούκια". Ανεβήκαμε τις σκάλες και βρήκαμε όλο το πλήρωμα που δεν είχε βάρδια να κάθεται να διασκεδάζει Ελληνικά στους ήχους των μπουζουκιών υπό τις νότες του τραγουδιού του Αγγελόπουλου «Εγώ είμαι πρόσφυγας ξεριζωμένος».

ΤΟ ΦΩΣΦΟΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Υπηρέτησα ως δόκιμος μηχανικός και Junior Engineer σε τέσσερα πετρελαιοφόρα πλοία της εταιρείας Σταύρος Νιάρχος. Το “Southern Union, τo Eugenie, τo Eugenie S. Niarchos και το World Knowledg.

Συνήθως φορτώναμε από τον Περσικό κόλπο, και κυρίως από τη Ρας Τανούρα. Σε ένα από τα ταξίδια μας σ αυτό το λιμάνι καθίσαμε ράδα δυο μήνες. Ήταν μια εποχή δύσκολη για τα δεξαμενόπλοια, και έως οι πλοιοκτήτριες εταιρείες κλείσουν επόμενο ναύλο, αρκετά πλοία αγκυροβολούσαν ράδα έξω στα λιμάνια περιμένοντας. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που χρειάστηκε να περιμένουμε τόσο πολύ.

Όταν φορτώσαμε, βάλαμε πλώρη για το Κέϊπ Τάουν ένα ταξίδι αρκετά μακρύ, και καθώς το πλοίο έπλεε με οικονομική ταχύτητα, κράτησε ένα μήνα. Στη Ρας Τανούρα συνήθως φορτώναμε από εξέδρες μακριά από στεριά. Έτσι εκείνο το μακρινό ταξίδι μαζί με την αναμονή στη ράδα, μας κράτησε στη θάλασσα για τρεις συνεχείς μήνες. Στη ναυτική μου καριέρα, ήταν η μεγαλύτερη περίοδος που έμεινα σε πλοίο χωρίς να πατήσω ξηρά.

Τα μεγάλα ταξίδια, αλλά και ο ελάχιστος καιρός που κάθονταν στα λιμάνια τα τάνκερς καθώς το ξεφόρτωμα απαιτούσε ελάχιστο χρόνο, έκαναν πολλούς ναυτικούς να επιλέγουν πλοία φορτηγά ή επιβατικά για να εργαστούν.

Τα γκαζάδικα είναι επικίνδυνα καράβια γιατί έχουν υγρά φορτία που παλαντζάρουν. Ευκολότερα βουλιάζουν και ευκολότερα  κόβονται στα δύο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και έχουν κότσια και υπομονή και μπορούν να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση. Είναι το ταξίδι με γκαζάδικο μια μαγεία αξεπέραστη, γιατί ζει ο ναυτικός ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα επί μακρόν, μόνος με τη μοναξιά και τις μοναχικές του σκέψεις και παρέα τα στοιχεία της φύσης

Στο ταξίδι μας αυτό, συναντήσαμε πολλές τρικυμίες, μικρές και μεγάλες. Άλλες κόντρα και άλλες που μας έσπρωχναν, και εμείς ανάλογα με τη δύναμη τους πλέαμε παράλληλα ή αντίθετα τους.  Μια τρικυμία σε εκείνο το ταξίδι, μας παίδεψε και μας φόβισε περισσότερο από πολλές άλλες. Είχε κύματα θεόρατα που άρπαζαν το μεγάλο πλοίο και το ψήλωναν στην κορφή τους καρυδότσουφλο έτοιμο να σπάσει, που όσο ψήλωνε έτριζε με απαίσιο ήχο αργό σαν από άλλο κόσμο. Και όλοι μας στις βάρδιες στη μηχανή και στο τιμόνι, αλλά και οι άλλοι, τσιτωμένοι στάμπαϋ και σε εγρήγορση με σταματημένη αναπνοή, μετρούσαμε τις στιγμές που ήθελε το κύμα στο ανέβασμα. Και όταν νιώθαμε το κατέβασμα, τότες και μόνον αναπνέαμε.

Και φέρναμε στο νου μας τι θαπρεπε να κάναμε αν έσπαζε το πλοίο. Αν θα προλαβαίναμε να ανέβουμε στο κατάστρωμα να κατεβάσουμε τις βαρκες. Αν θα μας ρουφούσε η δίνη ή αν θα μας έδινε καιρό να απομακρυνθούμε.

Ήταν και μέρες όμορφες, με νύχτες πανσέληνες και θάλασσα γαλήνια. Σε κείνες τις νύχτες που το νερό ήταν ήρεμο σαν λάδι, κάτι τέτοιες νύχτες με γεμάτο το φεγγάρι, είχαμε εμείς οι ναυτικοί πανω στην κουβέρτα την ευκαιρία να ρεμβάσουμε, να αναπολήσουμε και να νοσταλγήσουμε.

Ήταν μια νύχτα που τέλειωσα την βάρδια στη μηχανή και βγήκα από την ζέστα του ατμού στο κατάστρωμα να ανασάνω δροσερό αέρα.Ήταν νύχτα χωρίς άστρα και φεγγάρι, ήταν ο ουρανός σκοτεινός και κατάμαυρος, αλλά η θάλασσα φωσφόριζε, ήταν κάτασπρη και φεγγοβολούσε, μια απέραντη επιφάνεια ώσπου έφτανε το μάτι, κάτι παράξενο και ανεξήγητο, ένα όμορφο αινιγματικό θέαμα που προκαλούσε δέος και θαυμασμό. Γοητευμένος και εκστατικός, έστεκα και παρακολουθούσα το απέραντο φώσφορο χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Κοίταζα και σκεφτόμουν πώς να εξηγήσω το φαινόμενο, μα δεν είχα απάντηση.

Στο πλοίο υπηρετούσε ένας θερμαστης νησιώτης από τη Χίο, εξήντα ετών. Είχε ξεμπαρκάρει και άραξε να ζήσει την ύπόλοιπη ζωή του, αλλά δεν άντεξε την ησυχία της στεριάς, και ξαναμπάρκαρε χωρίς να λογαριάζει τα χρόνια του που πέρασαν.

Όποιος κουβεντιάζει με γεροντότερους πάντα μαθαίνει καινούργια πραγματα. Όμως, ούτε αυτός είχε εξήγηση για το φώσφορο της θάλασσας, το μόνο που ήξερε είπε, ήταν η ιστορία της Ανεράδας σε κάποιο νησί που όποτε βγαίνει από τον βυθό της θάλασσας και περπατά στα κύματα για να παει να βρει τον καλό της τον καπετάνιο τον Γιωρκή, τότε συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο, ασπρίζει η θάλασσα και σκοτεινιάζει όλη η πλάση…

Είναι μια ίστορία, ένας μύθος παλιός, για ένα νεαρό εργάτη στο καρνάγιο, που δεν του άρεσε να φτιάχνει καΐκια, αλλά του άρεσε να είναι πανω σ αυτά και να ταξιδεύει με αυτά. Αποζητούσε την περιπέτεια στα κύματα, αγαπούσε τη θάλασσα,  λες και τον καλούσαν οι σειρήνες και οι Ανεράδες. Έτσι μπάρκαρε, πέρασαν τα χρόνια, και σαν καπετάνιος πια, ταξίδευε σε θάλασσες μακρινές και επικίνδυνες. Ο κόλπος της Ανεράδας όμως ήταν το λιμάνι του, το καρνάγιο του, το σπίτι του. Ταξίδευε, ήταν τα ταξίδια η ζωή του, αλλά πάντα γυρνούσε στο καρνάγιο του. Είχε εκεί το κονάκι του και την γυναίκα του που  τον καρτερούσε πάντα αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Του είχε μεγαλη αγάπη, ήταν ο καπετάνιος της. Και ήταν η γυναίκα του πανέμορφη, και όλοι ζήλευαν τον καπετάνιο και την καλή του τύχη...

Μια καταραγμένη και σκοτεινή νύχτα όμως, το καΐκι του Γιωρκή χάθηκε σε καταιγίδα. Μέρες περίμεναν να μάθουν  νέα οι στεριανοί, αλλά παντού σιωπή.  Όσοι γνώριζαν για ταξίδια και μπάρκα, κανείς δεν μπορούσε να δώσει ελπίδα για ζωή. Η γυναίκα του που δεν ήθελε  να το πιστέψει, για πολύ καιρό τον έκλαιγε, ώσπου δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της. Στο σπίτι της δεν την εύρισκε κανείς, ήταν πάντα στο γιαλό και αγνάντευε, και καρτερούσε, και έκλαιγε και  παρηγοριά δεν εύρισκε. Ώσπου μια μέρα, άκουσε τις Ανεράδες της θάλασσας να την καλούν, και αυτή με ξέπλεκα μαλλιά και χαμογελώντας, περπάτησε στα κύματα να πάει να συναντήσει τον καλό της, γιατί μόνη της δεν μπορούσε να ζήσει. Όσοι βρέθηκαν στο γιαλό την είδαν να περπατά και να χάνεται στην απέραντη θάλασσα και στο σκοτεινό βυθό της.

Από τότε έχουν να λένε γι αυτήν τη Ανεράδα που περπάτησε στα κύματα και χάθηκε στα βάθη της θάλασσας αναζητώντας τον καλό της. Από τότε ο κόλπος κάθε που δεν έχει φεγγάρι, ούτε άστρα και είναι ο ουρανός σκοτεινιασμένος και η θάλασσα γαληνεμένη, βγαίνει απο τα βάθη της άσπρο μεγαλόπρεπο φως οπως το φώσφορο, και τότες κάποιοι άνθρωποι μπορούν να δούν την  Ανεράδα να περπατά και να χάνεται μέσα στα κύματα.   

Μια ιστορία της τοπικής Ελληνικής παράδοσης, ένας θρύλος ίσως αληθινός, που καταδείκνυε τον πόνο στις καρδιές όσων μένουν και όσων μισεύουν.

Στο ταξίδι αυτό λοιπόν, είδα πανέμορφα μέρη, είδα τη θάλασσα γεμάτη μικρές βάρκες με ψαράδες σε βαθιά πελάγη πέρα από τη στεριά να ψαρεύουν σε βαθιά νερά χωρίς μηχανή στη βάρκα, με ένα μικρό πανί στο μικρό κατάρτι. Είδα τη θάλασσα να ξεχειλίζει ψάρια, την είδα να αλλάζει χρώματα, την είδα από φώσφορη τη νύχτα να γίνεται πράσινη το πρωινό και να παίρνει απο τα χρώματα της ίριδας τα πιο ωραία, και να γίνεται όμορφη, εξαίρετο θέαμα και βάλσαμο  στις ψυχές και στις καρδιές μας.

Είδα και άλλα, αλλά οι εντυπώσεις από την ιστορία του γέρο θερμαστή μου γέμισαν το μυαλό, και κυριάρχησαν στις σκέψεις μου σκιάζοντας την ομορφιά της νέας θάλασσας που ακουμπούσε στα ριζά των ψηλών κορφών της στεριάς πέρα μακριά στο βάθος.

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ EUGENIE S. NIARCHOS

Η ΑΜΜΟΘΥΕΛΛΑ

Η ζωή στο τανκερ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη, κατά πολύ περισσότερο από ότι είχα φανταστεί. Παρ’ όλα αυτά, έσφιξα τα δόντια και είπα θα αντέξω, έτσι κι αλλιώς δεν είχα πολλές επιλογές.

Πιάσαμε Σαουδική Αραβία και φουντάραμε ράδα περιμένοντας προσταγή από το λιμεναρχείο για να δέσουμε στη πλατφόρμα να φορτώσουμε.

Οι μέρες περνούσαν, χωρίς να λαβαίνουμε μήνυμα. Εκείνοι οι καιροί ήσαν δύσκολοι γιατι υπήρχε οικονομική ύφεση, και δύσκολα κλείνονταν συμφωνίες για μεταφορά πετρελαίου. Έτσι αναγκαστικά περιμέναμε σχεδόν ένα μήνα.

Μέσα σ αυτή τη δύσκολη αναμονή λίγες μέρες πριν λάβουμε σήμα από την εταιρεία πως έκλεισε ναύλο, μια μέρα καλοκαιρινή και θαμπή από τη ζεστή αύρα της θάλασσας που εξατμιζόταν από τον καυτό ήλιο, στεκόμουν παρεα με το τζόβενο στη κουβέρτα του πλοίου και παρατηρούσαμε την κίτρινη έρημο που απλωνόταν μετά την ακτή σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από εμάς, και την απέραντη άμμο που σκέπαζε ολόκληρη τη χώρα της Αραβίας δημιουργώντας ένα νεκρό τοπίο ερημικό και χωρίς βλάστηση.

Η έρημος της Αραβίας είναι μια περιοχή με ξηρό κλίμα και απόλυτη ξηρασία, αλλά που καμιά φορά και σπάνια στα ξαφνικά, την διέρχονται θυελλώδεις άνεμοι και ραγδαίες βροχές.

Είναι περιοχή αχανής με μεγάλη ηλιοφάνεια και ακαλλιέργητη και σχεδόν μόνιμα ξερή γη, με κατοίκους ηλιοκαμένους και μαυριδερούς.

Παρ όλα αυτά μέσα στην όλη ερημιά της αραιά και κάπου, βρίσκονται μικρές οάσεις, δηλαδή μέρη με βλάστηση από φοίνικες και γούρνες με νερό. Παλιά αποτελούσαν περάσματα και σταθμούς για τα καραβάνια που διέσχιζαν τις ερήμους μεταφέροντας οι έμποροι τα προϊόντα τους από τη μια πόλη στην άλλη και από τη μια χώρα στην άλλη. Αποτελούσαν χώρους ξεκούρασης, ανεφοδιασμού και προφύλαξης από μουσώνες και αμμοθύελλες. Οι άνεμοι στην έρημο είναι αρκετά δυνατοί και συχνοί που άμα φυσούν, πολύ τακτικά δημιουργούν ανεμοστρόβιλους που με τη σειρά τους αλλάζουν την όψη της ερήμου δημιουργώντας κυματώδειςπεδιάδες και ψηλούς αμμόλοφους πανύψηλους και περίτεχνα κατασκευασμένους ίδιοι με έργα τέχνης.

Αυτά σκεφτόμουν ενώ έστεκα κάτω από το σκιάδι και α πό τη πρύμνη έβλεπα τη μεγάλη έκταση της ερήμου που απλωνόταν πέρα από την ακτή. Ήταν σε απόσταση μισού χιλιομέτρου μακριά μας και η θολή ατμόσφαιρα στον αέρα δημιουργούσε κύματα σχηματίζοντας παράξενες σκιές ίδιες άγριες μορφές, που αιωρούνταν πάνω από τη γη.

Στο νου μου έφερα σκέψεις κακές, καθώς όπως γνωρίζουμε από ότι άσχημο πέσει στην αντίληψη μας, ο νους μας τρέχει παράλληλα σε ίδιες σκέψεις εξ ίσου κακές.

Ασυναίσθητα χωρίς άλλο λόγο παρά μόνο τη κυματιστή θολή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε τις κάθε λογής άϋλες μορφές σε όλα τα σχήματα, η σκέψη μου ταξίδεψε σε κακές κίτρινες μορφές της κολάσεως και της αποκαλύψεως.

Γνωρίζοντας πως τα κακά παράξενα θηρία έρχονται από την άμμο και τη θαλλασα, ξαφνικά είδα, ή μου φάνηκε πώς είδα το θηρίο της αποκάλυψης να σχηματίζεται στην καυτή αύρα, και να αναπηδά από την άμμο στην ατμόσφαιρα και να γεμίζει τον ουρανό με τις τεράστιες διαστάσεις του. Και αμέσως στο νου μου ηρθαν τα λόγια του Ευαγγελιστή Ιωαννη «εκ της άμμου της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχων κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά...»

Και όσο παρακολουθούσα, οι μεγάλες σκιές της άμμου μετατρέπονταν και άλλαζαν μορφή, γίνονταν τέρατα με κέρατα και πολλές κεφαλές.

Και το θηρίο γύρισε το κεφάλι του προς εμάς, και με ένα δυνατό στριφογύρισμα έστρεψε το κορμί του ολόκληρο και μας όρμησε.

Ήταν ένας σίφουνας, άνεμος της ερήμου που από τη μια στιγμή στην άλλη και σε απειροελάχιστο χρόνο, το κίτρινο πέπλο της άμμου μας σκέπασε και ψήγματα άμμου μας χτύπησαν δυνατά και ανελέητα γδέρνοντας τα πρόσωπα μας πριν προλάβουμε να προφυλαχτούμε μέσα στο πλοίο.

Με τα μάτια θολά από την άμμο μπήκαμε μέσα στην ασφάλεια του πλοίου, και στέκοντας στο φινιστρίνι παρακολούθησα τον λυσσασμένο άνεμο που οδηγούσε με ορμή τη βαριά άμμο που με δύναμη να χτυπούσε στους μπουλμεδες με ένα ανατριχιαστικό σύριγμα κουφαίνοντας την ακοή μας και δημιουργώντας μέσα μας ένα φόβο. Ήταν ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο που γι αυτό είχα διαβάσει σε βιβλία, χωρίς ποτέ μου να είχα φανταστεί πόση ανεξέλεγκτη δύναμη και ορμή μπορούσε να έχει η άμμος που παρασερνόταν από τον άνεμο. Χτυπούσε με λύσσα τις χοντρές λαμαρίνες του πλοίου δημιουργώντας ένα φοβερό θόρυβο που μας τρυπούσε τα αφτιά και έκανε τα τύμπανα μας να πονούν, καθώς και τις καρδιές μας να τρομάζουν, προκαλώντας μας ένα αίσθημα πανικού.

Με μουδιασμένες τις αισθήσεις από την υπερένταση του μεγαλειώδους θεάματος, παρακολουθούσα το φυσικό φαινόμενο σε όλη του τη δράση. Ελπίζοντας ο θυμός της φύσης γρήγορα να κοπάσει και ο σφοδρός άνεμος γρήγορα να καταλαγιάσει και το θηρίο της ερήμου να περάσει και να προσπεράσει, παρακολουθούσα αποσβολομένος χωρίς να είμαι σίγουρος μέσα μου αν κυριαρχούσε περισσότερο ο φόβος, ή ο θαυμασμος για το μεγαλοπρεπές φαινόμενο που ελάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου.

Και έφυγε το θηρίο, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε. Χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του μια ολοκληρωτική υσηχία χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Όπως ο χρόνος να έκαμε στάση και η ζωή να είχε σταματήσει. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο άμμο, ολόκληρες στοίβες είχαν μαζευτεί σε όλα τα απόμερα μέρη του πλοίου. Οι λαμαρίνες πρόσεξα πως άλλαξαν χρώμα, ήταν τόση η δύναμη του ανέμου με την οποία έσπρωχνε την άμμο, που ματσακόνησαν η μπογιά αφήνοντας το χοντρό στάρι σε πολλά μέρη του πλοίου. Θα είχαν πολλή δουλειά να κάμουν οι ναύτες τις ερχόμενες μέρες, σκέφτηκα.

Πέρα στην πλώρη είδα την σιδερένια πόρτα στο ντεκ της γέφυρας του πλοίου να ανοίγει, και τον δεύτερο να κατεβαίνει τη σκάλα. Ήξερα πως θα φώναζε το λοστρόμο για να του δώσει εντολή να καθαρίσει το πλοίο από την σκόνη και την άμμο. Ταυτόχρονα είδα από την πόρτα του πρυμναίου ντεκ τον λοστρόμο να βγαίνει καθώς ήξερε καλά τη δουλειά του και πήγαινε να προλάβει τον δεύτερο που σίγουρα θα τον αναζητούσε.

Ξεκίνησα και εγώ για τη μηχανή καθώς επίσης γνώριζα καλά τη δουλειά μου. Ήξερα πως σε λίγο θα χτυπούσε το τηλέφωνο στο μηχανοστάσιο και θα παίρναμε εντολή από τη γέφυρα να ξεκινήσουμε τη σανίταρυ, δηλαδή την αντλία για να στείλουμε θαλασσινό νερό στην κουβέρτα από όπου με τις μάνικες οι ναύτες θα ξέπλεναν από τη σκόνη και την άμμο ολόκληρο το πλοίο.

ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

Ένα καιρό λίγο πριν τον εικοστό αιώνα, μια ομάδα Σαμουράι αφάνισε μια ολόκληρη οικογένεια σφάζοντας τους με τα ξακουστά σπαθιά τους. Ήταν ένα έγκλημα που θα έπρεπε να πληρώσουν για να επέλθει δικαιοσύνη. Όμως οι διοικητικές αρχές αναγνώρισαν σε αυτούς πως εκτελούσαν διαταγές του αφέντη τους, έτσι αντί να τους καταδικάσουν και τοιουτοτρόπως να ατιμαστούν, τους επέτρεψαν να κάμουν χαρακίρι και να πεθάνουν με τιμή κατά τα πρότυπα τους είδους τους ως τιμημένοι πολεμιστές, καθώς ο αρχαίος νόμος των Σαμουράι τους ήθελε να υπακούν τυφλά στους αφέντες, χωρίς ερωτήσεις και αντιρρήσεις.

Είναι ένα περιστατικό που καταδεικνύει τον Ιαπωνικό τρόπο ζωής ως πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε πολλά άλλαξαν, και οι Ιάπωνες ακολούθησαν τρόπο ζωής κατά τα δυτικά πρότυπα.

Το Ναγκασάκι είναι Ιαπωνική πόλη που η ιστορία την αναφέρει ως πόλη των Σογκούν και των Σαμουράι.

Οι Σογκούν  ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί ηγέτες και αρχηγοί των Σαμουράι κατά τον μεσαίωνα, ενώ οι Σαμουράι αποτελούσαν τις στρατιές των μεγάλων Φεουδαρχών που σκοπό είχαν την υπεράσπιση της περιουσίας τους. Η κουλτούρα τους ήταν θεμελιωμένη στην έννοια του πολεμιστή με μεγάλες ικανότητες και είχαν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Με κεντρικό δόγμα τη τιμή και τη περιφρόνηση στον θάνατο, πολεμούσαν γενναία για τον αφέντη τους και προτιμούσαν τον αξιοπρεπή θάνατο από την ατίμωση της ήττας. Από αυτή την περιφρόνηση για τον θάνατο, δημιουργήθηκε η παράδοση για το χαρακίρι, ενός τελετουργικού τρόπου αυτοκτονίας ως μοναδική επιτρεπτή διέξοδο σε περίπτωση ήττας ή ατίμωσής τους.

Ως λαός οι Ιάπωνες είχαν άλλη κουλτούρα και πολιτισμό από τους Ευρωπαίους, τρόπο ζωής και συμπεριφοράς πολύ διαφορετικό, ενώ η ανώτερη τάξη των αρχόντων τις μάζες του λαού, τις είχε  ως εργαλεία για να τους εξυπηρετούν.

Κατά τη διάρκεια των αιώνων ο τρόπος ζωής παρέμενε ο ίδιος, οι μόνες αλλαγές ήταν οι εναλλαγές της εξουσίας. Τα ήθη και έθιμα δεν αλλοιώθηκαν, και οι δομικές αρχές της αρχιτεκτονικής είχαν παραμείνει κατά ένα μεγάλο μέρος αμετάβλητες, με κύριες αλλαγές μόνο διακοσμητικές λεπτομέρειες ενώ στο πέρασμα των διαφόρων δυναστειών, δέχτηκαν μόνο μικρές επιρροές από εξωγενείς παράγοντες. Η αρχιτεκτονική έμεινε κατά βάσην προσκολλημένη στα δικά της στοιχεία καταφέρνοντας να μην επηρεαστεί από αυτήν της Ευρώπης.

Το Ναγκασάκι είναι κτισμένο σε ένα μακρόστενο κόλπο που σχηματίζει ένα φυσικό απάνεμο λιμάνι. Μπαινοντας στον κολπο, με ανακούφιση δοξάσαμε τον Άη Νικόλα που μας βοήθησε να ταξιδεύσουμε με ασφάλεια τον φουρτουνιασμένο Ινδικό ωκεανό. Πολλές φορές τα ταξίδια σ αυτό τον ωκεανό είναι δύσκολα, γιατι πνέουν μουσώνες με εναλλασσόμενες κατευθύνσεις που δημιουργούν επικίνδυνα επιφανειακά ρεύματα προκαλώντας μεγάλους κυματισμούς.

Είχαμε ένα μακρύ ταξίδι που μας ταλαιπώρησε καθώς η θάλασσα ήταν ταραγμένη και τα δυνατά μποφόρ δυσκόλευαν τον πλου μας. Τα κύματα σκέπαζαν το πλοίο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και δώσαμε πραγματική μάχη οι ναύτες στο πιλοτήριο και οι μηχανικοί στη μηχανή. Ταρακουνηθήκαμε περισσότερο από άλλες φορές, γιατι είχαμε τα κύματα και τα ρεύματα κόντρα στη πορεία μας. Αναγκαζόμασταν να πηγαίνουμε λίγο παράλληλα με τον καιρό για να μειώνουμε τον κίνδυνο, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το ταξίδι μας να διαρκέσει περισσότερες μέρες.

Μετά από ένα μακρινό ταξίδι, επιστρέψαμε  στον Περσικό κόλπο. Αφού καθίσαμε ένα μήνα ράδα έως ότου κλείσει ναύλο η εταιρεία, ξεκινήσαμε για την Ιαπωνία.

Φορτώσαμε από τη Ραστανούρα μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας στο σύγχρονο κόσμο. Μαύρο χρυσό ονόμασαν το πετρέλαιο και είχαν δίκαιο, αφού εξ αυτού από αρχαιοτάτων χρόνων ακόμα και πριν ανακαλυφτεί, η χρήση του ήταν απεριόριστη.

Στην Ιαπωνία όπως και αλλού, από αμνημονεύτων χρόνων όταν στην επιφάνεια εδαφών υπήρχαν ροές πετρελαίου, το χρησιμοποιούσαν ως νάφθα και πίσσα. Και όταν υπήρχαν εκροές αεριών, τις χρησιμοποιούσαν οι επιτήδειοι αρχιερείς και μάγοι ως δύναμη σταλμένη από τους Θεούς.

Τώρα μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου, η πρόσβαση στο πετρέλαιο ήταν εύκολη, καθώς στη Μέση Ανατολή κυρίως, ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα και τα οποία μεταφέρονταν στις διάφορες χώρες με πλοία τάνκερς.

Είχαμε στα αμπάρια δεκάδες χιλιάδες τόνους μαζούτ που προοριζόταν για τις ανάγκες της αρχαίας πόλεως στο Ναγκασάκι, μιας σύγχρονης πλέον πόλης, που τα τελευταια χρόνια είχε εξελιχθεί σε μεγάλη βιομηχανική πόλη.

Μπήκαμε στο απάνεμο λιμάνι και δέσαμε στο ντόκο. Οι ναύτες του πλοίου και οι εργάτες του λιμανιού, σαν μέλισσες εργάζονταν και σε λίγη μόνο ώρα, οι cargo αντλίες κάτω στο μηχανοστάσιο ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν και να στείλουν το πολύτιμο υγρό φορτίο στη στεριά. Η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι μεσημέρι. Μόλις είχα τελειώσει τη βάρδια μου και ως την επόμενη είχα οκτώ ώρες να σκοτώσω. Σίγουρα αυτός ο τρόπος δεν ήταν άλλος παρά η ξενάγηση μου στη καινούργια χώρα που ευρισκόμουν, στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.

Η Ιαπωνία χώρα της Ανατολικής Ασίας, αποτελείται από τέσσερα μεγάλα νησιά, το Κιούσου στο οποίο και ήταν η πόλη Ναγκασάκι, το Χονσού, το Σικόκου και το Χοκκάιντο, καθώς και από άλλα σχεδόν εφτά χιλιάδες μικρά νησάκια διασπαρμένα στο Ιαπωνικό Αρχιπέλαγος. Με αδημονία περίμενα να γνωρίσω την Ιαπωνική κουλτούρα και τη συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού, καθώς εκείνες τις εποχές παγκόσμια ήταν πολύ της μόδας οι ταινίες καράτε με τον Μπρούς Λή, και  οι περιπέτειες με τους ανίκητους Σαμουράι που πολεμούσαν με τα σπαθιά τους ενάντια στα τυφέκια και στα πολυβόλα των δυτικών.

Ήθελα να περιδιαβώ τα καταστήματα με τα ξακουστά ρολόγια seiko και τα φτηνά ηλεκτρονικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Να γευτώ το σούσι και να γνωρίσω τις Γκέισες και την ιστορία τους. Το σούσι είναι παραδοσιακό φαγητό που έχει ως βάση το ξυδάτο ρύζι σε συνδυασμό με θαλασσινά και εξαιρετικές σάλτσες σπουδαιοτάτης γεύσης. Οι Γκέισες ήταν μορφωμένες γυναίκες με ειδικές σπουδές στις τέχνες του χορού, της μουσικής και του τραγουδιού και της ποίησης, και υπηρετούσαν στις μεγάλες φεουδαρχικές αυλές του μεσαίωνα.

Το Ναγκασάκι έχει μια ιστορία που ξεκινά πριν από χιλιάδες χρόνια. Η πόλη υπήρξε κατά το μεσαίωνα κέντρο ευρωπαϊκής επιρροής και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η δεύτερη πόλη μετά τη Χιροσίμα που κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο βομβαρδίστηκε με ατομική βόμβα . Καταστράφηκε ολοσχερώς ίδια να τη χτύπησε γιγάντιος μετεωρίτης. Ήταν μια ολοκληρωτική καταστροφή που προκλήθηκε από τη διάσπαση του ατόμου σε μια προσπάθεια του ανθρώπου να αντικαταστήσει τη δύναμη του Θεού. Όλα ήταν φωτιά και οι άνθρωποι κάηκαν και έλιωσαν σαν λαμπάδες. Τα πτώματα ήταν σκόρπια παντού, και οι ετοιμοθάνατοι σαν μούμιες δίχως μάτια τρέκλιζαν πριν πεθάνουν. Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μέσα σε στιγμές μόνο, έπαψαν να υπάρχουν και έμειναν πόλεις νεκρές σταχτωμένες και απολιθωμένες. Άμορφοι σωροί από δομικά υλικά διαλυμένα στη μοριακή τους δομή, κατάκλυσαν τα τοπία που πριν ήταν κτισμένα τα κτίρια που αποτελούσαν τις πόλεις.

… Και μετά την απόλυτη καταστροφή, οι άνθρωποι ξανάκτισαν την πόλη. Της έδωσαν καινούργια μορφή, σύγχρονη και Ευρωπαϊκή. Μεγάλοι ουρανοξύστες και απέραντα κτιριακά συγκροτήματα στήθηκαν εξ αρχής, και η μεγάλη ανάπτυξη της ηλεκτρονικής βιομηχανίας υψηλών προδιαγραφών, κατέστησαν τη πόλη πλούσια και ευημερούσα. Οι άνθρωποι σαν μυρμήγκια δούλευαν και σε ταχείς ρυθμούς, κινούνταν σε κατάσταση απόλυτης πειθαρχίας. Ήταν όλα τυποποιημένα και προγραμματισμένα.

Περίμενα πως θα συναντούσα πράγματα διαφορετικά, όπως εκείνα που διάβαζα από μικρός στα βιβλία. Πως εδώ θα αναγνώριζα τον πολιτισμό της αρχαίας ιστορίας των παντοδύναμων φεουδαρχών και αυτοκρατόρων με τις πανστρατιές των Σογκούν και των Σαμουράι που τους προστάτευαν. Πως θα συναντούσα γυναίκες με κιμονό και μαζί άνδρες σύγχρονους στοιβαγμένους σε λεωφορεία να πηγαίνουν στις εργασίες τους. Όμως τίποτα δεν συνάντησα να μου τα θυμίζουν. Ήταν όλα σε μια απόλυτη τάξη και ο πλούτος διάχυτος παντού. Καταστήματα με ακριβά κοσμήματα και ηλεκτρονικά προϊόντα που ακόμα σε άλλη χώρα δεν είχαν εξαχθεί, άνθρωποι καλοντυμένοι με ακριβά κοστούμια κυκλοφορούσαν χωρίς να μας κοιτάζουν περίεργα καθώς ήμασταν διαφορετικοί, και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αμάξια μόνο ντόπιας κατασκευής.

Ήταν μια πόλη πλούσια και ανεπτυγμένη, περισσότερο από πολλές άλλες της σύγχρονης Ευρώπης.

ΠΑΓΩΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα είναι όμορφη ακόμα και το χειμώνα. Όταν ο φλοίσβος γίνεται βρυχηθμός που τρομάζει τις ήρεμες αισθήσεις, ακόμα και αυτός ο φόβος που προκαλεί έχει την ομορφιά του. Όταν η θάλασσα αγριεύει και δείχνει το θυμό της, όταν τα γαλάζια νερά ασπρίζουν και θολώνουν, όταν τα ρέματα και η ορμή της παρασέρνουν και εξαφανίζουν πλοία και στεριές, όταν τα κύματα ψηλώνουν στον αέρα και εξατμίζουν μυριάδες υδρατμούς και αλμυρίζουν την ατμόσφαιρα, τότε μπορεί κάποιος να τη γευτεί, να τη μυρίσει και να την ευφρανθεί, και να σκεφτεί το μεγαλείο που εμπερικλείει και κρύβει μέσα της. Πόση είναι η δύναμη της.

Το ζήτημα πολλές φορές είναι πως βλέπει κανείς τη θάλασσα. Μέσα σε ένα  όρμο να σκάζει αγριεμένη τα κύματα της χτυπώντας με βία τη στεριά, ή να κατατρώει με ορμή τις ακτές σε κάποιο ακρωτήριο. Ή ακόμα αντικρίζοντας την από μακριά στέκοντας σε κάποιο ύψωμα και απολαμβάνοντας ολόκληρη τη θέα της στο σωστό της μεγαλείο, χωρίς όμως να μπορούν όλες οι αισθήσεις να νιώσουν την πραγματική της διάσταση, αφού το θυμό της να αφουγκραστεί δεν δύναται, ούτε την μεγάλη της δύναμη να νιώσει όταν με αγριότητα ανακατεύει τα ύδατα της.

Εγώ το μεγαλείο της το έχω αντικρύσει και το έχω  νιώσει καταμεσής της θάλασσας μέσα σε άγρια και φουρτουνιασμένα  πελάγη, όταν ταξιδεύοντας με ποντοπόρα πλοία διασχίζαμε ωκεανούς επικίνδυνους από μια χώρα σε άλλη, πέρα πολύ μακριά στα πέρατα του κόσμου. Αντιμετωπίζοντας κρύο τσουχτερό, χιόνια και παγετό που έψυχε το πόσιμο νερό μέσα στα τάγκια στα πλευρικά του πλοίου. Σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν, που ακόμα και τα καζάνια του ατμού κάτω στις μηχανές εξωτερικά τα πάγωνε η κρυότης, και που με ευχαρίστηση τα αγγίζαμε για να ζεσταθούμε. Σε ταξίδια μακρινά και πρωτόγνωρα, σε τόπους που πάγωνε η θάλασσα και τα κύματα έμεναν μετέωρα σαν υδάτινα γλυπτά σε στερεά μορφή.

Σε ένα από τα μακρινά και ατελείωτα ταξίδια, θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα. Ο άνεμος τσουχτερός και το αγιάζι φαρμακερό σκέπαζε τη θάλασσα.

Μέσα στο πλοίο ναύτες και μηχανικοί με τις σκέψεις μας στη στεριά και στους αγαπημένους, παγωμένοι ανάβαμε τσιγάρο σάμπως ο καπνός να μας ζέστεναι τα σωθικά και την κρύα καρδιά. Κάναμε σουλάτσα πάνω κάτω στις σκάλες και στους διαδρόμους τάχα να ζεσταθούμε.

Ο αγέρας ήταν κρύος που μας έκαιγε σαν φωτιά και το ψύχος δριμύ διαπερνούσε τις κατάκλειστες σιδερένιες πόρτες που ήταν ερμητικά κλειστές, και μας πάγωνε τις άκριες του κορμιού και μας γέμιζε κρυοπαγήματα.

Και εγώ σκεφτόμουν, άραγε υπάρχει κόλαση, ή ο Θεός την έκαμε και τούτην πάνω στη γη; Είναι δυνατόν η κόλαση που την καίει η φωτιά να είναι χειρότερη από τον αδυσώπητο καιρό που με τόση μανία καίει η κρυότης;

Κουνώντας το κεφάλι μου δίπλα στα καζάνια του ατμού όπου είχα αράξει για να ζεσταθώ, αυτά έλεγα στον εαυτό μου. Και δίπλα μου ο γέρο θερμαστής ο Γκασφίκης, είπε πως καμιά άλλη φορά στην πολύχρονη θαλασσινή ζωή του δεν είχε συναντήσει τέτοιο παγωμένο καιρό. Καμιά άλλη φορά δεν γιόρτασε Χριστούγεννα όπως τώρα, με τόσο αβάσταχτο κρύο.

Και οι ναύτες πάνω στην κουβέρτα στην τραπεζαρία, περισσότερο κρύωναν και με έκσταση παρακολουθούσαν τη γιάλλα που θάμπωνε τα φινιστρίνια, ενώ ο άνεμος έξω που λυσσομανούσε, έμοιαζε να είχε αποκτήσει στέρεα μορφή καθώς πάγωναν οι υδρατμοί της θάλασσας μέσα στον αέρα.

Οι γιορτές και ιδίως οι θρησκευτικές, στις θάλασσες και στα πελάγη μακριά από αγαπημένους προκαλούν αισθήματα λύπης. Η μοναξιά και η νοσταλγία των Χριστουγέννων θλίβει τους ναυτικούς, που με το νου στα αγαπημένα τους πρόσωπα, βυθίζονται στις βαριές τους σκέψεις αναπολώντας τις όμορφες στεριανές οικογενειακές συνάξεις αυτών των γιορτινών καιρών. Όσο κι αν έχουν συμβιβαστεί με την μοναξιά της απομόνωσης μακριά από τους ανθρώπους, εντούτοις κυρίως τις μέρες των Χριστουγέννων, οι αγαπημένες θύμισες πνίγουν τις σκέψεις και οι φωνές των αγαπημένων ηχούν απόμακρες προκαλώντας τους περισσότερη νοσταλγία. 

Έτσι περνούν τα Χριστούγεννα, και όλες οι γιορτές πάνω στα ποντοπόρα πλοία που ταξιδεύουν μέρες πολλές με ορίζοντα μόνο τη θάλασσα σε όλες τις μεριές. Και όσοι αποφασίσουν αυτό το επάγγελμα, γνωρίζουν την μοναξιά της απομόνωσης. 

Όμως σ αυτό το ταξίδι δεν αρκούσαν οι στεριανές σκέψεις που μας στενοχωρούσαν, ήταν από πάνω ο κρύος καιρός που μας πάγωνε τα κόκκαλα και μας μούδιαζε τα κορμιά. Ήταν τα μεγάλα κύματα που σκαμπανέβαζαν το πλοίο, ήταν και η παγωμένη πνοή του ανέμου που έψυχε τις αναπνοές μας και μας έκανε να πονούμε από το αφόρητο κρύο.

Ήταν ένα καιρός που εγώ και οι άλλοι ναυτικοί σε κεινο το πλοίο, δεν είχαμε άλλη φορά συναντήσει στις θάλασσες που είχαμε ταξιδεύσει. Ήταν ένας παγωμένος καιρός ανήμερα Χριστουγέννων, όπου ο αγέρας κρύος σαν τη φωτιά μας έκαιγε, και το ψύχος δριμύ μας διαπερνούσε και μας πονούσε. 

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΙΟ WORLD KNOWLEDGE

Ο ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙΡΟΣ

Αγκομαχούσε η μηχανή και πάσκιζε με δύναμη να πάρει το βαπόρι κόντρα στα κύματα και τα ρεύματα. Ήθελε πολλούς ίππους δύναμη να το κινήσει καθώς ήταν ένα θεόρατο τάνκερ των 350 χιλιάδων τόνων, αλλά η μηχανή του ήταν δυνατή και σύγχρονη, έτσι συνεχίζαμε τον πλουν μας χωρίς μεγάλες έγνοιες και ανησυχίες στη σκέψη μας για τον άγριο καιρό που λυσσομανούσε έξω σε ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα της οργής του.

Το “World Knowledg” το θεόρατο τάνκερ που εκείνο τον καιρό το 1978, ήταν το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο, μπορούσε να πλεύσει υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες. Ήταν κατασκευασμένο να αντέχει στις πιο μεγάλες φουρτούνες χωρίς να βυθίζεται. Έτσι ήταν σχεδιασμένο στη θεωρία και στα χαρτιά, το ίδιο καλά ελπίζαμε να ήταν κατασκευασμένο.

Ποιο όμως ανθρώπινο κατασκεύασμα θα μπορούσε να αντέξει τη μήνη του Θεού; Πως θα μπορούσε η επιστήμη να ξεπεράσει τον δημιουργό; Οι δυνάμεις της φύσης είναι ανυπέρβλητες, και μόνο άσκεφτοι θα τολμούσαν να  της εναντιωθούν.

Σε τούτο το ταξίδι μας μέσα σε έναν θυελλώδη καιρό που διασχίζαμε μια θάλασσα πολύ φουρτουνιασμένη, τα κύματα δυνάμωναν και δυσθεώρατα μέσα στον σκοτεινιασμένο ουρανό, γίνονταν φοβερά ίδια όπως τον θυμωμένο καιρό. Ο ουρανός ήταν πίσσα κατάμαυρος ίδιος με το σκοτεινό φόβο που φωλιάζει στις καρδιές των ναυτικών όταν βλέπουν την ακραία επιδείνωση του καιρού και την αγριότητα των κυμάτων που δυναμώνουν και χτυπούν ανελέητα ότι βρεθεί στο διάβα τους. Οι αστραπές φώτιζαν τη σκοτεινιά, και οι βροντές από τα αστροπελέκια επισκίαζαν τον βρυχηθμό της θάλασσας. Τα ρεύματα έσμιγαν τη δύναμη τους με τα κύματα και τον δυνατό αγέρα σε μια πρωτόγνωρη καταστροφική δύναμη που έκαναν το τεράστιο πλοίο μας να μοιάζει καρυδοφλουτσο έρμαιο μέσα στη δύνη των δυνάμεων της φύσης.

Παρ όλα αυτά, ήμασταν περισσότερο καθησυχασμένοι έχοντας τις καλές προδιαγραφές του πλοίου υπ όψιν, το μόνο που μας ανησυχούσε ήταν ίσως μην κοπούμε στα δύο τόσο μεγάλο που ήταν, όταν κάποιο μεγάλο κύμα μας ανέβαζε ψηλά στην κορφή του.

Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των ναυτικών σε κακές καιρικές συνθήκες, είναι οι θύελλες και οι καταιγίδες που θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου.

Πολλοί ναυτικοί που διασχίζουν τους ωκεανούς με πετρελαιοφόρα και φορτηγά πλοία, εξιστορούν συμβάντα και περιστατικά που είδαν τα μάτια τους, απίστευτα και εξωπραγματικά, όμως αληθινά. Πράγματα και καταστάσεις που βίωσαν πάνω σε πλοία όταν με βιαιότητα η φύση εξαπέλυε τα στοιχεία της σε μια άγρια μεγαλοπρέπεια  που στο διάβα τους παράσερναν τα πλοία και έπνιγαν τους ναυτικούς.

Λένε ακόμα οι ναυτικοί πως όταν η θάλασσα αγριεύει στο μέγιστο βαθμό της, τίποτα δεν μένει όπως πριν, ούτε θάλασσα ούτε στεριά, και ότι ο κατακλυσμός του Νώε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα όμοιο ξέσπασμα της.

Λένε κάποιοι ναυτικοί πως συνάντησαν κύματα ύψους 30 μέτρων, και πως από πολλούς αιώνες αυτό παραμένει ένα φυλεγμένο μυστικό της θάλασσας που η επιστήμη ακόμα δεν γνωρίζει, και πως μέγιστο ύψος κύματος που έχουν καταγράψει, είναι έως 10 μέτρων. Πολλοί λοιπόν, αμφισβητούν τους ναυτικούς όταν μιλούν για την ύπαρξη γιγάντιων κυμάτων, και με πολλή δυσπιστία τους ακούνε να το λένε. Παρ όλα αυτά, κάποιοι ναυτικοί επιμένουν πως υπάρχουν στην πραγματικότητα, και πως στο πέρασμα τους τυλίγουν τα πλοία στις αγκάλες τους και τα ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη απ όπου τα κατακρημνίζουν στα βάραθρα των θαλασσών. Σπάνια γλύτωσε πλοίο που συναντήθηκε με τέτοια κύματα, γι αυτό σπάνια κάποιος θα ακούσει ναυτικό να μιλά γι αυτά, αφού κανένας συνήθως δεν γλυτώνει για να το διηγηθεί.

Τέτοια κύματα μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά και από το πουθενά, μπορούν όμως να δημιουργηθούν και από μεγάλη κακοκαιρία που τρικυμιάζει υπέρμετρα τη θάλασσα. Ενώ από τα πρώτα κάποιο πλοίο μπορεί ίσως να γλυτώσει καθώς είναι ψηλά αλλά κυλούν ομαλά σχηματίζοντας ίδιες βουνοκορφές, στα δεύτερα  κανένας δεν γλυτώνει καθώς είναι αδυσώπητα που όταν κινούνται σχηματίζουν δύνες και ρεύματα. 

Ήταν λοιπόν η θάλασσα και ο ουρανός σε κείνο το μακρινό ταξίδι που πλέαμε ένα εξώκοσμο θέαμα με τα κύματα να υψώνουν ως τον ουρανό, και η μουντή θέα τον γκρίζου ορίζοντα που άπλωνε έως εκεί που έγερνε η γης, είχε μια άγρια εξωπραγματική ομορφιά που γέμιζε φόβο τις καρδιές και έκανε τις σκέψεις μας ανήσυχες. Τα αλμυρά νερά των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στο πλοίο με τη βοήθεια του ανέμου που φύσαγε με ορμή, χτυπούσαν με δύναμη τις χοντρές λαμαρίνες δημιουργώντας ένα τσιριχτό και ανατριχιαστικό ήχο που τρυπούσε τα αφτιά μας, ενώ οι υδρατμοί που δημιουργούνταν από την εκτόνωση, θόλωναν τα φινιστρίνια καθώς το αλμυρό νερό άφηνε τα αποτυπώματα του πάνω στα γυαλιά.

Ήταν λοιπόν το θέαμα απόκοσμο και εφιαλτικό, ένα θέαμα όμως που μέριαζε το φόβο μας μπρος στη μεγαλοπρέπεια που είχε ο θυμωμένος καιρός.

Ήταν ένα θέαμα που ένας καλλιτέχνης άν βίωνε, θα είχε μεγάλη έμπνευση. Θα μπορούσε ο Αρίωνας να γράψει διθυράμβους, και ο Ευριπίδης ποίηση τραγική και λυπητερή.

Είναι πολλοί οι στεριανοί που θα ήθελαν κάποια στιγμή της ζωής τους να γνωρίσουν τη θάλασσα όταν πραγματικά είναι αγριεμένη, όμως θα το ήθελαν εκ του ασφαλούς. Είτε από μια ταινία σινεμά, είτε από διήγηση κάποιου ναυτικού, είτε αναγιγνώσκοντας κάποιο έντυπο που περιγράφει φουρτούνες και τρικυμίες.

Είναι πολλοί επίσης που τη φοβούνται και ούτε να τη δουν αγριεμένη δεν θέλουν, καθώς επηρεασμένοι από πολλούς συγγραφείς που έχουν υμνήσει την ομορφιά της, αλλά και ερμηνεύσει το θυμό της στη πραγματική του διάσταση, και που έχουν περιγράψει πόσο εύκολα βούλιαξε και εξαφάνησε καράβια και ανθρώπους.

Είναι μεγάλη η γοητεία της θάλασσας για όσους την έχουν ζήσει και αγαπήσει, αλλά και φόβος, πραγματικός τρόμος για τους περισσότερους που δεν την έχουν γνωρίσει. Πολλοί  δεν τολμούν ούτε να ανέβουν σε πλοίο όσο μεγάλο και ασφαλές να είναι, προτιμώντας ποτέ να μην ταξιδεύσουν, ποτέ να μην νιώσουν την υπέροχη αίσθηση του ταξιδευτή, ποτέ να μην γνωρίσουν άλλους τόπους θαυμαστούς και ωραίους εξόν από τον δικό τους, έχοντας συνάμα την αίσθηση πως η δική τους πατρίδα αποτελεί τον κόσμο όλο.

Η Θάλασσα είναι παράξενη, είναι μαγική, είναι όμορφη. Είναι πλανεύτρα πιότερο από μια γυναίκα, και επικίνδυνη ίδια με τη φωτιά. Τις φορές που είναι ήρεμη μοιάζει με κοιμισμένη ερωμένη χωρίς γκρίνια και απαιτήσεις, όταν όμως είναι αγριεμένη σηκώνει κύματα και σχηματίζει δυνατά ρεύματα επικίνδυνα και θανατερά. Κρύβει στο βυθό της μυστικά ανομολόγητα και ιστορίες τραγικές ανθρώπων που έχουν πνιγεί και βαποριών που έχουν εξαφανιστεί μέσα στο πούσι, και έχουν παντοτινά χαθεί . Φύκια ολάκερα σαν δένδρα και άλλη χλωρίδα βλαστημένη σε κοιλάδες και χαράδρες που μέσα φιλοξενούν όμορφα ψάρια αλλά και δράκους των παραμυθιών που η φαντασία του ανθρώπου δεν φτάνει. Μυστικά ανεξερεύνητα που η ανθρώπινη γνώση ποτέ δεν ανίχνευσε και ουδέποτε θα ανακαλύψει. Όποτε θέλει αγριεύει και σηκώνει τεράστια κύματα που υψώνουν ψηλά και σκοτεινιάζουν τον ουρανό.

Πελάγη και ωκεανοί λέξεις όμορφες, παιδιά της Γαίας και του Ουρανού του πρώτου Τιτάνα του παντός και της γης, που εγέννησαν τη θάλασσα και όλα τα νερά επί της γης.

Τη θάλασσα τη γαλάζια, την γκριζωπή, τη θολή, με τα τόσα άλλα χρώματα που αλλάζει ανάλογα με τον άνεμο που πνέει, τα ρεύματα που δημιουργούνται, και την ατμοσφαιρική πίεση και βαρύτητα.

Τη θάλασσα που απλώνεται στα πέρατα του κόσμου και σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος της γης, που απλώνεται στους ορίζοντες και ενώνεται με τον ουρανό, ένα σμίξιμο ταιριαστό, δύο στοιχεία που δημιουργούν ένα, ένα μεγαλόπρεπο θέαμα, μια εικόνα ασύλληπτη και εκπληκτική.

Η θάλασσα είναι όμορφη και μαγευτική. Είτε ησυχασμένη, είτε τρικυμισμένη, είτε κοιμισμένη, είτε αγριεμένη. Είναι μυστήρια, επικίνδυνη και τρομακτική, είναι όμως και αγαπημένη. Μέσα στα σπλάχνα της κρύβει ναυάγια άγνωστα χαμένα και βυθισμένα, κρύβει ολόκληρη την ιστορία του κόσμου που την περιβάλλει από την κοσμογονία και τη δημιουργία της γης. Χιλιάδες τα ναυάγια στους βυθούς των θαλασσών, μυριάδες τα είδη  χλωρίδας και πανίδας στους ωκεανούς.

Το μεγάλο πλοίο έσκιζε τα ψηλά κύματα καθώς ο έλικας σταθερά γύριζε την προπέλα ενάντια στην δυνατή αντίσταση των ρευμάτων. Τα ψηλά κύματα μας ανέβαζαν στις κορφες των κυμάτων αφήνοντας την πλώρη και την πρύμη μετέωρες στο κενό. Και ακούγαμε τον τσιριχτό ήχο των λαμαρίνων που ταλάντωναν από το βάρος του πλοίου καθώς δεν ακουμπούσαν στο νερό, ακούγαμε το σιδερένιο σκαρί που έτριζε υπόκωφα και ανατριχιαστικά και ύστερα ακούγαμε τον ήχο όταν το πλοίο έσκαγε στη θάλασσα και βυθιζόταν στο νερό

Όμως το “World Knowledg” ήταν ένα θεόρατο τάνκερ το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο και μπορούσε να πλεύσει στις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθώς ήταν κατασκευασμένο να αντέχει στις πιο μεγάλες φουρτούνες χωρίς να βυθίζεται. Έτσι ήταν σχεδιασμένο στη θεωρία και στα χαρτιά, το ίδιο καλά κατασκευασμένο ήταν και με ασφάλεια μας ταξίδευε, έτσι ελπίζαμε εμείς οι ναυτικοί. 

ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΩΝ ΒΕΡΜΟΥΔΩΝ

Η θάλασσα έχει πολλά μυστικά αφανέρωτα τα οποία είναι καλά κρυμμένα στα απύθμενα και άγνωστα νερά της. Μια από τις περιοχές με τα μεγαλύτερα μυστήρια, είναι το τρίγωνο των Βερμούδων, μια περιοχή στο δυτικό τμήμα του Βόρειου Ατλαντικού που ορίζεται από τις Βερμούδες, το Μαϊάμι και το Σαν Χουάν στο Πόρτο Ρίκο. Αεροσκάφη και πλοία λέγεται ότι έχουν χαθεί με μυστηριώδη τρόπο στην περιοχή, ότι δεν βούλιαξαν, αλλά έχουν εξαφανιστεί και μεταφερθεί σε μια άλλη διάσταση.

Ιστορίες και μύθοι έχουν αποδώσει αυτές τις εξαφανίσεις σε παραφυσική δραστηριότητα, γι αυτό πολλοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί μύθου, καθώς ύστερα από έρευνες κανένα ίχνος κάποιου υπερφυσικού φαινομένου δεν εντοπίστηκε.

Όμως τα περιστατικά που συνέβησαν είναι πολλά και ανεξήγητα, γι’ αυτό το μέρος το ονομάζουν επίσης, τρίγωνο του διαβόλου.

Υπάρχουν αμέτρητες θεωρίες για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις κάποιες από τις οποίες σχετίζονται με φυσικά, και άλλες μα παραφυσικά φαινόμενα.

Κάτοικοι ορισμένων περιοχών έχουν τις δικές τους ιστορίες για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις, έχουν τις δικές τους εκδοχές για το τρίγωνο των Βερμούδων και το ονομάζουν περιοχή των μαγισσών γιατί έχουν ανακαλύψει παράξενα ευρήματα μέσα στη θάλασσα. Ένα ναυάγιο σιδερένιου πλοίου βυθισμένο αύτανδρο στα 300 μέτρα ανέπαφο και σε ίδια καλή κατάσταση, κάθεται για πολλές δεκαετίες στο βυθό με ένα ασυνήθιστο τρόπο, χωρίς οι επιστήμονες να μπορούν να εξηγήσουν τους λόγους που παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα και στη φθορά του χρόνου μέσα στ αλμυρό νερό. Πολλές οι ιστορίες που λέγονται, και επειδή τα περιστατικά εξαφανίσεων στην περιοχή αναρίθμητα συσσωρεύονται, η φήμη του Τριγώνου για παρελθόντα ναυάγια και εξαφανίσεις μυστήριες αρχίζουν να αναλύονται υπό το πρίσμα του μύθου και του παράδοξου.
Για τις απόκοσμες και παράδοξες ιστορίες που ταχτικά συνέβαιναν κατά πως έλεγαν πολλοί, είχαμε συζήτηση μεταξύ μας το πλήρωμα του πλοίου τις παρελθούσες εκείνες μέρες μιας εποχής που η εφοπλιστική εταιρεία του Σταύρου Νιάρχου στην οποία ήμουν ναυτολογημένος, έκλεισε συμβόλαιο για ορισμένα δρομολόγια μεταφοράς πετρελαίου από τη Λιβύη στο Free Port της Αμερικής.

Είχα ξεμπαρκάρει από το πλοίο “Euginie S. Niarchos” και μπαρκάρισα σχεδόν αμέσως στο τέταρτο κατά συνέχεια πλοίο της ίδιας εταιρείας.

Ήταν το “World Knowledge”, ένα τάνκερ τεραστίων διαστάσεων και χωρητικότητας, το τρίτο μεγαλύτερο σε όλο τον κόσμο. Χωρούσε 350 χιλιάδες τόνους και ήταν μήκους πέραν τον 500 μέτρων. Και καθώς ήταν πολύ μεγάλο για να μπορεί να δένει στα περισσότερα λιμάνια, συνήθως αγκυροβολούσε στα βαθιά και φορτοεκφόρτωνε από πλατφόρμες. Σε αυτό το πλοίο έλαχε εκείνο τον καιρό να είμαι μπαρκαρισμένος.

Το δρομολόγιο μας ξεκινούσε από τερματικό σταθμό της Λιβύης, και αφού διαπλέαμε τη Μεσόγειο και περνούσαμε τα στενά του Γιβραλτάρ, μπαίναμε στον Ατλαντικό ωκεανό. Με προορισμό τις Μπαχάμες, περνούσαμε από τα επικίνδυνα νερά του τριγώνου των Βερμούδων, και φτάναμε στο λιμάνι του Free Port όπου ξεφορτώναμε.

Στους επίσημους χάρτες η περιοχή ως Τρίγωνο των Βερμούδων  δεν αναφέρεται και δεν αναγνωρίζεται, απλά γίνεται προφορικός λόγος για την περιοχή ως φανταστικό δημιούργημα των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, το μυστήριο που περιβάλλει την περιοχή είναι πραγματικό, και τα πλοία και αεροσκάφη που έχουν χαθεί είναι επίσης πραγματικότητα.

Ήταν μια ήσυχη νύχτα του χειμώνα με τη θάλασσα γαληνεμένη και τον ουρανό ξάστερο χωρίς ένα σύννεφο να σκιάζει το φως των αστεριών.

Μόνη αίσθηση χειμωνιάτικη ήταν το τσουχτερό κρύο, και όλοι που δεν είχαμε βάρδια μαζευτήκαμε από νωρίς στο ζεστό καθιστικό για να δούμε μια ταινία σινεμά που είχαμε παραλάβει τα καρούλια της στο προηγούμενο λιμάνι. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ που κατά σύμπτωση αναφερόταν στα επικίνδυνα νερά των Βερμούδων, που επίσης κατά σύμπτωση εκείνες τις ώρες το πλοίο μας τα έπλεε.

Ήταν πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με έντονο το μυστήριο που κάλυπτε τα παράξενα και ανεξήγητα που συνέβαιναν σ’ αυτή τη θάλασσα, που έκανε τη φαντασία μας να οργιάζει και μια αίσθηση ανησυχίας και φόβου να μας καταλαμβάνει. Παράξενες σκέψεις κυρίευσαν το μυαλό μου και καθώς ήμουν πολύ νέος, εύκολα επηρεάστηκα και παρασύρθηκα στη δίνη του φόβου από τις παραδοξολογίες και τα απόκοσμα φαινόμενα που συναβαιναν σε τούτη τη θάλασσα. Σκεφτόμουν μήπως τόχε η μοίρα μας να πάθουμε και εμείς το ίδιο, και αν όχι σ’ αυτό το ταξίδι, μήπως στο επόμενο ή στο μεθεπόμενο, ή σε κάποιο άλλο, αφού τα επόμενα δρομολόγια του πλοίου σ’ αυτή τη θάλασσα θα ήσαν αρκετά.

Με ανήσυχες σκέψεις να μου τριβελίζουν το μυαλό αλλά και πολλή περιέργεια, όταν τέλειωσε η ταινία βγήκα στο πρυμναίο κατάστρωμα να δω την περί του λόγου θάλασσα του διαβόλου, που τόσα ανεξήγητα σε αυτήν είχαν συμβεί, και πάνω της είχαμε τη μοίρα μας εκείνες τις ώρες.

Την είδα μαύρη και σκοτεινή, χωρίς τα αστέρια στον ουρανό να της δίνουν κάποια έστω μικρή αναλαμπή. Έμοιαζε μαύρη πίσσα ίδια του διαβόλου. Ακόμα και τα αφρισμένα νερά που αναταράσσονταν από την προπέλα δεν άσπριζαν, παρέμεναν και αυτά σκοτεινά. Μου φάνηκε περίεργο και αφύσικο υπό το σχεδόν άπλετο φως των αστεριών που έφεγγαν στο ουράνιο στερέωμα να είναι η θάλασσα τόσο πολύ σκοτεινή. Κάτι δεν έδειχνε φυσιολογικό, κάτι έμοιαζε να υπάρχει στην ατμόσφαιρα υπερφυσικό και απόκοσμο. Κάτι που ίσως να ήταν μόνο της σκέψης μου, αλλά που επηρέαζε τη φαντασία μου και έκανε τις σκέψεις μου ανήσυχα φοβισμένες.

Κοίταζα επίμονα σε όλο τον ορίζοντα προσπαθώντας να ξεχωρίσω κάτι υπαρκτό εκτός από το βαθύ σκοτάδι, έστω κάποια σκιά, θέλοντας να καθησυχάσω τις επηρεασμένες μου σκέψεις πως δεν πλέαμε πάνω σε αφύσικη  θάλασσα κάποια άλλης διάστασης  στην οποία ίσως μεταφερθήκαμε από τα παράξενα παραφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στην καταραμένη θάλασσα του τριγώνου.

Κοίταξα πάνω τ αστέρια στον ουρανό, και μεγαλύτερη αγωνία με κυριευσε, γιατί είδα και αυτά να ξεθωριάζουν σιγά και αβίαστα, και σιγά να σβήνουν και να σκοτεινιάζουν αφήνοντας μαύρη πίσσα το σκοτάδι να παίρνει τη θέση τους. Ολόκληρο το πλοίο βυθίστηκε στο σκότος με μόνο σημάδι από φως, το λιγοστό που έβγαινε από τη χαραμάδα της σιδερένιας πόρτας που οδηγούσε εντός του πλοίου.

Αν κάποια φυσική απειλή υπήρχε προερχόμενη εκ της θαλάσσης τίποτα δεν το έδειχνε, ήταν  μόνο ένα βαθύ συναίσθημα φόβου εντός μου προερχόμενο από τις ιστορίες που έλεγαν οι άνθρωποι πως συνέβαιναν, ιστορίες παράδοξες και ανατριχιαστικές που μου αναστάτωσαν το υποσυνείδητο, και μου δημιούργησαν φοβίες βγαλμένες από το ασυνείδητο.

Ακουμπισμένος στα ρέλια σαν άγαλμα ακίνητος έστεκα, και μου φαινόταν πως ένιωθα στην ατμόσφαιρα μια απειλή. Ανεξέλεγκτη η φαντασία μου κάλπασε φέρνοντας στο νου μου τις φοβερές ιστορίες για τούτο τον τόπο που παρακολούθησα προηγουμένως στο ντικυναντλερ, και ρίγος φόβου άρχισα να αισθάνομαι πως σιγά με διαπερνούσε. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως το απόλυτο σκοτάδι που ξαφνικά μας σκέπασε δεν ήταν από αφύσικα ή μεταφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στην περιοχή αλλά ίσως ήταν του καιρού, και πως τα σύννεφα και η ομίχλη έκρυψαν τα αστέρια και τη θάλασσα δημιουργώντας το απόλυτο σκοτάδι, αυτό το απύθμενο και κατάμαυρο χρώμα της νύχτας που ξαφνικά μας σκέπασε οδηγώντας με στις φοβερές σκέψεις που σαν ερινύες μου αναστάτωσαν όλο το είναι…

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, οι κακές σκέψεις όμως με είχαν καθηλώσει σε στάση ακίνητη για πολλή ώρα. Ώσπου σε κάποια στιγμή αντιλήφτηκα το σκοτάδι να φεύγει και τη θέση του να παίρνει το ροδαλό φως της αυγής και τον ορίζοντα να ξεχωρίζει, ενώ το μαύρο της θάλασσας και αυτό σιγά να χρωματίζει στο χρώμα του μπλε, το φυσικό του ουρανού και του νερού.

Ήταν ξημέρωμα μιας άλλης μέρας συνηθισμένης όπως τόσες άλλες, που το φως της έδιωξε τις μαύρες και κακές μου σκέψεις που ίσως ήταν του μυαλού μου δημιουργήματα, σκέφτηκα με ανακούφιση.

ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΜΗΧΑΝΗΣ ΕΝ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ

Από την αρχαιότητα τα υγρά φορτία κυρίως λάδι, κρασί και δημητριακά, μεταφέρονταν από τη μια χώρα στην άλλη με πλοία μέσα σε αμφορείς και αργότερα βαρέλια, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Καθώς οι άνθρωποι αναπτύσσονταν και οι ανάγκες τους μεγάλωναν, αναζήτησαν άλλες λύσεις ευκολότερες.

Και σκέφτηκαν οι Έλληνες καπεταναίοι και εφοπλιστές,

-γιατί να μεταφέρουμε προϊόντα σε βαρέλια πάνω στα πλοία, και δεν φτιάχνουμε πλοία βαρέλια με αμπάρια και δεξαμενές;

Έφτιαξαν λοιπόν οι Έλληνες πρώτοι τα φορτηγά και τα δεξαμενόπλοια πλοία. Πρώτα μικρά σε μέγεθος, αλλα στη συνέχεια πολύ μεγάλα.

Στην εποχή της κυριαρχίας των Ωνάση και Νιάρχου, ξεπερνώντας κάθε λογική, έφτιαξαν δεξαμενόπλοια πέραν των 350 χιλιάδων τόνων.

Το “World Knowledge” πλοίο 350 χιλιάδων τόνων, μας ταξίδευε στον Ειρηνικό ωκεανό με προορισμό την Κορέα. Η θάλασσα ήταν ταραγμένη, αλλα το θεόρατο πλοίο την έσκιζε χωρίς δυσκολία.

Σκεφτόμουν πως θα ήταν ένα εύκολο ταξίδι χωρίς προβλήματα και χωρίς κάποιο δύσκολο συμβάν στο μηχανοστάσιο, αφού το πλοίο ήταν αρκετά καινούργιο και όλοι οι μηχανισμοί τελευταίας τεχνολογίας δούλευαν αυτόματα.

Πλέαμε με προορισμό το λιμάνι της Σεούλ, και μετά από μερικές μέρες μπήκαμε στην Κίτρινη θάλασσα της Κίνας όπου συναντήσαμε τρικυμία, που ολοένα δυνάμωνε.

Η Κίτρινη Θάλασσα πήρε το όνομά της από το χρώμα της ιλύος και της άμμου που μεταφέρουν σ αυτήν τα ποτάμια, και που παίρνει κίτρινο χρώμα κατά τις σφοδρές θύελλες από τις οποίες πλήττεται συχνά.Η θάλασσα λοιπόν κιτρίνισε, και η ατμόσφαιαρα άλλαξε. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει και η μέρα να σκοτεινιάζει.

Δεν αρκούσε που χάλασε ο καιρός, δεν αρκούσε που η ατμόσφαιρα γέμισε κίρινη άμμο από της ερήμους της Κίνας, μας έσπασε και ένα πιστόνι της μηχανής.

Η μηχανή είχε οκτώ τεράστια πιστόνια που έδιναν κίνηση στην προπέλα. Δεν ήταν εύκολο να κινηθεί με τα αλλα εφτά, γιατί θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά. Έτσι έπρεπε να φουντάρουμε και να αλλάξουμε το σπασμένο πιστόνι. Μέσα στο πλοίο υπήρχαν όλα τα ανταλλακτικά, και οι ανώτεροι αξιωματικοί μηχανικοί, είχαν καλές γνώσεις για να προβούμε σε επισκευή της μηχανής. Αν ήμασταν σε λιμάνι, θα παίρναμε βοήθεια από τη στεριά, αλλα καθώς ήμασταν μεσοπέλαγα και εν μέσω τρικυμίας, έπρεπε την σκληρή αυτή εργασία να την κάνουμε εμείς. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν η θαλασσοταραχή που σιγά δυνάμωνε, και το πλοίο χωρίς τη μηχανή να δουλεύει, ήταν ακυβέρνητο και έρμαιο του καιρού.

Ρίξαμε λοιπόν άγκυρα, και στρωθήκαμε στη δουλειά. Ήταν μια δύσκολη εργασία και επικίνδυνη, καθώς το πλοίο ταρακουνιόταν και δεν μας άφηνε να δουλέψουμε. Το σπασμένο πιστόνι ήταν τεράστιο, τόσο μεγάλο, που όταν το αφαιρέσαμε, κρεμαστήκαμε μέσα στο χιτώνιο το οποίον άνετα μας χωρούσε και αρχίσαμε να το τρίβουμε. Ήταν μια επίπονη εργασία που πολύ μας κούρασε, αφού το μποτσάρισμα άλλαζε η φορά της βαρύτητας μας. Έπρεπε ενώ κρεμιόμασταν στο κενό μέσα στον κύλινδρο,

να κρατούμε σταθερή θέση και ισορροπία με τα γόνατα ακουμπισμένα στα τοιχώματα, ώστε να έχουμε τη κατάλληλη δύναμη να ξύσουμε την πετρωμένη τέφρα από τις εκρήξεις των καυσίμων.

Το πλήρωμα της μηχανής ήταν λιγοστό, καθώς το πλοίο ήταν τελευταίας τεχνολογίας και αυτόματο.

Όλα λειτουργούσαν από το control room του μηχανοστασίου που ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο με κονσόλες, πίνακες, και πάνελς φορτωμένα με όλα τα απαραίτητα indicators και διακόπτες που με τον κατάλληλο χειρισμό έδιναν τις ανάλογες οδηγίες στη μηχανή και στα βοηθητικά μηχανήματα. Όλοι μας, ακόμα και ο Πρώτος σκύψαμε στη δουλειά. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, η θάλασσα δυνάμωνε και μπορούσε να μας βουλιάξει αν το ρεύμα μας έπαιρνε κόντρα στον καιρό και κάποιο μεγάλο κύμα μας χτυπούσε στο πλευρό.

Τρία ολόκληρα ημερόνυχτα χωρίς ύπνο και ξεκούραση, δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά. Άλλοι έτριβαν με σμυριδόσκονη τα πέκκα, και άλλοι ετοίμαζαν το καινούργιο πιστόνι που στερεωμένο για πολύ καιρό δίπλα στη μηχανή, χρειάστηκε πολύ δουλειά να καθαριστεί, να τριφτεί και να ετοιμαστεί. Η δύσκολη δουλειά όμως ήταν μέσα στο χιτώνιο. Περιμένοντας ώρες να κρυώσει, μετά έπρεπε να αφαιρέσουμε από τα τοιχώματα τις τεράστιες πετρωμένες ποσότητες τέφρας που κόλλησαν συνέπεια της ζημιάς. Μέσα χωρούσε μόνο ένας, γι αυτό με τη σειρά κρεμιόμασταν και με ξύστρους και κοπίδια, πρώτα ξύσαμε και ύστερα τρίψαμε καλά χωρίς να αφήσουμε ίχνος ξένης ουσίας πάνω στο εσωτερικό μέταλλο.  

Ο πρώτος μηχανικός ένας μάγκας άνθρωπος που επέβαλλε την προσωπικότητα του χωρίς φωνές και θυμούς παρα μόνο με την ευγενική του συμπεριφορά, είχε ένα ξενόφερτο όνομα, τον έλεγαν Γαταγά. Είναι το μόνο όνομα πρώτου που ενθυμούμαι από ολόκληρη την ναυτική καριέρα μου σήμερα μετά από πολλά χρόνια, καθώς κανέναν ουδέποτε φωνάζαμε ονομαστικά, αλλά τους καλούσαμε ως είθισται με τον αγγλικό όρο chief, δηλαδή αρχηγό.

Ήταν πάντα ευγενής και προσιτός, και έχαιρε εκτίμησης από όλο το πλήρωμα, ιδιαίτερα ημών των μηχανικών.

Μας κάλεσε όλους στο control room και ψύχραιμα μας εξήγησε τη δύσκολη κατάσταση. Ήταν μεγάλος ο κίνδυνος μέσα στην τόση θαλασσοταραχή που σβήσαμε τη μηχανή μας εξήγησε, αλλα δεν γινόταν αλλιώς. Γι αυτό, χωρίς αναπαμό θα έπρεπε να ξεπεράσουμε εαυτόν και να αλλάξουμε το πιστόνι το γρηγορότερο πριν ίσως κάποιο μεγάλο κύμα μας πάρει από κάτω.

Με την αίσθηση του κινδύνου που μας απειλούσε και με υπευθυνότητα, στρωθήκαμε στη δουλειά υπό την καθοδήγηση του πρώτου. Δεύτερος, τρίτοι, Junior (εγώ), λαδάδες και καθαριστής, επιδοθήκαμε σε σκληρή μάχη με το χρόνο για να προλάβουμε τον καιρό.

Η μέρα πέρασε, πέρασε και η πρώτη νύχτα. Καλά κρατούσαμε και καλά αντέχαμε. Φαγητό τρώγαμε στο πόδι, τον καφέ σχεδόν τον ξεχάσαμε , ακόμα και για τσιγάρο δεν σταματούσαμε.

Μας βρήκε η δεύτερη νύχτα χωρίς ακόμα να έχουμε τελειώσει, και με την ανησυχία μας να μεγαλώνει καθώς ο καιρός επιδεινωνόταν, άρχισε και η κούραση να δείχνει τα σημάδια της πάνω μας. Όταν μόλις για λίγο μπαίναμε στη δροσιά του control room για ένα καφέ, στην καρέκλα που καθόμασταν όσο και να προσπαθούσαμε να κτατηθούμε ξύπνιοι, τα μάτια μας έκλειναν μόνα τους. Με το ζόρι θυμάμαι όπως να ήταν χθες, τα κρατούσα με τα δάχτυλα ανοιχτά. Θυμούμαι καλά, με τη σειρά άφηνα πρώτα το ένα και ύστερα το άλλο να κλείσει λίγο να ξεκουραστεί, ενώ με τα δάχτυλα κρατούσα τιε βλεφαρίδες να μην κλείνουν σε μια δύσκολη προσπάθεια μου να μην κοιμηθώ. Παρ όλα αυτά, έστω για δευτερόλεπτα θυμάμαι, ο Μορφέας πιο ισχυρός, με έριχνε σε υπνώττουσες στιγμές γεμάτες ανήσυχα ονείρατα, άλλα φοβικά, και άλλα χαρωπά. Σε απειροελάχιστα μικρές ονειρικές αναλαμπές, με γεγονότα φανταστικά και πραγματικά, που παρέλαυναν  μπροστά σαν αληθινά όπως σε γρήγορη κινηματογραφική ταινία. Μας έβλεπα από την κορφή του ψηλού κυμάτου να πέφτουμε σε βαθύ έρεβος, μας έβλεπα βουλιαγμένους μέσα σε θολό νερό χωρίς αναπνοή, και σαν αλαφροΐσκιωτος πεταγόμουν προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Μας έβλεπα ακόμα να πλέουμε σε γαλήνια νερά με τον ουρανό καταγάλανο και τους γλάρους να πετούν χαμηλά, σημάδι καλό, σημάδι, πως φτάναμε στον προορισμό μας. Και εγώ στα ρέλια ακουμπισμένος να αγναντεύω τον ορίζοντα προσπαθώντας να διακρίνω τη στεριά.

Πέρασε και η δεύτερη  νύχτα, πέρασε και η μέρα που ξημέρωσε, επιτέλους τελειώσαμε. Σφίξαμε την τελευταία βίδα, και κάναμε ενα τελευταίο γενικό έλεγχο.  Ο Πρώτος αφού ειδοποίησε τον καπετάνιο και πήρε το ahead slow, κάνοντας τον σταυρό του, έσπρωξε το παράλληλο χειριστήριο ξεκινώντας τη μεγάλη μηχανή. Όλα ήταν εντάξει, σιγά πιάσαμε την ταχύτητα μας και νιώσαμε επίσης σιγά το πλοίο να σταθεροποιείται και το μπότζι να λιγοστεύει. Η πανίσχυρη μηχανή έδινε αγόγγυστα στροφές στον άξονα και στην προπέλα που έσπρωχνε πίσω τα νερά και μας οδηγούσε μπροστά, αφήνοντας πίσω την αγριεμένη θάλασσα με βιάση, ώστε γρήγορα να πιάσουμε στο απάνεμο λιμάνι της Σεούλ. 

ΣΤΗ ΣΕΟΥΛ

Από παλιά έως σήμερα, η ζωή των ναυτικών καθώς σκληρότερη των στεριανών με τις δυσκολίες της απομόνωσης μακριά από στεριές και ανθρώπους και μέσα στο ατελείωτο υδάτινο στοιχείο, αναπτύσσουν διαφορετικές νοοτροπίες και τρόπους σκέψης.

O άνθρωπος έχει το χάρισμα της προσαρμογής στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον τρόπο διαβίωσης του, και αποχτά ικανότητες, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες συμπεριφορές και δράσεις που του κάνουν τη ζωή ευκολότερη.

Όταν λοιπόν ένας ναυτικός περνά την περισσότερη του ζωή πάνω στα καράβια, όταν συναναστρέφεται με ελάχιστους ανθρώπους- συναδέλφους του, οι ορίζοντες των ενδιαφερόντων του μένει στενός. Όταν ζει μακριά από τους δικούς του επί μακρού καιρού, ο νόστος του γυρισμού του προκαλεί νοσταλγία και θλίψη. Είναι γι αυτό φυσικό να εφευρίσκει τρόπους για να σπάζει τη μονοτονία της καθημερινότητας, τρόπους που ο στεριανός θα απέφευγε ένεκα εναλλακτικών λύσεων, που στον ναυτικό όμως δεν δίνεται η δυνατότητα. Κάποιοι ναυτικοί στην πάλη τους με τα υπερκόσμια στοιχεία της θάλασσας, αποκτούν απεριόριστες γνώσεις καθώς πλέοντας όλες τις θάλασσες του κόσμου γίνονται παντογνώστες και φιλόσοφοι, έτσι που με τη σοφία των εμπειριών τους, μεταδίδουν στον υπόλοιπο κόσμο πράγματα και θαύματα αφανέρωτα, που ευρίσκονται κρυμμένα στα βάθη των ωκεανών.  

Στα ποντοπόρα πλοία που τα ταξίδια είναι πολυήμερα, τα πληρώματα αναμένουν τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο λιμάνι, με αγωνία να αναζητήσουν τρόπους διασκέδασης και εκτόνωσης.

Έτσι σε κάθε λιμάνι υπάρχουν στέκια για τη διασκέδαση των ναυτικών. Γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία των πελατών τους να ξεδώσουν σκορπώντας απλόχερα τα χρήματα τους, κάποιοι έξυπνοι επιχειρηματίες, προσάρμοσαν τη διασκέδαση στα μέτρα των ναυτικών, και ιδιαίτερα των Ελλήνων ναυτικών, καθώς τους καιρούς εκείνους τα περισσότερα καράβια ήσαν Ελληνικά. Σε πολλές χώρες όπου τα λιμάνια ήσαν μεγάλα και ελλιμένιζαν πολλά πλοία, λειτουργούσαν Ελληνικά κέντρα διασκεδάσεως. Στο Κέϊπ Τάουν, στην Νέα Ορλεάνη, στην Κωστάντζα, στο Ρόττερνταμ, και αλλού.

Το μεγαθήριο τάνκερ «World Knowledge» το τελευταίο στο οποίο εμπαρκάρισα, έδεσε τις πρωινές ώρες στο λιμάνι της Σεούλ. Ήμουν στο πλοίο περίπου δέκα μήνες. Η διαβίωση σ αυτό ήταν καλή, και υπήρχαν όλες οι ανέσεις. Υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη με όλων των ειδών τα βιβλία, και ωραιότατος χώρος ξεκούρασης όπου καθόμουν τις ατελείωτες ώρες της σχόλης μου, μετροφυλλώντας τα και διαβάζοντας τα. Στο ταξίδι αυτό με προορισμό την Σεούλ της Κορέας, ανάτρεξα σε βιβλιογραφία και πληροφορήθηκα την ιστορία της χώρας.

Η Σεούλ είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Κορέας. Η πόλη χρησίμευσε ως πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια παλιών δυναστειών, και μετά την καθιέρωση της Δημοκρατίας της Κορέας το 1948, έγινε πρωτεύουσα άλλη μια φορά και υποδείχθηκε η κυρίαρχη πόλη του έθνους. Είναι μια από τις πολυπληθέστερες και πυκνοκατοικημένε πόλεις στον κόσμο.

Η Κορέα είχε καταληφθεί από την Ιαπωνία το 1895. Η Ιαπωνική κατοχή υπήρξε βάρβαρη ανάγκαζε τον πληθυσμό σε καταναγκαστική εργασία και τις γυναίκες σε υποχρεωτική πορνεία χάριν των στρατευμάτων κατοχής.

Λίγο πριν την πτώση της Ιαπωνίας, Ρωσικά και Αμερικάνικα στρατεύματα εισέβαλαν στην χώρα όπου συμφώνησαν στον διαχωρισμό της.

Βόρεια της χώρας εγκαταστάθηκαν Κομμουνιστές, και νότια φιλοδυτικοί. Το 1950, η βόρειος Κορέα εισέβαλε στη νότια, και έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που διήρκησε τρία χρόνια, κατά τον οποίον έλαβαν μέρος και Ελληνικά στρατεύματα ως σύμμαχοι των ΗΠΑ,

Η σύρραξη τερματίστηκε με συνθήκη μετά από 3 χρόνια, στο ίδιο σημείο απ' το οποίο είχε αρχίσει, χωρίς νικητές, έχοντας καταστεί μια μεγάλη τραγωδία με πολλά θύματα και χωρίς κανένα όφελος στις δύο πλευρές.

Έκτοτε, υπάρχει ένας ψυχρός πόλεμος μεταξύ τω δύο πλευρών, ένας ακήρυχτος κρυφός πόλεμος προκλήσεων και αντιπαραθέσεων.

Την εποχή του ταξιδιού μου στη χώρα κοντά στο 1978, παγκόσμια κυριαρχούσε η Αμερική περισσότερο από τη Σοβιετική ένωση, αυτό όμως δεν μας έδινε μεγάλο αίσθημα ασφάλειας, γιατί και η Ρωσία ήταν μια υπερδύναμη που στήριζε το δικτατορικό και απρόβλεπτο καθεστώς της Βόρειας Κορέας.

Έτσι με προσοχή καθώς μας συμβούλευσε ο Καπετάνιος, κατεβήκαμε στην πόλη να σεργιανίσουμε, να ψωνίσουμε και να διασκεδάσουμε. Ενώ η πόλη ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες του κόσμου, η κίνηση στους δρόμους ήταν πενιχρή. Τα καταστήματα φτωχικά, και χωρίς εμπορεύματα να μας ενδιαφέρουν. Σουλατσάραμε τους δρόμους, χωρίς να βρίσκουμε κάποιο μαγαζί με ενδιαφέρον. Περνώντας έξω από ένα κομμωτήριο δυο τρεις φορές, δυο κοπελίτσες που εργάζονταν μέσα, μας χαμογέλασαν. Την Τρίτη φορά, εγώ και ο ηλεκτρολόγος, αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Μόλις λίγη ώρα πριν είχαμε ξυριστεί στο πλοίο, αλλά εφ όσον μας καλούσαν με τον τρόπο τους και καθώς ήταν και ομορφούλες, μπήκαμε μέσα. 

Μονομιάς οι κομμωτριούλες μας παρέλαβαν και μας οδήγησαν στις καρέκλες. Μιλούσαν ελάχιστα Αγγλικά, έτσι η συνεννόηση μας ήταν δύσκολη. Εγώ νεαρός και σχεδόν αμούστακος, πάνω στο πλοίο δεν ξυριζόμουνα παρά μόνο κάθε που πιάναμε λιμάνι. Σε αυτό το ταξίδι μια μοναδική λεπίδα ξυρίσματος που είχα, μου βγήκε μασσή, με αποτέλεσμα να γδάρω το δέρμα μου και να πονώ. Όμως η κοπελίτσα ήταν πολύ καλή στη δουλειά της. Μου έβαλε πρώτα κρέμες και ύστερα κομπρέσες ώστε να ανακουφιστεί το δέρμα και να απαλύνει ο πόνος. Ακολούθως μετά μεγάλης προσοχής, μία προς μία τις τρίχες τις έκοψε ξανά με ένα κοφτερό ξυράφι παλαιού τύπου, με δάχτυλα απαλά και χέρια επιδέξια.

Δεν είχε δουλειά το μαγαζί, και η περιποίηση κράτησε ώρα. Εμείς νιώθαμε σε καλά χέρια, έτσι αφεθήκαμε στη φροντίδα τους. Φρόντισαν το πρόσωπο μας, τα μαλλιά μας, τα νύχια των χεριών και των ποδιών μας, μέχρι και ελαφρύ μασάζ με τα έμπειρα τους χέρια απολαύσαμε εκείνη την ημέρα.

Με τα λίγα Αγγλικά που γνώριζαν και περισσότερο με νοήματα, πιάσαμε μια καλή συνεννόηση και γνωριμία, έτσι όταν τους προτείναμε ραντεβού, δέχτηκαν με το πρώτο κάλεσμα.

Ήταν απόγευμα και οι κοπελίτσες σχολνούσαν σε λίγες ώρες. Ώσπου να περάσει η ώρα, σεργιανίσαμε την πόλη, και στην ώρα μας όπως είχαμε εξηγηθεί, εγώ συνάντησα τη δική μου σε ένα εστιατόριο- καφετέρια στον ίδιο δρόμο εκεί.

Ένας νεαρός με μακριά μαλλιά, μάλλον χίπις, γρατζουνούσε μια ηλεκτρική κιθάρα με τραγούδια του διεθνούς ρεπερτορίου της εποχής. Δίπλα του είχε ακουμπισμένη μια κλασσική κιθάρα, και σκέφτηκα ότι θα ήταν κλασσικός κιθαρίστας, αλλά ένεκα ζήτησης του επαγγέλματος, έπαιζε ηλεκτρική.

Θα τρώγαμε, θα ακούαμε χαλαρά μουσική, και μετά ποιος είδε. 

Τα φαγητά στο μενού ήταν διαφορετικά από τα Ευρωπαϊκά που ήμουν μαθημένος, γι αυτό παράγγειλα καβούρια για σταρτ, και μια μπριζόλα με παράξενο όνομα που έγραφε στον τιμοκατάλογο, φαγητά τα οποία εγνώριζα. Η νέα μου φίλη παρήγγειλε τα δικά της, και όσο να μας σερβίρουν, συνεχίσαμε τη γνωριμία μας.

Σε ένα μεγάλο πιάτο, μου σέρβιραν ένα τεράστιο κάβουρα βρασμένο, με σπουδαία γεύση που μου άνοιξε την όρεξη περισσότερο. Σε λίγο, βγήκε ο μάγειρας από την κουζίνα με δύο βοηθούς, και στάθηκε στο τραπέζι μας. Ο ένας βοηθός, κρατούσε ένα τηγανάκι ξέχειλο καυτό λάδι, που ακόμα τσιτσίριζε από το πολύ κάψιμο και το έβαλε δίπλα σε ένα πάγκο, μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο. Ο μάγειρας πήρε στα χέρια από τον άλλο βοηθό μια ωμή τεράστια μοσχαρίσια μπριζόλα και την εναπόθεσε στο παραζεσταμένο λάδι στο τηγανάκι, και από πάνω έσπασε δύο αβγά, ενώ ακολούθως με επίσημες κινήσεις την σέρβιρε μπροστά μου λέγοντας μου καλή όρεξη.

Εγώ παρακολούθησα την διαδικασία με έκπληξη, αλλά μέσα στη ξένη χώρα, είπα να μην φέρω αντίρρηση. Τα αυγά ψήθηκαν, αλλά η μπριζόλα άλλαξε μόνο χρώμα, και όταν την έκοψα, μέσα έσταζε ζωντανό το αίμα.

Έφαγα λοιπόν τα αυγά, και άφησα την μπριζόλα ανέγγιχτη καθώς το κρέας μου άρεσε καλοψημένο, πόσον μάλλον τελείως ωμό. Έτσι μέσα σε μια ξένη χώρα που ο Καπετάνιος μας σύστησε να είμαστε προσεχτικοί, είπα να σιωπήσω και να μην διαμαρτυρηθώ, εξάλλου ήμουν σίγουρος ότι οι Κορεάτες, έτσι έτρωγαν τα φαγητά τους.

Τα καβούρια και τα αβγά, αποδείχτηκαν πλήρες γεύμα που με χόρτασε ικανοποιητικά. Παρήγγειλα δύο Μπράντι κόουκ, και γείραμε στις αναπαυτικές καρέκλες να απολαύσουμε τη μουσική του κιθαρίστα. Σε μια στιγμή  άρχισε να παίζει ένα Ελληνικό νοσταλγικό τραγούδι του Χατζιδάκι που με άφησε εκστατικό να ακούω. Ο μουσικός το κατάλαβε, και έπαιξε ακόμα ένα, και ακόμα ένα, ενώ εγώ κατενθουσιασμένος σιγοτραγουδούσα μαζί του και τον καταχειροκροτούσα

Ικανοποιημένος ο μουσικός που βρήκε ακροατήριο, έσκυψε και πήρε από τα τεφτέρια του που ήταν στο πάτωμα αφημένα, ένα μεγάλο και το τοποθέτησε στο στάν. Συνέχισε να παίζει Ελληνική μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, και εξαίσιες μελωδίες πλημμύρησαν το χώρο. Οι πελάτες λιγοστοί, αλλά και αυτοί αφοσιωμένοι στις νότες που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, σημάδι ευχαρίστησης και απόλαυσης από την ωραιοτάτη Ελληνική μουσική.

Είχε παρατήσει την ηλεκτρική κιθάρα και έχοντας την κλασσική στα χέρια, τη γρατζουνούσε απαλά και όμορφα σε ένα καταπληκτικό παίξιμο που δεν είχα ακούσει ξανά. ΄

Έδινε χρώμα στα τραγούδια σε μια ανεπανάληπτη εκτέλεση που μάγευε τα αυτιά μας μαζί με τις εξ ίσου καταπληχτικές Ελληνικές μελωδίες.

Η κλασσική κιθάρα είναι ένα δημοφιλές μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται τόσο από δεξιοτέχνες, όσο και απλούς μουσικούς.

Κλασσική κιθάρα δεν σημαίνει κάτι κατ ανάγκην ιδιαίτερο όργανο. Απλά ο  όρος κλασσική , καταδεικνύει μια καλλιτεχνική δημιουργία  που έχει αξία διαχρονική και οικουμενική.

Ο καλλιτέχνης που συνάντησα σ αυτή την μακρινή χώρα, ήταν ένας λαμπερός βιρτουόζος που όσο τον άκουγα, έμενα εκστατικός, απολαμβάνοντας τις γλυκείες νότες που γλυκά κυλούσαν στην ατμόσφαιρα. Αφοσιώθηκα να τον ακούω, παραμελώντας λίγο τη σύντροφο μου, αλλά και αυτή έδειχνε την ίδια προσοχή στη θεσπέσια μουσική.

Η Ελληνική μουσική σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει μια ιδιαίτερη θέση και αρέσει πολύ. Αμέτρητα τραγούδια έχουν μεταφραστεί και τραγουδηθεί στις πιο απίθανες γλώσσες. Έτσι και εδώ, ο βιρτουόζος κιθαρίστας παίζοντας περισσότερο και τραγουδώντας λιγότερο, τραγουδούσε στη γλώσσα του τα τραγούδια των Ελλήνων γιγάντων Χατζηδάκη και Θεοδωράκη.

Η ώρες περνούσαν και η απόλαυση της μουσικής με τη βοήθεια κάποιων αλκοολούχων ποτών, και καθώς ο οίνος ευφραίνει καρδίας, περιέπεσα σε μια χαρούμενη και ευχάριστη κατάσταση, και έλεγα μέσα μου μακάρι ποτέ να μην ξημερώσει. Ήταν μια τέρψη και μια ανάταση της ψυχής μου που με έκαναν να νιώθω ανακούφιση απέναντι στην απέραντη μου νοσταλγία για νόστιμον ήμαρ, καθώς έλειπα από την Κύπρο περισσότερο από τέσσερα χρόνια.

Ο καλός μουσικός δεν σταμάτησε να παίζει καθόλου, ανταποκρινόμενος στη χαρούμενη διάθεση μου που διαχεόταν στο πρόσωπο μου. Έπαιζε Ελληνικά τραγούδια των δύο συνθετών χωρίς τελειωμό, ώσπου όμως άχ τι κακό, η ώρα πήγε δώδεκα. Ήρθε η ώρα να σταματήσει, αλλά για το χατίρι μου συνέχισε να παίζει. Με όλη την καλή μου διάθεση, θέλησα να τον ευχαριστήσω στην πράξη, γι αυτό έβαλα το χέρι στη τσέπη. Είχα 200 ευρώ, και του πρόσφερα μπαξίσι τα μισά. Δεν ήθελε να τα πάρει, αλλά στα χρήματα κανείς δεν λέει όχι, έτσι που με λίγη επιμονή δική μου, τα δέχτηκε με πολλές ευχαριστίες.

Είναι λοιπόν, η ζωή του ναυτικού, προσαρμοσμένη σε καλούπια και πλαίσια που επιβάλλουν οι συνθήκες της ναυτικής ζωής, κάποτε πικρή, κάποτε γλυκιά.

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ ΜΟΙΡΑ ΚΙ’ ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ - Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ήταν η απεραντοσύνη της θάλασσας που είχα για συντροφιά μαζί με τις θύμισες τις στεριανές, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις για πειρατείες και πνιγμένους μέσα στα αμπάρια που άκουα. Ήταν που γλύτωσα από μεγάλες τρικυμίες και που ψάρεψα μεγαλα ψάρια θεριά της θάλασσας. Που έζησα γάμους συναδέλφων μου στις άλλες χώρες και είδα νέα ήθη, έθιμα και κουλτούρες. Που γνώρισα διαφορετικές εμπειρίες σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, στους παράδεισους της προστυχιάς, της απόλαυσης, των καταχρήσεων και των παραβάσεων πίσω από κουρτίνες που πρόσφεραν ότι δεν βάζει ο νους, καθώς και περιπέτειες επικίνδυνες για όποιον τις αποζητούσε.

Ήταν οι μνήμες μου ως ναυτικού που ίσως να φαντάζουν απίθανες και να προκαλούν δυσπιστία, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που με σημάδεψε ανεξίτηλα και που άφησε πανω μου παντοτινή σφραγίδα. Όσοι έχουν βιώσει τις δύσκολες αλλά γλυκές αυτές καταστάσεις ξέρουν. Και συνεχίζουν να αγαπούν τη θάλασσα και να τη μάχονται καθημερινά και να της γνέφουν περιπαικτικά και να μην τη φοβούνται.

Όμως δεν ήταν αυτά κάθε αυτά που με σημάδεψαν μόνο, αλλά και η παρατήρηση μου της διαβίωσης των ναυτικών που μπαρκαρισμένοι στα μεγάλα γκαζάδικα με συντροφιά μονο την θάλασσα και τον ουρανό για μήνες δύο και τρείς, δεν είχαν συνηθισμένη συμπεριφορά, ήθελαν να σπάζουν τις μονότονες ημέρες τους με τις άλλες τις απαράλλακτες που ακολουθούσαν με τα ίδια βαρετά πραγματα εκείνα τα συνηθισμένα, έτσι που δημιουργούσαν ίντριγκες και ύστερα τις παρακολουθούσαν για να εχουν κάτι καινούργιο να ασχολούνται. Ήταν που έπρεπε πάντα να είμαι προσεκτικός τι να πιστεύω, που έπρεπε να μην εμπιστεύομαι κανένα, ήταν ίσως ο νόμος των Ναυτικών να μην αγαπιούνται αναμεταξύ τους, παρά μονο με τη θάλασσα.

Αγάπησα λοιπόν τη θάλασσα και μια δύναμη με τραβούσε να είμαι κοντά της.

Μπάρκαρα στο πρώτο πλοίο χωρίς να την αγαπώ, παιδεύτηκα μαζί της τον πρώτο καιρό σε ένα μικρό βαπόρι που έπλεε στη Μαύρη θάλασσα, αυτήν που την διέπλευσαν άνθρωποι σε ιστορικές στιγμές, που στα παραλια της κείτονται πανάρχαιοι πολιτισμοί αλλά και σύγχρονες πόλεις, που στα σπλάχνα της τα αντίθετα ρεύματα μάχονται, συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να κλυδωνίζουν το μικρό πλοίο και εμένα να μου ανακατώνεται το στομάχι και να μου βγαίνουν τα σωθικά.

Παρ όλες τις δυσκολίες της όμως η έλξη που έχει είναι μεγαλη που όποιος ζήσει μαζί της την ερωτεύεται και δίχα της δεν μπορεί.

Ταξίδεψα συνέχεια 5 χρόνια, όταν ξεμπάρκαρα άρχισε να μου βασανίζει το μυαλό η σκέψη να εγκαταλείψω τη θάλασσα. Αποφάσισα και παντρεύτηκα μια παλιά αγαπημένη, και είπα να γίνω νοικοκύρης και στεριανός. Τον πρώτο καιρό ήταν καλά και ευτυχισμένα, υπήρχε αγάπη και έρωτας, υπήρχαν όλα τα καλά. Ύστερα απο λίγο καιρό όμως η αγάπη για τη θάλασσα που δεν είχε χαθεί μέσα μου, μ έκανε να νοσταλγώ και να αναπολώ τις ατέλειωτες νύχτες της απόλυτης μοναξιάς στο κατάστρωμα, ή το βαρύ ντούκου της μηχανής του πλοίου στο μηχανοστάσιο στις ατέλειωτες βάρδιες που με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι πίνωντας γουλιά γουλιά, μου αρκούσε ώσπου να σκαντζάρει η βάρδια.

Ώσπου μια νύχτα στο μικρο καφενείο του χωριού συναντήθηκα με έναν χωριανό ναυτικό που μόλις ηρθε από μπάρκο, κάτσαμε και τα είπιαμε και τα είπαμε για τη θάλασσα και τα λιμάνια. Ένιωσα πως η θάλασσα με τραβούσε ξανά κοντά της, ένιωσα ότι η ζωή μου στη στεριά δεν είχε νόημα. Ήξερα ότι αν έμενα στεριανός θα μαράζωνα, κατάλαβα ότι δεν θα άντεχα.

Με τις μνήμες μου να τρέχουν ολοζώντανα στις εποχές εκείνες, η νοσταλγία με έπνιξε και η θλίψη με κυρίευσε. Και μέσα στην παραζάλη του ποτού, ένιωσα η νοσταλγία να γίνεται μυτερό καρφί να μου τρυπά τα στήθια.

Έτσι λοιπόν στην παραζάλη του ποτού, πήρα μια μεγάλη απόφαση να ξαναμπαρκάρω. Ήξερα δεν ήταν εύκολο, όλοι θα έπεφταν να με σταματήσουν. Θα έφευγα λοιπόν σαν κλέφτης, δεν θα μιλούσα σε κανέναν, θα τους ειδοποιούσα όταν θα ήμουν μακριά…  

Δεν πήρα όμως την μεγάλη απόφαση και έμεινα για πάντα στεριανός. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τη θάλασσα, στέκω στην ακρογιαλιά και αγναντεύω τον ορίζοντα και σκέφτομαι αν μετάνιωσα που δεν έφυγα, αλλά δεν έχω απάντηση. Ξέρω μόνο ότι η Θάλασσα είναι τραγούδι, βίωμα, μάνα μοίρα κι αγαπητικιά, και όσοι την αγαπούν και μένουν μακριά της, δεν έχουν το γλυκό νανούρισμα της ούτε την απέραντη αγάπη της.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ - ΟΡΙΣΜΟΣ

Ναυτικοί καλούνται όσοι εργάζονται στα πλοία ή εκτελούν οποιαδήποτε εργασία σχετική με τη θάλασσα, και ειδικότερα όσοι είναι εγγεγραμμένοι με επαγγελματική ιδιότητα κατέχοντας ναυτικό φυλλάδιο.

Οι ναυτικοί πριν μπαρκάρουν σε πλοίο, συμβάλλονται με την πλοιοκτητρία εταιρεία, δηλαδή υπογράφουν συμβόλαιο που ονομάζεται σύμβαση ναυτικής εργασίας, δια της οποίας καθορίζεται το σύνολο των ωρών εργασίας εν πλω και εν όρμω, οι αργίες, οι υπερωρίες, η διάρκεια παραμονής στο πλοίο, η υποχρέωση και αμοιβή για άλλη ιδιαίτερη εργασία, καθώς και ότι άλλο καθορίζεται από τη ναυτική χάρτα.

Όμως όσοι δεν έχουν ταξιδέψει και εργαστεί σε πλοία κυρίως ποντοπόρα, στους περισσότερους θα ήταν αδιανόητο να αποφασίσουν να ακολουθούσουν το επάγγελμα. Όσοι συνειδητά το επιλέγουν, είναι γιατί ήδη γνωρίζουν και αγαπούν τη θάλασσα, ή ένεκα βιοποριστικής ανάγκης. Κανείς άλλος λογικός άνθρωπος δεν θα διάλεγε το επάγγελμα, αφού είναι ολοφάνερη η επικινδυνότητα του.

Είναι φοβερά επικίνδυνο, γιατί η κάθε στιγμή της ναυτικής ζωής ελλοχεύει απεριόριστους κινδύνους από αρρώστιες και επιδημίες, από πειρατείες και παράνομους ναυτικούς καθώς πολλοί μπαρκάρουν για να ξεφύγουν από κάποιο κακό που άφησαν πίσω στη χώρα τους, από επικίνδυνα φορτία που μεταφέρουν, ακόμα και από υπερφορτώσεις για να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη οι εφοπλιστικές εταιρείες.

Η ναυτική ζωή προσφέρει απεριόριστη μοναξιά, κουραστική εργασία με περισσότερες υπερωρίες και με λιγότερο ύπνο. Η ιατρική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη καθώς εξαρτάται μόνο από τις ιατρικές γνώσεις του γραμματικού, και η νοσταλγία και ο νόστος καταθλίβουν απεριόριστα τους ναυτικούς που μένουν μακριά από τη στεριά και τις οικογένειες τους μήνες ολόκληρους.

Φυσικά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι φουρτούνες, οι καταιγίδες και οι αέρηδες, όταν ο άγριος καιρός λυσσομανά και βουλιάζει ακόμα και τα πλέον ασφαλή βαπόρια. Πολλοί είναι οι ναυτικοί που χάθηκαν για πάντα στα βάθη των ωκεανών, και άλλοι περισσότεροι που παρέμειναν σε ξένα λιμάνια για το χατίρι κάποιας αγάπης αφήνοντας πίσω στην πατρίδα πρόσωπα αγαπημένα και φίλους.

Είναι λοιπόν πολύ δύσκολη η ζωή των ναυτικών, και  ουδείς σχεδόν πραγματικά ενδιαφέρεται γι αυτούς. Δυστυχώς οι περισσότεροι κανονισμοί είναι για το τυπικό και το θεαθήναι.

Όμως, υπάρχει και η καλή πλευρά του επαγγέλματος. Δεν είναι τα χρήματα καθώς οι μισθοί δεν είναι μεγάλοι ανάλογα με την επικινδυνότητα του επαγγέλματος, αλλά γιατί μέσα στα πελάγη ο καθένας δύσκολα τα ξοδεύει, και ευκολότερα τα αποταμιεύει.

Είναι επίσης μεγάλη υπόθεση όταν κάποιος  είναι ταξιδευτής του κόσμου. Γνωρίζει καινούργιες χώρες, ξένες κουλτούρες, διαφορετικούς λαούς και νέες θρησκείες. Σε κάθε λιμάνι ανακαλύπτει καινούργιες αγάπες και νέες απολαύσεις που άλλως δεν θα γνώριζε. Αποκτά εμπειρίες και αντοχές, ατσαλώνεται ψυχικά, και συνηθίζει να ζει ανά πάσα στιγμή δίπλα με το θάνατο, καθώς η θάλασσα είναι ένας συνεχής κίνδυνος. Ένας κίνδυνος όμως, που όποιος την μάχεται και την παλεύει, περισσότερο την αγαπά, καθώς έχει μια άγνωστη δύναμη που κάνει τους ανθρώπους να την ερωτεύονται παντοτινά μέχρι το θάνατο τους. 

ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΠΛΟΙΩΝ - ΟΡΙΣΜΟΣ

Οι εργαζόμενοι στις μηχανές πλοίων, εκτελούν γενικές εργασίες μηχανής καθώς και βάρδιες στις οποίες συμμετέχει  ένας τρίτος μηχανικός, ένας δόκιμος μηχανικός και ένας θερμαστής εάν είναι πλοίο με τουρμπίνες.

Ο Αξιωματικός φυλακής κατά τη κάθοδο του στο μηχανοστάσιο ενημερώνεται από τον προηγούμενο για την κατάσταση των μηχανών και βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου και στη συνέχεια αναλαμβάνει υπηρεσία παρακολουθώντας την καλή λειτουργία των μηχανών και εκτελεί τις εντολές της Γέφυρας.

Ο Δεύτερος Μηχανικός μεταφέρει τις εντολές του Πρώτου στο υπόλοιπο πλήρωμα της μηχανής, και εργαζομενος και ο ίδιος όπου χρειαστεί, επιβλέπει τις εργασίες και τις βάρδιες. 

Ο Πρώτος Μηχανικός είναι υπεύθυνος να επιβλέπει για όλα, για την καλή λειτουργία των μηχανών και των καζανιών (λέβητες παραγωγής ατμού) του πλοίου και να ξέρει σε ποια κατάσταση ευρίσκονται, να φροντίζει για την καλή λειτουργία της κύριας μηχανής αλλά και των άλλων βοηθητικών μηχανημάτων, καθώς και το μικρό τιμονάκι να μην έχει απώλεια υδραυλικού υγρού ώστε να κρατά την πορεία του πλοίου σταθερή. Έχει καθήκον να μεριμνά ώστε να υπάρχουν ανταλλακτικά και καύσιμα. Να φροντίζει οι υφιστάμενοι του να ελέγχουν τις σεντίνες για τυχών διαρροές και να μεριμνούν για το άδειασμα του έρματος (των άχρηστων υγρών, λαδιών και καυσίμων) από αυτές. Να ελέγχεται το θαλασσινό νερό που χρησιμοποιείται για σαβούρωμα, καθώς και το πόσιμο στις δεξαμενές και στον evaporator (βραστήρας παραγωγής από θαλασσινό νερό σε πόσιμο). Πρέπει να έχει εξειδικευμένες γνώσεις περί ηλεκτρισμού καθώς ο ηλεκτρολόγος είναι και αυτός υφιστάμενος του. Είναι επίσης υπεύθυνος για την καλή λειτουργία όλων των βοηθητικών μηχανημάτων στην κουβέρτα, στη κουζίνα, στα ψυγεία και στους ψυκτικούς θαλάμους.

Είναι με λίγα λόγια υπεύθυνος να γίνονται όλα αυτά από τους υφισταμένους του μηχανικούς, οι οποίοι είναι υπόλογοι σε αυτόν με ιεραρχική σειρά. Το πλήρωμα μηχανής αποτελείται από τον πρώτο, τον δεύτερο, τρεις τρίτους ή junior (τρίτοι βοηθοί μηχανικοί), τον ηλεκτρολόγο, τρεις θερμαστές, τρεις δόκιμοι ή λαδάδες, και ένας καθαριστής. Όλη η καλή λειτουργία στο μηχανοστάσιο και κατ επέκταση όλου του πλοίου, εξαρτάται από αυτούς.

Πρέπει να είναι καλά καταρτισμένοι γιατί από αυτούς εξαρτάται η καλή λειτουργία όλων των μηχανών και μηχανημάτων. Αυτοί τα χειρίζονται, τα συντηρούν, και τα επισκευάζουν. Και για ότι τυχόν πρόβλημα οι υφιστάμενοι μηχαναικοί δεν μπορούν να θεραπέυσουν, πρέπει ο Πρώτος να γνωρίζει και να τους καθοδηγεί, αλλά και να το διορθώνει ο ίδιος χειρονακτικώς εάν χρειαστεί. 

Η ζωή σε ένα πλοίο είναι η μικρογραφία μιας πολιτείας. Έχει όλες τις υποδομές όπως ηλεκτρισμό, αποχετεύσεις, κλιματισμό, πόσιμο νερό, τροφοδοσία, αλλά κυρίως αυστηρή διοίκηση. Το γενικό πρόσταγμα και ευθύνη έχει ο καπετάνιος που είναι ο απόλυτος διοικητής, αλλά σχεδόν ταυτόσημη εξουσία έχει και ο Α΄ μηχανικός με τον οποίο ο πλοίαρχος οφείλει να έχει στενή συνεργασία, διότι χωρίς αυτήν, το πλοίο δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά.

Ο πρώτος μηχανικός με τους βοηθούς του είναι η ψυχή του πλοίου. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί το πλοίο να πλεύσει, ούτε το πλήρωμα να έχει τις ανέσεις μιας καλής διαβίωσης, αλλά και οι ναύτες στην κουβέρτα, δεν μπορούν να εργαστούν, καθώς όλες οι εργασίες διεκπεραιώνονται με μηχανήματα. Το φόρτωμα και ξεφόρτωμα γίνεται με γερανούς, οι αντλίες που φορτώνουν ή ξεφορτώνουν υγρά εμπορεύματα κινούνται με ηλεκτρισμό ή ατμό. Η άγγυρα βιράρει και μαϊνάρει με ατμό ή ηλεκτρισμό. Ακόμα και τα ματσακονια, δουλεύουν πλέον με αέρα.